ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΘΕΜΑ : «ΚΑΛΟΠΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΡΟΟΠΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ»

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

7. Ανάγκη για δυνατότητα ad hoc προστασίας της μειοψηφίας Σελ. 24

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α )

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 2250/1940 ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ BIBΛIO ΠPΩTO

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 2. (Εγκρίθηκαν στις 19 Μαρτίου 2015) 3. εφαρμοστέου δικαίου επί των διεθνών εμπορικών συμβάσεων.

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Η ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ (ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ «ΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ») Ελευθέριος Καστρήσιος Λέκτωρ Νομικής ΔΠΘ

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία με θέμα: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΙΣ ΔΙΑΤΑΓΗΝ (ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, ΓΡΑΜΜΑΤΙΟ ΕΙΣ ΔΙΑΤΑΓΗΝ, ΕΠΙΤΑΓΗ) Της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Εμμ. ΧΑΝΙΑΛΑΚΗ (Α.Μ. 1909/2011) ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΑΝΤΕΝΙΩΤΟΥ-ΛΥΡΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ (επιβλέπουσα Καθηγήτρια) ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κομοτηνή, Νοέμβριος 2014 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Α.Κ. ΑΠ Αρμ ΑρχΝ βλ. Δ ΔΕΕ ΔΕΝ Δνη ή Δικ/νη ΔωδΜελ Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας βλέπε Δίκη (νομικό περιοδικό) Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών Δελτίον Εργατικής Νομοθεσίας Δικαιοσύνη (νομικό περιοδικό) Δώδεκα Μελέται Αστικού και Εργατικού Δικαίου εδ. ΕΔΠ ΕΕΔ ΕΕμπΔ ΕΕΝ ΕισΝΑΚ ΕλλΔνη ΕμπΝ επ. εδάφιο Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα Ελληνική Δικαιοσύνη Εμπορικός Νόμος επόμενα 2

ΕπισκΕΔ ΕΤρΑξΧρΔ Εφ Κ.Πολ.Δ. ΚριτΕπ ΜΠρ Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Επιθεώρηση Τραπεζικού,Αξιογραφικού και Χρηματιστηριακού Δικαίου Εφετείο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κριτική Επιθεώρηση Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος Ν.Δ. ΝΔ ΝοΒ ό.π. ΟλΑΠ παρ. παρατ. ΠειρΝομ περ. ΠοινΧρ ΠΠρ σελ. στοιχ. ΧρΙΔ Νομοθετικό Διάταγμα Νέον Δίκαιον (νομικό περιοδικό) Νομικό Βήμα όπως παραπάνω Ολομέλεια Αρείου Πάγου παράγραφος παρατηρήσεις Πειραϊκή Νομολογία περίπτωση Ποινικά Χρονικά Πολυμελές Πρωτοδικείο σελίδα στοιχείο Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ Ι. Η αόριστη νομική έννοια της καλής πίστης... 13 ΙΙ. Υποκειμενική καλή πίστη... 14 ΙΙΙ. Αντικειμενική καλή πίστη... 16 ΙV. Ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας... 18 V. Περιεχόμενο της καλής πίστης... 24 1. Η υποχρέωση εμπιστοσύνης... 29 2. Παρεπόμενες υποχρεώσεις... 30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β : ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΙΣ ΔΙΑΤΑΓΗΝ I. Κυκλοφοριακή ικανότητα... 33 II. Φαινόμενο δικαίου... 36 1. Συμβατική θεωρία... 38 2. Δημιουργική θεωρία... 39 3. Θεωρία του φαινομένου δικαίου... 40 III. Ενστάσεις... 44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ : ΛΕΥΚΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΙΣ ΔΙΑΤΑΓΗΝ (ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ, ΓΡΑΜΜΑΤΙΟ, ΕΠΙΤΑΓΗ) Ι. Συμπλήρωση λευκού αξιογράφου... 48 ΙΙ. Μεταβίβαση της συμφωνίας συμπληρώσεως λευκού αξιογράφου... 51 ΙΙΙ. Αντισυμβατική συμπλήρωση λευκού αξιογράφου... 55 4

1. Κακή πίστη ή βαριά αμέλεια κομιστή... 58 2. Καλόπιστος κομιστής... 62 ΙV. Ατελές αξιόγραφο εις διαταγήν... 63 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ : ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΠΙΣΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΜΙΣΤΗ Ι. Προϋποθέσεις έγκυρης κτήσης της συναλλαγματικής... 67 1. Τυπική νομιμοποίηση κομιστή... 69 2. Καλή πίστη... 71 3. Ανυπαρξία βαριάς αμέλειας... 74 ΙΙ. Κήρυξη αξιογράφου ως ανισχύρου... 75 ΙΙΙ. Συνέπειες έγκυρης κτήσεως της συναλλαγματικής... 79 IV. Βάρος απόδειξης και χρόνος ύπαρξης της καλής πίστης... 80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε : H ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΡΟΒΛΗΤΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ Ι. Η καλή πίστη ως προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής του απροβλήτου των ενστάσεων... 84 ΙΙ. Προβολή προσωπικών ενστάσεων κατά του κακόπιστου κομιστή... 88 ΙΙΙ. Απόδειξη κακής πίστης και βλάβης του οφειλέτη... 91 IV. Προτεινόμενες ενστάσεις κατά παντός κομιστή, ακόμη και του καλόπιστου92 1) Ενστάσεις που αφορούν το κύρος της ενοχής από το αξιόγραφο... 93 2) Ενστάσεις που προκύπτουν από ελλείψεις στο περιεχόμενο του τίτλου... 98 3) Ενστάσεις που απορρέουν από τις άμεσες/προσωπικές σχέσεις μεταξύ κομιστή και οφειλέτη ή ενστάσεις που ανήκουν στον οφειλέτη άμεσα κατά του κομιστή... 101 V. Περιπτώσεις που δεν ισχύει η αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων... 104 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ : Η ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΑΞΙΟΓΡΑΦΟΥ Ι. Πληρωμή κατά τη λήξη... 119 1. Τυπική νομιμοποίηση κομιστή... 121 2. Καλή πίστη πληρωτή... 124 ΙΙ. Πληρωμή πριν από τη λήξη... 126 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 129 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αόριστη νομική έννοια της καλής πίστης εμφανίζεται στο δίκαιό μας και επηρεάζει τις έννομες σχέσεις κατά δύο διαφορετικούς τρόπους, ήτοι με την υποκειμενική και με την αντικειμενική της έννοια. 1 Η υποκειμενική καλή πίστη ως γνωσιολογική κατάσταση αποτελεί κεντρική έννοια του Ιδιωτικού Δικαίου, η οποία εμφανίζεται σε όλους σχεδόν τους θεσμούς του. 2 Σε όσες περιπτώσεις η καλή πίστη λειτουργεί με την υποκειμενική της έννοια αφορά την ιδιότητα του πράττοντος, 3 την έναντι του νομικού φαινομένου ψυχολογική κατάσταση του υποκειμένου του δικαίου και συνιστά στοιχείο θεμελίωσης ενός δικαιώματος, το οποίο προβλέπει ο νόμος. 4 Αντίθετα, η αντικειμενική (ή συναλλακτική) καλή πίστη συνιστά ένα κριτήριο συμπεριφοράς, 5 το οποίο καθιερώνεται στο δίκαιό μας ιδίως στις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 Α.Κ.. 6 Η καλή πίστη των άρθρων αυτών δεν αποτελεί πλήρως διαμορφωμένο κανόνα δικαίου, στον οποίο γίνεται η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, αλλά δημιουργεί εκούσιο κενό, προς πλήρωση του οποίου ο δικαστής υποχρεούται να διαμορφώσει έναν κανόνα δικαίου που θα διέπει την υπό κρίση σχέση. 7 Η υπαγωγή προϋποθέτει ερμηνεία και συγκεκριμενοποίηση του γενικού και αφηρημένου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε να διαπιστωθεί εάν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καλύπτονται από αυτόν. 8 Με την ερμηνεία των εν λόγω άρθρων ασχολήθηκε τόσο η επιστήμη όσο και η νομολογία. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι τα άρθρα 200 και 288 Α.Κ. αλληλοσυμπληρώνονται 9 και καθιερώνουν δύο διακεκριμένες πλευρές ενός ενιαίου κανόνα δικαίου. 10 Στις συμβάσεις, δηλαδή, πρώτα διαπιστώνεται αντικειμενικά το νόημά τους με την ερμηνεία της Α.Κ. 200 11 και στη συνέχεια ό,τι διαπιστώθηκε 1 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως κανών δικαίου. Σε: ΝοΒ 1969, 386. 2 Κουμάντος, Γ. Η υποκειμενική καλή πίστις, 321. 3 Παπαντωνίου, Ν. Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον, 69. 4 Γεωργιάδης, Α. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 374. 5 Παπαντωνίου, Ν.ό.π., 69. 6 Μπαλής, Γ. Ενοχικόν Δίκαιον (Γενικό Μέρος), 17 Μαντζούφας, Γ. Ενοχικόν Δίκαιον (Γενικόν Μέρος), 11. 7 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 71. 8 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 57. 9 Παπαχρήστου, Α. Ενοχικόν Δίκαιον, 33 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 229. Γεωργιάδης, Α. ό.π., 387. 10 Δετσαρίδης, Χ. Οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστης στο Διοικητικό Δίκαιο, 169. 11 Ζέπος, Π. Γενικόν Ενοχικόν Δίκαιον, 118. 7

συμπληρώνεται ή και τροποποιείται με βάση την Α.Κ. 288. 12 Έτσι, η καλή πίστη κυριαρχεί τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην εκτέλεση των συμβάσεων και των εν γένει δικαιοπραξιών. 13 Περαιτέρω, σημειώνεται ότι αντί ο νομοθέτης να θεσπίσει ειδικές διατάξεις για το πώς πρέπει να ασκείται το δικαίωμα (281 Α.Κ.), 14 ή πώς να εκπληρωθεί εγκύρως η παροχή (288 Α.Κ.), 15 ή πώς πρέπει να γίνεται η ερμηνεία της δικαιοπραξίας (200 Α.Κ.), παραπέμπει στην αρχή της καλής πίστης. 16 Έτσι, η συναλλακτική καλή πίστη συνιστά μία νομική έννοια με βαρύνουσα σημασία για ολόκληρο το ελληνικό δικαιϊκό μας σύστημα 17 που βρίσκει εφαρμογή σε κάθε ενοχική σχέση, είτε αυτή πηγάζει από δικαιοπραξία (μονομερή ή σύμβαση) είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. Α.Κ. 904, 914 κ.λπ.). 18 Ακόμη, όμως, και μετά τη λήξη μίας ενοχικής σχέσεως είναι δυνατόν η συναλλακτική καλή πίστη να θεμελιώνει υποχρεώσεις των μερών, λ.χ. υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού, υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας ή παροχής πληροφοριών. 19 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις δικαιοπρακτικές σχέσεις, η συναλλακτική καλή πίστη υπαγορεύει και στα δύο μέρη της ενοχικής σχέσεως συμπεριφορά που θα διέπεται από την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα, εντιμότητα και ευπρέπεια 12 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 229. 13 Δετσαρίδης, Χ. ό.π., 169. 14 Η σπουδαιότερη γενική ρήτρα που περιέχεται στον Αστικό Κώδικα είναι εκείνη της Α.Κ. 281, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος που υπερβαίνει τα όρια είτε της καλής πίστης είτε των χρηστών ηθών είτε του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. (Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 56.) Τα κριτήρια αυτά καθιερώνονται διαζευκτικά. Συνεπώς, η αντίθεση έστω και σε ένα από αυτά αρκεί για το χαρακτηρισμό της άσκησης του δικαιώματος ως καταχρηστικής. Βεβαίως, τα κριτήρια αυτά αποτελούν αόριστες νομικές αξιολογικές έννοιες και εξειδικεύονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστή με βάση τις εκάστοτε κοινωνικές αντιλήψεις και όχι τις προσωπικές του πεποιθήσεις. (Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 310.) 15 Σύμφωνα με το άρθρο 288 Α.Κ., ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν των συναλλακτικών ηθών. Η διάταξη αυτή είναι κανονιστική και όχι απλά ερμηνευτική, ήτοι ρυθμίζει εν γένει τον τρόπο κατά τον οποίο εκπληρώνεται εγκύρως η παροχή και δεν περιέχει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, με βάση τον οποίο κρίνεται αν η εκπλήρωση είναι έγκυρη ή όχι. (Ζέπος, Π. ό.π., 154-155 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 27.) 16 Επισημαίνεται ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό με την υπ αρίθμ. ΑΠ 152/1953 (ΕΕΝ 1953, 671-672.) απόφαση δέχθηκε την άποψη ότι το άρθρο 200 Α.Κ. δεν απευθύνεται προς το δικαστή και δεν περιέχει κανόνα δικαίου. Αργότερα, όμως, με την υπ αρίθμ. ΑΠ 488/1953 (ΕΕΝ 1954, 31-32.) απόφασή του δέχθηκε ότι στην Α.Κ. 200 περιέχεται κανόνας δικαίου, η παράβαση του οποίου δημιουργεί λόγο αναιρέσεως. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η εν λόγω διάταξη απευθύνεται ευθέως στο δικαστή, ο οποίος, προκειμένου να ερμηνεύσει τη σύμβαση, θα υποβάλει τον εαυτό του στη θέση των συγκεκριμένων συμβαλλομένων και θα αναζητήσει τη βούλησή τους. [Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 181]. 17 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 32 Σιμωνέτος, Γ. Η καλή πίστις κατά τον Αστικόν Κώδικα. Σε: ΔωδΜελ 1948, 241. 18 Κονιδάρης, Β. Η ενοχή και η καλή πίστις κατά τον Αστικόν Κώδικα, 654 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 224. 19 Σπυριδάκης, Ι. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 130. 8

(διαπροσωπική λειτουργία της αρχής). 20 Αυτό σημαίνει ένα είδος συνεργασίας μεταξύ δανειστή και οφειλέτη κατά την εξέλιξη της ενοχικής τους σχέσεως με γενικότερο αντίκτυπο στην κοινωνικοοικονομική ζωή (κοινωνική λειτουργία της αρχής). 21 Έτσι, η καλή πίστη συμπληρώνει τον κανόνα δικαίου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Κάθε αντίθετη συμπεριφορά προς τον κανόνα της καλής πίστης δημιουργεί και συνιστά παράβαση κανόνα δικαίου. Η λειτουργία της καλής πίστης είναι διορθωτική και ορισμένες φορές, όταν ειδικές συνθήκες το επιβάλλουν, απαιτεί παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης. Στην περίπτωση αυτή, η παρέκκλιση είναι δυνατή τόσο από τη συμβατική πρόβλεψη όσο και από τη νομοθετική ρύθμιση και προκύπτει αβίαστα από τον αναγκαστικό χαρακτήρα της Α.Κ. 288, η οποία προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο εκπληρώνονται οι όροι της σύμβασης όπως ορίστηκαν από τα μέρη ή από το νόμο. 22 Η αρχή της τηρήσεως της συναλλακτικής καλής πίστης που εκφράζεται στο άρθρο 288 Α.Κ. δεν αποτελεί βασική αρχή μόνο του Ενοχικού Δικαίου, 23 αλλά διέπει και μη ενοχικές αξιώσεις, όπως εμπράγματες, οικογενειακές, κληρονομικές και γενικότερα διαπνέει όλο το Αστικό Δίκαιο. 24 Επιπλέον, η αρχή της καλής πίστης διέπει το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο (άρθρο 116 Κ.Πολ.Δ., το οποίο επιβάλλει την καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης), 25 ενώ εμφανής είναι η εφαρμογή της γενικής αυτής ρήτρας και στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διοικητικές συμβάσεις και την αρχή της χρηστής διοίκησης (ή της συνεπούς συμπεριφοράς), την οποία συχνά επικαλείται το Συμβούλιο της Επικρατείας. 26 Η καλή πίστη, λοιπόν, διέπει κατ αναλογία ολόκληρο το ιδιωτικό και το δημόσιο δίκαιο. 27 Με τις ανωτέρω αναφερθείσες εκδηλώσεις και με την προβληματική του Αστικού Δικαίου, η καλή πίστη εμφανίζεται και στον τομέα του Εμπορικού Δικαίου. Στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών, η συγκεκριμενοποίηση ή εξειδίκευση (Konkretisierung) 20 Κλαβανίδου, Δ., Παπαστερίου, Δ. Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 151 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π. 310. 21 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 126-127. Γεωργιάδης, Α. ό.π., 375. 22 Δετσαρίδης, Χ. ό.π., 169. 23 Φίλιος, Π. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 31. 24 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 14. 25 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 178. 26 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 228. 27 Τούσης, Α. Ενοχικόν Δίκαιον (Γενικόν Μέρος), 40 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 29. 9

της αόριστης νομικής έννοιας της καλής πίστης απαιτεί τον εντοπισμό των κριτηρίων εκείνων, βάσει των οποίων θα αξιολογείται από εμπορική σκοπιά η συμπεριφορά των συμβαλλομένων. 28 Στο δίκαιο των αξιογράφων, ωστόσο, η έννοια της καλής πίστης εμφανίζεται με μία ευρύτερη ερμηνεία, η οποία επικρατεί και στη γερμανική επιστήμη και νομολογία, καθώς και στην επιστήμη άλλων κρατών. Δικαιολογητικός λόγος της απομάκρυνσης από τις λύσεις του Αστικού Δικαίου είναι η ανάγκη αυξημένης προστασίας των συναλλαγών και η ενίσχυση της κυκλοφοριακής ικανότητας της συναλλαγματικής. Έτσι, λ.χ., εκτός από την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, η καλή πίστη στα αξιόγραφα θεραπεύει και άλλα ελαττώματα που τυχόν υπάρχουν στην πράξη μεταβιβάσεως, όπως την έλλειψη εξουσίας διαθέσεως, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, τη μη γνησιότητα της οπισθογραφήσεως που νομιμοποιεί τον οπισθογράφο του καλόπιστου (το γεγονός, δηλαδή, ότι ο εκποιών/μεταβιβάζων δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με το νομιμοποιούμενο ως κομιστή του εγγράφου), την έλλειψη ικανότητας για δικαιοπραξία και την έλλειψη συνειδήσεως ή την παροδική διατάραξη του λογικού, και, γενικά, όλα τα ελαττώματα της μεταβιβαστικής πράξης που υπάρχουν στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος. 29 Στη μελέτη που ακολουθεί αναλύονται οι περιπτώσεις, στις οποίες η απόδοση εννόμων συνεπειών στην ύπαρξη καλόπιστης συμπεριφοράς ρητά προβλέπεται και ρυθμίζεται σε θέματα του δικαίου της συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν (Ν. 5325/1932) και του δικαίου της επιταγής (Ν. 5960/1933). 30 Επισημαίνεται ότι η προστασία της καλής πίστης στην επιταγή ρυθμίζεται κατά τρόπο όμοιο με τη συναλλαγματική 31 εξαιτίας της ομοιότητας στην εξωτερική μορφή και του νομικού χαρακτήρα των δύο αξιογράφων 32 ενώ σε ό,τι αφορά το γραμμάτιο εις διαταγήν, ρητά προβλέπεται στο άρθρο 77 παρ. 1 του Ν. 5325/1932 ότι «Επί του γραμματίου 28 Κορνηλάκης, Α. Η κακόπιστη συμπεριφορά ως προϋπόθεση της ευθύνης από διαπραγματεύσεις. Σε: Αρμ 2003, 471. 29 Λεμπέση-Ανδρέου, Ι. Η καλή πίστη στο Δίκαιο της Συναλλαγματικής. Σε: ΕΕμπΔ 1989, 348-349. 30 Επισημαίνεται ότι οι δύο αυτοί νόμοι (Ν.5325/1932 και Ν.5960/1933) διέπουν τρία βασικά αξιόγραφα εις διαταγήν (συναλλαγματική, γραμμάτιο εις διαταγήν, επιταγή) και μάλιστα κατά τρόπο διεθνώς ομοιόμορφο διότι, εκτός από μερικές διατάξεις τους, εισάγουν ως εσωτερικό ελληνικό δίκαιο κείμενα διεθνών συμβάσεων, τα οποία εκπονήθηκαν υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών στις διασκέψεις της Γενεύης. (Κιάντου-Παμπούκη, Α. Δίκαιο Αξιογράφων, 31). 31 Αναστασιάδης, Η. Ελληνικόν Εμπορικόν Δίκαιον, 844 Κιάντου-Παμπούκη, Α. ό.π., 294 Deloukas, N., Perakis, Ε. Commercial Law. Σε: Kerameus, K., Kozyris, P. Introduction to Greek Law, 228. 32 Μάρκου, Ι. Δίκαιο Επιταγής, 9. 10

εις διαταγήν εφαρμόζονται, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι προς την φύσιν του τίτλου τούτου, αι σχετικαί προς την συναλλαγματικήν διατάξεις», οι οποίες αναλύονται στην εν λόγω διάταξη. 33 Προς την καλή πίστη, ως γνωσιολογική κατάσταση, αντιτίθεται η κακή πίστη. Η πρώτη συνίσταται στην πεπλανημένη κρίση και η δεύτερη στην αληθινή γνώση της πραγματικότητας. Η εναλλαγή των όρων στο νόμο σχετίζεται με την εξάρτηση των ευμενών συνεπειών από την καλή πίστη και των δυσμενών από την κακή και εμφανίζεται κυρίως στην προβληματική της απόδειξης της καλής ή της κακής πίστης. 34 Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε κατά βάση με τις ρυθμίσεις που αφορούν τα τρία πιο σημαντικά αξιόγραφα εις διαταγήν που χρησιμοποιούνται περισσότερο στις συναλλαγές, στο χώρο της πίστεως και των πληρωμών, ήτοι με τη συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν και την επιταγή. 35 Το δίκαιο των αξιογράφων εις διαταγήν είναι τυπικό και αυστηρό 36 αποβλέπει, δε, στην προστασία της καλόπιστης κτήσης, διότι έτσι εξασφαλίζεται η ενίσχυση της κυκλοφοριακής ικανότητας των αξιογραφικών τίτλων 37 (και των απαιτήσεων που ενσωματώνονται σ αυτούς), 38 προστατεύονται επαρκώς οι συναλλασσόμενοι και η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν και η επιταγή εκπληρώνουν τον προορισμό τους ως αξιόγραφα δημόσιας πίστεως. 39 Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τις ρυθμίσεις των άρθρων 10 (μη αντιτάξιμο αντισυμβατικής συμπλήρωσης λευκής συναλλαγματικής κατά του καλόπιστου κομιστή), 16 παρ. 2 (καλόπιστη κτήση της κυριότητας της συναλλαγματικής από μη δικαιούχο), 17 (μεταβίβαση του ενσωματωμένου δικαιώματος απαλλαγμένου από ενστάσεις) και 40 παρ. 3 (απαλλαγή του οφειλέτη αν καταβάλει στον τυπικά νομιμοποιούμενο, έστω και μη δικαιούχο, κομιστή) του Ν. 33 Σκαλίδης, Ε. Εισαγωγή στο Εμπορικό Δίκαιο, 367 Λεβαντής, Ε. Δίκαιον των Αξιογράφων, 86 Τριανταφυλλάκης, Γ. Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, 192. 34 Κουμάντος, Γ. ό.π., 97-98. 35 Κιάντου-Παμπούκη, Α. Οι ενστάσεις στο δίκαιο των αξιογράφων. Σε: ΚριτΕπ 1997, 14. 36 Λουκόπουλος, Α. Περί Αξιογράφων Συναλλαγματική, 50 Ρόκας, Ν. Αξιόγραφα, 49 Κορδή- Αντωνοπούλου, Μ. Λευκή συναλλαγματική και λευκή τραπεζική επιταγή. Σε: ΕπισκΕΔ 2001, 35 Ροδόπουλος, Α. Πιστωτικοί Τίτλοι-Τραπεζική Επιταγή, 12 Μάρκου, Ι. ό.π., 8. 37 Λεμπέση-Ανδρέου, Ι. ό.π., 338. 38 Κιάντου-Παμπούκη, Α. Η ουσιαστική και δικονομική άμυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής και κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, 13. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι στο δίκαιο των αξιογράφων εις διαταγήν ισχύει η αρχή της ενσωμάτωσης, σύμφωνα με την οποία η άσκηση του ενσωματωμένου (στο αξιόγραφο) δικαιώματος από το δικαιούχο προϋποθέτει την αυτούσια κατοχή ορισμένου εγγράφου. (Γεωργακόπουλος, Λ. Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, 12.) 39 Ρόκας, Ν. ό.π., 48 Αναστασιάδης, Η. ό.π., 844. 11

5325/1932. 40 Εκτός από τις παραπάνω διατάξεις, η καλόπιστη κτήση συναλλαγματικής προστατεύεται με επιπλέον νομοθετικές προβλέψεις αναφορικά με την αρχή της αυτοτέλειας των υπογραφών, κατά την οποία η ακυρότητα μίας υπογραφής επί του αξιογράφου δεν επηρεάζει το κύρος της ευθύνης των άλλων υπογραφών ούτε το κύρος του ίδιου του αξιογράφου (άρθρο 7 του Ν. 5325/1932 και άρθρο 10 του Ν. 5960/1933), 41 την εις ολόκληρον ευθύνη όλων των υπογραφέων απέναντι στον κομιστή (άρθρο 47 του Ν. 5325/1932), 42 την ειδική διαδικασία πρόσκλησης σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής οποιουδήποτε αξιογράφου 43 και την ταχεία, σύντομη και συνοπτική ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που πηγάζουν από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635-646 Κ.Πολ.Δ.), 44 η οποία παρεκκλίνει από την τακτική διαδικασία, εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο και δικαστικές δαπάνες. 45 Το αντικείμενο προστασίας και οι προϋποθέσεις εφαρμογής κάθε διάταξης είναι διαφορετικές και αναπτύσσονται παρακάτω. 40 Λεμπέση-Ανδρέου, Ι. ό.π., 341. 41 Λεβαντής, Ε. ό.π., 155 Τριανταφυλλάκης, Γ. ό.π., 178 Μάρκου, Ι. ό.π., 25 Μπρακατσούλας, Β. Διαταγές πληρωμής (Πιστωτικοί Τίτλοι & Διαδικασία), 395 Τριανταφυλλάκης, Γ. Εισαγωγή στο Δίκαιο των Αξιογράφων, 15. 42 Ρόκας, Ν. ό.π., 48. 43 Σκαλίδης, Ε. ό.π., 362. 44 Κιάντου-Παμπούκη, Α. ό.π., 9 Λεβαντής, Ε. ό.π., 28, 158. Βλ. αναλυτικά τα κύρια χαρακτηριστικά της ειδικής διαδικασίας των άρθρων 637-646 ΚΠολΔ σε: Κιάντου-Παμπούκη, Α. Η ουσιαστική και δικονομική άμυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής και κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, 13. 45 Λουκόπουλος, Α. ό.π., 303. 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ Ι. Η αόριστη νομική έννοια της καλής πίστης Η καλή πίστη ως αόριστη νομική έννοια εμφανίζεται στο δίκαιό μας είτε ως ενδιάθετη κατάσταση (υποκειμενική) είτε ως κριτήριο συμπεριφοράς (αντικειμενική ή συναλλακτική καλή πίστη). 46 Σε γενικές γραμμές, η υποκειμενική καλή πίστη είναι μία «ενδιάθετη κατάσταση» του καλόπιστου συναλλασσομένου, ενώ η αντικειμενική καλή πίστη [άρθρα 288 (καλόπιστη εκπλήρωση της παροχής), 281 (κατάχρηση δικαιώματος), 200 (ερμηνεία συμβάσεων), 388 (απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών) Α.Κ. κ.λπ.] 47 χρησιμοποιείται ως «κριτήριο συμπεριφοράς» των συναλλασσομένων, 48 αναφέρεται στην αντικειμενικά έντιμη συμπεριφορά του συναλλασσομένου ανεξάρτητα από ενδιάθετες καταστάσεις του 49 και διατρέχει τη συναλλακτική σχέση σε όλα της τα στάδια: από την πρώτη συναλλακτική επαφή, η οποία συντελείται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων (κατά ρητή πρόβλεψη της Α.Κ. 197), 50 έως την εκπλήρωση της παροχής, την άσκηση των δικαιωμάτων και τη λύση ή αναμόρφωση της σύμβασης. 51 Σε μία συγκεκριμένη, δηλαδή, περίπτωση μπορεί ένας 46 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 373. 47 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως δημιουργικός παράγων δικαιώματος. Σε: Δνη 1971, 489. Επισημαίνεται ότι η Α.Κ. 388 δεν είναι τίποτε άλλα παρά ειδικότερη περίπτωση της Α.Κ. 288, η οποία εφαρμόζεται μόνο στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και μόνο εφόσον συντρέχουν οι ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις της. Επομένως, στις ενοχές από αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Α.Κ. 388, δεν έχει θέση η Α.Κ. 288. Εάν, όμως, δεν συντρέχουν οι όροι της Α.Κ. 388 (π.χ. πρόκειται για ετεροβαρή σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία ή η μεταβολή δεν προήλθε εκ των υστέρων ή είχε προβλεφθεί κ.λπ.), ασφαλώς εφαρμόζεται η Α.Κ. 288. (Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 182.) 48 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 176. 49 Σταθόπουλος, Μ. Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, 89 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 12. 50 Τούσης, Α. ό.π., 48 Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδου, Ι. Υποχρεώσεις συναλλακτικής πίστεως, 1 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 28 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο. ό.π., 225. Η Α.Κ. 197 ορίζει ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως τα μέρη οφείλουν αμοιβαίως να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το μέρος που παραβιάζει αυτή την υποχρέωση υπέχει κατά την Α.Κ. 197 ευθύνη προς αποζημίωση, αν προκληθεί ζημία στο άλλο μέρος. Με άλλα λόγια, από τη ρύθμιση των Α.Κ. 197-198 προκύπτει ότι με την έναρξη των διαπραγματεύσεων δημιουργείται μια οιονεί συμβατική σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υποχρεώνει τους μετέχοντες σε αυτή να τηρούν μία υπεύθυνη και ειλικρινή συναλλακτική συμπεριφορά. Η υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης αυτής δημιουργεί ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη το άλλο μέρος. Η ευθύνη αυτή καλείται ευθύνη από διαπραγματεύσεις ή, διαφορετικά, προσυμβατική ευθύνη. (Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 504.) 51 Δωρής, Φ. Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία της στο κοινό Αστικό Δίκαιο. Σε: ΝοΒ 2000, 739. 13

συναλλασσόμενος να είναι υποκειμενικά καλόπιστος και αντικειμενικά κακόπιστος ή αντιστρόφως. 52 Ας δούμε, όμως, αναλυτικά την έννοια της υποκειμενικής και της αντικειμενικής καλής πίστης. ΙΙ. Υποκειμενική καλή πίστη Υποκειμενική καλή πίστη ( guter Glaube κατά τον ιδιαίτερο όρο του γερμανικού δικαίου) είναι η ενδιάθετη κατάσταση του προσώπου που ενεργεί με την εύλογη πεποίθηση (συγγνωστή πλάνη) ότι ασκεί ουσιαστικό δικαίωμά του, 53 ότι η ενέργειά του αυτή είναι νόμιμη, ότι δεν αδικεί άλλον, ότι ο αντισυμβαλλόμενός του επίσης έχει δικαίωμα να επιχειρήσει τη σύμβαση κ.λπ., 54 ή δικαιολογημένα αγνοεί περιστατικά που καθιστούν την πράξη του παράνομη. 55 Έτσι, η υποκειμενική καλή πίστη αναγνωρίζεται ως στοιχείο του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης 56 και αποτελεί μία ηθικώς ουδέτερη γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου που ως πραγματικό ψυχικό γεγονός διαπιστώνεται πέρα από κάθε αξιολόγηση. Η κρίση για την ύπαρξη καλής πίστης είναι ανεξάρτητη από την κρίση για τα αίτια, τα οποία την προκάλεσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και τα οποία δύνανται να συνίστανται σε ελαφρά ή βαριά αμέλεια ή σε άλλο παραπλανητικό γεγονός. 57 Η ενδιάθετη αυτή κατάσταση της υποκειμενικής καλής πίστης θεωρείται από το δίκαιο άξια προστασίας σε πολλές περιπτώσεις. 58 Στις εν λόγω περιπτώσεις, λοιπόν, τα συμφέροντα του καλόπιστου συναλλασσομένου αξιολογούνται ως υπέρτερα έναντι άλλων συγκρουόμενων με εκείνα συμφερόντων. 59 Αναφορικά με την ειδικότερη έννοια της υποκειμενικής καλής πίστης, ως στοιχείο δικαιώματος, 60 αυτή προκύπτει κατά περίπτωση από τις διατάξεις που την 52 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 89. 53 Μπαρμπαλιάς, Π. Η κατά τα άρθρα 197 και 198 Α.Κ. ευθύνη εκ των διαπραγματεύσεων. Σε: ΝοΒ 1974, 735. 54 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 25-26 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο. ό.π., 203 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 373. 55 Παπαστερίου, Δ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 83. 56 Παπαντωνίου, Ν.ό.π., 124. 57 Κουμάντος, Γ. ό.π., 190-191. 58 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 176-177. 59 Σπυριδάκης, Ι. Καλόπιστη κτήση κυριότητας ακινήτου από μεταβιβάζοντα μη κύριο. Σε: ΝοΒ 2002, 263. 60 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 114. 14

προβλέπουν. 61 Π.χ. αυτός, στον οποίο μεταβιβάζεται ξένο κινητό πράγμα (δηλαδή πράγμα που δεν ανήκει στο μεταβιβάζοντα) είναι καλόπιστος, βρίσκεται σε «καλή πίστη», όταν πιστεύει (χωρίς η πεποίθησή του αυτή να οφείλεται σε βαριά αμέλειά του) ότι ο μεταβιβάζων είναι κύριος του πράγματος αυτού και επομένως, έχει κατά το νόμο την εξουσία να το μεταβιβάσει (Α.Κ. 1036-1037). Ή αυτός που νέμεται ξένο πράγμα είναι καλόπιστος, όταν πιστεύει (πάλι χωρίς η πίστη του αυτή να οφείλεται σε βαριά αμέλεια) ότι είναι κύριος (Α.Κ. 1041-1042). 62 Άλλα παραδείγματα ρητής πρόβλεψης της υποκειμενικής καλής πίστης ως «ενδιάθετης κατάστασης» του καλόπιστου συναλλασσομένου συνιστούν λ.χ. η καλόπιστη κτήση επί καρποκτησίας (1066 Α.Κ.), οι αξιώσεις του καλόπιστου συζύγου επί ακύρου γάμου (1383 Α.Κ.), η προστασία του καλόπιστου δικαιοπρακτούντος με τον ανακριβούς κληρονομητηρίου νομιμοποιούμενο κληρονόμο (1963 Α.Κ.), κ.λπ.. 63 Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η υποκειμενική καλή πίστη δεν είναι κατά κανόνα ξένη προς ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, κατά την Α.Κ. 1037 κακόπιστος, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι μόνο αυτός που γνωρίζει την έλλειψη κυριότητας (του μεταβιβάζοντος ή δικής του αντίστοιχα), αλλά και αυτός που την αγνοεί από βαριά αμέλεια. Υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις που η γνώση εξομοιώνεται με κάθε υπαίτια (και από ελαφρά αμέλεια) άγνοια (λ.χ. οι διατάξεις των άρθρων 132, 171 παρ. 2, 363, 364, 377 Α.Κ. κ.λπ.). 64 Σε γενικές γραμμές, υποστηρίζεται ότι η υποκειμενική καλή πίστη συνιστά μία από τις ενδιάθετες ή υποκειμενικές προϋποθέσεις του ατόμου (συναλλασσόμενου) που πρέπει να συντρέχουν για την κτήση συγκεκριμένου δικαιώματος, υπό την έννοια ότι χωρίς τη συνδρομή αυτής της προϋπόθεσης δεν υφίσταται το δικαίωμα. 65 Θέματα καλής πίστης (υπό την έννοια της ενδιαθέτου καταστάσεως) δεν εμφανίζονται, ωστόσο, μόνο όπου και όταν ο νόμος ρητά αναφέρεται σ αυτήν αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου η έννοια αυτή αποδίδεται και σε άλλους όρους. Καθήκον, λοιπόν, του ερμηνευτή του δικαίου είναι η εκάστοτε διαπίστωση της -μερικής ή ολικής- ισοδυναμίας των όρων αυτών προς την καλή πίστη. 66 61 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 26. 62 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 203. 63 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως κανών δικαίου. ό.π., 386. 64 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 204. 65 Μπόσδας, Δ. ό.π., 386. 66 Κουμάντος, Γ. ό.π., 36. 15

ΙΙΙ. Αντικειμενική καλή πίστη Αντικειμενική ή συναλλακτική καλή πίστη ( Treu and Glauben κατά τον ιδιαίτερο όρο του γερμανικού δικαίου) είναι η συμπεριφορά που υπαγορεύεται από το νόμο προκειμένου να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση κατά το «αληθές» και να επιβάλει τη στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε περίπτωση συμφερόντων ανάλογα προς την κοινωνική αξία τους στην ειδική αυτή περίπτωση. 67 Κατά άλλη διατύπωση, με την «αντικειμενική ή συναλλακτική» καλή πίστη εννοούμε την ευθύτητα, την εμπιστοσύνη και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές 68 και γενικά στην κοινωνική συμβίωση. 69 Η αντικειμενική καλή πίστη, σε αντίθεση με την υποκειμενική, 70 αξιολογεί την εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου αδιαφορώντας για τα κίνητρά του και γενικότερα για υποκειμενικούς παράγοντες ή ενδιάθετες καταστάσεις. 71 Αποτελεί, δηλαδή, ένα αντικειμενικό κριτήριο συμπεριφοράς, το οποίο προσδιορίζεται με βάση τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις στον οικείο κλάδο συναλλαγών (ή γενικότερα στην κοινωνία) ως προς την ορθή συμπεριφορά που πρέπει να τηρούν οι συναλλασσόμενοι (ή τα μέλη της κοινωνίας). 72 Η αντικειμενική καλή πίστη αφορά κάθε μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς που περιέχεται σε κανόνα δικαίου (άρθρα 200, 281, 288, 388 Α.Κ. κ.λπ.) 73 και πρέπει να διακρίνει κάθε λογικό, χρηστό και συνετό άνθρωπο (bonus pater familias). 74 Κατ αυτή την έννοια, η αντικειμενική καλή πίστη αποτελεί έμμεση (δευτερογενή) πηγή δικαίου. 75 Η έννοια της καλής πίστης συνίσταται περίπου σε ό,τι συνίσταται και η έννοια της επιμέλειας (της μη υπάρξεως αμέλειας), ήτοι στην ευσυνείδητη εκπλήρωση των υποχρεώσεων. 76 Ο συναλλασσόμενος πρέπει ως ευπρεπής και έντιμος άνθρωπος να θέτει όρια στην απηνή επιδίωξη των ατομικών του 67 Παπαστερίου, Δ. ό.π., 82. 68 Σπυριδάκης, Ι. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 124 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 176 Ζέπος, Π. ό.π., 113. Βλ. σχετικά ΑΠ 1064/1972. ΝοΒ 1973, 629-631 ΑΠ 851/2009. ΝοΒ 2009, 2171 ( = ΧρΙΔ 2010, 186-187) ΑΠ 556/1968. ΝοΒ 17, 163-164 ΑΠ 493/2008. Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1372/1996. ΕΕΝ 1998, 332-333 ΕφΑθ 13402/1987. Δικ/νη 1990, 569 επ. 69 Παπαστερίου, Δ. ό.π., 82. 70 Σημειώνεται ότι ο Γερμανικός Αστικός Κώδικας διακρίνει και ορολογικά τις δύο έννοιες (αντικειμενική: Treu und Glauben, υποκεμενική: guter Glaube ). (Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 68.) 71 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 204. 72 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 25. 73 Μπόσδας, Δ. ό.π., 386. 74 Δετσαρίδης, Χ. ό.π., 168 Βλ. σχετικά ΑΠ 1064/1972. ΝοΒ 1973, 629-631 ΕφΑθ 13402/1987. Δικ/νη 1990, 569 επ. 75 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 124 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 25. 76 Βαβούσκος, Κ. Εγχειρίδιον Αστικού Δικαίου, 133. 16

συμφερόντων 77 και να μην αδιαφορεί για τις δυσμενείς επιπτώσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν στα έννομα αγαθά του άλλου μέρους από τη λειτουργία της ενοχικής σχέσης. 78 Αντιθέτως, οφείλει να συμπεριφέρεται κατά βάση με ειλικρίνεια, αποφεύγοντας υποκριτικές ενέργειες και πράξεις που καταστρατηγούν τα έννομα συμφέροντα του άλλου. Πρέπει να μην περιορίζεται στην παθητική εκπλήρωση της υποχρέωσής του αλλά να δείχνει προθυμία και να προσφέρει τη συνεργασία του για την ουσιαστική επίτευξη του σκοπού της ενοχής και του γενικότερου στόχου της συναλλαγής. 79 Οι συμβαλλόμενοι παράλληλα με την κύρια υποχρέωση προς παροχή (Hauptpflicht), έχουν την πρόσθετη αρνητική υποχρέωση (Nebenpflicht) να μη διαταράσσουν με τις ενέργειές τους τα προσωπικά και περιουσιακά συμφέροντα του άλλου μέρους. 80 Η καλή πίστη θέτει τους γενικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς στις μεταξύ των ανθρώπων συναλλαγές 81 και εξισορροπεί τα εκατέρωθεν συμφέροντα δανειστή και οφειλέτη, έτσι ώστε να μην ευνοείται υπέρμετρα ο ένας συμβαλλόμενος σε βάρος του άλλου. 82 Διαμέσου της καλής πίστης εισάγεται στον Αστικό Κώδικα η καλούμενη εξατομικευμένη δικαιοσύνη, η οποία συνίσταται στην κατ αντικειμενικό τρόπο εφαρμογή ενός κοινού και αφηρημένου μέτρου ισότητας μέσω της ad hoc αξιολογικής στάθμισης των συμφερόντων των συμβαλλομένων. 83 Συνεπώς, η καλή πίστη συνιστά κανόνα δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύονται οι συμβάσεις ή να εκτελούνται οι παροχές. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τους λοιπούς κανόνες δικαίου, ο εν λόγω κανόνας δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο αλλά είναι γενικός και αφηρημένος, αποτελώντας εκούσιο νομοθετικό κενό. Προς συμπλήρωση του κενού αυτού, ο δικαστής οφείλει να εξειδικεύει το γενικό ή αφηρημένο κανόνα ανάλογα με τις ιδιορρυθμίες της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης και να δημιουργήσει έναν ειδικότερο και συγκεκριμένο κανόνα. 84 77 Μπαρμπαλιάς, Π. ό.π., 735. 78 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 375. 79 Σταθόπουλος, Μ. Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου. ό.π., 87-88. 80 Μπαρμπαλιάς, Π. ό.π., 735. 81 Βαβούσκος, Κ. ό.π., 134. 82 Μπόσδας, Δ. Η καλόπιστος εκπλήρωσις της παροχής. Σε: ΕΕΝ 1952, 772. 83 Μπόσδας, Δ. ό.π., 771. 84 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως κανών δικαίου. ό.π., 386. 17

ΙV. Ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας Η αρχή της καλής πίστης αποτελεί μία γενική και αφηρημένη ρήτρα (clausula generalis) 85 που χρήζει συγκεκριμενοποίησης με βάση το σύνολο των ειδικών συνθηκών και της ιδιορρυθμίας κάθε συγκεκριμένης σχέσης. 86 Εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων κάθε ατομικής περίστασης, τα στοιχεία για τη θεμελίωση της καλής πίστης είναι δυνατόν να παραλλάσσουν, ακόμη πιο σπάνια και να αντιστρέφονται. Είναι δυνατόν λ.χ. αυτό, στο οποίο υποχρεώνεται ο οφειλέτης στη μία περίπτωση, να μην τον βαρύνει στην άλλη, ή η ίδια μικρή παράβασή του να κρίνεται σε μία περίπτωση ότι θα πρέπει να είναι ανεκτή από το δανειστή ενώ σε άλλη όχι. Συνάγουμε, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι κάποια εκ των προτέρων πρόβλεψη σχετικά με το ποιές υποχρεώσεις και δικαιώματα θα ανακύψουν σε μία ενοχική σχέση με βάση την καλή πίστη, δεν είναι πάντοτε και με ακρίβεια δυνατή. 87 Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι όμοιες ατομικές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται κατά βάση όμοια και κατ αυτή την έννοια ορισμένες γενικεύσεις είναι δυνατές. 88 Συμφωνία δανειστή και οφειλέτη για εκ των προτέρων αποκλεισμό ή για εκ των υστέρων παραίτηση από την καλή πίστη είναι άκυρες 89 ως αντιβαίνουσες στα χρηστά ήθη, 90 διότι η γενική αρχή της καλής πίστης συνιστά κανόνα δημόσιας τάξης / 85 Ιδιότυπη κατηγορία κανόνων δικαίου αποτελούν οι λεγόμενες γενικές ρήτρες. Πρόκειται για γενικές κατευθυντήριες διατάξεις, οι οποίες χρησιμοποιούν αόριστες έννοιες και αξιολογικά κριτήρια (όπως «καλή πίστη», «χρηστά ήθη», «εύλογη αιτία», «σπουδαίος λόγος», «κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος» κ.λπ.) και έτσι παρέχουν την ευχέρεια στο δικαστή να αποφασίζει κάθε φορά, αν η συγκεκριμένη υπόθεση που δικάζει υπάγεται ή όχι στη γενική και αφηρημένη διατύπωση των διατάξεων αυτών. (Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό.π., 55.) Οι γενικές ρήτρες ενέχουν κινδύνους για τη σταθερότητα του δικαίου, γι αυτό η εφαρμογή τους στην κρινόμενη κάθε φορά περίπτωση πρέπει να γίνεται από το δικαστή με περίσκεψη. Από την άλλη πλευρά, όμως, έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζουν στο θετικό δίκαιο τη δυνατότητα να προσαρμόζεται κάθε φορά στις εξελίξεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και να είναι πάντοτε επίκαιρο. (Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 56.) 86 Σπυριδάκης, Ι.ό.π., 128 Σιμωνέτος, Γ. ό.π., 254-255. 87 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο. ό.π., 207-208. 88 Σταθόπουλος, Μ. Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου. ό.π., 91. 89 Μπόσδας, Δ. ό.π., 386 Μπόσδας, Δ. Η καλόπιστος εκπλήρωσις της παροχής, ό.π., 772 Μπαλής, Γ. ό.π., 21 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, ό.π. 208 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 14 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 382. 90 Ως χρηστά ήθη νοούνται οι επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής και ευρύτερα οι θεμελιώδεις ηθικές, πνευματικές, πολιτειακές, οικονομικές κ.λπ. αντιλήψεις, στις οποίες στηρίζεται η ελληνική κοινωνία. (Τσάκος, Ν. Οι ενστάσεις του Αστικού Δικαίου και της Πολιτικής Δικονομίας, 60.) Κατ άλλη διατύπωση, τα χρηστά ήθη θέτουν τα ελάχιστα ανεκτά όρια στην ανθρώπινη συμπεριφορά. (Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 230.) Για τον προσδιορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών είναι αδιάφορες οι προσωπικές αντιλήψεις του δικαστή ή των διαδίκων αντιθέτως κρίσιμες είναι οι κρατούσες αντιλήψεις σε ορισμένο τόπο, 18

αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) 91 και οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να αποκλείσουν με αντίθετη συμφωνία την εφαρμογή της (Α.Κ. 3, 174). 92 Γίνεται δεκτό ότι η παραίτηση εκ των προτέρων ενός μέρους από ένα συγκεκριμένο δικαίωμα που απορρέει από τη γενική αρχή θα είναι σύννομη, εφόσον βέβαια δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη (Α.Κ. 178-179). 93 Επίσης, υποστηρίζεται ότι εκ των υστέρων δεν εμποδίζεται ο δανειστής ή οφειλέτης να παραιτηθεί ρητά ή σιωπηρά από απαλλοτριωτό δικαίωμα, το οποίο είναι η εκ του άρθρου 288 Α.Κ. βοήθεια. Σιωπηρή εκ των υστέρων παραίτηση θα συμβεί αν λ.χ. αυτός παραλείψει να υποβάλει στο δικαστή τα ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά που προάγουν την έννοια της συναλλακτικής καλής πίστης, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο στο δικαστή να λάβει υπόψιν την αρχή της καλής πίστης αυτεπαγγέλτως. 94 Σε περίπτωση σύγκρουσης της αρχής της καλής πίστης με άλλους κανόνες αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό ότι η καλή πίστη υπερισχύει και διορθώνει τις άλλες διατάξεις. 95 Τούτο ισχύει, κατά ορθότερη άποψη, και για τους κανόνες που υπερασπίζουν υπέρτερα δημόσια συμφέροντα, όπως η εθνική ασφάλεια, ή περιλαμβάνουν «αυστηρό» δίκαιο (λ.χ. διατάξεις για τη δημοσιότητα, τον τύπο κ.λπ.). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις εφαρμόζεται η καλή πίστη με περιεχόμενο, όμως, που ανταποκρίνεται στη φύση των περιστάσεων, ήτοι όσο αυστηρότεροι οι κανόνες τόσο μεγαλύτερες οι απαιτήσεις για την εφαρμογή της καλής πίστης. 96 Έτσι, η καλή πίστη ανάγεται σε μέσο για να εισχωρήσει περισσότερη δικαιοσύνη στις συναλλαγές, χρόνο και κύκλο συναλλασσομένων. (Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 310-311.) Ο δικαστής θα στηρίξει την κρίση του για τα χρηστά ήθη σε αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή θα σχηματίσει αυτή κατά τις αντιλήψεις ενός μέσου, χρηστού και έμφρωνος κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται κατά τρόπο υγιή. (Τσάκος, Ν. ό.π., 60.) Η αξιολογική αυτή κρίση υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου το ουσία βάσιμο, εντούτοις, των πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι αποτελούν τη βάση της νομικής κρίσεως, εκφεύγει ασφαλώς από τον αναιρετικό έλεγχο. (Καράσης, Μ. Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 137.) 91 Τούσης, Α. ό.π., 45 Φίλιος, Π. ό.π., 33 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 250 Παπαντωνίου, Ν. Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, 219. 92 Παπαντωνίου, Ν. Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον, ό.π., 74 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 180 Ζέπος, Π. ό.π., 119. Δετσαρίδης, Χ. ό.π., 168. 93 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 180. Σημειώνεται ότι συμπεριφορά που αντίκειται στην καλή πίστη δεν είναι εκ τούτου και μόνο ανήθικη. Αντιθέτως, ανήθικη συμπεριφορά του μετέχοντα σε μία ενοχική σχέση αποτελεί πάντοτε διαγωγή κακόπιστη με ιδιαιτέρως επιβαρυντική χροιά. (Μαντζούφας, Γ. ό.π., 13.) 94 Μπαλής, Γ. ό.π., 21. 95 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 131 Φίλιος, Π. ό.π., 37. Ειδικά, όσον αφορά τη διάταξη της Α.Κ. 281, σημειώνεται ότι η επικράτησή της σε περίπτωση συγκρούσεως με άλλη διάταξη αναγκαστικού δικαίου θεμελιώνεται και στο γεγονός ότι σ αυτή προσδόθηκε αναδρομική δύναμη κατά το άρθρο 19 ΕισΝΑΚ και εφαρμόζεται και επί των προ της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα γεγονότων και σχέσεων. (Τσάκος, Ν. ό.π., 86-87.) 96 Φίλιος, Π. ό.π., 38. 19

να προστατευθεί ο ασθενέστερος συναλλασσόμενος, να αντιμετωπισθούν η εννοιοκρατία και η τυπολατρία, να προσαρμοσθεί η εκπλήρωση της ενοχής σε τυχόν έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, τα οποία είναι δυσβάστακτα για το ένα μέρος, να εφαρμοσθούν στην πράξη αξίες, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η ουσιαστική ικανοποίηση του σκοπού της ενοχής, η προστασία εννόμων αγαθών των συναλλασσομένων. 97 Κρίσιμα μέσα για τη συγκεκριμενοποίηση της αντικειμενικής καλής πίστης είναι οι κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις για τη σωστή συμπεριφορά, 98 ενώ υπερβολικές και εξωπραγματικές αξιώσεις ειλικρίνειας δεν θα ληφθούν υπόψιν για τη στοιχειοθέτηση της καλής πίστης. Μέσω, κυρίως, της καλής πίστης βρίσκουν είσοδο στις ιδιωτικές σχέσεις οι συνταγματικές αξίες και τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. 99 Υποκειμενικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα τί πιστεύει ο συναλλασσόμενος προσωπικά για τη σωστή συμπεριφορά, αν διακρίνεται για υπερβολική εντιμότητα ή για χαλαρότητα συνείδησης, αν ήξερε ή όχι πώς φέρονται οι έντιμοι συναλλασσόμενοι, αν είχε καλές ή κακές προθέσεις κ.λπ., δεν έχουν σημασία. 100 Το μέτρο, εξάλλου, της απαιτούμενης ειλικρίνειας και εντιμότητας θα αναζητηθεί στην κοινωνική πραγματικότητα και στη συμπεριφορά ενός εχέφρονος, συνετού, μέσου συναλλασσομένου. 101 Δεν λαμβάνεται, δηλαδή, υπόψιν ούτε η περί καλής πίστεως αντίληψη του ιδανικού ανθρώπου αλλά ούτε και εκείνου, ο οποίος μόλις συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της στοιχειώδους κοινωνικής ηθικής και εντιμότητας. Μεταξύ των δύο αυτών αντιλήψεων βρίσκεται το περιθώριο, εντός του οποίου κείται η έννοια της καλής πίστης, η οποία είναι έννοια ελαστική και διαμορφώνεται in concreto. 102 Επιπλέον, σημειώνεται ότι παρά τις προσπάθειες αντικειμενικοποίησης της καλής πίστης, τα κριτήρια για τη διαπίστωση και εφαρμογή της είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικά και υποκειμενικά. Υποθετικό και υποκειμενικό είναι το πρότυπο του μέσου, χρηστού και συνετού ανθρώπου, όπως υποθετική και υποκειμενική είναι και η απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα, μιας και ούτε ο τύπος του 97 Σταθόπουλος, Μ. Η επιμέλεια του συνετού δανειστή. Σε: Πρακτικά 20 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εμπορικού Δικαίου με θέμα: «Η είσπραξη των εμπορικών απαιτήσεων», 8-9. 98 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 176. 99 Σταθόπουλος, Μ. Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, ό.π., 203. 100 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 374. 101 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 203. 102 Μπόσδας, Δ. ό.π., 772. 20

μέσου ανθρώπου ούτε η απαιτούμενη στις συναλλαγές εντιμότητα είναι δεδομένα ή, όντως, υπάρχουν στην πραγματικότητα. 103 Ο νομοθέτης, λοιπόν, αδυνατώντας να συλλάβει και να διατυπώσει κανόνες ικανούς να ρυθμίζουν άμεσα την απειραρθμία και ποικιλομορφία των βιοτικών σχέσεων, ανέθεσε αυτό το ρόλο στο δικαστή. 104 Ο τελευταίος, δε, είναι ο μόνος που είναι σε θέση να γνωρίζει τις ιδιορρυθμίες του πραγματικού περιστατικού, το οποίο πρόκειται να κρίνει 105 και με βάση αυτές να εκφέρει μία αξιολογική κρίση για το αν και ποιά συμπεριφορά ανταποκρίνεται στην ειλικρίνεια και εντιμότητα των συναλλαγών. 106 Ο δικαστής θα πρέπει να προχωρήσει στην εξειδίκευση των γενικών ρητρών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία δεν προσδιορίζονται στο νόμο αλλά υποχρεούται να τα βρίσκει ο ίδιος. 107 Γενικά, έργο του δικαστή είναι η υπαγωγή του πραγματικού γεγονότος στον κανόνα δικαίου που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. 108 Ενώ, όμως, στις συνήθεις περιπτώσεις η υπαγωγή στο νόμο μοιάζει, σε γενικές γραμμές, με μαθηματική υπαγωγή στις περιπτώσεις μείζονος πρότασης που απορρέει από διαμόρφωση γενικής ρήτρας, η απλή λογικά ορθή υπαγωγή του πραγματικού γεγονότος δεν είναι αρκετή, ώστε να προδικάσει και την ουσιαστική ορθότητα της διατυπωθείσας δικαστικής αποφάσεως. Ο γενικός και αόριστος κανόνας είναι ακατάλληλος για την άμεση υπαγωγή σ αυτόν των υπό κρίση πραγματικών περιστατικών εξαιτίας της γενικότητας της έννοιας που περικλείει 109 και γι αυτό το λόγο, πρέπει να προσλάβει σε κάθε περίπτωση εφαρμογής του, περιεχόμενο εξειδικευμένο και ορισμένο. 110 Η εξειδίκευση μίας γενικής ρήτρας, ωστόσο, απαιτεί προσεκτική και υπεύθυνη αξιολόγηση, η οποία είναι κατά πολύ δυσκολότερη και από την πλέον έντεχνη υπαγωγή πραγματικού περιστατικού υπό σαφώς διατυπωμένη 103 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 125. 104 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως κανών δικαίου. ό.π., 386 Σιμωνέτος, Γ. ό.π., 243 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 376-377 105 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 32 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 377 106 Κλαβανίδου, Δ., Παπαστερίου, Δ. ό.π., 151 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 208 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 12. 107 Δαγτόγλου, Π. Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 158 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 177 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 52. 108 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 31. 109 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 377. 110 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 11. 21

ειδική διάταξη. 111 Έτσι, ο δικαστής οφείλει να προχωρήσει στη συγκρότηση ενδιάμεσου ειδικότερου και ορισμένου κανόνα, υπό τον οποίο ακολούθως θα υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά. 112 Σε μία τέτοια περίπτωση, η εξουσία του δικαστή είναι μεγάλη και το έργο του είναι κατεξοχήν δημιουργικό, δηλαδή δικαιοπλαστικό, 113 διότι δεν προβαίνει σε έναν συνηθισμένο υπαγωγικό συλλογισμό, όπως στην περίπτωση άλλων νομικών διατάξεων, αλλά διαμορφώνει και τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή δημιουργεί ο ίδιος κανόνα δικαίου. 114 Έχει υποστηριχθεί ότι η αξιολόγηση αυτή συνιστά συλλογιστική λειτουργία που γίνεται μέσα σε νομικά όρια αλλά όχι με σαφώς διατυπωμένα νομικά ερμηνευτικά μέσα. 115 Έτσι, ο δικαστής που κρίνει τη συγκεκριμένη περίπτωση, βοηθούμενος και από τα πορίσματα της νομικής επιστήμης, είναι αυτός που τελικά αποφασίζει ποιά συμπεριφορά θεωρεί ο μέσος, χρηστός και συνετός άνθρωπος ως πρέπουσα ή ποιά είναι η απαιτούμενη στις συναλλαγές εντιμότητα και ευθύτητα και προχωράει στην ad hoc εξειδίκευση της αντικειμενικής καλής πίστης. 116 Το γεγονός, όμως, ότι παρέχεται μεγαλύτερη ελευθερία δικανικής κρίσης για τη συγκεκριμενοποίηση της γενικής ρήτρας της καλής πίστης, δεν σημαίνει ότι ο δικαστής μπορεί να κρίνει με βάση τις υποκειμενικές του αντιλήψεις και το προσωπικό περί δικαίου αίσθημα, 117 καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κλονισμό της ασφάλειας και σταθερότητας του δικαίου. 118 Με άλλα λόγια, γίνεται δεκτό ότι ο δικαστής καλείται να συμβάλλει με τη συγκεκριμενοποίηση στη διάπλαση και εξέλιξη του δικαίου αλλά δεν εξουσιοδοτείται να διαπλάσει κατά βούληση δίκαιο, υποκαθιστώντας έτσι το ρόλο του νομοθέτη. 119 Κατά την εξειδίκευση της γενικής ρήτρας, η απόφαση του δικαστή δεν είναι αυθαίρετη αλλά δεσμεύεται από τις αντικειμενικές, γενικά παραδεκτές στην κοινωνία αντιλήψεις 120 και τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, όπως έχουν διατυπωθεί στο 111 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 52. 112 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 11. 113 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 208. 114 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 177 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 377. 115 Δαγτόγλου, Π. ό.π., 162. 116 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 125-126 Τούσης, Α. ό.π., 46. 117 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 208 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 56. 118 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 52.. 119 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 208. 120 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 378 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 56. 22

Σύνταγμα και τους νόμους 121 και έχουν εξειδικευθεί από τη θεωρία και τη νομολογία. 122 Η κρίση του δικαστή πρέπει και μπορεί να αιτιολογηθεί με τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια. 123 Σημαντική είναι, επίσης, η βούληση των συμβαλλομένων, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται ή να υποκαθίσταται από την υποκειμενική εκτίμηση του δικαστή. 124 Έτσι, η καλή πίστη δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει ποσοτική αλλοίωση της παροχής, διότι αυτό θα σήμαινε μεταβολή των όρων της σύμβασης. Μόνο σε τελείως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει αλλοίωση του περιεχομένου της σύμβασης, εφόσον προβλέπεται από το νόμο (π.χ. στις περιπτώσεις της απρόοπτης μεταβολής συνθηκών). 125 Η καλή πίστη πρέπει να εξετάζεται από το δικαστή όχι θεωρητικά ή δεοντολογικά αλλά πρακτικά και πραγματικά, ήτοι σε στενή πάντα επαφή με την υφιστάμενη εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα 126 και σε σχέση με τα ισχύοντα συναλλακτικά ήθη, 127 τα οποία εφαρμόζονται από το δικαστή μόνο σε όσες περιπτώσεις ο νόμος ειδικά παραπέμπει σ αυτά. 128 Επειδή, όμως, ο δικαστής ως μέλος της κοινωνίας είναι πιθανό να επηρεαστεί από την κοινωνική ηθική και τις συναλλακτικές αντιλήψεις, η όποια απόφασή του υπόκειται, όπως σε όλες τις περιπτώσεις των αόριστων νομικών εννοιών και των γενικών αρχών του δικαίου, στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου. 129 Μέσω της νομολογίας, δηλαδή, δημιουργούνται «αντικειμενικοποιημένα» κριτήρια για τη διαπίστωση και εφαρμογή της αντικειμενικής καλής πίστης σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά. 130 Από την προηγηθείσα εξειδίκευση της αρχής προκύπτει ότι η καλή πίστη επιτελεί διττή λειτουργία, ήτοι α) συμπληρωματική, όταν οι κανόνες (δικαίου ή δικαιοπρακτικοί) που ρυθμίζουν την ενοχική σχέση αναφέρονται σε θέματα που δεν 121 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 182. 122 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 126. 123 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 208. 124 Μπόσδας, Δ. Η καλόπιστος εκπλήρωσις της παροχής. ό.π., 771 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 32. 125 Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ, 550επ και η εκεί νομολογία Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 184. 126 Μπόσδας, Δ. ό.π., 772. 127 Κονιδάρης, Β. ό.π., 654. 128 Τούσης, Α. Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 38. 129 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 126 Μπόσδας, Δ. Η καλή πίστις ως κανών δικαίου. ό.π., 388 Τούσης, Α. Ενοχικόν Δίκαιον (Γενικόν Μέρος). ό.π., 49 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 11. 130 Δετσαρίδης, Χ. ό.π., 170. Βλ. σχετικά ΑΠ 1064/1972. ΝοΒ 1973, 629-631. 23

προβλέπονται ειδικά από το νόμο ή τη σύμβαση και συνεπώς παρουσιάζουν κενά (νόμου ή δικαιοπραξίας) και β) διορθωτική, όταν οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης επιβάλλουν παρέκκλιση από την αρχική (νομοθετική ή δικαιοπρακτική) ρύθμιση της συγκεκριμένης ενοχής. 131 Η συμπληρωματική και η διορθωτική της δικαιοπρακτικής βούλησης λειτουργία της αρχής 132 περιστέλλουν ή επεκτείνουν την παροχή που συμφωνήθηκε, 133 ενώ εκδηλώνονται και στις περιπτώσεις που η καλή πίστη εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ενοχικής σχέσης. 134 Σε γενικές γραμμές, μπορεί να λεχθεί ότι η Α.Κ. 288 είτε διευρύνει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη (προκαλώντας αντίστοιχη διεύρυνση και των δικαιωμάτων του δανειστή) είτε τις περιορίζει (περιορίζοντας αντίστοιχα και τα δικαιώματα του δανειστή) είτε επιβάλλει (παρεπόμενες) υποχρεώσεις στο δανειστή (δίνοντας αντίστοιχες εξουσίες στον οφειλέτη). 135 Η διορθωτική, βέβαια, επέμβαση στην ενοχή με βάση την Α.Κ. 288 θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και οπωσδήποτε να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Ο κανόνας παραμένει ότι και η καλή πίστη απαιτεί την τήρηση των συμπεφωνημένων, όπως αυτά συμπληρώνονται από τις ειδικές διατάξεις νόμου. 136 V. Περιεχόμενο της καλής πίστης Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η καλή πίστη αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας διαμορφώνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι υποκειμενικές αντιλήψεις του εφαρμοστή του δικαίου. Αυτά τα κριτήρια είναι οι βασικές αρχές του δικαίου, όπως έχουν διατυπωθεί στο Σύνταγμα (ιδίως ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα) και τους νόμους, το περί δικαίου αίσθημα και τα συναλλακτικά ήθη. 137 131 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 130 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 210. 132 Βλ. σχετικά ΑΠ 398/2008. ΕλλΔνη 2009, 487-490 ΑΠ 73/2008. ΕλλΔνη 2008, 486-488 ( = Αρμ 2008, 904-905) ΑΠ 633/2007. ΕλλΔνη 2008, 486 ( = ΝοΒ 2007, 2066-2067) ΑΠ 671/1994. ΕλλΔνη 1995, 1130 ( = ΝοΒ 1995, 824-825) ΟλΑΠ 927/1982. ΝοΒ 1983, 214 επ. 133 Φίλιος, Π. ό.π., 31-32 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 26. 134 Σπυριδάκης, Ι. ό.π., 130. 135 Τούσης, Α. ό.π., 45 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 210. 136 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 212. 137 Φίλιος, Π. ό.π., 35 Μαντζούφας, Γ. ό.π., 12. 24

Ως «συναλλακτικά ήθη» νοούνται οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας, 138 δηλαδή οι συνήθειες που επικράτησαν με την άσκησή τους στις συναλλαγές 139 μέσα από συχνή επανάληψη ορισμένης συμπεριφοράς, 140 και προσδιορίζουν είτε ορισμένη κατηγορία συναλλαγών είτε ορισμένο επαγγελματικό κύκλο είτε ορισμένη τοπική περιοχή 141 (συναλλακτικοί, επαγγελματικοί κανόνες). 142 Τα συναλλακτικά ήθη επιδοκιμάζονται από το δίκαιο και την ηθική 143 και έχουν ως μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που συναλλάσσεται οικονομικά. 144 Όταν ο νόμος παραπέμπει ρητώς στα συναλλακτικά ήθη (π.χ. Α.Κ. 200, 288, 388), οι τρόποι αυτοί συμπεριφοράς καθίστανται δευτερογενείς κανόνες δικαίου. 145 Σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρθρα 197, 200, 288 και 388 Α.Κ.), τα συναλλακτικά ήθη αποτελούν προσδιοριστικά στοιχεία της συναλλακτικής καλής πίστης. 146 Τα συναλλακτική ήθη, δηλαδή, δεν αποτελούν δεύτερη αυτοτελή και αυθύπαρκτη γενική ρήτρα που λειτουργεί παράλληλα με την καλή πίστη, αλλά συνιστούν ένα ενιαίο με αυτή όρο 147 και χρησιμεύουν για τον ακριβέστερο προσδιορισμό της έκτασης και του περιεχομένου της καλής πίστης. 148 Αλλά και η καλή πίστη προσδιορίζει τα συναλλακτικά ήθη κατά τρόπο ώστε να δημιουργείται μία αμοιβαία αλληλεπίδραση και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ των εννοιών αυτών. 149 Τα συναλλακτικά ήθη, ωστόσο, δεν θα ληφθούν υπόψιν σε περίπτωση που το περιεχόμενό τους αντίκειται στην καλή πίστη 150 ή στα χρηστά ήθη. 151 138 Βαβούσκος, Κ. ό.π., 48 Τούσης, Α. ό.π., 46 Παπαχρήστου, Α. ό.π., 30. Βλ. σχετικά ΑΠ 194/1957. ΝοΒ 1957, 733-736 ΑΠ 769/1985. ΔΕΝ 1986, 558-559 ΑΠ 84/1994. ΑρχΝ 1994, 695-696 ΑΠ 678/1996. ΕλλΔνη 1998, 552 ( = ΕΕΝ 1997, 38-41) ΑΠ 1510/2003. ΕλλΔνη 2005, 1079-1080 ( = ΧρΙΔ 2004, 402-403) ΕφΘεσ 245/1955. ΑρχΝ 1955, 519-521. 139 Παπαστερίου, Δ. ό.π., 79 Σταθόπουλος, Μ. ό.π., 204-205. 140 Γεωργιάδης, Απ. ό.π., 177. 141 Μπαλής, Γ. Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 13 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 27 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 378-379. 142 Σημαντήρας, Κ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 46. 143 Βαβούσκος, Κ. ό.π., 134 Ζέπος, Π. ό.π., 113. 144 Μπαρμπαλιάς, Π. ό.π., 735 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 109 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 177. 145 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 27. 146 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 110 Τούσης, Α. ό.π., 39 Φίλιος, Π. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 35. 147 Μπόσδας, Δ. Η καλόπιστος εκπλήρωσις της παροχής. ό.π., 772 Μπαλής, Γ. Ενοχικόν Δίκαιον (Γενικό Μέρος). ό.π., 21 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 379. 148 Ζέπος, Π. ό.π., 118 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 379. 149 Παπαστερίου, Δ. ό.π., 80 Ζέπος, Π. ό.π., 112-113. 150 Παπαντωνίου, Ν. ό.π., 74 Γεωργιάδης, Απ. Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος). ό.π., 178 Φίλιος, Π. ό.π., 35-36 Ζέπος, Π. ό.π., 158 Γεωργιάδης, Α. ό.π., 379-380. 151 Γεωργιάδης, Απ. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. ό.π., 27. 25