Δίκτυο Αειφόρων Νήσων Αιγαίου: Θεωρητική Εισαγωγή Δίκτυο ΑειΦόρων ΝΗσων Αιγαίου (ΔΑΦΝΗ) ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ INTERDISCIPLINARY INSTITUTE FOR ENVIRONMENTAL RESEARCH ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ 11 10682, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-8848055 -6, ΦΑΞ: 210-8846278 11, SARIPOLOU ST., ATHENS 10682, GREECE - TEL.: +30-210-8848055-6, FAX: +30-210-8846278 E-MAIL: dipe@otenet.gr, www.dipe.gr
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το αρχιπέλαγος του Αιγαίου είναι το μοναδικό νησιωτικό σύστημα στον κόσμο που συγκεντρώνει μια τριπλή βιο-γεωγραφική επιρροή: το Αιγαίο γεννήθηκε σε μια περιοχή όπου τέμνονται το Ευρωπαϊκό, το Ασιατικό και το Αφρικανικό βασίλειο και με την έννοια αυτή είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ιστορίας της εξέλιξης. Η περίοπτη αυτή γεωγραφική θέση του Αιγαιακού χώρου, ήταν επόμενο να καταστήσει τα νησιά του Αιγαίου, επίκεντρο του παγκόσμιου πολιτισμού για χιλιετίες. Η φυσική ομορφιά, το κλίμα, η θάλασσα, η αρχιτεκτονική και ο φιλόξενος χαρακτήρας των ανθρώπων, συνέβαλαν στη συνέχεια στην μεγάλη ανάπτυξη του τουρισμού με θετικές και αρνητικές συνέπειες. Θετικές γιατί ενίσχυσαν το εισόδημα των κατοίκων και βοήθησαν στον περιορισμό της δημογραφικής συρρίκνωσης, αρνητικές γιατί δημιούργησαν ισχυρές πιέσεις πάνω στο περιβάλλον και αλλοίωσαν πολλά από τα αυθεντικά χαρακτηριστικά των τοπικών κοινοτήτων. Το πρόταγμα της αειφορίας, όπως αυτό διατυπώθηκε με τις διεθνείς συνθήκες, τη Στρατηγική της ΕΕ στο Γκέτεμποργκ και το τελευταίο ελληνικό Σύνταγμα, αποτελεί την συλλογική απάντηση στο δίλημμα της εποχής μας «ανάπτυξη ή περιβάλλον;». Η αειφορία, συνδυάζει την διατήρηση των φυσικών πόρων και του τοπίου με την αξιοποίηση της υπεραξίας τους, χωρίς την καταστροφή του κεφαλαίου. Συνδυάζει το καθαρό περιβάλλον με την μακροπρόθεσμη προοπτική του τουρισμού. Συνδυάζει τις νέες και ήπιες τεχνολογίες με την δημιουργία νέων ευκαιριών για την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα. Το Δίκτυο Αειφόρων Νήσων του Αιγαίου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την από κοινού διαμόρφωση μιας στρατηγικής για την ισόρροπη και σωστή ανάπτυξη. Δίνει τη δυνατότητα της αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των μελών του δικτύου και την αξιοποίηση των κοινών υποδομών. Προσφέρει την ευκαιρία της συνεργασίας των οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την Ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα, μεταφέροντας και προσαρμόζοντας επιτυχημένες πρακτικές. Η καινοτομία του παρόντος εγχειρήματος, σε σχέση με άλλες απόπειρες στο παρελθόν, έγκειται στο γεγονός της ενσωμάτωσης στις διαδικασίες και τη δομή του δικτύου, της τεχνογνωσίας που έχει προκύψει από την εγκαθίδρυση των συστημάτων αποτίμησης της ποιότητας και από την πιστοποίηση. Με άλλα λόγια, τίθενται στόχοι, εξασφαλίζεται η ύπαρξη μηχανισμών για την παρακολούθηση των διαδικασιών, τα αποτελέσματα μετρώνται και οι επιδόσεις βαθμολογούνται με βάση αντικειμενικά και ελεγμένα κριτήρια. Η στοχοθέτηση προϋποθέτει με τη σειρά της την γνώση της υπάρχουσας κατάστασης και την επεξεργασία σεναρίων για την μετεξέλιξή της ή τη βελτίωσή της. Αυτό βάζει τις τοπικές κοινωνίες μπροστά στην υποχρέωση μιας συστηματικής μελέτης των παραμέτρων που συνθέτουν το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό γίγνεσθαι. Έτσι, ενισχύεται η αυτογνωσία τους αλλά και η ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τα κρίσιμα προβλήματα βασισμένες στις δικές τους δυνάμεις. Όμως η επιστήμη, οι τεχνικές, η μεθοδολογία, οι δομές και οι διαδικασίες, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στην ψυχή των ανθρώπων. Η προσπάθεια αυτή, είναι πάνω απ όλα η κατάθεση της θέλησης των ανθρώπων να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη, να δώσουν νόημα στην πολιτική, να προστατεύσουν την φυσική και πολιτιστική τους κληρονομιά, να παραδώσουν στις επόμενες γενιές ένα κόσμο, αν όχι καλύτερο, τουλάχιστο βιώσιμο και με ζωντανή την ελπίδα. Ηλίας Ευθυμιόπουλος
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 3 ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΙΑ 1. Χαρακτηριστικά των νησιών του Αιγαίου Τα νησιά του Αιγαίου αποτελούν μια γεωγραφική ενότητα πλήρως διακεκριμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Λόγοι γεωμορφολογικοί, κλιματολογικοί, ιστορικοί και εν τέλει οικονομικοί συνετέλεσαν στο γεγονός αυτής της ιδιαιτερότητας, πράγμα που είχε αντανάκλαση και στην διαφορετική τους εξέλιξη μέσα στο χρόνο. Τα νησιά του Αιγαίου παρουσιάζουν από την άποψη αυτή διπλό ενδιαφέρον: ευνοείται η θεώρησή τους ως ανεξάρτητων μονάδων μέσα στα πλαίσια του ενιαίου ελληνικού χώρου και απαιτούν ρυθμίσεις και πολιτικές που μπορεί να διαφέρουν απ αυτές της υπόλοιπης Ελλάδας. Τα γενικά τους χαρακτηριστικά είναι βέβαια αυτά της περιφέρειας, αλλά διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες «μειονεκτικές» περιοχές επειδή εμφανίζουν ισχυρές αποκλίσεις από το μέσο όρο, αλλά και επειδή υφίστανται ταχείες μεταβολές, ιδιαίτερα εξαιτίας της έντονης τουριστικής ανάπτυξης σε πολλά από αυτά. Ο τουρισμός και κυρίως ο θερινός τουρισμός, είναι μία καθοριστική παράμετρος των τελευταίων δεκαετιών που επιφέρει δραστικές μεταβολές στην υπάρχουσα κατάσταση, η οποία, αν εξαιρέσουμε τις συχνές διοικητικές αλλαγές και τη διακυβέρνηση που άλλαξε συχνά χέρια κατά τη διάρκεια των αιώνων, χαρακτηρίζονταν από σταθερότητα σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά του τοπίου, τις ασχολίες των ανθρώπων και τα είδη της οικονομίας που φιλοξένησαν. Γίνεται από τα παραπάνω προφανές ότι, από την πληθώρα των νησιωτικών σχηματισμών που οι γεωγράφοι αναγνωρίζουν στον χώρο του Αιγαίου, την παρούσα έρευνα πρέπει ν απασχολήσουν μόνον τα κατοικημένα νησιά, μια και σ αυτά συντελούνται οι σημαντικές μεταβολές, και σ αυτά κυρίως έχει νόημα η εφαρμογή πολιτικών που σχετίζονται με τις αρχές της αειφορίας. Στο Αιγαίο υπάρχουν περίπου 90 νησιά που κατοικούνται. Όμως απ αυτό σύνολο θα έπρεπε κανείς να διακρίνει τα νησιά που κατοικούνται εποχικά (περιοχές βοσκοτόπων, αλιείας κτλ.), καθώς και εκείνα που η άμεση γειτνίασή τους με τη στεριά τους έχει προσδώσει ένα διαφορετικό χαρακτήρα. Πολλά άλλωστε από τα μη κατοικημένα νησιά φιλοξένησαν κατά το παρελθόν οικισμούς που σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί, είχαν μοναστήρια που κι αυτά εγκαταλείφθηκαν, ή ήταν τόποι εξορίας και φυλακών. Από μια άποψη τα νησιά αυτά ανήκουν σε μια ενδιαφέρουσα κατηγορία και η μελέτη τους, όσο και η πιθανή διαχείρισή τους θα μπορούσε ν αποτελέσει αντικείμενο ειδικού προγράμματος.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 4 Από τα 90 «κατοικημένα» νησιά, περίπου 20 έχουν πληθυσμό λιγότερο από 200 κατοίκους, πράγμα που επίσης δημιουργεί προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν ν ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα αειφορίας. Το δημογραφικό τους μέγεθος είναι εξαιρετικά χαμηλό και ίσως κάτω από ένα κρίσιμο όριο. Τέτοια νησιά συνήθως δεν έχουν δική τους παραγωγική βάση ή οικονομία και εξαρτώνται πλήρως από ένα άλλο «μητρικό» νησί του οποίου αποτελούν διοικητικό ή πληθυσμιακό υποσύνολο. Με βάση τον ίδιο συλλογισμό, πιο ενδιαφέροντα για προγράμματα αειφορίας είναι εκείνα τα νησιά που αποτελούν έδρα οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που διαθέτουν δηλαδή την στοιχειώδη οργανωτική και διοικητική υποδομή και το μίνιμουμ των υπηρεσιών που απαιτούνται για την εφαρμογή ενός διαχειριστικού προγράμματος. 2.Άνθρωποι και χώρος Από την εποχή της έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος στην περιοχή του Αιγαίου δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Βέβαια έχουν σημειωθεί αξιοσημείωτες ποσοτικές αλλαγές στη φυτοκάλυψη, αρκετά είδη της χερσαίας πανίδας έχουν εκλείψει ή απειλούνται με εξαφάνιση, ενώ αλλαγές έχουν υπάρξει και στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Χαρακτηριστικότερες εξ αυτών στα χερσαία οικοσυστήματα είναι οι περιπτώσεις των αρπακτικών (όρνια, χρυσαετός), των ερπετών (οχιά της Μήλου) και θηλαστικών (όπως το πλατώνι της Ρόδου και η κηπομυγαλίδα της Λέσβου), ενώ στην ευαίσθητη παράκτια ζώνη μπορούμε να σημειώσουμε την δραματική μείωση της Μεσογειακής φώκιας, ο πληθυσμός της οποίας βρίσκεται στα όρια της εξαφάνισης. Η κατάρρευση των πληθυσμών των σφουγγαριών είναι επίσης μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπου μια ασθένεια (την δεκαετία του 70) σε συνδυασμό με την υπεραλίευση στέρησαν το φυσικό περιβάλλον από έναν πολύτιμο φυσικό πόρο. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος ήταν κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι Ενετοί και οι Τούρκοι αποψίλωσαν μεγάλες δασικές εκτάσεις σε πολλές περιοχές του Αιγαίου, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της κοπής των εκτεταμένων δασών της Λήμνου. Η διαρκής κτηνοτροφική δραστηριότητα δεν επέτρεψε την ανασύσταση των δασών και επιτάχυνε τη διάβρωση. Αντίθετα, σε άλλες περιοχές όπου η κτηνοτροφία εγκαταλείφθηκε, τα δάση ανέκαμψαν και η βασική απειλή τους είναι πλέον οι πυρκαγιές (χαρακτηριστική η περίπτωση της Σάμου), που εν πολλοίς συναρτώνται και με τις υπόλοιπες πιέσεις (οικιστικές, τουριστικές κτλ.) πάνω στο χώρο.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 5 Συναφώς, η εγκατάλειψη της ορεινής και της ημιορεινής γεωργίας, επέφερε σημαντικές αλλαγές στο τοπίο των νησιών και στα χαρακτηριστικά του μικροπεριβάλλοντος. Οι ορεινοί αναβαθμοί (πεζούλες), που αλλού είναι μισοκατεστραμμένοι και αλλού διατηρούνται, αλλά σταδιακά καταστρέφονται, δεν ήταν μόνο ένας τρόπος αύξησης των διαθέσιμων γεωργικών γαιών, αλλά παράλληλα και ένας τρόπος συγκράτησης των εδαφών και του νερού σε ένα γενικά φτωχό και δύσκολα ανανεούμενο έδαφος. Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο πολιτισμού, που διαμόρφωσε επί αιώνες τόσο το περιβάλλον, όσο και την οικονομία των νησιών. Η εγκατάλειψη όμως της νησιωτικής γεωργίας, δεν ήταν μόνον αποτέλεσμα της αλλαγής των οικονομικών και πολιτιστικών αξιών. Συνέβαλε σε αυτό η πολιτική των επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που απομάκρυνε τους αγρότες από τις συνήθειες και τους τρόπους καλλιέργειας που είχαν παγιωθεί στις δύσκολες αυτές συνθήκες κατά τη διάρκεια των αιώνων. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, επιδοτώντας τις μηχανικές καλλιέργειες, τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, τη μετατροπή μή αρδευόμενων καλλιεργειών σε αρδευόμενες, κατέστησε περιθωριακές όλες εκείνες τις εκμεταλλεύσεις που ήταν εντάσεως εργασίας και αξιοποιούσαν ορεινές και άγονες γαίες. Ταυτόχρονα, κατέστησε τις νέες μορφές γεωργίας πλήρως εξαρτημένες από το σύστημα των επιδοτήσεων, στερώντας τους την αυτοδυναμία. Οι επιδοτήσεις επίσης στην κτηνοτροφία - με βάση το ζωϊκό κεφάλαιο και όχι την παραγωγή - είχαν εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα, αφού το εξασφαλισμένο εισόδημα απετέλεσε αντικίνητρο για τη διατήρηση μορφών βιώσιμης και ελεγχόμενης κτηνοτροφίας. Σήμερα, ενώ δύσκολα βρίσκει κανείς κτηνοτροφικά προϊόντα στα νησιά, εν τούτοις το ζωϊκό κεφάλαιο διατηρείται κυρίως λόγω των επιδοτήσεων. Οι κτηνοτρόφοι συχνά δεν διαχειρίζονται πλέον τα κοπάδια τους, αλλά απλώς τα διατηρούν, εισπράττοντας τις Κοινοτικές ενισχύσεις. Η ανεξέλεγκτη βόσκηση, βασικός υπεύθυνος για την καταστροφή των δασικών εκτάσεων, αποτελεί συχνά το φυσικό επακόλουθο της έλλειψης διαχείρισης. Όμως το κλίμα των νησιών, το στοιχείο που μαζί με τη θάλασσα συγκροτεί την ιδιαιτερότητα αυτών των γεωγραφικών σχηματισμών, παραμένει εδώ και χιλιετίες αναλλοίωτο. Ισχυροί και θυελλώδεις άνεμοι καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ξηρασία και ηλιοφάνεια, δημιούργησαν το πλαίσιο όπου οι ίδιες καλλιέργειες, ελιές, αμπελώνες και δημητριακά (άρτος, οίνος και έλαιον) σημάδεψαν με το δικό τους τρόπο την ιστορία και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπινων συνόλων. Ενα από τα χαρακτηριστικά του κλίματος στο Αιγαίο είναι ο χαμηλός δείκτης βροχοπτώσεων. Όμως η κατανομή τους στο χώρο ποικίλλει εξαιρετικά. Στη Σάμο η μέση ετήσια βροχόπτωση της δεκαετίας 1981-90 ξεπέρασε τα 700 χιλιοστά, ενώ στις Κυκλάδες μπορεί μερικές χρονιές να πέσει και κάτω από τα 200 χιλιοστά. Όμως οι βροχοπτώσεις είναι συγκεντρωμένες στη χειμερινή κυρίως περίοδο και έτσι τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια μαζί
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 6 με τους δυνατούς ανέμους θέτουν φυσικούς φραγμούς στη βλάστηση και αυξάνουν την αιολική διάβρωση. Το κλίμα, το ανάγλυφο και η σύσταση του εδάφους, ειδικότερα στα μικρά νησιά, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη φυτοκάλυψη και τα είδη των φυτών και ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η, περιθωριακή σήμερα από οικονομική σκοπιά, γεωργία. Σε μέσες τιμές το σύνολο των γεωργικών εκτάσεων στα νησιά των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων βρίσκεται στο 17% (έναντι του 30% σε επίπεδο χώρας), και πολύ μικρότερο είναι το ποσοστό των αρδευόμενων εκτάσεων μόλις το 1,7 % των καλλιεργούμενων εκτάσεων (έναντι του 17,41% στο επίπεδο της χώρας), σύμφωνα με τον E. Kolodny ). Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η άρδευση γεωργικών εκτάσεων που βρίσκονται κάτω από την ισχυρή επίδραση του ήλιου και της ξηρασίας συνιστά ανατροπή ενός δοκιμασμένου επί αιώνες τρόπου καλλιέργειας, ο οποίος εξασφαλίζει υψηλή και μοναδική ποιότητα ορισμένων προϊόντων. Όμως, για τη γεωγραφική κατανομή των καλλιεργειών, καθοριστικό ρόλο έπαιξε τόσο η δομή, όσο και η προέλευση των εδαφών. Διακρίνουμε τέσσερις κύριες κατηγορίες γεωλογικών σχηματισμών: Α. Τα κρυσταλλικά και μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων, όπως εξάλλου και της Εύβοιας και της Αττικής με τις οποίες συνορεύουν και έχουν κοινό γεωλογικό παρελθόν. Αντίστοιχα πετρώματα συναντάμε επίσης στη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο (νοτιοανατολική πλευρά), τη Χίο (βορειοδυτική πλευρά), την Ικαρία, τη Σάμο και τη Σκιάθο. Πρόκειται για ορεινές περιοχές, με έντονο ανάγλυφο, στις πλαγιές των οποίων καλλιεργούνταν, κυρίως στο παρελθόν, σε αναβαθμούς ελιές, αμπέλια και αμυγδαλιές. Συμπληρωματικά έβρισκε κανείς μικρές, αλλά πολυάριθμες καλλιέργειες δημητριακών, κυρίως κριθάρι και σκληρό σιτάρι. Με εξαίρεση τη Λέσβο, όπου μπορούμε να μιλήσουμε για μονοκαλλιέργεια της ελιάς, στα υπόλοιπα νησιά αυτής της ομάδας έχουμε να κάνουμε με πολυκαλλιέργειες, με υψηλό βαθμό κατάτμησης και διασποράς. Τα πηγαία νερά, τουλάχιστον μέχρι το πρόσφατο παρελθόν ήταν αρκετά και επέτρεπαν την ύπαρξη μικρών οπωρώνων και κήπων με λαχανικά σε υψόμετρο, που προορίζονταν κύρια για ιδιοκατανάλωση. Φυσικά, παράλληλα με αυτή την, ορεινή κατά βάση, γεωργία, συνυπάρχει η κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων, αλλά και άλλων οικόσιτων ζώων και μάλιστα από ειδικές προσαρμοσμένες ποικιλίες (όπως η αγελάδα της Κέας) που τείνουν και αυτές να εκλείψουν.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 7 Η φυσική βλάστηση ποικίλει από τους Κυκλαδικούς φρυγανότοπους μέχρι τα πυκνά δάση κωνοφόρων της Σκιάθου, της Θάσου και της Σάμου. Στις περιοχές μάλιστα αυτές τα καυσόξυλα συνιστούσαν σημαντική πηγή ενέργειας (με εξαγωγές στα γειτονικά νησιά) που σήμερα επιβιώνει σχεδόν οριακά (πρακτικά μόνο στη Σάμο). Σ αυτά τα εδάφη βρίσκονται παραδοσιακές περιοχές εξόρυξης. Τα μάρμαρα στη Θάσο, την Πάρο και την Τήνο, η σμύριδα στη Νάξο, ο σίδηρος στη Θάσο και τη Σέριφο. Όμως οι αλλαγές στην αγορά και η βιομηχανική παραγωγή υποκατάστατων υλικών οδήγησαν πολλές εκμεταλλεύσεις σε παρακμή (αν όχι σε πλήρη απαξίωση). Β. Δευτερογενείς ασβεστολιθικοί σχηματισμοί. Συναντώνται στο μεγαλύτερο μέρος της Δωδεκανήσου (καταλαμβάνουν το κεντρικό μόνο μέρος της Ρόδου), στις Σποράδες, στα Κύθηρα και στη Χίο. Πρόκειται για περιοχές με συμπαγή, αλλά διαπερατά πετρώματα από ασβεστόλιθους και δολομίτες, όπου η κυρίαρχη βλάστηση είναι και πάλι τα κωνοφόρα. Οι ψηλότερες ζώνες των ορεινών ασβεστολιθικών αυτών όγκων χρησιμοποιούνται κυρίως ως βοσκότοποι, ενώ η έλλειψη νερού δεν ευνοεί τη δημιουργία οικισμών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ορεινοί ασβεστολιθικοί όγκοι συγκροτούν πόλους απώθησης για τη μόνιμη εγκατάσταση των πληθυσμών και στο χάρτη συμπίπτουν με τις περιοχές με τη μικρότερη πληθυσμιακή πυκνότητα Άλλωστε στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, οι οικισμοί δεν εμφανίζονται πάνω από τη ζώνη των 600 μ., υψόμετρο που χαρακτηρίζει και το καθ ύψος όριο εξάπλωσης της ελιάς. Γ. Νεογενείς ιζηματικές αποθέσεις. Θα τις συναντήσουμε στη βόρεια Λήμνο, την κεντρική Σάμο και τη νοτιοανατολική πλευρά της Λέσβου. Tα εδάφη αυτά, προσχωσιγενή και αργιλώδη, είναι πλούσια σε νερό, καθώς δέχονται τις απορροές των ακραίων ορεινών ασβεστολιθικών όγκων και προσφέρονται για το σύνολο των παραδοσιακών καλλιεργειών της ελιάς, της αμπέλου και των δημητριακών. Σχηματίζουν συνήθως τοπία που έχουν τη μορφή κοιλάδας και επιτρέπουν την ύπαρξη πιο εκτεταμένων εκμεταλλεύσεων απ αυτές που συναντάμε στις Κυκλάδες. Στους, διαδεδομένους έτσι κι αλλιώς, αναβαθμούς, έρχονται να προστεθούν οι καλλιέργειες των κάμπων. Σε τέτοια αργιλώδη εδάφη στο νοτιοανατολικό άκρο της Χίου αναπτύχθηκαν οι δενδρώδεις θάμνοι της μαστίχας που παρήγαγαν το παγκοσμίως γνωστό ομώνυμο προϊόν και του οποίου η περιοχή αυτή κατέχει το μονοπώλιο. Η παραγωγή όμως συνθετικών υποκατάστατων, μαζί με την ανεπιτυχή εμπορική πολιτική οδήγησαν και αυτή τη δραστηριότητα σε μαρασμό (E. Kolodny ). Ανάλογα εδάφη υποστηρίζουν σήμερα την καλλιέργεια γεωργικών ειδών όπως ο καπνός στη Σάμο και το βαμβάκι στη Λήμνο.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 8 Δ. Τα ηφαιστειακά εδάφη. Θα τα συναντήσουμε στη Λήμνο, την κεντρική και δυτική Λέσβο, την Πάτμο, την Κω, τη Νίσυρο, τη Μήλο και τη Σαντορίνη. Στις περισσότερες απ αυτές τις περιοχές οι καλλιέργειες είναι χαμηλής απόδοσης και περιορίζονται στις κοιλάδες κοντά σε ηφαίστεια. Στη Σαντορίνη όμως, οι κρυσταλλωμένες πορώδεις στάχτες του τεταρτογενούς, μετά την επικάλυψή τους από πιο πρόσφατα στρώματα λάβας, δημιούργησαν εδάφη υψηλής γονιμότητας. Στα εδάφη αυτά, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, δημιουργούνται οι βάσεις για την καλλιέργεια προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας και γεύσης όπως είναι οι ντομάτες (ξηρικές), το κρασί και τα σύκα, γνωστά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στις καλλιέργειες έρχονται να προστεθούν οι εξορύξεις υλικών με βιομηχανική σημασία. Στη Σαντορίνη η ελαφρόπετρα και πουζολάνη. Στη Μήλο και στην Κίμωλο ο μπετονίτης ο περλίτης, ο καολίνης και η βαρυτίνη, δημιουργούν τις τελευταίες δεκαετίες νέες οικονομικές συνθήκες για τα νησιά αυτά, σημαντικές θέσεις απασχόλησης, αλλά και καινοφανείς περιβαλλοντικές αναστατώσεις. Ιδιαίτερα στη Μήλο, τα εργοτάξια των λατομείων και οι κρατήρες των επιφανειακών εξορύξεων, μαζί με ένα πυκνό δίκτυο δρόμων για την εξυπηρέτηση της μεταφοράς πρώτων υλών και προϊόντων, αποτελούν σημαντικότατες πηγές όχλησης και αλλοίωσης του τοπίου. Όμως δεν είναι μόνον η Μήλος και η Σαντορίνη. Μικρότερης οικονομικής σημασίας λατομικές και μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα μεγάλου και μεσαίου μεγέθους νησιά του Αιγαίου, με αντίστοιχες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Στις ηφαιστειογενείς περιοχές ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ενέργεια του υπεδάφους. Στα νησιά που προαναφέρθηκαν, αλλά ιδιαίτερα στη Λέσβο, τη Νίσυρο και τη Μήλο υπάρχουν τα σημαντικότερα γεωθερμικά πεδία ολόκληρης της Μεσογείου. Η γεωθερμία θα μπορούσε να καλύψει πλήρως τις ενεργειακές ανάγκες των νησιών αυτών, αλλά και να κάνει εξαγωγή ενέργειας σε γειτονικά νησιά μέσω διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού δικτύου. Δυστυχώς όμως αστοχίες στον προγραμματισμό, σε συνδυασμό με την παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης, συνετέλεσαν ώστε οι ενεργειακοί αυτοί πόροι να μπούν και πάλι στο περιθώριο. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 υπήρξε έντονη κινητικότητα για την εκμετάλλευση των γεωθερμικών πεδίων του Αιγαίου. Στη Μήλο μάλιστα κατασκευάστηκε ένας πρώτος πειραματικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των 5 ΜW. Όμως, η παραπληροφόρηση που εντέχνως διοχετεύθηκε από εξωτερικούς φορείς, σε συνδυασμό με την αδιαφορία της Δ.Ε.Η. για μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος (κυρίως περιορισμός των εκπομπών υδροθείου) έστρεψαν τους κατοίκους εναντίον του έργου, με αποτέλεσμα η εγκατάσταση (κόστους 6 δις δρχ.) να εγκαταλειφθεί.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 9 2. Οικονομία και πληθυσμός Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των νησιών του Αιγαίου διαμέσου της ιστορίας τους είναι η πληθυσμιακή αστάθεια. Οι άνθρωποι αποικούν τα νησιά με καθυστέρηση και η παρουσία τους υφίσταται σοβαρές διακυμάνσεις. Σ αυτές τις μικρές εκτάσεις, όπου συχνά η μέση διαδρομή είναι μια ώρα με τα πόδια, όπου οι καλλιεργημένες ιδιοκτησίες δεν ξεπερνούν τις περισσότερες φορές τα λίγα στρέμματα, η διάρκεια της μόνιμης εγκατάστασης είναι αστάθμητη. Η στενότητα του χώρου και το περιορισμένο των πόρων απαγορεύουν ή καθυστερούν τη συγκρότηση ενός δημογραφικού σώματος συμπαγούς, ικανού να ανταπεξέλθει με τις δικές του δυνάμεις στις ανάγκες της επιβίωσης. Φυσικά καταστροφικά φαινόμενα και βίαιες επιδρομές ανθρώπινων στρατών, παίρνουν στα νησιά ασυνήθιστες διαστάσεις και αναστατώνουν το χώρο. Στην ηπειρωτική χώρα, τα ίδια φαινόμενα οδηγούν σε αναδιπλώσεις. Η αδυναμία (λόγω φυσικών ή ανθρωπογενών πιέσεων) να παραμείνουν οι άνθρωποι στις πεδινές εκτάσεις αντισταθμίζεται από την ανάπτυξη του νομαδισμού και την αναζήτηση νέων εκτάσεων. Οι πειρατικές επιδρομές και οι πολεμικές συρράξεις, που διώχνουν τους ανθρώπους από τις παράκτιες και τις πεδινές εγκαταστάσεις τους, προκαλούν τη διαφυγή τους στα βουνά όπου δεν μπορούν να φτάσουν οι επιδρομείς. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και στα νησιά. Εκεί δεν υπάρχει το βάθος της ηπειρωτικής χώρας. Ο πληθυσμός αντιδρά με βιαιότητα στις εξωτερικές παρεμβάσεις. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης έθεσε τέλος στην συνέχεια του πρώτου νεολιθικού οικισμού. Καταστροφές μικρότερου μεγέθους, όπως σεισμοί, ξηρασία, πάγος, παράσιτα, ήταν ικανές να διασπάσουν τον πυρήνα των αστικών συγκεντρώσεων και να προκαλέσουν αλλαγές στη γεωγραφία. Οι λιμοί, οι επιδημίες αλλά κυρίως οι πόλεμοι, αποδεκάτισαν τους πληθυσμούς και προκάλεσαν, αρκετές φορές, την εγκατάλειψη των νησιών. Όμως, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τα νησιά του Αιγαίου γνωρίζουν μια σημαντική άνθιση. Καταλαμβάνοντας σε έκταση μόνο το 12% της επικράτειας, συγκεντρώνουν το 20% του πληθυσμού. Ενώ η μέση πυκνότητα στην Ελλάδα ήταν 21 κατ./τ.χλμ. στις Κυκλάδες φτάνει σε 53 κατ./τ.χλμ. ενώ στα νησιά του Αργοσαρωνικού κορυφώνεται σε 115 κατ./τ.χλμ.. Στη δεκαετία το 1870 ο νησιωτικός χαρακτήρας της Ελλάδας φτάνει στο απόγειό του. Με το 16% της επιφάνειας τα νησιά του Αιγαίου συγκεντρώνουν το 30% του πληθυσμού. Την ίδια περίοδο οι Κυκλάδες με 123.300 ψυχές, έχουν τρεις φορές περισσότερο πληθυσμό απ ό,τι η Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα, η κατάσταση σταθεροποιείται, ενώ παρατηρούνται και μικρές αυξήσεις του πληθυσμού, κυρίως λόγω των προσφύγων της Μικρασίας. Όμως αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει μια μεγάλη περίοδος παρακμής και πληθυσμιακής αιμορραγίας. Στους νεώτερους μεταπολεμικούς χρόνους, ύστερα από κύματα
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 10 προσφύγων και μεταναστεύσεων, τα νησιά θα χάσουν, μέσα σε τριάντα μόνο χρόνια (1945-1975) το 13,4% του πληθυσμού τους. Μόνο μια μικρή ομάδα νησιών με τουριστικό ενδιαφέρον γνωρίζει αυξητικές τάσεις : οι Σπέτσες, η Αίγινα, η Μύκονος, η Ρόδος και η Σκιάθος γίνονται πόλοι έλξης για νέες ομάδες πληθυσμού, αντισταθμίζοντας εν μέρει το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Έκτοτε, τα νησιά του Αιγαίου ισορροπούν σε μια δημογραφία στην οποία διακρίνονται δύο κύριες τάσεις: νησιά με τάση περαιτέρω συρρίκνωσης του πληθυσμού, λόγω κυρίως αλλαγής πολιτιστικών προτύπων και μείωσης των ευκαιριών απασχόλησης και νησιά με αυξητική τάση, οφειλόμενη κυρίως στον τουρισμό. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται κυρίως μικρά νησιά, που το δημογραφικό τους μέγεθος τα εκτοπίζει έτσι κι αλλιώς από το όριο δημογραφικής βιωσιμότητας (400-500 κάτοικοι σύμφωνα με τον Kolodny). Στη δεύτερη κατηγορία βρίσκονται νησιά μεσαίου κυρίως μεγέθους, με καλή πρόσβαση (αεροδρόμιο, συχνή ακτοπλοϊα) και με φυσικές ή ανθρωπογενείς καλλονές που τα έκαναν διάσημα έξω από τα σύνορα της χώρας. Στα νησιά αυτά ο τουρισμός δημιουργεί και ένα πλέγμα περιφερειακών οικονομικών δραστηριοτήτων που συγκρατεί πολλούς από τους εποίκους σε μονιμότερη βάση. Βέβαια, σε πολλά από τα νησιά, οι διαφορές ανάμεσα στον μόνιμο και τον εποχικό τουρισμό είναι τεράστιες. Στη Ρόδο έχουμε 210.000 κατοίκους το καλοκαίρι έναντι 110.000 τον χειμώνα, στην Άνδρο 38.000 έναντι 9000, στη Σέριφο 15.000 έναντι 1.500. Οι διακυμάνσεις αυτές δεν είναι ανώδυνες. Τα νησιά ζουν μια παράξενη ζωή όπου κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου η κίνηση, η διασκέδαση, η κατανάλωση, ξεπερνούν σε πολλές περιπτώσεις τα όρια και τις αντοχές του φυσικού χώρου. Αντίθετα το χειμώνα πέφτουν σε ένα είδος χειμερίας νάρκης, σε μια αφύσικη εσωτερικότητα, όπου ο επισκέπτης δεν μπορεί να βρεί ούτε ένα εστιατόριο ανοικτό, ούτε ένα ξενοδοχείο για να μείνει, ενώ μια κακοκαιρία μπορεί να τον κρατήσει μέρες στο νησί χωρίς την παραμικρή διέξοδο. Η μετάπτωση των νησιών του Αιγαίου ανάμεσα στις δύο ακραίες αυτές καταστάσεις, αντιστρατεύεται έναν από τους βασικούς όρους της αειφορίας που είναι η αναζήτηση ισορροπιών και από την άλλη μεριά κάνει πολύ δύσκολα τα όποια προγράμματα παρέμβασης για την ενίσχυση μορφών οικονομίας και ζωής που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο: αυτά θα απαιτούσαν ένα μίνιμουμ πληθυσμού, υποδομών και υπηρεσιών σε μόνιμη βάση, πράγμα που με τη σειρά του θα καθιστούσε ελκυστικότερη την εγκατάσταση και νέων ομάδων πληθυσμού και ιδιαίτερα των νέων που σήμερα αναζητούν την τύχη τους στις μεγαλουπόλεις και που δύσκολα υπό τις παρούσες συνθήκες θα πείθονταν να παραμείνουν χειμώνα στα νησιά. Μια νέα δυνατότητα που μπορεί να ευνοήσει την εγκατάσταση νέων ομάδων πληθυσμού είναι η ραγδαία ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών, έτσι ώστε η εργασία από απόσταση και τα συναφή νέα επαγγέλματα που είναι βασισμένα στις
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 11 τεχνολογίες της πληροφορικής να μπορούν να ασκηθούν και μάλιστα σε συνθήκες ανταγωνιστικές μ αυτές που υπάρχουν σήμερα στα μητροπολιτικά κέντρα της ηπειρωτικής χώρας. Οι παραδοσιακές μορφές οικονομίας στα νησιά ήταν σε μερικές περιπτώσεις η ναυτιλία και το εμπόριο (Χίος, Ψαρά, Ύδρα, Άνδρος, Σίφνος, Σαντορίνη) αλλά το εισόδημά της μεγάλης πλειοψηφία των κατοίκων τους προέρχονταν από τον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία). Καθώς όμως οι νέες αξίες σωστότερα η έλλειψη κοινωνικών σταθερών διεισδύουν στις τοπικές κοινωνίες, οι νέοι εγκαταλείπουν τον πρωτογενή τομέα και ή φεύγουν από τα νησιά ή ασχολούνται με τον τουρισμό. Η απασχόληση με τη γεωργία έχει καταντήσει περίπου μομφή και είναι χαρακτηριστικό ότι απ όλα τα στόματα ακούς πλέον την άποψη ότι μια νέα κοπέλα δεν θα παντρευόταν έναν γεωργό ή κτηνοτρόφο. Η αρνητική αυτή στάση συνδέεται βέβαια και με την εμμονή της παραδοσιακής ανδροκρατικής νοοτροπίας, ιδιαίτερα στο χώρο του πρωτογενούς τομέα. Έτσι η γεωργία και η κτηνοτροφία με την αλιεία να τις ακολουθεί, έχουν καταντήσει περιθωριακές ή ευκαιριακές ασχολίες και συχνά στοχεύουν μόνο στη δημιουργία συμπληρωματικού εισοδήματος και όλο και σπανιότερα στη μόνιμη απασχόληση. Όμως τα αίτια της μαζικής στροφής στον τουρισμό, τη μετανάστευση και όπου αυτή υπάρχει στη βιομηχανία είναι μάλλον περισσότερο πολιτιστικά παρά οικονομικά. Πρόκειται για την ανατροπή των παραδοσιακών κοινωνικών δομών και την απότομη εγκαθίδρυση μιας νέας, αστικού τύπου ιδεολογίας. Παράλληλα, και με την αύξηση της μισθωτής εργασίας, παρατηρείται μια αύξηση του εισοδήματος, σε βάρος όμως της αυτοκατανάλωσης. Η κάθε δραστηριότητα γίνεται πλέον «οικονομική» καθώς περικλείεται από τα τοιχώματα της αγοράς. Από την άλλη μεριά, οι ευκαιρίες απασχόλησης για το γυναικείο πληθυσμό είναι και πάλι περιορισμένες. Εντούτοις, ο γυναικείος πληθυσμός ασχολείται σε σημαντικό βαθμό με γεωργικές δραστηριότητες, (Ο Αγροτικός Κόσμος στο Μεσογειακό Χώρο, Πρακτικά Ελληνογαλλικού Συνεδρίου, ΕΚΚΕ, 1996) ενώ πρόσφατα, στα παράλια παρατηρείται μια σταδιακή μετάβαση από τις καθαρά οικιακές ασχολίες σε εργασίες του τουριστικού τομέα (εστιατόρια, βοηθητικό προσωπικό, ενοικιαζόμενα δωμάτια). Πάντως οι κοινωνικές ανακατατάξεις είναι επίπονες. Η παλιά αστική τάξη σταδιακά εξαφανίζεται και είναι χαρακτηριστικό ότι λίγοι δείχνουν πλέον να θυμούνται τις οικογένειες που έγραψαν την ιστορία των νησιών. Σταδιακά επίσης εξαφανίζεται και η τάξη των άκληρων αγροτών, μικροκαλλιεργητών και παράκτιων αλιέων, ενώ νέα μεταπρατικά στρώματα συνδεδεμένα κυρίως με τον τουρισμό αρχίζουν να κυριαρχούν στην ταξική διαστρωμάτωση. Συναφώς, τα ζητήματα του περιβάλλοντος, η διατήρηση των παραδοσιακών οικισμών, η φροντίδα για το τοπίο σε λίγα μόνο νησιά αποτελούν στοιχεία της επικρατούσας ιδεολογίας. Συνήθως
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 12 συνδέονται όπου επιβιώνουν με τον φόβο για την απώλεια του τουριστικού κεφαλαίου και με έναν αόριστο φόβο για το αύριο Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι η αναπαλαίωση των παλιών σπιτιών έχει αρχίσει να γίνεται μόδα σε πολλές περιπτώσεις. Παρά ταύτα, οι οδυνηρές διαδικασίες προσαρμογής στα νέα δεδομένα, είναι λιγότερο έντονες από ότι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Σε αρκετά νησιά, η αντίσταση απέναντι στην εκποίηση του περιβάλλοντος και της παράδοσης φαίνεται να είναι ακόμη ισχυρή και αυτό το γεγονός τα καθιστά υποψήφια για την ένταξή τους σε ένα πρόγραμμα με βάση τις αρχές της αειφορίας. Τα στοιχεία που φέρνουν πιο κοντά σε μια αειφόρο ανάπτυξη διαφέρουν από νησί σε νησί. Αλλού το κυρίαρχο στοιχείο είναι η διατήρηση της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής, αλλού η συνύπαρξη αγροτικού τομέα και τουρισμού σε ισορροπία, αλλού η διατήρηση του τοπίου κλπ. 4. Αειφορία και αρχές αειφορικής διαχείρισης Η έννοια της αειφορίας που εισήχθη στο παγκόσμιο λεξιλόγιο στα τέλη της δεκαετίας του 80 έχει κάνει ήδη μια σημαντική και ενδιαφέρουσα διαδρομή. Ως επιθετικός προσδιορισμός, κατ άλλους θα πρέπει να χαρακτηρίζει την ανάπτυξη, κατ άλλους τις διάφορες εκδοχές της οικονομίας, κατ άλλους κάθε μορφή δραστηριότητας η οποία επηρεάζει το περιβάλλον. Πρόσφατα, η αειφορία (σύμφωνα και με τις καταστατικές αρχές της Ε.Ε.) αποτελεί εννοιολογικό συστατικό διαφόρων μορφών πολιτικής σε τομεακό επίπεδο. Έτσι σήμερα για παράδειγμα, αναφερόμαστε στον αειφόρο σχεδιασμό των πόλεων, στην αειφόρο κινητικότητα (στις μεταφορές), σε αειφορική κατανάλωση των φυσικών πόρων. Σε όλες πάντως τις εκδοχές της, η αειφορία παραπέμπει στη διαδικασία εκείνη που επιτρέπει τη συνέχιση μιας δραστηριότητας με τρόπο που να ελαχιστοποιούνται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις (εάν είναι δυνατόν να είναι μηδενικές), να μη γίνεται σπατάλη των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων και να μην υποθηκεύονται τα συμφέροντα των επόμενων γενεών. Η τελευταία πρόταση αναδεικνύει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παράμετρο στην συμπεριφορά των οργανωμένων κοινωνιών: τον χρόνο. Μέχρι τώρα οι κοινωνίες θεωρούσαν ότι οι πόροι είναι ανεξάντλητοι και η χωρητικότητα του συστήματος απεριόριστη. Όταν έγινε συνείδηση ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, ότι δηλαδή υπάρχουν φυσικά όρια στην ανάπτυξη (Τα όρια της ανάπτυξης, Λέσχη της Ρώμης), τότε η επίλυση του προβλήματος παραπέμφθηκε στο μέλλον. Όμως και αυτή η άποψη κατηγορήθηκε για έλλειψη ηθικής απέναντι στις επόμενες γενιές, όπως εξάλλου παλιότερα η ισοκατανομή σε παγκόσμιο επίπεδο του κόστους της ρύπανσης κατηγορήθηκε από τις χώρες του τρίτου κόσμου ως κοινωνικά άδικη.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 13 Με την εισδοχή του παράγοντα του χρόνου στον έλεγχο της αειφορίας, γίνεται φανερό πως τα αποτελέσματα δεν μπορεί παρά να κριθούν αναδρομικά, όπως επίσης και ότι μια αποτυχημένη σήμερα επιλογή μπορεί να είναι αύριο μη αναστρέψιμη. Την αδυναμία της μεθόδου έρχεται να αναιρέσει η δυνατότητα της πρόβλεψης, η οποία δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε μια συστηματική και αντικειμενική ανάλυση του παρελθόντος. Οι τάσεις για παράδειγμα που μπορούμε να διαπιστώσουμε κατά την παρακολούθηση της εξέλιξης διαφόρων παραμέτρων, είναι δυνατόν να προσδιορίσουν τους χειρισμούς εκείνους που οδηγούν ασφαλέστερα στους δρόμους της αειφορίας και να συνθέσουν πολιτικές και τοποθέτηση στόχων. Η έννοια της αειφορίας κείται στο επίπεδο των αρχών. Η εξειδίκευσή της σε στόχους και πολιτικές μπορεί να την καταστήσει εργαλείο. Πολλοί συγγραφείς παρομοιάζουν το σύνολο της πραγματικότητας στην οποία ο άνθρωπος παρεμβαίνει, με ένα κεφάλαιο το οποίο πρέπει να διαχειριστούμε έτσι ώστε να διασφαλίζονται οι όροι της αναπαραγωγής του. Ο καπιταλιστικής προέλευσης αυτός ορισμός μπορεί να είναι χρήσιμος, στο βαθμό που τα συστατικά στοιχεία της πραγματικότητας στην οποία αναφερόμαστε, είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν ή να παρασταθούν από ποσοτικά εκφρασμένους δείκτες. Υπάρχουν όμως και ποιοτικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας που είναι δύσκολο να παρασταθούν με αντικειμενικό και επιστημονικά αποδεκτό τρόπο. Για παράδειγμα η έννοια της μεταβολής της βιοποικιλότητας: αποτελεί το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων. Ήδη όμως αυτή η διάκριση εισάγει την υπόθεση ότι ο άνθρωπος δεν αποτελεί αναγκαστικά μέρος της φύσης, ότι υπάρχει μια φύση έξω από αυτόν, η οποία έχει τους δικούς της ανεξάρτητους νόμους και ότι τα έργα του ανθρώπου είναι δυνατόν να διακριθούν από το έργο και τις μεταβολές που παράγει η ίδια η διαδικασία της φυσικής εξέλιξης. Η παραπάνω υπόθεση δεν είναι καθόλου προφανής και σε τελική ανάλυση μεταφέρει τη συζήτηση σε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κατά τα άλλα - φιλοσοφικό πεδίο. Εκείνο όμως που μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυριστεί, είναι ότι η εντεινόμενη παρουσία των ανθρώπων στη Βιόσφαιρα και τα συνοδά φαινόμενα (γεωργία, αλιεία, αστικοποίηση, βιομηχανία) γίνονται σε βάρος των άλλων μορφών της φύσης και πως οι πληθυσμοί των πιο ευαίσθητων ειδών ή φυσικών στοιχείων (π.χ. ανώτεροι θηρευτές, δασική βλάστηση) μειώνονται με ρυθμούς γρηγορότερους από ό,τι στο παρελθόν. Ένα παρελθόν όχι πολύ μακρινό στην περίπτωση των νησιών, όπου ο άνθρωπος συμβίωνε και δεν κυριαρχούσε στη φύση. Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση που μπορεί να μας δώσει στοιχεία για την αειφορία ή μη μιας διαδικασίας, είναι ο οικονομικός λογισμός. Αν για παράδειγμα οι αρνητικές επιπτώσεις
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 14 μιας διαδικασίας είναι μεγαλύτερες από το κοινωνικό όφελος που αυτή παράγει, τότε η διαδικασία είναι μη αειφορική. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς αν το κόστος για την αποκατάσταση μιας ζημιάς είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο όφελος. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα σε ένα λατομείο, η λειτουργία του οποίου παράγει ρύπανση και καταστροφή του τοπίου σε τέτοιο βαθμό που η ενσωμάτωση του κόστους της επανόρθωσης (συγκράτηση ρύπων, αποκατάσταση του τοπίου) στο κόστος της παραγωγής θα έκανε την επιχείρηση μη βιώσιμη οικονομικά. Με άλλα λόγια, η υιοθέτηση του κριτηρίου της αειφορίας μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή ορίων στην ανάπτυξη μιας δραστηριότητας ή ενδεχομένως και στην κατάργησή της. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή ιδιαίτερα σε δραστηριότητες οικονομικού χαρακτήρα και συνδέονται με τη χάραξη πολιτικής σε τομείς όπου η μέθοδος κόστους οφέλους μπορεί να είναι επιλέξιμη. Η αειφορία όμως δεν αφορά μόνο τομεακές πολιτικές αλλά και συστήματα όπου υπεισέρχεται ένα πλήθος παραγόντων και δράσεων. Μπορεί κανείς να μιλήσει για αειφορία σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκεί, έχουν σημασία οι δράσεις εκείνες που συνδέονται για παράδειγμα με το κλίμα της Γης, με τις εκτεταμένες παρεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα, με τη ρύθμιση των ανταλλαγών ύλης και ενέργειας σε πλανητικό επίπεδο, με τη διασυνοριακή ρύπανση, με την απειλή εναντίον μεταναστευτικών ειδών που κατά τη διάρκεια της μετανάστευσής τους διανύουν μεγάλες αποστάσεις κλπ. Μπορεί ακόμη να μιλήσει κανείς για αειφορία σε περιφερειακό επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή έχουν σημασία οι δράσεις που έχουν επιπτώσεις σε μεγάλα γεωγραφικά σύνολα με ενιαία χαρακτηριστικά και μηχανισμούς αλληλεξάρτησης που υπερβαίνουν την κλίμακα των κρατικών ή τοπικών γεωγραφικών ενοτήτων. Παράδειγμα ενός τέτοιου συστήματος είναι η Μεσόγειος, την οποία τα Ηνωμένα Έθνη έχουν επιλέξει ως ένα προνομιακό πεδίο για τον έλεγχο της θαλάσσιας ρύπανσης και όπου οι εθνικές πολιτικές δεν έχουν νόημα παρά μόνο στα πλαίσια διακρατικών συμφωνιών και κανόνων συντονισμένης δράσης. Υπάρχει τέλος και το τοπικό επίπεδο, όπου η αειφορία μπορεί να εννοηθεί μόνο σε σύνολα ή συστήματα που έχουν σαφή οικογεωγραφικά όρια, όπως είναι για παράδειγμα μια λεκάνη απορροής, μία λίμνη, ένα νησί, μία πόλη. Εκεί, με ένα γενικό τρόπο μπορεί να πει κανείς πως αειφορία είναι η διατήρηση της βασικής λειτουργίας που επιτελεί το σύστημα, χωρίς αυτό να γίνεται σε βάρος άλλων γειτονικών συστημάτων. Η λειτουργία αυτή θα πρέπει να μπορεί να συνεχιστεί και στο μέλλον, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που ενδεχόμενα θα υπάρξουν σε γειτονικά συστήματα, με τα οποία μπορεί μεν το σύστημα να επικοινωνεί, αλλά από τα οποία δεν πρέπει να εξαρτάται ολοκληρωτικά. Από το τελευταίο σημείο γίνεται φανερό ότι στα ανθρώπινα συστήματα η απόλυτη αειφορία δεν μπορεί να είναι το αιτούμενο, αφού η απόλυτη αυτοδυναμία έχει προ πολλού χαθεί με το τέλος των κοινωνιών της αυτάρκειας. Εκείνο όμως που έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ν αναζητήσει κανείς πρότυπα
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 15 προς τα οποία μπορούν να τείνουν τα υπόλοιπα ομοειδή συστήματα ή μορφές συνεργασίας μεταξύ των συστημάτων όπου η αειφορία εξασφαλίζεται μέσω της συμπληρωματικότητας. Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, αειφορία θα σήμαινε και χωρίς αυτό να αποτελεί ταυτολογία τη διατήρηση του νησιωτικού χαρακτήρα των περιοχών αυτών. Τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει το νησιωτικό χαρακτήρα; Είναι κύρια η σχέση με τη θάλασσα. Τα νησιά ζουν μέσα σε ένα θαλάσσιο περιβάλλον και συντηρούνται σε μεγάλο βαθμό από αυτό. Ο τουρισμός, η αλιεία κλπ. είναι συνάρτηση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Από την άλλη μεριά, η γεωγραφική απομόνωση λόγω της απόστασης από την ξηρά δημιούργησαν τις συνθήκες ανάπτυξης πολιτισμών με μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις άντεξαν στην πίεση και τη φθορά του χρόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αποτυπώματα των πολιτισμών αυτών διατηρούνται, σε πολλά νησιά, σε καλύτερη γενικά κατάσταση από τα αντίστοιχα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτό άλλωστε - σε συνδυασμό με το γοητευτικό θαλάσσιο περιβάλλον - εξηγεί και το γεγονός της προτίμησής τους από ειδικές κατηγορίες τουριστών. 5. Περιοχές δράσεων και προτεραιοτήτων στα πλαίσια της αειφορικής διαχείρισης Η αειφορία, όπως φάνηκε και από την ανάλυση που προηγήθηκε, προϋποθέτει συνέργεια μιας μεγάλης ποικιλίας παραγόντων και δε μπορεί να αναχθεί σε μια σειρά από συνταγές τεχνικού χαρακτήρα. Το κάθε νησί άλλωστε αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα με ιδιαίτερα φυσικά, ανθρωπολογικά και ιστορικά χαρακτηριστικά και η εφαρμογή προγραμμάτων ανάπτυξης ή διαχείρισης απαιτεί ξεχωριστές μελέτες (στο επίπεδο του κάθε νησιού χωριστά και όχι στο επίπεδο μιας διοικητικής ενότητας, όπως είναι ο νομός). Όμως, για λόγους που σχετίζονται με το γενικό χαρακτήρα της παρούσας μελέτης θα επιχειρήσουμε την ενδεικτική ανάλυση κάποιων περιοχών δράσεων που έχουν οριζόντια εμβέλεια και από την οικολογική σκοπιά αποτελούν προτεραιότητες που δεν μπορεί ν αγνοήσει οποιοδήποτε σχέδιο αειφορικής παρέμβασης. 1η δράση: Διατήρηση του τοπίου. Το τοπίο των νησιών του Αιγαίου είναι το αποτέλεσμα των γεωλογικών μεταβολών που αποκρυσταλλώθηκαν στις σημερινές του μορφές, αλλά και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος με τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τα τελευταία 8.000 χρόνια, με την εμφάνιση της γεωργίας. Το τοπίο αυτό στην τελευταία του φάση (ιστορικοί
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 16 και νεώτεροι χρόνοι), μπορεί να έμεινε σχεδόν ανέπαφο ή να υπέστη σημαντικές αλλαγές (π.χ. καταστροφή δασικής βλάστησης), οι περισσότερες όμως απ αυτές αφομοιώθηκαν από το περιβάλλον και τελικά αποτέλεσαν στοιχείο της φυσιογνωμίας του. Αντίθετα, τις τελευταίες δεκαετίες, το τοπίο έχει υποστεί ραγδαίες μεταβολές,, κυρίως εξαιτίας του τουρισμού, της εγκατάλειψης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της οικιστικής ανάπτυξης, που σε πολλές περιπτώσεις αλλοίωσαν τον νησιωτικό χαρακτήρα και δημιούργησαν νέα δεδομένα, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Σε πολύ λιγότερο βαθμό επέδρασαν οι δραστηριότητες της βιομηχανίας η οποία παρουσιάζει σημειακές μόνον συγκεντρώσεις και προβλήματα που κατά μεγάλο μέρος είναι ανατάξιμα. Ένα πρόγραμμα αναβάθμισης του τοπίου των νησιών του Αιγαίου, δεν θα είχε αισθητικό μόνο αποτέλεσμα, αλλά θα συνδεόταν με την βιωσιμότητα του τουρισμού στο μέλλον και με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις, τα τοπία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, είναι και περιοχές με οικολογική αξία, αλλά και με μεγάλη τουριστική σημασία. Το νησιωτικό τοπίο δεν αποτελεί μια στιγμιαία μόνο απεικόνιση της σημερινής κατάστασης, αλλά εγγράφει μέσα του και την αποτύπωση του ιστορικού και πολιτιστικού στίγματος των περιοχών, της συνέχειάς τους μέσα στο χρόνο. Αποτελεί ακόμη αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής μνήμης, και με την έννοια αυτή αφορά την ίδια την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Η αναβάθμιση και προστασία του τοπίου αποτελεί κατ αρχάς ένα πολιτιστικόπεριβαλλοντικό στόχο που αφορά με ένα ιδιαίτερο τρόπο τα νησιά του Αιγαίου. Για παράδειγμα, η διατήρηση του παραδοσιακού αγροτικού τοπίου και περιβάλλοντος στα νησιά συνδέεται με τη διατήρηση πολλών ειδών της πανίδας και της χλωρίδας. Από την άλλη μεριά, το θέμα αφορά σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, δεδομένου ότι οι περιοχές με αισθητικό ενδιαφέρον προσελκύουν ένα μεγάλο μέρος του τουρισμού, αλλά και των επισκεπτών που επηρεάζουν την κοινή γνώμη (διανοούμενοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί). Δευτερευόντως, έχει και οικονομική σημασία αφού η ανάδειξη και η βελτίωση του τοπίου είναι στην ουσία αξιοποίηση ενός από τους πολυτιμότερους εθνικούς πόρους. Εκτός από τις επιπτώσεις στον τουρισμό, μια σειρά από άλλους κλάδους μπορεί να ωφεληθούν από τη δράση: εκδοτικοί οργανισμοί, κινηματογράφος-τηλεόραση, διαφήμιση, επιχειρήσεις διοργάνωσης καλλιτεχνικών εκδηλώσεων κτλ.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 17 Οι οποιεσδήποτε δράσεις που αφορούν τα τοπία και γίνονται με βάση τις αρχές της αειφορίας θα πρέπει να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στα ακόλουθα είδη τοπίων: Α. Τοπία σχετικά παρθένα όπου κυριαρχεί το φυσικό περιβάλλον Β. Τοπία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από γεωλογικής πλευράς ή γενικότερα λόγω μεταβολών στο ανάγλυφο. Γ. Τοπία που συνδέονται με την ύπαρξη οικισμών και οικιστικών συνόλων Δ. Τοπία που σχηματίστηκαν από τις παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες (χωράφια, χερσότοποι, βοσκοτόπια, λιβάδια, πεζούλες, μαντριά, περιβόλια, ανεμόμυλοι κτλ.). Ε. Τοπία με πολιτιστικό ενδιαφέρον (αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία, μοναστήρια, κάστρα κτλ.). Οι δράσεις αυτές προϋποθέτουν μελέτες που θα καταγράψουν το είδος των παρεμβάσεων που απαιτούνται, ώστε τα τοπία που έχουν υποστεί αντιστρεπτές αλλοιώσεις να ανακάμψουν, καθώς και το είδος των παρεμβάσεων που απαιτούνται ώστε τα εναπομείναντα τοπία να διατηρηθούν ανέπαφα στο μέλλον. Θα πρέπει ακόμη να κατατείνουν σε έργα αποκατάστασης και διατήρησης προσδιορίζοντας ταυτόχρονα και τους τρόπους με τους οποίους η διαχείριση των τοπίων θα συνεχιστεί στο μέλλον (νομοθετικές ρυθμίσεις, επιδοτήσεις πληθυσμών, αναβίωση παραδοσιακών τεχνικών κτλ.). 2η δράση: Αλλαγές στον τουρισμό Ο τουρισμός αποτελεί σήμερα μια από τις κυριώτερες αιτίες υποβάθμισης των παράκτιων οικοσυστημάτων. Τα κτίσματα καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο και τον αφαιρούν από το φυσικό παράκτιο περιβάλλον. Η λειτουργία τους προκαλεί εκπομπές ρύπων και αποβλήτων. Οι συνοδευτικές εγκαταστάσεις (τεχνητές πλαζ, μαρίνες, εξέδρες και προστατευτικά αναχώματα) αλλάζουν τη φυσιογνωμία των ακτών. Η ίδια τέλος η τουριστική πίεση, με τη φυσική παρουσία πολλών ανθρώπων για περιορισμένο χρονικό διάστημα, προκαλεί βλάβες στα παράκτια οικοσυστήματα (καταστροφή αμμοθινών, καταστροφή της παράκτιας βλάστησης, καταστροφή των λιβαδιών του φυτού ποσειδωνία, καταστροφή ενδιαιτημάτων της φώκιας κτλ). Ο τουρισμός όμως, κάτω από ειδικές συνθήκες θα μπορούσε να δράσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, αν ακολουθήσει τις αρχές της αειφορίας. Αυτό καθίσταται πλέον απαραίτητο, όχι μόνον εξαιτίας των νέων απαιτήσεων για την προστασία του παράκτιου περιβάλλοντος,
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 18 διεθνώς και στη χώρα μας, αλλά και εξαιτίας της ζήτησης για καλύτερο περιβάλλον από την πλευρά των (ευαισθητοποιημένων) τουριστών. Επί πλέον, η τουριστική βιομηχανία, τουλάχιστον η οργανωμένη, έχει πόρους τους οποίους θα μπορούσε να διαθέσει για το περιβάλλον, με παράλληλο στόχο και την δική της, μακροπρόθεσμα, επιβίωση. Σε πρώτο στάδιο, η αειφορική προσέγγιση του τουρισμού απαιτεί την εξισορρόπηση της τουριστικής πίεσης. Αυτό σημαίνει πως κάποιες περιοχές θα πρέπει να θεωρηθούν κορεσμένες, ενώ σε άλλες να δοθούν οι δυνατότητες ν αναπτυχθούν τουριστικά, χωρίς όμως αυτό να γίνεται σε βάρος του τοπίου και του περιβάλλοντος. Ένας δεύτερος στόχος θα πρέπει να είναι η εξισορρόπηση της τουριστικής πίεσης μέσα στο χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε ανάπτυξη παράλληλων μορφών τουρισμού (αρχαιολογικός, συνεδριακός, οικολογικός τουρισμός), ώστε να υπάρξουν δυνατότητες επέκτασης της τουριστικής περιόδου και εκτός της αιχμής Ιουλίου-Αυγούστου, αφού γι αυτές τις μορφές τουρισμού ο καιρός δεν αποτελεί περιοριστικό παράγοντα. Ιδιαίτερο ρόλο στην προώθηση του αειφορικού τουρισμού μπορεί να παίξει η τουριστική βιομηχανία. Οι ξενοδοχειακές μονάδες, ή τα οργανωμένα ξενοδοχειακά συγκροτήματα στα νησιά του Αιγαίου, μπορούν να λειτουργήσουν ως κέντρα αειφορικής περιβαλλοντικής διαχείρισης. Οι ειδικές δράσεις που οι μονάδες αυτές θα μπορούσαν ν αναλάβουν αφορούν στις ακόλουθες δύο κατηγορίες προβλημάτων: Α. Εσωτερικό περιβάλλον των ίδιων των ξενοδοχειακών μονάδων Ποιότητα και διαχείριση γλυκού νερού Ποιότητα εσωτερικού αέρα Φυσικός φωτισμός Θόρυβος και συγγενείς οχλήσεις Αέριες και υγρές εκπομπές Στερεά απόβλητα και τρόπος διαχείρισης Ενέργεια και ενεργειακά συστήματα Ποιότητα αναλώσιμων προϊόντων Ποιότητα υλικών διατροφής Για όλα τα παραπάνω, ο στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των εκπομπών, η εξοικονόμηση πόρων και η χρησιμοποίηση μη τοξικών υλικών και προϊόντων.
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 19 Β. Εξωτερικό περιβάλλον Ευαίσθητα οικοσυστήματα στην άμεση γειτονία των εγκαταστάσεων (αμμοθίνες, υγρότοποι, δάση, τόποι αναπαραγωγής, τοπία φυσικού κάλλους κτλ.). Δραστηριότητες στον ευρύτερο χώρο που μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά το παράκτιο περιβάλλον (γεωργία, βιομηχανική δραστηριότητα, άλλα ξενοδοχεία κτλ.). Στάση και ενδιαφέροντα των τοπικών κοινωνιών (π.χ. εγκαταστάσεις αναψυχής, νυχτερινά κέντρα κτλ.). Με βάση τις παραπάνω δράσεις ο στόχος είναι η μετατροπή σταδιακά των μονάδων από παράγοντες προβλήματος σε κέντρα διαχείρισης και προστασίας του ευρύτερου περιβάλλοντος των περιοχών. Ένα παράδειγμα είναι η σχέση με τη γεωργία. Η χημική γεωργία έχει επιπτώσεις στο παράκτιο περιβάλλον (μέσω των απορροών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κτλ.) και αφήνει τοξικά υπολείμματα στις τροφές. Η αλλαγή των γεωργικών πρακτικών και η υιοθέτηση πρακτικών αειφορικής γεωργίας, θα μπορούσε να μειώσει τις χημικές απορροές και να τροφοδοτήσει τις μονάδες με προϊόντα περισσότερο υγιεινά. Αυτό είναι δυνατόν γιατί τα ξενοδοχεία συνιστούν μία σημαντική και σταθερή αγορά που μπορεί να εξασφαλίσει εισόδημα στην εναλλακτική γεωργία. Από την άλλη μεριά αυτό βελτιώνει την ποιότητα διατροφής και απαντά στις απαιτήσεις μιας όλο και μεγαλύτερης κατηγορίας καταναλωτών. Έτσι, οι τουριστικές αυτές επιχειρήσεις θα είχαν κάθε λόγο να ενισχύσουν τις προσπάθειες της μη χημικής γεωργίας. Φυσικά, πριν από την εφαρμογή οποιουδήποτε προγράμματος απαιτείται η αποτίμηση του περιβάλλοντος (εσωτερικού και εξωτερικού) των μονάδων, η υιοθέτηση κριτηρίων (δεικτών) για την αξιολόγηση των δράσεων και η δημιουργία συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης. Έτσι θα καταστεί δυνατόν να εισαχθούν συστήματα ελέγχου ποιότητας και προτυποποίηση των διαδικασιών (EMAS, ISO κτλ.). 3η δράση: Ολοκληρωμένος έλεγχος στερεών απορριμμάτων Οι περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις από την ανεξέλεγκτη διάθεση των στερεών απορριμμάτων στα νησιά, θα γίνονται σοβαρότερες, καθώς θ αυξάνεται η κατανάλωση και θ αναπτύσσεται ο τουρισμός. Από την άλλη μεριά, η εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών, η συρρίκνωση της παραγωγής τοπικών προϊόντων και η αύξηση των υλικών συσκευασίας, θα κάνουν το πρόβλημα ολοένα και εντονότερο στο μέλλον. Ο τουρισμός αφ ενός μεν εντείνει το πρόβλημα, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των καταναλωτών και αφ ετέρου υφίσταται τις
Δίκτυο Αειφόρων Νήσων: Θεωρητική Εισαγωγή Σελίδα 20 αρνητικές συνέπειες, καθώς το περιβάλλον χάνει σταδιακά την ελκυστικότητά του. Το αποτέλεσμα στο τέλος θα είναι χειρότερο περιβάλλον και λιγότερος τουρισμός. Τα νησιά, καθώς αποτελούν ειδικής μορφής οικο-γεωγραφικές ενότητες, απαιτούν και ειδική μεταχείριση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Για το λόγο αυτό απαιτείται η ανάληψη συντονισμένης δράσης στα πλαίσια ενός μακρόπνοου προγράμματος. Οι ειδικές δράσεις που θα αναληφθούν θα πρέπει να έχουν ως στόχο μια αειφορική διαχείριση των στερεών αποβλήτων στα νησιά του Αιγαίου και την παύση της ανεξέλεγκτης απόρριψης και της λειτουργίας ακατάλληλων χωματερών (έρευνα για την αξιολόγηση των διαφόρων διαθέσιμων τεχνικών και τεχνολογιών επεξεργασίας και διάθεσης οικιακών απορριμμάτων, με εφαρμογή στα νησιά του Αιγαίου, ανάθεση από το Υπουργείο Αιγαίου στο Ε.Μ.Π.). Χρειάζεται επίσης διερεύνηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν για εναλλακτικές μεθόδους διάθεσης-διαχείρισης, με βάση την υπάρχουσα τεχνολογία και με γνώμονα την «οικολογική βιωσιμότητα». Ιδιαίτερα θα πρέπει να προσδιοριστεί η βιωσιμότητα των προτεινομένων λύσεων σε μια προοπτική εικοσαετίας και με βάση τις προβολές για αύξηση της κατανάλωσης και του τουρισμού, τη διεθνή νομοθεσία και τις δυνατότητες επηρεασμού της συμπεριφοράς των πολιτών/καταναλωτών. Οι αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις από την εφαρμογή προγραμμάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης των στερεών απορριμμάτων στα νησιά αφορούν κατ αρχήν την ίδια την ποιότητα του περιβάλλοντος: την ποιότητα της ατμόσφαιρας και των υπόγειων υδροφορέων, το θαλάσσιο περιβάλλον, την αποφυγή πυρκαγιών. Είναι γνωστό ότι η ανεξέλεγκτη καύση επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με τις ιδιαίτερα επικίνδυνες για την υγεία διοξίνες (προερχόμενες κυρίως από την καύση χλωριωμένων πλαστικών), ενώ είναι συχνά πρόξενος πυρκαγιάς σε γειτονικές δασικές εκτάσεις. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις η γεωλογική διαμόρφωση ευνοεί την διαρροή προς τα υπόγεια νερά τοξικών ουσιών (νιτροενώσεις, βαρέα μέταλλα, χλωριωμένες ενώσεις και υδρογονάνθρακες), ενώ η κακή επιλογή της θέσης μπορεί να μεταφέρει με τον αέρα και τις βροχές τα απορρίμματα στη θάλασσα. Μέρος των απορριμμάτων που καταλήγουν στη θάλασσα φτάνει και πάλι μέσω των ρευμάτων στις ακτές, ενώ ένα άλλο σημαντικό μέρος παρασύρεται στα ανοικτά αποτελώντας θανάσιμο κίνδυνο για ψάρια, φώκιες, χελώνες και θαλασσοπούλια. Πέραν του περιβάλλοντος θα ωφεληθεί ιδιαίτερα ο τουρισμός, αφού η απαίτηση για ποιότητα, τόσο στην ξηρά όσο και στις ακτές γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, κυρίως στις κατηγορίες