Θέματα σύνθεσης. της Ελληνικής και της Γερμανικής: συγκριτική προσέγγιση



Σχετικά έγγραφα
Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

Γλωσσική Τεχνολογία. Μάθημα 3 ο : Βασικές Γλωσσολογικές Έννοιες Ι: Μορφολογία. Βασιλική Σιμάκη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

Μάθημα 9, 6/12/2016 ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑ, Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ/ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία

Μαρία Κολιοπούλου Α.Μ.Μ.Φ. 6. Επόπτρια: Δρ. Αγγελική Ράλλη.

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ. Κατηγορίες (Μέρη του Λόγου)

5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα

Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Η βιβλιοθήκη της Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι. Μορφολογία

ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ι: ΕΥΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗ

ΜΑΘΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΙΙ. (1) Η επιλογή των μορφημάτων (τα σωστά μορφήματα για κάθε λέξη) (2) Η μορφή των μορφημάτων (σωστά αλλόμορφα)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ»

Πρόλογος της γαλλικής έκδοσης

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ:

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΑΡΧΕΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. E-learning. Οδηγός Σπουδών

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Διδακτορική Διατριβή

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ «ΕΝΤΥΠΟΥ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ» για την χρηματοδότηση των πράξεων

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Δηµήτρης Παπαζαχαρίου

Λεξικός δανεισμός και ειδικά λεξιλόγια Πρόταση για διαθεματική διδασκαλία

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Κεφάλαιο 2. Συντακτικές κατηγορίες

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Οδηγίες και αρχές Διπλωµατικών Εργασιών (Διατριβών) του Μεταπτυχιακού Προγράµµατος Σπουδών στη Βιοστατιστική

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Στη συνέχεια παρατίθενται οι αναφορές των διδακτορικών φοιτητών για τη συνάφεια του προγράμματος στα πεδία έρευνάς τους.

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (1)

Αντικείµενο της Μορφολογίας σηµαίνον (έκφραση στη γλώσσα) διακριτικές µονάδες Μορφολογία: ελάχιστα σηµαίνοντα (µορφήµατα)

Πώς γράφεται μια προπτυχιακή εργασία στην Ιστορία της Τέχνης. Σχεδιάγραμμα. Γενικές οδηγίες

Πανεπιστήμιο Πατρών. Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών

ΜΑΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΙΙ: ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ, ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗ

Κείµενο [Οι διαδικτυακές επαφές στο περιβάλλον του Facebook]

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών.

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΜΕ

Προς όλες και όλους τις/τους φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ... v ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... vii ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ... xiii ΠΙΝΑΚΕΣ... xvii ΠΕΡΙΛΗΨΗ... xxi

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ 03. ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Η ύλη για τις εξετάσεις υποτροφιών: (για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να απευθύνεστε στις γραμματείες των φροντιστηρίων).

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ορολογίας στο έργο του ελληνόφωνου νομικού Παναγιώτης Γ. Κριμπάς Επίκουρος Καθηγητής Ορολογίας και Μετάφρασης (Δ.Π.Θ.) Δικηγόρος (Δ.Σ.Α.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ71Κ / Διαχείριση αλλαγής, σχολική αποτελεσματικότητα και στρατηγικός σχεδιασμός

Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία


Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ. ΤΜΗΜΑ ΠΜΣ.. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΙΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ

[Type text] ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ, ΣΥΝΤΑΞΗ, ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ

Μετάφραση και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (DGT/2013/TIPRs)

Media Monitoring. Ενότητα 2: Η ανάλυση περιεχομένου. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τοµέας Νέων Ελληνικών. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2018 Εξεταστέα Ύλη Νεοελληνικής Γλώσσας

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Τυπικές προϋποθέσεις απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου εξειδίκευσης

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Με την προσδοκία ότι το βιβλίο αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε μαθητές και συναδέλφους φιλολόγους, εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο τους.


Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Μαρία Κολιοπούλου Θέματα σύνθεσης της Ελληνικής και της Γερμανικής: συγκριτική προσέγγιση Διδακτορική Διατριβή Επόπτρια: Καθηγήτρια Αγγελική Ράλλη Μέλη Συμβουλευτικής Επιτροπής: Καθηγήτρια Άννα Αναστασιάδη Συμεωνίδη Αναπλ. Καθηγήτρια Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου Πάτρα 2013

Επταμελής Εξεταστική Επιτροπή: Καθηγήτρια Αγγελική Ράλλη, Πανεπιστήμιο Πατρών Καθηγήτρια Άννα Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Α.Π.Θ. Αναπλ. Καθηγήτρια Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου, Ε.Κ.Π.Α. Αναπλ. καθηγήτρια Αγγελική Τσόκογλου, Ε.Κ.Π.Α. Αναπλ. καθηγήτρια Ευδοκία Μπαλάση, Ε.Κ.Π.Α. Επίκ. καθηγητής Γεώργιος Ξυδόπουλος, Πανεπιστήμιο Πατρών Ερευνήτρια Β βαθμίδας Ιώ Μανωλέσσου, Ακαδημία Αθηνών Η υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013. Στην παρούσα μορφή έχουν ληφθεί υπόψη τα σχόλια και οι παρατηρήσεις της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής, την οποία ευχαριστώ θερμά για τη συμβολή της. ii

Στην Άρτεμη iii

Ευχαριστίες Η διαδρομή για την απόκτηση ενός διδακτορικού διπλώματος επιφυλάσσει ποικίλες δοκιμασίες, τις οποίες δεν θα είχα αντιπαρέλθει χωρίς τη βοήθεια πολλών προσώπων. Αναγνωρίζοντας την ουσιαστική συμβολή τους στην επίτευξη αυτού του στόχου, νιώθω τη βαθύτατη ανάγκη να τους ευχαριστήσω. Κατά πρώτον θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την επόπτρια καθηγήτρια αυτής της διατριβής και διευθύντρια του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων, καθ. Αγγελική Ράλλη, για τη συμπαράστασή της καθ όλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, κυρίως γιατί μου δίδαξε μορφολογία, αλλά και για την υπομονή και την επιμονή της στη βελτίωση αυτής της διατριβής. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής, την καθ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και την αναπλ. καθ. Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου, καθώς η συνεργασία μου μαζί τους υπήρξε ιδιαίτερα εποικοδομητική, ενώ κάθε τους σχόλιο αποδείκνυε το ειλικρινές τους ενδιαφέρον για τη βελτίωση της παρούσας μελέτης. Νιώθω τυχερή, καθώς τα υπόλοιπα μέλη της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής απαρτίζονται από δασκάλους μου, την αναπλ. καθ. Αγγελική Τσόκογλου, την αναπλ. καθ. Ευδοκία Μπαλάση, τον επικ. καθ. Γεώργιο Ξυδόπουλο και την ερευν. β. βαθμ. Ιώ Μανωλέσσου, τους οποίους ξεχωρίζω διότι μου ενέπνευσαν ή ενίσχυσαν την αγάπη για την επιστήμη της γλωσσολογίας. Τα σχόλια τους για την παρούσα μελέτη ήταν ουσιαστικά και γι αυτό τους ευχαριστώ θερμά. Ιδιαιτέρως, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, στην Αγγελική Τσόκογλου, η οποία με το προσωπικό της ενδιαφέρον, από τότε κιόλας που ήμουν φοιτήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας (Ε.Κ.Π.Α.), καθόρισε την μετέπειτα εξέλιξή μου, ενώ κατά τη διάρκεια των διδακτορικών μου σπουδών αναγνώριζα στο πρόσωπό της μια άλλη «Doktormutter». Επίσης, θα ήθελα να απευθυνθώ στην Ιώ Μανωλέσσου, ευχαριστώντας την για τις ακούραστες παραινέσεις της και τις επιστημονικές της συμβουλές που με πήγαιναν κάθε φορά ένα βήμα μπροστά. Από την ακαδημαϊκή κοινότητα θα ήθελα να ευχαριστήσω και την δρ. Χριστίνα Μανουηλίδου για την ειλικρινή, φιλική της συμπαράσταση και το γεμάτο ζέση ενδιαφέρον της, κυρίως στα πιο δύσκολα χρόνια των διδακτορικών μου σπουδών. Επίσης, δε θα μπορούσα να παραλείψω ευχαριστίες προς τα μέλη του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων και τους διδάκτορες και υποψηφίους iv

διδάκτορες της κατεύθυνσης γλωσσολογίας για τις συζητήσεις αλλά και τις εμπειρίες που μοιραστήκαμε, οι οποίες για μένα ήταν ένα «σχολείο». Ανέφερα όλα τα παραπάνω γνωρίζοντας ότι τίποτα δε θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την υποτροφία αρχικά από το DAAD (Deutscher Akademischer Austausch Dienst, Γερμανική Υπηρεσία Επιστημονικών και Καλλιτεχνικών Ανταλλαγών ). Επωφελούμενη από τις βιβλιοθήκες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της περιοχής του Βερολίνου συνέλλεξα γερμανική βιβλιογραφία αλλά και τον μεγαλύτερο όγκο του πρωτογενούς υλικού γερμανικών συνθέτων (11/2007-02/2008). Η συνέχιση των διδακτορικών μου σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο Πατρών κατέστη δυνατή χάρη στην υποτροφία από το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης (10/2008-03/2011) το οποίο ευχαριστώ θερμά. Η συλλογή πρωτογενούς υλικού από σύνθετα της Γερμανικής υπήρξε βασικό εργαλείο της παρούσας διατριβής, για να καταστεί δυνατή η συγκριτική ανάλυση με αντίστοιχα δεδομένα της Νέας Ελληνικής. Tο υλικό αυτό συμπληρωνόταν και ανανεωνόταν συνεχώς χάρη στους φίλους μου τους Γερμανούς. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Stefanie Anstein (Researcher at the Institute for Specialized Communication and Multilingualism of EURAC Research, Bolzano) και τον Rainer Thywissen οι οποίοι μου παρείχαν υλικό ακόμα και από διαλεκτικές ποικιλίες της Γερμανικής. Ένα μεγάλο όμως ευχαριστώ οφείλω στον Georg Höhn (PhD Candidate, University of Cambridge) για τους ακούραστους ελέγχους που πραγματοποίησε στο γερμανικό πρωτογενές υλικό. Αρωγούς σε αυτή την προσπάθεια είχα επίσης τους δικούς μου ανθρώπους. Μεταξύ των φίλων, τους οποίους φυσικά ευχαριστώ για τη συμπαράστασή τους, ξεχωρίζω τον Βαγγέλη Ξενόπουλο τόσο για τη βοήθειά του στην τεχνική επιμέλεια του κειμένου, όσο και για την πάντα εύθυμη διάθεσή του που με έκανε να ξεχνώ και να προχωρώ. Ευχαριστώ επίσης τον αδερφό μου, Κωνσταντίνο Κολιόπουλο, για την επιμέλεια του εξώφυλλου. Τέλος, με ευγνωμοσύνη θα ήθελα να απευθυνθώ στους γονείς μου, Άρτεμη Κουρεμέτη και Γιώργο Κολιόπουλο, οι οποίοι διέγνωσαν από νωρίς τις βαθύτερες ανάγκες μου και με προέτρεπαν πάντα να κυνηγώ το όνειρό μου, παρά τις όποιες δυσκολίες. Κυρίως όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω τη μητέρα μου, Άρτεμη, που με έμαθε να αγωνίζομαι και στέκεται διακριτικά δίπλα μου. Wer immer strebend sich bemüht, den können wir erlösen. Faust II, Vers. 11936f / Engel v

Δήλωση Δηλώνω υπεύθυνα ότι αυτή η διδακτορική διατριβή είναι έργο προσωπικής εκπόνησης και δεν περιέχει υλικό που να έχει κατατεθεί για την απόκτηση κάποιου διπλώματος οποιασδήποτε βαθμίδος σπουδών. Το έργο που αναφέρεται σε αυτή τη διδακτορική διατριβή έχει γίνει από εμένα, εκτός των σημείων όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε έργα και έρευνες άλλων μέσα στο κείμενο. Μαρία Κολιοπούλου vi

Περίληψη Η παρούσα διατριβή ανήκει στο πεδίο της συγκριτικής μορφολογίας. Έχει ως αντικείμενο μελέτης τη διαδικασία της σύνθεσης, η οποία αναλύεται συγκριτικά στα γλωσσικά συστήματα της Νέας Ελληνικής και της Γερμανικής. Η επιλογή των δύο αυτών γλωσσών δεν είναι τυχαία, αλλά βασίζεται στα κοινά χαρακτηριστικά τους. Δηλαδή, σε τυπολογικό επίπεδο τόσο η Νέα Ελληνική όσο και η Γερμανική ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών. Ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, πρόκειται για δύο διαχυτικές γλώσσες με πλούσια μορφολογία που εμφανίζουν υψηλή παραγωγικότητα στο σχηματισμό συνθέτων. Η διαδικασία της σύνθεσης, και μάλιστα σε γλώσσες που εμφανίζουν υψηλή παραγωγικότητα σε αυτή, αποτελεί ένα πολύπτυχο και ευρύτατο φαινόμενο που συχνά ξεπερνά τα όρια της συγκεκριμένης διαδικασίας ή ακόμα και του μορφολογικού τομέα. Στην παρούσα διατριβή αναλύονται διεξοδικά τα «πρωτοτυπικά» σύνθετα (prototypical compounds), δηλαδή οι αμιγώς μορφολογικές δομές που πληρούν τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά των συνθέτων στις δύο υπό εξέταση γλώσσες, όπως αυτά ορίζονται στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Επιπλέον, διερευνάται η εμφάνιση συνδετικού στοιχείου στα σύνθετα των δύο γλωσσών, ενώ δεν λείπει και η μελέτη δομών που διαφοροποιούνται ως προς το κριτήριο της κεφαλής, όπως είναι τα σύνθετα με την κεφαλή στα αριστερά, τα εξωκεντρικά καθώς και τα παρατακτικά σύνθετα. Η συγκριτική αποτίμηση του συνόλου της μορφολογικής διαδικασίας της σύνθεσης στις υπό εξέταση γλώσσες συντελεί, αρχικά, στην καλύτερη γνώση της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, καθορίζονται οι παράμετροι που διαφοροποιούν την εφαρμογή της διαδικασίας στις δύο υπό εξέταση γλώσσες. Επιπλέον, οριοθετείται η σύνθεση, τόσο ως προς τη διαδικασία της παραγωγής, όσο και προς τον τομέα της σύνταξης. Ο συγκριτικός έλεγχος συμβάλει επίσης στην πληρέστερη γνώση για το μορφολογικό επίπεδο των υπό εξέταση γλωσσικών συστημάτων. Κυρίως, όμως, καλύπτει βασικά κενά στη βιβλιογραφία της Γερμανικής για το σχηματισμό συνθέτων καθώς, όπως αποδείχθηκε, παρά το πλήθος των μελετών, αρκετά φαινόμενα δεν είχαν αποσαφηνιστεί πλήρως. Τα πορίσματα αυτά μπορούν να διατυπωθούν με μεγαλύτερη ασφάλεια καθώς προέρχονται από ένα πεδίο συγκριτικής έρευνας. vii

viii

Περιεχόμενα ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ...iv ΔΗΛΩΣΗ...vi ΠΕΡΙΛΗΨΗ...vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...ix ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... xiii 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 1.1. Οριοθέτηση θέματος...1 1.2. Διάρθρωση διατριβής...7 2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ...9 2.1. Ο γραμματικός τομέας της μορφολογίας...10 2.1.1. Μορφολογικές μονάδες...12 2.1.1.1. Μόρφημα...12 2.1.1.2. Αλλόμορφο...14 2.1.1.3. Λεξικοποιημένη δομή...15 2.1.1.4. Λέξη...15 2.1.2. Η έννοια της παραγωγικότητας...17 2.2. Η μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης...18 2.3. Βασικά χαρακτηριστικά των συνθέτων...22 2.3.1. Δομή...23 2.3.1.1. Κεφαλή...25 2.3.1.1.1. Το φαινόμενο της επαναδρομής...28 2.3.1.2. Συνδετικό στοιχείο...32 2.3.2. Τόνος...34 2.3.3. Σημασία...35 2.3.4. Κοινά χαρακτηριστικά νεοελληνικών και γερμανικών συνθέτων...36 2.4. Τυπολογία συνθέτων...37 2.4.1. Σύνθετα με σχέση εξάρτησης...38 2.4.2. Παρατακτικά σύνθετα...39 2.4.3. Ενδοκεντρικά σύνθετα...42 2.4.4. Εξωκεντρικά σύνθετα...42 2.4.5. Σχήματα κατηγοριοποίησης...46 2.5. Λεξικές κατηγορίες...50 2.5.1. Ονοματικά σύνθετα...50 2.5.2. Επιθετικά σύνθετα...51 2.5.3. Ρηματικά σύνθετα...52 ix

3. ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΝΘΕΤΩΝ...57 3.1. Συστατικά...58 3.2. Φωνολογικά χαρακτηριστικά...64 3.3. Σημασιολογική αδιαφάνεια...66 3.4. Λεξική κατηγορία...71 3.4.1. Ουσιαστικά...72 3.4.1.1. Ενδοκεντρικά σύνθετα με σχέση υπόταξης...72 3.4.1.2. Ενδοκεντρικά σύνθετα με σχέση απόδοσης ιδιότητας...80 3.4.2. Επίθετα...88 3.4.2.1. Ενδοκεντρικά σύνθετα με σχέση υπόταξης...89 3.4.2.2. Ενδοκεντρικά σύνθετα με σχέση απόδοσης ιδιότητας...93 3.4.3. Ρηματικά σύνθετα...100 3.4.3.1. Γενικά χαρακτηριστικά...101 3.4.3.2. Απόδοση θεματικών ρόλων...103 3.4.3.3. Σύνθετα με κεφαλή ρήμα...110 3.4.3.4. Σύνθετα με κεφαλή ρηματικό παράγωγο...122 3.4.4. Επιρρήματα...131 3.4.5. Συμπεράσματα...135 3.5. Σχέση σύνθεσης - παραγωγής...140 3.5.1. Ειδικές κατηγορίες συστατικών...140 3.5.1.1. Περιπτώσεις γραμματικοποίησης...152 3.5.2. Σειρά διαδικασιών...159 3.5.2.1. Παραγωγή και σύνθεση...159 3.5.2.1.1. Εμφάνιση παραγωγικού επιθήματος στο 1 ο συστατικό...166 3.5.2.2. Σύνθεση και παραγωγή...172 3.6. Συμπεράσματα κεφαλαίου...180 4. ΤΟ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ...189 4.1. Χαρακτηριστικά εμφάνισης...190 4.1.1. Εξάρτηση από το πρώτο συστατικό της δομής...192 4.1.2. Μορφή και συστηματικότητα εμφάνισης...194 4.1.3. Κριτήρια επιλογής γηγενών στοιχείων της Γερμανικής...201 4.1.3.1. Παραγωγικότητα...201 4.1.3.2. Μορφολογικά κριτήρια...205 4.1.3.3. Φωνολογικά κριτήρια...214 4.1.3.4. Σημασιολογικά κριτήρια...215 4.1.3.5. Αναλογία...218 4.1.4. Περιπτώσεις εμφάνισης δάνειων στοιχείων της Γερμανικής...222 4.1.5. Συμπεράσματα...225 x

4.2. Συγχρονικός χαρακτήρας...229 4.2.1. Επιχειρήματα...230 4.2.2. Σύγκριση συνδετικών στοιχείων με παραγωγικά προσφύματα...239 4.2.3. Συμπεράσματα...240 4.3. Λειτουργία...242 4.3.1. Μορφολογική λειτουργία...242 4.3.2. Μέλος του πρώτου συστατικού...250 4.3.3. Συμπεράσματα...256 4.4. Συμπεράσματα κεφαλαίου Θεωρητική πρόταση για το συνδετικό στοιχείο της Γερμανικής...259 5. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΣ...263 5.1. Σύνθετα με την κεφαλή αριστερά...264 5.1.1. Θεωρητικό υπόβαθρο...264 5.1.2. Ανάλυση δομών...265 5.1.3. Συμπεράσματα...269 5.2. Εξωκεντρικά σύνθετα...272 5.2.1. Θεωρητικό υπόβαθρο...272 5.2.2. Ανάλυση δομών...277 5.2.2.1. Διαφοροποίηση από τα ενδοκεντρικά σύνθετα...286 5.2.3. Συμπεράσματα...294 5.3. Παρατακτικά σύνθετα...297 5.3.1. Θεωρητικό υπόβαθρο...297 5.3.2. Ανάλυση δομών...297 5.3.2.1. Παραθετικοί σχηματισμοί...309 5.3.3. Συμπεράσματα...313 5.4. Συμπεράσματα κεφαλαίου...315 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...319 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...333 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία...333 Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία...352 Λεξικά...357 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΝΘΕΤΩΝ...359 Σύνθετα Νέας Ελληνικής...359 Σύνθετα Γερμανικής...361 xi

xii

Κατάλογος συντομογραφιών ΑΙΤ.: αιτιατική πτώση Αντ.: αντωνυμία Αντικ.: αντικείμενο Αορ.Α.: αόριστο άρθρο Αρ.: αριθμητικό ΑΡΣ.: αρσενικό ΓΕΝ.: γενική πτώση ΔΟΤ.: δοτική πτώση Ε: επίθετο ΕΝ.: ενικός αριθμός ΕΝΕΡΓ.: ενεργητική φωνή Επίρ.: επίρρημα ΘΗΛ.: θηλυκό Κεπ.: κλιτικό επίθημα Ο: ουσιαστικό ΟΝ.: ονομαστική πτώση Ορ.Α.: οριστικό άρθρο ΟΥΔ.: ουδέτερο γένος ΠΑΘ.: παθητική φωνή Πεπ.: παραγωγικό επίθημα ΠΛΗΘ.: πληθυντικός αριθμός Πρ.Αντ.: προσωπική αντωνυμία Πρόθ.: πρόθεση Ρ: ρήμα Ρπαρ.: ρηματικό παράγωγο Υποκ.: υποκείμενο xiii

xiv

1. Εισαγωγή 1.1. Οριοθέτηση θέματος Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται η μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης της Γερμανικής σε σύγκριση με τη Νέα Ελληνική. Επιχειρείται δηλαδή η μορφολογική ανάλυση των σύνθετων δομών δύο γλωσσών που διακρίνονται για την υψηλή παραγωγικότητα σε αυτό το είδος σχηματισμών, όπως άλλωστε καταγράφεται συχνά και στη σχετική βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά για τη Γερμανική Schlücker & Hüning 2009, για τη Νέα Ελληνική Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986α, 1996, Ράλλη 2007). Συγκεκριμένα, μελετώνται σε συγκριτικό επίπεδο τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά και τα διάφορα είδη κατηγοριών που εμφανίζουν τα σύνθετα στις υπό εξέταση γλώσσες. Τα σύνθετα της Γερμανικής και της Νέας Ελληνικής, λόγω της υψηλής παραγωγικότητας που εμφανίζουν, απαντούν στο καθημερινό λεξιλόγιο και μάλιστα ως νεολογισμοί, για αυτό και δεν καταγράφονται πλήρως στα λεξικά. Επιπλέον, για την υψηλή παραγωγικότητα στη σύνθεση της Γερμανικής υπάρχουν και παρατηρήσεις σε επίπεδο σύγκρισης γλωσσών. Ο Becker (1992: 8) συγκρίνοντας τη Γερμανική με την Αγγλική επισημαίνει ότι στη Γερμανική είναι συνήθης η δημιουργία σύνθετων νεολογισμών, κάτι που στην Αγγλική θα είχε μικρότερο βαθμό αποδεκτότητας από τους φυσικούς ομιλητές, καθώς προτιμώνται οι περιφράσεις. Για παράδειγμα, ενώ στη Γερμανική χρησιμοποιείται ο σύνθετος όρος Ozonloch ( τρύπα του όζοντος ), στην Αγγλική απαντά η αντίστοιχη περίφραση hole in the ozone layer ( τρύπα στο στρώμα του όζοντος ). Συγκριτική παρατήρηση διατυπώνει και ο Coseriu (1977: 57), ο οποίος αναφέρει ότι οι ρoμανικές γλώσσες έχουν τάση ως προς την ανάπτυξη της διαδικασίας της παραγωγής και επομένως χαρακτηρίζονται ως derivationsfreundlich, δηλαδή «φιλικές ως προς τη διαδικασία της παραγωγής», ενώ η γερμανική γλώσσα χαρακτηρίζεται ως kompositionsfreundlich δηλαδή «φιλική ως προς τη διαδικασία της σύνθεσης». Αντίστοιχα, ο Catalani (2004: 35) αναφέρει ότι οι ιταλικές δομές διακρίνονται από περισσότερη σαφήνεια από ό,τι οι γερμανικές. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι στην Ιταλική προτιμώνται οι επιθετικές ή εμπρόθετες φράσεις, ενώ στη Γερμανική συνηθίζονται τα σύνθετα, τα οποία εμφανίζουν σημασιολογική αδιαφάνεια. Ενδεικτικά αναφέρει ότι το γερμανικό σύνθετο Erzähltalent ( αφηγηματικό ταλέντο ) αντιστοιχεί στην ιταλική επιθετική δομή talento narrativo ( αφηγηματικό ταλέντο ). Αντίστοιχα, η υψηλή 1

παραγωγικότητα συνθέτων στη Νέα Ελληνική έχει ελκύσει το ενδιαφέρον των γλωσσολόγων όχι μόνο όσον αφορά την Κοινή Νέα Ελληνική αλλά και τις διάφορες διαλέκτους (βλ. ενδεικτικά Giannoulopoulou 2006b, Ralli & Andreou 2012, Κολιοπούλου 2011α, Ανδρέου & Κολιοπούλου 2011). Εκτός της υψηλής παραγωγικότητας στη διαδικασία της σύνθεσης οι υπό εξέταση γλώσσες μοιράζονται και άλλα κοινά τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως το γεγονός ότι και οι δύο είναι διαχυτικές γλώσσες 1, ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών και παρουσιάζουν γενικότερα πλούσια μορφολογία. Εντούτοις, η μορφολογική, συγκριτική μελέτη μεταξύ των δύο αυτών γλωσσών επιχειρείται για πρώτη φορά, καθιστώντας το θέμα της παρούσας διατριβής πρωτότυπο. Η διαδικασία της σύνθεσης, και μάλιστα σε γλώσσες που εμφανίζουν υψηλή παραγωγικότητα σε αυτή, αποτελεί ένα πολύπτυχο και ευρύτατο φαινόμενο που συχνά ξεπερνά τα όρια της συγκεκριμένης διαδικασίας ή ακόμα και του μορφολογικού τομέα. Η διαπίστωση αυτή δημιούργησε την ανάγκη οριοθέτησης του πεδίου έρευνας της παρούσας διατριβής. Έτσι, το βασικό αντικείμενο μελέτης, δηλαδή οι σύνθετες λέξεις της Γερμανικής και της Νέας Ελληνικής, επικεντρώνεται στα «πρωτοτυπικά» σύνθετα 2. Με αυτό τον όρο αναφέρομαι σε αμιγώς μορφολογικές δομές που πληρούν τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά των συνθέτων στις δύο υπό εξέταση γλώσσες, όπως ορίζονται στο θεωρητικό πλαίσιο της παρούσας διατριβής (2.3.). Σε αντίθεση με τα πρωτοτυπικά σύνθετα τίθενται οι «οριακές περιπτώσεις», borderline cases όπως αναφέρονται ενίοτε στη βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά Neef, 2009: 398-399, Ralli, 2009a: 461-463), δηλαδή περιπτώσεις που βρίσκονται στα όρια της μορφολογικής διαδικασίας της σύνθεσης και μοιράζονται χαρακτηριστικά είτε με 1 Οι διαχυτικές (fusional) ή αλλιώς κλιτικές γλώσσες (inflectional) ανήκουν στην τυπολογική κατηγορία των συνθετικών γλωσσών (synthetic) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η διάχυση (fusion), δηλαδή πλήθος λειτουργικών πληροφοριών στην ίδια μορφολογική μονάδα (μόρφημα). Τα μορφήματα αυτά αναφέρονται με τον όρο portmanteau, δηλαδή «μορφήματα-κρεμάστρα», που δηλώνει το γεγονός ότι φέρουν περισσότερες από μία λειτουργίες-πληροφορίες. Για παράδειγμα, στο ρήμα γράφω το κλιτικό επίθημα -ω δηλώνει 1 ο πρόσωπο, ενικό αριθμό και χρόνο ενεστώτα. Τυπικές διαχυτικές γλώσσες θεωρούνται η Ελληνική και η Ρωσική (βλ. Ράλλη, 2005: 100) 2 Ο όρος «πρωτοτυπικά» (prototypical) σύνθετα είναι δάνειος από τη μελέτη του Dressler (2006). Σε άλλες μελέτες υιοθετούνται διαφορετικοί χαρακτηρισμοί όπως ο όρος «κανονικά» (canonical) σύνθετα που απαντά στη μελέτη των Guevara και Scalise (2008). Για τη διαφοροποίηση των αμιγώς μορφολογικών σύνθετων σχηματισμών, στη μελέτη του Becker (1992) γίνεται διαχωρισμός μεταξύ proper και improper compounds ( ορθά, λαθεμένα σύνθετα ). Στη γερμανική βιβλιογραφία απαντούν οι όροι echte - unechte Komposita (γνήσια - μη γνήσια σύνθετα) ή eigentliche - uneigentliche Komposita (πραγματικά - μη πραγματικά σύνθετα) για να διαχωρίσουν τις μορφολογικές δομές συνθέτων (Zusammensetzungen) από παρόμοιες συντακτικές κατασκευές (Zusammenrückungen) (βλ. Splett, 1998: 1213). 2

τη διαδικασία της παραγωγής, είτε με σχηματισμούς που ανήκουν στον τομέα της σύνταξης. Ως τέτοιες περιπτώσεις θεωρούνται, για παράδειγμα, τα νεοκλασικά σύνθετα της Γερμανικής (βλ. ενδεικτικά Lüdeling et. al 2002 και 3.5.1.), τα σύνθετα της Νέας Ελληνικής με δεσμευμένο θέμα (βλ. ενδεικτικά Ralli 2008b και 3.5.1.), φράσεις που μοιάζουν με σύνθετα 3, όπως τα χαλαρά πολυλεκτικά σύνθετα της Νέας Ελληνικής και οι παραθετικοί σχηματισμοί (βλ. ενδεικτικά Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996, Ράλλη 2005, 2007 Κολιοπούλου 2006, 2009, 2012, Koliopoulou 2008, 2009 και 3.5.2.2., 5.3.2.1.), καθώς και τα αμαλγάματα (blends) (βλ. ενδεικτικά Ralli & Xydopoulos 2012). Όπως αποδεικνύεται από τις προηγούμενες ενδοαναφορές, τα συγκεκριμένα οριακά είδη δεν αποκλείονται εντελώς από την παρούσα διατριβή. Εντούτοις περιορίζονται σε συγκεκριμένες αναφορές και ειδικότερα στις ενότητες 3.5. όπου μελετάται η σχέση της σύνθεσης με την παραγωγή και 5.3.2.1. όπου τα παρατακτικά σύνθετα διαφοροποιούνται από τους παραθετικούς σχηματισμούς. Έχοντας πλέον οριοθετήσει το κύριο θέμα είναι αναγκαίο να καθοριστεί ο βασικός στόχος που φιλοδοξεί να επιτύχει η παρούσα διατριβή. Με βάση τα όσα ήδη αναφέρθηκαν, στόχος της παρούσας έρευνας είναι η μορφολογική ανάλυση των πρωτοτυπικών συνθέτων της Γερμανικής σε σύγκριση με αντίστοιχες δομές της Νέας Ελληνικής. Ο βασικός αυτός στόχος περιλαμβάνει και επιμέρους ερευνητικές επιδιώξεις. Αφενός, επιδιώκεται ο εντοπισμός των ομοιοτήτων και κυρίως των διαφορών των δύο υπό εξέταση γλωσσών στην παραγωγή πρωτοτυπικών συνθέτων. Συγκεκριμένα, ο εντοπισμός τυχόν διαφορών θα οδηγήσει στον ορισμό των παραμέτρων διαφοροποίησης της διαδικασίας της σύνθεσης, σε δύο γλώσσες που φέρουν πλήθος κοινών μορφολογικών χαρακτηριστικών. Αφετέρου, μέσω της σύγκρισης επιδιώκεται η ανάδειξη και νέων μορφολογικών συμπερασμάτων σε επιμέρους ζητήματα σύνθεσης, κυρίως όσον αφορά τη γερμανική γλώσσα, όπου η υπάρχουσα βιβλιογραφία είτε παρουσιάζει κάποιες ελλείψεις σε επιμέρους ζητήματα είτε δεν είναι πάντα γλωσσολογικά εκσυγχρονισμένη. Όσον αφορά την ανεύρεση σχετικής βιβλιογραφίας, και στις δύο γλώσσες υπάρχουν πλήθος μελετών με θέμα τη διαδικασία της σύνθεσης. Συγκεκριμένα, τα γερμανικά σύνθετα που απαντούν συνήθως με τον όρο Komposita, αλλά και ως Zusammensetzungen αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης ήδη από το 1663 από τον Johann Scottelius. Αργότερα, στις αρχές του 19 ου αιώνα η συμβολή του Jacob Grimm 3 Στη Γερμανική, τέτοιου είδους δομές χαρακτηρίζονται συχνά ως Zusammenrückungen (βλ. ενδεικτικά Heinle 1993, Lawrenz 1995, Schwaze 2005). 3

(1826) αποτέλεσε πρότυπο για τους Νεογραμματικούς και συγκεκριμένα για τον Hermann Paul (1880), ο οποίος αναφέρει ότι τα πρώτα γερμανικά σύνθετα ήταν ονοματικά και επιθετικά, ενώ οι υπόλοιπες λεξικές κατηγορίες αναπτύχθηκαν αργότερα. Στη συνέχεια, υπό την επιρροή τόσο του δομισμού όσο και της γενετικής γλωσσολογίας, ο Wolfgang Fleischer (1969) ασχολήθηκε διεξοδικά με τη σύνθεση στη Γερμανική 4, ενώ μέχρι σήμερα εξακολουθούν να εκδίδονται μελέτες με θέμα τη σύνθεση στη Γερμανική (βλ. ενδεικτικά Fleischer 1975, Fleischer & Barz 1992, Becker 1992, Motsch 1999, Naumann 2000, Olsen 2000, Lohde 2006, Donalies 2007, Neef 2009). Αντιστοίχως και για τη Νέα Ελληνική υπάρχει πληθώρα μελετών που ασχολούνται με τους σύνθετους σχηματισμούς, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι σχετικά πρόσφατες και καλύπτουν το φαινόμενο στην ολότητά του (βλ. ενδεικτικά Τσερέπης 1902, Αναστασιάδη - Συμεωνίδη 1986α, 1996, Γιαννουλοπούλου 2001α, Ralli 1988, 1992, 2009a, 2013, Ράλλη 2005, 2007, Ράλλη & Ραυτοπούλου 1999). Παρά τη βιβλιογραφική πληθώρα για τη σύνθεση της Γερμανικής, τόσο η ανεύρεση όσο και η μελέτη της παρουσίασε δυσκολίες. Εκτός από την ανάγκη βιβλιογραφικής συμπλήρωσης και από βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Γερμανίας, χρειάστηκε επιπροσθέτως και η επεξεργασία της, η οποία αφορούσε κυρίως θέματα ορολογίας, καθώς οι γερμανικές μελέτες είτε είναι αρκετά παλαιές είτε βασίζονται σε παλαιότερες 5. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει ουσιαστικά τον εκσυγχρονισμό της ορολογίας και ενίοτε της γλωσσολογικής περιγραφής των διαφόρων φαινομένων 6. Για την παρούσα συγκριτική μελέτη απαιτείται επιπλέον η ύπαρξη ενός εκτενούς σώματος δεδομένων με σύνθετα και των δύο γλωσσών. Το σώμα αυτό απαρτίζεται από σύνθετες δομές που ανήκουν στην Κοινή Νέα Ελληνική και στη σύγχρονη, επίσημη Γερμανική 7 (Standardsprache / Neuhochdeutsch) αντίστοιχα, ενώ η χρήση παραδειγμάτων που ανήκει στις διαλεκτικές ποικιλίες των υπό εξέταση γλωσσών είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Η πλειονότητα των συνθέτων εντοπίστηκε σε πρόσφατες γλωσσολογικές μελέτες, γραμματικές, έντυπα και ηλεκτρονικά λεξικά (βλ. 4 Για αναλυτικότερη ιστορική αναδρομή στις γλωσσολογικές μελέτες που αφορούν τη γερμανική γραμματική βλ. Motsch 2000. 5 Για παράδειγμα, η μελέτη Fleischer (1975) αποτελεί οδηγό για αρκετές μεταγενέστερες μελέτες (βλ. ενδεικτικά Fleischer & Barz 1992). 6 Για την προσαρμογή της ορολογίας συμβουλεύτηκα το έργο του G. Mounin (1972) σε μετάφραση της Ά. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2003) καθώς και τα λεξικά του D. Crystal (1997) σε μετάφραση Γ. Ξυδόπουλου (2003) και των Hentschel και Vogel (2009). 7 Για εκτενή περιγραφή της σύγχρονης επίσημης Γερμανικής και των γλωσσικών ποικιλιών της βλ. ενδεικτικά König (2005) και Krech et al. (2010). 4

βιβλιογραφία 8 ). Επιπλέον, γερμανικά σύνθετα συνελέγησαν περιστασιακά από εφημερίδες (π.χ. Bild, Die Welt, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Süddeutsche Zeitung) και περιοδικά (π.χ. Stern, Spiegel) με σκοπό να εντοπιστούν και τυχόν νεολογισμοί. Τα δεδομένα της Γερμανικής ελέγχθηκαν από φυσικούς ομιλητές, ορισμένοι εκ των οποίων διαθέτουν γνώσεις γλωσσολογίας. Με τη βοήθεια των φυσικών ομιλητών επικυρώθηκε η χρήση των συνθέτων στο σύγχρονο καθημερινό λόγο και σε ορισμένες περιπτώσεις ελέγχθηκε η κατάταξή τους στα διάφορα είδη δομών 9. Το επόμενο στάδιο επεξεργασίας του πρωτογενούς υλικού της Γερμανικής αφορούσε τη μετάφραση όχι μόνο της σύνθετης δομής αλλά και των επιμέρους συστατικών της. Για την απόδοσή τους στη Νέα Ελληνική επιλέγχθηκαν οι πιο πιστές μεταφραστικές ισοδυναμίες, ενώ ειδικότερα για την απόδοση των συστατικών που συχνά εμφάνιζαν ποικιλία μεταφραστικών επιλογών προτιμήθηκαν οι συχνότερα εμφανιζόμενες σημασίες στον καθημερινό λόγο. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό οριοθέτησης του θέματος της διατριβής αποτελεί η επιλογή και κατόπιν η σύνταξη του θεωρητικού πλαισίου. Στην παρούσα διατριβή το θεωρητικό πλαίσιο έχει γενετικό υπόβαθρο και απαρτίζεται από μελέτες για τη διαδικασία της σύνθεσης που προϋποθέτουν και υποστηρίζουν την αυτονομία του τομέα της μορφολογίας στη γραμματική σε σχέση με τον τομέα της σύνταξης (βλ. ενδεικτικά Scalise 1988, 1992, Becker 1992, Fleischer & Barz 1992, Bisetto & Scalise 1999, Bauer 2001, 2003, Booij 2002, 2005, Guevara & Scalise 2008, Ράλλη 2008, Lieber & Štekauer 2009, Scalise & Fábregas 2010). Η ανεξαρτησία του τομέα της μορφολογίας δεν αποκλείει την αλληλεπίδρασή της με άλλους τομείς. Tο γενετικό θεωρητικό υπόβαθρο πλαισιώνεται συχνά με τις έννοιες του συνεχούς (Bybee 1985), της γραμματικοποίησης και της επίδρασης της διαχρονίας στη συγχρονία 10. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται αναφορά σε μελέτες τυπολογικού χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικά Guevara & Scalise 2008) που ανάγουν την 8 Γερμανικά σύνθετα αναζήτησα επίσης στα ακόλουθα on-line ηλεκτρονικά λεξικά: www.duden.de/, www.dict.cc/, καθώς και στις εγκυκλοπαίδειες www.enzyklo.de/ και www.tierportraet.ch/. 9 Η επιβεβαίωση από φυσικούς ομιλητές της Γερμανικής όσον αφορά την κατηγοριοποίηση των συνθέτων είχε ιδιαίτερη σημασία κυρίως για τα παραδείγματα της Γερμανικής που συγκαταλέγονται στην ενότητα των παρατακτικών συνθέτων (βλ. 5.3.). 10 Η υιοθέτηση της έννοιας ενός συνεχούς παραπέμπει σε ένα λειτουργικό πλαίσιο ανάλυσης και δημιουργεί ίσως προβληματισμό για το είδος του θεωρητικού προτύπου που ακολουθείται (βλ. Γιαννουλοπούλου, υπό εκτύπωση). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η υιοθέτηση εννοιών που χαρακτηρίζουν λειτουργικές προσεγγίσεις οφείλεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη διατριβή ξεκινά από τα δεδομένα, και όχι από τη θεωρία, για να επιτύχει με αυτόν τον τρόπο την καλύτερη δυνατή ανάλυσή τους. 5

ανάλυση σε επίπεδο σύγκρισης γλωσσών, όπως άλλωστε επιβάλλεται και από το θέμα της διατριβής. Συγκεκριμένα, η Ράλλη (2005, 2007, Ralli 1988, 1992, 2009a, 2013) έχει αναπτύξει ένα τέτοιο θεωρητικό πρότυπο για την ανάλυση της σύνθεσης στη Νέα Ελληνική, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ακολουθείται σε αυτήν τη διατριβή. Η επιλογή του συγκεκριμένου θεωρητικού προτύπου δεν αφορά μόνο τη συσχέτισή του με τα δεδομένα της Νέας Ελληνικής που είναι απαραίτητα στην παρούσα εργασία, καθώς άλλωστε υπάρχει πλήθος άλλων αξιόλογων μελετών για τη σύνθεση στην Ελληνική (βλ. ενδεικτικά Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996). Η συγκεκριμένη επιλογή οφείλεται στο γεγονός ότι το θεωρητικό αυτό πρότυπο προσφέρει, μεταξύ άλλων, μια συνολική παρουσίαση του φαινομένου της σύνθεσης σε μια γλώσσα και σε σύγκριση με άλλες αναλύσεις αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση. Επομένως, η υιοθέτηση αυτού του μοντέλου θέτει και έναν δευτερεύοντα στόχο στην παρούσα εργασία, που αφορά τον έλεγχο της συνολικής εφαρμογής του προτύπου της Ράλλη για τη σύνθεση στη Νέα Ελληνική σε μια γλώσσα με παραπλήσια τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως η Γερμανική. Ο έλεγχος αυτός αφενός, μπορεί να επιβεβαιώσει και κατά συνέπεια να ενισχύσει τα πορίσματα του συγκεκριμένου θεωρητικού προτύπου, αφετέρου, εντοπίζοντας διαφοροποιήσεις που οφείλονται σε παραμέτρους της Γερμανικής, μπορεί να το εμπλουτίσει. 6

1.2. Διάρθρωση διατριβής Η παρούσα διατριβή αποτελείται από έξι κεφάλαια. Ξεκινά με το θεωρητικό πλαίσιο (κεφ. 2.) το οποίο περιλαμβάνει την κριτική επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας σε σχέση με τη μορφολογική ανάλυση και ειδικότερα με τη διαδικασία της σύνθεσης. Στο επόμενο κεφάλαιο (κεφ. 3.) μελετώνται σε βάθος τα βασικά χαρακτηριστικά των συνθέτων των υπό εξέταση γλωσσών, δηλαδή τα είδη των συστατικών καθώς και τα φωνολογικά και σημασιολογικά χαρακτηριστικά τους. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι ποικίλες λεξικές κατηγορίες που συμμετέχουν στη σύνθεση, αλλά και διάφορα φαινόμενα που απαντούν ανά κατηγορία. Στο ίδιο κεφάλαιο μελετώνται επίσης περιπτώσεις που αποδεικνύουν τη σχέση σύνθεσης - παραγωγής, καθώς αναλύονται δομές που στο σχηματισμό τους εμπλέκουν και τις δύο αυτές διαδικασίες. Στο κεφάλαιο 4. διερευνάται η εμφάνιση συνδετικού στοιχείου στα σύνθετα των δύο γλωσσών. Συγκεκριμένα, μελετώνται διεξοδικά τα χαρακτηριστικά εμφάνισής του, οι ιδιότητες που φέρει και η λειτουργία που επιτελεί. Το κεφάλαιο που ακολουθεί (κεφ. 5.) αφιερώνεται σε διάφορα είδη σύνθετων σχηματισμών, με κριτήριο την κεφαλή. Συγκεκριμένα, μελετώνται συγκριτικά τα εξαρτημένα καθώς και τα παρατακτικά σύνθετα. Στα εξαρτημένα σύνθετα εντοπίζονται δομές με την κεφαλή στα δεξιά, αλλά ενίοτε και στα αριστερά, ενώ έμφαση δίνεται και στο διαχωρισμό ενδοκεντρικών και εξωκεντρικών δομών. Το τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής (κεφ. 6.) περιλαμβάνει τα συμπεράσματα της έρευνας με βάση τους στόχους που ορίσθηκαν. 7

8

2. Θεωρητικό πλαίσιο Το κεφάλαιο αυτό ορίζει το θεωρητικό υπόβαθρο της διατριβής, καθώς εδώ περιγράφονται και αναλύονται τα ακόλουθα ζητήματα: α) οι βασικές έννοιες μιας μορφολογικής ανάλυσης (2.1.), β) ο ορισμό της μορφολογικής διαδικασίας της σύνθεσης (2.2.), γ) τα βασικά χαρακτηριστικά των συνθέτων (2.3.) και δ) τα διάφορα είδη συνθέτων (2.4., 2.5.). Η παρουσίαση των διαφόρων θεωριών έχει κατηγοριοποιηθεί και οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντικατοπτρίζει τους βασικούς θεματικούς πυρήνες της διατριβής. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν σημεία όπου απαιτείται η αποσαφήνιση της βιβλιογραφίας, ενώ δε λείπει και ο σχολιασμός της. Θα πρέπει να επισημάνω ότι το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον αλλά αποτελεί και μια πρώτη πρακτική εφαρμογή, χάρη στην παράθεση γερμανικών και νεοελληνικών σύνθετων σχηματισμών που καταδεικνύουν κάθε φορά τα όσα περιγράφονται. 9

2.1. Ο γραμματικός τομέας της μορφολογίας Η παρούσα διατριβή πραγματοποιεί μια συγχρονική μορφολογική ανάλυση. Κρίνεται επομένως αναγκαία η αποσαφήνιση των αρχών και κανόνων στους οποίους αυτή βασίζεται. Με τον όρο μορφολογική ανάλυση νοείται [ η μελέτη της δομής των λέξεων, των επιμέρους συστατικών τους και των σχέσεων μεταξύ αυτών των συστατικών] (βλ. Ράλλη, 2005: 16). Η καθιέρωση της μορφολογίας ως ανεξάρτητου τομέα της γραμματικής (module), κυρίως σε σχέση με τον τομέα της σύνταξης, υποστηρίχθηκε αρχικά από τους Aronoff (1976), Lieber (1980), Selkirk (1982) και Kiparsky (1982). Στην παρούσα μελέτη υιοθετείται η άποψη περί ανεξαρτησίας της μορφολογίας, η οποία τροφοδοτείται από το λεξικό, βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τον τομέα της σύνταξης, όπως υποστηρίζουν και οι Booij (2003), Chomsky (1995), Di Sciullo (1996α, 1996β, 2005), και Ralli (1997, 1999a, 1999b, 2002) και παρουσιάζεται σχηματικά στο (1). (1) ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Χώρος σχηματισμού δομών ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ΛΕΞΙΚΟ (βλ. Ράλλη, 2005: 319) Η καθιέρωση της ανεξαρτησίας του μορφολογικού τομέα επήλθε μετά από συνεχείς αμφισβητήσεις 11, ενώ το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί μέχρι σήμερα πηγή έμπνευσης για αρκετές μελέτες. Οι δυσκολίες στην επικράτηση αυτής της άποψης οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι και οι δύο τομείς, η μορφολογία και η σύνταξη, ευθύνονται για το σχηματισμό των δομών μιας γλώσσας. Επιπλέον, μοιράζονται ένα κοινό σύνολο αρχών και κανόνων. Μια βασική αρχή και των δύο τομέων είναι η ύπαρξη κεφαλής σε όλες τις δομές 12. Οι ιδιαιτερότητες στη χρήση αυτού του συνόλου αρχών και κανόνων, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα, υποστηρίζουν την ανεξαρτησία των τομέων, χωρίς να αποκλείουν την αλληλεπίδραση μεταξύ τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ράλλη (2005: 318). 11 Για την πορεία της θεωρίας της μορφολογικής ανάλυσης βλ. Ράλλη (2005: 19-23). 12 Τα χαρακτηριστικά της μορφολογικής κεφαλής, στο πλαίσιο της διαδικασίας της σύνθεσης, θα αναλυθούν σε σχετική ενότητα (βλ. 2.3.1.1.). 10

Οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ των γλωσσών οδήγησαν στην καθιέρωση παραμέτρων 13. Οι κοινές παράμετροι αντικατοπτρίζονται και τυπολογικά στις διάφορες ομάδες γλωσσών που προτείνονται στο πλαίσιο της μορφολογικής τυπολογίας 14. Σύμφωνα με τον Comrie (1989), οι γλώσσες διακρίνονται σε διαχυτικές, πολυσυνθετικές, συγκολλητικές, σχεδιοτυπικές και απομονωτικές. Για παράδειγμα, στις διαχυτικές εντάσσονται συνήθως γλώσσες με πλούσια μορφολογία, όπως είναι η Νέα Ελληνική και η Γερμανική. Οι γλώσσες που ανήκουν στην ίδια τυπολογική κατηγορία είναι πιθανό να παρουσιάζουν μορφολογικές διαφοροποιήσεις, κάτι που οφείλεται στους διαφορετικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, η Γερμανική είναι μορφολογικά φτωχότερη από την Ελληνική ως προς τη διαδικασία της κλίσης. Οι διακυμάνσεις αυτές, τυπολογικές ή διαγλωσσικές, δεν αμφισβητούν την ανεξαρτησία της μορφολογίας. Ακόμα και σε γλώσσες με πολύ φτωχή μορφολογία, όπως η Αγγλική, ο τομέας του μορφολογικού σχηματισμού δομών είναι υπαρκτός. Έτσι επιβεβαιώνεται η καθολικότητα της μορφολογίας, του τομέα δηλαδή που ασχολείται με τη δόμηση και ανάλυση των λέξεων (βλ. Ράλλη, 2005: 18, 231, 320). Ο τομέας της μορφολογίας περιλαμβάνει τις διαδικασίες της κλίσης, της παραγωγής 15 και της σύνθεσης. Βασικές μορφολογικές μονάδες αποτελούν στοιχεία που δεν φέρουν εσωτερική δομή, δηλαδή δεν χωρίζονται σε περαιτέρω συστατικά, όπως είναι τα μορφήματα και οι λέξεις χωρίς εσωτερική δομή (βλ. Ράλλη 1984, Ralli 2002). Οι μορφολογικές αυτές μονάδες αποτελούν λήμματα του λεξικού, το οποίο έχει χαρακτηριστεί από τη Lieber (1980) και ως «σταθερό λεξικό» (permanent lexicon). Τα λήμματα αυτά είναι αδιάσπαστα στοιχεία τα οποία φέρουν μη προβλέψιμες, ιδιοσυγκρασιακές πληροφορίες. Ανάλογα με το μορφολογικό πλούτο της κάθε γλώσσας κυμαίνονται και τα λήμματα του λεξικού που διαθέτει. Για παράδειγμα, η πλούσια κλίση της Νέας Ελληνικής συνάδει με την παρουσία 13 H έννοια των παραμέτρων (parameters) εισήχθη στο πλαίσιο της γενετικής θεωρίας του Chomsky (1981, 1982). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η Καθολική Γραμματική (Universal Grammar) απαρτίζεται από καθολικά (universals) τα οποία εμφανίζουν παραμετρική ποικιλία (parametric variation), κάτι που έχει ως συνέπεια τη διαφοροποίηση μεταξύ των γλωσσών. 14 Οι διάφορες τυπολογικές παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής έχουν μορφολογικό υπόβαθρο. Στην τρέχουσα ανάλυση η τυπολογία θεωρείται ένας κλάδος της γλωσσολογίας που αντικατοπτρίζει ιδανικά -και επομένως συστηματοποιεί- τις παραμέτρους της Καθολικής Γραμματικής (βλ. επίσης Gaeta 2004). 15 Στις επιμέρους διαδικασίες της παραγωγής (derivation), η Ράλλη (2005: 138-154) περιλαμβάνει την προσφυματοποίηση (affixation), τη μετάπλαση (conversion) και την ετεροίωση (ablaut). Αντίθετα, η Αναστασιάδη - Συμεωνίδη (1992: 518) θεωρεί ότι [η ετεροίωση δεν αποτελεί διαδικασία σχηματισμού λέξεων και οι αλλαγές του θεματικού φωνήεντος μπορούν να ερμηνευθούν με δευτερεύοντες φωνολογικούς κανόνες]. Επίσης, τον όρο conversion αποδίδει ως «μετατροπή» (βλ. ενδεικτικά Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, 1997α: 21, 38). 11

μορφημάτων στο λεξικό. Η λιγότερο πλούσια κλίση της Γερμανικής επιβάλλει την παρουσία τόσο μορφημάτων, όσο και λέξεων χωρίς εσωτερική δομή (βλ. Ράλλη, 2005: 74-78). Για τις ανάγκες της παρούσας διατριβής θα αναλυθούν στη συνέχεια οι μορφολογικές μονάδες οι οποίες θα αποτελέσουν τα βασικά εργαλεία στη διερεύνηση των ιδιοτήτων της σύνθεσης της Γερμανικής και της Νέας Ελληνικής. 2.1.1. Μορφολογικές μονάδες 2.1.1.1. Μόρφημα Τα μορφήματα (morphemes) είναι οι ελάχιστες μορφολογικές μονάδες ανάλυσης και είναι φορείς μορφής και σημασίας. Αποτελούν, δηλαδή, πρωτογενή συστατικά για το σχηματισμό των λέξεων. Το μήκος τους είναι μη προβλέψιμο, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι τα λειτουργικά μορφήματα, δηλαδή τα παραγωγικά και κλιτικά προσφύματα είναι μικρότερα από τα μορφήματα των λέξεων, δηλαδή τα θέματα 16. Και τα δύο αυτά είδη μορφημάτων, τα προσφύματα 17 (affixes) και τα θέματα (stems), εντάσσονται στα δεσμευμένα μορφήματα. Για το σχηματισμό μιας λέξης είναι υποχρεωτική η σύνδεση ενός θέματος (π.χ. ανθρωπ-, παιζ-, ομορφ-, τυχ-) και ενός προσφύματος (π.χ. -άκι, -ικ-, -ο, -ης, α-, δυσ-, -ω, -ων), έτσι ώστε η λέξη να φέρει τόσο λειτουργικά - γραμματικά όσο και σημασιολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. ανθρωπ-άκ-ι, παίζ-ω, όμορφ-ος, δυσ-τυχ-ής κ.ά.). Η θέση των προσφυμάτων, ως προς το θέμα, τα διαχωρίζει σε προθήματα (prefixes) (π.χ. δυσ-, α-), όταν προηγούνται, και επιθήματα (suffixes) (π.χ. -ακι, -ικ-, -ο, -ης, -ω, -ων), όταν έπονται του θέματος (βλ. ενδεικτικά Spencer 1991 και για τη Νέα Ελληνική Ράλλη, 2005: 34-36, 40-42). Στην ίδια κατηγορία, αυτή δηλαδή των δεσμευμένων μορφημάτων, ανήκουν και τα δεσμευμένα θέματα (bound stems) (βλ. Ralli 1988). Τα στοιχεία αυτά είναι μη ελευθερώσιμα 18, όπως και τα προσφύματα, ενώ φέρουν και ιδιότητες των θεμάτων. Επομένως, καταχωρίζονται στα όρια θεμάτων και προσφυμάτων. Η Αναστασιάδη- 16 Τα θέματα συγχέονται συχνά με τις ρίζες (roots). Έχει όμως υποστηριχθεί ότι στην μελέτη της Νέας Ελληνικής, οι ρίζες εξυπηρετούν διαχρονικές αναλύσεις που ανάγονται στην Αρχαία Ελληνική και την Ινδοευρωπαϊκή. Η ρίζα αποτελεί τη σημασιολογική βάση για το σχηματισμό του θέματος και κατ επέκταση της λέξης, η οποία όμως, σε συγχρονικό επίπεδο, είναι δύσκολο να διακριθεί (βλ. Ralli 1988, Ράλλη, 2005: 233). Λόγω του συγχρονικού χαρακτήρα της παρούσας μελέτης, ο όρος «ρίζα» έχει αντικατασταθεί πλήρως από τον όρο «θέμα». 17 Τα προσφύματα απαντούν και με τον όρο «παραθήματα» (βλ. μεταξύ άλλων Πετρούνιας 1984-85, Γιαννουλοπούλου 2000). 18 Με τον όρο «ελευθερώσιμο μόρφημα» η Αναστασιάδη - Συμεωνίδη (1986β: 50) χαρακτηρίζει ένα μη ελεύθερο λεξικό μόρφημα που μπορεί να μετατραπεί σε ελεύθερο με έναν κανόνα εφαρμογής κλιτικού προσφύματος. 12

Συμεωνίδη (1986α,β, 1996) τα χαρακτηρίζει με τον όρο «συμφύματα» (confixes 19 ) τον οποίο υιοθετεί και η Γιαννουλοπούλου (2000). Τα δεσμευμένα αυτά μορφήματα απαντούν σε σύνθετες δομές της Νέας Ελληνικής και προέρχονται από την Αρχαία Ελληνική. Είναι στοιχεία όπως τα -λογ(ος), -γραφ(ος), -φορ(ος), -τροφ(ος) κ.ά. που εντοπίζονται σε λέξεις όπως γλωσσολόγος, γεωγράφος, βυτιοφόρο και κτηνοτρόφος. Καταλαμβάνουν δηλαδή τη δεύτερη θέση της δομής, ενώ σπανιότερα πρόκειται για στοιχεία με δυνατότητα εμφάνισης στην πρώτη θέση, όπως το υδρ- στο παράδειγμα υδρόβιος (βλ. αναλυτικότερα 3.5.1.). Δεσμευμένα θέματα, με την ίδια προέλευση, απαντούν και σε σύνθετες δομές των ευρωπαϊκών γλωσσών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως νεοκλασικά σύνθετα (neoclassical compounds). Τα σύνθετα αυτά ανήκουν στους μη γηγενείς σχηματισμούς της γλώσσας 20 και καλύπτουν συνήθως ανάγκες της επιστημονικής ορολογίας. Τα δεσμευμένα θέματα αυτών των δομών προέρχονται από την Αρχαία Ελληνική και τη Λατινική. Απαντούν είτε στην πρώτη, όπως το στοιχείο tele- στο παράδειγμα telecamera ( τηλεκάμερα ), είτε στη δεύτερη θέση της δομής, όπως το στοιχείο -graph(y) στη λέξη oceanography ( ωκεανογραφία ). Στα δεσμευμένα μορφήματα ανήκουν και ορισμένα στοιχεία τα οποία απαντούν κυρίως στην Αγγλική, όπου και εμφανίζονται πάντα σε συνδυασμό με το μόρφημα berry ( μούρο ). Ο Aronoff (1976: 10) τα χαρακτηρίζει ως «μορφές berry» (cranberry morphs). Τέτοια στοιχεία είναι για παράδειγμα τα straw- και cran- και απαντούν ως μοναδικές περιπτώσεις στις αντίστοιχες δομές strawberry ( φράουλα ) και cranberry ( βατόμουρο ). Αντίστοιχα δεσμευμένα στοιχεία απαντούν και στη Γερμανική, στα οποία θα γίνει αναφορά στη σχετική ενότητα (βλ. 3.5.1.). Εκτός της κατηγορίας των δεσμευμένων μορφημάτων, υπάρχουν και τα ελεύθερα μορφήματα. Τα μορφήματα αυτά είναι στην ουσία λέξεις χωρίς εσωτερική δομή. Πρόκειται για στοιχεία που απαντούν ελεύθερα στο λόγο και δε διασπώνται σε περαιτέρω μορφήματα, γι αυτό χαρακτηρίζονται και ως «μονομορφηματικές λέξεις». Τα ελεύθερα μορφήματα συμπίπτουν κυρίως με τις λεξικές κατηγορίες των προθέσεων, των συνδέσμων και των μη παράγωγων επιρρημάτων (π.χ. με, και, χθες) (βλ. Ράλλη, 2005: 40), ενώ εντοπίζονται και άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα 19 Ο όρος εισήχθη από τον Martinet (1979: 20) και η μετάφρασή του απαντά στο έργο «Θέματα Λειτουργικής Σύνταξης» (1985). 20 Νεοκλασικά σύνθετα διαθέτει και η Γερμανική και θα αναλυθούν εν συντομία στο επόμενο κεφάλαιο (βλ. 3.5.1.), παρότι δεν αποτελούν πρωτοτυπικούς σχηματισμούς συνθέτων και δεν ανήκουν στους γηγενείς σχηματισμούς της Γερμανικής. 13

οι δάνειες λέξεις σπορ, σταρ, κονιάκ, ασανσέρ κ.ά. (βλ. ενδεικτικά Αναστασιάδη - Συμεωνίδη 1997α: 30). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986β), σε μία γλώσσα με πλούσια κλίση, όπως η Νέα Ελληνική, θα ήταν σκόπιμη η διάκριση σε τρία βασικά είδη μορφημάτων, και όχι μόνο σε δύο, δηλαδή σε θέματα και προσφύματα, όπως καταγράφεται συνήθως στη βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, προτείνει τη διάκριση (α) σε ελεύθερα μορφήματα (π.χ. χθες), (β) ελευθερώσιμα, δηλαδή σε θέματα (π.χ. δίν-) και (γ) σε μη ελεύθερα μορφήματα, δηλαδή σε προσφύματα (π.χ. -ω, -ικ(ός), ξε-). 2.1.1.2. Αλλόμορφο Ένα μόρφημα είναι δυνατόν να παρουσιάζει ποικιλία στη μορφή, δημιουργώντας έτσι αλλόμορφα 21 (allomorphs). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Lieber (1982: 27), ως αλλόμορφα ορίζονται οι διαφορετικές ποικιλίες του ιδίου μορφήματος οι οποίες φέρουν την ίδια λεξική πληροφορία, σημασιολογική αναπαράσταση, αλλά και δομή. Η φωνολογική τους μορφή διαφέρει απρόβλεπτα και αυθαίρετα, καθώς και τα μορφολογικά περιβάλλοντα στα οποία εμφανίζονται. Τα αλλόμορφα καταχωρίζονται στο λήμμα του βασικού μορφήματος και συμβολίζονται με την περισπωμένη «~» (π.χ. σωμα ~ σωματ, παιρν ~ πηρ ~ παρ κ.ά.). Η ύπαρξη αλλομόρφων, δηλαδή φωνολογικά διαφοροποιημένων μορφών του ίδιου μορφήματος, οφείλεται, σύμφωνα με τη Lieber (1980, 1982), στην εφαρμογή ενός πλεοναστικού κανόνα (redundancy rule). Οι πλεοναστικοί κανόνες δεν είναι υπεύθυνοι για το σχηματισμό λέξεων, αλλά προβλέπουν σχέσεις στοιχείων, όπως είναι για παράδειγμα τα αλλόμορφα, που υπάγονται στο νοητικό λεξικό και είναι αυθαίρετες. Οι πλεοναστικοί κανόνες που αφορούν τα αλλόμορφα είναι μορφολεξικοί 22 (morpholexical rules) και δεν έχουν σειρά εφαρμογής. Επιπλέον, εντοπίζονται περιπτώσεις, στις οποίες διαφορετικά αλλόμορφα απαντώνται στο ίδιο μορφολογικό περιβάλλον. Πρόκειται για ελεύθερες παραλλαγές (free variants) οι οποίες δηλώνονται με το σύμβολο «/» (αγαπ / αγαπα) (βλ. Ράλλη, 2005: 68-69, 82). 21 Ο Καρασίμος (2011), μελετώντας δεδομένα της Ελληνικής, εισάγει τον όρο «φωνόμορφα», για να περιγράψει περιπτώσεις αλλομόρφων τα οποία φέρουν τις ίδιες λεξικές και σημασιολογικές πληροφορίες, όμως, η φωνολογική τους μορφή είναι προβλέψιμη, εξαιτίας της εφαρμογής κάποιου φωνολογικού κανόνα. 22 Για τους μορφολεξικούς κανόνες στη Νέα Ελληνική βλ. Ralli (1988) και Ράλλη (2005). 14

2.1.1.3. Λεξικοποιημένη δομή Ως αυτό το σημείο αναλύθηκαν τα βασικά λήμματα του λεξικού, δηλαδή τα μορφήματα, δεσμευμένα και ελεύθερα, καθώς και τα αλλόμορφα. Στη συνέχεια θα μελετηθούν στοιχεία τα οποία έχουν υποβληθεί στη διαδικασία της λεξικοποίησης (lexicalization). Η συγχρονικά μη ορατή εσωτερική τους δομή και επομένως οι μη προβλέψιμες μορφολογικές και σημασιολογικές πληροφορίες που φέρουν δημιουργούν την ανάγκη της καταχώρησής τους στο λεξικό. Το ακόλουθο σχήμα παρουσιάζει το σύνολο των μορφολογικών μονάδων που εντοπίζονται σε ένα λεξικό. (2) ΛΕΞΙΚΟ Δεσμευμένα μορφήματα Μονομορφηματικές λέξεις Αλλόμορφα Λεξικοποιημένες δομές (βλ. Ράλλη, 2005: 87) Τα λεξικοποιημένα στοιχεία έχουν συνήθως διαχρονική προέλευση ή δημιουργούνται μέσω της διαδικασίας του δανεισμού. Πρόκειται είτε για μορφολογικές (π.χ. τίθεμαι), είτε για συντακτικές δομές (π.χ. εν πάση περιπτώσει, τρέχα γύρευε) των οποίων ο βαθμός λεξικοποίησης ποικίλλει, ανάλογα με τη δυνατότητα συμμετοχής σε περαιτέρω μορφολογικές διαδικασίες (βλ. Ράλλη, 2005: 84-87). Τα λήμματα του λεξικού που αναλύθηκαν ως τώρα, καθώς και οι λέξεις που ακολουθούν αποτελούν πιθανά συστατικά μιας σύνθετης δομής και επομένως η ανάλυση όλων αυτών των μορφολογικών μονάδων είναι αναγκαία στην παρούσα μελέτη. 2.1.1.4. Λέξη Ο μορφολογικός τομέας επικεντρώνεται στη μελέτη των λέξεων. Με τον όρο «λέξη» νοείται τόσο ένα ελεύθερο μόρφημα, όσο και ο σχηματισμός που προέκυψε από τη σύνδεση δεσμευμένων μορφημάτων, όπως για παράδειγμα ενός θέματος και ενός προσφύματος. Η δομή των λέξεων δεν επηρεάζεται από συντακτικές λειτουργίες, καθώς πρόκειται για αυτοτελείς ενότητες. Στο πλαίσιο της «υπόθεσης της λεξικής ακεραιότητας» (lexical integrity hypothesis, βλ. Anderson, 1992: 84) οι λέξεις χαρακτηρίζονται ως «αναφορικές νησίδες» (anaphoric islands) ή ως «συντακτικά 15

άτομα» (syntactic atoms), δηλαδή ως «δομικές νησίδες», μη ορατές στη σύνταξη (βλ. Di Sciullo & Williams 1987). Σχετικά με τα φωνολογικά χαρακτηριστικά τους, φέρουν έναν κύριο τόνο και διαχωρίζονται μεταξύ τους με παύσεις. Επιπλέον, φέρουν αυτοτελή σημασιολογικά χαρακτηριστικά (βλ. Ράλλη, 2005: 29-30). Η λέξη δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αφηρημένη έννοια του λεξήματος (lexeme, βλ. μεταξύ άλλων Matthews 1972, 1974, Mel čuk 1993). Ως λέξηματα ορίζονται [ όλοι οι διαφορετικοί (κλιτοί) τύποι μιας λέξης, ανάλογα με το γραμματικό περιβάλλον στο οποίο αυτή εμφανίζεται, εκφράζοντας συγχρόνως τη βασική λεξική της σημασία] (π.χ. ΓΡΑΦΩ {γράφω, γράφεις, έγραφε, έγραψαν κτλ.}) (βλ. Ράλλη, 2005: 33). Η λέξη ή το λέξημα υποστηρίχθηκαν από τον Aronoff (1976, 1994) ως βάση των μορφολογικών σχηματισμών, αντιβαίνοντας στην άποψη των περισσότερων μορφολόγων περί πρωταρχικότητας του μορφήματος (βλ. Lieber 1980, 1992, Selkirk 1982, Kiparsky 1982, Di Sciullo & Williams 1987 και μεταξύ άλλων Ράλλη 1984, 1986, 1993, 2003, 2005, Ralli 1999, 2000, 2001, 2002). Εκτός της διαφοροποίησης της λέξης από το λέξημα, σημαντικός είναι και ο διαχωρισμός μεταξύ απλών και μορφολογικά πολύπλοκων λέξεων. Οι μορφολογικά απλές λέξεις αποτελούνται από θέμα, το οποίο συμπίπτει με τα όρια λέξης. Πρόκειται ουσιαστικά για τις μονομορφηματικές λέξεις. Η δομή των μορφολογικά πολύπλοκων λέξεων δίνεται στις ακόλουθες σχηματικές αναπαραστάσεις (βλ. Lieber 1980, Ralli 1988, 2002). (3) α. [Υ Ζ] Χ β. Χ Υ Ζ Τόσο το σχήμα (3α), όσο και ο κανόνας (3β) δηλώνουν ότι στο σχηματισμό μιας μορφολογικά πολύπλοκης λέξης Χ συνδυάζονται δύο στοιχεία, τα Υ και Ζ. Έτσι δημιουργούνται λέξεις από το συνδυασμό θέματος και προσφύματος, καθώς και από το συνδυασμό θεμάτων ή και λέξεων (βλ. Ράλλη, 2007: 17-18). Ανάλογα με το είδος του προσφύματος, αν δηλαδή αυτό είναι κλιτικό ή παραγωγικό, οι λέξεις κατανέμονται αντίστοιχα στις μορφολογικές διαδικασίες της κλίσης και της παραγωγής. Οι πολύπλοκοι σχηματισμοί θεμάτων ή λέξεων εμπίπτουν στη μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης, η οποία αποτελεί τον θεματικό πυρήνα της παρούσας διατριβής και θα αναλυθεί ενδελεχώς στην ακόλουθη ενότητα. 16

2.1.2. Η έννοια της παραγωγικότητας Η παραγωγικότητα (productivity) είναι μια έννοια που απαντά συχνά στις αναλύσεις της παρούσας διατριβής. Όπως άλλωστε αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, το κύριο θέμα, δηλαδή η σύνθεση λέξεων είναι μια παραγωγική διαδικασία τόσο στη Γερμανική όσο και στη Νέα Ελληνική. Παρότι υπάρχει πλήθος μελετών που αναφέρονται στην παραγωγικότητα 23, η έννοια αυτή δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Με βάση αυτές τις μελέτες θα αναφέρω εν συντομία τα βασικά γνωρίσματα της παραγωγικότητας που υιοθετούνται στην παρούσα μελέτη. Ένα βασικό γνώρισμα αφορά τον συγχρονικό χαρακτήρα της παραγωγικότητας, εφόσον δεν περιλαμβάνει διαχρονικά στοιχεία και δε σχετίζεται με τη λεξικοποίηση (lexicalization) (βλ. Bauer, 1983: 18, Aronoff & Anshen 1998). Επιπλέον είναι μια έννοια που συνδυάζει ποιοτικά αλλά και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Η ποιοτική της διάσταση αφορά την παραγωγή νεολογισμών (βλ. Spencer, 1991: 49, Plag, 1999: 22), ενώ η ποσοτική της μέτρηση σχετίζεται με τη συχνότητα (frequency) εμφάνισης ενός τύπου (βλ. επίσης Aronoff 1976, Lieber 1980: 177). Εκτός από τα βασικά γνωρίσματα της έννοιας της παραγωγικότητας σημαντική είναι η αιτία που, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Booij (1997: 5), δικαιολογεί την αυξημένη παραγωγικότητα μιας διαδικασίας και η οποία έγκειται στην -κατά το δυνατόν- έλλειψη περιορισμών (βλ. επίσης Lieber 1980). Με άλλα λόγια, ο βαθμός παραγωγικότητητας μιας διαδικασίας είναι αντιστρόφως ανάλογος του αριθμού των περιορισμών που τη διέπουν. 23 Για τις διάφορες απόψεις που αφορούν την παραγωγικότητα βλ. ενδεικτικά Χριστοφίδου (1990). 17

2.2. Η μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης Η βασική λειτουργία της μορφολογικής διαδικασίας της σύνθεσης είναι ο εμπλουτισμός του λεξικού μιας γλώσσας μέσω της παραγωγής σύνθετων λέξεων που τις περισσότερες φορές φέρουν ιδιάζουσες σημασίες. Η δυνατότητα παραγωγής σύνθετων δομών σε μία γλώσσα δεν προσδιορίζεται από τυπολογικά χαρακτηριστικά. Η διαδικασία της σύνθεσης απαντά τόσο σε διαχυτικές γλώσσες, όπως η Ελληνική και η Ρωσική, όσο και στην απομονωτική 24 Κινεζική. Επιπλέον, στην ίδια τυπολογική ομάδα εντοπίζονται γλώσσες που αναπτύσσουν τη διαδικασία της σύνθεσης, καθώς και άλλες που δεν εμφανίζουν αυτήν τη δυνατότητα (σύμφωνα, τουλάχιστον, με τις γραμματικές περιγραφές). Για παράδειγμα, στην ομάδα των πολυσυνθετικών γλωσσών 25, η Μοχώκ (Mohawk) και η Τσούκτσι (Chukchi) σχηματίζουν σύνθετα, ενώ η γλώσσα της δυτικής Γροιλανδίας (West Greenlandic) όχι. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται και στον βαθμό παραγωγικότητας των συνθέτων στις γλώσσες της ίδιας τυπολογικής ομάδας. Στις συγκολλητικές γλώσσες 26, η Τουρκική εμφανίζει υψηλή παραγωγικότητα συνθέτων, ενώ στην Evenki 27 και στην Turkana 28 οι σύνθετες δομές είναι σπάνιες (βλ. επίσης Bauer, 2009: 355). Επίσης, η διαδικασία της σύνθεσης δε σχετίζεται με το βαθμό ανάπτυξης των μορφολογικών διαδικασιών μιας γλώσσας, εφόσον αποτελεί χαρακτηριστικό τόσο της μορφολογικά πλούσιας Νέας Ελληνικής, όσο και της μορφολογικά φτωχής Αγγλικής (βλ. Ράλλη, 2007: 21-22, 30). Η ευρεία εφαρμογή της διαδικασίας της σύνθεσης επιβεβαιώνεται 24 Απομονωτικές χαρακτηρίζονται οι γλώσσες, στις οποίες τα όρια των μορφημάτων συμπίπτουν με αυτά των λέξεων. Όλες, δηλαδή, οι λειτουργικές και σημασιολογικές έννοιες εκφράζονται με μονομορφηματικές λέξεις. Παρότι δεν σχηματίζουν κλιτούς ή παραγωγικούς τύπους διαθέτουν σύνθετα. Πρόκειται για μορφολογικά φτωχές γλώσσες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Κινεζική και την Βιετναμέζικη (βλ. ενδεικτικά Ράλλη, 2005: 98-99). 25 Πολυσυνθετικές χαρακτηρίζονται οι γλώσσες που παρουσιάζουν υψηλή παραγωγικότητα στη σύνδεση μορφημάτων, θεμάτων και προσφυμάτων, έτσι ώστε τα όρια μιας λέξης να αντιστοιχούν στα όρια προτάσεων, σε σύγκριση με άλλες γλώσσες. Χαρακτηριστικές πολυσυνθετικές γλώσσες θεωρούνται η Μοχώκ των αβοριγίνων της Βορείου Αμερικής και η Τσούκτσι της Σιβηρίας (βλ. ενδεικτικά Ράλλη, 2005: 101). 26 Συγκολλητικές χαρακτηρίζονται οι γλώσσες, στις οποίες παρατηρείται «συγκόλληση» μορφημάτων για το σχηματισμό μιας λέξης. Το καθένα από τα μορφήματα έχουν ξεκάθαρα όρια και αντιστοιχούν σε διαφορετικές λειτουργικές ή σημασιολογικές έννοιες. Χαρακτηριστικές συγκολλητικές γλώσσες θεωρούνται η Τουρκική και η Ουγγρική (βλ. ενδεικτικά Ράλλη, 2005: 99-100). 27 Η Evenki ανήκει στην οικογένεια των αλταϊκών γλωσσών. Ομιλητές της εντοπίζονται στη Μογγολία, στη Ρωσία και στις Η.Π.Α. (http://www.ethnologue.com/show_language.asp?code=evn). 28 Η Turkana ανήκει στην οικογένεια γλωσσών «Νειλο-Σαχάρα» και ομιλείται στην Κένυα (http:// www.ethnologue.com/show_language.asp?code=tuv). 18