1 of 23 18/4/2017 2:33 μμ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) ΠΡΟΣΟΧΗ: Για την ΤΑΧΥΤΕΡΗ & καλύτερη ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ - ΕΠΙΚΟΛΛΗΣΗ ολόκληρου του κειμένου στο WORD (select all) και καλύτερη εκτύπωση συνιστάται η χρήση της κατωτέρω επιλογής Εκτύπωση\Αποθήκευση. + Μέγεθος Γραμμάτων - Εκτύπωση\Αποθήκευση ΠΙΘΑΝΟΝ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: 1 2138/2013 ΑΠ ( 618195) 2 489/2011 ΕΦ ΘΡ ( 628806) 3 3136/2007 ΜΠΡ ΧΑΛΚ ( 462615) 4 2007 Σ.ΜΑΤΘΙΑΣ (436303) 5 2007 Κ. ΧΙΩΛΟΣ 6 2006 Κ.ΧΙΩΛΟΣ (393705) 466/2003 ΣΤΕ (327893) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μουσουλμάνοι. Η αίτηση ακύρωσης της πράξης ανανέωσης της θητείας μουφτή, ο οποίος κατέχει θέση γενικού διευθυντή, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Γ Τμήματος του ΣτΕ. Οι διατάξεις της από 24-12-1990 ΠΝΠ, σχετικά με τον τρόπο επιλογής και διορισμού των Μουφτήδων στην Ελλάδα, ύστερα από διαδικασία στην οποία συμμετέχει και το μουσουλμανικό στοιχείο με θρησκευτικούς αρχηγούς του και επιφανείς πολίτες μουσουλμάνους και όχι την εκλογή τους από εκλογείς μουσουλμάνους τους περιφέρειάς τους, δεν παραβιάζουν το άρθρο 28 του Συντάγματος. Η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία ανανεώθηκε η θητεία του Μουφτή Κομοτηνής είναι νόμιμη. Τί περιλαμβάνει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Οι Μουφτήδες είναι θρησκευτικοί λειτουργοί και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι και ασκούν και ορισμένα δικαιοδοτικά καθήκοντα. Ο διορισμός των Μουφτήδων δεν αντίκειται στο άρθρο 13 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 και 14 της ΕΣΔΑ. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αριθμός 466/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2002, με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ` Τμήματος, Π.Ν. Φλώρος, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Γ. Ποταμιάς, Μ. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ Τμήματος.
2 of 23 18/4/2017 2:33 μμ Για να δικάσει την από 22 Φεβρουαρίου 2001 αίτηση : των :...οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Σεμπαχεδίν Εμίν (Α.Μ. 33 Δ.Σ. Ροδόπης) που τον διόρισαν με πληρεξούσια,... ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 33 Δ.Σ. Ροδόπης), κατά του... ο οποίος παρέστη με την Μ. Ανδροβιτσανέα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί το από 28.12.2001 Προεδρικό Διάταγμα (Γ 2/9.1.2001). Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α. Γκότση. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό έντυπο παραβόλου Α 2287377/2001). 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να ακυρωθεί το από 28.12.2001 Προεδρικό Διάταγμα (Γ 2/9.1.2001), με το οποίο ανανεώθηκε η θητεία του.... 3. Επειδή, ο Ν. 2345/1920, "Περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων" (Α 148), όριζε στο άρθρο 6 παρ. 7 ότι, "ο διορισθείς Μουφτής προ της αναλήψεως των καθηκόντων του δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του αρμοδίου Νομάρχου", στο άρθρο 11 ότι, "ο Αρχιμουφτής και οι Μουφτήδες θεωρούνται δημόσιαι αρχαί, αλληλογραφούσι προς τας αρχάς εις την επίσημον γλώσσαν του Κράτους..., η δε αλληλογραφία των είναι απηλλαγμένη ταχυδρομικών και τηλεγραφικών τελών" και στο άρθρο 8 ότι, "1. Οι Μουφτήδες διακρίνονται εις τρεις τάξεις, αναλόγως της σπουδαιότητος εκάστης θέσεως. 2. Ο αριθμός, η τάξις και η περιφέρεια των εν τω Κράτει Μουφτειών καθορίζεται διά Β. διατάγματος". Κατ` επίκληση της τελευταίας
3 of 23 18/4/2017 2:33 μμ αυτής εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε το π. δ/μα της 2/17.1.1928 "περί ορισμού αριθμού Μουφτειών" (Α 5), σύμφωνα με το οποίο "ορίζεται ο αριθμός των εν τω Κράτει Μουφτειών εις δέκα κατά τας ακολούθους τάξεις : α τάξεως Ιωαννίνων και Κομοτηνής...". Περαιτέρω με το β. δ/μα της 9.12/9.1.1953 (Α 5), το οποίο εκδόθηκε κατ` επίκληση των διατάξεων του άρθρου 203 του ν. 1811/1951 "περί κώδικος καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων", έγινε κατανομή των υφισταμένων θέσεων προσωπικού των Μουφτειών, μεταξύ των οποίων και της Κομοτηνής, όπως αυτές προβλέπονται από το Ν. 2345/1920 και το π. δ/μα της 17.1.1928, κατά κατηγορίες και βαθμούς. Εξάλλου, με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991 (Α 11) κυρώθηκε από τότε που ίσχυσε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου "Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών" (Α 182/24.12.1990), με το άρθρο 9 της οποίας καταργήθηκε ο Ν. 2345/1920 καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αφορά σε αντικείμενα ρυθμιζόμενα με την πράξη αυτή νομοθετικού περιεχομένου. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 1 της πιο πάνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου προβλέπεται ότι ο διοριζόμενος Μουφτής "πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου στον αρμόδιο Νομάρχη", ενώ στο άρθρο 4 ότι "οι διοριζόμενοι Μουφτήδες και οι Τοποτηρητές είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχουν θέση γενικού διευθυντή και λαμβάνουν αποδοχές γενικού διευθυντή με βασικό μισθό τον προβλεπόμενο για το ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (1ο) του Ν. 1505/1984. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων" και στο άρθρο 7 ότι"οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες, αλληλογραφούν στην επίσημη γλώσσα του Κράτους, στην οποία συντάσσονται επίσης όσες πράξεις και έγγραφα εκδίδονται από τον Μουφτή, απαλλάσσονται δε των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών τελών". 4. Επειδή, στο άρθρο 3 παρ. 1 περ. β του π.δ. 361/2001, με τον τίτλο "Κατανομή σε τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας" (Α 244), ορίζεται μεταξύ άλλων ότι στο Γ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, των διοικητικών λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών υπαλλήλων. Περαιτέρω, στο άρθρο 75 του Ν. 2683/1999 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις» (Α 219) προβλέπεται ότι «οι θέσεις του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες : α) κατηγορία
4 of 23 18/4/2017 2:33 μμ Ειδικών Θέσεων (ΕΘ), β) κατηγορία θέσεων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), γ)...», ενώ στο άρθρο 79 του ως άνω Υπαλληλικού Κώδικα ορίζεται ότι : «1. Οι θέσεις της κατηγορίας ΕΘ κατατάσσονται στους βαθμούς 1ο και 2ο. 2. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ κατατάσσονται σε επτά (7) συνολικά βαθμούς ως ακολούθως : Βαθμός Γενικού Διευθυντή, Βαθμός Διευθυντή, Βαθμός Α...». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Ν. 702/1977 (Α 268), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε, τελικά, με το άρθρο 1 του Ν. 2944/2001 (Α 222/8.10.2001, ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών ν.π.δ.δ. (παρ. 1 περ. α ), εξακολουθούν όμως να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικώς των δικαστικών λειτουργών και των ανωτάτων υπαλλήλων (παρ. 2 περ. α ). Τέλος, στο άρθρο 5α του Ν. 702/1977, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2944/2001 ορίζεται ότι : «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α, β, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν : α) το διορισμό ή την πρόσληψη ή τη μονιμοποίηση, τη μετάταξη, την επιλογή ή προαγωγή σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος ή Διεύθυνσης και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης...». Από την τελευταία αυτή διάταξη, κατά την οποία υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων αναφερόμενων, μεταξύ άλλων, σε επιλογή ή προαγωγή σε θέση προϊσταμένου τμήματος ή διεύθυνσης, συνάγεται ότι υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων που αφορούν επιλογή ή προαγωγή σε θέση ανώτερη του προϊσταμένου διεύθυνσης. Τέτοιες είναι οι θέσεις των γενικών διευθυντών, οι οποίοι βρίσκονται κατά το άρθρο 79 παρ. 2 του ισχύοντος υπαλληλικού κώδικα (Ν. 2683/1999), στην κορυφή της ιεραρχίας των υπαλλήλων της κατηγορίας ΠΕ, καθώς και οι προτασσόμενες όλων των κατηγοριών, στα άρθρα 75 και 79 του εν λόγω κώδικα, θέσεις της κατηγορίας ΕΘ (ειδικών θέσεων) 1ου και 2ου βαθμού. Επομένως, η εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως, με την οποία ζητείται η ακύρωση πράξεως ανανεώσεως της θητείας μουφτή, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, κατέχει θέση γενικού διευθυντή, υπάγεται, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 2944/2001, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ειδικότερα, στην αρμοδιότητα του Γ Τμήματος αυτού.
5 of 23 18/4/2017 2:33 μμ 5. Επειδή, οι αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ως μουσουλμάνοι που κατοικούν στην περιφέρεια όπου ασκεί τα καθήκοντά του ο Μουφτής Κομοτηνής, αλλά και ως εκλογείς του Μουφτή Κομοτηνής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης Ειρήνης που υπεγράφη στην Αθήνα την 1/14-11-1919 μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρώθηκε με το Ν. ΔΣΙΓ/1913, οι οποίες (διατάξεις) ίσχυαν, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. 6. Επειδή, στις 20 Ιουνίου του έτους 1881 υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η «Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως», η οποία κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ/1882 (φ. 14/13-3-1882). Η σύμβαση αυτή προσδιόρισε τα νέα ελληνοτουρκικά σύνορα (επέκταση του Ελληνικού κράτους με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας, βλ. άρθρα 1 και 2), διέλαβε δε, μεταξύ άλλων, και διατάξεις για την προστασία "των κατοίκων των παραχωρουμένων τη Ελλάδι χωρών". Κατά το άρθρ. 3 της Σύμβασης, "η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των παραχωρουμένων τη Ελλάδι χωρών, όσοι μείνωσιν υπό την Ελληνικήν διοίκησιν, θέλουσιν είσθαι σεβαστά και απαραβίαστα. Θα απολαύωσι δε ούτοι εντελώς των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ων και οι εκ γενετής υπήκοοι Έλληνες", ενώ σύμφωνα με το άρθρ. 8, "εις τους Οθωμανούς των παραχωρουμένων τη Ελλάδι μερών εξασφαλίζεται η ελευθερία του θρησκεύματος και της λατρείας αυτών. Δεν θέλει δε προσβληθή κατ` ουδέν η αυτονομία και ο ιεραρχικός οργανισμός των υπαρχουσών ή σχηματισθησομένων Μουσουλμανικών κοινοτήτων, ουδέ η διοίκησις της περιουσίας και των ακινήτων αυτών κτημάτων. Ουδέν κώλυμα δύναται να παρεμβληθή εις τας θρησκευτικάς σχέσεις των κοινοτήτων τούτων προς τους πνευματικούς αυτών αρχηγούς. Τα εγχώρια θρησκευτικά δικαστήρια θα εξασκώσι και εν τω μέλλοντι την δικαιοδοσίαν αυτών επί υποθέσεων καθαρώς θρησκευτικών". Σε εκτέλεση της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως ψηφίστηκε ο νόμος ΑΛΗ /1882 "Περί πνευματικών αρχηγών των Μωαμεθανικών κοινοτήτων" (φ. 59/1.7.1882), ο οποίος περιέχει τις πρώτες ρυθμίσεις για το Μουφτή, που χαρακτηρίζεται ως "πνευματικός αρχηγός των μουσουλμανικών κοινοτήτων". Σύμφωνα με τις διατάξεις του, "Οι Μουφτήδες, ως δημόσιοι λειτουργοί, διορίζονται και παύονται δια Β. Διατάγματος, επί τη προτάσει των επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως, και επί της Δικαιοσύνης Υπουργών, και δίδουσιν ενώπιον του οικείου Νομάρχου τον του δημοσίου υπαλλήλου όρκον. Εν περιπτώσει απολύσεως ή θανάτου τινός των Μουφτήδων, η της περιφερείας αυτού Μωαμεθανική κοινότης καλείται υπό του οικείου Νομάρχου προς υπόδειξιν του διαδόχου αυτού" (άρθρ. 2). Ο νόμος ΑΛΗ όριζε επίσης τις αρμοδιότητες των Μουφτήδων (άρθρ. 4), προέβλεπε δε την έκδοση β.δ/τος για το λεπτομερέστερο καθορισμό των καθηκόντων των Μουφτήδων και τον τρόπο της άσκησής τους, καθώς και για τη ρύθμιση της συμμετοχής"των Μωαμεθανικών κοινοτήτων προς τον διορισμόν αυτών" (άρθρ. 5). Το πρώτο αυτό κανονιστικό πλαίσιο αφορούσε τους Μουφτήδες Λάρισας, Φαρσάλων, Τρικάλων και Βόλου (άρθρ. 1 και 6). Ακολούθως, μετά το τέλος του Α Βαλκανικού Πολέμου
6 of 23 18/4/2017 2:33 μμ υπεγράφη η Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913, βλ. φ. 229 Α /14.11.1913), με την οποία ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εξεχώρησε προς "τους Συμμάχους Ηγεμόνας πάσας τας επί της Ευρωπαϊκής Ηπείρου εδαφικάς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας [...] προς δυσμάς γραμμής αρχομένης από της επί του Αιγαίου Πελάγους Αίνου μέχρι της επί του Ευξείνου Πόντου Μηδείας, εξαιρουμένης της Αλβανίας" (άρθρ. 4). Μετά το πέρας του Β Βαλκανικού Πολέμου υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913) μεταξύ Ελλάδας, Μαυροβουνίου, Ρουμανίας και Σερβίας αφενός και Βουλγαρίας αφετέρου (φ. 217 Α /28.10.1913). Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθορίστηκαν τα σύνορα της Βουλγαρίας με την Ελλάδα (άρθρ. 5), τη Σερβία (άρθρ. 3) και τη Ρουμανία (άρθρ. 2). Στην Ελλάδα περιήλθαν τελικώς η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική, το λιμάνι της Καβάλας με ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα, η Νότια Ήπειρος και τα Ιωάννινα. Σε εκτέλεση όσων συμφωνήθηκαν με τις συνθήκες Λονδίνου και Βουκουρεστίου υπεγράφη "η μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Σύμβασις περί Ειρήνης της 1/14 Νοεμβρίου 1913" (Συνθήκη των Αθηνών), η οποία κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ (4213)/1913 (φ 229 Α /14.11.1913). Στο άρθρο 11 της Συνθήκης αυτής ορίζονται τα εξής: "Η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των εκχωρουμένων τη Ελλάδι χωρών, οίτινες ήθελον μείνει υπό την Ελληνικήν Διοίκησιν, έσονται επακριβώς σεβαστά. Θέλουσιν απολαύει τελείως των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, οία οι εκ καταγωγής Έλληνες υπήκοοι. Η ελευθερία, η εξωτερική λατρεία της θρησκείας εξασφαλισθήσονται τοις Μουσουλμάνοις. Το όνομα της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος του Σουλτάνου, ως Χαλίφου, εξακολουθήσει μνημονευόμενον εν ταις δημοσίαις προσευχαίς των Μουσουλμάνων. Ουδαμώς δύνανται να θιγώσιν η αυτονομία και η ιεραχική οργάνωσις των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων των υφισταμένων ή τυχόν σχηματισθησομένων ως και η διοίκησις της ανηκούσης αυταίς κινητής και ακινήτου περιουσίας. Επίσης ουδέν κώλυμα δύναται να παρεμβληθή εις τας των ιδιωτών και Μουσουλμανικών Κοινοτήτων σχέσεις προς τους πνευματικούς αυτών αρχηγούς οίτινες θέλουσι τελεί υπό την εξάρτησιν του εν Κωνσταντινουπόλει Σεΐχ-ούλ-Ισλαμάτου, περιβάλλοντος τον Αρχιμουφτήν διά της προ ενάσκησιν των καθηκόντων αυτού πνευματικής εγκρίσεως. Οι Μουφτήδες, έκαστος εν τη περιφερεία αυτού, θέλουσιν εκλέγεσθαι υπό εκλογέων Μουσουλμάνων. Ο Αρχιμουφτής διορίζεται υπό της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως των Ελλήνων εκ τριών υποψηφίων, εκλεγομένων και υποδεικνυομένων υπό εκλογικής συνελεύσεως, εκπροσωπουμένης, εκ πάντων των εν Ελλάδι Μουφτήδων. Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει ανακοινοί την εκλογήν του Αρχιμουφτή διά της εν Κωνσταντινουπόλει Β Πρεσβείας της Ελλάδος εις το Σεΐχ-ούλ-Ισλαμάτον, όπερ θέλει αποστέλλει αυτώ "Μανσούριον" και "Μουρασελέν" επιτρέποντα αυτώ να ασκή τα καθήκοντα αυτού και να χορηγή προς τους άλλους εν Ελλάδι Μουφτήδες το δικαίωμα της δικαιοδοσίας και της εκδόσεως φετβάδων. Οι Μουφτήδες εκτός της αρμοδιότητος αυτών επί των καθαρώς θρησκευτικών υποθέσεων και της εποπτείας
7 of 23 18/4/2017 2:33 μμ αυτών επί της διοικήσεως των Βακουφικών κτημάτων, ασκούσι την εαυτών δικαιοδοσίαν μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και διαδοχής εις θέσιν Μουτεβελλή (τεβλιέτ). Αι παρά των Μουφτήδων εκδιδόμεναι αποφάσεις εκτελούνται υπό των αρμοδίων Ελληνικών Αρχών. Ως προς τας κληρονομίας οι ενδιαφερόμενοι Μουσουλμάνοι δύνανται, μετά προηγουμένην συμφωνίαν, να προσφεύγωσι τω Μουφτή ως διαιτητή. Κατά της ούτως εκδοθείσης διαιτητικής αποφάσεως, έσονται δεκτά πάντα τα ενώπιον των Δικαστηρίων της Χώρας ένδικα μέσα, εκτός αν υπάρχη διάταξις περί του εναντίου ρητώς διατετυπωμένη". Εξάλλου, στο Πρωτόκολλο υπ` αριθμ. 3, που συνοδεύει τη Σύμβαση ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι "Ο Αρχιμουφτής και οι Μουφτήδες... κέκτηνται τα αυτά δικαιώματα και τας αυτάς υποχρεώσεις, οίας οι λοιποί Έλληνες δημόσιοι λειτουργοί", ότι "οι Μουφτήδες δεν δύνανται να παυθώσιν ειμή συμφώνως προς τας διατάξεις του 88ου άρθρου του Συντάγματος του Ελληνικού Βασιλείου (πρόκειται για το άρθρ. 88 του Σ 1911 που ορίζει τον τρόπο παύσης των δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων)" και ότι "αι Μουσουλμανικαί Κοινότητες αναγνωρίζονται νομικά πρόσωπα". Λίγο πριν από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 148 Α /3.7.1920) ο Ν. 2345/1920 "Περί προσωρινού Αρχιμουφτή και Μουφτήδων των εν τω κράτει Μουσουλμάνων, και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών κοινοτήτωνο νόμος αυτός προβλέπει "ως ανωτάτη εν τω Κράτει θρησκευτική αρχή των μουσουλμάνων" τον Αρχιμουφτή, ο οποίος εποπτεύει "τους εν τω κράτει Μουφτήδες εις την ενάσκησιν των καθηκόντων των" (άρθρ. 1 και 2). Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ρυθμίζονται τα σχετικά με την εκλογή και το διορισμό του Αρχιμουφτή. Το άρθρο 6 του παραπάνω νόμου ρυθμίζει την εκλογή και το διορισμό των Μουφτήδων ως εξής: "Εντός μηνός αφ` ης ήθελε κενωθή θέσις τις των εν τω Κράτει Μουφτήδων, ο αρμόδιος Γενικός Διοικητής ή... ο αρμόδιος Νομάρχης, προκηρύσσει εκλογήν του αντικαταστάτου αυτού δια πράξεως τοιχοκολλουμένης εις τα τεμένη και τα γραφεία των Δήμων και Κοινοτήτων της περιφερείας της κενωθείσης θέσεως, εν οις κατοικούσι Μουσουλμάνοι εκλογείς και δημοσιευομένης εις μιαν τουλάχιστον των εν τη έδρα του Νομού και μιαν των εν Αθήναις εκδιδομένων εφημερίδων... Οι υποψήφιοι υποβάλλουσι τας αιτήσεις των εντός δέκα πέντε ημερών από της τελευταίας εν τη εφημερίδι δημοσιεύσεως προς τον Γενικόν Διοικητήν ή... προς τον Νομάρχην... Ο Γενικός Διοικητής ή ο Νομάρχης εντός δέκα ημερών από της λήψεως των εγγράφων τούτων διαβιβάζει ταύτα μετά των ιδίων παρατηρήσεων προς το επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείον, όπερ, διαγράφον τους μη εγκρινομένους υπ` αυτού δια την θέσιν του Μουφτή,
8 of 23 18/4/2017 2:33 μμ διαβιβάζει τα έγγραφα εις τον Αρχιμουφτήν... Ο Αρχιμουφτής ελέγχων τα προσόντα των υποψηφίων... αποστέλλει εις τον αρμόδιον Γενικόν Διοικητήν ή Νομάρχην πίνακα των εχόντων τα ανωτέρω προσόντα υποψηφίων εκ των υποβαλόντων αιτήσεις και μη διαγραφέντων υπό του Υπουργού. Δικαίωμα εκλογής έχουσι πάντες οι μουσουλμάνοι οι εγγεγραμμένοι εν τοις εκλογικοίς καταλόγοις των βουλευτικών εκλογών της περιφερείας δι` ην διεξάγεται εκλογή μουφτή... Η εκλογή διεξάγεται... δια μυστικής διά ψηφοδελτίων ψηφοφορίας μεταξύ των εν τω τελειωτικώ πίνακι.. υποψηφίων. Επιτυχών θεωρείται ο σχετικώς πλειοψηφίσας. Ο επιτυχών ανακηρύσσεται υπό του Πρωτοδικείου της πρωτευούσης της περιφερείας του Μουφτή, δι` ην η εκλογή, δι` αποφάσεως τοιχοκολλουμένης εις τα γραφεία του Πρωτοδικείου και εκτιθεμένης επί 15μερον. Εντός της 15μέρου ταύτης προθεσμίας πας εκλογεύς δικαιούται να υποβάλη ενστάσεις.. Αι ενστάσεις εκδικάζονται υπό του Πρωτοδικείου... Επικυρωθείσης της εκλογής ή μη υποβληθείσης ενστάσεως τα έγγραφα αποστέλλονται υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών αμελητί προς το επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείον, προκαλούν το περί διορισμού του εκλεγέντος Β. Διάταγμα, όπερ κοινοποιείται... εις τον Αρχιμουφτήν, όστις κοινοποιεί αυτό εις τον διορισθέντα. Ο διορισθείς Μουφτής προ της αναλήψεως των καθηκόντων του δίδει τον όρκον του δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του αρμοδίου Νομάρχου". Εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την εκλογή και το διορισμό του Αρχιμουφτή και των Μουφτήδων, ο Ν. 2345/1920 περιέχει ρυθμίσεις για τα καθήκοντα των Μουφτήδων (βλ. άρθρ. 10). Με την έναρξη ισχύος του Ν. 2345/20 καταργήθηκαν, δυνάμει άλλωστε και του άρθρου 15 του νόμου αυτού, οι διατάξεις του νόμου ΑΛΗ /1882. Από τη διατύπωση του άρθρου 1 του Ν. 2345 καθώς και από τον τίτλο του συνάγεται ότι, τουλάχιστον ως προς το διορισμό του Αρχιμουφτή, ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού προσωρινό χαρακτήρα, ενόψει της επικείμενης σύναψης της Συνθήκης των Σεβρών και "της επιψηφίσεως ειδικού νόμου περί οργανώσεως και διοικήσεως των εν κράτει Μουσουλμανικών κοινοτήτων". Τέτοιος "ειδικός νόμος" δεν ακολούθησε (ο ν. 2345/1920 καταργήθηκε ρητώς με το άρθρ. 9 του Ν. 1920/91). Μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου υπεγράφη, στις 10 Αυγούστου 1920, μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας αφενός ("Προέχουσαι Σύμμαχοι και Συνησπισμέναι Δυνάμεις") και της Ελλάδας αφετέρου, η Συνθήκη των Σεβρών "Περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων". Όπως αναφέρει το προοίμιο της Συνθήκης, τα συμβαλλόμενα μέρη έλαβαν υπόψη "ότι από της 1ης Ιανουαρίου 1913 ευρείαι εδαφικαί εκτάσεις απεκτήθησαν υπό του Βασιλείου της Ελλάδος, ότι το Βασίλειον της Ελλάδος, το οποίον παρέσχεν εις τους εν ταις χώραις αυτού βιούντας πληθυσμούς ισότητα δικαιωμάτων αδιακρίτως καταγωγής, γλώσσης και θρησκείας, επιθυμεί να επιβεβαιώση τα δικαιώματα ταύτα και επεκτείνη αυτά και επί των πληθυσμών των χωρών αίτινες ήθελον ενωθή μετά του Βασιλείου, όπωςπαράσχη αυτοίς πλήρη και ακεραίαν εγγύησιν ότι θέλουσι διοικηθή συμφώνως προς τας αρχάς της ελευθερίας
9 of 23 18/4/2017 2:33 μμ και της δικαιοσύνης, ότι η Ελλάς δέον ν` απαλλαγή μερικών υποχρεώσεων ας έχει αναλάβει απέναντι Δυνάμεων τινών και ότι εις τας υποχρεώσεις ταύτας δέον να υποκατασταθώσιν έτεραι προς την Κοινωνίαν των Εθνών". Έτσι, με τη Συνθήκη των Σεβρών η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισαν ότι "η Ελλάς αναλαμβάνει διά την διατήρησιν των θρησκευτικών ελευθεριών υποχρεώσεις υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών" και παραιτήθηκαν "του δικαιώματος όπερ είχεν αναγνωρισθή αυταίς δια του υπ` αριθ. 3 Πρωτοκόλλου της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, προς εξασφάλισιν της προστασίας των θρησκευτικών ελευθεριών". Σημαντικές είναι οι διατάξεις των άρθρων 1 [αυξημένη τυπική ισχύς των διατάξεων της Συνθήκης], 2 [προστασία της ζωής και της ελευθερίας των κατοίκων της Ελλάδος, αδιακρίτως "καταγωγής, εθνικότητος, γλωσσικού ιδιώματος, φυλής ή θρησκείας", θρησκευτική ελευθερία], 7 και 8 [ισονομία, ελεύθερη χρήση της γλώσσας, δικαίωμα σύστασης θρησκευτικών ή κοινωφελών ιδρυμάτων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων], 9 [διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση],14 ["Η Ελλάς συμφωνεί να λάβη αναφορικώς προς τους μουσουλμάνους πάντα τα αναγκαιούντα μέτρα όπως κανονίση, συμφώνως προς τα μουσουλμανικά έθιμα, τα του οικογενειακού δικαίου και της προσωπικής καταστάσεως αυτών. Η Ελλάς αναλαμβάνει να προστατεύση τα τεμένη, νεκροταφεία και λοιπά μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα]". Κατά το άρθρο 16 της Συνθήκης, οι διατάξεις που αφορούν εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες αποτελούν "υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών". Η Συνθήκη των Σεβρών κυρώθηκε με το ν.δ. της 25/25 Αυγούστου 1923, μαζί με τη Συνθήκη της Λωζάνης [ΦΕΚ 238 Α /25.8.1923], αλλά και αυτοτελώς με το ν.δ. από 29.9.1923 [ΦΕΚ 311 Α /30.10.1923]). Εν τω μεταξύ, στις 10 Αυγούστου 1920 είχε υπογραφεί μεταξύ των συμμάχων αφενός και της Ελλάδας αφετέρου η Συνθήκη περί Θράκης. Σύμφωνα με το άρθρ. 1 της Συνθήκης αυτής, "Αι προέχουσαι σύμμαχοι και συνησπισμέναι Δυνάμεις [...] μεταβιβάζουσιν εις την Ελλάδα [...] πάντα τα δικαιώματα, ως και τους τίτλους άτινα έχουσιν εκ του άρθρου 48 της μετά της Βουλγαρίας υπογραφείσης εν Neuilly Sur Seine τη 27 Νοεμβρίου 1919 Συνθήκης ειρήνης επί των εδαφών της Θράκης, άτινα ανήκον εις την βουλγαρικήν μοναρχίαν". Η Συνθήκη περί Θράκης κυρώθηκε με το ΝΔ της 29.9.1923 [ΦΕΚ 330 Α /15.11.1923]). Η οριστική παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα έγινε όμως το 1923, με τον τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης. Περαιτέρω, στις 24 Ιουλίου 1923 υπεγράφη στη Λωζάνη συνθήκη ειρήνης, μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων αφενός, και της Τουρκίας αφετέρου. (Η Συνθήκη αυτή κυρώθηκε με το ν.δ. της 23.8.1923 [ΦΕΚ 238 Α /25.8.1923]). Τα άρθρα 2-22
10 of 23 18/4/2017 2:33 μμ της συνθήκης ρυθμίζουν τα σχετικά με τους εδαφικούς όρους, ενώ τα άρθρα 37-45 αποτελούν τις διατάξεις για την προστασία των μειονοτήτων. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές ορίζουν τα ακόλουθα: "Η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι εν τοις άρθροις 38-44 περιεχόμεναι διατάξεις αναγνωρισθώσιν ως θεμελιώδεις νόμοι, όπως ουδείς νόμος, ή κανονισμός, ή επίσημός τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει ή εν αντιθέσει προς τας διατάξεις ταύτας, και όπως ουδείς νόμος, ή κανονισμός, ή επίσημός τις πράξις κατισχύωσιν αυτών" (άρθρο 37). "Η τουρκική κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παρέχη εις πάντας τους κατοίκους της Τουρκίας πλήρη και απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής, ή θρησκείας. Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας δικαιούνται να πρεσβεύωσιν ελευθέρως, δημοσία τε και κατ` ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν, ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημοσίαν τάξιν και τα χρηστά ήθη. Αι μη μουσουλμανικαί μειονότητες θα απολαύωσι πλήρως της ελευθερίας κυκλοφορίας και μεταναστεύσεως, υπό την επιφύλαξιν των εφαρμοζομένων εφ` όλου ή μέρους του εδάφους εις άπαντας τους Τούρκους υπηκόους μέτρων, άτινα ήθελον τυχόν ληφθή υπό της τουρκικής Κυβερνήσεως χάριν της εθνικής αμύνης και της τηρήσεως της δημοσίας τάξεως" (άρθρο 38). "Οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας υπήκοοι Τούρκοι θα απολαύωσι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων ων και οι μουσουλμάνοι. Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος, θα ώσιν ίσοι απέναντι του νόμου. Η διαφορά θρησκείας, δοξασίας, ή πίστεως δεν οφείλει να αποτελέση κώλυμα δι` ουδένα Τούρκον υπήκοον ως προς την απόλαυσιν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ιδία την παραδοχήν εις τας δημοσίας θέσεις, αξιώματα, και τιμάς ή την εξάσκησιν των διαφόρων επαγγελμάτων και βιομηχανιών. Ουδείς περιορισμός θέλει επιβληθή κατά της ελευθέρας χρήσεως παρά παντός Τούρκου υπηκόοου οιασδήποτε γλώσσης, είτε εν ταις ιδιωτικαίς ή εμπορικαίς σχέσεσιν, είτε ως προς την θρησκείαν, τον Τύπον, και πάσης φύσεως δημοσιεύματα, είτε εν ταις δημοσίαις συναθροίσεσιν. Παρά την ύπαρξιν της επισήμου γλώσσης, θα παρέχωνται αι προσήκουσαι ευκολίαι εις τους Τούρκους υπηκόους τους λαλούντας γλώσσαν άλλην ή την τουρκικήν διά την προφορικήν χρήσιν της γλώσσης αυτών ενώπιον των δικαστηρίων" (άρθρο 39). "Οι Τούρκοι υπήκοοι οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας θα απολαύωσι νομικώς και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων ων απολαύουσι και οι λοιποί Τούρκοι υπήκοοι. Θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι, και εποπτεύωσιν, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά, ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια, μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως εν αυτοίς χρήσιν της γλώσσης των και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των" (άρθρο 40). "Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις ένθα διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη μουσουλμάνων, η τουρκική Κυβέρνησις
11 of 23 18/4/2017 2:33 μμ θα παρέχη, ως προς την δημοσίαν εκπαίδευσιν, τας προσηκούσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής, εν τη ιδία αυτών γλώσση της διδασκαλίας εις τα τέκνα των εν λόγω Τούρκων υπηκόων. Η διάταξις αύτη δεν κωλύει την τουρκικήν Κυβέρνησιν να καταστήση υποχρεωτικήν την διδασκαλίαν της τουρκικής γλώσσης εν τοις ειρημένοις σχολείοις. Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις ένθα υπάρχει σημαντική αναλογία Τούρκων υπηκόων ανηκόντων εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θέλει εξασφαλισθή εις τας μειονότητας ταύτας δικαία συμμετοχή εις την διάθεσιν των χρηματικών ποσών άτινα τυχόν θα εχορηγούντο εκ του δημοσίου χρήματος υπό του προϋπολογισμού του κράτους ή των δημοτικών και λοιπών προϋπολογισμών επί εκπαιδευτικώ, θρησκευτικώ, ή φιλανθρωπικώ σκοπώ... (άρθρο 41). "Η τουρκική Κυβέρνησις δέχεται να λάβη απέναντι των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακήν ή προσωπικήν αυτών κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως τα ζητήματα ταύτα κανονίζωνται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων... Η τουρκική Κυβέρνησις υποχρεούται να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τας εκκλησίας, συναγωγάς, νεκροταφεία, και λοιπά θρησκευτικά καθιδρύματα των ειρημένων μειονοτήτων. Εις τα ευαγή καθιδρύματα ως και ταθρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των αυτών μειονοτήτων, των ήδη ευρισκομένων εν Τουρκία, θα παρέχηται πάσα ευκολία και άδεια, η δε τουρκική Κυβέρνησις, προκειμένου περί ιδρύσεως νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών καθιδρυμάτων, ουδεμίαν θέλει αρνηθή εκ των αναγκαίων ευκολιών, αίτινες έχουσιν εξασφαλισθή εις τα λοιπά ιδιωτικά καθιδρύματα ομοίας φύσεως" (άρθρο 42). "Οι εις τας μη μουσουλμανικάς μειονότητας ανήκοντες Τούρκοι υπήκοοι δεν θα ώσιν υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των θρησκευτικών των εθίμων, ούτε θα περιπίπτωσιν εις ανικανότητά τινα αρνούμενοι να παραστώσιν ενώπιον των δικαστηρίων ή να εκτελέσωσι νόμιμόν τινα πράξιν κατά την ημέραν της εβδομαδιαίας των αναπαύσεως. Ουχ ήττον η διάταξις αύτη δεν απαλλάσσει τους Τούρκους τούτους υπηκόους των υποχρεώσεων αίτινες επιβάλλονται εις πάντας τους λοιπούς Τούρκους υπηκόους προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως" (άρθρο 43). "Η Τουρκία παραδέχεται όπως αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του παρόντος τμήματος, εφ` όσον αφορώσιν εις τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της Τουρκίας, αποτελέσωσιν υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος και τεθώσιν υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών. Αι διατάξεις αύται δεν δύνανται να τροποποιηθώσιν άνευ της συγκαταθέσεως της πλειοψηφίας του συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών... (άρθρο 44). "Τα αναγνωρισθέντα διά των διατάξεων του παρόντος τμήματος
12 of 23 18/4/2017 2:33 μμ δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας" (άρθρο 45). Τέλος, με το ν.δ. της 23/25 Αυγούστου 1923 κυρώθηκε και η σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή σύμβαση, "από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών" (άρθρ. 1). Δεν περιλαμβάνονται όμως στην ανταλλαγή, (α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και (β) οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης 7. Επειδή, προέχοντα ρόλο στην οργάνωση του Οθωμανικού Κράτους διαδραμάτισε ο θεσμός των μιλλέτ (millet), των εθνοθρησκευτικών δηλαδή συνόλων στα οποία το Κράτος παραχωρούσε προνόμια και ατέλειες, σταδιακά δε και σχετική διοικητική αυτονομία. Ο θεσμικός ρόλος των μιλλέτ ενισχύθηκε περαιτέρω κατά την περίοδο 1839-1876, που είναι γνωστή στην τουρκική ιστοριογραφία ως περίοδος των μεταρρυθμίσεων (Tanzimat). Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Tanzimat εκδόθηκε το Χάττι Χουμαγιούν, διάταγμα με το οποίο κινήθηκε και τυπικά η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Σε κάθε θρησκευτική κοινότητα συνήλθαν συνελεύσεις μικτές, αποτελούμενες από κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίες κατάρτισαν σχέδια οργανισμών που εγκρίθηκαν από την Πύλη και έγιναν νόμοι του Κράτους. Βάσει των οργανισμών αυτών διοικήθηκε και η ορθόδοξη κοινότητα στο Μουσουλμανικό Κράτος. Ο θεσμός των μιλλέτ εξακολουθούσε να διέπει την οργάνωση και λειτουργία του Οθωμανικού Κράτους και κατά το χρόνο της υπογραφής της Συνθήκης των Αθηνών (1913) μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα πρότυπα του θεσμού αυτού οι διατάξεις του άρθρου 11 της εν λόγω συνθήκης προέβλεψαν την αυτονομία των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και την εκλογή των μουφτήδων, ως θρησκευτικών αρχηγών, από τους μουσουλμάνους εκλογείς της περιφέρειάς τους. Μετά την κατάργηση όμως του Οθωμανικού Κράτους από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας (βλ. Νομοθετικό Διάταγμα 308/1-2 Νοεμβρίου 1922 της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας), πριν από τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάνης (24-7-1923) μεταξύ των "Συμμάχων Δυνάμεων" και του Τουρκικού Κράτους (που εκπροσωπήθηκε από πληρεξουσίους της Κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας), ο θεσμός των μιλλέτ κατέστη ασύμβατος με την ιδεολογία και τη δομή του νέου Εθνικού Τουρκικού Κράτους 8. Επειδή, με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991 κυρώθηκε η από 24.12.90 Πράξη
13 of 23 18/4/2017 2:33 μμ Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) "Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών" (ΦΕΚ 11 Α /4.2.91). Στο άρθρο 1 της πράξης αυτής ορίζονται τα εξής: "1. Εντός τριμήνου αφότου κενωθεί θέση Μουφτή, ο κατά τόπο αρμόδιος Νομάρχης καλεί με πράξη του τους ενδιαφερόμενους να την καταλάβουν, να υποβάλουν σχετική αίτηση. Η πράξη αυτή του Νομάρχη δημοσιεύεται σε μια τουλάχιστον εφημερίδα από αυτές που εκδίδονται στην έδρα του νομού και εν ελλείψει σε μια ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών και τοιχοκολλάται στο κατάστημα της νομαρχίας, στα τεμένη και στα καταστήματα των δήμων και κοινοτήτων της νομαρχίας, όπου υπάρχουν εγγεγραμμένοι μουσουλμάνοι. 2. Σε θέση Μουφτή διορίζονται μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες, κάτοχοι πτυχίου ανώτατης ισλαμικής θεολογικής σχολής (ημεδαπής ή αλλοδαπής) ή κάτοχοι διπλώματος Ιτζαζέτ ναμέ ή διατελέσαντες ιμάμηδες τουλάχιστον επί δεκαετία, οι οποίοι έχουν διακριθεί για τον ήθος τους και τη θεολογική τους κατάρτιση και ως προς τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού, που αναφέρονται στα άρθρα 21 έως 23 του Υπαλληλικού Κώδικος (Π.Δ. 611/1977). 3. Οι υποψήφιοι υποβάλλουν την αίτησή τους στον κατά τόπο αρμόδιο Νομάρχη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την τοιχοκόλληση στο κατάστημα της νομαρχίας της πράξεως της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Την αίτηση συνοδεύουν ο τίτλος σπουδών σε επίσημη μετάφραση του Υπουργείου Εξωτερικών, εφ` όσον πρόκειται για τίτλο αλλοδαπής σχολής, πιστοποιητικά προϋπηρεσίας ιμάμη, αντίγραφο ποινικού μητρώου, πιστοποιητικό ιθαγένειας, οποιοδήποτε άλλο έγγραφο απαιτείται για το διορισμό σε δημόσια θέση, καθώς επίσης και κάθε στοιχείο κρίσιμο για την εξακρίβωση των προσόντων των υποψηφίων. 4. Εντός δέκα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ο Νομάρχης υποβάλλει στον κατά τόπο αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της Περιφερείας τις αιτήσεις, τα δικαιολογητικά και τον ονομαστικό κατάλογο των υποψηφίων. 5. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφερείας, εντός μηνός από τη λήψη των ανωτέρω στοιχείων, συγκροτεί ενδεκαμελή επιτροπή με πρόεδρο τον κατά τόπο αρμόδιο Νομάρχη και μέλη Έλληνες μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες της Περιφερείας του, ορίζει τον τόπο και το χρόνο της συνεδριάσεώς της και ανακοινώνει τη σχετική πράξη του στα μέλη της. Χρέη γραμματέως εκτελεί υπάλληλος της Νομαρχίας οριζόμενος από τον πρόεδρο της επιτροπής. Η επιτροπή συνέρχεται κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα στον ορισθέντα τόπο και συντάσσει πρακτικό, στο οποίο διατυπώνεται η γνώμη κάθε μέλους περί των προσόντων και γενικά περί της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η επιτροπή συνεδριάζει νόμιμα με τον πρόεδρο και όσα από τα λοιπά μέλη προσέλθουν. Εάν δεν προσέλθουν τα λοιπά μέλη της επιτροπής, ο Νομάρχης, που έχει κατά τα ανωτέρω ορισθεί ως πρόεδρος της επιτροπής, συντάσσει έκθεση με τη σύμπραξη του γραμματέως, στην οποία βεβαιώνει ότι δεν προσήλθαν τα λοιπά μέλη και ακολούθως διατυπώνει τη γνώμη
14 of 23 18/4/2017 2:33 μμ του περί των προσόντων και γενικά της καταλληλότητας των υποψηφίων. 6. Μόλις υποβληθεί στο Γενικό Γραμματέα της Περιφερείας το κατά την προηγούμενη παράγραφο πρακτικό της επιτροπής ή η έκθεση του Νομάρχη, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφερείας υποβάλλει στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων όλα τα σχετικά για την επιλογή στοιχεία. Η επιλογή γίνεται με βάση ιδίως το ήθος, τη θεολογική κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική δράση των υποψηφίων. 7. Ο Μουφτής διορίζεται με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για δεκαετή θητεία που δύναται να ανανεώνεται. Ο διορισθείς πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου στον αρμόδιο Νομάρχη...". Περαιτέρω στο άρθρο 5 της ίδιας Π.Ν.Π., ορίζονται τα εξής: "1. Ο Μουφτής ασκεί στην περιφέρειά του τα καθήκοντα που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρούσης, καθώς και τα θρησκευτικά καθήκοντα που απορρέουν από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Διορίζει, εποπτεύει και παύει τους μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς, τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνων και γνωμοδοτεί σε θέματα που έχουν σχέση με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. 2. Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ` όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. 3. Οι εκδιδόμενες από το Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου η έδρα του Μουφτή, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο ερευνά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου πολυμελούς πρωτοδικείου, που δικάζει κατά την ίδια διαδικασία. Κατά της αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο τακτικό ή έκτακτο". Εξάλλου με το άρθρο 6 της παραπάνω Π.Ν.Π. καταργήθηκε ο Ν. 2345/1920 και κάθε άλλη διάταξη που αφορά αντικείμενα που ρυθμίζονται με την πράξη αυτή. Κατ` εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 1 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991, και με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές, εκδόθηκε το ήδη προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα με το οποίο ανανεώθηκε η θητεία του Μουφτή Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή. Με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται ότι, οι διατάξεις του άρθρου 11 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης Ελλάδας και Τουρκίας, που συνομολογήθηκε στην Αθήνα την 1 Νοεμβρίου 1913 και κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/4213/1913, απέκτησαν από την κύρωσή τους αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 του ισχύοντος Συντάγματος και συνεπώς κάθε νόμος, που
15 of 23 18/4/2017 2:33 μμ καταργεί ρητά τις διατάξεις αυτές ή εισάγει ρυθμίσεις αντίθετες με αυτές, είναι ανίσχυρος, οι δε πράξεις που εκδίδονται κατ` εφαρμογή του νόμου αυτού είναι άκυρες. Ενόψει αυτών ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι, η παραπάνω πράξη νομοθετικού περιεχομένου, κατά το μέρος αυτής που καταργεί τη διάταξη του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών, η οποία προβλέπει ότι "οι Μουφτήδες έκαστος εν τη περιφερεία αυτού θέλουσι εκλέγεσθαι υπό εκλογέων μουσουλμάνων", εισάγοντας με το άρθρο 1 αυτής διαφορετική διαδικασία διορισμού των μουφτήδων χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, αντίκειται στην παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών και στο άρθρο 28 του Συντάγματος, το δε προσβαλλόμενο διάταγμα διορισμού του Μουφτή Ξάνθης, που εκδόθηκε κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 της προαναφερόμενης πράξης νομοθετικού περιεχομένου και με τη διαδικασία που αυτές προβλέπουν, πρέπει να ακυρωθεί. 9. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: "Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας". Οι διατάξεις αυτές του Συντάγματος εφαρμόζονται και για τις προ αυτού κυρωθείσες διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν τυπική ισχύ ανώτερη του κοινού νόμου (ΣτΕ 4555/1996 Ολ., 1975/1991), εφόσον όμως εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του Συντάγματος του 1975 10. Επειδή, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, στις διεθνείς σχέσεις ισχύει ο κανόνας pacta sunt servanda. Θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να αποδεσμευτεί μονομερώς από υποχρεώσεις του που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες. Η λήξη ισχύος μιας διεθνούς σύμβασης και μάλιστα διμερούς, προϋποθέτει, δηλαδή, συμφωνία των κρατών που έχουν συνάψει τη σύμβαση και δεν μπορεί, καταρχήν, να είναι αποτέλεσμα μονομερών ενεργειών. Η συμφωνία όμως αυτή μπορεί να συνάγεται και από το περιεχόμενο μεταγενέστερης συνθήκης επί του αυτού αντικειμένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα πρέπει είτε οι διατάξεις της μεταγενέστερης συνθήκης να μη συμβιβάζονται προς τις αντίστοιχες της προγενέστερης είτε να προκύπτει σαφώς ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση, εφεξής, το αντικείμενο των συμβατικών δεσμεύσεών τους να διέπεται από τη νεότερη συνθήκη, διότι αλλιώς η προγενέστερη συνθήκη εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατά
16 of 23 18/4/2017 2:33 μμ το μέρος που οι διατάξεις της δεν συγκρούονται με τις μεταγενέστερες ρυθμίσεις (Πρβλ. και άρθρα 59 και 30 της από 23-5-1969 Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, που κυρώθηκε με το ν.δ. 402/1974 (φ. 141 Α), η οποία ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής, δεν εφαρμόζεται σε συνθήκες οι οποίες συνομολογήθηκαν από τα Κράτη πριν από τη θέση της σε ισχύ, κωδικοποιεί, όμως, κατ` ουσία, προϋφιστάμενες γενικές αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου). 11. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Ελλάδα και η Τουρκία ανέλαβαν δυνάμει και του άρθρου 45 αυτής, την υποχρέωση να παρέχουν σε όλους τους κατοίκους τους "απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας", να τους επιτρέπουν "να πρεσβεύωσιν ελευθέρως δημοσία τε και κατ` ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημοσίαν τάξιν και τα χρηστά ήθη" (άρθρο 38) και να τους εξασφαλίζουν ανεξαρτήτως θρησκεύματος ισότητα απέναντι στο νόμο (άρθρα 39, 40 και 43). Οι ρυθμίσεις της συνθήκης για την προστασία των μειονοτήτων (βλ. ανωτέρω άρθρα 37 έως 45) στηρίζονται πλέον στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλομένων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ορισμένες διατάξεις, ωστόσο, υπαγορεύουν στα συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν μέτρα για την ιδιαίτερη μεταχείριση των μειονοτήτων, προκειμένου όμως, προφανώς, να επιτευχθεί εν τοις πράγμασι η ίση μεταχείριση (προφορική χρήση της τουρκικής ή της ελληνικής γλώσσας ενώπιον των δικαστηρίων, διδασκαλία στην τουρκική ή την ελληνική γλώσσα στα δημοτικά σχολεία πόλεων και περιφερειών, όπου διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη ορθοδόξων ή μη μουσουλμάνων, καθώς και λήψη μέτρων για τη ρύθμιση ζητημάτων οικογενειακής ή προσωπικής κατάστασης. Βλ. άρθρα 39, 41 και 42 αντίστοιχα της Συνθήκης της Λωζάνης). Για τους θρησκευτικούς αρχηγούς των μουσουλμάνων η Συνθήκη της Λωζάνης δεν περιέχει καμία αναφορά. Η παράλειψη μιας τέτοιας ρύθμισης στη συνθήκη αυτή δεν είναι τυχαία αλλά συνειδητή και μαρτυρεί την πρόθεση των συμβαλλομένων μερών να αποστούν από τις σχετικές με τον τρόπο ανάδειξης των θρησκευτικών ηγετών των μουσουλμάνων διατάξεις της συνθήκης των Αθηνών. Πράγματι, από τις παραπάνω διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης (άρθρα 37 έως 45) συνάγεται ότι, με τη συνομολόγηση της εν λόγω συνθήκης, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν την πρόθεση και τη βούληση να μην ισχύουν εφεξής οι διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών. Καιτούτο διότι η αυτονομία των μουσουλμανικών κοινοτήτων, την οποία εγγυάται το άρθρο 11 της Συνθήκης των Αθηνών, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η εκλογή των θρησκευτικών αρχηγών των μουσουλμανικών κοινοτήτων από τα μέλη της οικείας κοινότητας, την οποία επίσης εγγυάται το παραπάνω άρθρο, δεν συμβιβάζεται με το σύστημα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της
17 of 23 18/4/2017 2:33 μμ Λωζάνης, η οποία στήριξε, όπως προεκτέθηκε, την προστασία των μειονοτήτων στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλομένων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ειδικότερα η παραπάνω διάταξη της Συνθήκης των Αθηνών, που θεσπίζει την εκλογή των μουφτήδων από τους μουσουλμάνους της περιφέρειάς τους, περιέχει ρύθμιση αντίθετη με την παραπάνω αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, αφού προβλέπει την εκλογή των θρησκευτικών αρχηγών της μουσουλμανικής μειονότητας από τους μουσουλμάνους της περιφέρειάς τους, ενώ οι θρησκευτικοί και πνευματικοί αρχηγοί (αρχιεπίσκοπος και μητροπολίτες) των ορθόδοξων χριστιανών, ελλήνων υπηκόων, πάντοτε εκλέγονταν και εκλέγονται στην Ελλάδα, κατά το νόμο, χωρίς τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου (βλ. ν. Σ/1852, φ. 25 Α, άρθρο 24 Καταστατικού Νόμου του 1923, φ. 287 Α, άρθρο 10 ν. 5187/1931, φ. 224 Α, άρθρα 10 και 12 ν. 5438/1932, φ. 110 Α, άρθρα 2-11 ν. 1493/1938, φ. 455 Α, άρθρα 16-18 ν. 2170/1940, φ. 5Α, άρθρα 15-17 ν. 671/1943, φ. 324 Α και άρθρα 12-13 ν. 590/1977, φ. 146 Α ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών, του άρθρου 10 του Ν. 2345/1920 και του άρθρου 5 παρ. 2 και 3 της από 24-12-1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, οι μουφτήδες είναι μεν, καταρχήν, θρησκευτικοί λειτουργοί, παραλλήλως όμως ασκούν, ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς τους, δικαιοδοτικά έργα. Επίσης, σύμφωνα με το υπ` αριθμ. 3 πρωτόκολλο, που συνοδεύει τη Συνθήκη των Αθηνών και με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 7 και 11 του Ν. 2345/1920 και 1 παρ. 7 και 4 της παραπάνω πράξης νομοθετικού περιεχομένου, οι μουφτήδες διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι και μάλιστα ανώτατοι. Στην ελληνική όμως έννομη τάξη, υπό το καθεστώς ισχύος όλων των ελληνικών συνταγμάτων (άρθρα 27 και 86 του Συντάγματος 1844, 34 και 87 Σ. 1864, 34 και 87 Σ. 1911, 78 και 91 Σ. 1925, 81 και 94 Σ. 1927, 34 και 87 Σ. 1952 και 87, 88 και 103 Σ. 1975), τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί όσο και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν εκλέγονται από έλληνες πολίτες-εκλογείς αλλά διορίζονται μετά από ειδική διαδικασία επιλογής. Συνεπώς, η εκλογή από μουσουλμάνους, έλληνες υπηκόους, των μουφτήδων, οι οποίοι είναι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, και ασκούν σε ορισμένες υποθέσεις καθήκοντα δικαστικής φύσης θα αποτελούσε σημαντικό ρήγμα στον τρόπο ορισμού των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και των δικαστικών λειτουργών στην ελληνική συνταγματική έννομη τάξη και είναι, προφανώς, ασύμβατη με την παραπάνω αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης, όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων, των ελλήνων υπηκόων της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας με τους λοιπούς έλληνες υπηκόους. 12. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 11 της Συνθήκης των Αθηνών
18 of 23 18/4/2017 2:33 μμ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις "μουσουλμανικές κοινότητες" και εγγυάται την αυτονομία τους (το τρίτο πρωτόκολλο αναγορεύει μάλιστα τις κοινότητες αυτές σε νομικά πρόσωπα). Περαιτέρω το άρθρο αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι Μουφτήδες, "έκαστος εν τη περιφερεία αυτού, θέλουσιν εκλέγεσθαι υπό εκλογέων Μουσουλμάνων", και ότι ως πνευματικοί αρχηγοί των μουσουλμανικών κοινοτήτων θα τελούν "υπό την εξάρτησιν του εν Κωνσταντινουπόλει Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτου, (ο Σεΐχ-ουλ-Ισλάμ είναι μετά το Σουλτάνο, ως Χαλίφης, ο ανώτερος πνευματικός αρχηγός των μουσουλμάνων, είναι δε συγχρόνως και Υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων των μουσουλμάνων και της θρησκευτικής παιδείας τους) περιβάλλοντος τον Αρχιμουφτήν διά της προς ενάσκησιν των καθηκόντων αυτού πνευματικής εγκρίσεως". Το Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτο αποστέλλει στον Αρχιμουφτή "Μανσούριον" (δηλαδή, δίπλωμα απορρέον από το Στουλτάνο ως Χαλίφη, με το οποίο απονέμεται αξίωμα - ο Σουλτάνος είναι και Χαλίφης, δηλαδή ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός όλων των μουσουλμάνων) και "Μουρασελέν" (επίσημη επιστολή, που εκδίδεται από το Σεΐχ-Ουλ-Ισλαμάτο ως καθαρώς πνευματική αρχή, για την πιστοποίηση του διορισμού), που του επιτρέπουν να ασκεί τα καθήκοντά του και να χορηγεί "προς τους άλλους εν Ελλάδι Μουφτήδες το δικαίωμα της δικαιοδοσίας και της εκδόσεως φετβάδων" (οι φετβάδες είναι γνωμοδοτήσεις για ζητήματα που αναφέρονται στον Ιερό Νόμο). Ο Αρχιμουφτής διορίζεται από το Βασιλέα των Ελλήνων, ο οποίος τον επιλέγει μεταξύ τριών υποψηφίων που υποδεικνύονται "υπό εκλογικής συνελεύσεως συγκροτουμένης εκ πάντων των εν Ελλάδι Μουφτήδων". Οι ανωτέρω όμως ρυθμίσεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών συναρτώνται άμεσα με δύο θεσμούς, το σύστημα οργάνωσης των μιλλέτ, που περιγράφεται στην όγδοη (8η) σκέψη, και το Χαλιφάτο, θεσμούς οι οποίοι αντιστρατεύονται πλήρως τη λογική του νέου Τουρκικού Εθνικού Κράτους. Προκύπτει επομένωςσαφώς ότι, με τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάνης το νέο Τουρκικό Εθνικό Κράτος είχε την πρόθεση και τη βούληση να μην ισχύουν εφεξής οι παραπάνω διατάξεις της Συνθήκης των Αθηνών, γιατί συνδέονται αφενός μεν με το σύστημα οργάνωσης των μιλλέτ, αφετέρου δε με τη θεοκρατική αντίληψη, με δομές δηλαδή οθωμανικής προέλευσης που πηγάζουν από αντιλήψεις εντελώς ασύμβατες με τις ιδεολογικές συνιστώσες του νέου πολιτικού συστήματος στην Τουρκία και αποδοκιμάστηκαν κατηγορηματικά από το νέο Τουρκικό Κράτος. 13. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, με τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάνης η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν την πρόθεση και τη βούληση να παύσουν να ισχύουν εφεξής οι διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών που προβλέπουν την εκλογή των Μουφτήδων στην Ελλάδα από μουσουλμάνους εκλογείς της περιφέρειάς τους. Η βούληση αυτή των συμβαλλομένων μερών προκύπτει, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στις δύο παραπάνω σκέψεις, α) από την αντίθεση των διατάξεων αυτών του άρθρου 11 προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης, όσον αφορά την