Κώστας Γαβρόγλου, ηµήτρης ιαλέτης, Γιάννης Χριστιανίδης Πανεπιστήµιο Αθηνών Τµήµα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήµης Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο: Η ιστορία των αντιλήψεων για την κίνηση της γης στην αρχαία ελληνική αστρονοµία Αθήνα, Μάιος 2002
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 2 Πίνακας περιεχοµένων 1. Εισαγωγή...3 1.1 Το ιστοριογραφικό πρόβληµα...3 1.2 Ορισµένες µεθοδολογικές επισηµάνσεις...10 1.3 Μια πολύ παλιά ιδέα: η κίνηση της γης...13 1.4 Οι διαφορετικές περίοδοι της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας...18 2. Οι αντιλήψεις των Πυθαγορείων για την κίνηση της γης...22 2.1 Η θέση της γης στα πυθαγόρεια µοντέλα του κόσµου...26 3. Η ελληνική αστρονοµία στην κλασική περίοδο Τα νέα χαρακτηριστικά...49 4. Οι απόψεις του Πλάτωνα για την κίνηση της γης...54 4.1. Το ιστοριογραφικό πρόβληµα...54 4.2 Η κίνηση της γης στον Πλάτωνα...56 4.3 Ορισµένα συµπεράσµατα...75 5. Ο ρόλος του Ευδόξου στη µαθηµατικοποίηση της ελληνικής αστρονοµίας...77 6. Οι αριστοτελικές θέσεις για την ακινησία της γης. H ένταξη της αστρονοµίας στη φυσική...87 7. Ηρακλείδης ο Ποντικός...102 8. Αρίσταρχος ο Σάµιος και ηλιοκεντρισµός...116 8.1. Ο Αρχιµήδης για τον Αρίσταρχο: πρώτη προσέγγιση...117 8.2 Ο Αρχιµήδης για τον Αρίσταρχο: δεύτερη προσέγγιση...125 8.3 Άλλες µαρτυρίες για την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου...131 9. Οι φορείς του νέου λόγου...138 9.1 Φυσικοί και αστρονόµοι στην ελληνιστική περίοδο...141 10. Επίλογος...145
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 3 Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο: Η ιστορία των αντιλήψεων για την κίνηση της γης στην αρχαία ελληνική αστρονοµία All history is a negotiation between familiarity and strengthness Simon Schama 1 1. Εισαγωγή 1.1 Το ιστοριογραφικό πρόβληµα Πολλές φορές στην ιστοριογραφία των επιστηµών ο τρόπος µε τον οποίο οι πρώτοι µελετητές προσδιόρισαν και πραγµατεύτηκαν ένα θέµα έχει οριοθετήσει και παγιοποιήσει τις µεθόδους και το ερµηνευτικό περίγραµµα εντός του οποίου, και µε βάση το οποίο, εργάστηκαν και όλοι οι επόµενοι. Η επιλογή και ο τρόπος ανάγνωσης των πηγών, αλλά και το ιστοριογραφικό πλαίσιο µε βάση το οποίο επιχειρείται η ερµηνεία τους, παραµένουν συχνά δεσµευµένα στα ερωτήµατα που οι αρχικοί µελετητές έθεσαν. Αυτό ως έναν βαθµό είναι αναπόφευκτο, πρέπει να παρατηρήσουµε όµως ότι µαζί µε τα εξαιρετικά δείγµατα ιστορικής έρευνας που έχει δώσει, έχει οδηγήσει επίσης σε αναχρονιστικές αναγνώσεις και σε αναποτελεσµατικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις γεγονότων του πρόσφατου ή του απώτερου παρελθόντος. Τυπικό παράδειγµα του παραπάνω φαινοµένου αποτελούν στη διεθνή αλλά και στην ελληνική βιβλιογραφία (µε διαφορετικό τρόπο στην κάθε µία) οι µελέτες για τον Αρίσταρχο τον Σάµιο και την ιστορία του ηλιοκεντρισµού. Οι πρώτοι ιστορικοί των επιστηµών, στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθόρισαν µε 1 S. SCHAMA: «Clio at the multiplex», The New Yorker, 19 January 1998, σ. 40.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 4 τις κλασικές πλέον µελέτες τους 2 τα βασικά ερωτήµατα προς τα οποία θα έπρεπε, σύµφωνα µε το ιστοριογραφικό πλαίσιο της εποχής τους, να προσανατολιστεί η ιστορική έρευνα για τα δύο αυτά θέµατα. Καθόρισαν ταυτόχρονα τον τρόπο µε τον οποίο πολλοί µεταγενέστεροι ανέγνωσαν τις πηγές προκειµένου να απαντήσουν στα ερωτήµατα αυτά. Ένα από τα πιο αξιοσηµείωτα χαρακτηριστικά του έργου πολλών ιστορικών των ιδεών είναι ότι θεωρούν συχνά πως το διαισθητικά αληθινό ως προς τη λειτουργία της φύσης είναι ταυτόχρονα και διαχρονικό. Με βάση αυτή την ιδιαίτερα προβληµατική αρχή, οι ιστορικοί αυτοί συνθέτουν µια εικόνα του παρελθόντος η οποία είναι µεν βολική και σύµφωνη προς τις «προσδοκίες» τους για το παρελθόν, αλλά πολλές φορές είναι εξ ίσου προβληµατική όπως και η αρχή στην οποία βασίζεται. Γι αυτούς τους ιστορικούς, η υιοθέτηση στην αρχαιότητα των απόψεων για την κίνηση της γης δηλώνει, µε τον πιο δραµατικό ίσως τρόπο, µια ιδιόµορφα αντιφατική συµπεριφορά των ανθρώπων. Έτσι πολλές από τις µελέτες για τις κοσµολογικές απόψεις των Πυθαγορείων, του Ηρακλείδη του Ποντικού, του Αρίσταρχου του Σάµιου, καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι οι απόψεις αυτών των στοχαστών ήταν περιθωριακές και οι ίδιοι ήταν ένα είδος «ανώµαλων σηµείων» σε µια τοπολογία όπου η διαισθητικά αληθινή γεωκεντρική θεώρηση του σύµπαντος ήταν κυρίαρχη. Τα συµπεράσµατα αυτά έχουν σχεδόν πάντοτε και ένα συµπληρωµατικό στοιχείο: η αποδοχή της κίνησης της γης, µέσα από την Επιστηµονική Επανάσταση του 16ου και του 17ου αιώνα, αποδίδεται, τελικά, στην ωρίµανση των ανθρώπων, που µπορούν (ανεξάρτητα από όποιες µεταφυσικές δεσµεύσεις) να συλλαµβάνουν φυσικές πραγµατικότητες πιο σύνθετες από εκείνες των αρχαίων. Η επιχειρηµατολογία που θα αναπτύξουµε σε αυτή την εργασία οδηγεί σε ορισµένα νέα συµπεράσµατα σε σύγκριση µε τα παραπάνω. Όπως θα δούµε, οι απόψεις για την κίνηση της γης δεν ήταν περιθωριακές. Τα «ανώµαλα σηµεία» ήταν, ενδεχοµένως, οι εντονότερες εκφράσεις µιας µόνιµης και νόµιµης παρουσίας των ιδεών για την κίνηση της γης. Οι ιδέες αυτές φαίνεται ότι είχαν οπαδούς και απευθύνονταν σε ακροατήρια που τις αντιµετώπιζαν µε συµπάθεια. Τόσο το πλατωνικό εγχείρηµα για την καθιέρωση ενός 2 T.H. MARTIN: Mémoires sur l histoire des hypothèses astronomiques chez les Grecs et les Romains. Mémoires de l Académie des Inscriptions et des Belles-Lettres, t. XXX, 2 e partie, 1881 P. TANNERY: Recherches sur l histoire de l Astronomie ancienne. Mémoires de la Société des sciences physiques et naturelles de Bordeaux, 4 e série, t. I, 1893 J.V. SCHIAPARELLI: Origine del sistema planetario eliocentrico presso i Greci. Memorie del R. Instituto Lombardo di Scienze e Lettere. Classe di Scienze matematiche e naturali, t. XVIII, 1898 J.L.E. DREYER: A History of Astronomy from Thales to Kepler. New York, 1953. (Πρώτη έκδοση, µε τον τίτλο History of the Planetary Systems from Thales to Kepler, 1906) T.L. HEATH: Aristarchus of Samos, the Ancient Copernicus. New York, 1981. (Πρώτη έκδοση, 1913)
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 5 γεωκεντρικού σύµπαντος όσο και το ανανεωµένο εγχείρηµα του Αριστοτέλη να στηρίξει το σύστηµά του σε φυσικές αρχές, δεν φαίνεται ότι κατάφεραν να συγκροτήσουν το συναινετικό πλαίσιο για τη συζήτηση των αστρονοµικών προβληµάτων, κάτι που έγινε πολύ αργότερα τον 2ο µ.χ. αιώνα µε τη δηµοσίευση της Μαθηµατικής συντάξεως του Πτολεµαίου. Το ζήτηµα του Αρίσταρχου, ειδικότερα, προσεγγίστηκε από την παραδοσιακή ιστοριογραφία, κυρίως, ως ένα πρόβληµα πρόδροµου δηµιουργού µιας παραγνωρισµένης, στην εποχή της, επιστηµονικής θεωρίας, που έµελλε να επανεµφανιστεί και να θριαµβεύσει πολλές εκατονταετίες αργότερα. Ο Αρίσταρχος αντιµετωπίστηκε και µελετήθηκε συστηµατικά µε αναφορά στο ιστοριογραφικό πλαίσιο που δηµιουργούσε η κατοπινή δηµοσίευση του έργου του Κοπέρνικου (1473-1543) 3 και όχι στο ιστορικό περίγραµµα της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας των πρώιµων ελληνιστικών χρόνων. Ήταν ο «αρχαίος Κοπέρνικος», όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται ακόµα και στον τίτλο του έργου του Heath (Aristarchus of Samos, the Ancient Copernicus). Φυσικό επακόλουθο µιας τέτοιας προσέγγισης ήταν να αντιµετωπισθεί ευθύς εξαρχής το θέµα «Αρίσταρχος» ως ένα «ανώµαλο σηµείο», ως µια ειδική, ιδιοφυής αλλά, τελικά, µη επιδεχόµενη ερµηνείας περίπτωση στην ιστορία της ελληνικής επιστήµης. Η προσέγγιση αυτή γόνιµη και απολύτως κατανοητή στο συγκεκριµένο ιστοριογραφικό πλαίσιο των αρχών του 20ού αιώνα µε την πάροδο του χρόνου, και στην πιο απλοϊκή µορφή της, αποτέλεσε ένα από τα τυπικά παραδείγµατα του µύθου των «ιδιοφυών αλλά παραγνωρισµένων στοχαστών». ηλαδή των στοχαστών που αποκοµµένοι από τις «προκαταλήψεις» της εποχής τους δηµιουργούν εκ του µηδενός ιδέες που παρά το ότι αρχικά θα αγνοηθούν (ενδεχοµένως και θα καταδιωχθούν), τελικά θα δικαιωθούν µετά από πολλούς αιώνες. Ο µύθος του «παραγνωρισµένου πλην όµως φωτισµένου» επιστήµονα παραµένει εξαιρετικά θελκτικός στο πλαίσιο µιας απλοϊκής, ιδεολογικής ως επί το πλείστον, χρήσης της ιστορίας των επιστηµών, αλλά έχει πια αποκλειστεί ως ερµηνευτική υπόθεση από τη σύγχρονη ιστοριογραφία των επιστηµών. εν µπορεί λοιπόν να αποτελεί ερµηνευτική βάση για τη µελέτη της δράσης και του έργου του Αρίσταρχου. Παρόµοιο είναι το ιστοριογραφικό περίγραµµα που έχει δηµιουργηθεί και για το δεύτερο από τα θέµατα που αναφέραµε παραπάνω, δηλαδή για τον ηλιοκεντρισµό και 3 N. COPERNICUS: De revolutionibus orbium coelestium. Nuremberg, 1543.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 6 την ιστορία του στην αρχαία Ελλάδα. Λίγο ως πολύ η ηλιοκεντρική υπόθεση αντιµετωπίστηκε σαν να ήρθε από το «πουθενά» και σαν να κατέληξε στο «πουθενά». Υπήρξε η ιδιοφυής δηµιουργία ενός ανθρώπου, του Αρίσταρχου (ή, σύµφωνα µε ορισµένους, του Ηρακλείδη του Ποντικού), που γεννήθηκε εκ του µηδενός, χωρίς να εδράζεται σε καµιά παράδοση, χωρίς να βασίζεται σε κανένα παρατηρησιακό δεδοµένο, χωρίς ακροατήριο και γι αυτό όχι µόνο παρέµεινε «ιδιότυπη» και περιθωριακή αλλά αντιµετωπίστηκε ως ασεβής και αιρετική. Μια ανορθόδοξη αστρονοµική υπόθεση λοιπόν, που, ξαφνικά, έφερε αναστάτωση στις καθιερωµένες αντιλήψεις για τον κόσµο ώσπου στη συνέχεια να ξεχαστεί. Επιπλέον η ηλιοκεντρική υπόθεση µελετήθηκε πάντα στην τελική υποτίθεται πιο ολοκληρωµένη µορφή της και όχι στις διαδοχικές µεταλλάξεις της µέσα στα διαφορετικά αστρονοµικά και φιλοσοφικά προγράµµατα που εκτυλίσσονταν στις διαδοχικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, ως µια συνεχή διαδοχή µη γεωκεντρικών ή µη γεωστατικών µοντέλων του κόσµου. Το αποτέλεσµα µιας τέτοιας θεώρησης ήταν το (πρωτοεµφανιζόµενο ίσως µε τον Αρίσταρχο) δευτερεύον χαρακτηριστικό της, δηλαδή η τοποθέτηση του ήλιου στη θέση του κεντρικού σώµατος του πλανητικού συστήµατος να επισκιάσει το πρωτεύον και κύριο χαρακτηριστικό των απόψεων αυτών, που ήταν η κίνηση της γης. Αυτό το πρωτεύον, το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των απόψεων, δηλαδή η κίνηση της γης κίνηση που µπορεί να έχει τη µορφή της περιφοράς γύρω από κάποιο κεντρικό σώµα ή σηµείο, ή της περιστροφής γύρω από τον άξονα της, είναι ακριβώς το ενοποιητικό στοιχείο, η αόρατη κόκκινη κλωστή που επιτρέπει στον ιστορικό της αστρονοµίας να παρακολουθήσει τις µεταλλαγές και τις διαφορετικές µορφές που η ίδια βασική αντίληψη της κινούµενης γης πήρε στα πλαίσια των διαφορετικών αστρονοµικών προγραµµάτων που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Αυτά τα ιστοριογραφικά-ερµηνευτικά πλαίσια που από την αρχή διαµορφώθηκαν, σε πολλές περιπτώσεις ίσως όχι µε τόσο ρητό τρόπο όσο αυτός που περιγράψαµε, ήταν φυσικό να προσδιορίσουν τα ιστορικά ερωτήµατα, τόσο αυτά που θεωρήθηκε ότι εκ προοιµίου είχαν απαντηθεί όσο και εκείνα που έπρεπε να απαντηθούν από την ιστορική έρευνα και τη µελέτη των πηγών. Θεωρήθηκε λοιπόν ως δεδοµένο ότι έχουµε να κάνουµε µε έναν παραγνωρισµένο αλλά ιδιοφυή στοχαστή, που µέσα σε ένα εχθρικό για τις απόψεις του περιβάλλον δηµιούργησε υποθέσεις που σχεδόν κανείς σύγχρονός του δεν κατανόησε και γι αυτό στην καλύτερη περίπτωση αγνοήθηκαν και στη χειρότερη καταδιώχθηκαν. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία τα κυριότερα από τα ερωτήµατα που όφειλαν να απαντηθούν ήταν τα εξής:
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 7 Ποιες ακριβώς ήταν οι τεχνικές λεπτοµέρειες της ηλιοκεντρικής υπόθεσης του Αρίσταρχου και σε ποιο βαθµό είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές; Πώς συνέλαβε τις ιδιοφυείς αυτές υποθέσεις που δεν είχαν προηγούµενο στην ιστορία της αστρονοµίας; Πώς τόλµησε να τις εκφράσει µέσα σε έναν εχθρικό φιλοσοφικό και επιστηµονικό περίγυρο; Η υπόθεση που διατύπωσε, ταυτίζεται µε το ηλιοκεντρικό σύστηµα του Κοπέρνικου; Και, τέλος: Ο Κοπέρνικος γνώριζε την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου; Μήπως το δικό του σύστηµα δεν ήταν τελικά τίποτα περισσότερο από µια απλή επανάληψη των ιδεών του Αρίσταρχου, γεγονός που φρόντισε δόλια να αποκρύψει; Η διεθνής ιστοριογραφία της ιστορίας των επιστηµών ασχολήθηκε συστηµατικά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα µε τα τρία πρώτα ερωτήµατα (κυρίως µε το πρώτο) και σε πολύ µικρότερο βαθµό µε το τέταρτο, σε αντίθεση µε την ελληνική βιβλιογραφία που επικεντρώθηκε και εξακολουθεί να µένει επικεντρωµένη µε λανθασµένο τρόπο στο τέταρτο ερώτηµα 4. Όπως ήταν φυσικό ο τρόπος ανάγνωσης και ερµηνείας των πηγών καθορίστηκαν αυστηρά από το πρώτο και εν µέρει από το δεύτερο από τα παραπάνω ερωτήµατα. Για το τρίτο ερώτηµα πολύ σύντοµα έγινε αποδεκτό ότι ήταν άνευ περιεχοµένου, δεδοµένου ότι ο Κοπέρνικος είχε πραγµατευθεί την ηλιοκεντρική υπόθεση χρησιµοποιώντας τις έννοιες, τη µεθοδολογία και της γεωµετρικές µεθόδους της πτολεµαϊκής αστρονοµίας, που ο Αρίσταρχος δεν γνώριζε. Μια τέτοια ανάγνωση υπήρξε για πολλά χρόνια αρκετά γόνιµη, γιατί χάρη σε αυτή προσδιορίστηκαν και µελετήθηκαν όλες οι πηγές που αναφέρονται στον Αρίσταρχο. Αποκορύφωµα και συνθετικό επιστέγασµα των επιµέρους ερευνών υπήρξε το έργο του Heath που έχουµε µνηµονεύσει και µε το οποίο έκλεισε ουσιαστικά ο πρώτος αυτός κύκλος των ερευνών. 4 εν θα επεκταθούµε στην ανάλυση των λόγων αυτής της έντονης διαφοροποίησης, παρά το ότι παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αναφέρουµε απλώς ότι πολλοί Έλληνες αστρονόµοι (και όχι µόνο) µε ανησυχίες και ενδιαφέροντα που εµπίπτουν στην ιστορία των επιστηµών, θεώρησαν σκόπιµο µε άρθρα τους να «αποδείξουν» επαναλαµβάνοντας διαρκώς αναµασηµένα και ελαφρώς µεταλλαγµένα τα επιχειρήµατα του Ε. Αντωνιάδη (βλ. τα άρθρα του «Ηλιοκεντρικόν σύστηµα» και «Κοπέρνικος» στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια) ότι ο Κοπέρνικος αντέγραψε τον Αρίσταρχο και το απέκρυψε δόλια. Για µια σύγχρονη και επιστηµονικά θεµελιωµένη απάντηση στο τέταρτο αυτό ερώτηµα παραπέµπουµε τον αναγνώστη στο άρθρο του Owen Gingerich, «Did Copernicus owe a debt to Aristarchus?» (Journal for the History of Astronomy, τ. 16, 1985, σ. 37-42.)
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 8 Πολύ συνοπτικά µπορούµε να πούµε ότι τα κυριότερα συµπέρασµα αυτού του πρώτου κύκλου ήταν τα εξής: Είναι ιστορικά τεκµηριωµένο ότι ο Αρίσταρχος ο Σάµιος είχε δηµιουργήσει και ανακοινώσει ευρύτερα ένα είδος ηλιοκεντρικής υπόθεσης για την κίνηση της γης. Στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η γη περιφερόταν γύρω από τον ακίνητο ήλιο. Ακίνητοι παρέµεναν και οι απλανείς αστέρες. εν γνωρίζουµε όµως και δεν είναι δυνατόν να εξακριβώσουµε από τις υπάρχουσες πηγές τις λεπτοµέρειες της κίνησης της γης. Επίσης δεν είναι βέβαιο τι προέβλεπε η ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου για την κίνηση των άλλων πλανητών. Μετά την έκδοση του βιβλίου του Heath το θέµα έπαψε ουσιαστικά να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ελάχιστες προσθήκες υπήρξαν από τους νεότερους ερευνητές στην εικόνα που είχε ήδη διαµορφωθεί. Κυρίως µελετήθηκε ξανά και εξαντλητικά η αξιοπιστία και η ορθότητα της φιλολογικής ανάγνωσης των πηγών και γράφτηκαν ορισµένα άρθρα επισκόπησης. Είναι προφανές ότι η έρευνα µε βάση το συγκεκριµένο ιστοριογραφικό πλαίσιο είχε φτάσει στα όριά της. Στα χρόνια που ακολούθησαν κανείς δεν σκέφθηκε να επανεξετάσει τις υποθέσεις που θεωρήθηκαν αυτονόητα ως αληθείς και οι οποίες καθόρισαν το αρχικό ιστοριογραφικό πλαίσιο. ηλαδή κανείς δεν προσπάθησε να απαντήσει σε ερωτήµατα άλλου τύπου, όπως: Ήρθε πράγµατι η ηλιοκεντρική υπόθεση από το «πουθενά» και κατέληξε στο «πουθενά»; Υπήρξε πράγµατι απλώς η ιδιοφυής δηµιουργία ενός ανθρώπου, µια δηµιουργία εκ του µηδενός, που δεν εδράστηκε σε καµιά παράδοση, που δεν βασίστηκε σε κανένα παρατηρησιακό δεδοµένο, που γεννήθηκε σε ένα εχθρικό περιβάλλον, χωρίς να έχει το δικό της ακροατήριο; Παρέµεινε πράγµατι «ιδιότυπη» και περιθωριακή και αντιµετωπίστηκε ως ασεβής και αιρετική; Το ερέθισµα για την εκ νέου διατύπωση, µε τη µορφή ερωτηµάτων, των θεωρούµενων µέχρι πρότινος ως αναµφισβήτητων ιστορικών πορισµάτων και ταυτόχρονα την αφορµή για µια νέα θεώρηση της περιόδου, µας έδωσε µια «άλλη» ανάγνωση του σχετικού µε την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου χωρίου από τον Ψαµµίτη του Αρχιµήδη 5. Ανακαλύψαµε ότι ο τρόπος που η ηλιοκεντρική υπόθεση αντιµετωπίζεται από τον 5 Βλ. παρακάτω, κεφ. 8.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 9 Αρχιµήδη σε αυτό το πολύ σηµαντικό ιστορικό τεκµήριο κάθε άλλο παρά µπορεί να ενταχθεί στο ερµηνευτικό πλαίσιο που έχει καθιερώσει η παραδοσιακή ιστοριογραφία της επιστήµης για τη µελέτη και την κατανόησή της. Μέσα από ένα νέο ιστοριογραφικό πλαίσιο που καθόριζε και µια νέα ανάγνωση των πηγών, η έρευνά µας κατέληξε σε µια σειρά νέα συµπεράσµατα, τα κυριότερα των οποίων παρουσιάζουµε στη µελέτη αυτή. Στις σελίδες που ακολουθούν θα δείξουµε ότι η παραδοσιακή ιστοριογραφία, επηρεασµένη έντονα από τον κυρίαρχο ρόλο που απέκτησε ο αριστοτελισµός στη δυτική µεσαιωνική σκέψη, έχει υποτιµήσει ή και αγνοήσει συστηµατικά πηγές και ιστορικά τεκµήρια που αναδεικνύουν την πολυµορφία, τον ρόλο αλλά και το εξαιρετικό ενδιαφέρον των «µη αριστοτελικών» εκφάνσεων της αρχαιοελληνικής επιστήµης, ιδιαίτερα στον τοµέα της αστρονοµίας, κατά την πρώιµη ελληνιστική περίοδο. Θα επιχειρηµατολογήσουµε ώστε να γίνει κατανοητό ότι το έργο του Αρίσταρχου δεν αποτελεί «ανώµαλο σηµείο» στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας, δεν είναι το παραγνωρισµένο, και στην εποχή του ακόµα, επίτευγµα ενός ιδιοφυούς στοχαστή αλλά µια από τις τελευταίες, ίσως, και πιο ολοκληρωµένες εκφάνσεις µιας αστρονοµικής παράδοσης κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η κινούµενη γη, που παρέµεινε ζωντανή για αιώνες στον αρχαιοελληνικό χώρο. Ταυτόχρονα θα προτείνουµε ένα νέο ερµηνευτικό πλαίσιο το οποίο οδηγεί στην ανάγκη µιας νέας συστηµατικής ανάγνωσης των σχετικών µε την αστρονοµία των πρώτων ελληνιστικών χρόνων πηγών. Θα υποστηρίξουµε ότι πρόκειται για µια περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από την εµφάνιση και συγκρότηση µιας νέας κουλτούρας τόσο στη διατύπωση µαθηµατικών θεωριών, όσο και στη χρήση των νέων αυτών µαθηµατικών θεωριών στην αστρονοµία, µιας κουλτούρας η οποία δεν µένει ανεπηρέαστη από µια προϋπάρχουσα και συνεχώς εξελισσόµενη κουλτούρα των παρατηρήσεων. Η έµφαση στην ποσοτικοποίηση και την αριθµητικοποίηση που παρατηρείται στα µαθηµατικά αυτή την περίοδο, συνδέεται αδιάσπαστα µε τις περαιτέρω βελτιώσεις και τροποποιήσεις των µετρητικών και παρατηρησιακών µεθόδων. Το αποτέλεσµα αυτής της σύνθετης διαδικασίας δεν ήταν µόνο η ανάπτυξη νέων µαθηµατικών και παρατηρησιακών τεχνικών αλλά και η διαµόρφωση µιας νέας νοοτροπίας, µιας νέας αντίληψης και, πάνω απ όλα, ενός νέου τρόπου επιστηµονικής σκέψης, δηλαδή η δηµιουργία ενός νέου λόγου, εντός του οποίου στάθηκε δυνατή για µεγάλο χρονικό διάστηµα η συνύπαρξη γεωκεντρικών και µη γεωκεντρικών συστηµάτων και, βέβαια, η δηµιουργία και σε τελική ανάλυση η νοµιµοποίηση στα πλαίσια µετρητικών αστρονοµικών προγραµµάτων της ηλιοκεντρικής υπόθεσης του Αρίσταρχου.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 10 1.2 Ορισµένες µεθοδολογικές επισηµάνσεις Όπως έχουµε αναφέρει, το σύνολο σχεδόν των ιστορικών της επιστήµης που ασχολήθηκαν µε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου υποστήριξαν ότι η διατύπωσή της υπήρξε ένα «ανώµαλο σηµείο» στην ιστορία της επιστήµης, άξιο θαυµασµού ως ιδέα που γεννήθηκε ξαφνικά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο παρατηρησιακό δεδοµένο, χάρη στην ιδιοφυΐα ενός ατόµου, σε ένα περίγυρο ιδεών ξένων και εχθρικών, που από την αρχή την απέρριψε ως αφύσικη, λανθασµένη και ανίερη. ηµιουργήθηκε έτσι, χωρίς ίσως να ειπωθεί ποτέ ρητά, η πεποίθηση ότι στην ιστορία της ελληνικής αστρονοµίας κάθε άλλη ιδέα για τη δοµή του κόσµου πέραν της γεωκεντρικής / γεωστατικής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, περιθωριακή και ανορθόδοξη, και ουδέποτε ελήφθη σοβαρά υπόψη. 6 Όµως µια νέα και συστηµατική ανάγνωση των πηγών δεν επιβεβαιώνει την κρίση αυτή. Από την περίοδο της ακµής της Πυθαγόρειας Σχολής µέχρι σχεδόν τον 1ο µ.χ. αιώνα η γεωκεντρική και γεωστατική αντίληψη του κόσµου, µε τα ουράνια σώµατα να κείνται επάνω σε περιστρεφόµενες οµόκεντρες σφαίρες στο κοινό κέντρο των οποίων βρίσκεται η ακίνητη γη, αν και ήταν κυρίαρχη µεταξύ των αστρονόµων και των φιλοσόφων, δεν ήταν ωστόσο η µοναδική. Παράλληλα προς αυτήν υπήρχαν και άλλες αντιλήψεις για τη δοµή του κόσµου, κύριο κοινό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η κινούµενη (µε τη µορφή της περιστροφής ή/και της περιφοράς) γη. Θα πρέπει να διευκρινίσουµε στο σηµείο αυτό ότι η κινούµενη γη συνιστά το κύριο, το πρωταρχικό χαρακτηριστικό ενός µη γεωκεντρικού / γεωστατικού συστήµατος. Η κίνηση αυτή µπορεί να έχει δύο µορφές: την περιστροφή γύρω από τον άξονά της (που ουσιαστικά ακυρώνει την περιστροφή της ουράνιας σφαίρας) και την περιφορά γύρω από ένα κέντρο (που δεν ταυτίζεται κατ ανάγκη µε τον ήλιο ή µε κάποιο άλλο υπαρκτό ουράνιο σώµα). Για λόγους που θα αναπτύξουµε στο έκτο κεφάλαιο η πρώτη από τις 6 Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα παραδείγµατα: «Αυτό [δηλ. η περιγραφή του ηλιοκεντρισµού του Αρίσταρχου από τον Αρχιµήδη] είναι καταπληκτικό, και δεν θα το πιστεύαµε αν η πληροφορία προερχόταν από άλλη πηγή» (G. SARTON: Hellenistic science and culture in the last three centuries B.C., New York, 1993, σ. 57). «Αλλά, κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, έκανε την εµφάνισή του ένα έργο το οποίο έφερε αναστάτωση στις παραδεκτές αντιλήψεις αν και δεν έµεινε στην αφάνεια, το ηλιοκεντρικό σύστηµα του Αρίσταρχου δεν έτυχε καµιάς αποδοχής µόνο ένας αστρονόµος του 2ου π.χ. αιώνα, που ονοµαζόταν Σέλευκος φαίνεται ότι το έκανε αποδεκτό» (η έµφαση δική µας) (J. BEAUJEU: «Astronomie et géographie mathématique», στο: R. TATON, επιµ.: Histoire générale des sciences, τ. I: La science antique et médiévale des origines à 1450, Paris, 1994, σ. 356 & 358).
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 11 κινήσεις αυτές είναι και η πιο ουσιαστική, γιατί σύµφωνα µε τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της φύσης στην αρχαιοελληνική σκέψη η περιστροφή της γης οδηγεί νοµοτελειακά σχεδόν και στην περιφορά της 7. Αν λοιπόν θέλουµε να ανακαλύψουµε τις αντιλήψεις που αποτελούν τους προδρόµους του ηλιοκεντρικού µοντέλου του Αρίσταρχου πρέπει να µελετήσουµε συστηµατικά τις αντιλήψεις που προέβαλαν την ιδέα µιας γης η οποία κινείται µε οποιαδήποτε από τις δύο παραπάνω µορφές κάτι που όλως παραδόξως δεν έχει γίνει ποτέ ως τώρα από εκείνη την τάση της, ελληνικής κυρίως, ιστοριογραφίας που επιµένει να προσεγγίζει τον Αρίσταρχο ως πρόδροµο δηµιουργό του κοπερνίκειου ηλιοκεντρικού συστήµατος. Θα παραθέσουµε αναλυτικά τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψής µας ότι οι αντιλήψεις αυτές για αρκετούς αιώνες συγκρότησαν ένα πλαίσιο ιδεών αρκετά πειστικό, στα πλαίσια τουλάχιστον ορισµένων προγραµµάτων, για ένα ορισµένο ακροατήριο. Στο εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο θα αρκεστούµε στην παράθεση των σπουδαιότερων από τα στοιχεία αυτά ώστε να σχηµατισθεί µια γενική εικόνα του ιστορικού διαστήµατος που θα µας απασχολήσει σε αυτή τη µελέτη. Όπως αναφέραµε, το φαινόµενο της ανάγνωσης των πηγών µε ένα επιλεκτικό και αναχρονιστικό τρόπο δεν είναι σπάνιο στην ιστορία της επιστήµης. Η ανάγνωση των πηγών επηρεάζεται από τα ερωτήµατα που έχουν ήδη τεθεί από τους ιστορικούς και για την απάντηση των οποίων επιλέγονται οι συγκεκριµένες πηγές. Επηρεάζεται επίσης από το ιστοριογραφικό πλαίσιο που υιοθετούν οι ιστορικοί της επιστήµης αλλά και από τις προκαταλήψεις µε τις οποίες συχνά προσεγγίζουν τις πηγές. Η ιστορία των επιστηµών στην αρχαία Ελλάδα διαµορφώθηκε µέσα από µεγάλες συνθετικές µελέτες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Το ιστοριογραφικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε τότε ήταν έντονα επηρεασµένο από την πεποίθηση ότι η κυριαρχία του αριστοτελισµού στις φυσικές επιστήµες ήταν απόλυτη σε όλο το διάστηµα µετά την κλασική περίοδο. Κάτι τέτοιο, όµως, δεν ίσχυε στην εποχή που εξετάζουµε. Πρόκειται, όπως αναφέρθηκε, για την προβολή της λειτουργίας και του ρόλου του αριστοτελισµού του µεσαίωνα στην 7 Αυτός είναι ο λόγος που τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πτολεµαίος αργότερα αναπτύσουν σωρεία επιχειρηµάτων εναντίον της περιστροφής της γης, ενώ ασχολούνται ελάχιστα µε επιχειρήµατα εναντίον της περιφοράς της γης. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που ο Κοπέρνικος, πολλούς αιώνες αργότερα, στη δική του εισαγωγή στο De revolutionibus, επιχειρηµατολογεί τόσο συστηµατικά για την περιστροφή της γης.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 12 αρχαιότητα και συγκεκριµένα στην περίοδο που ακολούθησε αµέσως µετά τον θάνατό του. Η αναχρονιστική αυτή αντιµετώπιση των ιδεών το να θεωρείται δηλαδή ότι η λειτουργία αλλά και το νόηµα ορισµένων ιδεών παραµένουν αναλλοίωτα στους αιώνες είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό µεθοδολογικό λάθος. Ειδικά στην περίπτωση του αριστοτελισµού η εξοµοίωση της λειτουργίας και του ρόλου του στην ελληνιστική περίοδο και στην περίοδο του µεσαίωνα, δεν παίρνει υπόψη τα διαφορετικά ιδεολογικά, θρησκευτικά, πολιτισµικά, θεσµικά αλλά και υλικά περιβάλλοντα στα οποία λειτουργούσε ο αριστοτελισµός στον µεσαίωνα και στην αρχαιότητα. εν παίρνει επίσης υπόψη της την εννοιολογική µετατόπιση που οι ίδιες ιδέες υφίστανται στα πλαίσια διαφορετικών επιστηµονικών προγραµµάτων αλλά και της διαφορετικής λειτουργίας αυτής της ίδιας της επιστηµονικής δραστηριότητας. Μέσα στο αναχρονιστικό αυτό πλαίσιο υποστηρίζουµε ότι υποτιµήθηκαν συστηµατικά όλα τα ιστορικά στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψής µας ότι οι κοσµολογικές αντιλήψεις µε βασικό συστατικό στοιχείο την κινούµενη γη ήταν τουλάχιστον για δύο-τρεις αιώνες όχι µόνο νόµιµες και αποδεκτές από αξιόλογα ακροατήρια αλλά και απολύτως απαραίτητες στα πλαίσια µιας «µετρητικής-αστρονοµικής» δραστηριότητας που αναπτύχθηκε σε αυτή την περίοδο και απέβλεπε όχι µόνο στη γεωµετρική περιγραφή του κόσµου αλλά και στον προσδιορισµό των διαστάσεών του. Μόνο αν, στο πλαίσιο της νέας αυτής θεώρησης, µελετήσουµε συστηµατικά την εξέλιξη και τους µετασχηµατισµούς των αντιλήψεων αυτών, είναι δυνατόν να κατανοήσουµε τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξαν στη γέννηση της νέας αστρονοµίας που διαµορφώνεται στους ελληνιστικούς χρόνους. Ας συνοψίσουµε: Στο ιστοριογραφικό πλαίσιο που είχε καθιερώσει η παραδοσιακή ιστοριογραφία της αρχαίας ελληνικής επιστήµης, η πολυµορφία των εκφάνσεων της αρχαίας ελληνικής σκέψης υποτιµήθηκε ή παραβλέφθηκε εντελώς. Μια διαφορετική ανάγνωση των πηγών µας οδηγεί και εδώ (όπως και στην περίπτωση του Αρίσταρχου) σε ριζικά διαφορετικά συµπεράσµατα από αυτά στα οποία έχει καταλήξει η παραδοσιακή ιστοριογραφία. Με δεδοµένο δε το µόνιµο και εξαιρετικά σοβαρό πρόβληµα της ποσοτικής ανεπάρκειας των πηγών που αντιµετωπίζουµε στη µελέτη της αρχαίας επιστήµης, µόνο η διατύπωση νέων ερωτηµάτων µπορεί να οδηγήσει σε µια διαφορετική ανάγνωσή τους Τέτοια ερωτήµατα είναι κατά τη γνώµη µας τα παρακάτω:
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 13 Είµαστε σε θέση να τεκµηριώσουµε τη συνεχή παρουσία των απόψεων για την κίνηση της γης σε όλη την περίοδο από τους Πυθαγορείους µέχρι τον Αρίσταρχο; Πέραν της συνεχούς παρουσίας αυτών των ιδεών, είναι δυνατόν να αναδείξουµε χαρακτηριστικά που πιστοποιούν τη νοµιµότητά τους 8 ως ρεύµατος σκέψης για τη διερεύνηση της δοµής του σύµπαντος; Η συνεχής παρουσία αυτών των ιδεών ήταν απλώς αποτέλεσµα αδράνειας (λόγω της οποίας επιβιώνουν συχνά ιδέες του παρελθόντος) ή υπήρχαν οι αντίστοιχοι εκφραστές και τα αντίστοιχα ακροατήρια που απαιτούσαν έναν πειστικό αντίλογο στις απόψεις για την κίνηση της γης; Μπορούµε να ανιχνεύσουµε τα χαρακτηριστικά αυτού του διαλόγου; Μπορούµε να διακρίνουµε τα χαρακτηριστικά του πλαισίου εντός του οποίου στάθηκε δυνατή η συνύπαρξη, ως νόµιµων, δύο τόσο διαφορετικών απόψεων; 1.3 Μια πολύ παλιά ιδέα: η κίνηση της γης Η ιδέα της κινούµενης γης, στον αρχαιοελληνικό τουλάχιστον κόσµο, οφείλεται εξ όσων σήµερα γνωρίζουµε, στους Πυθαγορείους. Ο Φιλόλαος, ένας από τους σπουδαιότερους Πυθαγορείους φιλοσόφους του τέλους του 5ου π.χ. αιώνα, υποστήριζε ότι τόσο ο ήλιος όσο και η γη περιστρέφονται γύρω από το ίδιο κέντρο (το κεντρικό πυρ). Αν και δεν γνωρίζουµε τις λεπτοµέρειες των κινήσεων που απέδιδε στα δύο σώµατα, είναι βέβαιο ότι η θεωρία του µπορούσε να ερµηνεύσει, ποιοτικά τουλάχιστον, τη φαινόµενη περιστροφή της ουράνιας σφαίρας. Οι απόψεις του αµφισβητήθηκαν από τους αντιπάλους του όχι λόγω της κινούµενης γης που προέβλεπε αλλά λόγω της αδυναµίας να παρατηρήσει κανείς το κεντρικό πυρ. Η αδυναµία αυτή, όµως, αποτέλεσε ακριβώς την αιτία για να επινοηθούν νέες θεωρίες τόσο για τη δοµή όσο και για τη λειτουργία του πλανητικού συστήµατος. Ένας άλλος Πυθαγόρειος τον οποίο µνηµονεύουν οι πηγές ως δηµιουργό ενός άλλου µη γεωστατικού συστήµατος, είναι ο Ικέτας από τις Συρακούσες, ο οποίος πρέσβευε, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, ότι ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, και γενικώς ο πέραν της γης κόσµος µένει ακίνητος, και τίποτα άλλο δεν 8 Χρησιµοποιούµε τον όρο «νοµιµότητα» (legitimation) για να δηλώσουµε την ύπαρξη θεωριών, ιδεών, πειραµατικών τεχνικών κ.ά., την εγκυρότητα των οποίων αποδέχεται ένα µέρος µιας επιστηµονικής κοινότητας, και τις οποίες, τα υπόλοιπα µέλη της κοινότητας (παρά τις όποιες διαφωνίες τους) αντιµετωπίζουν ως δυνατές εναλλακτικές προτάσεις µέσα στο γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο, τις γενικές αρχές του οποίου συµµερίζεται η κοινότητα.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 14 κινείται στο σύµπαν εκτός από τη γη. Επειδή δε η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της µε µεγάλη ταχύτητα, για τον λόγο αυτό, υποστήριζε ο Ικέτας, «λαµβάνουν χώρα στον ουρανό τα ίδια ουράνια φαινόµενα, όπως εάν ακίνητη ήταν η γη και κινούµενος ο ουρανός». 9 Αξίζει να σηµειώσουµε ότι το κεντρικό πυρ απουσιάζει από τη θεωρία του Ικέτα, η οποία βασιζόταν µόνο στην παραδοχή ότι η γη κινείται και όλα τα άλλα ουράνια σώµατα, συµπεριλαµβανοµένου και του ήλιου, είναι ακίνητα. Την ίδια άποψη της κινούµενης-περιστρεφόµενης γης αναφέρεται ότι διακήρυσσε επίσης και ένας ακόµα Πυθαγόρειος, ο Έκφαντος από τις Συρακούσες (5ος π.χ. αιώνας). Όπως ο Ικέτας, έτσι και ο Έκφαντος είχε και αυτός εγκαταλείψει την ιδέα του κεντρικού πυρός, η οποία φαίνεται ότι από τις αρχές του 4ου π.χ. αιώνα είχε πάψει πλέον να αποτελεί στοιχείο των θεωρήσεων για τη δοµή του κόσµου. Αυτό πάντως που δεν έπαψε να συµβαίνει είναι ότι µερικά τουλάχιστον µέλη της Σχολής των Πυθαγορείων εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν κοσµικά συστήµατα µε βάση την ιδέα της κινούµενης / περιστρεφόµενης γης, θεωρώντας πως ένα ορισµένο είδος κίνησης της γης ήταν αρκετό για να ερµηνεύσει τουλάχιστον ποιοτικά τα βασικά ουράνια φαινόµενα. Το πιο αξιόλογο γεγονός στην εξέλιξη των µη γεωκεντρικών / γεωστατικών αντιλήψεων στην αστρονοµία ήταν η διατύπωση κατά τον 4ο π.χ. αιώνα, από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό (δηλ. τον Πόντιο), σε ένα νέο όµως πλαίσιο ιδεών και στα πλαίσια ενός διαφορετικού επιστηµονικού προγράµµατος, της θεωρίας για την ηµερήσια περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της µε φορά εκ δυσµών προς ανατολάς. Ο Ηρακλείδης γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου (περ. 388 - περ. 310 π.χ.), αλλά µετανάστευσε στην Αθήνα όπου διετέλεσε µαθητής του πλατωνικού Σπεύσιππου, ίσως και του ίδιου του Πλάτωνα. Λέγεται ότι παρακολούθησε επίσης µαθήµατα των Πυθαγορείων (που είχαν εγκατασταθεί στη Θήβα) και του Αριστοτέλη. Οι αρχαίες πηγές αναφέρονται συχνά στη θεωρία του Ηρακλείδη. Οι πιο σηµαντικές αναφορές προέρχονται από τους σχολιαστές του Αριστοτέλη και ιδίως από τον Σιµπλίκιο. Ένα παράδειγµα είναι το σχόλιο του Σιµπλίκιου στο εδάφιο 289b1 του Περί ουρανού του Αριστοτέλη, όπου αναφέρει: Øpoqšsewj d ºx wse (ενν. 'Aristotšlhj) kaˆ tõ mfotšrwn (ενν. toà te planoàj oùranoà kaˆ tîn planîn stšrwn) ºremoÚntwn, ka toi pemfa non dokoàn tõ sózesqai t¾n fainomšnhn aùtîn met basin mfotšrwn ºremoÚntwn, di tõ gegonšnai tin j, ïn `Hrakle dhj te Ð PontikÕj Ãn kaˆ 'Ar starcoj, nom zontaj sèzesqai t fainòmena toà mn oùranoà kaˆ tîn strwn ºremoÚntwn, táj d gáj perˆ toýj toà shmerinoà pòlouj 9 CICERO: Quaestiones Academicae priores, II, 39.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 15 põ dusmîn kinoumšnhj k sthj ¹mšraj m an œggista peristrof»n tõ d' œggista pròskeitai di t¾n toà ¹l ou táj mi j mo raj pik nhsin. 10 Μετάφραση: Ο Αριστοτέλης θεώρησε καλό να εξετάσει επίσης την υπόθεση ότι και τα δύο (δηλαδή και ο απλανής ουρανός και οι απλανείς αστέρες) παραµένουν ακίνητα, καίτοι φαίνεται αδύνατον ότι η φαινόµενη κίνηση αυτών θα µπορούσε να ερµηνευθεί εάν και τα δύο αυτά ήσαν ακίνητα, διότι υπήρξαν µερικοί, µεταξύ των οποίων ο Ηρακλείδης ο Ποντικός και ο Αρίσταρχος, οι οποίοι νόµιζαν ότι µπορούσαν να ερµηνεύσουν τα φαινόµενα υποθέτοντας ότι ο ουρανός και οι απλανείς αστέρες είναι ακίνητοι, η δε γη περιστρέφεται εκ δυσµών [προς ανατολάς] γύρω από τους πόλους του ισηµερινού εκτελώντας µία περίπου περιστροφή ηµερησίως το δε «περίπου» έχει προστεθεί λόγω της [καθηµερινής] µετατόπισης του ηλίου κατά µία µοίρα. Παρόµοιες είναι και οι υπόλοιπες αναφορές του Σιµπλίκιου 11, από τις οποίες θα αρκεστούµε να παραθέσουµε προς το παρόν µόνο το σχόλιο στο εδάφιο 293b30 του ίδιου έργου του Αριστοτέλη: n tù kšntrj d oâsan t¾n gán kaˆ kúklj kinoumšnhn, tõn d oùranõn ºreme n `Hrakle dhj Ð PontikÕj Øpoqšmenoj sèzein õeto t fainòmena. 12 Μετάφραση: Υποθέτοντας ότι η γη βρίσκεται στο κέντρο και περιστρέφεται ενώ ο ουρανός µένει ακίνητος, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός πίστευε ότι θα σώσει τα φαινόµενα. Αξίζει να αναφέρουµε ένα ακόµα εδάφιο από τα σχόλια του Σιµπλίκιου, αυτή τη φορά στα Φυσικά του Αριστοτέλη. Το εδάφιο περιέχεται σε ένα µεγαλύτερο χωρίο το οποίο ο Σιµπλίκιος έχει αντλήσει από το αντίστοιχο σχόλιο του Αλεξάνδρου του Αφροδισιέως (2ος-3ος µ.χ. αιώνας), ο οποίος µε τη σειρά του το είχε αντιγράψει από µια επιτοµή των Μετεωρολογικών του Στωικού φιλοσόφου Ποσειδωνίου (περ. 135 - περ. 50 π.χ.) που είχε συντάξει τον 1ο π.χ. αιώνα ο Γεµίνος. Στο συγκεκριµένο χωρίο θα επανέλθουµε σε κεφάλαιο που ακολουθεί δεδοµένου ότι αξίζει να µελετηθεί ιδιαίτερα για δύο κυρίως λόγους: 10 SIMPLICIUS: In Aristotelis quattuor libros de caelo commentaria, επιµ. J.L. Heiberg, Berlin, 1894. Περιέχεται στο: Commentaria in Aristotelem Graeca, 7, ii, σ. 444, 31-445, 3. 11 Τα σχετικά χωρία παρατίθενται σε αγγλική µετάφραση από τον Heath (Aristarchus of Samos, the ancient Copernicus, σ. 254-255). 12 SIMPLICIUS: In Aristotelis quattuor libros de caelo commentaria, σ. 519, 9-11.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 16 α) γιατί σε αυτό αναπτύσσονται µε µεγάλη σαφήνεια οι διαφορές ανάµεσα στη φυσική και στην αστρονοµία και οι διακριτοί ρόλοι και οι µεθοδολογίες του φυσικού και του αστρονόµου όπως είχαν διαµορφωθεί κατά την ελληνιστική περίοδο, και β) γιατί ορισµένοι ιστορικοί της αρχαίας επιστήµης, κυρίως ο G.V. Schiaparelli, βασιζόµενοι σε αυτό, υποστήριξαν την ιδέα ότι την ηλιοκεντρική υπόθεση την πρότεινε για πρώτη φορά ο Ηρακλείδης και όχι ο Αρίσταρχος. Το συγκεκριµένο εδάφιο είναι, σύµφωνα µε την έκδοση του H. Diels 13, το ακόλουθο: diõ kaˆ parelqèn t j fhsin `Hrakle dhj Ð PontikÒj, Óti kaˆ kinoumšnhj pwj táj gáj, toà d ¹l ou mšnontòj pwj dúnatai ¹ perˆ tõn ¼lion fainomšnh nwmal a sózesqai. Η µετάφραση του εδαφίου παρουσιάζει µια σειρά από δυσκολίες τις οποίες επισηµαίνουν οι ιστορικοί και στις οποίες δεν θα σταθούµε προς το παρόν 14. Αυτό που έχει σηµασία για µας είναι ότι σε αυτό το εδάφιο ο Σιµπλίκιος κάνει σαφές ότι ο Ηρακλείδης είχε επεξεργαστεί έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο να «σώσει τα φαινόµενα» (τουλάχιστον αυτά που αφορούν στη φαινοµένη κίνηση του ήλιου), εγκαταλείποντας τη συνήθη ιδέα της ακίνητης γης: «kaˆ kinoumšnhj pwj táj gáj», αναφέρει, «dúnatai ¹ perˆ tõn ¼lion fainomšnh nwmal a sózesqai». Αξίζει, όµως, να υπογραµµίσουµε και ένα ακόµα σηµείο. Η λέξη «parelqèn» στο παραπάνω εδάφιο, σηµαίνει ότι ο Ηρακλείδης παρουσιάστηκε, εµφανίσθηκε, µίλησε ενώπιον ενός ή περισσότερων ατόµων. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε ένα ακροατήριο και, όπως γνωρίζουµε, στην Αθήνα, την εποχή του Ηρακλείδη, τα ακροατήρια δεν ήταν παθητικά, ούτε απλές συναθροίσεις για τυπικούς λόγους. Αξίζει να υπενθυµίσουµε εδώ, χωρίς να επεκταθούµε, ότι µια από τις σηµαντικές και γόνιµες επεξεργασίες στις πρόσφατες τάσεις της ιστοριογραφίας των επιστηµών αφορά στον ρόλο των ακροατηρίων για τη νοµιµοποίηση νέων ιδεών, αλλά και στο θέµα της δηµιουργίας ακροατηρίων ως αποτέλεσµα της διατύπωσης νέων ιδεών. Το θέµα της κίνησης της γης προσείλκυσε επίσης το ενδιαφέρον των δύο σηµαντικότερων φιλοσόφων του 4ου αιώνα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οπαδοί και οι δύο του γεωκεντρικού συστήµατος, διατύπωσαν µια σειρά (φιλοσοφικά ή φυσικά αλλά πάντως µη αστρονοµικά) επιχειρήµατα που αποσκοπούσαν στην ανασκευή των απόψεων για την κίνηση της γης. Εν τούτοις, σε ό,τι αφορά ειδικά τον Πλάτωνα, αν 13 SIMPLICIUS: In Aristotelis physicorum libros commentaria, επιµ. H. Diels, 2 τ. Περιέχεται στο: Commentaria in Aristotelem Graeca, 9 & 10, Berlin, 1882-1895, τ. 9, σ. 292,20-23. 14 Βλ. παρακάτω, σ. 112 κ.έ.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 17 θεωρήσουµε ορθή τη µαρτυρία του Θεόφραστου που µας µεταφέρει ο Πλούταρχος 15, µπορούµε να υποθέσουµε ότι οι απόψεις του για το ζήτηµα αυτό άλλαξαν προς το τέλος της ζωής του. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη πλευρά, σηµειώνει στο Περί ουρανού (293a 27-30) ότι «και πολλοί άλλοι θα συµφωνούσαν, βεβαίως, (µε τους Πυθαγορείους) ότι στη γη δεν θα έπρεπε να αποδίδεται η θέση στο κέντρο, εάν την πίστη τους τη συνάγουν όχι από τα φαινόµενα αλλά από συλλογισµούς» 16. Είναι σαφές ότι η παρατήρηση αυτή αναφέρεται σε µη Πυθαγορείους, πιθανότατα σύγχρονους του Αριστοτέλη, στοχαστές, οι οποίοι υποστήριζαν απόψεις ανάλογες µε εκείνες των Πυθαγορείων για την κίνηση της γης. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουµε ότι η κριτική του Αριστοτέλη προς αυτές τις απόψεις βασίζεται στην εποπτεία του γήινου παρατηρητή και στο κριτήριο της «φυσικής» θεώρησης των γήινων φαινοµένων και όχι σε επιχειρήµατα που αντλεί από την παρατήρηση των ουρανίων σωµάτων και την κατασκευή γεωµετρικών µοντέλων αναπαράστασης της κίνησής τους. εν πρέπει να µας διαφεύγει το γεγονός ότι η κίνηση της γης καθιστούσε µεν κατανοητή µε έναν άλλο (ίσως απλούστερο) τρόπο την φαινόµενη κίνηση των ουρανίων σωµάτων αλλά δηµιουργούσε εξαιρετικές δυσκολίες στην κατανόηση πολλών γήινων φαινοµένων. Ενώ λοιπόν για τον «αστρονόµο» µια τέτοια θεώρηση ήταν δυνατή και νόµιµη, γιατί οι µη γεωκεντρικές / γεωστατικές αστρονοµίες ήταν, όπως θα επιχειρηµατολογήσουµε παρακάτω, αδύνατον να απορριφθούν µε βάση αστρονοµικά παρατηρήσεις, αντίθετα για τον «φυσικό» ήταν αδιανόητη. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό το γεγονός ότι ο Ηρακλείδης διατύπωσε τη θεωρία του µετά από τη συγγραφή του Περί ουρανού, µετά δηλαδή από την παρουσίαση των αριστοτελικών «φυσικών» επιχειρηµάτων υπέρ της γεωκεντρικής / γεωστατικής αντίληψης. Η διατύπωση µιας τέτοιας θεωρίας, αµέσως µετά τη συγγραφή του έργου του Αριστοτέλη, ήταν δυνατή όχι µόνο χάρη στην ευφυΐα ενός µεµονωµένου στοχαστή, αλλά και λόγω της ύπαρξης ενός αντίστοιχου ακροατηρίου το οποίο σίγουρα δεν θα ήταν εχθρικό σε παρόµοιες ιδέες. Ίσως η πιο χαρακτηριστική µαρτυρία υπέρ αυτής της άποψης να είναι τα λόγια του ίδιου του Πτολεµαίου, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν η τελική µορφή αλλά και οι µαθηµατικές-γεωµετρικές µέθοδοι της γεωκεντρική θεώρησης του κόσµου έχουν πια ολοκληρωθεί και επικρατήσει. Παραδέχεται ότι «ως προς τα ουράνια φαινόµενα δεν υπάρχει τίποτα ίσως που να αντιβαίνει» στην περιστροφή της γης, αλλά η υπόθεση αυτή 15 Βλ. παρακάτω, κεφ. 4. 16 Pollo j d' n kaˆ tšroij sundòxeie m¾ de n tí gí t¾n toà mšsou cèran podidònai, tõ pistõn oùk k tîn fainomšnwn qroàsin ll m llon k tîn lògwn.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 18 πρέπει να απορριφθεί γιατί δηµιουργεί αξεπέραστα προβλήµατα στην κατανόηση των γήινων φαινοµένων. Το σχετικό χωρίο από τη Μαθηµατική σύνταξη είναι το εξής: ½dh dš tinej dokoàsi... oùdn aùto j ntimartur»sein, e tõn mn oùranõn k nhton Øpost»sainto lògou c rin, t¾n d gán perˆ tõn aùtõn xona strefomšnhn põ dusmîn p' natol j k sthj ¹mšraj m an œggista peristrof»n lšlhqe d aùtoúj, Óti tîn mn perˆ t stra fainomšnwn neken oùdn n swj kwlúoi toàq' oûtwj œcein, põ d tîn perˆ ¹m j aùtoýj kaˆ tîn n šri sumptwm twn kaˆ p nu n geloiòtaton Ñfqe h tõ toioàton. 17 Μετάφραση Ήδη δε µερικοί έχουν τη γνώµη ότι τίποτα δεν θα τους αντέτεινε κανείς, εάν λόγου χάριν υπέθεταν ότι ο ουρανός είναι ακίνητος ενώ η γη περιστρέφεται εκ δυσµών προς ανατολάς περί τον αυτόν άξονα [όπως η ουράνια σφαίρα, εκτελώντας] µία περίπου περιστροφή κάθε ηµέρα ιαφεύγει ωστόσο της προσοχής τους ότι ως προς µεν τα ουράνια φαινόµενα δεν υπάρχει τίποτα ίσως που να αντιβαίνει προς αυτήν [την υπόθεση], όµως από την άποψη αυτών που συµβαίνουν γύρω µας (δηλ. στη γη) και στον αέρα, µπορεί να δει κανείς ότι µια τέτοια [κίνηση] είναι εντελώς γελοία. Προσπαθήσαµε στην εισαγωγική αυτή ενότητα να δείξουµε πολύ συνοπτικά ότι η µια νέα νανάγνωση, στα πλαίσια ενός διαφορετικού ιστορικού πλαισίου, µεγάλου πλήθους ιστορικών τεκµηρίων, οδηγεί στο συµπέρασµα ότι υπάρχουν βάσιµα και ουσιαστικά στοιχεία ότι για δύο µε τρεις αιώνες, όταν η λειτουργία, οι ρόλοι και οι µεθοδολογίες του «αστρονόµου» και του «φυσικού» ήταν διαφορετικές και διαχωρισµένες, στάθηκε δυνατόν οι «υποθέσεις» περί κινούµενης γης να συνυπάρξουν και να εξελιχθούν ως νόµιµες µαθηµατικές υποθέσεις παράλληλα προς τις γεωκεντρικές / γεωστατικές υποθέσεις. Θα επανέλθουµε αναλυτικά σε όλα αυτά τα στοιχεία στα κεφάλαια που ακολουθούν, αφού προηγουµένως, παρουσιάσουµε στην επόµενη ενότητα τις µεγάλες περιόδους της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας, προκειµένου να γίνει κατανοητή η διαφοροποίηση των προγραµµάτων της κάθε περιόδου και εποµένως το διαφορετικό είδος των αστρονοµικών προβληµάτων που τίθενται προς επίλυση. 1.4 Οι διαφορετικές περίοδοι της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας 17 ΚΛΑΥ ΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Claudii Ptolemaei Opera quae exstant omnia, τοµ. 1: Syntaxis Mathematica, επιµ. J.L. Heiberg, µέρος 1, Leipzig, 1898, σ. 24, στ. 5-18.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 19 Στις αφηγήσεις της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής αστρονοµίας έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται πρώιµο το στάδιο που προηγείται της διαµόρφωσης των κινηµατικών πλανητικών µοντέλων, τα οποία επεξεργάζεται, µελετά και εφαρµόζει στη Μαθηµατική σύνταξη ο Κλαύδιος Πτολεµαίος (περ. 100-165 µ.χ.) προκειµένου να παρουσιάσει µια ολοκληρωµένη θεωρία µε την οποία είναι, τελικά, σε θέση να υπολογίζει σε ποιο σηµείο του ουρανού (ακριβέστερα: σε ποιο εκλειπτικό µήκος) θα βρίσκεται σε µια χρονική στιγµή x ο πλανήτης y. Η πτολεµαϊκή µαθηµατική αστρονοµία βασίζεται κατά κύριο λόγο σε δύο µοντέλα πλανητικής κίνησης, το µοντέλο της «κατ εκκεντρότητα» κίνησης και το µοντέλο της «κατ επίκυκλον» κίνησης. Η εισαγωγή και η πρώτη µαθηµατική µελέτη των δύο µοντέλων έγινε, εξ όσων γνωρίζουµε σήµερα, στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 2ου π.χ. αιώνα από τον Απολλώνιο (περ. 262 - περ. 190 π.χ.), ενώ στην περαιτέρω επεξεργασία τους και ουσιαστικά στην ολοκλήρωσή τους συνέβαλε, περίπου µισόν αιώνα αργότερα, ο Ίππαρχος (περ. 190 - περ. 120 π.χ.). Θα πρέπει όµως στο σηµείο αυτό να τονίσουµε ότι την περίοδο αυτή (τέλη 3ου και αρχές 2ου αιώνα π.χ.) φαίνεται ότι συµβαίνει στην ιστορία της ελληνικής αστρονοµίας κάτι το πολύ πιο ουσιαστικό: µορφοποιείται και εµφανίζεται για πρώτη φορά µε την επίδραση της βαβυλωνιακής αστρονοµίας που αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστή στον ελληνικό χώρο µια νέα κατηγορία προβληµάτων που αφορούν στον υπολογισµό της θέσης ενός πλανήτη µια συγκεκριµένη χρονική στιγµή (στο παρελθόν ή στο µέλλον). ηµιουργείται λοιπόν η ανάγκη της δηµιουργίας νέων γεωµετρικών µοντέλων που όχι µόνο θα µπορούν να αναπαράγουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των φαινόµενων τροχιών των πλανητών αλλά επιπλέον θα είναι ικανά να χρησιµεύσουν και για τον υπολογισµό της θέσης ενός πλανήτη σε µια δεδοµένη χρονική στιγµή (της θέσης ως συνάρτησης του χρόνου θα λέγαµε µε σύγχρονη ορολογία). Πρώιµο, λοιπόν, ονοµάζουµε συνολικά το στάδιο της ιστορίας της ελληνικής αστρονοµίας το οποίο προηγείται της δηµιουργίας της έννοιας της πρόγνωσης της θέσης ενός πλανήτη και βέβαια της εισαγωγής των δύο αυτών µοντέλων που επιλύουν τα προβλήµατα που δηµιουργούνται µε τη χρήση αυτής της νέας έννοιας. Με άλλα λόγια πρώϊµο χαρακτηρίζουµε συνολικά το στάδιο που καλύπτει την περίοδο από τις απαρχές ως το 200 π.χ., παρά το ότι το στάδιο αυτό αποτελείται από πολλές και ποικίλες περιόδους µε διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόσο σε επίπεδο προβληµάτων όσο και σε επίπεδο εννοιών και µεθόδων. Σε αυτή τη µακρά περίοδο εντάσσεται χρονικά η έρευνα των µη γεωκεντρικών αντιλήψεων στην αρχαία ελληνική σκέψη που θα επιχειρήσουµε στην παρούσα µελέτη.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 20 Οι ιστορικοί της αστρονοµίας είναι σε γενικές γραµµές σύµφωνοι για την ιδιαιτερότητα και τη σηµασία της τοµής που πραγµατοποιείται στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.χ. Όταν όµως επιχειρούν να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του πρώιµου σταδίου της ελληνικής αστρονοµίας οι απόψεις διίστανται, και µάλιστα κατά τρόπο δραµατικό µερικές φορές. Χωρίς να υπεισέλθουµε σε λεπτοµέρειες για τις διαφορές των ποικίλων ιστοριογραφικών προσεγγίσεων, θέλουµε να επισηµάνουµε ότι πολλές φορές το αίτηµα της ακριβούς ποσοτικής πρόγνωσης θέσεων των πλανητών στον χρόνο αποδίδεται αναχρονιστικά και στα αστρονοµικά εγχειρήµατα των Ελλήνων αστρονόµων αυτής της πρώιµης περιόδου. Ας πάρουµε ως παράδειγµα την περίπτωση του πιο σηµαντικού επιτεύγµατος της µαθηµατικής αστρονοµίας της πρώϊµης αυτής περιόδου, του µοντέλου των οµόκεντρων σφαιρών που διατύπωσε ο Εύδοξος στα µέσα του 4ου π.χ. αιώνα. Ορισµένοι ιστορικοί της αστρονοµίας αποδέχονται είτε ευθέως είτε εµµέσως ότι το αίτηµα της ακριβούς περιγραφής των πλανητικών κινήσεων και κατά συνέπεια της πρόγνωσης των θέσεών τους υπήρξε ουσιαστικό κίνητρο για να προχωρήσει ο Εύδοξος στο εγχείρηµά του και µάλιστα επιχειρούν σε πολλές εργασίες τους να προσδιορίσουν αριθµητικά τις υποτιθέµενες παραµέτρους του µοντέλου προκειµένου αυτό να αποκτήσει δυνατότητες ακριβούς πρόγνωσης. Ο γνωστός ιστορικός της αρχαίας επιστήµης Otto Neugebauer έχει πολύ συγκεκριµένα και µε στοιχεία δείξει ότι εργασίες αυτού του είδους στερούνται νοήµατος. Γράφει: «Το εννοιολογικό κάλλος και η µαθηµατική κοµψότητα των οµόκεντρων σφαιρών του Ευδόξου είναι αδιαµφισβήτητα, εξίσου εµφανής όµως είναι και η αδυναµία τους να περιγράψουν προφανείς λεπτοµέρειες των φαινόµενων πλανητικών κινήσεων. Νοµίζω ότι είναι µάταιες οι προσπάθειες των σύγχρονων µελετητών να ανακατασκευάσουν αριθµητικές παραµέτρους που πρέπει να αντικαθίστανται προκειµένου να καταστεί το Ευδόξειο µοντέλο ικανό να περιγράφει τις πλανητικές κινήσεις κατά τρόπο που να προσοµοιάζει προς την αλήθεια. Νοµίζω ότι τέτοια αριθµητικά δεδοµένα ουδέποτε υπήρξαν. Και οµολογώ ότι θεωρώ πως είναι πολύ πιθανό ότι το ίδιο ακριβώς πράγµα θα µπορούσε να ειπωθεί επίσης όσον αφορά τις εκλεπτυσµένες έρευνες των επικυκλικών και των έκκεντρων κινήσεων από τον Απολλώνιο περίπου 150 χρόνια αργότερα.» 18 Υπάρχει λοιπόν µια ουσιαστική τοµή µεταξύ του πρώϊµου (στο οποίο συνειπάρχουν οι γεωκεντρικές µε τις µη γεωκεντρικές απόψεις) και του ώριµου σταδίου (στο οποίο 18 O. NEUGEBAUER: «On some aspects of early Greek astronomy», Proceedings of the American Philosophical Society, τ. 116 (1972), σ. 243-251, στη σ. 248.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 21 κυριαρχεί η γεωκεντρική εικόνα του κόσµου) και αυτή συνίσταται κυρίως στην εµφάνιση και στην κυριαρχία ενός νέου τύπου προβληµάτων που αφορούν στον ποσοτικό προσδιορισµό και τη χρονική πρόγνωση των θέσεων των πλανητών σε αντίθεση µε τα προβλήµατα που κυριάρχησαν στο πρώϊµο στάδιο που χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια γεωµετρικής περιγραφής των ποιοτικών χαρακτηριστικών των κινήσεων και τον προσδιορισµό των αποστάσεων. Το αν η ριζική αυτή αλλαγή αποτελεί και την αιτία για την επικράτηση των γεωκεντρικών µοντέλων αποτελεί ένα ανοικτό και αναπάντητο ιστορικό πρόβληµα που υπερβαίνει τα όρια της παρούσας µελέτης.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 22 2. Οι αντιλήψεις των Πυθαγορείων για την κίνηση της γης Πρόθεσή µας, σε αυτό το κεφάλαιο δεν είναι να παρουσιάσουµε το σύνολο των αστρονοµικών ιδεών που αποδίδονται στους Πυθαγορείους, πολύ περισσότερο δεν θα ασχοληθούµε µε τις επιδράσεις της πυθαγόρειας φιλοσοφίας στην εξέλιξη των αστρονοµικών ιδεών. Οι επιδράσεις αυτές υπήρξαν ουσιαστικές και ποικίλες και βέβαια δεν περιορίστηκαν στην αρχαία αστρονοµία. Οι πυθαγόρειες ιδέες, µε διαφορετικό βέβαια τρόπο, επέδρασαν ουσιαστικά και στη δηµιουργία της νεότερης ευρωπαϊκής αστρονοµίας µέσα από το έργο του Κοπέρνικου, του Κέπλερ του Νεύτωνα και άλλων. Θα επικεντρώσουµε λοιπόν τη µελέτη µας µόνο στις απόψεις των Πυθαγόρειων για την κίνηση της γης. Όµως και στα σχετικώς περιορίσµενα αυτά πλαίσια είµαστε εκ των πραγµάτων υποχρεωµένοι να σταθούµε πριν απ όλα στο λεγόµενο «Πυθαγορικό ζήτηµα», το οποίο όχι άδικα έχει παροµοιαστεί από τους µελετητές µε το περίφηµο «Οµηρικό ζήτηµα». Πρόκειται µε απλά λόγια για τη δυσκολία να διακρίνουµε, µέσα από το σύνολο των πληροφοριών που µας έχει µεταφέρει η παράδοση, τις διδασκαλίες του ίδιου του Πυθαγόρα από εκείνες των µαθητών του, τις διδασκαλίες του ενός µαθητή από του άλλου αλλά και τις προσθήκες που πολλές φορές έχουν γίνει από νεο Πυθαγορείους και νεοπλατωνικούς, πολλούς αιώνες αργότερα. Στη θεµελιώδη µελέτη του Weisheit und Wissenschaft: Studien zu Pythagoras, Philolaos und Plato 19 ο Walter Burkert περιγράφει πολύ εύληπτα το πρόβληµα ως εξής: «Οι δευτερογενείς πηγές, οι οποίες συγκροτούν την παράδοση για τη ζωή και τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα και για την ιστορία της σχολής του, περιέχουν έναν µεγάλο αριθµό αφηγήσεων που είναι ολοφάνερα αδύνατες και, ακόµα συχνότερα, [περιέχουν] αδιαµφισβήτητες αντιφάσεις επάνω σε πολύ σηµαντικά ερωτήµατα λ.χ. εάν ο Πυθαγόρας ήταν παρών στην επανάσταση στον Κρότωνα, εάν οι αριθµοί πρέπει να εννοούνται ως υλικοί ή άυλοι, εάν οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι η γη κινείται ή όχι. Κάθε δυνατή απάντηση σε αυτά τα ερωτήµατα υποστηρίζεται από αρχαίες αυθεντίες, µερικές φορές µάλιστα µε σαφή πολεµικό τόνο. Ακόµα και η πιο µεγάλη ευπιστία που µπορεί να έχει κανείς, φθάνει εδώ στα όριά της µε πολύ απλά λόγια είναι 19 Nürnberg, Verlag Hans Carl, 1962. Αγγλική µετάφραση από τον Edwin L. Minar, Jr. υπό τον τίτλο Lore and Science in Ancient Pythagoreanism, Cambridge, Mass., 1972. Οι παραποµπές στο έργο του Burkert θα αναφέρονται πάντοτε στην αγγλική µετάφραση.
Από τους Πυθαγορείους στον Αρίσταρχο τον Σάµιο 23 αδύνατον να δεχθούµε τον Πυθαγόρα που µας µεταφέρει η παράδοση, επειδή δεν υπάρχει µία µοναδική παράδοση». 20 Το πρόβληµα περιπλέκεται ακόµα περισσότερο αν λάβουµε υπόψη µια σειρά παράγοντες τους οποίους απαριθµεί ο D.R. Dicks στη µελέτη του Η πρώιµη ελληνική αστρονοµία από τις απαρχές ως τον Αριστοτέλη. 21 Οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής: 1. Ο Πυθαγόρας και οι πρώτοι µαθητές του δεν άφησαν κανένα γραπτό κείµενο. 2. Η αδελφότητα των Πυθαγορείων δεν ήταν µόνο µια φιλοσοφική σχολή αλλά και µια θρησκευτική και µυστικιστική αίρεση, η οποία επέβαλλε αυστηρούς κανόνες µυστικότητας σε ό,τι αφορά τις διδασκαλίες της. 3. Υπήρχε µια ισχυρή τάση σε µεταγενέστερους συγγραφείς να αποδίδουν όσο το δυνατόν περισσότερες ανακαλύψεις στον ίδιο τον Πυθαγόρα, ο οποίος γρήγορα έγινε µια σχεδόν υπεράνθρωπη µορφή, για την οποία κυκλοφορούσαν, ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, πολλοί µύθοι χωρίς καµιά ιστορική βάση. 4. Η πρωταρχική αδελφότητα, την οποία ίδρυσε ο Πυθαγόρας στο δεύτερο µισό του 6ου π.χ. αιώνα στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, διακλαδώθηκε γρήγορα σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, διαλύθηκε βίαια στα µέσα του 5ου αιώνα, και τα µέλη της διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα µεταφέροντας µαζί τους και τις διδασκαλίες τους. 5. Οι Πυθαγορικοί βίοι του Πορφύριου (3ος µ.χ. αι.) και του Ιάµβλιχου (4ος µ.χ. αι.) έχουν µη κριτικό χαρακτήρα, είναι εµφανώς κράµατα πυθαγορείων, ορφικών και νεοπλατωνικών διδασκαλιών, και τελικά είναι πολύ αναξιόπιστες όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχουν για τον ίδιο τον Πυθαγόρα και τους πρώτους µαθητές του. Όπως είναι φυσικό οι παράγοντες αυτοί έχουν επηρεάσει ουσιαστικά τον τρόπο µε τον οποίο οι διάφοροι µελετητές προσέγγισαν τις διδασκαλίες και τα δόγµατα των Πυθαγορείων, γεγονός που αντανακλάται στις ποικίλες αφηγήσεις τους για τον ρόλο που έπαιξε η σχολή των Πυθαγορείων στην ιστορία των ιδεών και για τον βαθµό στον οποίο επηρέασε τους Έλληνες στοχαστές στους αιώνες που ακολούθησαν. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την ιστορία των επιστηµονικών ιδεών και πιο συγκεκριµένα για τις αστρονοµικές ιδέες. Ενδεικτικά της απόστασης η οποία χωρίζει τις διάφορες αφηγήσεις για τον ρόλο του Πυθαγόρα και των µαθητών του, ιδιαίτερα της πρώιµης περιόδου, στην εξέλιξη των αστρονοµικών ιδεών, είναι τα παρακάτω αποσπάσµατα, που προέρχονται 20 W. BURKERT: Lore and Science in Ancient Pythagoreanism, σ. 9-10. 21 D.R. DICKS: Η πρώιµη ελληνική αστρονοµία, από τις απαρχές ως τον Αριστοτέλη, µτφρ. Μ. Παπαθανασίου, Αθήνα, 1991, σ. 84.