Ο ψυχαναλυτής Πέτρος Χαρτοκόλλης και η σχέση του µε τη λογοτεχνία. Χάρης Μωρίκης «... θα µπορούσα προσωπικά να πω ότι έγινα ψυχαναλυτής επειδή δεν µπόρεσα να γίνω δηµιουργικός συγγραφέας αν µου επέτρεπε ο ναρκισσισµός µου να πω κάτι τέτοιο. Εκείνο που µπορώ, ωστόσο, να πω χωρίς δυσκολία είναι ότι έγινα ψυχαναλυτής γιατί µε τραβούσε η λογοτεχνία, οι αρχαίοι τραγικοί, ο Σαίξπηρ και ο Ντοστογιέφσκι των οποίων τη διορατική ικανότητα να κατανοούν την ανθρώπινη ψυχή δεν θα µπορούσα ποτέ να φτάσω ακόµη και µε το φακό της ψυχανάλυσης». Φράσεις σπάνιας ειλικρίνειας και θάρρους, στην εισαγωγή του εξαιρετικού βιβλίου του Π. Χαρτοκόλλη Λογοτεχνία και ψυχανάλυση: δέκα οµόκεντρα κείµενα. Όπως σπάνια είναι µεταξύ των σύγχρονων ψυχαναλυτών η ενασχόληση µε τον θησαυρό που η λογοτεχνία προσφέρει, η οποία, πέρα από τη συγκλονίζουσα δυναµική της, επιπλέον, δίνει µια προνοµιούχο πρόσβαση στα ψυχικά πράγµατα. Ο Φρόυντ είχε πρώτος τη γενναιότητα να αναγνωρίσει στους ποιητές και λογοτέχνες εν γένει αυτή την πρωτοκαθεδρία, έναντι της ψυχαναλύσεως. Προέβαλλε ως επιχείρηµα τον τρόπο και την ποιότητα που αυτοί αγκυροβολούν στον πυρήνα της ψυχικής ύπαρξης εξακτινώνοντάς τον κατόπιν στους άλλους, διαθλώντας στο έργο τους άκοπα και µε τρόπο αισθητικά θελκτικό γνώσεις που η ψυχανάλυση ασθµαίνουσα µόνον επιχειρεί να εξορύξει. Εδώ και καιρό όµως, έχει λησµονηθεί σε µεγάλο βαθµό η σηµασία που ο πατέρας της ψυχανάλυσης απέδιδε στην καθολικότερη παιδεία, και Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 1
δη στη λογοτεχνία: «... Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση θα έπρεπε να περιλαµβάνει κλάδους γνώσεως που είναι αποµακρυσµένοι από την ιατρική και τους οποίους ο γιατρός δεν συναντάει κατά την πρακτική του: την ιστορία του πολιτισµού, µυθολογία, ψυχολογία της θρησκείας, και την επιστήµη της φιλολογίας και λογοτεχνία. Έως ότου νιώσει πλήρως εξοικειωµένος µε αυτά τα ζητήµατα, η µεγαλύτερη ποσότητα των όσων διδάσκονται στην ιατρική σχολή τού είναι άχρηστα για τους σκοπούς του». Στο ενεστώς ψυχαναλυτικό τοπίο είναι πλέον πολύ διαφορετικός ο τόνος. Προεξάρχει ένα πνεύµα εργαλειοποιήσεως, ολοένα και πιο τεχνοκρατικό, αποξηραµένα ορθολογικό, κατεξοχήν χρησιµοθηρικό. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των ψυχαναλυτών, η ψυχανάλυση αρχίζει και τελειώνει στο πεδίο της συνεδρίας. Προσεγγίσεις που αφορούν τη λογοτεχνία, θεωρούνται ως «εκτός των τειχών», και για αυτό τον λόγο απαξιωµένες. Αγνοείται έτσι ακόµη µια δοµική επισήµανση του ίδιου του Φρόυντ, σύµφωνα µε την οποία η ψυχανάλυση εκτός από µέθοδο θεραπευτική και θεωρητικό κλάδο, αποτελεί µέθοδο έρευνας και ανάδειξης της ασυνείδητης σηµασίας των λόγων, η οποία αφορά παραγωγές για τις οποίες δεν διαθέτουµε ελεύθερους συνειρµούς, δεν εξαντλείται στην παθολογία, αλλά επεκτείνεται σε ερωτήµατα που θέτουν τοµείς όπως η τέχνη. Αγνοείται τέλος σηµαντικό τµήµα του έργου του Φρόυντ, που αφορά την προσέγγιση έργων τέχνης και λογοτεχνίας, όπως και το τι πρόσφερε το έργο αυτό, τόσο στους ψυχαναλυτές, όσο και ευρύτερα. Έχει έτσι σε µεγάλο βαθµό παραγνωριστεί η δυναµική της τέχνης στην πορεία έρευνας και προσπάθειας προσκτήσεως απαντήσεων πάνω στα ψυχικά πράγµατα, αν όχι η ίδια η τέχνη στον πυρήνα της. Η θεοποίηση της ψυχαναλυτικής τεχνικής, η ανάδειξη του ζεύγους µεταβίβαση-αντιµεταβίβαση σε συµπληγάδες πέτρες όπου εντός Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 2
τους αλέθονται τα πάντα, η συνεπακόλουθη λόγω των παραπάνω παραγνώριση άλλων στοιχείων, σαν να µην υπήρχε τίποτε άλλο που να αξίζει ή να νοµιµοποιείται να ασχοληθεί ένας ψυχαναλυτής (κάποιος που ασχολείται µε τον ανθρώπινο ψυχισµό, θυµίζουµε, και όχι µε τα «εργαλεία» του), αποτελούν παράγοντες που δεν αφήνουν χώρο και χρόνο για ενασχόληση µε τέχνη και λογοτεχνία. Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης αποτέλεσε φωτεινή εξαίρεση στο πνεύµα αυτό των καιρών. Υπήρξε πρωτοπόρος στην ελληνική ψυχαναλυτική γραµµατεία, ως προς τη σύζευξη λογοτεχνίας και ψυχανάλυσης, την ανάδειξη των εκλεκτικών συγγενειών τους, αποδίδοντας στην ψυχαναλυτική θεώρηση της λογοτεχνίας τη θέση που της αξίζει, η οποία είναι αυτή η ίδια όπως είχε προσδιορισθεί από τον Φρόυντ. Ασχολήθηκε συστηµατικά και όχι ως πάρεργο, γράφοντας εξαιρετικής διεισδυτικότητας µελέτες, και το έργο του, αναµφισβήτητα, διαθέτει ποιότητες που το κάνουν και γι αυτό τον λόγο ρηξικέλευθο, πέραν του ότι αποτελεί µία µοναχική φωνή. Την οποία διαστέλλει, εν είδει ταυτοφωνίας, το επίσης σηµαντικό έργο του αµιγώς ως λογοτέχνη, που περιλαµβάνει διηγήµατα, µυθιστορήµατα, και ένα ταξιδιωτικό χρονικό. Αδικώντας εξ ορισµού τον πλούτο του, θα αναφερθούµε εν τάχει. Στο Λογοτεχνία και ψυχανάλυση: δέκα οµόκεντρα κείµενα (Εστία, 1999) προσεγγίζει θέµατα που αφορούν την ελληνική λογοτεχνία από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης. Την επίδραση της ψυχανάλυσης στην πνευµατική ζωή του τόπου, και τον τρόπο που την αντίκρισαν λόγιοι, ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ο Παλαµάς, ο Σεφέρης, ο Εµπειρίκος και ο Καραγάτσης. Διερευνά τη σχέση της ψυχανάλυσης µε το µυθιστόρηµα, την αρχαία τραγωδία, τη γλώσσα, κάνοντας σηµαντικές προτάσεις ως προς τη χρησιµοποιούµενη ψυχαναλυτική ορολογία. Εξετάζει τον τρόπο µε τον οποίο εµφανίζεται η τρέλα στη νεοελληνική λογοτεχνία, και ειδικότερα την ψυχοπαθολογία Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 3
του Μπάιρον, της Πηνελόπης Δέλτα και το δικό της σύνδροµο χρόνιας κοπώσεως, τη δερµατοπάθεια του Καζαντζάκη σε σχέση µε τον µυστικισµό και την επιθετικότητα (η συγκεκριµένη µελέτη είναι απλώς εκπληκτική). Το βιβλίο κλείνει µε ένα θέµα προσφιλές στον Π. Χαρτοκόλλη, τον χρόνο, και τη σχέση του µε τον θάνατο. Η ίδια πορεία συνεχίζεται στο βιβλίο του Ιδανικοί αυτόχειρες: Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν (Εστία, 2003). Ασχολείται µε τρόπο µοναδικό µε πέντε αυτόχειρες λογοτέχνες, τους ποιητές Κ. Καρυωτάκη και Ν. Λαπαθιώτη, τον δοκιµιογράφο Περικλή Γιαννόπουλο, τον κλασικό φιλόλογο και µελετητή Ιωάννη Συκουτρή και τη συγγραφέα Πηνελόπη Δέλτα. Μέσω µίας υποδειγµατικής έρευνας για τον καθένα, που βασίζεται κυρίως στα γραπτά τους, και δευτερευόντως σε πληροφορίες ανθρώπων που τους γνώρισαν από κοντά, δεν κρίνει το έργο ούτε αναλύει την προσωπικότητά τους, αλλά θέτει ως στόχο να φωτίσει τους λόγους που τους οδήγησαν στην αυτοκτονία. Οι απαντήσεις, προσωποποιηµένες, µε κοινά εν τούτοις χαρακτηριστικά που µόνον η ψυχαναλυτική µατιά δύναται να αναδείξει, σε συνδυασµό µε τη ιδιαίτερη ικανότητα του συγγραφέα να βυθοσκοπεί το ψυχικό σύµπαν, προσδίδουν στην κάθε µελέτη εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το απολαυστικό Ο αυτόχειρας του Σκαραµαγκά (Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίµων βιβλίων, 2007), αποτελεί µία γέφυρα ανάµεσα στις προαναφερθείσες µελέτες και στο αµιγώς λογοτεχνικό έργο του Π. Χαρτοκόλλη, λόγω της δοµής του. Πρόκειται για µία ερωτική ιστορία, τα πρόσωπα της οποίας, όλα πραγµατικά, έπαιξαν κάποιον ρόλο, περισσότερο ή λιγότερο σηµαντικό, στη νεοελληνική ιστορία των καλών τεχνών και της λογοτεχνίας. Οι σχέσεις αυτών των ιστορικών προσώπων είναι στον εν λόγω µυθιστόρηµα λίγο ως πολύ φανταστικές, συµπεριλαµβανοµένης εκείνης µεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, του ελληνολάτρη Περικλή Γιαννόπουλου που αυτοκτόνησε έφιππος Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 4
πυροβολώντας το ανθοστολισµένο κεφάλι του στη θάλασσα του Σκαραµαγκά, και της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου, της πρώτης γυναίκας που σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο ενήµερος περί τα ψυχικά αναγνώστης νιώθει διαρκώς, στο συγκεκριµένο βιβλίο, να συµµειγνύονται ανεπαισθήτως, µε τρόπο µοναδικό και ώριµο, η ερευνητική µατιά του ψυχαναλυτή-µελετητή και η πένα του λογοτέχνη Π. Χαρτοκόλλη. Η αµιγώς όµως λογοτεχνική πορεία του συγγραφέα ξεκινά το 1972, µε τη συλλογή διηγηµάτων Ιδού ο Νυµφίος έρχεται εν τω µέσω της νυκτός: δέκα διηγήµατα πάνω στο ίδιο θέµα. Το βιβλίο αυτό, εξαιρετικά δυσεύρετο σήµερα, δίνει το στίγµα της κατοπινής πορείας. Το ότι εκδόθηκε πριν από τα επιστηµονικά του έργα, δεν είναι µόνον συγκυριακό αλλά αρκετά αποκαλυπτικό για την πυρηνική σύσταση της ταυτότητας του συγγραφέα. Η λιτότητα και η αινιγµατικότητα χρωµατίζει το καθένα από τα διηγήµατα, που αφορούν τον υπό διαµόρφωση ψυχισµό νέων ανθρώπων, τις επιθυµίες και εµφράξεις του ρου τους, τις καλειδοσκοπικές σχέσεις τους, σε έναν περίπλου που είναι εκείνος του συγγραφέα: Μάνη, Αθήνα, Λωζάννη Μασαχουσέτη, Μίσιγκαν, Κάνσας. Η ελλειπτικότητα και αµεσότητα της γραφής, µία διαύγεια και αιχµηρότητα κρυστάλλου στις λέξεις διαποτίζουν την ψυχή του αναγνώστη. Το Οιδιπόδειο 46-47 (Εστία, 1994) παρακολουθεί τις τρικυµιώδεις ενδοψυχικές κινήσεις ενός νέου που έφυγε από την Ελλάδα για την Αµερική µετά τον Β παγκόσµιο πόλεµο, διηθηµένες από την πανταχού παρούσα νοσταλγία για τη γενέτειρα, που επιδρά διαρκώς στην τροχοδρόµηση των επιθυµιών του, οι οποίες όµως υπόκεινται πλέον στη βαρυτική έλξη του έρωτα. Η γραφή εδώ µέσα από τη συναρπαστική απλότητά της συνιστά τη χαρτογράφηση ενός εσωτερικού χώρου µε άξονα τα ερωτηµατικά που απασχολούν τον συγγραφέα σε όλο το µήκος Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 5
της διαδροµής του. Και η σελήνη εγένετο ως αίµα (Κέδρος, 1998) είναι το µυθιστόρηµα που εκδίδεται αργότερα, αλλά που αφορά προγενέστερη περίοδο, εκείνη του πολέµου, µέσα από τα µάτια ενός νεαρού φοιτητή ιατρικής. Αυτοεξόριστος στη Μάνη, µε το όνειρο µιας καλύτερης ζωής στην Αµερική, βιώνει την ιστορία «έχοντας το συναίσθηµα ότι όλα συµβαίνουν µέσα σε ένα όνειρο, πάνω από το οποίο αιωρείται η µατωµένη σελήνη της Αποκάλυψης». Στο Όταν θα τέλειωνε ο πόλεµος (Ινδικτος, 2003), ξετυλίγονται µέσα από τα µάτια ενός φοιτητή ιατρικής τα τραγικά γεγονότα της εποχής, ως φόντο ιστορικό που περιέχει τα στοιχεία τα οποία σταθερά απασχολούν τον συγγραφέα: τον ερωτισµό, τη βιαιότητα της ανθρώπινης φύσης, την αυτοκτονία. Στα παρασκήνια του µυθιστορήµατος, εν παραλλήλω κινούνται γνωστά λογοτεχνικά πρόσωπα της εποχής. Το Β γυµνάσιο αρρένων: το ηµερολόγιο ενός καλού µαθητή (Εστία, 2005), αφορά την ακριβώς προγενέστερη περίοδο, παραµονές του Β Παγκοσµίου πολέµου. Εκκινεί από τις ηµερολογιακές καταγραφές ενός εφήβου µαθητή, για να διαδράµει τις προσφιλείς στον συγγραφέα τροχιές, ενδοψυχικές, των οποίων η µορφοποίηση είναι έκτυπη στο συγκεκριµένο ιστορικό φόντο. Η αλληλοδιαπλοκή εσωτερικής και κοινωνικής πραγµατικότητας, γίνεται ξανά ο άξονας γύρω από τον οποίο ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την αιχµηρή και αποκαλύπτουσα µατιά του επί της ανθρώπινης συνθήκης. Τέλος, το Άγιο Όρος: Ένα ταξίδι µέσα από τους θρύλους και την ιστορία (Κέδρος, 2001) ξεχωρίζει ως ένα οδοιπορικό στη µοναδική αυτή συνθήκη που το Άγιον Όρος αποτελεί από κάθε άποψη. Η µατιά του οδοιπόρου συγγραφέα δεν απεκδύεται της ψυχαναλυτικής διεισδυτικότητας στα ανθρώπινα, βρίσκοντας ένα εξαιρετικά προνοµιούχο όσο και ιδιόµορφο πεδίο για να περιπλανηθεί, και εδώ, µε Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 6
τρόπο εξαιρετικά γόνιµο και απολαυστικό για τον αναγνώστη. Ακτινοσκοπούνται τόσο οι δυνάµεις που ωθούν τους µετέπειτα µοναχούς να αποσυρθούν από τα εγκόσµια, όσο και οι µοναδικές εκείνες ψυχικές συνθήκες που συγκροτούν τη δική τους ταυτότητα στο Άγιον Όρος. Όλα τα βιβλία του Π. Χαρτοκόλλη έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τη διαύγεια της γραφής, ακόµη και εντός µιας ισχυρής ελλειπτικότητας, την αιχµηρότητα της κρίσεως, µια εντιµότητα κρυστάλλινη, αποσβoλωτική, την εκπλήσσουσα οξυδέρκεια ως προς τα ανθρώπινα, την απόδοση αυτής της ψυχικής ιχνηλασίας µε τρόπο αισθητικά θελκτικό, την έµµεση αλλά σταθερή ανάδειξη της ψυχικής αλήθειας και γνησιότητας ως δοµικής αξίας και σαν σταθερό υφάδι, έναν πυρηνικό, σπαραχτικό ανθρωπισµό. Ποιότητες που διέθετε ο ίδιος, για όσους είχαν την τύχη να συναντηθούν οι τροχιές τους µε τη δική του, στον αστερισµό τού Έρωτα. Παιδιά του Έρωτα αυτού, και ας το ξεχνούν ενίοτε οι ψυχαναλυτές στις διαµάχες τους, είναι τόσο η Ψυχανάλυση, δηλαδή οι ίδιοι, όσο και η Λογοτεχνία. Ξεχνώντας την αγάπη ξεχνάµε τους εαυτούς µας. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 7