ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΚΑΙ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΙΚΩΝ ΒΟΣΚΟΤΟΠΩΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ (ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ) ΚΑΙ ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΡΟΦΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΣΥΣΤΑΔΩΝ ΔΡΥΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΠΑΜΠΟΥΛΗ ΣΤΕΛΛΑ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ... 3 2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ... 10 2.1. Περιβαλλοντική και οικονομική σημασία των δασικών οικοσυστημάτων στη Μεσογειακή ζώνη... 10 2.2. Επιδράσεις της βόσκησης στα δασικά Μεσογειακά οικοσυστήματα... 16 2.2.1. Γενικά... 16 2.2.2. Επίδραση της βόσκησης στη σύνθεση και τη φυτοκάλυψη της ποώδους βλάστησης σε δασικά οικοσυστήματα... 22 2.2.3. Επίδραση της βόσκησης στην ποικιλότητα της ποώδους βλαστησης σε δασικά οικοσυστήματα... 26 2.2.4. Επίδραση της βόσκησης στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε δασικά οικοσυστήματα... 32 2.2.5. Επίδραση της βόσκησης στην αναγέννηση των δασικών οικοσυστημάτων.. 36 3. ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ... 44 4. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ... 45 4.1. Θέση πειραματικών επιφανειών... 45 4.2. Έδαφος... 46 4.3. Κλίμα... 46 4.4. Βλάστηση... 48 5. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ... 50 5.1. Σχεδιασμός... 50 5.1.1. Μέτρηση της φυτοκάλυψης και της σύνθεσης της υπόροφης βλάστησης... 50 5.1.2. Μέτρηση της ποικιλότητας της υπόροφης βλάστησης... 50 5.1.3. Μέτρηση της παραγωγής της ποώδους βλάστησης... 51 5.1.4. Μέτρηση της αναγέννησης της δρυός... 51 5.1.5. Μέτρηση της φωτοσυνθετικά ενεργού ακτινοβολίας... 51 5.2. Πρωτόκολλο μετρήσεων... 52 5.3. Πειραματικό σχέδιο... 52 6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ... 53 6.1. Φυτοκάλυψη και Σύνθεση της Βλάστησης του Υπορόφου... 53 6.2. Ποικιλότητα ειδών - Δείκτης Shannon Wiener (H)... 60 6.3. Παραγωγή ποώδους βλάστησης... 63 6.4. Αναγέννηση της δρυός... 67 6.4.1. Αριθμός Νεοφύτων της Δρυός... 67 6.4.2. Αριθμός Βαλανιδιών... 70 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 73 8. ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 74 9. SUMMARY... 77 10. ΑΝΑΦΟΡΕΣ... 79 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 79 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 90 ΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 93 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 94 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Η ελληνική παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση, γεγονός που φαίνεται από την αρχαιοελληνική μυθολογία, όπου οι ήρωες, οι θεοί και τα διάφορα μυστήρια αφιερωμένα σε αυτούς σχετίζονταν άμεσα με τα στοιχεία της φύσης και τον αέναο κύκλο της βλάστησης κατά τη διάρκεια του έτους (Νύμφες ως προστάτιδες των υδάτων, Δρυάδες προστάτιδες των δασών, ιερό ελάφι της Άρτεμης, συσχετισμός νεκρανάστασης της φύσης με τη νεκρανάσταση στη Διονυσιακή λατρεία κ. τ. λ.). Η ελληνική ύπαιθρος συγκαταλέγεται διεθνώς μεταξύ των σπουδαιότερων διάσπαρτων βιοκοινοτήτων βιοποικιλότητας, αποτελώντας ταυτόχρονα και την κινητήρια δύναμη στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου μας. Για την επίτευξη όμως μιας ασφαλούς και διαχρονικής ανάπτυξης, η ύπαιθρος θα πρέπει να αποτελέσει βασικό δομικό συστατικό ανάπτυξης πολλαπλών κατευθύνσεων που θα αποβλέπει στη διατήρηση της φύσης και του τοπίου, στη διατήρηση των ορεινών και μικρών σε μέλη πληθυσμών στις πατρογονικές τους εστίες, στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της αειφορικής ζωικής και φυτικής παραγωγής, καθώς και στην οικονομική ανάπτυξη, τον τουρισμό και την πολιτιστική μας κληρονομιά (Τόσιος, 2008). Οι διάφορες κατευθύνσεις ανάπτυξης ωστόσο, επηρεάζουν και πιέζουν σε διαφορετικό βαθμό το φυτικό και ζωικό στοιχείο αποτελώντας ενίοτε αντικείμενο άστοχων εντάσεων χρήσης και διαχειριστικών προτεραιοτήτων, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση και υποβάθμιση των υγιών βιοτόπων και κατά συνέπεια των ζωικών πληθυσμών που φιλοξενούνται σε αυτούς. Για το λόγο αυτό χρειάζεται ορθότερη δράση με τη μορφή διαχειριστικών παρεμβάσεων, οι οποίες θα συμβάλλουν στην αποκατάσταση και ανόρθωση της υποβαθμισμένης φύσης και των στοιχείων που την απαρτίζουν. Η υλοτομία και η βόσκηση συγκαταλέγονται ανάμεσα στις βασικές κατευθύνσεις διαχειριστικών παρεμβάσεων ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου (Τόσιος, 2008). Το 25,4% της συνολικής έκτασης της χώρας μας αποτελείται από δάση που στην πλειοψηφία τους είναι φυσικά και χαρακτηρίζονται από υψηλή βιοποικιλότητα. Άλλο ένα 23,9% της ελληνικής επικράτειας καλύπτεται από δασικές εκτάσεις, οι οποίες όμως είναι υποβαθμισμένες καθώς βρίσκονται συνήθως κοντά σε αστικές και τουριστικές περιοχές. Οι κυριότερες αναλογίες στα δασικά μας συγκροτήματα είναι 0ι παρακάτω: Δρείς 35% των δασών, πεύκα 25%, έλατα 12%, οξυές 10%, καστανιές 2%. (στοιχεία WWF Ελλάδας). Οι δασικές εκτάσεις οι οποίες βόσκονται (φυσικοί βοσκότοποι) καλύπτουν έκταση 51.377.520 στρεμμάτων, δηλαδή το 40% της χώρας. Το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνουν τα δασολίβαδα (48%) με 24.671.400 στρέμματα και ακολουθούν τα 3
ποολίβαδα (32,5 %) με 16.700.790 στρέμ. τα θαμνολίβαδα (15,1%) με 7.750.000 στρέμ. και τέλος τα φρυγανολίβαδα (4,4 %) με 2.255.000 στρέμ.. Τα δάση τα οποία βόσκονται υπολογίζονται σε 20 εκ. στρέμ., περίπου. Ιδιοκτησιακά οι εκτάσεις αυτές ανήκουν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό (75%) στο δημόσιο, ενώ η χρήση (νομή) ανήκει στους Δήμους και Κοινότητες (στοιχεία Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων). Διάφοροι τύποι δασών, τόσο πλατύφυλλων ειδών όσο και κωνοφόρων, χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι προβάτων, αιγών και βοοειδών σε όλη τη Μεσόγειο. Τα περισσότερο βοσκόμενα δάση είναι τα δάση Δρυός. Φυλλοβόλα ή ημι-φυλλοβόλα τα δάση δρυός βόσκονται σημαντικά, καθώς αποτελούν και τα ίδια τα δέντρα επιθυμητή τροφή για τα ζώα σε σχέση με τα ανεπιθύμητα σκληρόφυλλα είδη. Για παράδειγμα, δαση Quercus pyrenaica Willd. και Quercus faginea Lam στην Ισπανία και την Πορτογαλλία χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Στην Αλγερία και το Μαρόκο εκτάσεις οι οποίες κυριαρχούνται από φυλλοβόλα δάση δρυός όπως Quercus afares Pomel και Quercus canariensis Willd, βόσκονται. Στην Κορσική δάση Quercus pubescens Willd βόσκονται εντατικά από τον δέκατο τέταρτο αιώνα (Dufour-Dror, 2007). Ακόμα στην Τουρκία, στο Ισραήλ όπως και στην Ελλάδα υπάρχουν δάση δρυός τα οποία βόσκονται από αγροτικά ζώα. Οι βοσκότοποι και τα βοσκόμενα δάση (στα οποία η βόσκηση ενεργείται χωρίς έλεγχο ή με ρυθμιστικές διατάξεις) δεν αποτελούν συγκροτημένες ή ενιαίες εκτάσεις στον ορεινό χώρο, αλλά είναι διάσπαρτες ή αναμειγμένες με παραγωγικά δάση και γεωργικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα να διασπάται η συνοχή των βοσκοτόπων και να καθίσταται προβληματικός ο διαχωρισμός τους. Καταλαμβάνουν κυρίως εδάφη με μικρό βάθος και απότομες κλίσεις και επομένως το δυναμικό των εδαφών τους είναι περιορισμένο. Η συνεχής υπερβόσκηση που ασκήθηκε επί σειρά πολλών χρόνων, είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση τόσο της βλάστησης όσο και του εδάφους. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στα λιβάδια υπολογίζεται σε 5,5 εκατ. τόνους και η βοσκοϊκανότητα σε 51 εκατ. περίπου μηνιαίες ζωικές (μικρές) μονάδες. Στα βοσκόμενα δάση οι αντίστοιχες ποσότητες είναι 490 χιλ. τόνοι για την παραγωγή και η βοσκοϊκανότητα 4 εκατ. μηνιαίες ζωικές (μικρές) μονάδες (στοιχεία Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων). H ποικιλία των ελληνικών δασών είναι μοναδική και δύσκολα απαντάται σε άλλες χώρες με παρόμοια έκταση: στα βόρεια της Ελλάδας υπάρχουν εύκρατα δάση, από εκείνα που είναι κοινά της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, ενώ στα νότια υπάρχουν μεμονωμένες συστάδες από τροπικά δέντρα (φοίνικες) (στοιχεία WWF Ελλάδας). Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας μαζί με το γεωυπόθεμά της (πέτρωμα, έδαφος), το ανάγλυφο και το κλίμα της, διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες για μια βλάστηση που εκτός της Ιβηρικής 4
χερσονήσου, διατηρεί τη μεγαλύτερη ποικιλία ειδών χλωρίδας στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε εκτεταμένες εκτάσεις ερημοποιημένες, όπως η γειτονική Αφρική, αλλά ούτε εκτεταμένα πυκνά και υγρά δάση όπως η γειτονική κεντρική Ευρώπη. Ο ελληνικός χώρος διαθέτει μια χαρακτηριστική ισορροπία μεταξύ των ιδιαιτεροτήτων όλων αυτών των γειτονικών ηπείρων και ως εκ τούτου αποκτά μια σημαντική θέση στην κατανομή των διαφόρων ποικιλιών χλωρίδας. Τα περισσότερα ελληνικά δάση χαρακτηρίζονται ως μεσογειακά. Πρόκειται για οικοσυστήματα τα οποία είναι προσαρμοσμένα σε ξηρά, ζεστά καλοκαίρια και σε ψυχρούς χειμώνες. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η οικιστική επέκταση ασκούν ολέθρια πίεση στα δάση της χώρας μας, τα οποία αντικαθίστανται σταδιακά από αστικές, περιαστικές και τουριστικές εκτάσεις. Οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές και οι καταπατήσεις που τις ακολουθούν είναι πολύ συχνά αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της ανάγκης για διαφορετική χρήση της γης (στοιχεία WWF Ελλάδας). Η ανεξέλεγκτη και παράνομη βόσκηση, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση πυρκαγιάς, παρεμποδίζει τη φυσική αναγέννηση των δασών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του οικοσυστήματος και τη διάβρωση του εδάφους. Η υπερβολική βόσκηση θεωρείται η κυριότερη αιτία της εικόνας που παρουσιάζουν σήμερα πολλά ελληνικά βουνά, όπου βλέπει κανείς να προβάλλουν γυμνά βράχια, χωρίς χώμα ή βλάστηση. Το ανεξέλεγκτο κυνήγι και η λαθροϋλοτομία (σε παλαιότερα χρόνια) αποτελούν εξίσου σοβαρές απειλές για τα δάση μας και για τα είδη που ζουν σε αυτά. Σε όλες τις παραπάνω απειλές έρχονται να προστεθούν η ανυπαρξία εθνικής δασικής στρατηγικής, η έλλειψη δασολογίου, που ευνοεί τη διεκδίκηση των δασικών εκτάσεων από ιδιώτες, η ασαφής και μη επαρκής νομοθεσία, καθώς και η ανυπαρξία ενός ισχυρού και ενιαίου φορέα διαχείρισης και προστασίας των δασών (στοιχεία WWF Ελλάδας). Η βόσκηση, όταν δεν εφαρμόζεται σωστά, αποτελεί σοβαρό εχθρό των δασών. Η εντατική βόσκηση περιορίζει τη φυσική αναγέννηση των δασών με αποτέλεσμα τη γήρανση και κατά συνέπεια, μακροπρόθεσμα, την εξαφάνιση τους. Επίσης η καταστροφή από τη βόσκηση είναι σημαντικότερη όταν πρόκειται για εκτάσεις που πρόσφατα έχουν καεί και η φυσική αναγέννηση εμποδίζεται κατ' αυτό τον τρόπο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχει διαπιστωθεί ότι οι προτιμήσεις των Ευρωπαίων καταναλωτών σε διατροφικά θέματα παρουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό διαφοροποίηση σε σύγκριση με το παρελθόν, που κατ αρχήν αποδίδεται στις οικονομικές και στις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συμβεί, καθώς και στα ιδιαίτερα δημογραφικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών. Επιπλέον, υπό την πίεση των πρόσφατων διατροφικών 5
σκανδάλων (σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, γρίπη πουλερικών, διοξίνες, μικροβιοανθεκτικότητα), οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να ευαισθητοποιούνται ολοένα και περισσότερο σε θέματα που αφορούν την υγιεινή και την ποιότητα του κρέατος και παρουσιάζονται με τη θέληση να δαπανήσουν αυξημένα κονδύλια προκειμένου να εξασφαλίσουν τις παραπάνω ιδιότητες των ζωοκομικών προϊόντων, ενώ ύψιστη σημασία διατηρεί για αυτούς η αλληλοεπίδραση της ζωικής παραγωγής και του περιβάλλοντος (Κράσσος κ.α., 2004). Επιβάλλεται να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες από την πολιτεία και τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς προς την κατεύθυνση μιας συστηματικής και ελεγχόμενης παραγωγής προϊόντων βιολογικής κτηνοτροφίας. Η ανάγκη αυτή καθίσταται πιο επιτακτική για μερικές μειονεκτικές περιοχές της χώρας μας, κυρίως ορεινές και νησιωτικές, που παρουσιάζουν προβλήματα διαρθρωτικά, κοινωνικά, οργανωτικά και οικονομικά. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ασχολούνται με την κτηνοτροφία και κυρίως αιγοπροβατοτροφία, που αποτελεί σημαντικό κλάδο της εθνικής οικονομίας. Τόσο η παραγωγή βιολογικών προϊόντων, όσο και η κατοχύρωση γαλακτοκομικών προϊόντων ονομασίας προελεύσεως, προβλέπεται να εξασφαλίσει ικανοποιητικό και σταθερό εισόδημα και να προσφέρει στην αγορά πολύτιμα παραδοσιακά προϊόντα διατροφής υψηλής βιολογικής και διατροφικής αξίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνουν εκπτώσεις στην προστασία του περιβάλλοντος, σε ότι αφορά αυτό το τομέα θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να αποφευχθούν αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Η βιολογική κτηνοτροφία δεν είναι απλά μια παραγωγική μέθοδος που στηρίζεται στη φυσική διαβίωση των ζώων, που χρησιμοποιεί κατά βάση ζωοτροφές που έχουν παραχθεί με βιολογικό τρόπο και περιορίζει στο ελάχιστο δυνατό τη χρήση συνθετικών αλλοπαθητικών φαρμάκων, αλλά χαρακτηρίζεται από την ολιστική προσέγγιση σχετικά με τους παράγοντες που επιδρούν στο οικοσύστημα στο οποίο εντάσσεται η εκτροφή (Κράσσος κ.α., 2004). Σύμφωνα με τις αρχές τις βιολογικής κτηνοτροφίας ευνοείται η ελεύθερη βόσκηση, για αυτό θα πρέπει να ελεγχθούν οι επιπτώσεις της βόσκησης στα δασικά οικοσυστήματα. Η επίδραση των φυτοφάγων ζώων στις διάφορες φυτοκοινότητες αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης μεταξύ των ειδικών, εδώ και πολλά χρόνια. Ένας από τους παράγοντες που εξετάζονται είναι η επίδραση της βόσκησης στη χωρική κατανομή της βλάστησης. Τέτοιου είδους χωρικές επιδράσεις μπορούν να επηρεάσουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φυτοκοινοτήτων, την ευαισθησία της βλάστησης στη φωτιά και σε άλλες διαταραχές, την 6
κατανομή του νερού, των θρεπτικών στοιχείων και των μικροοργανισμών καθώς και τη σύνθεση των ειδών και την ποικιλότητα των ζωοκοινοτήτων (Seifan and Kadmon, 2005). Από πρακτική σκοπιά, η βόσκηση που προκαλεί αλλαγές στη χωρική κατανομή της βλάστησης μπορεί να επηρεάσει την οικονομική αξία των λιβαδιών καθώς και τις πιθανές μεθόδους διαχείρισης (Archer, 1995). Επίσης έχει αποδειχθεί ότι τα φυτοφάγα ζώα τείνουν να τροποποιούν τις προτιμήσεις τους σύμφωνα με την κατανομή της τροφής στο χώρο, αλλαγές οι οποίες έχουν αποδειχτεί ότι επηρεάζουν σημαντικά την υγεία των φυτοφάγων (Seifan and Kadmon, 2005). Ακόμα, σύμφωνα με τους Seifan και Kadmon (2005), η βόσκηση μπορεί να επηρεάσει τη χωρική κατανομή της βλάστησης είτε άμεσα, με τη αλλαγή της σύνθεσης των επιθυμητών φυτών, είτε έμμεσα, με τη βελτίωση των συνθηκών για την αύξηση ανεπιθύμητων ειδών. Αν και η κυρίως επίδραση της βόσκησης είναι η αποφύλλωση των φυτών, η παρουσία των ζώων στην περιοχή μπορεί να έχει και άλλο αντίκτυπο στη βλάστηση, ιδιαίτερα λόγω του ποδοπατήματος. Κατ αυτό τον τρόπο μπορεί να προκληθούν ζημίες στους φυτικούς πληθυσμούς από την καταστροφή των φυταρίων ή την καταστροφή της κάλυψης. Επίσης μπορούν να προκληθούν αλλαγές στην σταθερότητα του εδάφους και συμπίεση του, προσθήκη θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος και αλλαγές στη διήθηση του νερού. Οι έμμεσες επιδράσεις της βόσκησης αναμένονται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές στις περιπτώσεις εκείνες όπου επικρατεί ιδιαίτερα επιλεκτική βόσκηση και τα επιθυμητά φυτά επηρεάζουν (θετικά ή αρνητικά) την εγκαθίδρυση των ανεπιθύμητων ειδών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Solomon et al. (2007) σε κάθε περιοχή (ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν), πρέπει να χρησιμοποιείται το κατάλληλο σύστημα διαχείρισης, έτσι ώστε να έχουμε τη μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα των ζώων και τη διατήρηση και βελτίωση της ευρωστίας των λιβαδιών, καθώς η δίχως ορθολογικό σχεδιασμό βόσκηση των δασικών και λιβαδικών εκτάσεων υποβαθμίζει τους βιοτόπους, μειώνοντας τη βιοποικιλότητα, τη σύνθεση, και κάλυψη των επιθυμητών στα βόσκοντα είδη φυτών και το παραγωγικό δυναμικό του υπερβοσκημένου οικοσυστήματος (Adler et al, 2001; Rook et al, 2004). Υποβάθμιση και γενικότερα η μη ορθολογική χρήση ενός βιοτόπου, μπορεί να προκληθεί δίχως απαραίτητα να υπάρχει μεγάλη ένταση βόσκησης, δηλαδή ανεξάρτητα εάν η βοσκοφόρτωση είναι μεγαλύτερη της ενδεδειγμένης βοσκοϊκανότητας (Νάστης και Τσιουβάρας, 1991). Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η βόσκηση λαμβάνει χώρα σε ακατάλληλη εποχή ή λόγω ακατάλληλου είδους ζώου ή μη σωστής αναλογίας διαφορετικών ειδών ζώων. Ακόμα λόγο ανομοιόμορφης κατανομής των ζώων ή εφαρμογής ακαταλλήλου συστήματος βόσκησης. 7
Η υπερβόσκηση των δασών από βοοειδή, ίππους και λοιπά κτηνοτροφικά είδη μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση των βιοτόπων της άγριας πανίδας, μειώνοντας τα αποθέματα βοσκήσιμης ύλης και νερού, πληγώνοντας τα δέντρα και καταστρέφοντας τη νεαρή βλάστηση, συμπιέζοντας και διαβρώνοντας το έδαφος, εκτοπίζοντας την άγρια πανίδα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση το περιβαλλοντικό κόστος δύσκολα αναπληρώνεται από τα κτηνοτροφικά οφέλη (Τόσιος, 2008). Η υποχρησιμοποίηση που προκαλείται λόγω της μειωμένης βοσκοφόρτωσης ή της απουσίας βόσκησης κτηνοτροφικών ζώων, αποτελεί εξίσου απειλή στην υποβάθμιση των βιοτόπων. Την τελευταία πενηνταετία είναι το σοβαρότερο πρόβλημα με αποτέλεσμα τη μείωση των ενδοδασικών ανοικτών οικοσυστημάτων, όπως π.χ. τα κρασπεδικά διάκενα, τα δασολίβαδα, τα θαμνολίβαδα, τα υπαλπικά λιβάδια και τις μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις, τα οποία διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ύπαρξη ποικιλομορφίας των δασικών βιοτόπων και κατά συνέπεια έντονης βιοποικιλότητας. Οι εκτάσεις αυτές έχουν πλέον μετατραπεί σε ομοιογενή οικοσυστήματα χαμηλής βιοποικιλότητας, μειωμένης δυνατότητας αξιοποίησης της παραγωγής με ανελικτική διαδοχή της βλάστησης, επιρρεπή όμως σε κάθε διατάραξη, καθώς συχνά υπάρχει η εξαφάνιση πρόδρομων φυτικών ειδών λόγω μονομερούς ανταγωνισμού σε αυτά, προσβολή από έντομα και ασθένειες, κ. τ. λ. (Τόσιος, 2008). Η υποχρησιμοποίηση της βλάστησης των ορεινών περιοχών μετέτρεψε τα πολυσύνθετα ως προς τα είδη λιβαδικά και δασικά οικοσυστήματα σε ομοιογενείς εκτάσεις διακατεχόμενες από βλάστηση υψηλών, σκληρών και μη εύγευστων αγρωστωδών ή και άλλων ανεπιθύμητων φυτών, για τα άγρια και τα ελάχιστα κτηνοτροφικά ζώα. Η εξαιρετικά επιλεκτική βόσκηση απομακρύνει τα πιο εύγευστα είδη, ενώ η ξηρή βιομάζα συσσωρεύεται συνεχώς στο έδαφος με μικρό ρυθμό αποσύνθεσης, αποτρέποντας έτσι την ανάπτυξη νέας και εύγευστης βλάστησης. Σε δάση με πυκνή δομή όπου λίγο φως φτάνει στα επίπεδα του εδάφους είναι δύσκολο για κάποια φωτόφιλα είδη (Quercus, Corylus, κ.α.) να αναγεννηθούν και απειλούνται με εξαφάνιση. Αυτό κάνει τα μη βοσκόμενα δάση να έχουν ομοιόμορφη δομή και μικρότερη ποικιλότητα σε σχέση με τα επικουρικά βοσκόμενα (Τόσιος, 2008). Παρόλο που τόσο η υπερβόσκηση όσο και η υποχρησιμοποίηση μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα υποβάθμισης, η λελογισμένη και υπό ορισμένους περιορισμούς επικουρική βόσκηση, όσον αφορά την προστασία και αναγέννηση της δασικής βλάστησης, μπορεί να γίνει ένα από τα σημαντικότερα οικολογικά εργαλεία ανόρθωσης βιοτόπων στα πλαίσια δασοκτηνοτροφικής διαχείρισης. Με τον όρο «κανονική χρήση» εννοούμε τη βόσκηση στα πλαίσια της αειφορικής διαχείρισης που γίνεται σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να ευνοεί τη βλάστηση και τα ζώα δίχως να τα 8
ζημιώνει, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τα μέγιστα δυνατά οικολογικά και οικονομικά οφέλη στο διηνεκές (Νάστης και Τσιουβάρας, 2004). Όταν δε, η κανονική βόσκηση πραγματοποιείται στα πλαίσια της δασοκτηνοτροφικής διαχείρισης, αποτελεί την ασφαλέστερη οικολογικά μέθοδο διαχείρισης των κτηνοτροφικών ειδών εν συγκρίσει με τις φάρμες εντατικής κτηνοτροφίας. Απαλλάσσεται έτσι ο κτηνοτρόφος από καταστάσεις που στρεσάρουν τα εγκλεισμένα ζώα και δυσκολεύουν την κτηνοτροφική διαχείριση, λόγω του συνωστισμού και της παραμονής τους όλη τη διάρκεια του έτους σε περιορισμένο χώρο (Τόσιος, 2008). Για να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα του αν μπορεί να εναρμονιστεί η λιβαδοπονία με τη δασοπονία και να υπάρξει ισορροπία στις χρήσεις γης με τη ταυτόχρονη ανάπτυξη του δάσους και της βόσκησης, χρειάζεται να γίνουν περαιτέρω έρευνες για τις επιδράσεις της βόσκησης στα δασικά οικοσυστήματα. Γενικός σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετηθούν οι επιπτώσεις από τη βόσκηση αγροτικών και θηραματικών ζώων σε δάσος δρυός υπό αναγωγή. 9
2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Περιβαλλοντική και οικονομική σημασία των δασικών οικοσυστημάτων στη Μεσογειακή ζώνη Ο 21 ος αιώνας θεωρείται ο πλέον κρίσιμος όχι μόνο για την επιβίωση του ανθρώπου αλλά και για τη διάσωση των δασών που απέμειναν, αφού αυτά τα δύο είναι αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενα και η επίτευξη του ενός προϋποθέτει την επίτευξη του άλλου. Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας, η περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική σπουδαιότητα των δασών καθίσταται περισσότερο σημαντική από ποτέ, εξαιτίας της διαρκώς επιδεινούμενης διαταραχής του οικολογικού ισοζυγίου του πλανήτη. Τον 15 ο αιώνα τα δάση κάλυπταν περίπου τη μισή έκταση της γης, ενώ σήμερα λιγότερο από το ένα τρίτο της (Δημητρακόπουλος, 2008). Οι καταστροφές των δασών έφθασαν στο ζενίθ στα μέσα του 19 ου αιώνα με την βιομηχανική επανάσταση. Η συστηματική μείωση της συνολικής δασοκάλυψης από τις αλόγιστες, άπληστες και απρογραμμάτιστες ενέργειες του οικονομούντος ανθρώπου, κυρίως τα τελευταία διακόσια χρόνια, καθώς και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις που επακολούθησαν, κατέστησαν προφανή την ζωτική σημασία των δασών για την διατήρηση της βιόσφαιρας επί της γης. Παγκοσμίως, η καταστροφή των δασών, κυρίως λόγω της υπερεκμετάλλευσης, των πυρκαγιών, της υπερβόσκησης και της αλλαγής χρήσης γης για γεωργική και αστική χρήση, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια των κυριότερων δεσμευτών του CO 2 της ατμόσφαιρας. Αύξηση της συγκέντρωσης του CO 2 στην ατμόσφαιρα συνεπάγεται μεγαλύτερη δέσμευση της ανακλώμενης ηλιακής ακτινοβολίας, με αποτέλεσμα το κλίμα της γης να γίνεται προοδευτικά θερμότερο και ξηρότερο και, ως εκ τούτου, περισσότερο ευεπίφορο για την επερχόμενη ερημοποίηση από την εκτεταμένη διάβρωση των εδαφικών πόρων που ακολουθεί την καταστροφή του φυτοκαλύμματος από τις πυρκαγιές και την ανεξέλεγκτη βόσκηση. Ο άνθρωπος, ως συνιστώσα των οικοσυστημάτων, έχει δράσει στα Μεσογειακά οικοσυστήματα από την αρχή της εγκατάστασης τους στη γη, περίπου 15.000 χρόνια πριν (Bozineki-Didonis, 1985). Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον της Μεσογείου διατήρησε τα τοπία και τα οικολογικά συστήματα που τα συγκροτούν σε μια δυναμική ισορροπία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η δυναμική αυτή ισορροπία εμπεριείχε και τη δράση των φυτοφάγων ζώων ως μιας φυσικής διαταραχής. Ωστόσο, μετά το Β 10
Παγκόσμιο Πόλεμο η επίδραση του ανθρώπου στα Μεσογειακά οικοσυστήματα έχει αλλάξει, τόσο στους τρόπους με τους οποίους ασκείται, όσο και την ένταση και την έκταση που καλύπτουν αυτές οι δράσεις. Ανάμεσα στις άλλες συνέπειες της εντατικοποίησης της δράσης του ανθρώπου είναι και η μείωση της έντασης της βόσκησης στα δασικά οικοσυστήματα. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο του φυσικού πλούτου της χώρας μας αφού καλύπτουν το 60% περίπου της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη δασική απογραφή (στοιχεία Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, 2008). Η μεγάλη ποικιλία των ειδών και πληθυσμών της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας που φιλοξενούν καθώς και οι υψίστης σημασίας ωφέλειες που προσφέρουν μέσω των φυσικών διεργασιών τους, καθιστούν την απρόσκοπτη λειτουργία τους αποφασιστικής σημασίας για τον ίδιο τον άνθρωπο. Τα Ελληνικά δάση παρουσιάζουν ορισμένες οικολογικές και διαχειριστικές ιδιαιτερότητες που τους δίνουν μία ξεχωριστή θέση στην Ευρωπαϊκή δασοπονία, καθώς είναι δάση μεγάλης βιολογικής αξίας λόγω της υψηλής βιοποικιλότητας τους, όπως αυτή εκφράζεται από την πλούσια χλωριδική σύνθεση, το πλήθος ενδημικών και σπανίων φυτικών ειδών, και την ποικιλία των οικοσυστημάτων. Η Ελληνική χλωρίδα απαρτίζεται από 6320 περίπου είδη, από τα οποία το 15% είναι ενδημικά, δηλαδή απαντώνται μόνο στην Ελλάδα. Η αντίστοιχη χλωρίδα των μεσευρωπαϊκών χωρών δεν υπερβαίνει τις 3000 είδη (Δημητρακόπουλος, 2008). Ακόμα είναι δάση φυσικά, αποτελούμενα από ποικιλία ειδών που ανανεώνονται με φυσική αναγέννηση. Παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένη γενετική ποικιλότητα εξαιτίας του πλήθους των σταθμών και της γεωγραφικής απομόνωσης, που προέκυψαν από το πολυκύμαντο τοπογραφικό ανάγλυφο, την μακρόχρονη ιστορία διαταραχών και την πληθώρα εδαφικών τύπων. Η παραδοσιακή δασοπονία στην Ελλάδα βασίζεται στην αρχή της «αειφορικής διαχείρισης» από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Η αειφορική διαχείριση εμπεριέχει ισοδύναμα την επιστημονική γνώση, την περιβαλλοντική ηθική και την οικονομική ανάπτυξη και βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών και της κάλυψης των αναγκών του σήμερα με ταυτόχρονη διατήρηση της παραγωγικότητας των φυσικών πόρων εις το διηνεκές. Το Ελληνικό δάσος χαρακτηρίζεται από πολυλειτουργικότητα που συνδυάζει παραγωγή οικονομικών και προσφορά κοινωφελών αγαθών. Παράλληλα, η διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας, της βιοποικιλότητας και της σταθερότητας των δασικών οικοσυστημάτων αποτελεί πρωταρχικό μέλημα. 11
Τα δάση προστατεύουν τα υδάτινα αποθέματα και αποτρέπουν την διάβρωση και την ανάπτυξη πλημμυρικών φαινομένων, προστατεύουν τις λίμνες, τα ποτάμια και τους ταμιευτήρες από την υποβάθμιση και πρόσχωση τους. Ακόμα, συμμετέχουν στην προστασία των καλλιεργειών από τις προσβολές διατηρώντας την βιολογική ισορροπία, καθώς και στην προστασία της χλωρίδας και της πανίδας. Τέλος, αποτελούν την οικονομική βάση εισοδήματος για πολλούς κατοίκους, καθώς και περιοχές οικονομικής πρόσθετης οικοτουριστικής αξιοποίησης. Από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης μιας περιοχής και γενικότερα μίας χώρας είναι το δασικό οικοσύστημα. Αυτό αιτιολογείται από τη δυναμικότητα του συστήματος που χαρίζει στο κοινωνικό σύνολο πολλαπλές υπηρεσίες και προσφορές. Προσφορά του δάσους δεν είναι μόνο η παραγωγή ξυλείας, αλλά μία σειρά πολλαπλών υπηρεσιών. Εκτός του ότι παράγει το απαραίτητο οξυγόνο ενώ δεσμεύει το CO 2, μειώνει κατά την ένταση του φωτός και της ακτινοβολίας, από 50% έως 90%. Απορροφά και εξουδετερώνει επιβλαβείς ουσίες, η απομάκρυνση των επιβλαβών αυτών ουσιών αποτρέπει την εμφάνιση της όξινης βροχής η οποία ευθύνεται για τη μείωση του pη και την αύξηση της οξύτητας. Κάθε μείωση του pη οδηγεί σε ένα επικίνδυνο βιολογικό επίπεδο που σηματοδοτεί εξαφάνιση ορισμένων οργανισμών. Με δεδομένη την αύξηση των μέσων θερμοκρασιών στον πλανήτη, είναι ιδιαίτερα ευεργετική η ικανότητά του να αμβλύνει μέχρι και 10 ο βαθμούς τις ακραίες θερμοκρασίες συγκρατώντας την ηλιακή ακτινοβολία. Μειώνει την ένταση του ανέμου και τον εξαφανίζει, ενώ μειώνει τους θορύβους δρώντας σαν ηχοπέτασμα. Αυξάνει μέχρι και 6% τις βροχές ενώ μετατρέπει σε βροχή την υγρασία του αέρα ενώ υγροποιεί την ομίχλη. Το φύλλωμα συγκρατεί μέχρι και το 50% της βροχής αφήνοντας μόνο το 10-20% να απορρέει επιφανειακά, αποτρέποντας τα πλημμυρικά φαινόμενα ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τα υπόγεια νερά και βελτιώνει την ποιότητά τους. Η απομάκρυνση των δασών οδηγεί στην αλλαγή του κλίματος και της συχνότητας των βροχοπτώσεων. Επίσης, συγκρατεί το έδαφος και εμποδίζει τη διάβρωση, ενώ δεν εξαντλεί αλλά αντίθετα βοηθά στην ανασυγκρότηση του εδάφους με την ανακύκλωση των θρεπτικών συστατικών και την προσθήκη οργανικής ουσίας. Με την παρουσία δάσους διατηρείται η χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής και γενικά συντηρείται η βιοποικιλότητα σαν μία τράπεζα γενετικού υλικού. Η διατήρηση του δάσους παρέχει στον κάτοικο των αστικών πόλεων χώρους γαλήνης και ψυχικής ανάτασης, χώρους αναψυχής και προσφέρει θέσεις εργασίας μέσω προγραμμάτων ανάπτυξης δασικού τουρισμού και ορεινού οικοτουρισμού. Παράγει σημαντικές ποσότητες βιομάζας και άλλα σημαντικά δασικά προϊόντα, όπως κτηνοτροφικά προϊόντα που συντελούν στην ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας. 12
Η βασικότερη απειλή στις μέρες μας για το Μεσογειακό και ιδιαίτερα για το ελληνικό περιβάλλον, αποτελεί η υποβάθμιση λόγω της ομογενοποίησης του, που ουσιαστικά σημαίνει τη μείωση της ποικιλομορφίας στη δομή, τη σύνθεση, τη διάταξη της βλάστησης και κατά συνέπεια τη σταδιακή μείωση και εξαφάνιση των φυτικών και ζωικών ειδών. Στην ομογενοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι αποψιλωτικές υλοτομίες και η ανεξέλεγκτη βόσκηση που ακολουθεί μετά από αυτές. Σήμερα, η ελεγχόμενη βόσκηση στους ορεινούς βοσκοτόπους μπορεί να εναρμονιστεί με την αειφορική εκμετάλλευση των δασών και δασικών εκτάσεων στα πλαίσια της πολλαπλής χρήσης της γης με την άριστη εκμετάλλευση του σταθμού και της βοσκήσιμης ύλης. Η δυνατότητα παραγωγής βοσκήσιμης ύλης στους διάφορους τύπους δασών διαφέρει ευρέως στις διάφορες περιοχές και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (είδος δασικής βλάστησης, πυκνότητα της κομοστέγης του δάσους, κλίμα, έδαφος, τοπογραφικό ανάγλυφο, υψόμετρο κλπ.). η βοσκήσιμη ύλη σε διάφορους τύπους δασών διαφέρει και αξιοποιείται από τα διάφορα αγροτικά ζώα ανάλογα με την εποχή της βόσκησης. Γενικά τα βοοειδή και τα άλογα προτιμούν τα αγρωστώδη, τα πρόβατα τις πλατύφυλλες πόες, ενώ τα κατσίκια προτιμούν τη μίξη ποωδών και θαμνωδών ειδών. Γενικά οι συστάδες με μεγάλο βαθμό συγκόμωσης παρέχουν χαμηλή ποιότητα και ποσότητα βοσκήσιμης ύλης, διότι σκιάζεται το έδαφος και μόνο σε μικρά ανοίγματα αναπτύσσεται η υποβλάστηση. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης είναι το υψόμετρο και η εποχή του έτους (Σπανός, 1997). Από τις πολλαπλές χρήσεις των δρυοδασών, η λιβαδική είναι μια από τις σπουδαιότερες. Παραδοσιακά, όλα τα δρυοδάση βόσκονται από κτηνοτροφικά ζώα. Τα μηρυκαστικά ζώα και ιδιαίτερα τα αιγοπρόβατα αξιοποιούν την υπόροφη βλάστηση των δασών αυτών, το φύλλωμα και τους καρπούς (βαλανίδια). Τα μονογαστρικά ζώα και συγκεκριμένα οι χοίροι αξιοποιούν τα βαλανίδια. Ως εκ τούτου συμβάλλουν στην κτηνοτροφική παραγωγή και κατά συνέπεια στην εθνική οικονομία (Παπαναστάσης, 2002). Τα δασολιβαδικά συστήματα μπορεί να απαρτίζονται από ποικίλες κατηγορίες μικροεκτάσεων στις οποίες εφαρμόζονται διαφορετικές εντάσεις και χρόνοι βόσκησης, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και τη χρονική περίοδο που συμβαίνει η βόσκηση, όπως τα νεαρά δάση στα οποία εφαρμόζεται μικρή πίεση βοσκής για την ευνόηση της δασικής βλάστησης και τη μείωση του ανταγωνισμού της ποώδους βλάστησης, ιδιαίτερα στο στάδιο της πυκνοφυτείας. Ακόμα τα βοσκόμενα δάση με ποικιλότητα στην πυκνότητα δέντρων και στην ένταση κάλυψης της κομοστέγης, τα οποία υπόκεινται σε μέτρια πίεση βόσκησης από τα κτηνοτροφικά και άγρια φυτοφάγα είδη. Και τέλος συστήματα που 13
υπόκεινται σε έντονη πίεση βοσκής και που έχουν δημιουργηθεί καθαρά για σκοπούς βόσκησης. Σε αυτά μπορεί να συμπεριληφθούν οι εκτάσεις απαρτιζόμενες από φυτικά είδη όπως τα ψυχανθή (ακακία, δενδρώδη μηδική), οι εκτάσεις με ξυλώδη είδη της Μεσογείου (σκληρόφυλλα χαμηλά αείφυλλα δάση πουρναριού και αριάς, κοινά θαμνολίβαδα, φρυγανολίβαδα κ.τ.λ.) (Ispikoudis and Sioliou, 2004). Οι εκτάσεις αυτές μπορούν να προσφέρουν από μέτριας μέχρι υψηλής ποιότητας και ποσότητας βοσκήσιμη ύλη κατά τις δυσμενείς περιόδους του έτους (χειμώνας, ξηρό καλοκαίρι). Τόσο οι δασικές όσο και οι λιβαδικές εκτάσεις διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην επιβίωση και διατήρηση της άγριας πανίδας, όχι μόνο γιατί καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό σε έκταση της ελληνικής χερσονήσου, αλλά γιατί η φυσική τους κατάσταση αντικατοπτρίζει την ποιότητα και την καταλληλότητα βιοτόπου για κάθε ζωικό είδος και γιατί είναι οι μεγαλύτερες φυσικές δεξαμενές ποικιλότητας της άγριας χλωρίδας και πανίδας. Η χρησιμοποίηση των δασών για κτηνοτροφικούς σκοπούς επιφέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα, όσον αφορά την ζωική παραγωγή και άρα βελτίωση της εθνικής οικονομίας, καθώς έχει ως επακόλουθο τη μεγάλη ανθεκτικότητα των ζώων σε περιβαλλοντικές μεταβολές (τα ζώα ενσταβλισμένης κτηνοτροφίας προσαρμόζονται δυσκολότερα στους κλιματικούς παράγοντες από τα ζώα εκτατικής κτηνοτροφίας), τη μεγάλη ανθεκτικότητα των ζώων στις μεταδοτικές ασθένειες (οι άσχημες συνθήκες ενσταβλισμού των ζώων ευνοούν τη μετάδοση ασθενειών περισσότερο απ ότι η ανοικτή ύπαιθρος), την απουσία συσσώρευσης κοπριάς η οποία δυσχεραίνει την υγεία των ζώων, μολύνει το περιβάλλον και τα ζώα και η απομάκρυνση της κοστίζει στον κτηνοτρόφο, τη συνεχή παροχή και ποιότητα τροφής και νερού, τα οποία είναι η μόνιμη έγνοια του κτηνοτρόφου και η αιτία της βασικής εξάρτησης των ενσταβλισμένων ζώων από αυτόν. Το κύριο λιβαδικό χαρακτηριστικό των δρυοδασών είναι η υψηλή παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα αυτή προσδιορίζεται από τα ποώδη φυτά του υπορόφου, τα ξυλώδη είδη του μεσορόφου και τα δέντρα του ανωρόφου. Άλλο σπουδαίο λιβαδικό χαρακτηριστικό τους είναι η αυξημένη διάρκεια της αυξητικής περιόδου των ποωδών κυρίως φυτών που αναπτύσσονται στον υπόροφο εξαιτίας της σκίασης τους από τα δέντρα του ανωρόφου. Το χαρακτηριστικό αυτό έχει ως συνέπεια την παράταση της περιόδου βόσκησης μέσα στη θερινή περίοδο. Μια τέτοια παράταση έχει ιδιαίτερη σημασία για τη κτηνοτροφία γιατί τα δάση της δρυός απατώνται σε ξηροθερμικές περιοχές, όπου δίνεται η δυνατότητα στα ζώα να εξασφαλίσουν θρεπτική βοσκήσιμη ύλη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι σε άλλους τύπους λιβαδιών των ίδιων περιοχών, τα οποία διαθέτουν δενδρώδη ανώροφο. Τέλος εκτός της παράτασης της αυξητικής περιόδου, ο ανώροφος των δρυοδασών βελτιώνει τις 14
περιβαλλοντικές συνθήκες βόσκησης και διαβίωσης των ζώων με την άμβλυνση των ακραίων κλιματικών συνθηκών, αυξάνοντας έτσι αισθητά την ευεξία και κατά συνέπεια την παραγωγικότητα των ζώων (Παπαναστάσης, 2002). Λόγω της βόσκησης τους και κατά τη χειμερινή περίοδο, η οποία συμπίπτει με την αναπαραγωγή και τη γαλακτοπαραγωγή των αιγοπροβάτων, τα δρυοδάση συμβάλλουν σημαντικά στην παραγωγή ζωικών προϊόντων, ιδιαίτερα κρέατος και γάλακτος. Επειδή δε έχουν υψηλή φυτοποικιλότητα, η ποιότητα προϊόντων που παράγεται είναι επίσης υψηλή (Παπαναστάσης, 2002). Τα δασολιβαδικά συστήματα διαχείρισης χρησιμοποιούνται πλέον εκτεταμένα σε πολλές χώρες και αποτελούν βιοτόπους υψηλής βιοποικιλότητας και παραγωγικής ικανότητας, ενώ παράλληλα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε τόπου (Ispikoudis and Sioliou, 2004). Οι αγροί, τα βοσκόμενα δάση, τα ποολίβαδα αλπικής ζώνης, και τα διάκενα των υψηλών δασών θεωρούνται τμήματα οικοσυστημάτων υψηλής φυσικής αξίας (HNVF, EEA/UNEP 2004), και αποτελούν το μελλοντικό στόχο εργαλείο για τη διατήρηση και την ανόρθωση της βιοποικιλότητας των βιοτόπων. Τα βοσκόμενα ενδοδασικά διάκενα των υψηλών δασών, όπου τα διάσπαρτα δέντρα ή θάμνοι δεν ξεπερνούν το 50%, αποτελούν πυρήνες πλούσιας βιοποικιλότητας (Rois-Diaz, M. et al, 2006). Χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε ότι το 74% των Ισπανικών δασών υπόκεινται σε εκτεταμένη δασοκτηνοτροφική διαχείριση και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι λεγόμενες εκτάσεις Dehesa, ενώ το 15% των ορεινών κωνοφόρων δασών των Άλπεων βόσκεται από βοοειδή (Mayer et al, 2003). Τα ζώα αυτά βόσκουν σε ένα διάσπαρτο μωσαϊκό τύπων βλάστησης, αποτελούμενο από δάση κωνοφόρων και σε ανοικτά ή δασοσκεπή λιβάδια. Στο Μεσογειακό χώρο συναντάμε όμοιες εκτάσεις με τις Ισπανικές dehesa, τις εκτάσεις montados (Πορτογαλλία), pascoli arborati (Ιταλία). Στον Ελλαδικό χώρο περισσότερο από το 75% βόσκονται περιοδικά (εκτός της αναγεννητικής περιόδου). Παρόλο που η αλόγιστη βόσκηση των δασικών εκτάσεων μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της ανομοιογένειας των βιοτόπων, εντούτοις είναι περισσότερο ξεκάθαρο ότι με την κανονική βόσκηση μάλλον επιτυγχάνεται η αύξηση της: Έρευνες (Adler et al, 2001) υποστηρίζουν ότι τα βοοειδή δεν προκαλούν μεγάλες ζημιές στη βλάστηση (<9%), εφόσον δεν υπάρχει έντονη βοσκοφόρτωση και αφήνονται αρκετά χρονικά διαστήματα ανάνηψης. Τα νεαρά δέντρα μάλιστα μεγαλώνουν γρηγορότερα στα βοσκόμενα δάση κάνοντας τα οικοσυστήματα αυτά περισσότερο ανομοιογενή ως προς τη βιοποικιλότητα σε σχέση με τα χαμηλότερης βιοποικιλότητας ανοικτά λιβάδια (McAdam et al, 1999). 15
Η βόσκηση μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο ακόμη και όταν σκοπός της διαχείρισης ενός δασικού βιοτόπου είναι η παρουσία υψηλής θρεπτικής αξίας θάμνων για την προστασία και ικανοποίηση των διατροφικών απαιτήσεων της άγριας πανίδας. Π.χ. ο συνδυασμός ιπποειδών και βοοειδών μπορεί να απομακρύνει τα χαμηλής θρεπτικής αξίας αγρωστώδη, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη των θάμνων, διευκολύνοντας τους βιοτόπους της άγριας πανίδας. Με τη χρήση θαμνοφάγων ζώων όπως η γίδα με εφαρμογή υψηλής πίεσης βοσκής (μέχρι και το 70% της παραγωγής των θάμνων), μπορεί να επιτευχθεί μεγαλύτερη έκπτυξη βλαστών ενθαρρύνοντας τη μελλοντική πύκνωση της κόμης και την ευγευστότητα της βοσκήσιμης ύλης ( Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992; Τσιουβάρας, 1984). Σχεδόν το 11% του πληθυσμού του μεσογειακού χώρου απασχολούνται στον αγροτικό τομέα και αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ¼ του εργατικού δυναμικού του (στοιχεία του FAO για το 2000). Στον ευρωπαϊκό χώρο της μεσογείου, οι κτηνοτρόφοι αποτελούν το 15% στην Ιταλία, 20% στην Ισπανία, και το 13% των αγροτών στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία των κτηνοτρόφων συντηρούν τα κοπάδια αιγοπροβάτων με εκτατική βόσκηση. Η κατσίκα είναι το μόνο κατοικίδιο ζώο που είναι δυνατόν να επιβιώσει χρησιμοποιώντας φυτική βιομάζα προερχόμενη αποκλειστικά από ξυλώδη είδη. Αυτό υποδηλώνει την προσαρμογή του ζώου σε περιοχές με φτωχή βλάστηση όπως είναι τα μακί και τα φρυγανικά οικοσυστήματα. Σε σχέση με την εκτροφή βοοειδών, τα μικρά μηρυκαστικά (και ειδικότερα οι αίγες) παρουσιάζουν πλεονεκτήματα: απαιτούν χαμηλότερο κεφάλαιο και κόστος εργασίας, και συγχρόνως είναι αρκετά αποδοτικά. Γι αυτό το λόγο συμβάλλουν στην οικονομική βελτίωση των αγροτικών νοικοκυριών, κυρίως στις ξηρές περιοχές της νότιας και της ανατολικής μεσογείου (Νιζαμη, 2005). 2.2. Επιδράσεις της βόσκησης στα δασικά Μεσογειακά οικοσυστήματα 2.2.1. Γενικά Τα δασικά οικοσυστήματα παρέχουν ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών χρήσιμων στην ανθρώπινη κοινωνία. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η βοσκήσιμη βιομάζα που βρίσκεται είτε σε δασοσυστάδες κάτω από τα δέντρα και τους θάμνους, είτε σε ανοιχτές δασικές θέσεις. Η ικανότητα των αγροτικών και άγριων ζώων να καταναλώνουν τη φυτική βοσκήσιμη ύλη και να τη μετατρέπουν σε κρέας, γάλα και διάφορα ζωικά προϊόντα αποτέλεσε την πρωταρχική χρήση εκμετάλλευσης των δασών από αρχαιοτάτων χρόνων. Η βόσκηση των δασών στα μεσογειακά κυρίως οικοσυστήματα της χώρας μας δεν αποτέλεσε την «κατάρα» για την επιβίωση των δασών, όπως κακώς αναφέρεται από ορισμένους 16
«οικολόγους», αλλά τον πρωταρχικό παράγοντα επιβίωσης του ανθρώπου για εκατοντάδες χρόνια προσφέροντας σε αυτόν βασικά αγαθά (γάλα, κρέας κλπ.). Ολόκληροι πολιτισμοί (Μινωικός, Κλασσικός Ελληνικός, Αιγυπτιακός) βασίστηκαν στην κτηνοτροφία και πολλοί λαοί στη Μεσόγειο αλλά και σε όλο τον πλανήτη επέζησαν από αυτή (Σπανός, 1997). Τα δάση των φυλλοβόλων δρυών καλύπτουν μεγάλο τμήμα της περιοχής της Μεσογείου και για αιώνες υπόκειντο έντονη ανθρωπογενή πίεση με υλοτομίες, βόσκηση και πυρκαγιές. Λόγω αυτής της αλόγιστης χρήσης σε αυτά τα δάση η παραγωγή εμπορεύσιμης ξυλείας καλής ποιότητας, καθώς επίσης και η αναγεννητική ικανότητα τους είναι μειωμένη. Το γεγονός αυτό έχει προβληματίσει οικολόγους και δασολόγους σε πολλές περιοχές (Papachristou et al, 2005; Kelly, 2002; Tarrega et al, 2009). Σύμφωνα με τους Papachristou et al (2005) για τα δάση αυτά υπάρχει συζήτηση για το αν και κατά πόσο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η βόσκηση ως διαχειριστικό εργαλείο, μέσω του οποίου θα μπορούσε να ελεγχθεί η ανεπιθύμητη και ανταγωνιστική βλάστηση και να ευνοηθεί η αύξηση των δέντρων της δρυός. Από την άλλη πλευρά, η προστασία αυτών των δασών από τη βόσκηση θεωρείται ως αναγκαίο διαχειριστικό εργαλείο, για αναγεννητικούς σκοπούς. Τα φυσικά οικοσυστήματα (δασικά και λιβαδικά) παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Οι σπουδαιότερες ανθρωπογενείς επιδράσεις που τα επηρεάζουν κατά καιρούς, σχετίζονται περισσότερο με την εντατική εκμετάλλευση, την παράνομη υλοτομία, τη λαθροθηρία, τους εμπρησμούς, την οικοπεδοποίηση και την παράνομη βοσκή. Τα φυσικά οικοσυστήματα παρουσιάζουν έντονο οικολογικό, επιστημονικό, ερευνητικό και εκπαιδευτικό ενδιαφέρον. Η προστασία και διατήρηση τους είναι επιβεβλημένη ανάγκη ώστε να διατηρείται από τη μία η οικολογική ισορροπία και από την άλλη να εξασφαλίζεται η ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών (Ευθυμίου κ.α., 2006). Σε ολόκληρο τον κόσμο για χιλιάδες χρόνια οι κοινωνίες χρησιμοποιούσαν και διαχειριζόντουσαν τους διάφορους βοσκότοπους, έτσι ώστε οι πολλαπλές τους λειτουργίες να λειτουργούν υπέρ τους. Τελευταία γίνεται λόγος για τους κινδύνους τους οποίους περιλαμβάνει η πρακτική της βόσκησης, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν μελέτες για προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την υπερβόσκηση, όπως η υποβάθμιση του εδάφους, η διάβρωση, η παραγωγή χαμηλής ποιότητας βοσκήσιμης ύλης. Όμως η λύση δεν είναι η απαγόρευση της βόσκησης και της πλήρης προστασίας των οικοσυστημάτων (Nautiyal and Kaechele, 2007). Καθώς τα αρνητικά αποτελέσματα της υποχρησιμοποίησης είναι εξίσου σημαντικά με αυτά της υπερβόσκησης. 17
Η διαχείριση των δασών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας προκειμένου να εξισορροπηθούν οι βιοτικοί και κοινωνικοί παράγοντες της διαχείρισης του εδαφικού κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης των ζωικών και φυτικών πόρων του σταθμού. Μόνο έτσι μπορεί να αριστοποιηθεί η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών του δασικού οικοσυστήματος με τις σύγχρονες απαιτήσεις του σημερινού ανθρώπου (Σπανός, 1997). Η αλόγιστη βόσκηση των δασών από αγροτικά ζώα, όπως είναι τα βοοειδή, τα πρόβατα και κυρίως η αίγες, αποτελεί το κρίσιμο σημείο της δασικής πολιτικής και είναι μία από τις σημαντικές αιτίες καταστροφής των δασών και της υποβάθμισης των δασικών οικοσυστημάτων. Απέραντα δάση της χώρας μας, που προϋπήρχαν πριν από δεκατίες, σήμερα μεταμορφώθηκαν σε άγονα φρυγανώδη ή διάσπαρτα υποβαθμισμένα θαμνολίβαδα εξαιτίας της υπερβόσκησης από αίγες με αποτέλεσμα να θυμίζουν σεληνιακά τοπία. Η αλόγιστη βόσκηση προκαλεί μεγάλες ζημιές στην αναγέννηση και συντελεί στην καταστροφή του πλούσιου σε φυτικά είδη υπορόφου των δασών. Τα ζώα ποδοπατούν το έδαφος, το «ταρατσώνουν» και καταστρέφουν την οργανική ουσία με αποτέλεσμα να εντείνεται η διάβρωση και έκπλυση του παραγωγικού εδάφους (Σπανός, 1997). Καθοριστικό ρόλο έχει η εποχή έναρξης της βόσκησης: αν αρχίζει σχετικά αργά, δηλαδή αργότερα από την αρχή της βλαστητικής περιόδου, τα κυρίαρχα είδη έχουν εγκατασταθεί και δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη των ασθενέστερων ανταγωνιστικά ειδών, που έτσι παραμένουν σε μικρά επίπεδα αφθονίας. Η περίοδος βόσκησης στην Ελλάδα είναι σχετικά μικρή, ξεκινάει συνήθως από μέσα Μαρτίου μέχρι Ιούνιο-Ιούλιο. Σε πραγματικές συνθήκες, η εποχή έναρξης και παύσης χρήσης των βοσκότοπων είναι καθορισμένη και ανεξάρτητη από το βλαστητικό στάδιο στο οποίο βρίσκονται τα φυτά. Συχνά συμβαίνει να ξεκινάει η βόσκηση νωρίτερα ή/ και να διαρκεί περισσότερο από το ιδανικό, σε σχέση με την κατάσταση της βλάστησης και τις πιθανές της ανάγκες, αψηφώντας τον κίνδυνο υποβάθμισής της (Νιζάμη, 2005). Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί μια πανάρχαια δραστηριότητα στον χώρο της Μεσογείου. Στις μέρες μας, όμως, θεωρείται σαν μια από τις κυριότερες αιτίες υποβάθμισης των φυσικών οικοσυστημάτων της, λόγω του τρόπου με τον οποίο ασκείται. Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός βοσκόντων ζώων, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες κλιματολογικές συνθήκες, μπορεί να μεταβάλλει τη δομή της βλάστησης, να επιφέρει μείωση της φυτοκάλυψης, να εκθέσει το έδαφος σε διάβρωση και να επηρεάσει την μικροπανίδα του. Γενικά, η αλόγιστη βόσκηση αποτελεί μια διαδικασία που παρεμποδίζει την φυσική διαδοχή προς δένδρα και θάμνους (Tomaselli, 1977). Η αλόγιστη βόσκηση μπορεί να θεωρηθεί ως διαταραχή των οικοσυστημάτων, η οποία ευνοεί ορισμένες φυτοκοινότητες. Μέσω της 18
δημιουργίας διάκενων και της μείωσης των φαινομένων ανταγωνιστικού αποκλεισμού, όταν ασκείται σε ενδιάμεσα επίπεδα, οδηγεί σε μεγαλύτερη ποικιλότητα φυτικών ειδών. Με την απομάκρυνση βιομάζας και τη δημιουργία διάκενων, ευνοείται η εγκατάσταση ειδών που είναι λιγότερο ανταγωνιστικά. Η βόσκηση αγροτικών ζώων γενικά έχει θεωρηθεί ως παράγοντας ο οποίος υποβαθμίζει ένα οικοσύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις όμως αυτές οι έρευνες μπορεί να ήταν λανθασμένες ή βεβιασμένες. Τόσο η ένταση όσο και η εποχή της βόσκησης μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγικότητα και τη ζωτικότητα των φυτών και γι αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται και αυτοί οι παράγοντες κατά την εξαγωγή αποτελεσμάτων (Vavra et al., 2007). Τα δάση πλατυφύλλων ειδών καταστρέφονται ευκολότερα σε σχέση με τα κωνοφόρα από την αλόγιστη βόσκηση, διότι τα φύλλα και τα βλαστάρια των πλατύφυλλων δένδρων προτιμώνται περισσότερο από τα ζώα. Αντίθετα, οι βελόνες και τα κλαδιά των κωνοφόρων είναι ανεπιθύμητα στα περισσότερα ζώα, ενώ τα κατσίκια τα καταναλώνουν μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο να τρώγουν (Σπανός, 1997). Σε κάποιες περιπτώσεις η ελαφρά βόσκηση δύναται να αποβεί ωφέλιμη για την αναγέννηση του δάσους. Αυτό συμβαίνει όταν η βόσκηση διατηρεί την ποώδη βλάστηση σε μικρό ύψος και εμποδίζει την ανάπτυξη των θάμνων δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στα αρτίφυτα να επιβιώσουν και να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό της βλάστησης (McEvoyet et. al., 2007). Σε αυτή την περίπτωση οι ευνοϊκότερες συνθήκες ανταγωνισμού που δημιουργούνται αντισταθμίζουν τις καταστροφές που προκαλούνται άμεσα από τα ζώα. Συνεπώς, μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν ο περιορισμός της βοσκοφόρτωσης, που μπορεί να επιτευχθεί με μείωση των βοσκόντων ζώων και με ορθολογική κατανομή της βόσκησης κατά χώρο και κατά χρόνο (εφαρμογή συστήματος βόσκησης). Επίσης, είναι σημαντικό να ληφθεί υπ όψη και η προστασία που παρέχει η βόσκηση από τις πυρκαγιές. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η βόσκηση αφαιρεί μεγάλο μέρος της βιομάζας του υπορόφου και συνεπώς η καύσιμη ύλη, από όπου μπορεί να ξεκινήσει μία πυρκαγιά, είναι μικρότερη. Έτσι, μειώνεται κατά πολύ η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς, ενώ και στην περίπτωση που αυτή εκδηλωθεί οι επιπτώσεις της στα δένδρα θα είναι μικρότερη. Ακόμα, η προγραμματισμένη επικουρική βόσκηση με κατάλληλο συνδυασμό ζωικών ειδών, κανονική βοσκοφόρτωση και μέθοδο βόσκησης, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη μέθοδο απομάκρυνσης των ζιζανίων από τις ενδοδασικές εκτάσεις, εκεί όπου άλλες μέθοδοι αδυνατούν ή είναι οικονομικά ασύμφοροι (π. χ. ζιζανιοκτόνα) (Wilson, 2004) ή να ευνοήσει συγκεκριμένα φυτικά είδη (Νάστης και Τσιουβάρας, 2004). Η καταπολέμηση των 19
εισβαλόντων και ανεπιθύμητων ζιζανίων αποτελεί ακόμη και στις μέρες μας σημαντικό πρόβλημα. Η βόσκηση σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους βιολογικής καταπολέμησης ζιζανίων, μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό κάνει την εφαρμογή της προσχεδιασμένης βόσκησης για την καταπολέμηση των ζιζανίων να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά σε σχέση με το υψηλό οικολογικό και οικονομικό τίμημα των ζιζανιοκτόνων. Η αποτελεσματικότητα της βόσκησης ως εργαλείου εξαρτάται από τη μέθοδο βόσκησης που θα χρησιμοποιηθεί, την ένταση της βόσκησης, τη διάρκεια και την περίοδο εφαρμογής της βόσκησης, το είδος ή το συνδυασμό βοσκόντων ειδών, την κατάσταση υγείας του υπό διαχείριση βιοτόπου, την επιθυμητή μελλοντική δομή του βιοτόπου και την ευνοούμενη φυτική μίξη καθώς και τα ανεπιθύμητα ζιζάνια Τα δρυοδάση αποτελούν πολύτιμα χειμερινά λιβάδια για τα κτηνοτροφικά ζώα στις περιοχές εξάπλωσης τους. Το κύριο είδος ζώου που αξιοποιεί τα οικοσυστήματα αυτά είναι τα πρόβατα και κατά δεύτερο λόγο οι αίγες και τα βοοειδή. Στο παρελθόν οι χοίροι ελεύθερης βοσκής ήταν από τα κύρια ζώα που αξιοποιούσαν τα βαλανίδια, ενώ σήμερα η παραδοσιακή αυτή χοιροτροφία έχει περιοριστεί σημαντικά ή έχει εντελώς εκλείψει. Πολύτιμη τροφή αποτελούν τα βαλανίδια για τους αγριόχοιρους, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τις αλληλεπιδράσεις δρυοδασών και αγριόχοιρων (Παπαναστάσης, 2002). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί η ζήτηση για βιολογικά προϊόντα γενικά και ειδικότερα για κτηνοτροφικά βιολογικά προϊόντα. Γι αυτό το λόγο με μια πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδοτείται η βόσκηση των χοίρων σε δρυοδάση. Αυτό όμως μπορεί να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στο δασικό οικοσύστημα, ειδικά αν αυξηθεί ο αριθμός των ζώων και η ένταση της βόσκησης σ αυτές τις περιοχές. Στην Ελλάδα ελάχιστα έχουν μελετηθεί οι επιδράσεις της βόσκησης στην αναγέννηση των δρυοδασών. Για το λόγο αυτό και σε συνδυασμό με την πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε. για επιδότηση της βόσκησης χοίρων σε δρυοδάση, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για μελέτη αυτού του φαινομένου προς αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στα τόσο εύθραυστα μεσογειακά οικοσυστήματα. Για τα πρόβατα που κυρίως βόσκουν σε δρυοδάση, βασική πηγή βοσκήσιμης ύλης είναι τα ποώδη φυτά του υπορόφου. Τα φυτά αυτά είναι διαθέσιμα το φθινόπωρο και το χειμώνα, ιδιαίτερα όμως την άνοιξη. Κατά το φθινόπωρο και το χειμώνα διαθέσιμα είναι επίσης τα βαλανίδια, που τα ζώα καταναλώνουν πρόθυμα γιατί αποτελούν συμπυκνωμένη τροφή πλούσια σε ενέργεια. Αντίθετα τα πρόβατα δεν βόσκουν θαμνώδη είδη και ιδιαίτερα την ασφάκα, η οποία θεωρείται από τους προβατοτρόφους ως ανεπιθύμητο φυτό. Επειδή δε κυριαρχεί στον υπόροφο ορισμένων δρυοδασών, όπως της Quercus ithaburensis (βαλανιδιά), 20
συχνά οι κτηνοτρόφοι προκαλούν πυρκαγιές προκειμένου να την ελαττώσουν. Από τις πυρκαγιές αυτές τα δέντρα της βαλανιδιάς δεν ζημιώνονται γιατί έχουν χοντρό φλοιό, καταστρέφεται όμως η τυχόν φυσική αναγέννηση. Αντίθετα ο συνδυασμός των πυρκαγιών και υπερβόσκησης μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την επιβίωση των δασών αυτών (Παπαναστάσης, 2002). Προβλήματα όπως τα παραπάνω εμφανίζονται σε οικοσυστήματα όλων των τύπων όταν αυτά υπόκεινται σε υπερβόσκηση. Υπάρχουν παραδείγματα, όπως τα δρυοδάση στην οροσειρά του Άτλαντα στο Μαρόκο στα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες από δασολόγους της χώρας, υπάρχει πλήρης αδυναμία αναγέννησης λόγω ακραίας υπερβόσκησης που οδηγεί σε συμπίεση του εδάφους (αδυναμία φύτρωσης βαλάνων) αλλά και σε άμεση καταστροφή οποιουδήποτε αρτιφύτρου. (Ξανθόπουλος, 1996) Στις μέρες μας θα περίμενε κανείς αύξηση των πληθυσμών της άγριας πανίδας λόγω της σχετικά ευνοϊκότερης διαχείρισης σε σχέση με το παρελθόν βέβαια τόσο των λιβαδικών όσο και των δασικών εκτάσεων, εντούτοις συμβαίνει το αντίθετο. Και αυτό διότι ο παράγοντας της προστασίας της άγριας πανίδας λαμβάνεται ελάχιστα υπόψη σε κάθε μακροχρόνια πολιτική διαχείρισης. Τα άγρια θηλαστικά που βόσκουν στα δάση επηρεάζουν σημαντικά το δασικό οικοσύστημα με την επιλεκτικότητα της τροφής τους, η οποία μεταβάλλεται περιοδικά μέσα στη διάρκεια του έτους. Όταν οι αριθμοί των ζώων αυτών είναι μεγάλοι τότε μπορούν να προκληθούν ζημιές στη βλάστηση, με πιο σημαντική αυτή στην αναγέννηση εξαιτίας της προσπάθειας που κάνουν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για την επιβίωση τους. Αν ο παραπάνω παράγοντας συνδυαστεί με την έλλειψη θηρευτών και κακή διαχείριση, τότε οι ζημιές στο δασικό οικοσύστημα μπορούν να είναι μεγάλες. Ιδιαίτερη επίπτωση έχει η υπερβόσκηση στην αρχή του Φθινοπώρου ή την άνοιξη, όταν η βλάστηση προσπαθεί να ανακάμψει από τη θερινή ή τη χειμερινή νάρκη αντίστοιχα (Βρεττάκης κ.α., 2004). Το φυσικό περιβάλλον μεταβάλλεται συνεχώς από φυσικές ή ανθρωπογενείς αιτίες οι οποίες διαφοροποιούν τη φυσική του εξέλιξη ή το οδηγούν στην υποβάθμιση. Η φύση έχει δημιουργήσει για το λόγο αυτό διαφόρους μηχανισμούς ομοιόστασης και επαναφοράς, ώστε το φυσικό σύστημα να επανέρχεται στην κατάσταση την οποία βρίσκονταν πριν από τη διατάραξη, όταν οι επεμβάσεις δεν υπερβούν τα κρίσιμα όρια ισορροπίας. Ωστόσο, όταν η διατάραξη είναι σημαντική, οι μηχανισμοί εξισορρόπησης δεν είναι πάντα σε θέση να επαναφέρουν το φυσικό περιβάλλον στην αρχική του μορφή, με αποτέλεσμα αυτό να διαταράσσεται ανεπανόρθωτα και κατά συνέπεια να υποβαθμίζεται για μεγάλα χρονικά 21
διαστήματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη έρευνα σε ότι αφορά τις επιπτώσεις της βόσκησης στα δασικά οικοσυστήματα, έτσι ώστε να ασκείται ορθολογική διαχείριση για την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στα τόσο κρίσιμα για την επιβίωση του ανθρώπου δασικά οικοσυστήματα. 2.2.2. Επίδραση της βόσκησης στη σύνθεση και τη φυτοκάλυψη της ποώδους βλάστησης σε δασικά οικοσυστήματα Η βόσκηση των φυτοφάγων ζώων έχει σημαντικές επιδράσεις στην πορεία ενός οικοσυστήματος και σε μια ποικιλία από λειτουργίες του δάσους. Γι αυτό είναι τόσο σημαντικό να γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της βόσκησης κατά τη διαχείριση ενός οικοσυστήματος. Έρευνες έχουν επισημάνει την σημαντική επίδραση που ασκούν τα φυτοφάγα ζώα στην αναγέννηση των φυτών, όμως μέχρι σήμερα δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά οι μηχανισμοί επίδρασης στη σύνθεση, στη δομή και στην ποικιλία της βλάστησης. Οι αποδείξεις για την υπόθεση ότι η εξέλιξη μπορεί να ελεγχθεί ή και να παρεμποδιστεί από τη χρόνια βόσκηση, αυξάνονται (Vavra et al, 2007). Η συγκόμωση των δέντρων επηρεάζει καθοριστικά τη διαθέσιμη ηλιακή ακτινοβολία για τα φυτά που αναπτύσσονται στον υπόροφο και συνεπώς τη σύνθεση της βλάστησης και την παραγωγή. Η επίδραση της σκίασης στη σύνθεση της βλάστησης σχετίζεται με τα διάφορα είδη που υπάρχουν στον υπόροφο. Τα ψυχρόβια αγρωστώδη ευνοούνται από την ελαφρά και μέτρια σκίαση ενώ τα θερμόβια είδη και σχεδόν όλα τα ψυχανθή μειώνονται. Στα αγροδασικά περιβάλλοντα η ποικιλότητα ενισχύεται λόγω της ποικιλίας των μικροπεριβαλλόντων που δημιουργούνται από την παρουσία των δέντρων. Όμως, η έντονη σκίαση επηρεάζει τη φωτοσυνθετική ικανότητα των ειδών που αναπτύσσονται στον υπόροφο με αποτέλεσμα ελάχιστα μόνο σκιανθεκτικά είδη να αναπτύσσονται κάτω από πολύ έντονη σκίαση. Σύμφωνα με έρευνες έχει αποδειχτεί ότι η φυτοποικιλότητα ήταν σημαντικά μικρότερη σε υπόροφο πυκνού δάσους σε σχέση με γειτονικές ποολιβαδικές εκτάσεις (Κυριαζόπουλος κ.α., 2006). Η σκίαση και το μικροκλίμα το οποίο δημιουργείται από τα δέντρα φαίνεται να ευνοεί τόσο τα πολυετή και μονοετή αγρωστώδη όσο και τα πολυετή ψυχανθή, εκτός από τα μονοετή ψυχανθή. Η πυκνότητα των μονοετών ψυχανθών δεν επηρεάστηκε από την ηλιακή ακτινοβολία. Ορισμένοι ερευνητές έχουν παρατηρήσει σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό μονοετών αγρωστωδών και ψυχανθών σε ανοιχτά δασολίβαδα δρυός σε σχέση με πυκνά δάση πεύκης και λιβάδια (Koukoura and Kyriazopoulos, 2007). 22
Τα φυσικά δασικά οικοσυστήματα κωνοφόρων στην Ελλάδα των Pinus halepensis και Pinus brutia καλύπτουν 567.731 ha στην Ελλάδα (Koukoura and Kyriazopoulos, 2007). Τα περισσότερα από αυτά τα δάση βόσκονται, καθώς η κτηνοτροφία είναι καλά προσαρμοσμένη στα μεσογειακά οικοσυστήματα. Στα δάση αυτά, ο σχετικά πυκνός ανώροφος οδηγεί στην αύξηση του ανταγωνισμού για νερό και καταστολή της υπορόφου βλάστησης. Σύμφωνα με τους Koukoura and Kyriazopoulos (2007), περισσότερα φυτά βρέθηκαν σε σημεία με 50% και 70% ένταση φωτός, σε σχέση με τα σημεία με καθόλου κάλυψη ενώ η πυκνότητα των ετήσιων ψυχανθών δεν επηρεάστηκε από την ηλιακή ακτινοβολία. Μεταξύ των παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τη σύνθεση και κάλυψη των διαφόρων φυτοκοινοτήτων, ο μοναδικός παράγοντας ο οποίος μπορεί να ελεγχθεί είναι η επίδραση των φυτοφάγων ζώων (Vermeire et al, 2008; Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992; Τσιουβάρας και Νάστης, 2004). Τα βόσκοντα ζώα μπορούν να επηρεάσουν τη χλωριδική σύνθεση και κάλυψη των οικοσυστημάτων, με το ποδοπάτημα, την επιλογή των ειδών βλάστησης που θα βοσκηθούν και με την απόθεση των ούρων και των περιττωμάτων. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των πολυετών φυτικών ειδών και αύξηση των ετήσιων, πού έχει ως δευτερεύον αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής (Savadogo et al., 2007). Η επίδραση της βόσκησης στη σύνθεση της βλάστησης και τα χαρακτηριστικά του υπορόφου ενός δάσους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό τόσο από την προηγούμενη διαχείριση όσο και από τη σημερινή, συμπεριλαμβανομένων της συχνότητας και της έντασης των διαταραχών και γενικά από την ιστορία της βόσκησης στην περιοχή. Η διαχείριση του δάσους είναι μια από τις ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες επηρεάζουν τη σύνθεση και κάλυψη της βλάστησης, όσο και τη δομή του δάσους και τη λειτουργία του (Tarrega et al., 2007; Vavra et al., 2007). Οικοσυστήματα με μικρή ιστορία βόσκησης παρουσιάζουν δραστικότερη μείωση του αριθμού των ειδών στη σύνθεση τους, καθώς αυξάνεται η ένταση της βόσκησης, από ότι οικοσυστήματα με μακρά προϊστορία βόσκησης (Vavra et al., 2007). Η κατακείμενη ξηροφυλλάδα έχει φυσιολογική επίδραση στη βλάστηση του υπορόφου λόγω του ότι οι σπόροι κάτω από την ξηροφυλλαδα δεν έχουν επαρκή φωτισμό και οι σπόροι πάνω σε αυτή δεν μπορούν να ριζώσουν εύκολα. Έχει τόσο αρνητικές όσο και θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη της υπόροφης βλάστησης (Barbier et al, 2008). Γενικά με τη βόσκηση και το ποδοπάτημα των ζώων, η ξηροφυλλάδα αυτή διασπάται και διασκορπίζεται ευνοώντας τη φύτρωση των σπόρων. Ακόμα με τη βόσκηση βελτιώνονται οι εδαφικές συνθήκες με την αύξηση της διείσδυσης του νερού στο έδαφος, τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους με τα ούρα και τα περιττώματα τους, ευνοώντας έτσι τη 23
μετανάστευση φυτικών ειδών στις βοσκόμενες περιοχές (Barbier et al,2008, Savadogo et al.,2008, Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992, Casasus et al., 2007). Σύμφωνα όμως με τα αποτελέσματα των Savadogo et al. (2008) οι οποίοι μελέτησαν την επίδραση μέτριας έντασης βόσκησης σε δασικούς βοσκοτόπους τύπου σαβάνας, παρατήρησαν ορισμένα είδη στις βοσκημένες περιοχές τα οποία δεν είχαν καταγραφεί προηγουμένως στα ίδια πλαίσια, όμως τα νέα αυτά είδη, είχαν προηγουμένως περιγραφεί ως δείκτες διαταραχής της βόσκησης της περιοχής. Οι Savadogo et al. (2007) μελετώντας την επίδραση μέτριας έντασης βόσκησης σε δασικούς βοσκοτόπους τύπου σαβάνας, παρατήρησαν ότι η σύνθεση και η κάλυψη της βλάστησης δεν επηρεάστηκαν σημαντικά από τη βόσκηση αλλά οι επιδράσεις της βόσκησης ποικίλαν σημαντικά μεταξύ των ετών. Αν και υπήρχε μείωση της ποικιλότητας ανάμεσα στις αβόσκητες και στις έντονα βοσκημένες περιοχές. Τη μεγαλύτερη κάλυψη κατείχαν τα ετήσια αγρωστώδη, δεύτερα ήταν τα πολυετή και τρίτα, τα οποία κατείχαν και τη μικρότερη κάλυψη, ήταν τα πλατύφυλλα είδη. Ακόμα σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Savadogo et al. (2008), δεν παρατηρήθηκαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών όσον αφορά τη συνολική σύνθεση των ειδών και την κάλυψη τους. Αυτό μπορεί να οφειλόταν στην ένταση της βόσκησης και το ποσοστό χρησιμοποίησης το οποίο ήταν μικρότερο της βοσκοϊκανότητας. Εκτός αυτού τα περισσότερα από τα φυτικά είδη ήταν καλά προσαρμοσμένα στη βόσκηση, αγροτικών και θηραματικών ζώων, λόγο της προηγούμενης διαχείρισης. Και τέλος η επίδραση της βόσκησης στη σύνθεση και την κάλυψη εξαρτάται από την περίοδο κατά την οποία διενεργήθηκε η έρευνα, την ένταση της βόσκησης, την επιλεκτικότητα της βόσκησης και διάφορους άλλους εξωγενείς παράγοντες. Με τη βόσκηση από βοοειδή, παρατηρείται μείωση της κάλυψης των αγρωστώδων και των θάμνων, όσο και της συνολικής κάλυψης της βλάστησης. Ακόμα η βόσκηση οπληφόρων ζώων σε δασικά οικοσυστήματα, μειώνει τη βοσκήσιμη ύλη του υπορόφου, αυξάνει την ποικιλότητα των πλατύφυλλων ειδών, και καθορίζει τη διάταξη, τη μορφολογία και την αναπαραγωγή πολλών θαμνωδών ειδών (Riggs et al, 2004). Η επίδραση την οποία ασκούν τα φυτοφάγα ζώα εξαρτάται και από τις πιθανές άλλες διαταραχές που λαμβάνουν χώρα στο οικοσύστημα, από την πυκνότητα των φυτοφάγων ζώων και από το στάδιο διαδοχής του οικοσυστήματος. Επομένως ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων διαμορφώνουν τη δομή και τη σύνθεση του δάσους, και εν τέλει τη ποικιλότητα που παρουσιάζεται εκεί (Tarrega et al., 2009). Ακόμα η παρουσία ορισμένων φυτικών ειδών, ή 24
ακόμα και ολόκληρων φυτοκοινωνιών μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο όταν υπόκεινται σε παρατεταμένη έντονη βόσκηση (Vavra et al, 2007). Τα οπληφόρα φυτοφάγα ζώα ασκούν σημαντική επίδραση στη δομή και τη σύνθεση και την εξέλιξη της βλάστησης ενός οικοσυστήματος. Η βόσκηση των άγριων οπληφόρων ζώων θεωρούνταν ότι δεν είχε αντίκτυπο στο οικοσύστημα, πλέον όμως είναι αποδεδειγμένο ότι αποτελεί μια οικολογική δύναμη του οικοσυστήματος. Η έντονη βόσκηση οπληφόρων ζώων, άγριων και ήμερων, σε φυσικά οικοσυστήματα μπορεί να έχει σοβαρές επιδράσεις στη δομή και τη σύνθεση των φυτοκοινωνιών. Αυτό συμβαίνει λόγω της διατάραξης του εδάφους από το ποδοπάτημα, την μεταφορά σπόρων μέσω της ενδοζωοχωρίας και της επιζωοχωρίας και με την επιλεκτική βόσκηση που ασκούν σε βάρος των ήδη υπαρχόντων φυτών τα οποία είναι περισσότερο επιθυμητά σε σχέση με τα εισβάλοντα, ευνοείται η εγκατάσταση ανεπιθύμητων φυτικών ειδών(vavra et al., 2007). Ακόμα τα οπληφόρα ζώα τρέφονται επιλεκτικά μειώνοντας τη φυσική κατάσταση των περισσότερων επιθυμητών φυτών, με τη μεγαλύτερη γευστικότητα, ευνοώντας έτσι την εισβολή ανεπιθύμητων ειδών (Vavra et al., 2007). Οι επίδρασεις της βόσκησης άγριων και ήμερων οπληφόρων ζώων, στις βορειοδυτικές Η.Π.Α., έχουν αναγνωριστεί ως παράγοντες χρονικής διαταραχής στα δασικά οικοσυστήματα, ικανές να επηρεάσουν τη διαδοχή, τους θρεπτικούς κύκλους, και τα χαρακτηριστικά των ενδιαιτημάτων, παρόμοια με την επίδραση της φωτιάς ή της υλοτομίας (Vavra et al., 2007). Ο Bratton(1975), μελετώντας την επίδραση των αγριόχοιρων σε δάση οξιάς, παρατήρησε ακόμη και με οπτική εκτίμηση, μείωση της φυτοκάλυψης του εδάφους και διατάραξη του σε περιοχές στις οποίες υπάρχουν αγριογούρουνα. Ακόμη η χλωρίδα που παρέμενε στις βοσκημένες περιοχές ήταν τα κατάλοιπα της αρχικής βλάστησης του υπορόφου, η οποία δεν είναι προσαρμοσμένη σε τόσο βαριές διαταραχές. Τέλος, η διάβρωση του εδάφους και η διατάραξη του ποώδους υπορόφου πρέπει να αναμένεται μέχρι να μειωθεί ο αριθμός των ζώων που υπάρχουν στην περιοχή. Λόγω της μικρής κατανάλωσης τους από τα ζώα, τα λιγότερο επιθυμητά φυτά, τα οποία εισβάλουν σε μια περιοχή, βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τα είδη υπάρχοντα φυτά, και έτσι ευνοείται η εισβολή τους και η ευκολότερη εγκαθίδρυση τους. Παρά το πλεονέκτημα το οποίο προσφέρουν τα οπληφόρα φυτοφάγα ζώα στα εισβάλοντα φυτά, η επίδραση των φυτοφάγων ζώων μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα οικοσυστήματα. Η αντοχή των οικοσυστημάτων στα φυτοφάγα ζώα εξαρτάται τόσο από τα φυσιολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των φυτών, όσο και από τις περιβαλλοντικές 25
συνθήκες οι οποίες επικρατούν κατά τις διάφορες περιόδους ζωής των φυτών (Vavra et al., 2007). Η επίδραση διάφορων τύπων βόσκησης (έντασης, χρονικής διάρκειας και είδος ζώου) παρατηρήθηκε ότι με την ελεγχόμενη βόσκηση αιγών και προβάτων μπορεί να μειωθεί η εισβολή ανεπιθύμητων φυτικών ειδών, ενώ αντίθετα με τη βόσκηση βοοειδών δεν παρατηρήθηκε μείωση (Lacey and Sheley, 1996). Σε άλλες έρευνες παρατηρήθηκε μεγαλύτερη βιωσιμότητα των σπόρων στις αβόσκητες επιφάνειες, από ότι στις βοσκημένες, οι περισσότερες από αυτές τις έρευνες πραγματοποιήθηκαν σε λιβαδικά οικοσυστήματα και πολύ λίγες σε δασικά (Vavra et al., 2007). Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών συμφωνούν με τους Vermeire et al. (2008), οι οποίοι αναφέρουν ότι τα συστήματα βόσκησης μπορούν να επιδράσουν στη βοτανική ποικιλότητα και παραγωγικότητα των λιβαδιών μέσω της διαφορετικής χρήσης ανάλογα με τον χρόνο, το χώρο και την ένταση. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικό να καθορίζεται ο αριθμός και το είδος των ζώων τα οποία θα βόσκουν σε ένα δασικό οικοσύστημα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αειφορία του οικοσυστήματος (Casasus et al., 2007). Η βόσκηση μπορεί να αποτελέσει ισχυρό παράγοντα για την αλλαγή της σύνθεσης της βλάστησης, καθώς και να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο διαχείρισης. Η βόσκηση μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση των θάμνων και να αυξήσει την φυτοκάλυψη των ποωδών φυτών και την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (Bartolomé et al., 2000; Casasus et al., 2007). Από την άλλη μεριά η επιλεκτική βόσκηση είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν τη σύνθεση της λιβαδικής βλάστησης, καθώς συμβάλει στην αύξηση της θνησιμότητας, στον περιορισμό της ανάπτυξης νέων ατόμων και γενικά στη μείωση της αντοχής των ειδών. Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι η περισσότερες έρευνες για την επίδραση της βόσκησης στη σύνθεση και στην κάλυψη της ποώδους βλάστησης έχουν γίνει σε λιβαδικά ή σε αραιά δασολιβαδικά οικοσυστήματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ποια ακριβώς είναι η επίδραση της βόσκησης στα δασικά οικοσυστήματα και ειδικότερα στα βοσκόμενα δάση δρυός. 2.2.3. Επίδραση της βόσκησης στην ποικιλότητα της ποώδους βλαστησης σε δασικά οικοσυστήματα Η αυξανόμενη σημασία της ποικιλότητας στη διαχείριση των φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με τη διαχείριση των δασών για τη βόσκηση φυτοφάγων, αυξάνει την ανάγκη για 26
μια ενδελεχή κατανόηση των ευρύτερων επιδράσεων των φυτοφάγων στα διαφορετικά δασικά οικοσυστήματα (Hester et al, 2000). Ένας από τους πιο γνωστούς δείκτες που πιστοποιούν την καλή κατάσταση ενός οικοσυστήματος είναι η ποικιλότητα. Μείωση της μπορεί να σημαίνει διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας, λόγω της μειωμένης αντίδρασης του οικοσυστήματος ύστερα από κάποια διαταραχή. Γενικά, η σταθερότητα ενός οικοσυστήματος εξαρτάται άμεσα από τη ποικιλότητα του και οικοσυστήματα με μειωμένη ποικιλότητα είναι επιρρεπή στις διαταραχές. Η μέτρηση της ποικιλότητας, εκτός από μέτρο αξιολόγησης των οικοσυστημάτων, αποτελεί και χρήσιμο εργαλείο για την πρόβλεψη πιθανών επιπτώσεων στη δομή και λειτουργία τους από εναλλακτικές χρήσεις γης (Ιώβη και Παπαναστάσης, 2000). Η ποικιλότητα, όμως δεν μπορεί να έχει έναν ορισμό και σίγουρα δεν μπορεί να μετρηθεί, παρά μόνο να εκτιμηθεί. Και όσο αναφερόμαστε θεωρητικά στη φύση και στο φυσικό πλούτο, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Ο όρος όμως της ποικιλότητας είναι συνυφασμένος με την έννοια της προστασίας. Για αυτόν το λόγο υπήρξε η ανάγκη της ανάπτυξης του όρου αυτού. Και όταν έρχεται η στιγμή να επιλέξουμε αντικείμενο, προτεραιότητες και τρόπους προστασίας, τότε η έννοια της ποικιλότητας πρέπει να εξειδικευτεί. Λόγω του ότι από την εμφάνιση του ανθρώπου και κυρίως κατά τους τελευταίους αιώνες, που ο άνθρωπος απέκτησε μια εντυπωσιακή τεχνολογία και επέβαλε ακόμα περισσότερο τον κυρίαρχο ρόλο του στη φύση, έχει παρατηρηθεί μια εντυπωσιακή αύξηση των εξαφανισμένων ή υπό εξαφάνιση ειδών (Grumbine, 1994). Τα οικοσυστήματα της Μεσογειακής περιοχής είναι πολύ πλούσια σε φυτικά είδη. Η βοτανική τους σύνθεση και αφθονία των ειδών, ποικίλουν κατά χώρο και χρόνο σύμφωνα με τη γονιμότητα του εδάφους, τη διακύμανση των βροχοπτώσεων, την ένταση της βόσκησης και τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Η βόσκηση και η φωτιά είναι πολύ συχνές διαταραχές στα Μεσογειακά οικοσυστήματα. Η διάκριση μεταξύ των ωφελειών της διατήρησης και των αρνητικών επιπτώσεων της βαριάς βόσκησης στη σταθερότητα του οικοσυστήματος, εκφράζεται αμέσα από τη ποικιλότητα των ειδών, όπως προκύπτει από μακροχρόνιες μελέτες στη Μεσογειακή περιοχή (Koukoura et al.,1997). Τα λιβάδια όπως και τα δάση τα οποία βόσκονται, είναι μεγάλης σπουδαιότητας τόσο για την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης όσο και για τη διατήρηση της ποικιλότητας σε επίπεδο φυτοκοινότητας και τοπίου. Οι δύο αυτοί διαχειριστικοί σκοποί δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενοι αλλά συμπληρωματικοί, όταν η διαχείριση βασίζεται επάνω στη γνώση της επίδρασης της βόσκησης στην οικολογία των οικοσυστημάτων αυτών. Ο οικολογικός όρος της βόσκησης δεν έχει ερευνηθεί ακόμα πλήρως. Είναι γνωστή η επίδραση 27
της βόσκησης στη διατήρηση και αύξηση της ποικιλότητας όταν είναι χαμηλή ή μέτρια και στη μείωση της όταν είναι έντονη. (Κούκουρα και Καρατάσιου, 2000) Τα αποτελέσματα της έρευνας των Κούκουρα και Καρατάσιου (2000), μας δείχνουν ότι η επίδραση της βόσκησης αλλάζει τη σύνθεση της βλάστησης των λιβαδιών. Επίσης η βόσκηση επηρεάζει τη σύνθεση της βλάστησης των λιβαδιών αυξάνοντας τον αριθμό των ετήσιων ειδών ανεξάρτητα από τη ζώνη εξάπλωσης τους και μέτριας έντασης βόσκησης αυξάνει τη ποικιλότητα και εξασφαλίζει τη διατήρηση της. Αν και η επίδραση της βόσκησης στη ποικιλότητα των λιβαδιών έχει ερευνηθεί αρκετά, δεν έχει γίνει το ίδιο και με τα δασικά οικοσυστήματα. Λόγω όμως του ότι η υψηλή ποικιλότητα οδηγεί σε μεγαλύτερη σταθερότητα του οικοσυστήματος (Mikhailova et al., 2000), θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω. Σε περιοχές με υψηλή ποικιλότητα βρέθηκε υψηλή θετική σχέση μεταξύ της ποιότητας της βοσκήσιμης ύλης και της παραγωγής των γαλακτοκομικών προϊόντων (Mikhailova et al., 2000). Η διαχείριση των φυσικών λιβαδιών ως βοσκότοπων μπορεί να διατηρήσει αυτή τη μοναδική βοτανική σύνθεση, την ποιότητα του εδάφους και την ελαχιστοποίηση της εκπομπής του CO 2 από αυτό τον εδαφικό τύπο. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η μέτρια βόσκηση, ή η συλλογή της παραγωγής με τεχνικά μέσα, έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην οικολογία των λιβαδιών. Μελέτες έχουν δείξει ότι η ποικιλία των ειδών ήταν μεγαλύτερη σε περιοχές όπου εφαρμοζόταν μέτρια βόσκηση και μικρότερη όπου εφαρμόζεται ελαφριά βόσκηση (Mikhailova et al., 2000). Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Tsiouvara et al. (1998), η προστασία από τη βόσκηση σε λιβάδια τα οποία βόσκονταν έντονα τα προηγούμενα χρόνια, ευνοεί κατά πολύ την αύξηση των πολυετών ειδών σε σχέση με τα μονοετή. Ακόμα, η χρησιμοποίηση των φυσικών λιβαδιών ως βοσκοτόπων οδηγούν στην αύξηση της βοτανικής παραλλακτικότητας, ειδικότερα σε σχέση με τα ξυλώδη. Επίσης, στην ίδια μελέτη τα αποτελέσματα έδειξαν την αύξηση της σχετικής αναλογίας των αγρωστωδών στα φυσικά λιβάδια που είναι αδιατάραχτα. Τέλος, η υπερβόσκηση ή η εντατική διαχείριση μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση των λιβαδιών (Mikhailova et al., 2000). Σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών (Mayer and Huovinen, 2007; Lombardi, 1999), όταν σταματήσει η βόσκηση από βοσκόμενα δάση, τότε σταδιακά παρουσιάζεται μείωση των αριθμών των φυτικών ειδών, ενώ το μέγεθος της επίδραση της βόσκησης στη βλάστηση εξαρτάται από την ένταση και τη διάρκεια της. Τα αποτελέσματα της έρευνας των Mayer and Huovinen (2007) έδειξαν ότι με την αύξηση της έντασης της βόσκησης των βοοειδών σε δασολιβαδικά συστήματα Picea abies, Larix decidua και Sorbus aucuparia, μειώθηκε με τον 28
καιρό η ποικιλότητα της περιοχής, καθώς τα βοοειδή κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες πλατύφυλλων ποών και άλλων ειδών, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της ποικιλότητας. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με αποτελέσματα των Dullinger et al. (2003), οι οποίοι παρατήρησαν ότι όταν η ένταση της βόσκησης κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα, οι δασικοί βοσκότοποι είναι σταθεροί και παρουσιάζουν και ένα σταθερό αριθμό φυτικών ειδών. Επίσης, ότι με την αύξηση της έντασης της βόσκησης αυξάνεται και η ποικιλότητα σε σχέση με τις αβόσκητες περιοχές, αλλά η ποικιλότητα μειώνεται δραστικά όταν υπάρχει υπερβόσκηση. Ενώ μέτριας έντασης βόσκησης μπορεί να είναι τόσο ευνοϊκή όσο και σταθερή δύναμη του οικοσυστήματος. Ακόμα για να υπάρχει διατήρηση της ποικιλότητας στο διηνεκές πρέπει το ίδιο το οικοσύστημα να παρουσιάζει μια κάποια δυναμική. Η βόσκηση των δασών μέχρι ενός ορίου, μπορεί να αφυπνίσει αυτή τη δυναμική βοηθώντας έτσι στη διατήρηση και την αύξηση της ποικιλότητας (Mayer and Huovinen, 2007; Naveh and Whittaker, 1979; Peco et al., 2005). Ο ρόλος της διασποράς των σπόρων από τα ζώα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ποικιλότητας των ειδών και την αύξηση της φυτρωτικότητας των σπόρων σε ορισμένες περιπτώσεις (Βασιλάκη, Α. 2001). Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής συμφωνούν με τα αποτελέσματα άλλων μελετών σε παρόμοια περιβάλλοντα, και δείχνουν ότι η προστασία από τη βόσκηση αυξάνει τη ποικιλότητα, ενώ η βόσκηση αυξάνει μόνο τη συχνότητα εμφάνισης των ειδών που ήδη υπάρχουν (Koukoura et al., 1997). Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών σε λιβαδικά οικοσυστήματα, των Koukoura et al. (1997), στις προστατευμένες περιοχές παρατηρήθηκαν λιγότερες αλλαγές λόγω των κλιματικών συνθηκών, ενώ στις περιοχές που βόσκονται, οι κλιματικές συνθήκες σημείωσαν ισχυρότερες επιδράσεις στη ποικιλότητα των λιβαδιών. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα της έρευνας των Navarro et al. (2006), δηλαδή ότι στα ξερά μεσογειακά οικοσυστήματα οι κλιματικές διακυμάνσεις και η βόσκηση είναι οι κύριοι παράγοντες που προκαλούν υποβάθμιση μέσα από τις μακροχρόνιες αλλαγές που προκαλούν ή από την απομάκρυνση της βλάστησης. Στις ημίξηρες περιοχές, η βόσκηση είναι υπεύθυνη για καίριες αλλαγές στη φυσική βλάστηση. Οι Tarrega et al. (2007), οι οποίοι εξέτασαν τέσσερις διαφορετικούς οικοτύπους (θαμνολίβαδο δρυός, δασολίβαδο δρυός, δάσος δρυός με και χωρίς θαμνώδη υπόροφο), παρατήρησαν ότι τα πλατύφυλλα πολυετή είχαν τη μεγαλύτερη κάλυψη σε όλους τους οικοτύπους εκτός από τα θαμνολίβαδα, ενώ τα ετήσια ήταν άφθονα μόνο στα δασολίβαδα. Ο μικρότερος αριθμός αποκλειστικών ειδών παρατηρήθηκε στο δρυοδάσος με θαμνώδη υπόροφο, αν και τα 13 από τα είδη που βρέθηκαν εκεί δεν παρατηρήθηκαν πουθενά αλλού. 29
Είναι γενικά παραδεχτό ότι μετά την υλοτομία των δέντρων η συνολική ποικιλότητα των ειδών στα δάση αυξάνεται, κυρίως λόγω της εγκατάστασης φωτόφιλων ανεπιθύμητων ειδών (Bormann and Likens, 1979; Elliott et al., 1997). Άλλα είδη διαχείρισης, όπως η βόσκηση, καθορίζουν αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης και στην ποικιλία των ειδών, αλλά οι επιδράσεις αυτές δεν είναι ίδιες για όλα τα δασικά οικοσυστήματα. Πολλοί ερευνητές δεν έχουν παρατηρήσει αλλαγές στην αξία της ποικιλότητας λόγω της διαχείρισης, αλλά έχουν βρει αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης (Tarrega et al., 2007). Οι Mayer and Huovinen (2007), μελετώντας την επίδραση διαφόρων εντάσεων βόσκησης σε βοσκόμενα δάση, παρατήρησαν υψηλότερους δείκτες ποικιλότητας σε αυτά τα οποία βόσκονταν με μέτρια ένταση σε σχέση με αυτά τα οποία δεν βόσκονταν και ότι οι δείκτες αυτοί αυξανόταν με την μείωση της κάλυψης του ανωρόφου. Τα υπαλπικά δάση τα οποία βόσκονταν γενικά παρουσιάζουν μια πιο ανοιχτή μορφή σε σχέση με αυτά τα οποία δεν βόσκονταν. Καθώς περισσότερο φως φτάνει στο έδαφος τόσο μεγαλύτερη ποικιλότητα ειδών πρέπει να αναμένεται. Αναλυτικά, η μεγαλύτερη βοτανική ποικιλότητα παρουσιάζεται στις ακάλυπτες περιοχές, με αριθμό ειδών 44 στο πυκνό δάσος, 63 στο αραιό δάσος, 84 στα διάκενα και 116 στις ακάλυπτες περιοχές (Mayer and Huovinen, 2007). Στον υπόροφο των δασών κωνοφόρων δέντρων, γενικά παρατηρείται μικρότερη ποικιλότητα σε σχέση με τον υπόροφο δασών πλατύφυλλων. Η μίξη φυλλοβόλων και κωνοφόρων ειδών δέντρων γενικά επηρεάζει την ποικιλότητα του υπορόφου, όμως η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλότητα του υπορόφου παρατηρείται σε αμιγείς συστάδες και όχι στις μικτές. Η υπόροφη βλάστηση επηρεάζεται από τη σύνθεση του ανωρόφου και τη δομή του μέσω της τροποποίησης της διαθεσιμότητας των στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της (φως, νερό και θρεπτικά στοιχεία) και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά όπως η φυλλοστρωμνή (χούμος) (Barbier et al, 2008). Σε διάφορες μελέτες, έχουν παρατηρηθεί μεγάλες διαφορές μεταξύ των ειδών τα οποία βρίσκονταν στα βοσκημένα μέρη σε σχέση με αυτά που βρέθηκαν στα αβόσκητα. Όμως στην έρευνα των Tarrega et al. (2007), οι ομοιότητες ήταν περισσότερο ποιοτικές, από ότι ποσοτικές, όσον αφορά τη σχετική αφθονία. Ακόμα, η διατήρηση των πολλαπλών μορφών διαχείρισης στα δασικά οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένης και της βόσκησης, για τη διατήρηση των ενδιάμεσων μορφών διαδοχής καθώς και της ανεκμετάλλευτης ώριμης κοινότητας, αποτελεί τη καταλληλότερη μέθοδο για τη διατήρηση της μέγιστης δυνατής ποικιλότητας των ειδών και του τοπίου. Η αύξηση των οπληφόρων ζώων σε μια περιοχή μπορεί να μειώσει την ποικιλότητα των φυτικών ειδών. Επίσης, η παρουσία οπληφόρων ζώων σε μια περιοχή η οποία έχει δεχτεί 30
κάποια διαταραχή, π.χ. φωτιά, επηρεάζει σημαντικά την πορεία του οικοσυστήματος, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά ανάλογα με τις υπόλοιπες συνθήκες οι οποίες επικρατούν, τόσο όσο και η διαταραχή που υπέστη (Vavra et al., 2007). Οι Bakker et al. (2006) έχουν βρει ότι σε περιοχές με χαμηλή παραγωγικότητα η βόσκηση προκάλεσε μείωση του αριθμού των ειδών, αλλά αύξησε την ποικιλότητα σε λιβάδια με υψηλή παραγωγικότητα. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με την ιδέα ότι τα φυτοφάγα ζώα επιδρούν στην ποικιλότητα των ειδών σε δασικά οικοσυστήματα και στην εισβολή ανεπιθύμητων ειδών, αλλά αυτό εξαρτάται από την παραγωγικότητα του οικοσυστήματος (Vavra et al., 2007). Σύμφωνα με τους Wilson and Puettmann (2007) ένα δασικό οικοσύστημα με μια παρατεταμένη περίοδο χωρίς ανθρώπινες επιδράσεις, που ακολουθεί τη φάση της αναγέννησης, δημιουργεί ένα πυκνό δασικό περιβάλλον το οποίο παρουσιάζει μειωμένη ποικιλότητα υπορόφου. Η επίδραση της κάλυψης και της σύνθεσης της βλάστησης του ανωρόφου και του υπόροφου στον πληθυσμό των άγριων ζώων είναι καλά τεκμηριωμένη. Για την κάλυψη των αναγκών των άγριων ζώων (φωλεοποίηση, εξεύρεση τροφής κλπ.), είναι αναγκαία η ύπαρξη τόσο χλωριδικής ποικιλότητας όσο και ποικιλότητας τοπίου. Με την μείωση της κάλυψης του ανωρόφου, αυξήθηκε η ποικιλότητα της ποώδους βλάστησης, γεγονός το οποίο συντελεί στην αύξηση της ζωικής ποικιλότητας. Η ποικιλότητα των ενδιαιτημάτων, βλάστησης και τοπίου για τα άγρια ζώα είναι σημαντικό τμήμα της ποικιλότητας (Wilson and Puettmann, 2007; Jobidon et al., 2004). Όπου γνωρίζουμε ότι στον υπόροφο των δασών παρουσιάζεται η μεγαλύτερη ποικιλότητα όσον αφορά τη βλάστηση, είναι πολύ σημαντικό για τη διατήρηση της χλωριδικής ποικιλότητας, να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές επιδράσεις σε αυτή κατά τη διαχείριση των δασών (Jobidon et al., 2004). Πολλές έρευνες έχουν σημειώσει την αναγκαιότητα των πολλαπλών χρήσεων ενός οικοσυστήματος. Τόσο όσον αφορά τη διατήρηση της δυναμικής του ίδιου του οικοσυστήματος, όσο και τη διαβίωση των ντόπιων πληθυσμών. Η απόλυτη προστασία της «βιώσιμης διαχείρισης» σε ένα οικοσύστημα, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στη βόσκηση και σε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, είναι αποδεδειγμένο ότι δεν αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Με την απαγόρευση της βόσκησης και την πλήρη προστασία περιοχών με μεγάλη ποικιλότητα, παρατηρήθηκε μείωση των επιθυμητών φυτών τα οποία προϋπήρχαν στην περιοχή και εισβολή ανεπιθύμητων ποωδών και θαμνωδών ειδών. Για αυτό το λόγο, οι αλληλεπιδράσεις οι οποίες σχετίζονται με τις παραμέτρους της παραγωγής και της οικονομίας, των περιβαλλοντικών, 31
κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων θα πρέπει να αναλύονται σε βάθος (Nautiyal and Kaechele, 2007). Η χρησιμοποίηση της βόσκησης ως μέσο διαχείρισης για την αποτροπή της εισβολής θάμνων στις δασικές περιοχές με μεγάλα διάκενα είναι επιθυμητή, γιατί με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποτραπεί η υποβάθμιση του οικοσυστήματος και απώλεια βοσκήσιμης ύλης. Επίσης η συνεχής προτίμηση από τα βοοειδή για τα αγρωστώδη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Mayer and Huovinen (2007) σε βοσκόμενα δάση Picea abies, μπορεί να υποδηλώσει την αύξηση άλλων ειδών, ευνοώντας κατ αυτό τον τρόπο την ποικιλότητα. Όπως διαπιστώνεται και από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η επίδραση της βόσκησης στη ποικιλότητα των δασικών οικοσυστημάτων και ιδιαίτερα των δασών της δρυός. 2.2.4. Επίδραση της βόσκησης στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε δασικά οικοσυστήματα Η σημασία της ποσότητας και της ποιότητας της τροφής τόσο στα αγροτικά όσο και στα θηραματικά ζώα είναι πολύ σημαντική (Hemadez and Silva-Pando, 1996; Savadogo et al., 2008). Η σχέση μεταξύ των φυτών και των φυτοφάγων ζώων στα Μεσογειακά οικοσυστήματα, δεν έχει εξεταστεί αρκετά ούτε για τις απλούστερες επιδράσεις της οποίες ασκεί η βόσκηση στη βλάστηση και στο οικοσύστημα γενικότερα (Focardi and Tinelli, 2005). Όμως σύμφωνα με παλαιοντολογικά στοιχεία, τα μεσογειακά φυτά έχουν εξελιχθεί κάτω από συνθήκες έντονης βόσκησης και μελέτες πάνω στην επίδραση της βόσκησης στα Μεσογειακά οικοσυστήματα θα μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες για τη σωστή διαχείριση τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Papachristou et al. (2005), η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε δασικά οικοσυστήματα δρυός είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα λιβαδικά οικοσυστήματα χαμηλότερων περιοχών. Ενώ η παραγωγή ποωδών φυτών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις προστατευμένες περιοχές σε σχέση με τις βοσκημένες. Η παρουσία μέτριας πυκνότητας δέντρων στα μεσογειακά λιβάδια συνεισφέρει στην αύξηση της παραγωγής της βοσκήσιμης ύλης, περισσότερο από μικρής ή μεγάλης πυκνότητας. Η μείωση της πυκνότητας των δέντρων είναι μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την αύξηση της παραγωγής του υπορόφου και τη βελτίωση της ευρωστίας των φυτών, η οποία εκφράζεται με τη βιωσιμότητα των φυτών και την αναπαραγωγική τους ικανότητα. Ο 32
ανταγωνισμός επηρεάζει την ικανότητα την οποία έχουν τα φυτά για να αιχμαλωτίσουν και να χρησιμοποιήσουν την ηλιακή ακτινοβολία (Koukoura and Kyriazopoulos, 2007). Οι Anderson και Batini (1983) βρήκαν στην Αυστραλία ξηρή παραγωγή υπόγειου τριφυλλιού ίση με 4000, 3000, 2700 kg/ha σε λιβάδι χωρίς δέντρα και σε 15 ετών φυτεία ακτινωτής πεύκης (Pinus radiata) με μικρή και με μέτρια συγκόμωση αντίστοιχα. Ωστόσο ο Παπαναστάσης (1982) βρήκε μεγαλύτερη παραγωγή αυτοφυούς βλάστησης σε αναδασώσεις Μ. Πεύκης μέχρι την ηλικία των 9 ετών σε σχέση με γειτονικό λιβάδι χωρίς ανώροφο στην περιοχή του Κιλκίς. Ένας σημαντικός παράγοντας ο οποίος καθορίζει την ηλικία μετά την οποία μειώνεται δραστικά η λιβαδική παραγωγή είναι, επίσης, ο ρυθμός αύξησης των δέντρων. Ο Walters αναφέρει ότι φυτεία Pinus palustris μπορεί να αντέξει τον ίδιο αριθμό ζώων σε σχέση με ένα ανοιχτό λιβάδι μέχρι την ηλικία των 17 ετών, ενώ φυτεία Pinus elliottii μόνο μέχρι την ηλικία των 10 ετών (Μπραζιώτης, 1997). Έχει βρεθεί ότι το ποσοστό κάλυψης μέχρι και 25% σε δάση βαλανιδιάς στην περιοχή της πολιτείας Nevada των Η.Π.Α. είχε ευεργετική επίδραση στο ύψος της λιβαδικής παραγωγής. Αντίθετα αύξηση της πυκνότητας δέντρων ακακίας στην πολιτεία Queensland της Αυστραλίας συντέλεσε στη μείωση της παραγωγής των ποωδών ειδών. Ακόμη η μείωση της κάλυψης των θάμνων και η αύξηση της συμμετοχής της ποώδους βλάστησης συντέλεσε στη βελτίωση της θρεπτικής αξίας της τροφής των αιγών και στην αύξηση της κατανάλωσης τροφής (Πανταζόπουλος κ.α., 2006). Ο Νάστης (1984) που μελέτησε την ποώδη βλάστηση του υπορόφου της Pinus brutia βρήκε ότι η παραγωγή της βλάστησης αυτής, βρίσκεται σε άμεση σχέση με τους εδαφοκλιματικούς παράγοντες και είναι, μέσα σε ορισμένα όρια, αντιστρόφως ανάλογη με το βαθμό συγκόμωσης του δάσους. Ελαφρά σκίαση (συγκόμωση 0,3) είχε μικρή μειωτική επίδραση στην παραγωγή της παρεδάφιας βλάστησης (90 χλγ/στρ), ενώ συγκόμωση 0,7-0,8 περιόριζε την παραγωγή γύρω στα 30 χλγ/στρ. Μείωση της παραγωγής της ποώδους βλάστησης με την αύξηση του βαθμού συγκόμωσης βρήκε και Παπαναστάσης (1982) σε αναδασώσεις Pinus nigra ηλικίας 5 ετών. Αντίθετα ο Holland (1979) βρήκε αυξημένη παραγωγή υπέργειας βιομάζας για την ποώδη βλάστηση που αναπτυσσόταν στον υπόροφο δασών δρυός σε σύγκριση με εκείνη παρακείμενων μη σκιασμένων περιοχών. Ωστόσο ο βαθμός σκίασης για τον οποίο βρέθηκε αυξημένη παραγωγή περιόριζε την ηλιακή ακτινοβολία λιγότερο από το 50% της ολικής της έντασης (Κούκουρα και Νάστης, 1989). Η σκίαση 50% συντέλεσε στην αύξηση της παραγωγής υπέργειας βιομάζας και σε βελτίωση της ποιότητας της βοσκήσιμης ύλης σε σχέση με το μάρτυρα καθώς και με πολύ 33
μεγάλη ένταση σκίασης. Ακόμα παρατηρήθηκε ότι μεγάλη σκίαση συντελεί σε στατιστικά σημαντική μείωση της παραγωγής ριζών (Κούκουρα και Νάστης, 1989). Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης κάτω από την Quercus douglasii είναι συχνά διπλάσια από ότι σε ένα ποολίβαδο. Η φυσικές ιδιότητες του εδάφους στον υπόροφο της Quercus douglasii είναι διαφορετικές λόγω της απόθεσης και αποσύνθεσης τόσο της ποώδους βλάστησης όσο και των δρυών. Αυτό δίνει στο έδαφος μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε χούμο, που οδηγεί στην καλύτερη δομή του εδάφους, καλύτερη αποθηκευτική ικανότητα του νερού και μείωση της ακατέργαστης μάζας. Η χημική σύσταση του εδάφους είναι επίσης αυξημένη λόγω του χούμου, ο οποίος αποτελεί τεράστια αποθηκευτική πηγή των θρεπτικών συστατικών. Όλες αυτές οι ιδιότητες του εδάφους, συνάμα με το μετριασμό των θερμοκρασιών του εδάφους που μειώνει τη ζημιές από παγετό το χειμώνα και της ξηρασίας αργά την άνοιξη, δημιουργούν ένα μικροπεριβάλλον καλύτερο τόσο για την ανάπτυξη των φυτών όσο και για την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (Holland, 1980). Ακόμα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Κούκουρα και Νάστη (1989), όταν εξετάσθηκε η έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας σαν κύριος παράγοντας στην παραγωγή των αγρωστωδών και των ψυχανθών, δεν βρέθηκε σημαντική επίδραση κατά τους διάφορους χειρισμούς σκίασης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Savadogo et al. (2007) οι οποίοι μελέτησαν την επίδραση μέτριας έντασης βόσκησης σε δασικούς βοσκοτόπους τύπου σαβάνας, η παραγωγή βιομάζας διέφερε σημαντικά κατά την περίοδο έρευνας. Σημαντική επίδραση στην παραγωγή βιομάζας φαίνεται να κατείχε η βροχόπτωση, καθώς έτη με μέση βροχόπτωση ήταν τα περισσότερο παραγωγικά. Ενώ με την αύξηση από μέτριας έντασης βόσκηση, σε έντονη δεν σημείωσε σημαντικές διαφορές στην παραγωγή της βιομάζας. Το δόγμα το οποίο επικρατεί είναι ότι τα φυτοφάγα ζώα ζημιώνουν τα φυτά, μειώνοντας τη βιομάζα τους και εξασθενώντας τη φυσιολογική τους κατάσταση. Όμως σύμφωνα με αποτελέσματα αρκετών ερευνών σε δασικά οικοσυστήματα (Focardi and Tinelli, 2005; Hartvigsen and McNaughton, 1995; McNaughton, 1983; Belsky, 1986), σε πολλές περιπτώσεις η βιομάζα των βοσκημένων περιοχών υπερέχει αυτή των αβόσκητων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Casasus et al. (2007) για την επίδραση της βόσκησης βοοειδών σε δασικό μεσογειακό οικοσύστημα Pinus nigra, παρατήρησαν ότι η βόσκηση αγροτικών ζώων μπορεί να αυξήσει την παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης, καθώς περισσότερη νεκρή βιομάζα συγκεντρώνεται στις αβόσκητες περιοχές και εμποδίζει την παραγωγή νέας. Ακόμα η ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης ήταν καλύτερη στις βοσκήμενες παρά στις αβόσκητες επιφάνειες, αν και σημαντικές διαφορές είχαν μόνο σε ότι αφορούσε 34
την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες. Ακόμα, στις βοσκημένες επιφάνειες η βιομάζα των θάμνων παρέμεινε σταθερή, ενώ αυξήθηκε σημαντικά στις αβόσκητες. Η Νιζάμη (2005), η οποία μελέτησε την επίδραση του αποκλεισμού της βόσκησης σε φρυγανικά μεσογειακά οικοσυστήματα, παρατήρησε ότι η διακοπή της βόσκησης οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας, που βαθμιαία μειώνεται στο χρόνο. Πρόκειται για μια πορεία διαδοχής που μπορεί να χαρακτηριστεί όμοια με την διαδοχή ενός συστήματος μετά από θερισμό. Ο αποκλεισμός μιας περιοχής από τη βόσκηση για 2-3 έτη, συχνά φέρει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής κατά 300-500%. Η προστασία του οικοσυστήματος έστω και για μια χρονιά, εξασφαλίζει την παραγωγή σπερμάτων των ετήσιων φυτών και οδηγεί στην άμεση αναγέννηση της ποώδους βλάστησης. Στις περιοχές που προστατεύονται από τη βόσκηση για λίγα έτη, τα ετήσια φυτά αποτελούν το 50% με 60% της βιομάζας. Αντιθέτως, στις περιοχές που δεν βόσκονται για περισσότερα από 30 χρόνια, τα ετήσια αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής βιομάζας. Με την πάροδο του χρόνου η ετήσια παραγωγή βιομάζας μειώνεται, ενώ η ολική φυτοκάλυψη δεν επηρεάζεται. Καθώς η βιομάζα των ετησίων μειώνεται, αυξάνεται η βιομάζα των φύλλων των ξυλωδών ειδών, η οποία όμως δεν επαρκεί να αναπληρώσει τις απώλειες και ως αποτέλεσμα, η ολική παραγόμενη βιομάζα μειώνεται (Νιζάμη, Μ., 2005). Σύμφωνα με έρευνες σε δασικά οικοσυστήματα Ελάτης (Abies grandis) και Ψευδοτσούγκας (Pseudotsuga menziesii) (Vavra et al., 2007), η παραγωγή βιομάζας του υπορόφου στην προστατευμένη από βόσκηση περιοχή ήταν 2,1 φορές μεγαλύτερη από ότι στη βοσκημένη, και η ποώδης βλάστηση ήταν 1,5 φορές περισσότερη. Τα οπληφόρα ζώα επηρέασαν περισσότερο τα θαμνώδη είδη από ότι τα ποώδη. Αποτελέσματα τα οποία συμφωνούν με άλλες έρευνες, οι οποίες έχουν καταλήξει ότι η επιλεκτική βόσκηση των οπληφόρων ζώων δημιουργούν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των φυτών, με διαφορετικές αντοχές στη βόσκηση. Αυτές οι επιδράσεις δε αφορούν μόνο τα είδη που διαβιούν στον υπόροφο των δασών, αλλά και τα είδη του ανωρόφου (Vavra et al., 2007). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα της έρευνας των Hemadez and Silva-Pando (1996), κατά την οποία παρατηρήθηκε μείωση της βιομάζας της δενδρώδους βλάστησης κατά τη βόσκηση ελάφιων και λιγότερο της βιομάζας των ποωδών φυτών. Με τη χρησιμοποιήση του κατάλληλου συστήματος βόσκησης περιορίζεται η εξάπλωση των θαμνώνων, που πολλές φορές όταν δεν διαχειρίζονται σωστά, αυξάνουν κατά πολύ, δημιουργώντας απροσπέλαστες επιφάνειες για τα ζώα μειώνοντας την ποσότητα της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης. Επίσης, η ανεξέλεγκτη αύξηση των θάμνων μειώνει την αναγέννηση των ποωδών φυτών λόγω του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται και άρα μειώνει 35
την ποικιλότητα των ποωδών φυτών και την παραγωγή (Bartolomé et al., 2000; Casasus et al., 2007). Ορισμένα φυτικά είδη ευνοούνται από τη βόσκηση (Hemadez and Silva-Pando,1996; Casasus et al., 2007). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας τριών χρόνων των Hemadez and Silva-Pando (1996) σε δασικό οικοσύστημα δρυός, παρουσιάστηκε μείωση τόσο στον αριθμό των φυτικών ειδών όσο και στη βιομάζα τους, λόγω της βόσκησης από οπληφόρα ζώα, σε σχέση με τις αβόσκητες περιοχές, όμως υπήρχαν και είδη, όπως η Erica arborea της οποίας η βιομάζα σχεδόν διπλασιάστηκε στις βοσκημένες περιοχές. Για αρκετά επιθυμητά φυτά, όπως το Brachypodium sylvaticum και Pseudarrhenatherum longifolium, παρατηρήθηκε μείωση της βιομάζας τους με τη βόσκηση. Η αύξηση της βιομάζας η οποία παρατηρήθηκε σε ορισμένα φυτά στις βοσκημένες περιοχές, είναι πιθανό να οφείλεται στο πλεονέκτημα το οποίο δημιουργήθηκε με τη μείωση του ανταγωνισμού από τα επιθυμητά φυτά τα οποία κατανάλωναν περισσότερο τα βόσκοντα ζώα. Τα αποτελέσματα της έρευνας των Focardi and Tinelli (2005) σε βοσκόμενα δάση δρυός, ενισχύουν την άποψη ότι τα Μεσογειακά οικοσυστήματα μπορούν να αντέξουν υψηλούς ρυθμούς κατανάλωσης από οπληφόρα ζώα. Ωστόσο, η μείωση της βιομάζας των φυτών λόγω της βόσκησης διέφερε σημαντικά μεταξύ των υπό εξέταση φυτών, όταν η πίεση της βόσκησης είναι έντονη τότε τα πιο ανθεκτικά στη βόσκηση φυτά παρουσιάζουν και μεγαλύτερη παραγωγή. Ενώ οι Sankey et al. (2006) παρατήρησαν ότι η έντονη βόσκηση σε δάση πλατυφύλλων στις Η.Π.Α. προκαλεί ζημιές στον ξυλώδη ιστό γεγονός που οδηγεί σε μείωση της βιομάζας. Επομένως δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένο για τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η βόσκηση στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στα δασικά οικοσυστήματα. Ειδικότερα για τα δάση δρυός οι έρευνες είναι πολύ περιορισμένες, γι αυτό κρίνεται αναγκαίο να μελετηθεί αναλυτικότερα ποιά ακριβώς είναι η επίδραση της βόσκησης τόσο των αγροτικών όσο και των θηραματικών ζώων σε αυτά τα οικοσυστήματα. 2.2.5. Επίδραση της βόσκησης στην αναγέννηση των δασικών οικοσυστημάτων Η επιτυχής αναγέννηση των δασικών οικοσυστημάτων εξαρτάται από μια αλληλουχία γεγονότων η οποία θα πρέπει να ακολουθηθεί: διασκορπισμός των σπόρων από τα δέντρα, φύτρωση των σπόρων, εμφάνιση, αύξηση και επιβίωση των φυταρίων, έτσι ώστε να αναπτυχθούν σε νεαρά δενδρύλλια και στη συνέχεια να αποτελέσουν άτομα του πληθυσμού των δέντρων (Sankey e t al., 2006; Pons and Pausas, 2006). Η έλλειψη και η ανομοιομορφία επιτυχούς αναγέννησης της Quercus spp. έχει απασχολήσει οικολόγους και δασολόγους σε πολλές περιοχές. Για παράδειγμα από το 1970, 36
η αναγέννηση της δρυός είχε αναγνωριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα δασοπονικά προβλήματα στις ΗΠΑ (Kelly, 2002). Σε μεγάλες αναλογίες των δρυοδασών της Καλιφόρνια λίγα νεαρά φυτάρια υπάρχουν για να αντικαταστήσουν τα ώριμα δέντρα, τα οποία πεθαίνουν από φυσικά αίτια ή καταστρέφονται λόγω της αστικής και αγροτικής ανάπτυξης. Αν και το πρόβλημα της μείωσης αναγέννησης είναι αναγνωρισμένο, έχει γίνει μόνο λίγη έρευνα πάνω στις αιτίες που την προκαλούν (Griffin, 1980; Rossi, 1980; Barrett, 1980; Pons and Pausas, 2006). Οι δρείς είναι ευπρόσβλητες σε έξι δραστηριότητες του ανθρώπου: τη βόσκηση, την υλοτομία, τη γεωργία, τη διαχείριση των υδάτων, την καταπίεση των πυρκαγιών και την αστικοποίηση. Στην έρευνα του Rossi (1980), η δραστηριότητα της βόσκησης αναγνωρίζεται ως η εντονότερη πίεση της αναγέννησης της δρυός, στην περιοχή της Καλιφόρνια. Οι αίγες και τα πρόβατα σίγουρα κατανάλωναν βαλανίδια και νεαρά φυτάρια της δρυός. Η τοπική υπερβόσκηση, η ξηρασία και η εισβολή των Μεσογειακών ετήσιων φυτών συνέβαλαν στη ταχύτερη αντικατάσταση της αρχικής βλάστησης. Υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτή η αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού για τα φυτάρια της δρυός από την πυκνή κάλυψη. Ακόμη, η δηλητηρίαση και παγίδευση των αρπακτικών, η αύξηση των καρποφόρων φυτών, αύξησε τον πληθυσμό των τρωκτικών και των πουλιών που καταναλώνουν καρπούς, προσθέτοντας και άλλη πίεση στη παραγωγή των βαλανιδιών (Rossi, 1980). Οι δρείς, παρέχουν μεγάλη ποσότητα βοσκήσιμης ύλης για πολλά μεγάλα και μικρά φυτοφάγα θηλαστικά. Η βόσκηση τόσο των αγροτικών ζώων όσο και των ελαφιών, πιθανόν να αποτελεί το μεγαλύτερο περιοριστικό παράγοντα της αναγέννησης των δρυών στην Καλιφόρνια (Barrett, 1980). Προφανώς, η μεγαλύτερη σημασία των δρυών για τα θηλαστικά έγκειται στην παραγωγή μεγάλων και εδώδιμων καρπών. Τα βαλανίδια έχουν υψηλή θερμιδική αξία και, από τη στιγμή που είναι σχετικά μεγάλα, αξίζει για πολλά θηλαστικά να καταναλώσουν αρκετή ενέργεια για να τα βοσκήσουν (Barrett, 1980). Τα μεγάλα φυτοφάγα αποτελούν αναπόσπαστο παράγοντα των δασικών οικοσυστημάτων της Β.Δ. Ευρώπης. Λόγω των άμεσων και έμμεσων επιδράσεων στην εγκαθίδρυση των φυταρίων και την αύξηση των δενδρυλλίων, όπως επίσης και στη χαμηλή βλάστηση, στο έδαφος και στην υπόλοιπη πανίδα, τα φυτοφάγα ζώα μπορούν να διαταράξουν σε βάθος τη δομή και τη δυναμική τέτοιων συστημάτων. Η βόσκηση μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα καθ όλη τη διαδικασία της αναγέννησης. Η βόσκηση μειώνει 1) την παραγωγή και την εγκαθίδρυση των σπόρων των ποωδών φυτών με μεγάλη γευστικότητα, 2) την παραγωγή βιομάζας και 3) την κάλυψη των ποωδών φυτών, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ των ποωδών 37
φυτών και των δενδρυλλίων για φως, νερό και άλλα θρεπτικά στοιχεία. Με αυτό τον τρόπο βελτιώνονται οι συνθήκες για βλάστηση των σπόρων των ξυλωδών ειδών και για επιτυχία της αναγέννησης. Ακόμα τα βόσκοντα ζώα με την κίνηση τους διασκορπίζουν τους σπόρους σε όλη την έκταση, συνεισφέροντας έτσι στην αναγέννηση. Τέλος, με τη βόσκηση υπάρχει μείωση της συσσωρευμένης καύσιμης ύλης άρα μειώνεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς (Sankey e t al., 2006). Εκτός όμως από τις θετικές επιδράσεις της βόσκησης στην αναγέννηση των δασών έχουν αναφερθεί και αρνητικές επιπτώσεις, ιδίως για τα είδη τα οποία είναι εύγευστα όπως η δρυς. Η έντονη βόσκηση προκαλεί ζημιές στον ξυλώδη ιστό και μείωση της βιομάζας. Ακόμα μειώνει τη βιωσιμότητα των δενδρυλλίων λόγω της αποφύλλωσης τους και την διατάραξη τους από το ποδοπάτημα των μεγάλων ζώων με αποτέλεσμα να μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης των δενδρυλλίων (Sankey e t al., 2006). Η βόσκηση αγροτικών ζώων σε δασικά Μεσογειακά οικοσυστήματα παλαιότερα θεωρούταν απειλή, ενώ από το 1980 και μετά άρχισε να προωθείται η θεωρεία ότι με αυτό τον τρόπο ευνοείται η ποικιλότητα και μειώνεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Ωστόσο αρκετές έρευνες οι οποίες διεξήχθησαν στη λεκάνη της Μεσογείου τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν αναφέρει, ότι ακόμα και μέτριας έντασης βόσκησης, μπορεί να επιφέρει σοβαρές ζημιές στο δασικό οικοσύστημα, καθώς παρεμποδίζει την ανάπτυξη των νεαρών δενδρυλλίων, απειλώντας τη συνέχιση ολόκληρου του δάσους. Παρόλο που πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν την πιθανή αρνητική επίδραση της έντονης βόσκησης στην αναγέννηση και εγκαθίδρυση των νεαρών δενδρυλλίων, καθώς και στη δυναμική των δασών της Μεσογείου, μόνο λίγες προσπάθειες έχουν γίνει για να μελετηθούν οι επιδράσεις αυτές (Dufour-Dror, 2007). Η επίδραση της βόσκησης στη δομή των δασών δρυός εξαρτάται από το στάδιο ζωής και το στάδιο της αναγέννησης στο οποίο βρίσκεται ο πληθυσμός της δρυός. Η επίδραση της βόσκησης κατά την περίοδο πριν από το διασκορπισμό των βαλανιδιών, αφορά μόνο τη βόσκηση των χαμηλότερων κλαδιών, γενικά μέχρι ύψους 2,1 μέτρων. Η βόσκηση από βοοειδή κατά την περίοδο μετά τον διασκορπισμό των βαλανιδιών, επιφέρει τη μεγαλύτερη ζημία στο δάσος. Παρόλα αυτά μια πρόσφατη έρευνα αναφέρει ότι η εκτεταμένη καταστροφή των βαλανιδιών μπορεί να μην οφείλεται στα αγροτικά ζώα, αλλά κυρίως στα τρωκτικά της περιοχής (Dufour-Dror, 2007). Ακόμα, είναι γενικά παραδεχτό ότι η μεγαλύτερη καταστροφή της αναγέννησης, λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο της εγκαθίδρυσης των νεαρών δενδρυλλίων, καθώς βόσκονται ή ποδοπατούνται από τα φυτοφάγα ζώα. Καθώς η βόσκηση επηρεάζει την 38
ανάπτυξη των δενρυλλίων, με την εντατική συνέχιση της μπορεί να προκαλέσει προοδευτικά μείωση της κάλυψης του δάσους. Τα νεαρά δενδρύλλια δεν καταστρέφονται οριστικά με τη βόσκηση, όμως, η αποφύλλωση η οποία προκαλείται, δεν τα επιτρέπει να αναπτυχθούν κανονικά, καθώς τους έχει απομείνει μικρή φωτοσυνθετική επιφάνεια για την ανάπτυξη τους (Dufour-Dror, 2007). Παρόλα αυτά, πιθανές θετικές επιδράσεις της βόσκησης στην αναγέννηση της δρυός έχουν αναφερθεί από διάφορες έρευνες, καθώς η βόσκηση των ποωδών φυτών του υπορόφου μειώνει των ανταγωνισμό για θρεπτικά στοιχεία και νερό, βελτιώνοντας έτσι τις συνθήκες ανάπτυξης της δρυός. Όμως αυτές οι θετικές επιδράσεις είναι δυνατό να είναι εμφανείς, μόνο στην περίπτωση την οποία δεν μειωθεί δραστικά ο αριθμός των δενδρυλλίων της δρυός, σε βαθμό στον οποίο να απειλείται η δομή του δάσους, λόγο της βόσκησης (Dufour-Dror, 2007). Η βόσκηση μπορεί να έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στη φυσική αναγέννηση ενός δρυοδάσους. Από μελέτες που έγιναν σε δάσος Quercus ithaburensis στο Ισραήλ βρέθηκε ότι ο αριθμός των αρτιφύτων στις βοσκόμενες επιφάνειες ήταν από 61% έως 67% μικρότερος σε σχέση με τις αβόσκητες (Dufour-Dror J.Μ., 2007). Τα βόσκοντα ζώα επιφέρουν σοβαρό πλήγμα στα αρτίφυτα ιδίως κατά την περίοδο του φθινοπώρου οπότε είναι ακόμα τρυφερά και οι νέοι βλαστοί δεν έχουν σκληρύνει αρκετά. Επίσης σε περιοχές όπου υπάρχουν χοίροι, οι οποίοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες βαλανιδιών πριν αυτά βλαστήσουν, περιορίζουν περισσότερο τη φυσική αναγέννηση. Ο Dufour-Dror (2007) μελετώντας την επίδραση της βόσκησης βοοειδών σε δρυοδάσος, διαπίστωσε ότι ο μόνιμος αποκλεισμός της βόσκησης από την περιοχή δεν θα ήταν η καλύτερη λύση για τη βελτίωση της αναγέννησης του δάσους. Η ελαφριά βόσκηση των βοοειδών στην περιοχή αυξάνει την ποικιλότητα των ποωδών φυτών και μειώνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Ακόμα, η οριστική απομάκρυνση της βόσκησης από την περιοχή δεν αποτελεί μια ρεαλιστική λύση όσον αφορά τις αρνητικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Η μείωση της έντασης της βόσκησης αποτελεί την ορθότερη λύση για την περιοχή έρευνας. Ακόμα θα μπορούσαν να περιφραχθούν τα νεαρά δενδρύλλια, έτσι ώστε να μην διαταράσσονται από τη βόσκηση. Επίσης η βόσκηση να γίνεται την κατάλληλη εποχή και να υπάρχει ομοιόμορφη κατανομή του ζωικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Newman and Powell (1997), η βόσκηση βοοειδών σε συστάδες Πέυκης (Pinus contorta subsp. Latifolia) δεν είχε αρνητικές επιδράσεις στην αναγέννηση, μόνο το 2% κατά μέσο όρο, των δενδρυλλίων της Πεύκης βοσκήθηκαν και το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό ήταν τυχαίο. Υψηλή ποσοστό ζημιών στην αναγέννηση 39
μπορεί να σημειωθεί μόνο στην περίπτωση που η βοσκήσιμη ύλη είναι σπάνια. Σε αντίθεση με τη βόσκηση, η μεγαλύτερη ζημία στην αναγέννηση προερχόταν από το ποδοπάτημα των δενδρυλλίων. Το μέγεθος της ζημίας επιδεινώνεται με την αύξηση του αριθμού των βοοειδών στην περιοχή. Ωστόσο μέτριας έντασης βόσκησης, δεν επιφέρει αλλαγές στην αναγέννηση. Η αναγέννηση της δρυός είναι ευάλωτη από την ανταγωνιστικότητα των ποωδών αλλά και των χαμηλών ξυλωδών φυτών, ιδιαιτέρα τα πρώτα χρόνια. Αλλά υπάρχουν και άλλα είδη που μπορεί να προσφέρουν ένα είδος προστασίας από τη βόσκηση. Ακόμα η αναγέννηση της δρυός εμποδίζεται από την παρουσία πυκνού ανωρόφου. Είναι φανερό ότι για τη διατήρηση των φυσικών δρυών πρέπει να υπάρχει μόνο μικρός αριθμός μεγάλων φυτοφάγων. Πολλά φυσικά δάση αποτυγχάνουν να αναγεννηθούν και σταδιακά εξαφανίζονται λόγω της πίεσης της βόσκησης (Kelly, 2002). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Kramer et al. (2006), για την Πεύκη η βόσκηση επιδρά θετικά στην αναγέννηση της, διότι απομακρύνει τα ανταγωνιστικά δέντρα. Για τη Σήμυδα (Betula spp.) χαμηλής έντασης βόσκηση έχει θετικές επιδράσεις στην αναγέννηση, ενώ η Ψευδοτσούγκα (Pseudotsuga spp.) αναγεννάται ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη, βόσκησης, διότι πρόκειται για μικρής γευστικότητας είδος και δεν προτιμάται ιδιαίτερα από τα φυτοφάγα ζώα. Από την άλλη μεριά η Οξυά (Fagus spp.) είναι πολύ εύγευστο είδος και η βόσκηση επηρεάζει αρνητικά την αναγέννηση της. Η Δρυς (Quercus spp.) είναι πολύ εύγευστη και προτιμάται από τα ζώα, αν όμως υπάρχει επαρκής φωτισμός, η αναγέννηση της δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα, έστω και αν η ένταση της βόσκησης είναι έντονη. Η ελεγχόμενη βόσκηση αγροτικών ζώων έχει αποδειχτεί σημαντικό εργαλείο για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ποωδών φυτών σε φυτείες κωνοφόρων δέντρων για τη μεγαλύτερη επιτυχία αναγέννησης της Πεύκης. Παρόλα αυτά αρκετοί επιστήμονες εκφράζουν φόβους για την επίδραση της βόσκησης στα νεαρά δενδρύλλια και στην αναγέννηση γενικά (Sharrow et al., 1992). Σύμφωνα όμως με τα αποτελέσματα των Sharrow et al. (1992), η βόσκηση προβάτων είχε θετική επίδραση στην αναγέννηση και ανάπτυξη των συστάδων αυτών καθώς μείωσε τον ανταγωνισμό ευνοώντας τα νεαρά δενδρύλλια. Σύμφωνα με τους Hester et al (2000), η βόσκηση γενικά δεν περιορίζει την αναγέννηση αρκεί να υπάρχει αρκετή παραγωγή σπόρων. Εν τούτοις, η εγκαθίδρυση των δενδρυλλίων, ειδικότερα για τα προτιμώμενα είδη δέντρων, επηρεάζεται πολύ αρνητικά ακόμα και με την παρουσία ελαφριάς βόσκησης. Ο χρόνος της βόσκησης, όπως επίσης και η πίεση της βόσκησης, επηρεάζουν όχι μόνο την προτίμηση των ζώων, αλλά και τη φυσική και χημική αντίδραση των δενδρυλλίων σε αυτή τη ζημία (Hester et al, 2000). 40
H παρουσία βόσκησης εξηγεί τη μείωση της φυτοκάλυψης του υπορόφου και την απουσία νεαρών δρυών. Η βαριά βόσκηση βοοειδών οδηγεί στην απουσία νεαρών δενδρυλλίων δρυός και τελικά στην έλλειψη αναπαραγωγής της δρυός. Τέλος έχει παρατηρηθεί ότι απουσία βόσκησης οδηγεί στην αύξηση της αναπαραγωγής της δρυός. (Rossi,1980) Η βόσκηση των νεαρών δενδρυλλίων από τα ζώα έχει συχνά θεωρηθεί ως αιτία για φτωχή ή καθόλου αναγέννηση της δρυός. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις, η απομάκρυνση των βοοειδών για μεγάλη χρονική περίοδο δεν έδειξε αύξηση της αναγέννησης Σύμφωνα με άλλες έρευνες έχει βρεθεί ότι η φτωχή αναγέννηση της δρυός οφείλεται στο συνδυασμό της ξηρασίας, της βόσκησης και του ανταγωνισμού με τα νέο εισαχθέντα ετήσια φυτά. Και μάλιστα ότι η παρατεταμένη ξηρασία μπορεί να είναι ο σημαντικότερος παράγοντας από τους προαναφερθέντες (Duncan and Clawson, 1980). Η σπουδαιότητα των βαλανιδιών ως βοσκήσιμη ύλη τόσο για τα αγροτικά όσο και για τα άγρια ζώα σχετίζεται με τη δυνατότητα να προσφέρουν μεγάλες ποσότητες ενέργεια, όταν η εναλλακτική βοσκήσιμη ύλη είναι χαμηλή σε θερμιδική αξία. Πολλά από τα φυτοφάγα ζώα της Καλιφόρνια βόσκουν τη Δρυ και τα βαλανίδια της σε μεγάλη ποσότητα. Η διαθεσιμότητα των βαλανιδιών έχει σχετιστεί με την αναπαραγωγική ικανότητα ορισμένων άγριων ζώων. Ενώ τα βαλανίδια φάνηκε ότι αποτελούσαν σημαντικό συμπλήρωμα διατροφής για τα πρόβατα, επιτρέποντας τα να διατηρούν το βάρος τους όταν αντικαθιστούσαν τη συνηθισμένη διατροφή τους κατά 20% και πάνω (Menke and Fry, 1980). Η ετήσια παραγωγή βαλανιδιών που προέρχεται είτε από ένα είδος είτε από διάφορα είδη δρυός συμβάλλουν σημαντικά στα διαθέσιμα αποθέματα τροφής των άγριων ζώων (Graves, 1980). Τα μεγάλα, ψηλά δέντρα με καλά ανεπτυγμένη κόμη συχνά παράγουν μεγάλο αριθμό βαλανιδιών, τα οποία αποτελούν εξαιρετική τροφή για αρκετά άγρια ζώα. Η ποώδης βλάστηση του υπορόφου φαίνεται ότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη σημασία του οικοσυστήματος. Όπου ο υπόροφος είναι πλούσιος, παρατηρούμε και μεγάλο αριθμό άγριων ζώων (Kerns, 1980). Σύμφωνα με έρευνες του Griffin (1980) στην περιοχή της Καλιφόρνια, 2OO βιώσιμα βαλανίδια/m 2 μπορούν να πέσουν κάτω από παραγωγικά δέντρα σε καλές χρονιές. Με απουσία βοοειδών και ελαφιών, αυτά παραμένουν στο έδαφος μέχρι να συλλέγουν από τα τρωκτικά το χειμώνα. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η κατανάλωση των βαλανιδιών από τα αγροτικά φυτοφάγα ζώα και από πολλά άγρια ζώα, κυρίως τρωκτικά, μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των βαλανιδιών που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε δέντρα (Duncan and Clawson, 1980; Leiva et al., 2003). 41
Η παρουσία ξηρής ουσίας στο έδαφος μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο κρύβοντας τα βαλανίδια από πιθανά αρπακτικά. Επίσης η βλάστηση που περιβάλει τα νεαρά φυτάρια μπορεί να τα προστατέψει μέχρις ενός σημείου (Kelly, 2002). Ακόμα σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Kelly (2002) ο οποίος με ένα μακροχρόνιο πείραμα μελέτησε την αναγέννηση της δρυός, παρατήρησε ότι χρονιές με μεγάλη παραγωγικότητα βαλανιδιών παρουσιάζονται κατά ακαθόριστα χρονικά διαστήματα, τόσο για την Quercus petraea όσο και για την Quercu. robur, και η συχνότητα τους τείνει να μειώνεται με την αύξηση του υψομέτρου. Στα δάση Killarney της Ιρλανδίας, η έλλειψη της αναγέννησης της Δρυός δεν οφείλεται στην έλλειψη της παραγωγής σπόρων αλλά ούτε και στη έλλειψη βιωσιμότητας των σπόρων. Αυτή οφείλεται στην μικρή εγκαθίδρυση των φυταρίων και των δενδρυλλίων, γεγονός το οποίο αποτελεί αιτία ανησυχίας. Το υπόγειο τμήμα των φυταρίων δρυός, θεωρείται ότι μπορεί να τα προσφέρει ανθεκτικότητα στη ζημιά που προκαλείται από τη βόσκηση. Ωστόσο, όταν η πίεση της βόσκησης ξεπερνάει ένα ορισμένο όριο, η αναγέννηση των δέντρων πρακτικά παύει. Οι επιπτώσεις της βόσκησης στην αναγέννηση των δρυοδασών είναι πολύ σημαντικές, αφού οι αίγες αναζητούν τα νεαρά φυτάρια και τα βαλανίδια. Επίσης, το επανειλημμένο ποδοπάτημα των πηλωδών εδαφών επιβαρύνει την αναγέννηση. Η παραγωγή των βαλανιδιών υποφέρει διπλά λόγω του ότι είναι πολύ εύγευστα και λόγω της χρονικής περιόδου της ωρίμανσης τους, στο τέλος της ξηρής περιόδου, κατά την οποία η βοσκήσιμη ύλη είναι περιορισμένη (Rossi, 1980). Το Odocoileus hemionus (mule deer- ελάφι-ημίονος) καταναλώνει σχεδόν ολόκληρη την παραγωγή βαλανιδιών που παράγεται, και έχει ουσιαστικό αρνητικό αντίκτυπο στα νεαρά δενδρύλλια καθώς και στα παραβλαστήματα τους (Bowyer and Bleich, 1980). Η παρουσία πολλών ατόμων οπληφόρων ζώων σε μια περιοχή μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης, προβλήματα στην αναγέννηση των δασών ή ανταγωνισμό με τα αγροτικά ζώα. Για να γίνει σωστή διαχείριση των πληθυσμών των οπληφόρων ζωών θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες για τις επιδράσεις τους στο οικοσύστημα. Οι έρευνες οι οποίες έχουν γίνει σε πραγματικές συνθήκες είναι εκπληκτικά περιορισμένες (Weisberg and Bugmann, 2003). Σε ορισμένες περιοχές λόγω του υψηλού ρυθμού αναπαραγωγής των αγριογούρουνων και του αρνητικού αντίκτυπου τόσο στη χλωρίδα όσο και στην πανίδα, έχουν δημιουργηθεί μεγάλα προβλήματα διαχείρισης. Ανάμεσα στα οικολογικά προβλήματα που εμφανίστηκαν λόγω των γουρουνιών είναι ο ανταγωνισμός με τα φυσικά είδη, η καταστροφή περιοχών με πλατύφυλλα είδη, η καταστροφή των αγρωστωδών, η καταστροφή των ριζών των δέντρων 42
και των δενδρυλλίων, η μείωση των ατόμων της φυτοκοινότητας και η διάβρωση του εδάφους (Bratton, 1975). Σύμφωνα με το μοντέλο προσομοίωσης των Kramer et al. (2006), τα οπληφόρα ζώα μπορούν να καθυστερήσουν την αναγέννηση και να αλλάξουν τη δομή του δάσους μέσω των επιδράσεων που ασκούν στη βλάστηση και στο έδαφος. Όταν βόσκουν για μια συγκεκριμένη περίοδο και σε μεγάλο αριθμό, είναι δυνατό να διατηρούν ανοιχτές ζώνες βλάστησης στα εύκρατα δάση, γεγονός το οποίο είναι επιθυμητό, όταν επιθυμείται υψηλή ποικιλότητα. Καθώς τα μεγάλα φυτοφάγα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι πολλών δασικών οικοσυστημάτων, η πλήρης απομάκρυνση τους είναι ανεπιθύμητη για πολλά φυσικά δάση, εκτός από εκείνα που εκχερσώνονται, ή προστατεύονται για παραγωγή υψηλής ποιότητας ξυλείας. Επομένως, η αναγνώριση και κατανόηση των επιδράσεων της βόσκησης στην αναγέννηση της δρυός και της εγκατάστασης των δενδρυλλίων είναι αναγκαία για την επιτυχή διαχείριση των φυτοφάγων ζώων στα δασικά οικοσυστήματα. Αλλά υπάρχουν και πολύ άλλοι παράγοντες οι οποίοι είναι πολύ κρίσιμοι για την επιτυχία της αναγέννησης, όπως για παράδειγμα προηγούμενες διαταραχές (πυρκαγιές), διαθεσιμότητα εναλλακτικής τροφής κ.α. (Hester et al, 2000). 43
3. ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Τα αντικείμενα της έρευνας είναι: 1. Η μελέτη της επίδρασης της βόσκησης στη βοτανική ποικιλότητα του υπορόφου δάσους δρυός. 2. Η μελέτη της παραγωγικότητας του υπορόφου των δρυοδασών. Συγκεκριμένα η εκτίμηση της παραγωγικής δυνατότητας του οικοσυστήματος και πως αυτό μπορεί να διαχειριστεί έτσι ώστε να είναι εφικτή η συνεχής (διαχρονική) παραγωγή μέσα από τη διαχείριση. 3. Η μελέτη των επιδράσεων της βόσκησης των κτηνοτροφικών ζώων (αιγών, προβάτων) και του αγριόχοιρου, στην αναγέννηση και στην εγκατάσταση των νεοφύτων. 44
4. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 4.1. Θέση πειραματικών επιφανειών Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Δάσος Ταξιάρχη Βραστάμων το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του Νομού Χαλκιδικής και συγκεκριμένα στις Νότιες και Νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Χολομώντα, σε γεωγραφικό πλάτος 40º 23-40º 28 και γεωγραφικό μήκος 23º 28-23º 34 και σε υπερθαλάσσιο ύψος από 320-1165 μέτρα. Η έκταση του δάσους δρυός (αμιγής ή σε μίξη με οξιά), ανέρχεται σε 19.511 στρέμματα. Οι πειραματικές επιφάνειες εγκαταστάθηκαν σε υπό αναγωγή συστάδες δρυός ηλικίας 50 ετών περίπου. Οι θέσεις των πειραματικών επιφανειών επιλέχθηκαν με βάση τους διαδρόμους κίνησης των αιγοπροβάτων και των αγριόχοιρων σε ολόκληρη την επιφάνεια του δάσους, έτσι ώστε να καλυφθούν όλα τα περάσματα τόσο των αγριόχοιρων όσο και των αιγοπροβάτων (Εικόνα 4.1.1). Εικόνα 4.1.1. Δορυφορική εικόνα του πανεπιστημιακού δάσους Ταξιάρχη με τις ζώνες διέλευσης (βόσκησης) αγροτικών ζώων. 45
Στην περιοχή βόσκουν 1000 περίπου πρόβατα και 2980 κατσίκια. Υπάρχουν επίσης περίπου 300 αγριόχοιροι, καταμετρημένοι από τον Κυνηγητικό Σύλλογο Χαλκιδικής. Οι βοσκοφόρτωση στην περιοχή έρευνας για τα αιγοπρόβατα είναι 0,3 ζώα/στρέμμα για 7 μήνες και για τους αγρίοχοιρους 0,05 ζώα/στρέμμα για 9 μήνες. 4.2. Έδαφος Από γεωλογική άποψη η περιοχή, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ι.Γ.Μ.Ε. ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στην Περιροδοπική ζώνη. Στο ΒΑ άκρο εμφανίζεται ένα τμήμα της Σερβομακεδονικής μάζας. Έτσι συναντώνται πετρώματα όπως χαλαζίτες και χαλαζιτικοί ψαμίτες, φυλλίτες, ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι, μάρμαρα, ασβεστολιθικοί σχιστόλιθοι, διαμαργυριακοί γνεύσιοι και διάφορα ιζηματογενή πετρώματα σε μικρότερη έκταση. Το έδαφος προέρχεται από αποσάθρωση των παραπάνω πετρωμάτων και ανήκει στην κατηγορία των όξινων ορφνών δασικών εδαφών. Γενικά το έδαφος θεωρείται κατάλληλο για την ευδοκίμηση και αύξηση των δύο κυριοτέρων δασοπονικών ειδών (Οξιά και Δρυς) του δάσους (Παπασταύρου κ.α., 2001). 4.3. Κλίμα Στην ευρύτερη περιοχή έρευνας λειτουργεί ο μετεωρολογικός σταθμός του Δασαρχείου Ταξιάρχη - Βραστάμων. Ο σταθμός αυτός βρίσκεται σε υψόμετρο 680 μέτρων και διαθέτει καταγραφές αξιόπιστες και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχοπτώσεων του σταθμού για το έτος 2007 ανέρχεται σε 801,6 χλστ, ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρος για το ίδιο έτος ανέρχεται σε 12,8 o C. Σύμφωνα με τα στοιχεία του σταθμού το ομβροθερμικό διάγραμμα της περιόδου 1974-2007 φαίνεται στην εικόνα 4.3.1. 25,00 120,00 Μέση μηνιαία θερμοκρασία αέρα (oc) 20,00 15,00 10,00 5,00 100,00 80,00 60,00 40,00 20,00 Μέση μηνιαία βροχόπτωση (mm) 0,00 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥ ΙΟΥ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Μήνες 0,00 Εικόνα 4.3.1. Ομβροθερμικό διάγραμμα που αντιστοιχεί στο ύψος βροχοπτώσεων και της θερμοκρασίας αέρα του μετεωρολογικού σταθμού Ταξιάρχη κατά τα έτη 1974-2007. 46
Η ξηρή περίοδος διαρκεί από τα τέλη Μαΐου μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. Ειδικότερα για το έτος 2007, κατά το οποίο έγινε η έρευνα, σύμφωνα με τις καταγραφές του ύψους βροχοπτώσεων του μετεωρολογικού σταθμού Ταξιάρχη, οι ξηρότεροι μήνες ήταν ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Για τον προσδιορισμό του βιοκλιματικού ορόφου της περιοχής έρευνας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Emberger (1942). Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή προσδιορίζεται ο ομβροθερμικός συντελεστής Q 2, ο οποίος υπολογίζεται από τη σχέση: Q 2 1000P όπου, ( M m) *( M m) 2 P: το μέσο ετήσιο ύψος βροχής σε χιλιοστά (mm) Μ: ο μέσος όρος των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς Kelvin (-273,2 o K=0 o C) (26 o C) m: ο μέσος όρος των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς Kelvin (-273,2 o K=0 o C) (-1,6 o C) Αντικαθιστώντας τα μεγέθη αυτά στον παραπάνω τύπο εξάγεται ότι το Q 2 =106,738 και m=-1,6 o C. Τοποθετώντας τα Q 2 και m στο κλιματικό διάγραμμα Emberger διαπιστώθηκε ότι το κλίμα της ευρύτερης περιοχής έρευνας ανήκει στον υγρό βιοκλιματικό όροφο με δριμείς χειμώνες (εικόνα 4.3.2). 47
Εικόνα 4.3.2. Κλιματικό διάγραμμα Emberger. 4.4. Βλάστηση Η βλάστηση της περιοχής κυριαρχείται από φυλλοβόλα δάση και διαρθρώνεται σε ζώνες ανάλογα με τη χλωριδική σύνθεση, το υπερθαλάσσιο ύψος, τις πετρολογικές και εδαφικές συνθήκες, την έκθεση και κλίση του τοπίου, τη θερμοκρασία αέρος και τη βροχόπτωση. Αυτοφυή είδη με μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον έχουμε τη πλατύφυλλο δρυ (Quercus frainetto) και την οξιά με κυρίαρχο είδος τη Fagus moesiaca, ενώ σποροδικά βρίσκουμε την χνοώδη δρυ (Quecus pubescens), το τσινούρχι (Quercus dalechampii), τα αείφυλλα πλατύφυλλα (αριά, κουμαριά, πουρνάρι, ρείκι, φράξο, αρκουδοπούρναρο κ.α.) τα 48
οποία έχουν και δευτερεύουσα οικονομική σημασία. Τα ποώδη είδη που κυριαρχούν στον υπόροφο αγρωστώδη Dactylis glomerata και το Brachypodium sylvaticum, ενώ από τα ετήσια ψυχανθή είναι το Vicia lathyroides, και από τις πλατύφυλλες πόες το Galium verum και το Carex cf hirtum. 49
5. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 5.1. Σχεδιασμός Τον Σεπτέμβριο του 2006 επιλέχθηκαν 10 ζεύγη επιφανειών στον υπόροφο του δάσους δρυός έκτασης 150 m 2 έκαστη, οι οποίες έγινε προσπάθεια να είναι παρόμοιες ως προς τη βλάστηση. Με τυχαία επιλογή σε κάθε ζεύγος επιφανειών η μια περιφράχθηκε, ώστε να προστατευθεί από τη βόσκηση, ενώ η άλλη παρέμεινε ελεύθερη στη βόσκηση. Σε κάθε μια από τις 20 συνολικά επιφάνειες (προστατευμένες και μη) εγκαταστάθηκαν τέσσερις μόνιμες τομές μήκους 10m έκαστη, στις οποίες έγιναν οι μετρήσεις. Από τις δέκα επιφάνειες οι οποίες βόσκονται, οι πέντε βόσκονται κυρίως από αιγοπρόβατα και οι άλλες πέντε κυρίως από αγριόχοιρους. Για την εγκατάσταση των επιφανειών λήφθηκαν υπόψη και οι εξής παράμετροι: 1. Η συγκόμωση. Οι επιφάνειες είχαν την ίδια συγκόμωση, έτσι ώστε ο υπόροφος να δέχεται την ίδια ηλιακή ακτινοβολία και να έχουμε την ίδια πιθανότητα για παραγωγή βαλανιδιών και παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στον υπόροφο. 2. Η ηλικία της δρυός. Οι επιφάνειες εγκατασταθηκαν σε ομήλικες συστάδες. 3. Η ποιότητα εδάφους, είναι παρόμοια σε όλες τις επιφάνειες. 5.1.1. Μέτρηση της φυτοκάλυψης και της σύνθεσης της υπόροφης βλάστησης Μετρήθηκε η φυτοκάλυψη και η σύνθεση της ποώδους βλάστησης σε όλες τις επιφάνειες. Για τη μέτρηση της εφαρμόστηκε η μέθοδος του δακτυλίου (Johnston, 1957). Σε κάθε επιφάνεια ορίστηκαν με ξύλινους πασσάλους τέσσερις σταθερές τομές μήκους 10μ., πάνω στις οποίες μετρήθηκε η φυτοκάλυψη του υπορόφου, από τη οποία στη συνέχεια υπολογίστηκε η σύνθεση του υπορόφου. Η φυτοκάλυψη και η σύνθεση εκφράστηκαν σε εκατοστιαίο ποσοστό. 5.1.2. Μέτρηση της ποικιλότητας της υπόροφης βλάστησης Για τη μέτρηση της ποικιλότητας της υπόροφης βλάστησης χρησιμοποιήθηκε μεταλλικό πλαίσιο διαστάσεων 50x50 εκ.. Για τον υπολογισμό της ποικιλότητας των ειδών της ποώδους βλάστησης μετρήθηκε η πυκνότητα των φυτών της υπόροφης βλάστησης και ειδικότερα ο αριθμός των ειδών και η αφθονία (ο αριθμός των ατόμων ανα τετραγωνικό μέτρο του κάθε είδους) (Cook and Stubbendiek, 1986). Σε κάθε επιφάνεια ελήφθησαν δύο δειγματοληπτικά πλαίσια. Οι θέσεις δειγματοληψίας τους ήταν σταθερές πάνω στις δύο από τις τέσσερις σταθερές τομές. 50
Η ποικιλότητα που καθορίζεται από τον πλούτο των ειδών και την αφθονία των ατόμων στα είδη σε επίπεδο τη φυτοκοινότητας ονομάζεται a-diversity (Odum 1983, Jarvis 2000), και υπολογίζεται με το δείκτη ποικιλότητας των Shannon-Wiener, ο οποίος εκφράζεται από τη μαθηματική εξίσωση (Cook and Stubbendiek 1986, Jarvis 2000): 1 i p ln p i i Όπου Η = δείκτης ποικιλότητας των Shannon-Wiener Ν = ο αριθμός των ειδών p i = η αναλογία των ατόμων του i είδους στο σύνολο των ατόμων του δείγματος 5.1.3. Μέτρηση της παραγωγής της ποώδους βλάστησης Η ετήσια παραγωγή της ποώδους βλάστησης μετρήθηκε στις τομές που καθορίστηκαν για τη μέτρηση της κάλυψης της βλάστησης, με τη χρήση ενός τετράγωνου μεταλλικού πλαισίου δειγματοληψίας διαστάσεων 50x50 εκ.. Σε κάθε μια από τις τέσσερις τομές της βλάστησης λαμβανόταν ένα δειγματοληπτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο κοβόταν όλη η υπέργεια ετήσια παραγωγή της ποώδους βλάστησης (βοσκήσιμης ύλης), χωρίς όμως να απομακρύνονται τα νεόφυτα δρυός. Η κοπή γινόταν αμέσως μετά τη μέτρηση της κάλυψης της βλάστησης και τα πλαίσια τοποθετούνταν σε σταθερά σημεία, σε όλες τις επιφάνειες. Όλα τα δείγματα τοποθετήθηκαν σε χάρτινες σακούλες και μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο όπου ξηράθηκαν σε πυριατήριο στους 60 C για 48 ώρες και ζυγίστηκαν. Η ποώδης υπέργεια βιομάζα ζυγίστηκε και εκφράστηκε σε g/m 2. 5.1.4. Μέτρηση της αναγέννησης της δρυός Ο αριθμός των νεοφύτων της δρυός μετρήθηκε στα σημεία στα οποία μετρήθηκε η παραγωγή της βλάστησης, με τη χρήση ενός τετράγωνου μεταλλικού πλαισίου δειγματοληψίας διαστάσεων 50x50 εκ.. Σε κάθε τομή της βλάστησης λαμβανόταν ένα δειγματοληπτικό πλαίσιο, σε σταθερά σημεία σε κάθε επιφάνεια, μέσα στα οποία μετρήθηκαν όλα τα νεόφυτα δρυός. Επίσης με τον ίδιο τρόπο μετρήθηκαν και τα βαλανίδια. Τόσο ο αριθμός νεοφύτων όσο και ο αριθμός των βαλανιδιών εκφράστηκαν σε άτομα ανά τετραγωνικό μέτρο. 5.1.5. Μέτρηση της φωτοσυνθετικά ενεργού ακτινοβολίας Για να αποκλειστεί ο παράγοντας της επίδρασης της ηλιακής ακτινοβολίας στην ανάπτυξη του υπορόφου ελέγχθηκε η πυκνότητα ροής φωτονίων (PFD) με τη συσκευή 51
Quantum sensor της Skye, η οποία συσκευή μετράει τα κβάντα μεταξύ φωτονίων προερχόμενων από την περιοχή του φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας, που περιλαμβάνεται μεταξύ των 380-710nm, δηλαδή περιοχή εντός της οποίας πραγματοποιείται η φωτοσύνθεση (Larcher, 2003). Η πυκνότητα ροής φωτονίων εκφράστηκε σε μmol/m 2 /sec. 5.2. Πρωτόκολλο μετρήσεων Κατά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2007 πραγματοποιήθηκαν οι μετρήσεις της σύνθεσης, της κάλυψη και της ποικιλότητας της βλάστησης του υπορόφου, τόσο στις προστατευμένες όσο και στις ελεύθερες επιφάνειες. Στο τέλος Ιουλίου μετρήθηκε και η παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης και ο αριθμός των νεοφύτων δρυός μόνο στις προστατευμένες επιφάνειες. Κατά την ίδια περίοδο και τις πρωινές ώρες μετρήθηκε και η φωτοσυνθετικά ενεργή ακτινοβολία. Αντίθετα η μέτρηση της παραγωγής της βοσκήσιμης ύλης και ο αριθμός των νεοφύτων δρυός, στις ελεύθερες επιφάνειες πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά το πέρας της βοσκητικής περιόδου. Η μέτρηση των αριθμών των βαλανιδιών πραγματοποιήθηκε το Δεκεμβρίου του 2007, τόσο στις προστατευμένες όσο και στις ελεύθερες επιφάνειες. 5.3. Πειραματικό σχέδιο Το σχέδιο του πειράματος ήταν το τελείως τυχαιοποιημένο (complete random) (Φασούλας, 1979; Steel and Torie, 1980). Οι παράγοντες οι οποίοι εξετάστηκαν ήταν: 1) η βόσκηση και 2) ο χειρισμός βόσκησης αγριόχοιρωτο είδος του βόσκοντος ζώου. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων α)συνολικής κάλυψης της βλάστησης, β) δείκτη ποικιλότητας (δείκτης Shannon-Wiener), γ) παραγωγή ποωδών φυτών, δ) αριθμό νεοφύτων και ε) αριθμό βαλανιδιών, έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 16.0, με τη μέθοδο της ανάλυσης της παραλλακτικότητας (ANOVA) σε επίπεδο σημαντικότητας P<0,05. Όπου από την ανάλυση παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές, η σύγκριση των μέσων όρων έγινε με το κριτήριο της Ελάχιστης Σημαντικής Διαφοράς (LSD) σε επίπεδο σημαντικότητας P<0,05 (Steel and Torie, 1980). Τα ποσοστά συνολικής φυτοκάλυψης και σύνθεσης της βλάστησης μετατράπηκαν σε μοίρες πριν αναλυθούν στατιστικά επειδή τείνουν να ακολουθήσουν διωνυμική κατανομή (Φασούλας, 1979). Η μετατροπή αυτή θεωρείται σκόπιμη όταν τα ποσοστά είναι μικρότερα από 30% και μεγαλύτερα από 70% (Steel and Torrie, 1980). 52
6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 6.1. Φυτοκάλυψη και Σύνθεση της Βλάστησης του Υπορόφου 60 β 50 *α φυτοκάλυψη (%) 40 30 20 10 0 Εικόνα 6.1.1. Επίδραση της βόσκησης στη φυτοκάλυψη του υπορόφου. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Όπως παρατηρείται στην εικόνα 6.1.1, παρόλο που η χρονική διάρκεια προστασίας των πειραματικών επιφανειών από τη βόσκηση ήταν ένα έτος, η επίδραση της βόσκησης επηρεάσε σημαντικά (P<0,05) τη φυτοκάλυψη του υπορόφου καθώς παρατηρήθηκε σημαντικά μικρότερο ποσοστό φυτοκάλυψης στις βοσκημένες επιφάνειες σε σχέση με τις αβόσκητες. Ο Tomaselli (1977), μελετώντας την επίδραση της βόσκησης σε θαμνολίβαδα στην περιοχή της Μεσογείου, παρατήρησε μείωση της φυτοκάλυψης με την παρουσία βόσκησης. Επίσης παρατηρείται σημαντική διαφορά (P<0,05) στη φυτοκάλυψη ως προς το είδος του βόσκοντος ζώου. Όπως φαίνεται και στην εικόνα 6.1.2, η βόσκηση των αγριόχοιρων προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση της φυτοκάλυψης από ότι η βόσκηση των αιγοπροβάτων. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα της έρευνας του Bratton (1975), ο οποίος μελετώντας την επίδραση των αγριόχοιρων στην υπόροφη βλάστηση δασών οξιάς, παρατήρησε μείωση της φυτοκάλυψης στις περιοχές στις οποίες κυριαρχούν οι αγριόχοιροι λόγω του ποδοπατήματος των ζώων και της αναμόχλευσης του εδάφους για την αναζήτηση τροφής (ρίζες, βολβούς και βαλανίδια). 53
60 50 *α β φυτοκάλυψη (%) 40 30 20 10 0 Εικόνα 6.1.2. Επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στη φυτοκάλυψη του υπορόφου. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Από την άλλη μεριά η αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στη φυτοκάλυψη του υπορόφου (πίνακας 6.1.1), δεν ήταν σημαντική (Ρ<0,05). Πίνακας 6.1.1. Αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στη φυτοκάλυψη (%) του υπορόφου. Είδος ζώου Χειρισμός βόσκησης Αιγοπρόβατα Αγριόχοιροι Βοσκημένο 47,7α 45,9α Αβόσκητο 61,6α 51,5α *Στήλες και γραμμές οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δεν διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Όπως φαίνεται στους πίνακες 6.1.2 και 6.1.3, το είδος του βόσκοντος ζώου επηρέασε τη φυτοκάλυψη ανά κατηγορία φυτού. Στις βοσκημένες από αιγοπρόβατα επιφάνειες τα πολυετή αγρωστώδη είχαν μεγαλύτερο ποσοστό κάλυψης, σε σχέση με τις επιφάνειες οι οποίες βοσκήθηκαν από αγριόχοιρους. Ενώ η κάλυψη των πολυετών πλατυφύλλων ήταν μεγαλύτερη στις επιφάνειες οι οποίες βοσκήθηκαν από αγριόχοιρους. Αντίθετα τα ετήσια πλατύφυλλα απουσίαζαν τελείως από τις επιφάνειες οι οποίες βοσκήθηκαν από αγριόχοιρους και στις επιφάνειες οι οποίες βοσκήθηκαν από αιγοπρόβατα συμμετείχαν μόλις με ποσοστό 1,4% στη συνολική κάλυψη. Η βόσκηση των αιγοπροβάτων μείωσε κατά 38% την κάλυψη των πολυετών αγρωστωδών στις βοσκημένες περιοχές σε σχέση με τις αβόσκητες και η βόσκηση των αγριόχοιρων τη μείωσε κατά 30%, ακόμα η κάλυψη των πολυετών πλατύφυλλων μειώθηκε κατά 24% από τη βόσκηση από αιγοπρόβατα και δεν επηρεάστηκε από τη βόσκηση των αγριόχοιρων (πίνακες 6.1.2 & 6.1.3). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Νιζάμη (2005), τα 54
είδη της οικογένειας των αγρωστωδών προτιμώνται ιδιαίτερα από τα αιγοπρόβατα, κατά συνέπεια, η προστασία από τη βόσκηση ευνοεί την αύξηση των ειδών αυτών. Επίσης για αρκετά επιθυμητά φυτά, όπως το Brachypodium sylvaticum, έχει παρατηρηθεί μείωση της βιομάζας τους με τη βόσκηση (Hemadez and Silva-Pando, 1996). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα της ερευνάς μας στην οποία παρατηρήθηκε μείωση του Brachypodium sylvaticum με τη βόσκηση ανεξαρτήτως από το είδος του βόσκοντος ζώου. Αντίθετα σε άλλες έρευνες σε δασικά οικοσυστήματα (Savadogo et al., 2008; Casasus et al., 2007) φαίνεται ότι η βόσκηση ήταν αυτή η οποία ευνοούσε την ποικιλότητα των πολυετών αγρωστωδών. Παρατηρώντας τους πίνακες 6.1.2 & 6.1.3, παρατηρούμε ότι τα ετήσια πλατύφυλλα δεν φαίνεται να επηρεάστηκαν από την βόσκηση των αιγοπροβάτων, ενώ η κάλυψη των ξυλωδών ειδών μειώθηκε κατά 30% με τη βόσκηση από τα αιγοπρόβατα και μόλις 11% από τη βόσκηση των αγριόχοιρων. Η μικρότερη κάλυψη των ξυλωδών ειδών στις επιφάνειες οι οποίες βόσκονται από αιγοπρόβατα μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω της μεγαλύτερης προτίμησης τους από τα βόσκοντα ζώα (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992; Σπανός, 1997). Όπως φαίνεται στους πίνακες 6.1.4 και 6.1.5 τη μεγαλύτερη κάλυψη κατείχαν τα πολυετή αγρωστώδη, δεύτερα ήταν τα πολυετή πλατύφυλλα και τρίτα τα ξυλώδη είδη. Ακόμη παρατηρούμε ότι τα πολυετή αγρωστώδη ευνοήθηκαν από την απουσία της βόσκησης, τόσο στις περιοχές οι οποίες βόσκονται από αιγοπρόβατα όσο και σε αυτές οι οποίες βόσκονται από αγριόχοιρους. Αντίθετα σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Tarrega et al. (2009), η προστασία από τη βόσκηση σε μέχρι πρόσφατα βοσκόμενες από αγροτικά ζώα περιοχές dehesa της Ισπανίας, τα ετήσια πλατύφυλλα συμμετείχαν με μεγαλύτερο ποσοστό κάλυψης στις βοσκήμενες περιοχές σε σχέση με τις αβόσκητες, η κάλυψη των πολυετων πλατύφυλλων δεν διέφερε μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων περιοχών και η κάλυψη των ξυλωδών ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις περιοχές οι οποίες δεν βόσκονταν σε σχέση με τις βοσκημένες. Ενώ η συνολική φυτοκάλυψη δεν διέφερε μεταξύ βοσκημένου και αβόσκητου. 55
Πίνακας 6.1.2. Μέσοι όροι φυτοκάλυψης (%) κατά κατηγορία φυτών των βοσκημένων επιφανειών. Κατηγορία φυτών Βόσκηση από αιγοπρόβατα Βόσκηση από αγριόχοιρους Πολυετή αγρωστώδη 19,70 12,80 Ετήσια αγρωστώδη 0,40 0,00 Πολυετή ψυχανθή 1,50 1,10 Ετήσια ψυχανθή 0,00 0,00 Πολυετή πλατύφυλλα 12,40 14,20 Ετήσια πλατύφυλλα 1,40 0,00 Ξυλώδη 12,30 17,80 Ξηρή ουσία 48,10 48,50 Έδαφος 4,20 5,60 Σύνολο 100,00 100,00 Πίνακας 6.1.3. Μέσοι όροι φυτοκάλυψης (%)των αβόσκητων επιφανειών ανά είδος ζώου. Κατηγορία φυτών Αβόσκητη αιγοπρόβατα Αβόσκητη αγριόχοιροι Πολυετή αγρωστώδη 27,20 16,80 Ετήσια αγρωστώδη 0,20 0,00 Πολυετή ψυχανθή 0,80 1,00 Ετήσια ψυχανθή 0,30 0,00 Πολυετή πλατύφυλλα 15,40 14,00 Ετήσια πλατύφυλλα 1,70 0,00 Ξυλώδη 16,00 19,70 Ξηρή ουσία 36,20 44,60 Έδαφος 2,20 3,90 Σύνολο 100,00 100,00 56
Πίνακας 6.1.4. Μέσοι όροι φυτοκάλυψης (%) και σύνθεσης (%) στους χειρισμούς με βόσκηση και μη βόσκηση από αιγοπρόβατα. Είδη βλάστησης Φυτοκάλυψη Σύνθεση Είδη βλάστησης Φυτοκάλυψη Σύνθεση Μη βόσκηση αιγοπρόβατα Βόσκηση από αιγοπρόβατα Πολυετή Αγρωστώδη 27,20 44,16 Πολυετή Αγρωστώδη 19,70 41,30 Anthoxanthum odoratum 2,20 3,57 Anthoxanthum odoratum 0,80 1,68 Arrhenatherum elatius 5,20 8,44 Arrhenatherum elatius 2,30 4,82 Brachypodium sylvaticum 7,60 12,34 Brachypodium sylvaticum 4,20 8,81 Dactylis glomerata 9,80 15,91 Briza media 0,40 0,84 Elymus sp 0,20 0,32 Dactylis glomerata 9,60 20,13 Festuca valesiaca 0,90 1,46 Poa nemoralis 2,40 5,03 Poa nemoralis 1,30 2,11 Ετήσια Αγρωστώδη 0,20 0,32 Ετήσια Αγρωστώδη 0,40 0,84 Cynosurus echinatus 0,20 0,32 Cynosurus echinatus 0,40 0,84 Πολυετή Ψυχανθή 0,80 1,30 Πολυετή Ψυχανθή 1,50 3,14 Lathyrus laxiflorus 0,50 0,81 Lathyrus laxiflorus 1,50 3,14 Trifolium medium ssp. balcanicum 0,10 0,16 Trifolium ochoroleucon 0,20 0,32 Ετήσια Ψυχανθή 0,30 0,49 Vicia lathyroides 0,30 0,49 Ετήσια Πλατύφυλλα 1,70 2,76 Ετήσια Πλατύφυλλα 1,40 2,94 Geranium lucidum 1,60 2,60 Geranium lucidum 0,20 0,42 Lapsana communis 0,10 0,16 Lapsana communis 1,20 2,52 Πολυετή Πλατύφυλλα 15,40 25,00 Πολυετή Πλατύφυλλα 12,40 26,00 Anthemis tinctoria ssp. Parnassica 0,20 0,32 Anthemis tinctoria ssp. Parnassica 0,40 0,84 Aristolochia pallida 0,20 0,32 Carex cf hirtum 0,30 0,63 Carex cf hirtum 0,50 0,81 Carex distachya 1,40 2,94 Carex distachya 0,20 0,32 Cruciata laevipes 0,50 1,05 Cephalanthera longifolia 0,30 0,49 Galium cf protopychotrichum 1,20 2,52 Cruciata laevipes 1,60 2,60 Galium mollugo group 0,20 0,42 Galium cf protopychotrichum 1,60 2,60 Galium verum 5,00 10,48 Galium mollugo group 1,20 1,95 Luzula forsteri 0,30 0,63 Galium verum 1,00 1,62 Mycelis moralis 0,30 0,63 Geum urbanum 0,20 0,32 Myosotis sylvatica ssp. cyanea 0,10 0,21 Hieracium bracteolatum 0,10 0,16 Phlomis samia 0,70 1,47 Hypericum perforatum 0,80 1,30 Potentilla micrantha 0,30 0,63 Luzula forsteri 0,80 1,30 Primula veris ssp. suaveolens 0,10 0,21 Muscari neglectum 0,10 0,16 Pteridium aquilinum 0,20 0,42 Myosotis sylvatica ssp. cyanea 1,20 1,95 Thymus sibthorpii 0,20 0,42 Origanum vulgare 0,40 0,65 Veronica chamaedrys 0,60 1,26 Potentilla micrantha 1,00 1,62 Viola reichebachiana 0,60 1,26 Rorippa thracica 0,50 0,81 Satureja cf menthifolia 0,20 0,32 Silene coronaria 0,20 0,32 Silene italica 0,10 0,16 Teucrium chamaedrys 1,20 1,95 Thymus sibthorpii 0,40 0,65 Veronica chamaedrys 1,40 2,27 Ξυλώδη 16,00 25,97 Ξυλώδη 12,30 25,79 Fagus sp 0,30 0,49 Rosa gallica 0,40 0,84 Quercus frainetto 8,40 13,64 Rubus candicans 4,50 9,43 Rosa gallica 2,10 3,41 Sorbus terminalis 0,20 0,42 Rubus candicans 5,20 8,44 Quercus frainetto 7,00 14,68 Quercus ilex 0,10 0,21 Juniperus sp 0,10 0,21 Ξηρή ουσία 36,20 Ξηρή ουσία 48,10 Έδαφος 2,20 Έδαφος 4,20 Σύνολο 100,00 100,00 Σύνολο 100,00 100,00 57
Πίνακας 6.1.5. Μέσοι όροι φυτοκάλυψης (%) και σύνθεσης (%) στους χειρισμούς με βόσκηση και μη βόσκηση από αγριόχοιρους. Είδη βλάστησης Φυτοκάλυψη Σύνθεση Είδη βλάστησης Φυτοκάλυψη Σύνθεση Μη βόσκηση αγριόχοιροι Βόσκηση από αγριόχοιρους Πολυετή Αγρωστώδη 32,62 16,80 Πολυετή Αγρωστώδη 12,80 27,89 Arrhenatherum elatius 5,44 2,80 Anthoxanthum odoratum 1,30 2,83 Brachypodium sylvaticum 11,26 5,80 Arrhenatherum elatius 0,80 1,74 Dactylis glomerata 9,32 4,80 Brachypodium sylvaticum 5,00 10,89 Εlymus sp 0,78 0,40 Dactylis glomerata 3,70 8,06 Festuca valesiaca 2,33 1,20 Festuca valesiaca 0,60 1,31 Poa nemoralis 3,50 1,80 Poa nemoralis 1,40 3,05 Πολυετή Ψυχανθή 1,00 1,94 Πολυετή Ψυχανθή 1,10 2,40 Lathyrus inermis 0,10 0,19 Lathyrus laxiflorus 0,90 1,96 Trifolium ochoroleucon 0,90 1,75 Trifolium ochoroleucon 0,20 0,44 Πολυετή Πλατύφυλλα 14,00 27,18 Πολυετή Πλατύφυλλα 14,20 30,94 Anthemis tinctoria ssp. Parnassica 1,00 1,94 Aremonia agrimonoides 0,10 0,22 Campanula persicifolia 0,20 0,39 Carex cf hirtum 2,60 5,66 Carex cf hirtum 0,70 1,36 Carex distachya 0,50 1,09 Carex distachya 1,80 3,50 Cruciata laevipes 0,30 0,65 Cephalanthera longifolia 0,30 0,58 Galium mollugo group 0,20 0,44 Cruciata laevipes 0,10 0,19 Galium verum 4,20 9,15 Digitalis viridiflora 0,50 0,97 Geum urbanum 0,10 0,22 Galium cf protopychotrichum 1,50 2,91 Helleborus odorus ssp. cyclophyllus 2,40 5,23 Galium verum 2,90 5,63 Hieracium bracteolatum 0,90 1,96 Geum urbanum 0,10 0,19 Phleum pratense 0,30 0,65 Helleborus odorus ssp. cyclophyllus 0,80 1,55 Phlomis samia 0,20 0,44 Hieracium bracteolatum 0,20 0,39 Potentilla micrantha 0,50 1,09 Luzula forsteri 0,30 0,58 Silene coronaria 0,10 0,22 Myosotis sylvatica ssp. cyanea 0,10 0,19 Silene italica 0,50 1,09 Phlomis samia 0,10 0,19 Thymus sibthorpii 0,60 1,31 Potentilla micrantha 0,20 0,39 Veronica chamaedrys 0,20 0,44 Primula veris ssp. suaveolens 0,30 0,58 Viola alba ssp. dehnhardtii 0,30 0,65 Pteridium aquilinum 0,10 0,19 Viola reichebachiana 0,10 0,22 Satureja cf menthifolia 0,30 0,58 Pteridium aquilinum 0,10 0,22 Satureja vulgaris 1,80 3,50 Veronica chamaedrys 0,70 1,36 Ξυλώδη 19,70 38,25 Ξυλώδη 17,80 38,78 Castanea sativa 0,20 0,39 Crataegus monogyna 0,20 0,44 Crataegus monogyna 1,00 1,94 Phillyrea latifolia 0,10 0,22 Phillyrea latifolia 0,40 0,78 Prunus spinosa 0,10 0,22 Prunus spinosa 0,10 0,19 Rosa gallica 1,00 2,18 Quercus frainetto 15,00 29,13 Rubus candicans 1,20 2,61 Rosa gallica 0,90 1,75 Sorbus terminalis 0,10 0,22 Rubus candicans 1,60 3,11 Quercus frainetto 15,00 32,68 Sorbus domestica 0,20 0,39 Quercus ilex 0,10 0,22 Sorbus torminalis 0,30 0,58 Ξηρή ουσία 44,60 Ξηρή ουσία 48,50 Έδαφος 3,90 Έδαφος 5,60 Σύνολο 100,00 100,00 Σύνολο 100,00 100,00 58
Πίνακας 6.1.6. Αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της κατηγορίας φυτού στη σύνθεση της βλάστησης Κατηγορία φυτών Είδος ζώου Πολυετή Πολυετή Πολυετή Αγρωστώδη Ψυχανθή Πλατύφυλλα Ξυλώδη Αιγοπρόβατα 43,75 α 2,01 γ 24,47 δ 25,95 δ Αγριόχοιροι 31,29 β 2,17 γ 29,51 ε 37,03 ζ *Στήλες και γραμμές οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Σύμφωνα με τον πίνακα 6.1.6, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές (P<0,05) όσον αφορά την επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στις κατηγορίες φυτών που συμμετείχαν στη σύνθεση της βλάστησης. Η παρουσία αγριόχοιρων στην περιοχή μείωσε σημαντικά (P<0,05) τον αριθμό των πολυετών αγρωστωδών ενώ αντίθετα η παρουσία των αιγοπροβάτων μείωσε τις πλατύφυλλες πόες και τα ξυλώδη είδη. Τα πολυετή ψυχανθή δεν επηρεάστηκαν από την επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου. 59
6.2. Ποικιλότητα ειδών - Δείκτης Shannon Wiener (H) Όπως φαίνεται και στην εικόνα 6.2.1, η επίδραση της βόσκησης στον δείκτη ποικιλότητας Shannon Wiener (H), δεν ήταν σημαντική (P<0,05). Ωστόσο παρατηρείται μια μικρή διαφορά μεταξύ βοσκημένου και αβόσκητου. Αν και η προστασία από τη βόσκηση ήταν μόνο ένα έτος, ο δείκτης Η φαίνεται να παίρνει μεγαλύτερες τιμές στις βοσκημένες επιφάνειες και μικρότερες στις αβόσκητες. 1,6 Δείκτης ποικιλότητας (H) 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 *α α 0,2 0 Εικόνα 6.2.1. Επίδραση της βόσκησης στον δείκτη ποικιλότητας Shannon Wiener (H). *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα των Tarrega et al. (2009), οι οποίοι μελέτησαν επιδράσεις της προστασίας από τη βόσκηση σε περιοχή dehesa στην Ισπανία και παρατήρησαν διαφορές ως προς την ποικιλότητα της βλάστησης. Η μεγαλύτερη ποικιλότητα παρατηρήθηκε στις επιφάνειες οι οποίες βόσκονταν με μέτρια ένταση τόσο από αγροτικά όσο και από θηραματικά ζώα, ενώ μικρότερη ποικιλότητα παρατηρήθηκε στις αβόσκητες επιφάνειες, παρόλα αυτά οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές. Ακόμα οι Savadogo et. al. (2008), μελέτησαν την επίδραση διαφόρων εντάσεων βόσκησης στην ποικιλότητα των ποωδών φυτών σε δύο δασολιβαδικά συστήματα τύπου σαβάνας και παρατήρησαν ότι η επίδραση της βόσκησης στην ποικιλότητα της βλάστησης δεν ήταν σημαντική. Η μοναδική διαφορά η οποία παρατηρήθηκε, ήταν η μείωση της ποικιλότητας στις πολύ έντονα βοσκημένες επιφάνειες, σε σχέση με τις ελαφρά βοσκημένες. Ενώ ορισμένες χρονιές παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ποικιλότητα στις μέτρια βοσκημένες επιφάνειες σε σχέση με τις τελείως αβόσκητες. Ενώ οι Osem et. al. (2002), επισημαίνουν ότι ακόμα και έντονη βόσκηση αύξησε την ποικιλότητα σε ομαδοπαγές (αραιό) θαμνολίβαδο με ποώδη βλάστηση στα διάκενα, αλλά μόνο σε θέσεις με υψηλής παραγωγικότητας έδαφος. Επίσης, και άλλοι ερευνητές έχουν 60
παρατηρήσει ότι υπάρχει μεγαλύτερη χλωριδική ποικιλότητα στις βοσκημένες περιοχές σε σχέση με τις αβόσκητες. (Belsky, 1992; Hemadez and Silva-Pando,1996; Tarrega, et. al. 2006). Τα δάση τα οποία βόσκονταν, γενικά παρουσιάζουν μια πιο ανοιχτή μορφή σε σχέση με αυτά τα οποία δεν βόσκονταν Γενικά, έχει παρατηρηθεί ότι τα βοσκόμενα δάση παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες ποικιλότητας οι οποίοι αυξάνονται με την μείωση της κάλυψης του ανωρόφου. (Mayer and Huovinen, 2007; Putman, 1996). Οι Stolgren et al. (1999) όμως μέσα από ένα μακροχρόνιο πείραμα σε δασικό οικοσύστημα Πεύκης (Pinus ponderosa), υποστηριζουν ότι υπάρχουν λίγες αποδείξεις οι οποίες να αποδεικνύουν τόσο ότι η βόσκηση επηρεάζει την ποικιλότητα των φυτικών ειδών μιας περιοχής, όσο και ότι επιταχύνει τη διάδοση εισβαλόντων φυτών. Η επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στον δείκτη ποικιλότητας H, δεν ήταν σημαντική (P<0,05). Αν και ο δείκτης Η είναι λίγο μεγαλύτερος στις επιφάνειες οι οποίες βόσκονται από αιγοπρόβατα σε σχέση με αυτές που βόσκονται από αγριόχοιρους (εικόνα 6.2.2). Δείκτης ποικιλότητας (H) 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 *α α 0,2 0 Εικόνα 6.2.2. Επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στον δείκτη ποικιλότητας Shannon Wiener (H). *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Σύμφωνα με έρευνες, η αύξηση των οπληφόρων ζώων σε μια περιοχή μπορεί να μειώσει την ποικιλότητα των φυτικών ειδών (Vavra et al., 2007; Bratton, 1975). Ακόμα οι Mayer and Huovinen (2007), παρατήρησαν ότι με την αύξηση της έντασης της βόσκησης αγροτικών ζώων σε δασολιβαδικά συστήματα Picea abies, Larix decidua και Sorbus aucuparia, μειώθηκε με τον καιρό η ποικιλότητα της βλάστησης, καθώς τα βοοειδή κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες πλατύφυλλων ποών και άλλων ειδών, τα οποία είναι 61
απαραίτητα για τη διατήρηση της ποικιλότητας. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με αποτελέσματα των Dullinger et al.(2003), οι οποίοι σε έρευνα τους στις Αυστριακές Άλπεις σε παρόμοια περιβάλλοντα, παρατήρησαν ότι όταν η ένταση της βόσκησης κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα, τα βοσκόμενα δάση παρουσιάζουν ένα σταθερό αριθμό φυτικών ειδών. Επίσης, ότι με την αύξηση της έντασης της βόσκησης αυξάνεται και η ποικιλότητα σε σχέση με τις αβόσκητες περιοχές, όμως αυτή μειώνεται δραστικά όταν υπάρχει υπερβόσκηση. Ακόμα για να υπάρχει διατήρηση της ποικιλότητας στο διηνεκές πρέπει το ίδιο το οικοσύστημα να παρουσιάζει μια κάποια δυναμική. Η βόσκηση των δασών μέχρι ενός ορίου, μπορεί να αφυπνίσει αυτή τη δυναμική βοηθώντας έτσι στη διατήρηση και την αύξηση της ποικιλότητας (Mayer and Huovinen, 2007). Η αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης δεν φαίνεται να είναι σημαντική (P<0,05) ως προς τον δείκτη ποικιλότητας Η (εικόνα 6.2.3). Αν και η τιμή του Η είναι μεγαλύτερη στις επιφάνειες οι οποίες βόσκονται από αιγοπρόβατα σε σχέση με τις αβόσκητες επιφάνειες και τις επιφάνειες οι οποίες βόσκονται από αγριόχοιρους, δεν παρουσιάζεται σημαντική διαφορά μεταξύ τους και αυτό πιθανόν να οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε στη μικρή διάρκεια προστασίας από τη βόσκηση. Δείκτης ποικιλότητας (H) 1,6 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 0,2 α α α α 0 Βοσκημένο Αβόσκητο Εικόνα 6.2.3. Αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στον δείκτη ποικιλότητας Shannon Wiener (H). *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) 62
6.3. Παραγωγή ποώδους βλάστησης Η παραγωγή της ποώδους βλάστησης επηράστηκε σημαντικά (P<0,05) από την παρουσία. Η παραγωγή στις αβόσκητες επιφανειες (39,5 g/m 2 ), ήταν σημαντικά μεγαλύτερη (Ρ<0,05) από την παραγωγή στις βοσκημένες επιφάνειες (17,5 g/m 2 ) (εικόνα 6.3.1). 45 40 β 35 παραγωγή (gr/m2) 30 25 20 15 *α 10 5 0 Εικόνα 6.3.1. Επίδραση της βόσκησης στην παραγωγή της ποώδους βλάστησης. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Οι Papachristou et al. (2005), διαπίστωσαν ότι η επίδραση της βοσκήσης βοοειδών και αιγών επηρέασε σημαντικά (P<0,05) την παραγωγή της ποώδους βοσκήσιμης ύλης, σε συστάδες δρυός. Οι ίδιοι παρατήρησαν ότι η παραγωγή της ποώδους βοσκήσιμης ύλης ήταν στις αβόσκητες περιοχές μεγαλύτερη από την παραγωγή στις βοσκημένες, σε επίπεδο σημαντικότητας P< 0,05. Ακόμα βρήκαν σημαντική διαφορά (P< 0,05) στην παραγωγή σε σχέση με τα έτη. Το πρώτο έτος της έρευνας η παραγωγή της ποώδους βοσκήσιμης ύλης στις αβόσκητες περιοχές ήταν 1.923 kg/ha ενώ την επόμενη χρονιά έφτασε τα 2.197 kg/ha. Σύμφωνα με έρευνες σε δασικά οικοσυστήματα Ελάτης (Abies grandis) και Ψευδοτσούγκας (Pseudotsuga menziesii), οι Vavra et. al. (2007) βρήκαν ότι η παραγωγή βιομάζας του υπορόφου στην προστατευμένη από βόσκηση περιοχή ήταν 2,1 φορές μεγαλύτερη από ότι στη βοσκημένη, και η παραγωγή της ποώδους βλάστηση ήταν 1,5 φορές περισσότερη. Ακόμα οι Savadogo et. al. (2008), παρατήρησαν ότι η αύξηση της έντασης της βόσκησης έτεινε να μειώνει την παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης. Η προστασία μιας περιοχής από τη βόσκηση για 2-3 έτη, συχνά φέρει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής κατά 300-500%. Η προστασία του οικοσυστήματος έστω και για μια χρονιά, εξασφαλίζει την παραγωγή σπερμάτων των ετήσιων φυτών και οδηγεί στην άμεση αναγέννηση της ποώδους βλάστησης (Νιζάμη, 2005). Σύμφωνα με τα 63
αποτελέσματα των Casasus et.al. (2007), η επίδραση της βόσκησης βοοειδών στην παραγωγή ποώδους βοσκήσιμης ύλης σε δασικό μεσογειακό οικοσύστημα Μαύρης Πεύκης (Pinus nigra), δεν διέφερε σημαντικά (Ρ<0,05) κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του πειράματος, μεταξύ των βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών. Αντίθετα, σημαντικές (Ρ<0,05)ήταν οι διαφορές στην παραγωγή μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων περιοχών από το δεύτερο κιόλας χρόνο, με την παραγωγή των αβόσκητων επιφανειών να είναι διπλάσια από αυτή των βοσκημένων. Ενώ σύμφωνα με αποτελέσματα άλλων ερευνών (Focardi and Tinelli, 2005; Casasus et al., 2007), σε πολλές περιπτώσεις η βιομάζα των βοσκημένων περιοχών μπορεί να υπερέχει αυτή των αβόσκητων. Αντίθετα, το είδος του βόσκοντος ζώου δεν επηρέασε σημαντικά (P<0,05), την παραγωγή της ποώδους βλάστησης. Όπως φαίνεται και στην εικόνα 6.3.2, οι αγριόχοιροι κατανάλωσαν μεγαλύτερη ποσότητα ποώδους βοσκήσιμης ύλης από ότι τα αιγοπρόβατα, παρόλα αυτά η διαφορά τους δεν είναι στατιστικώς σημαντική (P<0,05). παραγωγή (gr/m2) 35 30 25 20 15 10 *α α 5 0 Εικόνα 6.3.2. Επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στην παραγωγή της ποώδους βλάστησης. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Τα οπληφόρα ζώα φαίνεται να επηρεάζουν περισσότερο τα θαμνώδη είδη από ότι τα ποώδη (Vavra et al., 2007; Bratton, 1975). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα της έρευνας τριών χρόνων των Hemadez and Silva-Pando (1996) σε δασικό οικοσύστημα δρυός το οποίο βόσκεται από οπληφόρα ζώα, κατά την οποία παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγής της βοσκήσιμης ύλης της ξυλώδους βλάστησης κατά τη βόσκηση ελαφιών και λιγότερο αυτής των ποωδών φυτών. Ακόμα μετά το πέρας των τριών ετών η παραγωγή στις αβόσκητες περιοχές ήταν διπλάσια από ότι αυτή στις βοσκημένες. Πιθανόν για το λόγο αυτό στην παρούσα έρευνα σημειώθηκε διαφορά στην παραγωγή της ποώδους βοσκήσιμης ύλης μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών, σε κάθε χειρισμό 64
βόσκοντος ζώου. Αν και η διαφορά δεν ήταν σημαντική (Ρ<0,05) αυτό πιθανόν να οφείλεται στην περιορισμένη χρονική διάρκεια της προστασίας των επιφανειών από τη βόσκηση. Όσον αφορά την αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στην παραγωγή της ποώδους βλάστησης, φαίνεται ότι δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση (Ρ<0,05) μεταξύ των χειρισμών (πίνακας 6.3.1). Πίνακας 6.3.1. Αλληλεπίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στην παραγωγή της ποώδους βλάστησης (g/m 2 ). Είδος ζώου Χειρισμός βόσκησης Αιγοπρόβατα Αγριόχοιροι Βοσκημένο 20,157 α 14,911 α Αβόσκητο 41,464 α 37,451 α *Στήλες και σειρές οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Είναι γνωστό ότι η παραγωγή της ποώδους βλάστησης σε υπόροφο δάσους επηρεάζεται από τη συγκόμωση των δέντρων και τον βαθμό σκίασης. Σύμφωνα με τους Koukoura and Kyriazopoulos (2007), η μείωση της πυκνότητας των δέντρων είναι μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την αύξηση της παραγωγής του υπορόφου, αποτελέσματα τα οποία συμφωνούν και με άλλες έρευνες (Anderson και Batini,1983; Μπραζιώτης, 1997; Πανταζόπουλος κ.α., 2006; Νάστης, 1984). Μείωση της παραγωγής της ποώδους βλάστησης με την αύξηση του βαθμού συγκόμωσης βρήκε και ο Παπαναστάσης (1982) σε αναδασώσεις Pinus nigra ηλικίας 5 ετών, ενώ ο ίδιος βρήκε μεγαλύτερη παραγωγή αυτοφυούς βλάστησης στις αναδασωμένες περιοχές σε σχέση με γειτονικό λιβάδι χωρίς ανώροφο. Ο Holland (1980), παρατήρησε ότι η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε υπόροφο δρυοδάσους είναι συχνά διπλάσια από ότι σε ένα ποολίβαδο. Επίσης παρατήρησε ότι οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους στον υπόροφο του δρυοδάσους είναι ευνοϊκότερες λόγω της απόθεσης και αποσύνθεσης τόσο της ποώδους βλάστησης όσο και των δρυών. Όλες αυτές οι ιδιότητες του εδάφους, συνάμα με το μετριασμό των θερμοκρασιών του εδάφους που μειώνει τη ζημιές από παγετό το χειμώνα και της ξηρασίας αργά την άνοιξη, δημιουργούν ένα μικροπεριβάλλον ευνοϊκότερο τόσο για την ανάπτυξη των φυτών όσο και για την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (Holland, 1980). Λόγω της μεγάλης σημασίας βαθμού σκίασης των δέντρων κυρίως στην παραγωγή των φυτών, μετρήθηκε η φωτοσυνθετικά ενεργή ακτινοβολία, οι μέσοι όροι της οποίας δεν διέφεραν σημαντικά (Ρ<0,05) μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών (πίνακας 65
6.3.1). Επομένως, οι διαφορές οι οποίες παρατηρήθηκαν μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών σε όλες τις παραμέτρους δεν οφείλονται στο βαθμό σκίασης του υπορόφου. Πίνακας 6.3.2. Μέσοι όροι της φωτοσυνθετικά ενεργού ακτινοβολίας. Είδος ζώου Αβόσκητο μmol/m 2 /sec Βοσκημένο μmol/m 2 /sec Αιγοπρόβατα 336α 340α Αγριόχοιροι 316α 306α *Στήλες και σειρές οι οποίες ακολουθούνται από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) 66
6.4. Αναγέννηση της δρυός 6.4.1. Αριθμός Νεοφύτων της Δρυός Η επίδραση της βόσκησης στον αριθμό των νεοφύτων της δρυός στην περιοχή έρευνας μας, ήταν σημαντική (P<0,05). Από ότι παρατηρείται στην εικόνα 6.4.1.1, στις αβόσκητες επιφάνειες ο αριθμός των νεοφύτων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τις βοσκημένες. 25 β Αριθμός Νεοφύτων 20 15 10 *α 5 0 Εικόνα 6.4.1.1. Επίδραση της βόσκησης στον αριθμό των νεοφύτων της δρυός. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Ο Dufour-Dror (2007), μελετώντας την επίδραση της βόσκησης σε δάσος Quercus ithaburensis στο Ισραήλ, παρατήρησε ότι ο αριθμός των νεοφύτων στις βοσκόμενες επιφάνειες ήταν από 61% έως 67% μικρότερος σε σχέση με τις αβόσκητες. Ακόμα, σε περιοχές οι οποίες βόσκονται από πρόβατα και θηραματικά ζώα, παρατηρήθηκε αύξηση των νεαρών φυταρίων δρυός μόλις μετά από πέντε χρόνια προστασίας από τη βόσκηση. Συγκεκριμένα μετρήθηκαν 554 φυτάρια δρυός ανά εκτάριο στις αβόσκητες περιοχές και μηδέν στις βοσκημένες (Duncan and Clawson, 1980). Αντίθετα, ο αποκλεισμός της βόσκησης βοοειδών σε δάσος δρυός στην Καλιφόρνια, για μεγάλη χρονική περίοδο δεν αύξησε την αναγέννηση της δρυός, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κάποιος άλλος παράγοντας, πιθανότατα η ξηρασία, να ευθύνεται για τον περιορισμό της αναγέννησης (Duncan and Clawson, 1980). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με το μοντέλο FORSPACE το οποίο εκτιμάει ότι η αναγέννηση της δρυός δεν επηρεάζεται αρνητικά από την παρουσία βόσκησης αρκεί να μην επιδρά κάποιος άλλος περιοριστικός παράγοντας και ιδιαιτέρα η αυξημένη σκίαση (Kramer et. al. 2003). Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των McEvoy et al. (2006), η ελαφριά βόσκηση ευνοεί τη φυσική αναγέννηση της δρυός. Οι ίδιοι παρατήρησαν περισσότερα νεόφυτα στις 67
περιοχές οι οποίες βόσκονταν ελαφρά από ότι στις αβόσκητες. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στη μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ ποώδους βλάστησης και νεοφύτων δρυός (McEvoy et al., 2006). Το είδος του βόσκοντος ζώου επηρέασε σημαντικά (P<0,05) την επιτυχία της αναγέννησης. Καθώς στις επιφάνειες οι οποίες βόσκονται από αιγοπρόβατα ο αριθμός των νεοφύτων ήταν μικρότερος, από ότι σε αυτές οι οποίες βόσκονται από αγριόχοιρους. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο ότι η βοσκοφόρτωση των αιγοπροβάτων ήταν εξαπλάσια σε σχέση με αυτή των αγριόχοιρων, καθώς επίσης και στην προτίμηση των αιγοπροβάτων για τα ξυλώδη είδη. 25 β Αριθμός Νεοφύτων 20 15 10 *α 5 0 Εικόνα 6.4.1.2. Επίδραση του είδους του βόσκοντος ζώου στον αριθμό των νεοφύτων της δρυός. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Ο Plieninger (2007), μελετώντας την επίδραση της βόσκησης σε περιοχές dehesa της Ισπανίας δεν παρατήρησε διαφορές στον αριθμό των νεοφύτων δρυός μεταξύ των βοσκημένων και των αβόσκητων επιφανειών. Όμως, στην ίδια έρευνα παρατηρήθηκε περιορισμός της αναγέννησης ανάλογα με το είδος του βόσκοντος ζώου, όπου στις περιοχές οι οποίες βόσκονταν από αίγες παρατηρήθηκε μείωση των φυταρίων δρυός ακόμα και με στους χειρισμούς με ελαφριά βόσκηση. Παρατηρώντας την εικόνα 6.4.1.3 συμπεραίνουμε ότι δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές (P<0,05) οι οποίες αφορούν τον αριθμό των νεοφύτων, μεταξύ βοσκημένων και αβόσκητων επιφανειών ως προς τη βόσκηση από αιγοπρόβατα. Ενώ αντίθετα στις περιοχές οι οποίες βόσκονται από αγριόχοιρους, ο αριθμός νεοφύτων δρυός στις αβόσκητες επιφάνειες είναι διπλάσιος από ότι στις βοσκημένες. Επίσης, σημαντική (P<0,05) είναι η διαφορά μεταξύ των αβόσκητων επιφανειών ανάλογα με το είδος του βόσκοντος ζώου. Παρατηρούμε ότι στις προστατευμένες από τη βόσκηση αγριόχοιρων περιοχές 68
παρουσιάζεται μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των νεοφύτων, σε σχέση με την αύξηση η οποία παρατηρείται στις αβόσκητες από αιγοπρόβατα επιφάνειες. Τα αποτελέσματα αυτά όμως πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάθε επιφύλαξη λόγω της μικρής διάρκειας προστασίας από τη βόσκηση (1 έτος). Εικόνα 6.4.1.3. Αλληλεπίδραση του είδους βόσκοντος ζώου και της βόσκησης στον αριθμό των νεοφύτων της δρυός. *Στήλες οι οποίες ακολουθούνται από διαφορετικό γράμμα διαφέρουν σημαντικά (P<0,05) Η σημαντική μείωση (P<0,05) που προκάλεσε η βόσκηση στον αριθμό των νεοφύτων μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιδράσεις στην φυσική αναγέννηση του δάσους και να οδηγήσει στην βαθμιαία υποβάθμιση του. Παρόλα αυτά η επίδραση της βόσκησης στον αριθμό των νεοφύτων θα πρέπει να ερευνηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, για να διαπιστωθεί αν αυτή η διαφορά οφείλεται στην παρουσία των ζώων ή σε άλλους τυχαίους παράγοντες. 69