Practice Test 2 accidental (adj): τυχαίος, συμπτωματικός accumulate (v): συσσωρεύω, -ομαι acquire (v): αποκτώ address (v): απευθύνω (τον λόγο), απευθύνομαι aim (v) (to do sth or at doing sth): έχω σκοπό (να κάνω κτ) e.g. (i) We aim to give you shortly a good feedback. e.g. (ii) You should aim at finishing your paper this month. assessment (n): αξιολόγηση, εκτίμηση backfire (v): εκπυρσοκροτώ, προαναφλέγομαι αποβαίνω ζημιογόνος bargain (n): συμφωνία συμφέρουσα ευκαιρία για αγορά (λόγω ασυνήθιστα μεγάλης έκπτωσης) e.g. at bargain rates: σε τιμή ευκαιρίας border (n): σύνορο, άκρη break away (v): δραπετεύω, ξεφεύγω break down (v): καταστρέφω, χαλώ, καταρρέω break off (v): αποσπώ, κόβω break out (v): ξεσπώ, εκδηλώνομαι ξαφνικά break up (v): διακόπτω, διαλύω (συν. σχέση), διαλύομαι brink (n): χείλος builder (n): κτίστης, οικοδόμος call off (v): ακυρώνω 1
carpenter (n): ξυλουργός check (n): λογαριασμός (σε καφετέρια, εστιατόριο) cheer (v): επευφημώ, ζητωκραυγάζω command (n): διαταγή compelling (adj): πειστικός, επιβλητικός, ακαταμάχητος confuse (v): συγχέω, μπερδεύω, μπλέκω consent (v): δίνω τη συγκατάθεσή μου credentials (n): προσόντα catcher (n): (μπέιζμπολ) υποδοχέας (που φορά πάντα ένα μεγάλο γάντι) chase (v): κυνηγώ, καταδιώκω come down (v): μειώνομαι, κατεβαίνω κατέρχομαι, κατεβαίνω comply (with): συμμορφώνομαι με κτ conform (to / with sth) (v): συμμορφώνομαι, εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι conduct (v): διεξάγω, διενεργώ συμπεριφέρομαι cut out (v): αφαιρώ, απομακρύνω, κόβω damage (v): βλάπτω, ζημιώνω determine (v): (καθ)ορίζω, προσδιορίζω ~ to: αποφασίζω να deposit (v): (εν)αποθέτω, καταθέτω discount (n): έκπτωση display (v): εκθέτω, παρουσιάζω distribute (v): διανέμω, μοιράζω 2
dump (n): χωματερή, σκουπίδια employer employee (n): εργοδότης υπάλληλος, εργαζόμενος enclosure (n): περίβολος energy efficiency (n): ενεργειακή απόδοση ensure (v): εξασφαλίζω, διασφαλίζω equip (v): εξοπλίζω e.g. The room is equipped with TV and Wi-Fi. excavation site (n): χώρος ανασκαφής exigency (n): επείγουσα ανάγκη extract (v): αποσπώ, εξάγω face (v): αντιμετωπίζω fill out (v): (για έντυπο) συμπληρώνω filth (n): βρομιά fix (v): επισκευάζω, (επι)διορθώνω, φτιάχνω e.g. Eventually, the plumber came and fixed the broken tab. flavoring (n): μυρωδικό, καρύκευμα forecast (v): προβλέπω, υπολογίζω foretell (v): προλέγω get over (v): ξεπερνώ (πρόβλημα) ~ with: τελειώνω κτ grader (n): μαθητής, μαθήτρια (της τάδε τάξης) guess (v): μαντεύω, εικάζω hand in (v): παραδίδω, προσκομίζω, υποβάλλω 3
hands-on teaching (n): διδασκαλία με βάση την εμπειρική μέθοδο (πρακτική εξάσκηση και εφαρμογή) handler (n): εκπαιδευτής ζώου haul (v): μεταφέρω, διακινώ helmet (n): κράνος injure (v): τραυματίζω, πληγώνω instantly (adv): αμέσως intern (n): ειδικευόμενος, ασκούμενος intimidate (v): φοβίζω, τρομοκρατώ e.g. Politicians try to intimidate their political opponents in view of the upcoming elections. invalidate (v): ακυρώνω, καταργώ leg guard (n): περικνημίδα lift (v): σηκώνω, ανεβάζω, υψώνω, σηκώνομαι, ανεβαίνω liking(s) (n): προτίμηση, γούστο long-term # short-term (adj): μακροπόθεσμος # βραχυπρόθεσμος margin (n): περιθώριο, άκρη, όριο mine (v): εξορύσσω, σκαλίζω mistake (v): σφάλλω, παρεξηγώ, παρανοώ misunderstand (v): παρεξηγώ, παρανοώ, παρερμηνεύω notify (v): ειδοποιώ, κοινοποιώ obey (v): υπακούω offer (n): προσφορά, οικονομική τιμή e.g. on offer: προς πώληση, διαθέσιμος 4
outskirts (n): περίχωρα, παρυφές painter (n): ζωγράφος, μπογιατζής permit (v): επιτρέπω, δίνω την άδεια pit (n): λακκούβα, κοίλωμα plot (n): πλοκή, υπόθεση, σχέδιο plumber: υδραυλικός practice pants (n): φόρμα (παντελόνι) γυμναστικής praise (v): επαινώ preceding (adj): προηγούμενος, προγενέστερος predict (v): προβλέπω, προφητεύω prescription (n): ιατρική συνταγή program (n): πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα, πλάνο εκπομπή (τηλεοπτική, ραδιοφωνική) propose (v): προτείνω, εισηγούμαι provide (sb with sth) (v): παρέχω, προσφέρω (αλλά: to provide information on / about) e.g. The group procured medical supplies to help combat the HIV in Malawi. provided (that) / providing (that) (conj): εφόσον, υπό τον όρο ότι e.g. I approve your attempt, providing (that) you always follow the rules. qualify for (v): έχω το νόμιμο δικαίωμα για (κτ), πληρώ τις προϋποθέσεις για (κτ) question (v): κάνω ερωτήσεις raise (v): σηκώνω (π.χ. χέρι) αυξάνω (ύψος, μισθό) receipt (n): απόδειξη 5
recommend (v): συνιστώ, προτείνω, υποδεικνύω refer (v): αναφέρω, μνημονεύω reflect (v): απηχώ, αντανακλώ refund (n): επιστροφή χρημάτων represent (v): αναπαριστώ rise (v): αυξάνω, ανεβαίνω, σηκώνω row (n): σειρά, συστοιχία, γραμμή (για ανθρώπους, αντικείμενα) rower (n): κωπηλάτης run out (v): εξαντλούμαι, τελειώνω sale (n): πώληση, έκπτωση e.g. on sale: προς πώληση σε έκπτωση schedule (n): πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα scrap (n): παλιοσιδερικά, παλιόχαρτα, υλικά κατεδάφισης scrape (v): ξύνω, γδέρνω, γρατζουνάω set loose (v): απελευθερώνομαι, αποδεσμεύομαι settlement (n): διακανονισμός, συμφωνία οικισμός sigh: αναστεναγμός e.g. a sigh of relief spot (v): εντοπίζω storey (n): όροφος (two-storey house: διώροφο σπίτι) subscribe (v): γίνομαι συνδρομητής sustain (v): διατηρώ, συντηρώ (ρυθμό, γνώση) αντέχω (βάρος) επαληθεύω, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω 6
timetable (n): πίνακας δρομολογίων πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα transition from (sth) to (sth) (n): μετάβαση από (κτ) σε (κτ) treat (v): μεταχειρίζομαι, φέρομαι, αντιμετωπίζω e.g. He s g unearth (v): ξεθάβω, ανακαλύπτω uniform (n): στολή unless (conj): εκτός, αν δεν e.g. Unless you have any prophetic powers, research is required. upset (v): αναστατώνω, διαταράσσω urgent (adj): επείγων verbal (adj): προφορικός, λεκτικός warrant (v): δικαιολογώ, απαιτώ, καθιστώ αναγκαίο/α e.g. Protest against violence is warranted. waste (n): απόβλητα wound (v): τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω Phrases ahead of: μπροστά από, πριν από all day long: όλη την ημέρα as long as / so long as : όσο χρονο, όσο καιρο εφόσον, υπό τον όρο ότι e.g.(i) The desk was bought first, as long as I can remember. e.g. (ii) As long as you provide him shelter, he will protect you. as well as: καθώς επίσης, συνάμα (to) blow (slang): είμαι χάλια (e.g. This movie blows). πετάω, χαραμίζω, τα κάνω θάλασσα (e.g. Who blew it?) I would rather (do sth): θα προτιμούσα να (κάνω κάτι) just in case: καλού κακού in a row: στη σειρά, διαδοχικά in spite of: παρά 7
on the field: μέσα στο γήπεδο e.g. She went for a long walk in spite of the low temperature. prior (to sth / to ing): πριν από e.g. She went to Paris prior to her marriage / getting married. (to) stress the importance of: τονίζω τη σημασία (ενός πράγματος) (to) win the bid: κερδίζω την προσφορά (π.χ. σε δημοπρασία) 8