Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου GI_V_AEGP_0_17143 Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. 1. Έτσι μοιράστηκα με τον αδερφό μου (την πατρική περιουσία) ώστε να παραδέχεται εκείνος ότι πήρε μεγαλύτερο μέρος συγκριτικά μ εμένα, από την πατρική περιουσία, και σε όλους τους άλλους ανεξαιρέτως έτσι έχω συμπεριφερθεί στη ζωή μου ώστε ποτέ μέχρι τώρα να μην υπάρξει κανένα παράπονο ανάμεσα σε εμένα και κανέναν άλλο. Και τις ιδιωτικές μου υποθέσεις (ή τα θέματα του ιδιωτικού μου βίου) έτσι έχω διευθύνει σχετικά με τη δημόσια ζωή μου νομίζω ότι είναι για μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας, ότι όσοι από τους νεώτερους
συμβαίνει να χάνουν τον καιρό τους σε ζάρια ή σε γλέντια ή σε τέτοιου είδους ασωτίες θα δείτε ότι όλοι αυτοί είναι εχθροί μου και ότι διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα και λένε (πάρα πολλά) ψέματα. Β. 2. Το 404 π.χ. με την εγκαθίδρυση στην Αθήνα της αρχής των Τριάκοντα ο Λυσίας βίωσε οδυνηρές καταστάσεις. Τα δημοκρατικά του φρονήματα και η περιουσία του κίνησαν το μίσος των Τυράννων κατά της οικογενείας του. Ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε χωρίς δίκη, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του δημεύτηκε και ο ίδιος δραπέτευσε στα Μέγαρα υποστηρίζοντας από εκεί τους δημοκρατικούς με χρήματα, μισθοφόρους και όπλα. Για τις πολύτιμες αυτές υπηρεσίες του, αμέσως μετά την επάνοδο της δημοκρατίας το 403 π.χ., ο Θρασύβουλος πρότεινε με ψήφισμα να δοθεί στον Λυσία και σε όσους μετοίκους βοήθησαν εξόριστους Αθηναίους το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Ο Αρχίνος όμως, που προερχόταν από τη μετριοπαθή συντηρητική μερίδα του Θηραμένη, κατήγγειλε το ψήφισμα ως παράνομο, διότι ήταν απροβούλευτο, δεν είχε δηλαδή την προηγούμενη έγκριση της Βουλής. Έτσι το ψήφισμα του Θρασύβουλου ακυρώθηκε και ο Λυσίας έμεινε μέχρι τέλους ισοτελής 1. Επειδή έτσι στερήθηκε του δικαιώματος να αναμειγνύεται αυτοπροσώπως στα δημόσια πράγματα, ασχολήθηκε και πάλι με τη ρητορική, όχι όμως ως ρητοροδιδάσκαλος αλλά ως λογογράφος. Με την ιδιότητά του αυτή συνέγραφε επ' αμοιβή δικανικούς κυρίως λόγους για λογαριασμό των πελατών του, τους οποίους οι ίδιοι εκφωνούσαν στα δικαστήρια, Ο Λυσίας εκφώνησε στο δικαστήριο μόνο τον λόγο Κατά Ερατοσθένους, με τον οποίο καταγγέλλει τον Ερατοσθένη, έναν των Τριάκοντα, ως πρωταίτιο για τον θάνατο του αδελφού του Πολέμαρχου. Ο Λυσίας παντρεύτηκε την κόρη του γαμπρού του Βραχύλλου. Πέθανε στην Αθήνα μετά το 380 π.χ. έχοντας αποκτήσει τη φήμη του διασημότερου λογογράφου. Β. 3. Ο ρήτορας προχωράει στο δεύτερο μέρος της απολογίας του που κατεξοχήν αφορά τη δοκιμασία. Η οργάνωση των επιχειρημάτων έχει ως εξής:
ο Μαντίθεος πιστεύει ότι όσα ανέφερε ήδη επαρκούν για την ανασκευή του κατηγορητήριου ( 9 λογικό), θα μιλήσει όμως για την ιδιωτική και δημόσια ζωή του γιατί αυτό απαιτεί η δοκιμασία ( 9 πραγματικό). Στη δοκιμασία οι ελεγχόμενοι οφείλουν να λογοδοτούν για όλη τους τη ζωή σε αντίθεση με τις άλλες δίκες, όπου χρειάζεται κανείς να επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στα ζητήματα εκείνα που αφορούν την εκδικαζόμενη υπόθεση. Παρακαλεί τους βουλευτές να τον ακούσουν με συμπάθεια, υποσχόμενος ότι θα μιλήσει σύντομα. Έμμεσα προβάλλει εδώ την υποχρέωση των βουλευτών να στέρξουν σε αυτή τη διαδικασία, αφού ο δοκιμαζόμενος πρόκειται να αναλάβει δημόσιο αξίωμα. Αναφερόμενος στην ιδιωτική του ζωή ο Μαντίθεος τονίζει ότι εκπλήρωσε με άψογο τρόπο τα οικογενειακά του καθήκοντα. Παρά την κακή οικονομική του κατάσταση πάντρεψε τις δυο αδερφές του δίνοντας επαρκή προίκα στην καθεμιά ( 10 πραγματικό). Παραχώρησε στον αδερφό του το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής περιουσίας ( 10 πραγματικό). Δεν έδωσε σε κανέναν αφορμή να παραπονεθεί για τη συμπεριφορά του ( 10 λογικό). Ο κοινωνικός του βιος είναι άψογος γιατί ως πολίτης απέχει από τις ασωτίες στις οποίες επιδίδονται οι αντίπαλοί του. Αυτός είναι και ο λόγος που τον μισούν και τον συκοφαντούν ( 11 ψυχολογικό). Ο συνεχής ρυθμός της απολογίας του Μαντιθέου και το γεγονός ότι απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους χωρίς νομικές γνώσεις δεν αφήνουν στους βουλευτές περιθώρια για αμφισβήτηση των λεγομένων του. Β. 4. Ο Μαντίθεος αφού στις προηγούμενες παραγράφους μας μίλησε για την υποδειγματική συμπεριφορά του προς τους οικείους του και προς τους συμπολίτες του, έρχεται σε αυτές τις παραγράφους να μας παρουσιάσει το δημόσιο βίο του προσκομίζοντας μάλιστα αποδείξεις. Το σχήμα αντίθεσης τὰ μὲν ἲδια - περὶ δὲ τῶν κοινῶν, εμφατικά τονίζει τη μετάβαση στο δημόσιο επίπεδο. Στην παράγραφο 11 με τη φράση «ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ ἐμοῦ», τονίζει ότι η αξιοπρέπεια του αποτελεί εγγύηση για το αξίωμα του και τη σωστή διαχείριση των υποθέσεων της πόλης. Ο Μαντίθεος δηλώνει ότι είναι έντιμος, αξιοπρεπής, ηθικός και δεν έχει καμία σχέση με τους
νέους της εποχής του που συχνάζουν σε καπηλειά και κυβευτήρια. Οι παρέες του ήταν κόσμιες σε αντίθεση με πολλούς νέους της εποχής του που έχαναν τον χρόνο τους σε ακόλαστες συνήθειες. Ο ίδιος αποδίδει στον εαυτό του την αρετή της επιείκειας, δηλαδή της πραότητας και της κοσμιότητας του χαρακτήρα, θυμίζοντάς μας τη φράση που είχε αναφέρει στο προοίμιο, στην παράγραφο 3 «καὶ περί τὰ ἂλλα μετρίως βεβιωκώς». Η συμπεριφορά του Μαντίθεου στη δημόσια ζωή γίνεται πιο κατανοητή αν την συγκρίνουμε με τον τρόπο ζωής των αντιπάλων του. Αυτοί διασκεδάζουν σε κακόφημα μέρη, παίζοντας ζάρια (κύβους), πίνοντας ποτά (πότους) ή κάνοντας παρέα με κοινές γυναίκες (ἀκολασίαι). Οι άνθρωποι που σύχναζαν σε αυτά τα κακόφημα μέρη συνήθιζαν να διασπείρουν ψευδείς και συκοφαντικές πληροφορίες εις βάρος έντιμων πολιτών. Εκείνος δε συμμετέχει σε ασωτίες όπως οι κατήγοροί του και για αυτό το λόγο κινεί το φθόνο και προκαλεί τη συκοφαντία τους. Αν πήγαινε και εκείνος σε αυτά τα μέρη θα είχε καλές σχέσεις μαζί τους και έτσι δε θα εμφανίζονταν ποτέ ως κατήγοροί του. Η παράγραφος 11 αποτελεί ένα ψυχολογικό επιχείρημα που εντοπίζεται στον υποθετικό λόγο του μη πραγματικού «εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν, οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ». Στο σημείο αυτό φαίνεται η ανωτερότητα του Μαντίθεου απέναντι στους κατηγόρους του. Αυτό το πολύ εύστοχο επιχείρημα στηρίζεται στην παλιά παροιμία «ὃμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», δηλαδή ο όμοιος τον όμοιο πάντα γυρεύει. Από τη στιγμή λοιπόν που αυτοί ψεύδονται και τον κακολογούν, δεν είναι όμοιος τους, γιατί αν ήταν ίδιος με τους νέους της εποχής του δεν θα τον κακολογούσαν. Ο Μαντίθεος λοιπόν εντάσσει τους κατηγόρους του και στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι κακόβουλοι, μυθοπλάστες, ψεύδονται και κατασυκοφαντούν τους τίμιους πολίτες. Επίσης με την αναφορά αυτή προσπαθεί να επηρεάσει τους βουλευτές θετικά προς αυτόν και αρνητικά προς τους κατηγόρους του, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των πολιτών που είχε αυτή την άπρεπη και ανήθικη συμπεριφορά. Με τον τρόπο λοιπόν που προβάλει ο Μαντίθεος το ήθος των κατηγόρων του, τους μειώνει στα μάτια των βουλευτών, συμβάλλοντας έτσι και στον κλονισμό της εναντίον του κατηγορίας. Β. 5.α. δύναμη, έλλειψη, νέμεση, βίωμα, γένεση
Β. 5.β. διοίκησις ἀκροατής ἡγεμών ὅραμα ψεῦδος Επιμέλεια: Καραμούζη Παπαδημητρίου Κατερίνα