και οι εργασίες που διεξάγονται ως προς το ίδιο αυτό ζήτηµα και σε κοινοτικό επίπεδο.



Σχετικά έγγραφα
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE v01-00)

Το δίκαιο που είναι εφαρµοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισµό *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης για το οικογενειακό δίκαιο Μελλοντικές προοπτικές

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

L 343/10 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ. σχετικά µε το εφαρµοστέο δίκαιο και τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0059(CNS)

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - SWD(2016) 208 final.

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Βρυξέλλες, COM(2009)81 τελικό

Χρυσαφώ Τσούκα Αναπληρώτρια Kαθηγήτρια Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Προτάσεις κανονισμών σχετικά με το περιουσιακό καθεστώς των συντρόφων

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2011)0126),

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2006 (25.07) (OR. fr) 11818/06 Διοργανικός φάκελος: 2006/0135 (CNS) JUSTCIV 174

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ενηµέρωση των κατευθυντήριων γραµµών σχετικά µε τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ερωτηµατολόγιο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 30 Μαΐου 2016 (OR. en)

Αιτιολογική Έκθεση. Το Κεφάλαιο Ι τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως» και περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως και 4.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

14797/12 IKS/nm DG B4

SEC(2010) 1525 τελικό COM(2010) 733 τελικό ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 30 Μαΐου 2016 (OR. en)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡEΙΩΝ ASSOCIATION OF GREEK CONTRACTING COMPANIES

Υπουργείο Εσωτερικών Δ/νση Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης, Τμήμα Νομοθετικού Συντονισμού και Ελέγχου Ευαγγελιστρίας Αθήνα

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

8214/19 IKS/di JAI.2 LIMITE EL. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Μαΐου 2019 (OR. en) 8214/19. Διοργανικός φάκελος: 2016/0190 (CNS) LIMITE

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΉ ΔΙΑΔΟΧΉ ΣΤΗΝ ΕΕ. Στο εξής, οι διασυνοριακές υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής γίνονται πιο απλές. Δικαιοσύνη και Καταναλωτές

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Εισοδήµατος κατά τη διάρκεια του γάµου τους οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΠΕΣΕΔΕ ΤΑΣΟΥ ΓΑΚΙΔΗ: Με το υπ αριθ. πρωτ /ΕΥΘΥ738/ έγγραφό του (με θέμα:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Τάξη και κατηγορία έργων όπου πρέπει να είναι εγγεγραµµένος ο υποχρεωτικά οριζόµενος υπεργολάβος.

Η Σύμβαση της Χάγης της 13 ης Ιανουαρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 03 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. περί κοινού καθεστώτος εξαγωγών (κωδικοποίηση)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Transcript:

Ερώτηµα 1 α) Η απάντηση που αρµόζει ως προς το σηµείο αυτό είναι ότι κάθε θέµα σχετικό µε τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων θα πρέπει να εξαιρεθεί του πεδίου εφαρµογής της µελλοντικής κοινοτικής πράξης για το εφαρµοστέο δίκαιο, τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων στον τοµέα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Τα επιχειρήµατα που προβάλλονται γενικώς προς θεµελίωση της θέσης αυτής είναι η ύπαρξη, στο πλαίσιο αρκετών δικαιϊκών συστηµάτων, κανόνων άµεσης εφαρµογής ή ειδικών κανόνων σύγκρουσης προς αντιµετώπιση ορισµένων θεµάτων που άπτονται των προσωπικών σχέσεων. Βεβαίως όσον αφορά το ήδη ισχύον ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, επί της αρχής η ενιαία αντιµετώπιση προσωπικών και περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν φαίνεται να προσκρούει σε ιδιαίτερα προβλήµατα, καθώς δυνάµει του άρθρου 15 ΑΚ «οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που ρυθµίζει τις προσωπικές σχέσεις τους αµέσως µετά την τέλεση του γάµου». Στην πραγµατικότητα η ταύτιση αυτή δεν είναι απόλυτη, αφού πάντως διαφέρει το χρονικό σηµείο που λαµβάνεται υπόψη για τον προσδιορισµό του εφαρµοστέου δικαίου σε κάθε µία από τις περιπτώσεις αυτές. Συγχρόνως η διάταξη του άρθρου 15 ΑΚ έχει υποστεί σηµαντική κριτική µε αντικείµενο την ανάγκη συνδροµής των συνδετικών στοιχείων που χρησιµοποιούνται για τον προσδιορισµό του εφαρµοστέου δικαίου αµέσως µετά την τέλεση του γάµου και τον εξ αυτού του λόγου ενδεχόµενο κίνδυνο αδυναµίας εφαρµογής των δύο πρώτων από τα τρία δίκαια που ορίζονται διαδοχικώς εφαρµοστέα. Η µόνη δυνατότητα που αποµένει συνίσταται στην εφαρµογή του δικαίου µε το οποίο συνδέονται στενότερα οι σύζυγοι, δεν αποκλείεται δε το δίκαιο αυτό να είναι το δίκαιο του τόπου τέλεσης του γάµου. Είναι σαφές ότι στο πλαίσιο του ισχύοντος ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου η ενιαία αντιµετώπιση προσωπικών και περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, αν και δεν αποκλείεται να υπάρξει, δεν αποτελεί τον κανόνα, η δε εξαίρεση από το πεδίο εφαρµογής του µελλοντικού Κανονισµού των προσωπικών σχέσεων των συζύγων δεν προσκρούει σε ανυπέρβλητα εµπόδια. εν θα πρέπει εξάλλου να παραβλέψει κανείς την ισχύ στο πλαίσιο της ελληνικής έννοµης τάξης των δύο Συµβάσεων της Χάγης του 1973 για τα ζητήµατα εφαρµοστέου δικαίου και αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων προκειµένου για θέµατα διατροφής, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη 1

και οι εργασίες που διεξάγονται ως προς το ίδιο αυτό ζήτηµα και σε κοινοτικό επίπεδο. β) Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο των εργασιών για το εφαρµοστέο δίκαιο επί του διαζυγίου επισηµάνθηκε ιδιαιτέρως η ανάγκη θέσπισης κανόνων περί του εφαρµοστέου δικαίου όχι µόνον όσον αφορά την λύση του γάµου αλλά και τις συνέπειες του γεγονότος αυτού, κυρίως τις περιουσιακού χαρακτήρα. Η στάση αυτή είναι εύλογη, καθώς οι λόγοι λύσης του γάµου που προβλέπονται από τα διάφορα δίκαιο δεν διαφέρουν ριζικά, το στοιχείο δε αυτό µειώνει την πρακτική σηµασία της ενοποίησης των κανόνων σύγκρουσης στον τοµέα αυτό, δεν ισχύει όµως το ίδιο για την ρύθµιση των περιουσιακών συνεπειών του διαζυγίου. Καθώς πάντως η ρύθµιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι εξίσου σηµαντική τόσο διαρκούντος όσο και κατά την λύση του, στο πεδίο εφαρµογής της µελλοντικής κοινοτικής πράξης περί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων θα πρέπει να εµπίπτει το σύνολο των σχέσεων αυτών. Τα περιουσιακά ζητήµατα είναι ένα βασικό θέµα που επηρεάζει την κινητικότητα των προσώπων, ακριβώς δε για τον λόγο αυτό θα πρέπει να επιδιώκεται η κατά το δυνατόν ευρύτερη ενιαία αντιµετώπισή τους. Ερώτηµα 2 α) Ελλείψει επιλογής του εφαρµοστέου δικαίου από τους συζύγους το κατ αρχήν εφαρµοστέο δίκαιο θα πρέπει να είναι το δίκαιο της πρώτης κοινής συνήθους διαµονής αυτών. Η προτίµηση αυτή για την συνήθη διαµονή έναντι της ιθαγένειας ανταποκρίνεται σε µία γενικότερη τάση του σύγχρονου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (οφειλόµενη στο γεγονός ότι λόγω της έντονης πλέον κινητικότητας των ατόµων εκφράζει καλύτερα τον σύνδεσµο αυτών προς ορισµένο κράτος και ορισµένη κοινωνία). Πέραν τούτου το στοιχείο αυτό συνάδει προς την κοινοτική αρχή της µη διάκρισης λόγω της ιθαγένειας. Επίσης η κοινή συνήθης διαµονή προσφέρει ένα ισχυρό τεκµήριο του κέντρου βάρους της κατά κανόνα κοινής ζωής των συζύγων. Ιδιαιτέρως σηµαντικό, για τους παραπάνω λόγους, το στοιχείο της κοινής συνήθους διαµονής δεν µπορεί, παρ όλ αυτά, να οδηγήσει πάντοτε στο αναγκαίο καθορισµό του εφαρµοστέου δικαίου. Πράγµατι σε ορισµένες περιπτώσεις κοινή συνήθης διαµονή είτε δεν υφίσταται καν (περίπτωση ζευγαριών που µετακινούνται συχνά) είτε πάντως δεν εµφαίνει τον στενότερο σύνδεσµο των συζύγων προς 2

ορισµένο κράτος (περίπτωση µεταναστών µε έντονες και συχνές σχέσεις µε το κράτος της ιθαγένειάς τους και γι αυτό ιδιαιτέρως πιθανή την πρόθεση επανόδου στο κράτος της καταγωγής τους). Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα παρέκκλισης από το εν λόγω δίκαιο και η εφαρµογή αντ αυτού του δικαίου της κοινής ιθαγένειας των συζύγων ή γενικότερα (προκείµενου να καλυφθεί το ενδεχόµενο ανυπαρξίας κοινής ιθαγένειας αυτών) του δικαίου µε το οποίο η κατάσταση εµφανίζει τον στενότερο σύνδεσµο. Η θεώρηση του τελευταίου αυτού δικαίου ως κατ αρχήν εφαρµοστέας lex causae επί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, λύση γνωστή και στο πλαίσιο του ήδη ισχύοντος ελληνικού δικαίου, εµφανίζει το βασικό µειονέκτηµα της αβεβαιότητας δικαίου και γι αυτό θα πρέπει ίσως να αποφεύγεται. Η κριτική αυτή δεν ισχύει αντιθέτως στην περίπτωση που η έννοια του στενότερου συνδέσµου χρησιµοποιείται όχι ως βασικό συνδετικό στοιχείο αλλά ως ρήτρα διαφυγής. Σε ανάλογες περιπτώσεις το συγκεκριµένο στοιχείο χρησιµεύει για την αντιµετώπιση του αδιεξόδου που δηµιουργείται σε περίπτωση µη συνδροµής των δύο παραπάνω συνδετικών στοιχείων. β) Όσον αφορά το πεδίο εφαρµογής της παραπάνω λύσης, κρίνεται σκόπιµο, η κατά τα ανωτέρω καθοριζόµενη lex causae να καταλαµβάνει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων τόσο διαρκούντος του γάµου όσο και κατά την λύση αυτού. ικαιολογητική βάση της λύσης αυτής είναι η ανάγκη εξασφάλισης της συνέχειας του νοµικού καθεστώτος των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και κατά τον δυνατόν περιορισµού των περιπτώσεων µεταβολής του δικαίου που τις διέπει. Ερώτηµα 3 Αν και η υποβολή των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων σε διαφορετικό δίκαιο αναλόγως των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείµενο αυτών, είναι λύση που απαντάται σε ορισµένα δικαιϊκά συστήµατα, στο πλαίσιο της παρούσας ενοποιητικής προσπάθειας είναι σκόπιµο, ένα και το αυτό δίκαιο να καταλαµβάνει το σύνολο των σχέσεων αυτών. ιαφορετικά η επιτυγχανόµενη ενότητα θα είναι φαινοµενική και µόνον. 3

Ερώτηµα 4 Η κατ αρχήν αρµόζουσα απάντηση στο ερώτηµα αυτό είναι η ανάγκη αποκλεισµού της αυτόµατης µεταβολής του δικαίου που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Θεµέλιο της λύσης αυτής, ήδη γνωστής στο πλαίσιο της ελληνικής έννοµης τάξης, είναι η αποφυγή εκπλήξεων τόσο για τους ίδιους τους συζύγους όσο και για τους τρίτους που συναλλάσσονται µε αυτούς και θα πρέπει ως εκ τούτου να προστατευθούν έναντι της µεταβολής των στοιχείων της ζωής των συζύγων. Ακριβώς το στοιχείο αυτό, η αποφυγή δηλαδή εκπλήξεων, είναι αποφασιστικής σηµασίας και για τις πιθανές εξαιρέσεις από την παραπάνω αρχή. Θα πρέπει έτσι να γίνει δεκτή η δυνατότητα των ίδιων των ενδιαφερόµενων να µεταβάλλουν το νοµικό καθεστώς των περιουσιακών τους σχέσεων, προσαρµοζόµενοι ενδεχοµένως στις µεταβολές της πραγµατικής τους ζωής, και να επιλέξουν άλλο δίκαιο ως εφαρµοστέο. Ανάλογη λύση δεν απειλεί την ασφάλεια των συναλλαγών: Είναι περιττό να λεχθεί ότι η ρύθµιση αυτή, η άσκηση δηλαδή της αυτονοµίας της βούλησης προς µεταβολή της lex causae, δεν δηµιουργεί κινδύνους για τους ίδιους τους συζύγους. Το ίδιο ωστόσο ισχύει και για τους τρίτους λόγω της κατά κανόνα προβλεπόµενης δηµοσιότητας των σχετικών συµφωνιών. Ερώτηµα 5 α) Ένα πρώτο στοιχείο που µπορεί να επικαλεσθεί κανείς προς θεµελίωση της δυνατότητας επιλογής του δικαίου που θα διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων από τους ίδιους τους εµπλεκόµενους σ αυτήν έχει την προέλευσή του στο ουσιαστικό δίκαιο και είναι η υφιστάµενη, σε αρκετές περιπτώσεις, δυνατότητα επιλογής, στο πεδίο του εσωτερικού δικαίου, του νοµικού καθεστώτος των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Υπέρ της συγκεκριµένης λύσης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου µπορεί επίσης να αναφερθεί το γενικότερο επιχείρηµα που προβάλλεται υπέρ της εφαρµογής της αυτονοµίας βούλησης και στο πεδίο του οικογενειακού διεθνούς δικαίου, ότι δηλαδή η άσκηση της ευχέρειας αυτής από τα εµπλεκόµενα στην κρίσιµη σχέση µέρη βοηθά στον εντοπισµό της σχέσης, όταν ο τρόπος διαµόρφωσής της δεν διευκολύνει το εγχείρηµα αυτό. Επιπλέον στο πλαίσιο µιας ενοποιητικής προσπάθειας, όπως η παρούσα, η θεώρηση ως κατ αρχήν 4

εφαρµοστέου δικαίου του δικαίου που επιλέγουν τα µέρη αποτελεί µία συµβιβαστική λύση µε προφανή πλεονεκτήµατα: ο κοινοτικός νοµοθέτης απαλλάσσεται κατ αυτόν τον τρόπο από το βάρος επιλογής µεταξύ των διαφόρων λύσεων που ισχύουν ως προς το συγκεκριµένο θέµα στο δίκαιο των κρατών µελών. Πέραν τούτων και όσον αφορά ειδικώς τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η λύση αυτή (δυνατότητα επιλογής του εφαρµοστέου δικαίου από τους συζύγους) εξασφαλίζει την αντιµετώπιση των σχετικών θεµάτων κατά τρόπο ρεαλιστικό και ελαστικό, χωρίς συγχρόνως να δηµιουργούνται προβλήµατα για τις συναλλαγές λόγω της δηµοσιότητας ανάλογων συµφωνιών. Όσον αφορά την ελληνική έννοµη τάξη, υπέρ της αποδοχής της αρχής της αυτονοµίας της βούλησης µε σκοπό τον καθορισµό του εφαρµοστέου δικαίου στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συνηγορεί η (ήδη αναφερθείσα) κριτική που έχει υποστεί η ρύθµιση του άρθρου 15 ΑΚ (βλ. ανωτέρω ερώτηµα 1) και η οµοφωνία που επικρατεί σε δογµατικό επίπεδο ως προς τον πλέον ενδεδειγµένο χαρακτήρα της αυτονοµίας της βούλησης για την ρύθµιση των σχετικών προβληµάτων. Αν και ο περιουσιακός χαρακτήρας της ρυθµιστέας σχέσης θα επέτρεπε την µη επιβολή περιορισµών ως προς την ταυτότητα των δικαίων που θα µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο επιλογής, κρίνεται σκόπιµο να υπάρξει συντονισµός της λύσης που θα υιοθετηθεί στο πλαίσιο αφενός µεν της µελλοντικής κοινοτικής πράξεως περί του εφαρµοστέου δικαίου στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων αφετέρου δε του σχεδιαζόµενου Κανονισµού περί του εφαρµοστέου δικαίου επί του διαζυγίου [βλ. άρθρο 20 της πρότασης κανονισµού του Συµβουλίου για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και για τη θέσπιση κανόνων σχετικά µε το εφαρµοστέο δίκαιο σε γαµικές διαφορές, COM(2006) 399]. Κατ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται απλότητα λύσεων και αποφεύγονται περιττές περιπλοκές. β) Ο µόνος περιορισµός που τίθεται στην αυτονοµία της βούλησης, όσον αφορά την ρύθµιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, συνίσταται στην τήρηση, και στην ειδικότερη αυτή περίπτωση, της αρχής της ενότητας (βλ. ανωτέρω ερώτηµα 3). Εάν γινόταν δεκτό το αντίθετο, τότε η ανωτέρω τεθείσα ανάγκη ενιαίας αντιµετώπισης του συνόλου των περιουσιακών σχέσεων και η καταδίκη του «dépecage», σε ένα µεγάλο αριθµό περιπτώσεων, θα αναιρούνταν. 5

γ) Η επιλογή του εφαρµοστέου δικαίου από τους συζύγους θα πρέπει να µπορεί να µεταβάλλεται από τους ίδιους ανά πάσα στιγµή και όχι µόνον κατά το χρονικό σηµείο της λύσης του γάµου. Η λύση αυτή είναι απόρροια της ανάγκης προσαρµογής των εφαρµοστέων κανόνων στα τυχόν µεταβληθέντα πραγµατικά δεδοµένα της κατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν θα αποβαίνει εις βάρος των προσώπων που εµπλέκονται σ αυτήν. Η εν λόγω προϋπόθεση συντρέχει όχι µόνον προκειµένου για τους συµβαλλόµενους συζύγους (τούτο είναι προφανές) αλλά και για τους τρίτους που σχετίζονται µε αυτούς λόγω της δηµοσιότητας των σχετικών συµφωνιών. δ) Περισσότερο επιφυλακτικός πρέπει να είναι κανείς ως προς τον αναδροµικό χαρακτήρα της συµφωνίας µεταβολής του εφαρµοστέου δικαίου. Και τούτο λόγω της αναστάτωσης που µπορεί να προκαλέσει µία τέτοια λύση στις συναλλαγές, κίνδυνος που δεν µπορεί να αντιµετωπισθεί διά µόνης της δηµοσιότητας της συµφωνίας µεταβολής του εφαρµοστέου δικαίου. Ερώτηµα 6 Η ενοποίηση των τυπικών προϋποθέσεων της επιλογής του εφαρµοστέου δικαίου κρίνεται σκόπιµη στο µέτρο που η δηµοσιότητα των συµφωνιών αυτών αποτελεί σηµαντική προϋπόθεση της οµαλής λειτουργίας του κανόνα περί της εφαρµογής του δικαίου που επιλέγουν οι σύζυγοι. Και τούτο όσον αφορά τόσο τις σχέσεις των συζύγων µεταξύ τους όσο και τις σχέσεις τους προς τρίτους. Έτσι τυχόν διαφοροποίηση των σχετικών ρυθµίσεων µπορεί να αποβεί εις βάρος του επιδιωκόµενου, ενοποιητικού, σκοπού. Ερώτηµα 7 α) Η απάντηση που προσήκει στο ερώτηµα αυτό είναι καταφατική. ικαιολογητική βάση του προκρινόµενου συντονισµού των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που υιοθετούνται προκειµένου για την λύση του συστήµατος των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων αφενός και την λύση του γάµου αφετέρου είναι η ανάγκη µη διάσπασης της διαδικασίας σχετικά µε δύο ζητήµατα που συνδέονται στενά. 6

β) Επί της αρχής θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιµο, ένα και το αυτό δικαστήριο να µπορεί να επιληφθεί τόσο των κληρονοµικών διαφορών όσο και της εκκαθάρισης του συστήµατος των περιουσιακών σχέσεων. Στην πράξη ωστόσο η υιοθέτηση µιας ανάλογης λύσης είναι συνάρτηση του ακριβούς περιεχοµένου των ρυθµίσεων που θα περιληφθούν στον µελλοντικό Κανονισµό περί της κληρονοµικής διαδοχής. Όσον αφορά πάντως την παρούσα κατάσταση δεν µπορεί να µην ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι όλες οι βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο δίκαιο των κρατών µελών προκειµένου για την κληρονοµική διαδοχή κατάλληλες να εφαρµοσθούν και προκειµένου για ζητήµατα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Ως παράδειγµα υπό την έννοια αυτή θα µπορούσε να αναφερθεί η θεµελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας επί της ιθαγένειας του κληρονοµούµενου ή επί της ιθαγένειας των διαδίκων σε ανάλογες διαφορές. Ερώτηµα 8 α) και β) Γενικώς µπορεί να λεχθεί ότι δεν κρίνεται σκόπιµη η υιοθέτηση τόσων βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, εναλλακτικώς εφαρµοζόµενων, όσων προβλέπονται για την λύση του γάµου [βλ. άρθρο 3 του κανονισµού 2201/2003 και άρθρο 7 της πρότασης κανονισµού του Συµβουλίου για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και για τη θέσπιση κανόνων σχετικά µε το εφαρµοστέο δίκαιο σε γαµικές διαφορές, COM(2006) 399]. Υπέρ της τοποθέτησης αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι επί του προκειµένου δεν φαίνεται να συντρέχει ένα ουσιαστικού δικαίου στοιχείο ανάλογο προς αυτό που, όσον αφορά την λύση του γάµου, δικαιολογεί ίσως τον πολλαπλασιασµό των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας (διευκόλυνση της λύσης του γάµου σε κοινοτικό έδαφος). Αντιθέτως ως προς τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, λόγω της εµπλοκής σ αυτές και τρίτων, υφίσταται µεγαλύτερη ανάγκη περιορισµού του κινδύνου εκπλήξεων για την συγκεκριµένη κατηγορία συναλλασσόµενων και συγκέντρωσης της διαδικασίας σε συγκεκριµένα δικαστήρια. Το σκεπτικό αυτό δεν σηµαίνει βεβαίως ότι των σχετικών διαφορών θα πρέπει να επιλαµβάνονται τα δικαστήρια ενός και µόνον κράτους. Αντιθέτως θα µπορούσε να προβλεφθεί κατά τρόπο διαζευκτικό η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων της κοινής συνήθους διαµονής των συζύγων (ή της τελευταίας κοινής συνήθους διαµονής 7

αυτών, εφόσον ο ένας τη διατηρεί) και των δικαστηρίων της διαµονής του εναγόµενου καθώς και η δυνατότητα των συζύγων προς επιλογή του αρµοδίου δικαστηρίου. Ερώτηµα 9 α) Καταφατική απάντηση. Η αρχή της ενότητας θα πρέπει να ισχύσει όχι µόνον προκειµένου για το εφαρµοστέο δίκαιο αλλά και όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Είναι βεβαίως γεγονός ότι σε περίπτωση ενοποίησης των κανόνων σύγκρουσης (και αποδοχής ως προς το θέµα αυτό της αρχής της ενότητας) οι κίνδυνοι που υφίστανται σε περίπτωση θεµελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων περισσότερων κρατών µειώνονται σηµαντικά. Παρ όλ αυτά ο κατά το δυνατόν περιορισµός των βάσεων της διεθνούς δικαιοδοσίας παραµένει σκόπιµος προς περιορισµό των προβληµάτων εκκρεµοδικίας που ενδέχεται να δηµιουργηθούν. Ανάλογη στάση µειώνει εξάλλου τον κίνδυνο διαφορετικής αντιµετώπισης των προκριµάτων που τίθενται, αναλόγως του επιληφθέντος forum. Κατ εξαίρεση των ανωτέρω είναι σκόπιµο να δεχθεί κανείς τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους της τοποθεσίας των ακινήτων προς έκδοση των πιστοποιητικών που απαιτούνται από την lex rei sitae, υπό την προϋπόθεση της εφαρµογής του κανόνας σύγκρουσης που θα υιοθετηθεί στο πλαίσιο της υπό έκδοση κοινοτικής πράξης. β) Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θα ισχύσουν, όσον αφορά τους συζύγους, δεν θα πρέπει να εφαρµόζονται και ως προς τους τρίτους. Αντιθέτως ως προς αυτούς θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι κανόνες του κοινού δικονοµικού διεθνούς δικαίου (π.χ. οι ρυθµίσεις του Κανονισµού 44/2001, εφόσον βεβαίως πρόκειται για ζήτηµα που εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής τους). ικαιολογητική βάση της θέσης αυτής είναι το γεγονός ότι οι διαφορές των τρίτων µε κάποιο από τους συζύγους, παρά τα επί µέρους προβλήµατα που δηµιουργούνται ίσως λόγω της υφιστάµενης συζυγικής σχέσης, παραµένουν διαφορές του κοινού δικαίου, το στοιχείο δε αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπ όψη και στο πεδίο της διεθνούς δικαιοδοσίας. 8

Ερώτηµα 10 Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα πρέπει να είναι καταφατική, ανάλογη δε ευχέρεια αντιστοιχεί στη δυνατότητα επιλογής του εφαρµοστέου δικαίου. Η συµφωνία αυτή θα µπορεί να είναι γραπτή ή να προκύπτει κατά τρόπο έµµεσο, (µεταξύ άλλων) από την εµφάνιση δηλαδή του εναγοµένου ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο ασκήθηκε η αγωγή χωρίς αµφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Ο περιουσιακός χαρακτήρας των διαφορών που ανακύπτουν περί τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δικαιολογεί την αποδοχή της δυνατότητας όχι µόνον ρητής αποτυπώσεως αλλά και σιωπηρής έκφρασης της σχετικής συµφωνίας. Ερώτηµα 11 Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό είναι αρκετά δυσχερής λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήµατος που θίγεται εδώ. Από τη µια µεριά δεν µπορεί να αµφισβητηθεί η χρησιµότητα της θεωρίας του forum non conveniens, αφού πράγµατι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η διαβίβαση της υπόθεσης σε δικαστήριο άλλου κράτους µέλους θα ήταν πράγµατι σκόπιµη λόγω της αδυναµίας αντιµετώπισης των ζητηµάτων που ανακύπτουν κατ άλλον τρόπο (περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής του ενός συζύγου κατά του άλλου µε αντικείµενο τις περιουσιακές τους σχέσεις, ασκούµενη στο κράτος Α και έγερση µετ ολίγον αγωγής διαζυγίου στο κράτος Β). Από την άλλη δεν επιτρέπεται να αγνοήσει κανείς τα προβλήµατα που ανακύπτουν, όσον αφορά τον ακριβή καθορισµό των περιπτώσεων αυτών και συνεπώς των όρων υπό τους οποίους θα είναι δυνατή η εφαρµογή της εν λόγω θεωρητικής κατασκευής προκειµένου για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Ένα µέσο υπέρβασης των σχετικών δυσχερειών θα ήταν η άνευ όρων αποδοχή της παραπάνω αρχής. Ανάλογη ωστόσο στάση θα προσέκρουε στη νοµική παράδοση της πλειοψηφίας των κρατών µελών που αγνοεί τον θεσµό αυτό. Συνεπεία τούτου ο περιορισµός του πεδίου εφαρµογής του συγκεκριµένου δικονοµικού εργαλείου παραµένει αναπόφευκτος, όπως άλλωστε και ο προβληµατισµός ως προς τον τρόπο µε τον οποίο θα επιτευχθεί το αποτέλεσµα αυτό. 9

Ερώτηµα 12 Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική. Κατά κανόνα το πλαίσιο της δραστηριότητας των µη δικαστικών αρχών του κάθε κράτους καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού. Τούτο είναι εύλογο: οι εξουσίες των αρχών αυτών είναι συνάρτηση του γενικότερου τρόπου οργάνωσής τους, η οποία και άπτεται της κρατικής κυριαρχίας. Ειδικώς προκειµένου ειδικώς για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (και εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα προκειµένου για τα ζητήµατα που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του Κανονισµού 2201/2003) δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς τον µερικότερο χαρακτήρα καθώς και την ποικιλία των θεµάτων που εµπίπτουν στη δικαιοδοσία ανάλογων αρχών. Ερώτηµα 13 Η κατά τα ανωτέρω αποδοχή της αρχής της ενότητας και ο αποκλεισµός της διαφορετικής αντιµετώπισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων αναλόγως της τοποθεσίας του κάθε περιουσιακού στοιχείου επιβάλλει, η αρχή που έχει επιληφθεί της εκκαθάρισης και διανοµής της περιουσίας να έχει αρµοδιότητα και όταν τµήµα της περιουσίας αυτής βρίσκεται εκτός του εδάφους στο οποίο η αρχή αυτή ασκεί τις αρµοδιότητές της. Ερώτηµα 14 Η θετική απάντηση στο προηγούµενο ερώτηµα δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα διενέργειας ορισµένων διατυπώσεων σε άλλο κράτος από εκείνο τα δικαστήρια του οποίου έχουν διεθνή δικαιοδοσία σύµφωνα µε τον σχετικό κανόνα της µελλοντικής κοινοτικής πράξης για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Ως παράδειγµα της υπό την έννοια αυτή συνεργασίας των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την ρύθµιση των σχετικών θεµάτων και των αρχών άλλου κράτους µε το οποίο οι σχέσεις αυτές εµφανίζουν κάποιο σύνδεσµο, κυρίως λόγω της ύπαρξης στο έδαφος του κράτους αυτού των περιουσιακών στοιχείων ή τµήµατος αυτών, των συζύγων, µπορεί να αναφερθεί η χορήγηση πιστοποιητικών από τις αρχές του κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου µε σκοπό την εγγραφή στο κτηµατολόγιο. 10

Ερώτηµα 15 Ως προς το θέµα αυτό κρίνεται σκόπιµη η διατήρηση της κλασσικής, στο πεδίο του σύγχρονου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, διάκρισης µεταξύ αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και η απαίτηση εκτελεστήριου τύπου µόνον για τη δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων. Αντιθέτως ως προς το πρώτο ζήτηµα θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η αρχή της αυτοδίκαιης αναγνώρισης των αλλοδαπών αποφάσεων, συνοδευόµενη από τον καθορισµό των λόγων για τους οποίους αποκλείεται κατά περίπτωση η αναγνώριση αυτών. Η ίδια στάση υιοθετείται και στο πλαίσιο του Κανονισµού 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας. Ο Κανονισµός αυτός αφορά τµήµα της ύλης του οικογενειακού διεθνούς δικαίου, και δη τις δικονοµικές πτυχές αυτού, και θα πρέπει γι αυτό να αποτελέσει, όπου δυνατόν, πηγή έµπνευσης για την αντιµετώπιση των προβληµάτων του δικονοµικού διεθνούς δικαίου σχετικά µε τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στον συγκεκριµένο τοµέα οι αποφάσεις που απαιτούν εκτέλεση επί προσώπου ή περιουσιακών στοιχείων είναι ποσοτικώς λιγότερες. Ανάλογες αποφάσεις δεν είναι πάντως ανύπαρκτες, για τον λόγο δε αυτό είναι αναγκαία η κατά τα ανωτέρω αντιµετώπιση του προβλήµατος. Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους µπορεί να υπάρξει άρνηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης µιας απόφασης σχετικά µε τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, δύο είναι τα σηµεία για τα οποία δεν χωρεί αµφιβολία: πρώτον η µη άσκηση ελέγχου ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αλλοδαπή απόφαση και δεύτερον η ανάγκη µη αντίθεσης της απόφασης αυτής στη δηµόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης και εκτέλεσης αυτής. Προκειµένου για το πρώτο από τα σηµεία αυτά (κοινό άλλωστε σε όλα τα κοινοτικά κείµενα που αφορούν ανάλογα ζητήµατα του δικονοµικού διεθνούς δικαίου), εκτός του ότι ανάλογη στάση συνιστά εκδήλωση της αµοιβαίας εµπιστοσύνης που (πρέπει να) υφίσταται µεταξύ των κρατών µελών, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η συγκεκριµένη λύση αποτελεί αναγκαία συνέπεια της ενοποίησης των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Ως προς το δεύτερο από τα προηγουµένως θιγέντα ζητήµατα, εκτός από τον αυτονόητο χαρακτήρα της παρέµβασης της δηµόσιας τάξης και επί του προκειµένου, θα πρέπει να υπογραµµισθεί η ήδη επισηµανθείσα (στο πλαίσιο της µελέτης του 11

Ινστιτούτου Asser) αδυναµία άρνησης της αναγνώρισης και εκτέλεσης µιας αλλοδαπής απόφασης λόγω αντίθεσης στη δηµόσια τάξη στην περίπτωση που το forum αναγνώρισης αγνοεί τον θεσµό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (περίπτωση Μ. Βρετανίας και Ιρλανδίας). Ο πραγµατικά εξαιρετικός χαρακτήρας της περίπτωσης αυτής δικαιολογεί τον ισχυρισµό ότι ο εν λόγω θεσµός έχει αποκτήσει ευρωπαϊκό χαρακτήρα, την κοινοτική δε αποτύπωση του γεγονότος αυτού προσφέρει η µελλοντική κοινοτική πράξη περί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Στο σηµείο αυτό είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι η προηγουµένως περιγραφείσα κατάσταση δεν µπορεί και δεν θα πρέπει να παραλληλισθεί µε την κατάσταση που χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό νοµικό τοπίο, όσον αφορά τις άλλες µορφές ενώσεων του οικογενειακού δικαίου πλην του γάµου (βλ. κατωτέρω ερωτήµατα 19-23), όπου ακριβώς οι διαφορές µεταξύ των δικαίων των κρατών µελών, και δη όχι µόνον ως προς επί µέρους ζητήµατα αλλά και επί της αρχής (και αυτό είναι το σηµαντικότερο), κάθε άλλο παρά την εξαίρεση αποτελούν. Συνεπεία τούτου δεν αρκεί η τυχόν επέκταση του πεδίου εφαρµογής της µελλοντικής κοινοτικής πράξης και επί των περιουσιακών σχέσεων που δηµιουργούνται στο πλαίσιο των ενώσεων αυτών, για να καταστήσει ανάλογους θεσµούς πανευρωπαϊκού χαρακτήρα. Ερώτηµα 16 Είναι γεγονός ότι η τροποποίηση των εγγραφών του κτηµατολογίου βάσει δικαστικών αποφάσεων σχετικά µε τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων αποτελεί ένα ακόµη µέσο δηµοσιότητας και ως εκ τούτου προστασίας των συναλλασσόµενων. Υπό το πρίσµα της παρατήρησης αυτής φαίνεται ευκταία η απλοποίηση της σχετικής διαδικασίας. Λαµβανοµένου ωστόσο υπόψη του τρόπου διατύπωσης του άρθρου 21 παρ. 2 του Κανονισµού 2201/2003 (του δυνητικού δηλαδή χαρακτήρα της εγγραφής στα ληξιαρχικά βιβλία της απόφασης διαζυγίου κλπ. καθώς και της επιφύλαξης της τρίτης παραγράφου του ίδιου άρθρου, της δυνατότητας δηλαδή να κινηθεί η διαδικασία έκδοσης απόφασης για την αναγνώριση ή µη της αλλοδαπής απόφασης) αλλά και (κυρίως) του δυνητικά µεγαλύτερου αριθµού τρίτων που εξαρτώνται, στην περίπτωση αυτή, από την πίστη ανάλογων βιβλίων είναι περισσότερο σκόπιµη η εξάρτηση των σχετικών εγγραφών από την ύπαρξη εκτελεστήριου τύπου. Κατ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η καταχώριση στα παραπάνω βιβλία εγγραφών βάσει 12

αποφάσεων που δεν έχουν υποστεί τον αναγκαίο νοµικό έλεγχο από τους αρµοδίους υπαλλήλους και δεν αποκλείεται να κριθεί εκ των υστέρων ότι δεν µπορεί να τύχουν αναγνώρισης. Είναι προφανές ότι µία ανάλογη εξέλιξη θα είναι εις βάρος της ασφάλειας των συναλλαγών. Ερώτηµα 17 Η δυνατότητα υιοθέτησης στο πλαίσιο του µελλοντικού Κανονισµού σχετικά µε τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων µιας ρύθµισης ανάλογης προς αυτήν του άρθρου 46 του Κανονισµού 2201/2003 και η υποβολή των µη δικαστικών πράξεων στο ίδιο καθεστώς (αναγνώρισης και εκτέλεσης) µε τις δικαστικές αποφάσεις είναι εξαιρετικά αµφίβολη. ύο είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του σχετικού προβληµατισµού: Κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι κατ αρχήν η προστασία και ο σεβασµός των προσδοκιών των εµπλεκόµενων µερών επιβάλλει την χρησιµοποίηση, και επί του προκειµένου, της µεθόδου της αναγνώρισης και όχι της µεθόδου των κανόνων σύγκρουσης (καθορισµού δηλαδή του εφαρµοστέου δικαίου). Στην πράξη βεβαίως η σηµασία της διάκρισης αυτής φαίνεται να είναι θεωρητική και µόνον. Και τούτο λόγω της υποβολής ανάλογων συµφωνιών στην αρχή της αυτονοµίας της βούλησης, στο δίκαιο δηλαδή που επιλέγουν τα µέρη. Υπό το πρίσµα του στοιχείου αυτού φαίνεται εύλογος ο ισχυρισµός ότι η εφαρµογή της µεθόδου της αναγνώρισης είναι αυτονόητη συνέπεια του ισχύοντος κανόνα σύγκρουσης και ότι στην πράξη η διαφορά µεταξύ των δύο παραπάνω µεθόδων είναι στην συγκεκριµένη περίπτωση ανύπαρκτη. εν θα πρέπει ωστόσο να παραβλέψει κανείς το δεύτερο στοιχείο για το οποίο έγινε λόγος, ότι δηλαδή σε αρκετές περιπτώσεις η αναφερθείσα αυτονοµία υποβάλλεται σε περιορισµούς (υπό την έννοια της δυνατότητας υποβολής του γαµικού συµφώνου σε ορισµένα µόνον δίκαια), ανάλογη δε ρύθµιση δεν αποκλείεται να υιοθετηθεί και στο πλαίσιο του µελλοντικού Κανονισµού για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ιδία σε περίπτωση συντονισµού των λύσεων αυτού, ως προς το συγκεκριµένο θέµα, προς τις αντίστοιχες λύσεις του (επίσης) µελλοντικού Κανονισµού για το διαζύγιο. Υπό το πρίσµα των παραπάνω στοιχείων µπορεί να λεχθεί ότι η αντιµετώπιση του συγκεκριµένου προβλήµατος απαιτεί περισσότερο 13

σύνθετους χειρισµούς: στην περίπτωση αυτή η µέθοδος της αναγνώρισης διατηρεί µεν την σηµασία της, θα πρέπει ωστόσο να συνοδεύεται από ένα ιδιότυπο έλεγχο του εφαρµοστέου δικαίου. εν φαίνεται έτσι σκόπιµη η αναγνώριση πράξεων αυτού του είδους που δεν είναι έγκυρες έναντι του δικαιϊκού συστήµατος (του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου συµπεριλαµβανοµένου) του τόπου κατάρτισής τους. Ερώτηµα 18 Η πλέον κατάλληλη µέθοδος για τη βελτίωση της δηµοσιότητας των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι η χρησιµοποίηση, και στον τοµέα αυτό, της πληροφορικής. Όµως παρά τα αναµφισβήτητα πλεονεκτήµατα αυτού του τρόπου προσέγγισης του προβλήµατος, το ζήτηµα είναι σύνθετο και η αντιµετώπισή του διόλου απλή. ύο εναλλακτικές λύσεις προσφέρονται προς την κατεύθυνση αυτή: η δηµιουργία σε κοινοτικό επίπεδο ενός ηλεκτρονικού αρχείου ειδικά για τον σκοπό αυτό καθώς και η δηµιουργία ενός ηλεκτρονικού τόπου που θα παραπέµπει απλώς στα σχετικά αρχεία των κρατών µελών. Με την επιφύλαξη των υποδείξεων των ειδικών στον τοµέα της πληροφορικής µπορεί να λεχθεί ότι η τελευταία αυτή λύση φαίνεται περισσότερο απλή και ρεαλιστική στο µέτρο που δεν απαιτεί, όπως η προηγούµενη, εξ υπαρχής δηµιουργία ενός ακόµη συστήµατος δηµοσιότητας, λύση που συνεπάγεται οπωσδήποτε πρόσθετα έξοδα, την ανάγκη ύπαρξης µιας µεταβατικής περιόδου προσαρµογής των πάσης φύσεως συναλλασσόµενων στο νέο τρόπο καταχώρισης των σχετικών δεδοµένων καθώς και τον γεωγραφικό καθορισµό των περιπτώσεων που καταλαµβάνει το κοινοτικό αυτό σύστηµα. Όµως, παρά την φαινοµενική απλότητα της λύσης αυτής, σηµαντικά προβλήµατα ανακύπτουν και στην συγκεκριµένη περίπτωση: η εφαρµογή και η οµαλή λειτουργία του συστήµατος αυτού (της ηλεκτρονικής δηλαδή παραποµπής στα εθνικά, επίσης ηλεκτρονικής φύσης, αρχεία) προϋποθέτει αφενός µεν την ύπαρξη ανάλογης ηλεκτρονικής οργάνωσης σε εθνικό επίπεδο, προϋπόθεση που δεν θα συντρέχει πάντοτε (περίπτωση της Ελλάδας), αφετέρου δε τον συντονισµό των σχετικών αρχείων των κρατών µελών, έτσι ώστε να είναι δυνατή όχι µόνον η µεταξύ τους επικοινωνία αλλά και η κατά τρόπο ενιαίο προστασία, στο πλαίσιο αυτό, των προσωπικών δεδοµένων. Αντιλαµβάνεται κανείς ότι η συγκεκριµένη λύση, εκ πρώτης 14

όψεως απλούστερη, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, περίπλοκη και δαπανηρή, η δε κοινοτική παρέµβαση (προς συντονισµό των σχετικών εργασιών) δεν µπορεί ίσως να αποφευχθεί. Εν πάσει περιπτώσει θα πρέπει να έχει κανείς συνείδηση του χρονοβόρου και δαπανηρού χαρακτήρα ανάλογων προσπαθειών, που παραµένουν εντούτοις εξαιρετικά χρήσιµες. Όσον αφορά πάντως το οικονοµικό µέρος των εγχειρηµάτων αυτών, θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόµενο ένταξής τους στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράµµατος IDABC(http://europa.eu.int/idabc/). Ερωτήµατα 19-23 Είναι γεγονός ότι τυχόν εφαρµογή της µελλοντικής κοινοτικής πράξεως και επί των περιουσιακών σχέσεων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο άλλων µορφών ενώσεων πλην του γάµου θα προωθούσε ακόµη περισσότερο την ενοποίηση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε κοινοτικό επίπεδο στον συγκεκριµένο τοµέα. εν θα πρέπει ωστόσο να παραβλέψει κανείς ότι στο πλαίσιο ορισµένων δικαιϊκών συστηµάτων (µεταξύ των οποίων και το ελληνικό) ανάλογοι θεσµοί δεν είναι απλώς άγνωστοι αλλά (προκειµένου για ενώσεις µεταξύ ατόµων του ιδίου φύλου, ανεξαρτήτως της ειδικότερης νοµικής µορφής τους) προσκρούουν σε σηµαντικές κοινωνικές αντιδράσεις. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές τίθεται θέµα αντίθεσης στη δηµόσια τάξη, η δε θέσπιση κοινών κανόνων σύγκρουσης η λειτουργία των οποίων στο πλαίσιο του δικαιϊκού συστήµατος ορισµένων κρατών µελών θα προσέκρουε κατά τρόπο συστηµατικό στη δηµόσια τάξη, στερείται νοήµατος. Πράγµατι η διαµόρφωση κανόνων σύγκρουσης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός minimum κοινωνίας δικαίου, κοινών δηλαδή δικαιϊκών αντιλήψεων, η προϋπόθεση δε αυτή επί του προκειµένου δεν συντρέχει ακόµη στον ευκταίο βαθµό. Η ένσταση ότι η ρύθµιση µιας συγκεκριµένης έκφανσης ενός θεσµού δεν συνεπάγεται κατ ανάγκην αναγνώριση του κύρους των επί µέρους σχέσεων, αν και όχι απολύτως ακριβής (εάν η σχέση δεν υφίσταται, το ίδιο δεν µπορεί παρά να ισχύει και για τις συνέπειές της), θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Μία ανάλογη προσέγγιση του ζητήµατος αποτελεί στην πραγµατικότητα µία συµβιβαστική λύση, ανταποκρινόµενη στις ανάγκες του συναλλακτικού βίου. Παρά ωστόσο τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της, η λύση αυτή έχει συγχρόνως ιδιαίτερη συµβολική σηµασία η οποία, εάν δεν 15

δικαιολογεί, πάντως εξηγεί τις υπάρχουσες αντιδράσεις και δυσχεραίνει τη διαµόρφωση κανόνων σύγκρουσης στον υπό ρύθµιση τοµέα. 16