ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ Αατουράλι Είδος λουλουδιού Αγέλη Αγλαστή κτλ. Κοπάδι βοδιών. Τοπωνύµια του χωριού. Αγούδουρας Αυτοφυές φυτό των αγρών. Αγριλιούδ κτλ. Αδρύ Αϊ- Στράτ γους Άκ'στος Αλισαφ Αλόρτα Αλωνιστής Απαντέχω Αποσέρνω Γειτονιές του χωριού Αµέτρητο Άγιος Στρατηγός, ο Ταξιάρχης αρχάγγελος Μιχαήλ. Ο µήνας Αύγουστος Ελισάβετ Όρθια Ο µήνας Ιούλιος Περιµένω Τελειώνει η καρποφορία µου. Αραπίνα Η κάτοικος της Αραπιάς ( Αφρικής ). Αργκόµπλα Τα αγριοκορόµηλα. Άση µυρµήτ ς Πείραγµα, άφησε κάτι και για τα µυρµήγκια. Αστ'βή Ασφάλαγκας Ατριβόλοι Αφλουγή Βουδόστοµα Αγκαθωτός θάµνος, αφάνα Τυφλοπόντικας Ζιζάνια µε αγκάθια Κουτσοµπολιό Φίµωτρο βοδιού από βούρλα. Εµπόδιζε το ζώο να τρώει την ώρα που αλώνιζε.
Βράσµα Πετιµέζι. Βρουλιά Γηρουσύν Σκοινί από βούρλα. Το να είναι κανείς γερός, υγιής Γιούνια Γιουρουκοι Γλιτώµατα Γ οµάρι Γωνιά εµάτι ρεµόνι Ονοµάζονται οι µεταµφιεσµένοι τις Αποκριές στη Λέσβο. Στο λεσβιακό ιδίωµα χρησιµοποιούνται επίσης οι όροι αρκούδες και κουδουνάτοι. Νοµαδικός λαός από τη Μικρά Ασία που κατοικούσε και στη Λέσβο. Οι Γιουρούκηδες έµεναν σε σκηνές στις δασικές περιοχές και ήταν ξυλοσχίστες, υλοτόµοι ή κατασκεύαζαν ξύλινα είδη οικιακής χρήσης, µάζευαν και πωλούσαν δαδί κ.ο.κ. Είχαν εξισλαµιστεί, ωστόσο διατηρούσαν ιδιαίτερα έθιµα και είχαν ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωµα. Οι Γιουρούκοι εγκατέλειψαν τη Λέσβο µε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσµών το 1923. Το τέλος των εργασιών. υο τσουβάλια ελιές, φορτίο µουλαριού. Το τζάκι Ποσότητα θερισµένων σταχυών, όσα µπορεί ν'αγκαλιάσει µε τα δύο χέρια άνδρας Μεγάλο κόσκινο µε πλέγµα από δέρµα κατακρατούσε τα άτριφτα στάχυα ρεµόνι (και δερµόνι ) Μεγάλο κόσκινο µε πλέγµα από δέρµα. ροµί ώµα Έδγητς Ελιγώθη Επάδοντας Επωδούσε Ποσότητα θερισµένων σταχυών, όσα µπορεί να συγκρατήσει η αγκάλη του αριστερού χεριού Επίπεδη στέγη σπιτιού από πατηµένο χώµα. Με δώµατα στεγάζονταν τα περισσότερα σπίτια στα χωριά της Λέσβου µέχρι την δεκαετία του 1930, οπότε η οικονοµική ανάπτυξη επέτρεψε την σταδιακή τους αντικατάσταση µε κεραµωτές στέγες. Επίρ., έτσι Λιποθύµησε Τραγουδώντας Έλεγε την επωδή Έρτην Έρθουν.
Έχω στο µάτι Εχθρεύοµαι, µισώ. Ζαµπνιά Η αρρώστια. Ζεύγλα και ζεύγλα Καµπυλωτό εξάρτηµα του ζυγού από καψαλιασµένο κλαδί αγριελιάς. Χρησίµευε για το ζεύξιµο των βοδιών στον ζυγό Ζεύλα και ζεύγλα Καµπυλωτό εξάρτηµα του ζυγού από κλαδί αγριελιάς. Χρησίµευε για το ζεύξιµο των βοδιών στον ζυγό. Ζώναρο Θάσιο Θεριστής Κ µάρ Κάητση Καλανδρουµένοι Καλόπαντρες Κάντου Καπάρωµα Καπυράδα Καρατζηγέρια Κασάνι Καταχρειάζουµαι Κατεβατό Κατήνα Το ζουνάρι, η ζώνη Παρασκεύασµα από κοπανισµένα αµύγδαλα ζάχαρι και ανθόνερο. Το πήγαιναν στις λεχώνες για να έχουν πολύ γάλα. Ο µήνας Ιούνιος Το κουµάρι, πήλινο σταµνί Κάηκε Ωραίοι και δυνατοί Οι καλοπαντρεµένες Καθόταν Προκαταβολή, δέσµευση, αρραβώνας. (καπυρός = ο ψηµένος),ψωµί ψηµένο και βουτηγµένο σε λάδι. Τα σωθικά, το µαύρο συκώτι Εργαλείο µεταλλικό µε το οποίο καθάριζαν το δέρµα των γαιουδουριών Έχω ανάγκη, καταδέχοµαι, υπολήπτοµαι Ισόγειο δωµάτιο του σπιτιού Πλάτη Κατσ µένους γιαβουκλούς Ο κακιωµένος αγαπητικός Καυκάρα Χώµα,κατάλληλο για λάσπη, µε την οποία έχτιζαν τις πέτρες.
Κάψαλα Φωτιές Κιούπι Πιθάρι. Κισέ Κισκέκ(ι) Κίτρινη µαντίλα Κµάρια Κνηκάτος Κόβω έργο Κότσαλα Κοτσαλα Κουλοκόπκα Κουµάρι Κουπηλάρ Κουπιλούδ Κουρελούδες, Καρπέτες Κουρκούτι Κουρµάδια Η σακούλα που φυλάγονται χρήµατα, το πουγκί Πανηγυριώτικο φαγητό από αλεσµένο ρεβίθι, σιτάρι και κρέας. Χαρακτηριστικό κάλυµµα του κεφαλιού για προστασία από τον ήλιο. Παγούρια Ροδαλός,κόκκινος. χαράζω τη γραµµή που θα ακολουθήσω θερίζοντας. Χοντρά υπολείµµατα της καλαµιάς. Χοντρά υπολείµµατα από την καλαµιά. Κουράστηκα Πήλινο σταµνί. Το αγόρι, ο αγαπηµένος Μικρό κορίτσι Χνότα κλινοσκεπάσµατα ( και ταπέτα ) υφασµένα στον αργαλειό. Χοντροαλεσµένο σιτάρι. Τα µελοµακάρονα Κουτούκια Μικρά υπαίθρια µαγαζιά, που σέρβιραν ούζο και ξηρούς καρπούς και λειτουργούσαν µόνο τις Κυριακές και τις αργίες. Άκµασαν στην Αγιάσο από το 1934 µέχρι το 1943, οπότε τα περισσότερα έκλεισαν. Κουτρούµπι Πιθόσχηµο πήλινο αγγείο µε δύο λαβές για αποθηκευτική χρήση. Κοψοχόλιασα Κρεβατή Τρόµαξα Ο αργαλειός
Κρέµαση Κτσιά Κτώ Κλίση, κατάλληλη θέση. Κουκάκια Σπρόχνω Κυρατζής Ο αγωγιάτης. Λαγήνα Το λαγήνι η στάµνα Λαγήνι Μονάδα µέτρησης του λαδιού. Λγάρι Λιέµαι Λιουδάκρυγιο υ Λίπεδο Λίχνισµα Λυγαρένιο Μ νούχος Ο πλούτος, ο θησαυρός Γυρίζω Αρωµατικό κόµµι ελιάς. Αδιάβροχο χώµα για το στρώσιµο των δωµάτων. Το πέταγµα ψηλά των αλωνισµένων σταχυών για να ξεχωρίσει µε την βοήθει του ανέµου ο καρπός από το άχυρο. από κλαδί λυγαριάς Μαγαρίζω βρωµίζω, µολύνω. ευνουχισµένο αρσενικό αρνί για πάχυνση και σφαγή Μαγαρισµένοι µιαροί, βρώµικοι, µολυσµένοι. Μανταµαδιώτικο κουµάρι Μαστραµπάς σταµνί από το χωριό Μανταµάδος. Έκανε το νερό δροσερό. Μικρή κανάτα από πηλό γυαλι η πορσελάνι Ματσόβεργα βέργα για κατασκευή φύλλου γλυκισµάτων, ο πλάστης Μειντάνι Μεσιά Μέχρι να συνεφέρει Μηχανές Ξέφωτο χονδρό κυλινδρικό δοκάρι, το στήριγµα της στέγης. µέχρι να συνέλθει ελαιοτριβεία.
Μιλιουνιάδης µιλιούνια, εκατοµµύρια Μισοκαλίκι Μλάρ Μόδι Μοσκοκάρφια Μπαγδατί Μπαξίσι Μπασκιτζης Μπουρού Μπούχτσα Μπρουµπτώ Μτζούνα Μυρωδιόξ λα Να τους χορέψω Νταµάρι Ονοµαζόταν το παλιό µπουκάλι ευρείας κατανάλωσης για το ούζο, που περιείχε ποσότητα ίση µε µισή οκά (δηλαδή 640 γραµµάρια). Μουλάρι Το µόδι είναι η σηµαντικότερη µονάδα µέτρησης της ελαιοπαραγωγής και συνεχίζει να χρησιµοποιείται µέχρι σήµερα, όπως και οι υποδιαιρέσεις του. Ένα µόδι ισοδυναµεί µε 500 οκάδες ελιές ή 640 περίπου κιλά. το µπαχαρικό γαρύφαλα Ονοµάζεται η τεχνική κατασκευής των τοίχων των παλιών σπιτιών από ξύλο. Οι τοίχοι αυτοί αποτελούνταν από ξύλινο σκελετό µε οριζόντιες πήχεις ή καλάµια, που είτε σοβαντίζονται και από τις δύο µεριές µε ασβεστοκονίαµα ή παραµένουν χωρίς επίχρισµα στην εξωτερική τους πλευρά, αλλά µε επένδυση από οριζόντιες ξύλινες σανίδες. Χρήµατα που έδιναν στους µουσικούς αυτοί που επιθυµούσαν να χορέψουν ή να ακούσουν έναν σκοπό τη στιγµή που οι µουσικοί εκτελούσαν την "παραγγελία" τους. Ονοµαζόταν ο χειριστής του ξύλινου και αργότερα του υδραυλικού πιεστηρίου στο ατµοκίνητο ελαιοτριβείο. Προέρχεται από τη λέξη "µπασκί" που σηµαίνει πρέσα, πιεστήριο. Σειρήνα ελαιοτριβείου. Βαρέθηκα Σκύβω Μάσκα Φρύγανα από το φυτό µυρωδιά (γλυκάνισο) Να τους δείξω εγώ, να µάθουν Το λατοµείο.
Ντάµι Ντέµπλα Μικρό κτίσµα από ξερολιθιά στο κτήµα ή στην ύπαιθρο γενικότερα, που χρησιµοποιείται ως κατοικία, όταν η αγροτική εργασία απαιτεί την παραµονή του αγρότη στο κτήµα, αλλά και ως αποθηκευτικός χώρος. Ονοµάζουν στη Λέσβο το εργαλείο, από ξύλο ή καλάµι, που χρησιµοποιούν οι ραβδιστές στο ράβδισµα των ελαιόδεντρων για να πέσει ο καρπός τους. Με την έκφραση "πηγαίνω στη ντέµπλα", εννοείται "πηγαίνω για µεροκάµατο ως ραβδιστής σε ελαιόκτηµα". Ντουγένι Νυφικάτος Μουσικός σκοπός του γάµου. Ξεµοράναµε Ξεπητσόθκι Ξήλιασα Το µέσο µε το οποίο γινόταν το αλώνισµα. Το αποτελούσαν δύο σανίδες που ενώνονταν µε µάνταλα. Στην κάτω επιφάνεια τους έφεραν κοφτερές πέτρες. Πάνω στο ντουγένι καθόταν ο αλωνιστής που κατέυθυνε τα βόδια στο αλώνισµα. Χάσαµε το µυαλό µας Γθάρθηκε Κρύωσα Οκνιά Η τεµπελιά. Όνοµα Π κά µσου Αυτό το όνοµα θα είχε ο µέλλοντας σύζυγος. Το πουκάµισο Π κρουθάσιου µτφ. ερωτική εγκατάλειψη Παλαµίδια Πατινάδα Πατωµένη Πελεκάνος Πισκίρια Πλασταριά ξύλινα προστατευτικά καλύµµατα για τα δάχτυλα και τις παλάµες, που φορούσαν στα χέρια τους οι θερίστριες. Βόλτα στους δρόµους µε συνοδεία µουσικής. Ορισµένοι σκοποί και τραγούδια, έχουν τυποποιηθεί και αναφέρονται ως "πατινάδες", ανεξάρτητα από το πλαίσιο επιτέλεσης τους. Λιθόστρωτος δρόµος που οδηγεί έξω από την περιφέρεια του χωριού ή της κωµόπολης. Ο λιθοξόος, αυτός που πελεκά πέτρες. Πετσέτες προσώπου Μικρό στρογγυλό,χαµηλό τραπέζι, αλλιώς και σοφράς
Πλατσιέντα Πλιουφαγουµένα Πόσι Μεταξωτό µαντίλι. Προυτακ στιά 1η Αυγούστου Πρωτακ'στιά Οι δίπλες (από τη λέξη πλακούντας =λεπτό φύλλο ζύµης) Σύκα µισοφαγωµένα από τα πουλιά. Πρώτη Αυγούστου Πυργώνουν οι θηµωνιές Γίνονται ψηλές σαν πύργοι. Ραχταλέλια Τα µικρά ράχτα Ρεγάλο Βραβείο, δώρο ( πουκάµισο στον αρχιµάστορα, πόσια στους µαστόρους, µαντίλια στους εργάτες ) Ριτσέλι Ρουδόσταµα Ρουπάδες Ρουπανίδες Σ κουλόγ µα Σαβούλι Σαβουρτώ Σάζω Σαλ βάρ Σαµσάς Σαπλίκ Σαρακουστ να αβγά Σαρκί Γλυκό από κολοκύθα ή κυδώνι µέσα στο πετιµέζι. Απόσταγµα τριαντάφυλλων, ανθόνερο (δρύπες )ελιές θρούµπες. Ζιζάνια, αγριορεπανιές. Μάζεµα των γινοµένων σύκων από τη συκιά. Το βαρίδι (νήµα της στάθµης). Πέφτω Φτάχνω Ανδρική νησιώτικη ακριβή βράκα Τοπικό παραδοσιακό γλύκισµα από αµύγδαλα Ξύλο Αβγά που έχουν συγκεντρωθεί τη Μεγάλη Σαρακοστή Είδος αφηγηµατικού τραγουδιού "ανατολίτικης προέλευσης".
Σαχνισίνι Ονοµάζεται στη Λέσβο η (ξύλινη) προεξοχή των άνω ορόφων των κατοικιών, που συνέβαλε στην επέκταση του ωφέλιµου χώρου και έφερε πολλά ανοίγµατα για τον εξαερισµό και τον φωτισµό των δωµατίων. Σεργιάζω Προσφέρω βοήθεια, κάνω την ίδια εργασία. Σέτια Σινί Σκαρπίνια Αναληµµατικά τοιχεία από ξερολιθιά, δηλαδή από πέτρες χωρίς συνδετική ύλη, που χτίζονται στις πλαγιές των βουνών για να συγκρατούν το χώµα. Τα έχτιζαν γύρω από τα ελαιόδεντρα ή για να ορίσουν κτήµατα και µπορεί να τα συναντήσει κανείς σ' όλη την ύπαιθρο της Λέσβου. Μεγάλο αβαθές ταψί Παπούτσια Σκοτεινό Λαγκάδι Τοπωνύµιο. Ανήλιαγο Λαγκάδι. Σκύβαλο Τα αποκοσκινίδια, τροφή για τις κότες. Σνίρτα Σνίτσι Σουβελίκι Σουκάτς Στ βάξιµο Σταρκό Στσύβαλα Σφηντηγόνα Συνήλθα Μεταλλικό σκεύος µέτρησης βάρουσ των δηµητριακών (πρίπου 7 οκάδες) Πελεκητή πέτρινη κολόνα για το πλαίσιο παραθυριού ή πόρτας. Σοκάκι Επεξεργασία του βαµβακιού Κόσκινο µε µεταλλικό πλέγµα. Ξεχωρίζει το στάρι από τα σκίβαλα και από την ήρα Τα σκύβαλα, τα αποκοσκινίδια Η σφεντόνα Σωθύρι Περιφραγµένη θαµνώδης έκταση για το βόσκηµα αιγοπροβάτων. Σ'αυτή υπήρχε συνήθως και το αλώνι και ο αχυρώνας και το κοτέτσι. Τ απουδέλοιπα τα υπόλοιπα Τ ς Παναγιάς του µάτ κλέβ γ ς Ξεγελάς ακόµα και την Παναγιά,που τα µάτια της τα βλέπουν όλα.
Ταιφάς Λέξη τουρκικής προέλευσης που σηµαίνει την οµάδα εργατών. Στη Λέσβο χρησιµοποιούν τον όρο κυρίως για την οµάδα εργατών συλλογής του ελαιοκάρπου, που αποτελείται από άντρες ("ραβδιστές") και γυναίκες Ταϊφάς (λ.τούρκικη) οµάδα ανθρώπων,µπουλούκι. Ταλκορυχεία Τα'νώνω Ταχειά Τεζγιάχι Τέστο, Γραγούδα Ονοµάζονται τα ορυχεία, όπου εξόρυσσαν το "ταλκ", ένα ορυκτό που χρησιµοποιόταν σε πρόσµιξη µε το ελαιόλαδο για την παραγωγή σαπουνιού, καθώς και στις πορσελάνες. Ταλκορυχεία υπήρχαν στην περιφέρεια του Πλωµαρίου και της Αγιάσου. Κενώνω, Αδειάζω Αύριο Ο πάγκος,ο µπουφές του καφενείου Πήλινα σκεύη για βράσιµο όσπρίων και άλλες χρήσεις. Τουλούµι Ονοµάζεται στη Λέσβο ο ασκός από δέρµα κατσίκας ή προβάτου. Το τουλούµι χρησιµοπιόταν κυρίως για την µεταφορά του λαδιού ή και του κρασιού από τους αχθοφόρους. Τραχηλίτσα Τρίβολοι Τριξαλούδα Ο τράχηλος, ο λαιµός Αγκαθερά ζιζάνια Ο γρύλλος το τριζόνι Τριξαλούδα Ογρύλος, το τριζόνι. Τρουβαδέλια Τσ νώνω Υφαντά µικρά παιδικά σακίδια Κενώνω, αδειάζω. Τσανάκα Τσέντρα Τσεσβές Τσηφάλ' Πήλινο επιτραπέζιο αγγείο, παρόµοιο µε το σηµερινό πιάτο ή την πιατέλα. Κατασκευαζόταν στα παραδοσιακά εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιφέρειας Μανταµάδου για καθηµερινή οικιακή χρήση. Η βούκεντρα ύψους 1,5 µέτρο Μπρίκι Το κεφάλι
Τσιρόνι ιχαλωτό ξύλινο εργαλείο για το ανακάτεµα των σταχυών στο αλώνισµα Τσιτώνω κλείνω το γεµάτο τσουβάλι µε «τσίτες» (ξύλινες πρόκες). Τσοίτοµαι πλαγιάζω, είµαι βαριά άρρωστος Τσόκος, η χτενιά Φούσκα Φρουκαλιά Φυσερά Χαλκιάς εργαλεία των λιθοξόων. Η ουροδόχος κύστη των ζώων Σκούπα Πνευστά όργανα. Ο τύπος της κοµπανίας µε πνευστά όργανα, που περιελάµβανε κυρίως κλαρίνο, τροµπόνι, ευφώνιο, τρόµπα ή κορνέτα, ήταν ιδιαίτερα διαδεδοµένος στη Λέσβο από τα τέλη του 19ου αιώνα µέχρι το 1940. Ο σιδηρουργός, ο γύφτος Χαρτούρα Χλιµίτσα Χοντράδια Ψ τάλια Ψηφί Χρήµατα που έδιναν στους µουσικούς αυτοί που επιθυµούσαν να χορέψουν ή να ακούσουν έναν σκοπό τη στιγµή που οι µουσικοί εκτελούσαν την "παραγγελία" τους. Η γλιστρίδα - Αντράκλα Στάχυα που δεν τρίφτηκαν Τα ύκα που έχουν ξεραθεί πάνω στη συκιά. Το µωσαϊκό