ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ EARNINGS MANAGEMENT ΣΤΟ Χ.Α.Α. ΜΕΝΑΓΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Αθήνα

Σχετικά έγγραφα
Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Περίγραμμα Μαθήματος

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων. Δρ. Ναούμ Βασίλειος

Υπόδειγμα Β.2.1: Κατάστασης Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης. Κωδικός Μαθήματος ΔΕΛΟΓ41-2. Εξάμηνο Μαθήματος 6 ο ή 8 ο. Τύπος Μαθήματος Επιλογής

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

REDS Ανώνυμη Εταιρεία Ανάπτυξης Ακινήτων & Υπηρεσιών. Ενδιάμεσες συνοπτικές Οικονομικές καταστάσεις για την 3μηνη περίοδο έως 31 Μαρτίου 2005.

Περιεχόμενα. Εισαγωγικό σημείωμα... 11

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.Ε.Α.Π. Ενδιάμεσες Συνοπτικές Ατομικές Οικονομικές Kαταστάσεις

ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 1 «ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ»

Χρηματοοικονομική Λογιστική. Χρηματοοικονομική Λογιστική Ελευθέριος Αγγελόπουλος 1-1

ΤΕΚΤΟΝΑΡΧΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. ΑΓ.ΤΡΥΦΩΝΟΣ 8, Αθήνα. Αρ.Μ.Α.Ε.46416/014Τ/Β/00/501 ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης Βασιλικά Βουτών

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. της Χρήσης 1 η Ιουλίου 2017 έως 30 η Ιουνίου 2018

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΩΝ ΕΔΡΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Ν. ΕΒΡΟΥ Σ. Οικονόμου ΑΡ. Μ.Α.Ε /65/Β/86/03 ΑΡ. ΓΕ.ΜΗ.

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ. Βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 40 ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΑ. Χρήστος Ι. Νεγκάκης Καθηγητής

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 9 η. Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Παράγραφος Περιεχόμενο άρθρου 29 3 α) ΚΑΘΑΡΙΟΣ Α.Τ.Ε.Β.Ε.

6.5. Η πρώτη εφαρμογή των ΕΛΠ για τις προσωπικές εταιρείες - πολύ μικρές οντότητες (άρθρο 1 παρ. 2γ Ν 4308/2014) Σελ. 26

ΕΥΒΟΪΚΗ ΑΚΤΗ Α.Ε. ΑΡ.Γ.Ε.ΜΗ.: ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ της χρήσεως από 1η Ιανουαρίου 2015 έως 31η Δεκεμβρίου 2015

ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ. Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα

ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙΑΝΗ ΣΧΟΛΗ ΜΑΡΙΑ ΓΟΥΔΕΛΗ Α.Ε.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

«Δ.ΣΑΝΔΡΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις Φόρος εισοδήματος 5 886,67 Λοιποί φόροι και τέλη 1.447,17 Σύνολο 2.333,84

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

Λογιστικές Πολιτικές, Αλλαγές στις Λογιστικές εκτιμήσεις και λάθη ΔΛΠ 8. Accounting Policies, Changes in Accounting Estimates and Errors IAS 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες)

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2017

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

PLAN ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΕ

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

Εισαγωγή στην. χρηματοοικονομική ανάλυση

Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της ΜΠΙΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΦΜ: Γ.Ε.Μ.Η.

ΦΙΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΑΡ.ΓΕΜΗ [ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΗΣ 2016]

BROKERS UNION ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Α.Ε.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ. (βάσει των διατάξεων του κωδικοπ. Ν.4308/2014, όπως ισχύει) ΤΗΣ ΝΤΑΝΑ ΒΙΛΛΑΣ A.E

Βελισαρίου 5, Δράμα Αριθμός Μητρώου ΓΕ.ΜΗ

«ΠΟΛΥΣΥΣΤΕΜΣ (POLYSYSTEMS)-ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΠΟΛΥΟΥΡΕΘΑΝΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ» δ.τ. «ΠΟΛΥΣΥΣΤΕΜΣ ΙΚΕ»

Σημ Ενσώματα πάγια Ακίνητα Μηχανολογικός εξοπλισμός Λοιπός εξοπλισμός

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΖΙΒΕΛΑΚΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ. Λ. Αθηνών 181, Αθήνα ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ THN. 30 Σεπτεμβρίου 2006

ΔΟΥΡΟΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ & ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΤΟΙΜΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ Α.Ε

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α.Ε ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΗΧΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2017

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

RASS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΤΗ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ 10, 18531, ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ.


Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ PROFIL ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ - ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε. ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ 2015

14 η Μαρτίου Προκειμένου να καταλήξουμε στην άποψή μας μελετήσαμε τα παρακάτω :

Εννοιολογικό Πλαίσιο (Γενικά) Σκοπός (Παράγραφος 1) Πεδίο Εφαρμογής (Παράγραφος 5) Αξιολόγηση του Ε.Π της IASB

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ POSTSCRIPTUM ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΠΕ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015 ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ 4 ΑΘΗΝΑ ΤΚ Αριθμός Μητρώου ΓΕ.ΜΗ.

Αθήνα Ωτο Τέχνικα Ελλάς Α.Ε. Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του (Ν. 4308/2014) (Ε.Λ.Π)

Β.1.1 ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ PENIFARM PENIFARM ΕΠΕ

Προσάρτημα (σημειώσεις) επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων

" ΖΑΜΠΑΤΗΣ Α.Ξ.Τ.Ε.Ε. " (Αρ. ΜΑΕ /90/Β/90/11 & Αρ. Γ.Ε.ΜΗ ) Υπόδειγμα Β.1: Ισολογισμός Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

ΠΙΣΤΕΥΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

(Πηγή: Χρηματοοικονομική λογιστική, ΕΑΠ Τόμος Α).

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧ.ΕΠΙΧ.ΕΠΕΞ.ΝΩΠΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΝΕΟ ΡΟΔΟΓΑΛ 9ο χλμ ΡΟΔΟΥ ΛΙΝΔΟΥ ΡΟΔΟΣ ΑΦΜ ΔΟΥ ΡΟΔΟΥ. Ισολογισμός (B.1.

Ιδιοπαραχθέντα πάγια στοιχεία. Αποτέλεσμα προ φόρων , ,26. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΛΟΓ/ΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 31ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 (1/1-31/12/2015)

Ετήσιες χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της ΑΦΟΙ ΣΕΒΑΣΤΙΔΗ ΑΕ του φορολογικού

1. Σύννομη κατάρτιση και δομή των οικονομικών καταστάσεων - Παρεκκλίσεις που έγιναν χάριν της αρχής της πραγματικής εικόνας

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2015

ΒΙΟΚΗΠ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΣΟΦΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΑΙΑΝΙΑΣ 14, ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

Τόκοι και συναφή κονδύλια (καθαρό ποσό) (47.046,77) (41.973,09) Αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους (54.865,67) ,29

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΗΠΕΙΡΟΥ Α.Ε. Αβέρωφ 12 - Ιωάννινα Αριθμός Μητρώου ΓΕ.ΜΗ

UNION LOGISTICS Α.Ε. Ακτή Μουτσοπούλου 16, Πειραιάς. Τ.Κ ΑΡ.Μ.Α.Ε /02/Β/08/125 Αρ. ΓΕΜΗ :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

3. Οι παρούσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο 4308/2014.

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.Ε.Α.Π. Ενδιάμεσες Συνοπτικές Ατομικές Οικονομικές Πληροφορίες

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

Αθήνα, 30 Ιουνίου Ο Διαχειριστής Η Υπεύθυνη Λογιστηρίου Το Μέλος

ΚΟΤΝΘΟ Α.Δ. ΣΔΥΝΙΚΗ-ΔΡΓΟΛΗΠΣΙΚΗ-ΣΟΤΡΙΣΙΚΗ-ΟΙΚΙΣΙΚΗ ΑΝΩΝΤΜΗ ΔΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΥΑΝΙΚΗ ΔΣΑΙΡΔΙΑ

ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Ο.Τ.Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ 2015

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΧΡΗΣΕΩΣ 2015 ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ <<ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΜΟΝ ΙΚΕ>> Αρ. Γ.Ε.Μ.Η.:

(ποσά σε ΕΥΡΩ) Ενσώματα πάγια Ακίνητα , ,42 Μηχανολογικός εξοπλισμός 8.738, ,17 Λοιπός εξοπλισμός 2.647,80 3.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΣΑΤΣΟΣ & ΣΙΑ ΕΠΕ ΚΕΑΣ 31 ΚΑΜΙΝΙΑ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. χρήσεως

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ

1. Η εταιρεία λειτουργεί ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα.

Transcript:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ EARNINGS MANAGEMENT ΣΤΟ Χ.Α.Α. ΜΕΝΑΓΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Εργασία υποβληθείσα στο Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ως μέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Αθήνα Ιούλιος, 2014

2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Εγκρίνουμε την εργασία του ΜΕΝΑΓΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ [ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] Κα ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] [ΟΝΟΜΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] Κος ΒΕΝΙΕΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ [ΥΠΟΓΡΑΦΗ]... [ΟΝΟΜΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] Κος ΤΖΟΒΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ [ΥΠΟΓΡΑΦΗ]... 15 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014 3

4 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «Δηλώνω υπεύθυνα ότι η συγκεκριμένη πτυχιακή εργασία για τη λήψη του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη Λογιστική και Χρηματοοικονομική έχει συγγραφεί από εμένα προσωπικά και δεν έχει υποβληθεί ούτε έχει εγκριθεί στο πλαίσιο κάποιου άλλου μεταπτυχιακού ή προπτυχιακού τίτλου σπουδών, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η εργασία αυτή έχοντας εκπονηθεί από εμένα, αντιπροσωπεύει τις προσωπικές μου απόψεις επί του θέματος. Οι πηγές στις οποίες ανέτρεξα για την εκπόνηση της συγκεκριμένης διπλωματικής αναφέρονται στο σύνολό τους, δίνοντας πλήρεις αναφορές στους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων και των πηγών που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκαν από το διαδίκτυο». Μενάγιας Νικόλαος [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] 5

6 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Στους γονείς μου, Ηλία & Παρασκευή Στον αδερφό μου, Σπύρο 7

8 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Με την ολοκλήρωση της παρούσας διπλωματικής εργασίας θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου αφενός στην επιβλέπουσα καθηγήτρια κα Αφροδίτη Παπαδάκη για την καθοδήγησή της στην εκπόνηση αυτής της εργασίας και αφετέρου σε όλα τα μέλη Δ.Ε.Π. του Τμήματος και στο διοικητικό προσωπικό για τη συμβολή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία απόκτησης του Διπλώματος. 9

10 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 13 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ... 17 1.1 Ορισμοί της έννοιας της διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος.. 17 1.2 Κίνητρα για διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος... 18 1.3 Τεχνικές διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος... 23 1.4 Κατηγορίες διαχείρισης λογιστικού αποτελέσματος... 28 1.4.1 Διαχείριση λογιστικού αποτελέσματος μέσω πραγματικών δραστηριοτήτων... 28 1.4.2 Διαχείριση λογιστικού αποτελέσματος μέσω λογιστικών δεδουλευμένων... 29 1.5 Προσδιορισμός λογιστικών δεδουλευμένων... 30 1.5.1 Μεθοδολογία ισολογισμού... 30 1.5.2 Μεθοδολογία ταμειακών ροών... 31 1.6 Διάκριση λογιστικών δεδουλευμένων... 31 1.7 Υποδείγματα ανίχνευσης διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων... 33 1.7.1 Υπόδειγμα Healy... 33 1.7.2 Υπόδειγμα De Angelo... 34 1.7.3 Υπόδειγμα Jones... 34 1.7.4 Τροποποιημένο υπόδειγμα Jones... 35 1.7.5 Το κλαδικό υπόδειγμα... 36 1.7.6 Το υπόδειγμα Kang and Sivaramakrishnan... 36 1.7.7 Το υπόδειγμα των Kothari, Leone, Wasley... 37 1.8 Λογιστική της συντηρητικότητας και οικονομική ύφεση... 37 1.9 Οικονομική κρίση και διαχείριση κερδών... 39 1.10 Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα... 41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 43 2.1 Ανάπτυξη υπόθεσης... 43 2.2 Περιγραφή δείγματος... 44 2.3 Παρουσίαση ερευνητικής προσέγγισης και μεθοδολογίας... 49 2.3.1 Παρουσίαση υποδείγματος Jones (cross sectional version)... 53 2.3.2 Παρουσίαση τροποποιημένου υποδείγματος Jones ή modified Jones (cross sectional version)... 55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ... 57 3.1 Εκτιμήσεις υποδείγματος (1) ανά έτος και κλαδικό χαρτοφυλάκιο... 57 3.2 Αποτελέσματα μελέτης απολύτων τιμών διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων μέσω γραμμικής παλινδρόμησης... 66 3.2.1 Αποτελέσματα μελέτης απολύτων τιμών διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων που προήλθαν από το υπόδειγμα της Jones... 66 3.2.2 Αποτελέσματα μελέτης απολύτων τιμών διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων που προήλθαν από το υπόδειγμα modified Jones... 75 3.3 Αποτελέσματα περιγραφικής στατιστικής... 83 3.3.1 Αποτελέσματα περιγραφικής στατιστικής για τις απόλυτες τιμές των διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων που προέκυψαν από το υπόδειγμα Jones. 83 11

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 3.3.2 Αποτελέσματα περιγραφικής στατιστικής για τις απόλυτες τιμές των διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων που προέκυψαν από το υπόδειγμα modified Jones.... 98 3.4 Έλεγχος ισότητας των απολύτων τιμών των διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων που προέκυψαν από τα δύο υποδείγματα.... 115 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 : ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ... 119 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 121 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 128 12

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να ερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο επέδρασε η οικονομική κρίση στη διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών επιχειρήσεις κατά την οικεία περίοδο. Το θεωρητικό υπόβαθρο δεν είναι ξεκάθαρο αναφορικά με την κατεύθυνση της επίδρασης καθώς υπάρχουν αντιφατικές θεωρήσεις του φαινομένου. Αν και φαίνεται λογικό σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι διοικήσεις να προσπαθούν εντονότερα να βελτιώσουν την οικονομική επίδοση των εταιρειών τους, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η επιχειρηματολογία υπέρ της άποψης που υποστηρίζει την άμβλυνση του φαινομένου σε τέτοιες συγκυρίες. Υποστηρίζεται πως η ανεκτικότητα που δείχνουν οι αγορές για τις λιγότερο ανταγωνιστικές επιδόσεις των εταιρειών σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η αυξημένη ανάγκη για εξωτερική χρηματοδότηση, η μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα και προσοχή που επιδεικνύουν οι ελεγκτικές εταιρείες, η ισχυροποίηση του θεσμικού πλαισίου και ο νομικός κίνδυνος συνιστούν επιχειρήματα που συνηγορούν στον περιορισμό του φαινομένου. Τα ευρήματα της εμπειρικής μελέτης που διεξήχθη είναι υποστηρικτικά της μείωσης του επιπέδου της χειραγώγησης των κερδών κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Ωστόσο τα συμπεράσματα είναι στατιστικά επαληθεύσιμα και ισχυρά όταν ελέγχεται το σύνολο των κλάδων από κοινού ενώ όταν ελέγχονται οι κλάδοι μεμονωμένα διαπιστώνεται ξανά η ίδια τάση αλλά δεν επαληθεύεται στατιστικά πλην εξαιρέσεων. Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε για τη διαπίστωση της ύπαρξης και του μεγέθους της χειραγώγησης περιλαμβάνει τη μελέτη του διαφοροποιούμενου μέρους των λογιστικών δεδουλευμένων σε απόλυτες τιμές. Ο λόγος είναι πως πρόκειται για έρευνα που διεξάγεται σε ημερολογιακό χρόνο και δεν είναι εφικτό να συνδεθεί με γεγονότα που θα παρείχαν κίνητρο για χειραγώγηση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Για να ελεγχθεί η συμπεριφορά και το επίπεδο των διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων πέραν της περιγραφικής στατιστικής πραγματοποιήθηκε γραμμική παλινδρόμηση μέσω υποδείγματος που δημιουργήθηκε για να ληφθεί υπόψη ενδεχόμενη επίδραση χρονικής τάσης που εικάζεται πως υπάρχει και δύναται να 13

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ επηρεάζει τις τιμές των παρατηρήσεων με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση παράλληλα με την παράθεση των συμπερασμάτων που προέκυψαν από την έρευνα πρέπει να διατυπωθούν και ορισμένες επιφυλάξεις αναφορικά με την ορθότητά τους που εδράζονται κυρίως στις επόμενες δύο παρατηρήσεις. Πρώτον οι συντελεστές των παλινδρομήσεων των υποδειγμάτων που εκτιμήθηκαν για τον προσδιορισμό των κανονικών δεδουλευμένων δεν επέδειξαν καθόλου καλές στατιστικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να στερούνται αξιοπιστίας. Δεύτερον οι ερμηνευτικές μεταβλητές των υποδειγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν μπορεί να μην είναι οι ενδεδειγμένες για περιπτώσεις ακραίων αρνητικών οικονομικών επιδόσεων όπως συμβαίνει σε περιόδους έντονης ύφεσης με αποτέλεσμα στα κατάλοιπα των υποδειγμάτων να περιλαμβάνεται και μη ερμηνευμένο μέρος της εξαρτημένης μεταβλητής που δεν οφείλεται σε απροσδιόριστους παράγοντες δηλαδή μέρος των κανονικών δεδουλευμένων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση είναι και η πιο σοβαρή καθώς η μείωση του επιπέδου των απόλυτων τιμών των καταλοίπων αντιπροσωπεύει τη μείωση των κανονικών δεδουλευμένων που είναι αναμενόμενη σε περιόδους κρίσης και όχι τη μείωση των διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων και κατά συνέπεια της διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος. 14

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν ως σκοπό την παροχή πληροφορίας στους ενδιαφερομένους. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός χρησιμοποιείται κρίση. Το Εννοιολογικό Πλαίσιο του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB Framework) το οποίο θέτει τις έννοιες που διέπουν την κατάρτιση και παρουσίαση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται με βάση τα Δ.Λ.Π. ή πλέον Δ.Π.Χ.Π. αναφέρει πως σκοπός των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι να δώσουν πληροφορίες σχετικά με την χρηματοοικονομική θέση, επίδοση και τις μεταβολές στη χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης που θα είναι χρήσιμες για λήψη οικονομικών αποφάσεων σε έναν μεγάλο αριθμό χρηστών. Προκειμένου να είναι χρήσιμες πρέπει να συγκεντρώνουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως να είναι κατανοητές, συναφείς, αξιόπιστες και συγκρίσιμες. Τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά και η συμμόρφωση με τα Δ.Λ.Π. ή Δ.Π.Χ.Π. θεωρείται πως εξασφαλίζουν μια αληθινή και δίκαιη εικόνα. Όμως εντός του ιδίου του Πλαισίου στην παράγραφο 45 αναφέρεται πως στην πράξη χρειάζεται συμψηφισμός και ισορροπία μεταξύ των ποιοτικών χαρακτηριστικών, γεγονός που απαιτεί επαγγελματική κρίση. Αυτή ακριβώς η αναπόφευκτη κρίση που εισάγει υποκειμενικότητα καθιστά δυνατή και την διαχείριση των κερδών. Η δυνατότητα αυτή δεν συνεπάγεται αυτόματα και υλοποίηση μιας τέτοιας πρακτικής. Είναι όμως τόσο μεγάλη η σημασία του κέρδους ως λογιστικό μέγεθος που τελικά αναμένεται να γίνει αντικείμενο διαχείρισης. Το κέρδος για παράδειγμα χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων ως ένα μέτρο επίδοσης μιας εταιρείας το οποίο συνδέεται με τους συμβατικούς όρους μιας συμφωνίας και ανάλογα με το πώς θα διαμορφωθεί σε μεταγενέστερες της σύναψης της σύμβασης χρονικές περιόδους, θα καθορίσει και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Ως μέτρο επίδοσης χρησιμοποιείται και από τους ιδιοκτήτες των εταιρειών για να αξιολογήσουν το έργο της διοίκησης. Οι ιδιοκτήτες δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν επακριβώς τι συμβαίνει μέσα στην εταιρεία διότι βρίσκονται εκτός εταιρείας. Επειδή τα μέσα που έχουν στη διάθεση τους για να ελέγξουν τη διοίκηση αποτελεσματικά 15

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ είναι περιορισμένα χρησιμοποιούν τα κέρδη ως δείκτη της οικονομικής κατάστασης και προοπτικής της εταιρείας. Επίσης οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να επενδύσει σε μια εταιρεία ή να συνάψει οποιουδήποτε είδος συμφωνία στρέφεται στα κέρδη ως πολύτιμη οικονομική πληροφορία για να αποφασίσει. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι γύρω από μια εταιρεία θα λάβουν απόφαση με βάση τη κέρδη, οδηγεί τις διοικήσεις να χειραγωγούν τα αποτελέσματά τους. Οι επιχειρήσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται. Η αλληλεπίδραση είναι άμεση και ισχυρότατη. Η κρίση χρέους στην οποία έχει εισέλθει η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η ένταση και η διάρκεια της δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Ζώνης του Ευρώ. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ομοιομορφία στον τρόπο που την βιώνει κάθε Κράτος Μέλος, καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την ανάλυση και μελέτη της. Παρόλο που ξεκίνησε ως ένας εφιάλτης του νομισματικού τομέα γρήγορα οι συνέπειες φάνηκαν και στην πραγματική οικονομία. Τα χρέη των χωρών συνδυαστικά με τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα ανάγκασαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία να λάβουν βίαια μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων που έχουν καταφέρει να μην διακόψουν τη δραστηριότητά τους συνεχώς αναθεωρούν τις στρατηγικές τους και επαναδιαπραγματεύονται όρους συμβάσεων και συμφωνίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ύφεση. Κοινό σημείο αναφοράς σε όλες αυτές τις διαδικασίες και σημαντικό κριτήριο λήψης αποφάσεων είναι και τα κέρδη. Το ερώτημα που γεννιέται και το οποίο πραγματεύεται η παρούσα διπλωματική εργασία είναι κατά πόσο η πρακτική της διαχείρισης των κερδών ή του λογιστικού αποτελέσματος εν γένει οξύνθηκε ή αμβλύνθηκε μέσα σε αυτήν την οικονομική συγκυρία. 16

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 1.1 Ορισμοί της έννοιας της διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος Διαχρονικά έχουν προταθεί πολλοί ορισμοί για την έννοια της διαχείρισης των κερδών. Εκείνο το στοιχείο που διαχωρίζει την εκάστοτε προσέγγιση είναι η πρόθεση που αποδίδεται στη διοίκηση της εταιρείας αναφορικά με τη διαχείριση που επιχειρείται. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρουν οι Ronen and Yaari (2008) μπορεί να γίνει διάκριση των ορισμών σε 3 κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται αυτοί που ασκούν κρίση έχοντας ως κίνητρο να μεταδώσουν την εσωτερική πληροφορία που είναι διαθέσιμη στην διοίκηση βάσει της οποίας προκύπτει η αξιολόγηση της μελλοντικής επίδοσης της εταιρείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ορισμός του Beneish (2001) σύμφωνα με τον οποίο η άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της διοίκησης είναι ένας τρόπος να αποκαλύψει στους επενδυτές τις προσδοκίες της αναφορικά με τις μελλοντικές ταμειακές ροές της εταιρείας. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ορισμούς οι οποίοι προσδιορίζουν τη διαχείριση κερδών ως μια λογιστική πρακτική που αποσκοπεί σε αύξηση της αξίας της εταιρείας ή ίδιον όφελος. Αντιπροσωπευτικός μπορεί να θεωρηθεί ο ορισμός των Watts and Zimmerman (1990) που αναφέρουν ότι η διαχείριση κερδών συμβαίνει όταν η διοίκηση ασκεί διακριτική ευχέρεια στα λογιστικά νούμερα με ή χωρίς περιορισμούς ώστε να μεγιστοποιήσει την αξία της εταιρείας ή να καιροσκοπήσει. Η τελευταία κατηγορία στηλιτεύει ιδιαίτερα την πρακτική της διαχείρισης κερδών καθώς την ταυτίζει με μια προσπάθεια απόκρυψης της πραγματικής εικόνας της εταιρείας, συγκάλυψης προβλημάτων και ατασθαλιών και στρέβλωσης της αλήθειας. Ως δείγμα αυτού του σκεπτικού μπορεί να παρατεθεί ο ορισμός του Schipper (1989) που αναφέρει πως τη διαχείριση κερδών την αντιλαμβάνεται περισσότερο ως μια 17

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ διαχείριση της αποκάλυψης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων υπό την έννοια της σκόπιμης παρέμβασης με σκοπό την απόκτηση προσωπικού κέρδους. Ωστόσο εξαιτίας της σημασίας που έχουν τα κέρδη για όλους τους εμπλεκόμενους και ενδιαφερόμενους γύρω από μια επιχείρηση και του τρόπου με τον οποίο αυτά χρησιμοποιούνται για να ερμηνευθεί η χρηματοοικονομική της κατάσταση, αξία και προοπτική, στη βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ως πιο αντιπροσωπευτικός ορισμός αυτός των Healy and Wahlen (1999) που ισχυρίζονται πως η διαχείριση κερδών λαμβάνει χώρα όταν η διοίκηση χρησιμοποιεί κρίση στην χρηματοοικονομική παρουσίαση ή στη διάρθρωση των συναλλαγών ούτως ώστε να μεταβάλλει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις με σκοπό είτε να παραπλανήσει τους ενδιαφερόμενους αναφορικά με την οικονομική επίδοση της εταιρείας είτε να επηρεάσει συμβατικά αποτελέσματα που συνδέονται με τις δημοσιευμένες λογιστικές ποσότητες. 1.2 Κίνητρα για διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος Μεγιστοποίηση αμοιβών διοίκησης Βασικό κίνητρο για διαχείριση των κερδών αποτελεί η αμοιβή των στελεχών της διοίκησης. Η αμοιβή των στελεχών κατά κανόνα αποτελείται από μισθό συγκεκριμένου ύψους και μια συμπληρωματική αποζημίωση η οποία είναι γνωστή στη βιβλιογραφία με τον όρο bonus. Τα bonus είναι πρόσθετες απολαβές οι οποίες όμως δεν είναι προκαθορισμένες σε ύψος αλλά ούτε βέβαιες προς είσπραξη. Το ύψος τους καθώς και η ενδεχόμενη πληρωμή τους συνδέεται με την επίτευξη στόχων. Ο λόγος που δομείται έτσι η αμοιβή των στελεχών της διοίκησης είναι για να παρέχεται κίνητρο ώστε να μεγιστοποιείται το έργο που παράγεται και η προσπάθεια που καταβάλλεται. Τα κέρδη είναι το ποσοτικοποιημένο και μετρήσιμο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Τα στελέχη λοιπόν παρακινούνται να επηρεάσουν τα αποτελέσματα όταν η επίδοση της επιχείρησης δεν είναι φτάσει τα επιθυμητά επίπεδα προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την αμοιβή τους. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο 18

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ζήτημα η οποία δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Εάν ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί και η απόσταση είναι τέτοια που δεν μπορεί να καλυφθεί με λογιστικούς χειρισμούς τότε ενδέχεται τα κέρδη να χειραγωγηθούν περαιτέρω προς τα κάτω. Αυτό είναι δυνατό μέσω της αναβολής αναγνώρισης εσόδων της τρέχουσας περιόδου μεταφέροντας τα στο μέλλον ή της αναγνώρισης περισσότερων μελλοντικών εξόδων στο παρόν μέσω αυξημένων προβλέψεων και άλλων λογιστικών πολιτικών. Αυτό συμβαίνει αναφέρει ο Healy (1985) για να είναι πιο εύκολη η επίτευξη των μελλοντικών στόχων. Ελαχιστοποίηση της τιμής της μετοχής στην εξαγορά από τη διοίκηση Η εξαγορά από τη διοίκηση (management buyout) λαμβάνει χώρα όταν η διοίκηση της εταιρείας αγοράζει τις μετοχές της. Μια τέτοια ενέργεια είναι ελκυστική σε επαγγελματίες managers διότι δυνητικά μπορεί να έχουν μεγαλύτερο όφελος ως ιδιοκτήτες παρά ως υπάλληλοι. Τέτοιου είδους εξαγορές γίνονται συνήθως όταν μια μητρική εταιρεία δεν θέλει να συμμετέχει πλέον στο κεφάλαιο μιας θυγατρικής της ή όταν οι ιδιοκτήτες εταιρειών επιθυμούν σε μεγαλύτερη ηλικία να στραφούν σε άλλου είδους πιο συντηρητικές επενδύσεις. Οι Perry and Williams (1994) αναφέρουν πως βάσει της έρευνάς τους παρατηρείται προς τα κάτω χειραγώγηση το έτος που προηγείται της εξαγοράς. Αρχική δημόσια προσφορά Κατά την αρχική δημόσια προσφορά (Initial Public Offer) τα στελέχη των επιχειρήσεων προσπαθούν να χειραγωγήσουν προς τα πάνω το λογιστικό αποτέλεσμα της επιχείρησης ώστε να βελτιώσουν την εικόνα της στο κοινό. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργούν υψηλές προσδοκίες στους υποψήφιους επενδυτές αναφορικά με τη δυναμική της επιχείρησης ώστε να αυξηθεί η τιμή της μετοχής Teoh et al (1998). Βελτίωση όρων ανταλλαγής κατά τις εξαγορές και συγχωνεύσεις Οι Christie και Zimmerman (1994) αναφέρουν ότι τα στελέχη και οι διοικήσεις των εταιρειών που αποτελούν στόχους εξαγοράς τείνουν να χειραγωγούν προς τα πάνω τα 19

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ κέρδη τους τα έτη που προηγούνται της απόπειρας εξαγοράς ώστε να αποτρέψουν τη συναλλαγή. Την ίδια άποψη παραθέτει και η Easterwood (1998). Οι Erickson και Wang (1999) διατυπώνουν την άποψη ότι οι εξαγοράζουσες εταιρείες χειραγωγούν προς τα πάνω τα αποτελέσματά τους την περίοδο που προηγείται της εξαγοράς ώστε να μειωθεί το κόστος της συναλλαγής μέσω της αύξησης της αξίας της μετοχής που ελπίζουν να προκαλέσει η χειραγώγηση. Επίτευξη «Benchmarks» Υπάρχουν συγκεκριμένα μεγέθη αναφοράς, ιστορικά ή προβλεπόμενα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μέτρο σύγκρισης για την αξιολόγηση της πορείας μιας επιχείρησης, τα λεγόμενα «Benchmarks». Αρχικά οι εταιρείες προτιμούν να μην παρουσιάζουν ζημίες στα αποτελέσματά τους. Οι Burgstahler and Dichev (1997) παραθέτουν ψυχολογικούς λόγους όπως είναι η άποψη ότι οι επενδυτές θέλουν να βλέπουν μόνο θετικά αποτελέσματα. Ο Brown (2001) αναφέρει ότι η κατανομή των κερδών έχει μετακινηθεί διαχρονικά με αποτέλεσμα οι μικρές απώλειες να τείνουν να εξαφανιστούν και να μετατρέπονται σε οριακά κέρδη. Επιπλέον οι εταιρείες προτιμούν να μην παρουσιάζουν μείωση στην επίδοση τους σε συγκρίσιμες διαχρονικά επιμέρους χρονικές περιόδους όπως τα τρίμηνα. Όπως επισημαίνει ο Rees (2005) μια επενδυτική στρατηγική που έχει ως στόχο να προβλέψει την πιθανότητα μια εταιρεία να βελτιώσει την επίδοση της ή να επιβεβαιώσει ή ακόμα και να ξεπεράσει τις προβλέψεις των αναλυτών μπορεί να οδηγήσει σε υπεραποδόσεις και οι εταιρείες θέλουν να προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα. Μείωση κόστους κεφαλαίου Το κόστος κεφαλαίου επηρεάζεται από τον κίνδυνο χρεοκοπίας που μια επιχείρηση αντιμετωπίζει. Όσο μεγαλύτερος κίνδυνος τόσο μεγαλύτερο το κόστος διότι οι επενδυτές απαιτούν μεγαλύτερη απόδοση για να αποζημιωθούν για τον υψηλότερο κίνδυνο που αναλαμβάνουν. Όπως αναφέρει ο Κουμανάκος (2007) κατά την εκτίμηση του κινδύνου χρεοκοπίας χρησιμοποιούνται υποδείγματα όπως αυτό των McKee and Lensberg (2002) που μεταξύ των μεταβλητών που χρησιμοποιούν βρίσκεται και η κερδοφορία. Εάν σε ένα τέτοιο μοντέλο αντί να εισάγουμε μικρές 20

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ζημίες εισάγουμε μικρό κέρδος, ακόμα και αν έχει προέλθει από τεχνικές διαχείρισης, αυτό θα μείωνε σημαντικά τον κίνδυνο χρεοκοπίας και κατά συνέπεια το κόστος του κεφαλαίου. Συμβάσεις δανεισμού Επειδή το κόστος της ενδελεχούς παρακολούθησης της πορείας μιας δανειζόμενης εταιρείας από μια άλλη δανείστρια εταιρεία προκειμένου να εξασφαλίσει την επιστροφή των κεφαλαίων που έχει δανείσει είναι μεγάλο, έχει επικρατήσει τα συμβόλαια δανεισμού να δομούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέουν ρήτρες και όρους με τα αποτελέσματα της δανειζόμενης εταιρείας. Έτσι όταν η επίδοση της δανειζόμενης εταιρείας δεν είναι η επιθυμητή αυτομάτως ενεργοποιούνται ρήτρες και περιορισμοί που σκοπό έχουν να αυξήσουν τη διασφάλιση της δανείστριας. Για το λόγο αυτό υποστηρίζουν οι Watts and Zimmerman (1978) οι διοικήσεις έχουν κίνητρο να χειραγωγήσουν προς τα πάνω τα κέρδη ώστε να αποφύγουν το κόστος και τους περιορισμούς που προέρχονται από την παραβίαση των όρων τέτοιων συμβάσεων. Βελτίωση εμπορικών όρων Πολλά από τα αγαθά και υπηρεσίες που παρέχουν πολλές εταιρείες έχουν διαρκή χαρακτήρα. Εάν οι πελάτες θεωρούν μια εταιρεία πιο αξιόπιστη αναφορικά με τις εγγυήσεις που έχει δώσει και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει τότε κάποιοι από αυτούς θα είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν υψηλότερες αμοιβές εξαιτίας αυτής της αξιοπιστίας. Το λογιστικό αποτέλεσμα μπορεί να επηρεάσει την κρίση του πελάτη καθώς η κακή οικονομική επίδοση μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη αναξιοπιστίας αναφέρουν οι Bowen et al. (1995). Ακόμα προσθέτει ότι και οι προμηθευτές είναι πρόθυμοι να προσφέρουν καλύτερες τιμές σε πελάτες με κερδοφορία καθώς αφενός θεωρούν πιο πιθανό να μην φανούν αφερέγγυοι συγκριτικά με άλλους πελάτες που δεν έχουν το ίδιο καλή οικονομική εικόνα αφετέρου προσβλέπουν σε μεγαλύτερες μελλοντικές αγορές. 21

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Νομοθετικά κίνητρα Υπάρχουν κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας με ιδιαίτερη έντονο θεσμικό πλαίσιο εξαιτίας της σημασίας τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Όπως αναφέρουν οι Collins et al. (2002) οι τράπεζες αποφεύγουν την απομείωση των απαιτήσεων τους προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας. Η Jones (1991) παραθέτει μια μελέτη που υποστηρίζει πως εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε προς τα κάτω χειραγώγηση του αποτελέσματος ούτως ώστε να συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις που έθετε συγκεκριμένη νομοθεσία για να χαίρουν προνομίων που θα τις προστάτευαν από το διεθνή ανταγωνισμό. Φορολογικά κίνητρα Η φορολογία αποτελεί κίνητρο για προσπάθεια εμφάνισης μειωμένων κερδών. Το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο στις μη εισηγμένες εταιρείες καθώς εφόσον δεν απευθύνονται στις χρηματαγορές για άντληση κεφαλαίων, η ανάγκη τους για παρουσίαση σημαντικών κερδών περιορίζεται στην ύπαρξη μιας βασικής κερδοφορίας τόση ώστε να μην επιβαρύνεται το κόστος δανεισμού ( Calegari, 2000 ; Seida and Wempe, 2004 ; Beatty and Harris, 1999). Μείωση της διακύμανσης των κερδών Όπως αναφέρει ο Κουμανάκος (2007) η διακύμανση των ετήσιων καθαρών κερδών επηρεάζει την εμπιστοσύνη αναφορικά με την προβλεπτική δυνατότητα μελλοντικών καθαρών κερδών, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο κατά την αποτίμηση της αξίας μιας εταιρείας με χρήση των μελλοντικών κερδών. Συνεπώς όσο μεγαλύτερη διακύμανση τόσο πιο αβέβαιη η πρόβλεψη και τόσο πιο μεγάλος ο κίνδυνος. Για το λόγο αυτό όταν τα κέρδη αποκλίνουν από το ύψος που θεωρείται φυσιολογικό και αναμενόμενο τότε υπάρχει η τάση να χειραγωγούνται προς τα κάτω εάν υπερβαίνουν το επιθυμητό μέγεθος ή προς τα πάνω εάν υπολείπονται. Ο Coffee (2003) λέει χαρακτηριστικά πως η διοίκηση επιλέγει να αποκρύπτει να υπερβολικά κέρδη για να 22

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ τα έχει ως απόθεμα και να μπορεί να τα χρησιμοποιήσει μελλοντικά όταν το λογιστικό αποτέλεσμα δεν θα είναι ικανοποιητικό. 1.3 Τεχνικές διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος Big bath Όταν οι μέτοχοι δεν είναι ικανοποιημένοι από την πορεία της εταιρείας αλλάζουν την διοίκηση. Η νέα διοίκηση έχει την τάση να κάνει ενέργειες που δυσχεραίνουν περαιτέρω την οικονομικό αποτέλεσμα της εταιρείας αποτιμώντας για παράδειγμα τα περιουσιακά στοιχεία σε χαμηλότερες αξίες ή αυξάνοντας τις προβλέψεις για μελλοντικά έξοδα. Ο λόγος είναι ότι θεωρεί την κακή τρέχουσα οικονομική κατάσταση συνέπεια της κακής διαχείρισης της προηγούμενης διοίκησης και ταυτόχρονα εξασφαλίζει το χαμηλότερο δυνατό σημείο οικονομικής επίδοσης κατά την ανάληψη των καθηκόντων της ούτως ώστε μελλοντικά να βελτιώσει την εικόνα της εταιρείας και να κριθεί ως επιτυχημένη. Cookie jar reserve Η λογιστική αυτοτέλεια των χρήσεων και η συσχέτιση εσόδων εξόδων απαιτεί υποχρεώσεις που θα διευθετηθούν στο μέλλον αλλά αφορούν την τρέχουσα περίοδο να λογιστούν στην παρούσα χρήση. Ένα μέρος όμως αυτών των υποχρεώσεων δεν είναι γνωστό τη στιγμή που θα λογιστεί και πρέπει να γίνει εκτίμηση του οικείου κονδυλίου. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν εκτιμήσεις περί επισφαλών απαιτήσεων, αποζημιώσεων ή απαξίωση αποθεμάτων. Ακριβώς επειδή υπεισέρχεται υποκειμενικότητα και διακριτική ευχέρεια οι διοικήσεις έχουν την ευελιξία άλλοτε να υπερεκτιμούν και άλλοτε να υποεκτιμούν τις μελλοντικές τους υποχρεώσεις που σχετίζονται με την τρέχουσα χρήση. Τα έτη λοιπόν που η επιχείρηση επιτυγχάνει πολύ καλές επιδόσεις έχει τη δυνατότητα να τις επιβαρύνει περισσότερο προβλέποντας μεγαλύτερα νούμερα μελλοντικών υποχρεώσεων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργεί ένα αποθεματικό από το οποίο μπορεί επιλεκτικά να καλύπτει 23

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ υποχρεώσεις στο μέλλον και να μην επιβαρύνει χρήσεις οι οποίες δεν θα παρουσιάζουν πολύ καλό αποτέλεσμα. Big bet on the future Όταν μια εταιρεία προχωρά στην απόκτηση μέσω συγχώνευσης μιας άλλης εταιρείας υπάρχει η δυνατότητα να διαγραφούν τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης της εταιρείας που παύει να υφίσταται έναντι των εσόδων της χρήσης που έλαβε χώρα η συγχώνευση με αποτέλεσμα οι επόμενες χρήσεις να μην υφίστανται επιβάρυνση από τις εν λόγω δαπάνες. Επιπλέον η ενοποίηση του αποτελέσματος της αποκτώμενης εταιρείας με αυτό της αποκτώσας βελτιώνει το αποτέλεσμα της εάν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με ευνοϊκούς όρους. Επαναταξινόμηση χρηματοοικονομικών στοιχείων Οι επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά στοιχεία διακρίνονται σε αυτά που αποτιμώνται στο αποσβέσιμο κόστος και σε αυτά που αποτιμώνται στην εύλογη αξία. Τα τελευταία διακρίνονται περαιτέρω σε αυτά που αποτιμώνται στην εύλογη αξία μέσω της Κατάστασης Αποτελεσμάτων Χρήσης και σε αυτά που αποτιμώνται μέσω της Κατάστασης Συνολικών Αποτελεσμάτων Χρήσης. Ο τρόπος αποτίμησης που ακολουθείται εξαρτάται από το επιχειρηματικό υπόδειγμα που έχει υιοθετήσει η επιχείρηση. Έτσι η αποτίμηση άλλων στοιχείων επηρεάζει το αποτέλεσμα και άλλων κατευθείαν τα ίδια κεφάλαια. Εάν αποφασίσει η επιχείρηση να αλλάξει το επιχειρηματικό υπόδειγμα διαχείρισης κάποιων στοιχείων του ενεργητικού αυτά θα επαναταξινομηθούν στη κατάλληλη κατηγορία αποτίμησης και όποια διαφορά προκύψει μεταξύ της προηγούμενης λογιστικής αξίας και της εύλογης αξίας την ημερομηνία της επαναταξινόμησης αναγνωρίζεται ως κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα. Συνεπώς γνωρίζοντας η εταιρεία την επίδραση της επαναταξινόμησης μπορεί να αποφασίσει να αλλάξει επιχειρηματικό μοντέλο επειδή θέλει να κάνει χρήση του λογιστικού χειρισμού που προβλέπεται και όχι επειδή θέλει να επί της ουσίας να αλλάξει υπόδειγμα. Ωστόσο εάν θέλει να προστατευτεί από ανεπιθύμητες μεταβολές στην εύλογη αξία που θα επιβαρύνουν το αποτέλεσμα μπορεί να επιλέξει υπόδειγμα κατά το οποίο η αποτίμηση επηρεάζει κατευθείαν τα ίδια κεφάλαια. 24

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Throw out a problem child Εάν τα κέρδη μιας μητρικής εταιρείας περιορίζονται εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του αποτελέσματος μιας θυγατρικής, η μητρική μπορεί να απομακρύνει τη θυγατρική. Ο τρόπος με τον οποίο θα λάβει χώρα η απομάκρυνση εξαρτάται από την επίπτωση που θα έχει η απομάκρυνση μέσω πώλησης. Εάν από μια ενδεχόμενη πώληση προκύπτει ιδιαίτερα μεγάλη ζημία η οποία θα επιβαρύνει το αποτέλεσμα της χρήσης κατά την οποία θα λάβει χώρα μπορεί να εξεταστεί η δημιουργία ενός φορέα ειδικού σκοπού (special purpose entity) ή απόσπαση της θυγατρικής με διανομή των μετοχών στους μετόχους (spin off). Αποσβέσεις, αποτιμήσεις, απομειώσεις Όταν μια επιχείρηση πραγματοποιεί μια δαπάνη ουσιαστικά διαθέτει ή επενδύει αγοραστική δύναμη, υφίσταται δηλαδή ένα κόστος, προκειμένου να αποκτήσει αγαθά και υπηρεσίες που θα χρησιμοποιήσει για να πραγματοποιήσει έσοδα. Όταν πραγματοποιείται το έσοδο, το κόστος που είναι ενσωματωμένο στο αγαθό που πουλήθηκε ή στην υπηρεσία που παρασχέθηκε μετατρέπεται σε έξοδο, δηλαδή το κόστος έχει εκπνεύσει και εξοδοποιείται. Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία επειδή συμμετέχουν στη δημιουργία εσόδων σε περισσότερες της μια χρήσεων εξοδοποιούνται τμηματικά μέσω των αποσβέσεων με τρόπο που να αντικατοπτρίζει την ανάλωση της ωφέλιμης ζωής του παγίου. Η διάρκεια της ωφέλιμης ζωής, η τυχόν υπολειμματική αξία και το ύψος αυτής, η μέθοδος της απόσβεσης, ο χαρακτηρισμός ή όχι ως πάγιο με κριτήριο τη συμβολή στη δημιουργία εσόδων σε περισσότερες χρήσεις κυρίως για άυλα στοιχεία ή έξοδα έρευνας και ανάπτυξης είναι θέματα τα οποία δεν είναι σαφώς καθορισμένα και προσφέρονται για χρήση στη διαχείριση του αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει για την αποτίμηση γενικά των στοιχείων του ενεργητικού, τον έλεγχο για ενδεχόμενη απομείωση της αξίας τους και τον καθορισμό αυτής ειδικά για στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχει ενεργός αγορά. Ειδικά για τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού όπως είναι τα εμπορεύματα η μέθοδος αποτίμησης που θα χρησιμοποιηθεί (FIFO, μέσο σταθμικό κόστος) κατά την 25

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ απογραφή τους στο τέλος της χρονιάς μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το αποτέλεσμα ιδίως εάν η τιμή κτήσης τους δεν παρέμενε σταθερή κατά τη διάρκεια της χρήσης. Πώληση με ή χωρίς επανεκμίσθωση περιουσιακών στοιχείων Τα πάγια που αποτιμώνται στην κατάσταση οικονομικής θέσης στο ιστορικό τους κόστος ενδέχεται να έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπορική αξία από αυτή που παρουσιάζεται λογιστικά στα βιβλία της εταιρείας. Η πώληση ενός τέτοιου στοιχείου βελτιώνει το αποτέλεσμα καταγράφοντας τη διαφορά τιμής πώλησης και λογιστικής αξίας ως κέρδος. Επίσης υπάρχει περίπτωση πάγιο μη χρηματοοικονομικό στοιχείο να αποτιμάται στην εύλογη αξία, οπότε το κέρδος από την αποτίμηση λογίζεται ως απραγματοποίητο σε αποθεματικό αποτίμησης. Το αποθεματικό αυτό θα περάσει στα αποτελέσματα λογιζόμενο ως πραγματοποιηθέν τη στιγμή της πώλησης του στοιχείου. Ακόμα εάν η επιχείρηση έχει ένα πάγιο για το οποίο δεν λογίζονται αποσβέσεις όπως μια εδαφική έκταση μπορεί να το πουλήσει με τη συμφωνία ο νέος ιδιοκτήτης να της το εκμισθώσει και έτσι να λογίζει πλέον τα μισθώματα ως έξοδα επηρεάζοντας προς τα κάτω το αποτέλεσμα. Shrink the ship Οι συναλλαγές αγοραπωλησίας μετοχών καταγράφουν κέρδη ή ζημίες που αποτυπώνονται στα αποτελέσματα εφόσον δεν αφορούν ίδιες μετοχές της εταιρείας. Η αγοραπωλησία ιδίων μετοχών δεν δημιουργεί κέρδη ή ζημίες. Ωστόσο η αγορά από μέρους της εταιρείας ιδίων μετοχών οδηγεί σε μείωση του αριθμού των μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προς τα πάνω χειραγώγηση του λόγου κέρδη ανά μετοχή (earnings per share) που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό δείκτη συγκριτικής αναφοράς μεταξύ των εταιρειών. Έτσι παρόλο που τα κέρδη δεν επηρεάζονται κατά απόλυτο τρόπο ως μέγεθος, χειραγωγείται ένας συγκριτικός δείκτης κερδοφορίας. 26

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χρήση παραγώγων Τα παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά μέσα των οποίων η αξία εξαρτάται από κάποιο άλλο υποκείμενο μέσο. Μια βασική χρήση των παραγώγων είναι η χρησιμοποίηση τους στην αντιστάθμιση κινδύνων. Γνωστές κατηγορίες παραγώγων είναι τα δικαιώματα προαίρεσης (options), τα προθεσμιακά συμβόλαια (forwards), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και οι συμφωνίες ανταλλαγής απαιτήσεων (swaps). Ειδικά για τις συμφωνίες των παραπάνω μέσων οι οποίες δεν γίνονται στα πλαίσια οργανωμένων αγορών (over the counter), μπορεί να ασκηθεί προαίρεση για την ενεργοποίηση τους και να πραγματοποιηθεί διαχείριση του αποτελέσματος. Έξοδα διακριτής ευχέρειας Υπάρχει μια κατηγορία εξόδων που χαρακτηρίζεται ως διακριτικής ευχέρειας καθώς δεν υπάρχει καθορισμένη ποσοτική σχέση μεταξύ των εξόδων αυτών και του κύκλου εργασιών που αυτά δημιουργούν ή υποβοηθούν με αποτέλεσμα η διοίκηση να καλείται να αποφασίσει σε τι βαθμό θα λάβουν χώρα. Τα έξοδα αυτά συνδέονται με την πορεία της εταιρείας στο μέλλον και δεν έχουν πάντα την αναμενόμενη προσφορά στην μελλοντική κερδοφορία. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης (R&D), πωλήσεων, γενικά και διοικητικά (SG&A). Οι Perry and Williams (1994) κάνουν ιδιαίτερη μνεία στα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης ως εργαλείο χειραγώγησης από τη διοίκηση προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητό επίπεδο κερδών. Ωστόσο τέτοιου είδους πρακτικές πρέπει να τονιστεί ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για το μέλλον μιας επιχείρησης αφού στο βωμό του βραχυπρόθεσμου αποτελέσματος, κυρίως όταν αυτό είναι στενά συνδεδεμένο με τα συμφέροντα της διοίκησης, θυσιάζεται η μακροπρόθεσμη κερδοφορία και εάν το φαινόμενο είναι έντονο μπορεί ακόμα να θέσει σε κίνδυνο και τη βιωσιμότητά της. Πωλήσεις και παραγωγή Η Roychowdhury (2006) αναφέρει πως η υπερπαραγωγή χρησιμοποιείται από τη διοίκηση ως μέσο διαχείρισης του λογιστικού αποτελέσματος καθώς αυξάνει το 27

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ περιθώριο κέρδους. Αυτό συμβαίνει διότι μια ασυνήθιστα μεγάλη παραγωγή χρειάζεται ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα πρώτων υλών οπότε οι προμηθευτές θα δώσουν πιο προνομιακές τιμές εξαιτίας των μεγάλων παραγγελιών από τους πελάτες τους. Επιπλέον μέσω του μεγάλου όγκου παραχθέντων το σταθερό κόστος επιμερίζεται σε περισσότερες μονάδες προϊόντος με αποτέλεσμα το ανά μονάδα σταθερό κόστος να μειώνεται μέσα στα όρια δεδομένης παραγωγικής δυναμικότητας. Ο συνδυασμός των παραπάνω μειώνει το κόστος πωληθέντων και βελτιώνει το αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα οι Jackson and Wilcox (2000) σημειώνουν ότι οι εταιρείες μειώνουν τις τιμές ιδίως προς το τέλος της χρήσης ή χαλαρώνουν τους όρους πίστωσης που παρέχουν προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις τους και να αποφύγουν τις διαγραφόμενες ζημίες ή να βελτιώσουν περαιτέρω το αποτέλεσμα. 1.4 Κατηγορίες διαχείρισης λογιστικού αποτελέσματος Η διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος με βάση τις τεχνικές που αναπτύχθηκαν παραπάνω μπορεί να διαχωριστεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Κριτήριο διαχωρισμού στις δύο κατηγορίες είναι ο τρόπος που πραγματοποιείται η διαχείριση δηλαδή εάν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι πραγματικά ή λογιστικά. Εάν τα μέσα είναι πραγματικά τότε υφίσταται διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος μέσω πραγματικών δραστηριοτήτων (real earnings management). Εάν τα μέσα είναι λογιστικά τότε υφίσταται διαχείριση μέσω λογιστικών δεδουλευμένων (accrual earnings management). 1.4.1 Διαχείριση λογιστικού αποτελέσματος μέσω πραγματικών δραστηριοτήτων Η Roychowdhury (2006) αναφέρει ότι διαχείριση των κερδών μέσω πραγματικών δραστηριοτήτων συνιστά η παρέκκλιση από τις συνηθισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες ούτως ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης πραγματοποιούνται αλλαγές στη δομή των λειτουργικών, επενδυτικών και χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων αλλά και στον χρονικό ορίζοντα που λαμβάνουν χώρα. Ως παραδείγματα τέτοιων πρακτικών μπορούν να 28

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ αναφερθούν η υπερπαραγωγή προϊόντων με σκοπό τη μείωση του κόστους πωληθέντων, η μείωση των εξόδων διακριτικής ευχέρειας, η πώληση, με ή χωρίς επανεκμίσθωση, παγίων περιουσιακών στοιχείων, η επαναγορά ιδίων μετοχών και άλλες. Η χρήση του real earnings management μπορεί να είναι αποδεκτή σε μια έκτακτη συγκυρία αλλά η σταθερή υιοθέτηση αυτής της πρακτικής μπορεί να καταστεί επικίνδυνη για την εταιρεία καθώς μειώνει την αξία της εταιρείας μέσω της μείωσης των μελλοντικών ταμειακών ροών. Όπως επισημαίνει ο Zang (2007) η απομάκρυνση από τις ιδανικές εταιρικές δραστηριότητες μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της εταιρείας. 1.4.2 Διαχείριση λογιστικού αποτελέσματος μέσω λογιστικών δεδουλευμένων Οι Healy and Wahlen (1999) ορίζουν ως λογιστικά δεδουλευμένα τη διαφορά μεταξύ καθαρών κερδών και ταμειακών ροών από λειτουργική δραστηριότητα. Η Dechow (1994) αναφέρει ότι η χρήση των λογιστικών δεδουλευμένων επιτρέπει την αντιμετώπιση προβλημάτων που προέκυπταν από τη χρονική απόκλιση μεταξύ πραγματοποίησης οικονομικού γεγονότος και ταμειακής διευθέτησής του με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η λογιστική πληροφορία. Αυτή είναι η ουσιαστική συμβολή του λογιστικού δεδουλευμένου στην καταγραφή των οικονομικών γεγονότων, ότι δηλαδή ένα γεγονός αναγνωρίζεται όταν συμβαίνει εφόσον συντρέχουν οι εκάστοτε προϋποθέσεις και όχι όταν αυτό δημιουργεί ταμειακή ροή. Ωστόσο το πότε συμβαίνει ένα γεγονός δεν είναι αυθαίρετο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς ανάλογα την κατηγορία του γεγονότος όπως για παράδειγμα μια πώληση ενός αγαθού έστω για να αναγνωρισθεί θα πρέπει το αγαθό να έχει παραδοθεί στον πελάτη, όλοι οι κίνδυνοι και τα δικαιώματα που απορρέουν από τη χρήση του να έχουν μεταβιβαστεί σε αυτόν και η είσπραξη να θεωρείται βέβαιη. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι υπάρχουν προϋποθέσεις αυτές δεν καθορίζουν και δεν είναι δυνατό να καθορίζουν επακριβώς τις συνθήκες αναγνώρισης ενός οικονομικού γεγονότος με αποτέλεσμα να υπεισέρχεται υποκειμενικότητα και κρίση στη διαδικασία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι μελλοντικές υποχρεώσεις που συνδέονται με την τρέχουσα χρήση και ενώ πρέπει να λογιστούν ως έξοδο στο παρόν δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οπότε προσδιορίζονται μέσω προβλέψεων. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στη διοίκηση να διαχειρίζεται το λογιστικό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας τεχνικές όπως η «cookie jar reserve» που παρατέθηκε πιο πάνω. Η διαχείριση του αποτελέσματος μέσω 29

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ δεδουλευμένων είναι πολύ προσφιλής στις διοικήσεις καθώς είναι οικονομική και δύσκολα ανιχνεύσιμη. 1.5 Προσδιορισμός λογιστικών δεδουλευμένων Όπως ήδη αναφέρθηκε τα λογιστικά δεδουλευμένα παρουσιάζονται εξαιτίας της χρονικής απόκλισης μεταξύ της στιγμής που λαμβάνει χώρα μια ταμειακή ροή και της στιγμής που αναγνωρίζεται λογιστικά η συναλλαγή ως απαίτηση ή υποχρέωση, έσοδο ή έξοδο. Οι Μπάλλας και Χέβας (2007) αναφέρουν ότι λογιστική δεδουλευμένης βάσης ή λογιστική δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων είναι ο τρόπος υπολογισμού του αποτελέσματος σύμφωνα με τον οποίο τα έσοδα μιας χρήσης είναι αυτά που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την αρχή πραγματοποίησης τους και τα έξοδα της χρήσης αυτά που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την αρχή συσχέτισης εσόδων και εξόδων. Για να υπολογίσουμε τα λογιστικά δεδουλευμένα υπάρχουν δύο προσεγγίσεις, η μεθοδολογία του ισολογισμού και η μεθοδολογία των ταμειακών ροών όπως περιγράφονται στη συνέχεια, οι οποίες προσδιορίζουν τα συνολικά δεδουλευμένα. 1.5.1 Μεθοδολογία ισολογισμού Σύμφωνα με τη μεθοδολογία του ισολογισμού τα συνολικά δεδουλευμένα προκύπτουν ως η διαφορά δυο ποσοτήτων. Η πρώτη ποσότητα είναι η μεταβολή των κυκλοφορούντων στοιχείων του ενεργητικού μέσα σε μία χρήση μειωμένη κατά τη μεταβολή των διαθεσίμων μέσα στην ίδια χρήση. Η δεύτερη ποσότητα είναι η μεταβολή των βραχυπρόθεσμων στοιχείων του παθητικού μέσα σε μία χρήση προσαυξημένη κατά τις αποσβέσεις και μειωμένη κατά τη μεταβολή των μακροπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων που συμπεριλαμβάνονται στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της ίδιας χρήσης. Εάν από την πρώτη ποσότητα αφαιρέσουμε τη δεύτερη για την ίδια χρονική περίοδο η διαφορά που προκύπτει είναι τα συνολικά δεδουλευμένα. 30

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ 1.5.2 Μεθοδολογία ταμειακών ροών Οι Collins and Hribar (2002) προτείνουν για τον υπολογισμό των συνολικών δεδουλευμένων τη μέθοδο των ταμειακών ροών σύμφωνα με την οποία τα συνολικά δεδουλευμένα υπολογίζονται ως η διαφορά μεταξύ καθαρών κερδών και λειτουργικών ταμειακών ροών. Τα σχετικά μεγέθη προκύπτουν από την κατάσταση ταμειακών ροών. 1.6 Διάκριση λογιστικών δεδουλευμένων Τα συνολικά δεδουλευμένα (total accruals) διακρίνονται σε μη διαφοροποιούμενα (non-discretional) και διαφοροποιούμενα (discretional). Μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα είναι τα δεδουλευμένα που προέρχονται από συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην τρέχουσα περίοδο και είναι φυσιολογικές για την εταιρεία αναφορικά με την επίδοση της, την επιχειρηματική της στρατηγική, τον κλάδο και άλλα οικονομικά μεγέθη σύμφωνα με τους Ronen and Yaari (2008) ενώ διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα είναι τα δεδουλευμένα που προέρχονται από συναλλαγές ή λογιστικούς χειρισμούς που έλαβαν χώρα ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί διαχείριση του λογιστικού αποτελέσματος. Ο Κουμανάκος (2007) αναφέρει ότι τα μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα είναι λογιστικής φύσεως ρυθμίσεις επί των ταμειακών ροών όπως υπαγορεύονται από τους λογιστικούς κανόνες και πρότυπα ενώ τα διαφοροποιούμενα υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των διοικήσεων και συνεπώς είναι ενδεικτικά του βαθμού ωραιοποίησης του αποτελέσματος. Πέρα από το αμιγώς τεχνικό κομμάτι του ενός ή άλλου ορισμού ο κοινός παρανομαστής είναι τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα είναι επιλογές που έχουν γίνει με σκοπό τη διαχείριση του αποτελέσματος. Υπό τη μορφή ισότητας τα συνολικά δεδουλευμένα διακρίνονται σε διαφοροποιούμενα και μη ως εξής : Συνολικά Δεδουλευμένα (total accruals) = Μη Διαφοροποιούμενα Δεδουλευμένα (non-discretionary accruals) + Διαφοροποιούμενα Δεδουλευμένα (discretionary accruals). 31

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Προς καλύτερη κατανόηση της εν γένει έννοιας του δεδουλευμένου αλλά και της διαφοράς μεταξύ διαφοροποιημένου και μη διαφοροποιημένου δεδουλευμένου παρατίθεται ένα παράδειγμα μιας πώλησης με προκαταβολή. Τη στιγμή που η επιχείρηση λαμβάνει μια παραγγελία από έναν πελάτη ο οποίος δίνει μια προκαταβολή αυτό που συμβαίνει είναι ότι η επιχείρηση εισπράττει ένα ποσό το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή της δημιουργεί μια υποχρέωση. Στη συνέχεια εφόσον έχει αξιολογήσει τον πελάτη ως φερέγγυο εξαιτίας της προκαταβολής και όποιων άλλων κριτηρίων πίστωσης θέτει η επιχείρηση, θα αποστείλει το αγαθό στον πελάτη ο οποίος αφού το εξετάσει και διαπιστώσει ότι είναι αυτό που παρήγγειλε και τηρείται ότι είχε συμφωνηθεί αναφορικά με την κατάσταση και τις προδιαγραφές του θα το παραλάβει και ταυτόχρονα θα δεσμευτεί να το εξοφλήσει. Σε εκείνο το σημείο θα λογιστεί η πώληση και μια απαίτηση (λογαριασμός εισπρακτέος) έναντι της πώλησης κατά τη διαφορά της αξίας του αγαθού και της προκαταβολής που είχε δοθεί. Τέλος όταν ο πελάτης εξοφλήσει το υπόλοιπο θα διαγραφεί η απαίτηση και θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή. Η πώληση που λογίστηκε τη στιγμή της παράδοσης του αγαθού έχει την έννοια του δεδουλευμένου μη διαφοροποιούμενου εσόδου κατά το ύψος που υπερβαίνει την προκαταβολή δηλαδή όσο είναι το ύψος του εισπρακτέου λογαριασμού. Εάν όμως η συνήθης πολιτική της επιχείρησης είναι να εισπράξει μια προκαταβολή έστω 30% επί της αξίας του αγαθού προκειμένου να πραγματοποιήσει την πώληση με πίστωση και επειδή πλησιάζει το τέλος της χρήσης και το λογιστικό αποτέλεσμα που διαγράφεται δεν είναι ικανοποιητικό, τότε μπορεί να αποφασίσει να πραγματοποιεί πωλήσεις με πίστωση χωρίς να εισπράττει καθόλου προκαταβολή. Τότε ο εισπρακτέος λογαριασμός θα αυξανόταν κατά το ύψος της μη εισπραχθείσας προκαταβολής και αυτό το μέρος θα αποτελούσε το διαφοροποιούμενο δεδουλευμένο. Επειδή τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα δεν παρατηρούνται στις οικονομικές καταστάσεις και μόνο η διοίκηση της εταιρείας μπορεί να έχει συγκεκριμένη εικόνα για να βρεθεί το ύψος που αυτά κυμαίνονται γίνεται χρήση γραμμικής παλινδρόμησης προκειμένου να προσδιοριστούν. Έτσι τα συνολικά δεδουλευμένα λαμβάνονται ως η εξαρτημένη μεταβλητή της παλινδρόμησης η οποία θα ερμηνευτεί από ανεξάρτητες μεταβλητές με τις οποίες θεωρείται πως υπάρχει γραμμική εξάρτηση. Η εκτίμηση των συνολικών δεδουλευμένων που θα προκύψει από την παλινδρόμηση θεωρείται ότι είναι τα κανονικά δεδουλευμένα αφού αυτά εξαρτώνται με συγκεκριμένο τρόπο από 32

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ τις ερμηνευτικές μεταβλητές. Το κομμάτι που δεν μπορεί να υπακούσει σε μια ποσοτική σχέση θεωρείται ότι είναι το προϊόν της διοικητικής προαίρεσης και για το λόγο αυτό τα κατάλοιπα της παλινδρόμησης θεωρείται ότι εκφράζουν τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα. 1.7 Υποδείγματα ανίχνευσης διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων Στη διεθνή βιβλιογραφία το υπόδειγμα που έχει κυριαρχήσει για την ανίχνευση διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων είναι αυτό της Jones (1991) σε διάφορες παραλλαγές του είτε αναφορικά με το είδος των δεδομένων που θα χρησιμοποιηθούν (διαστρωματικά αντί για χρονοσειρές) είτε αναφορικά με την τροποποίηση/προσθήκη ερμηνευτικών μεταβλητών. Ωστόσο διαχρονικά έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να δημιουργηθούν αποτελεσματικά υποδείγματα ανίχνευσης διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων. Στη συνέχεια παρατίθενται επιγραμματικά ορισμένα από τα πιο διαδεδομένα. 1.7.1 Υπόδειγμα Healy Ο Healy (1985) προκειμένου να προσδιορίσει τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα πρώτα υπολογίζει τα μη διαφοροποιούμενα ως το μέσο όρο των συνολικών δεδουλευμένων για μια σειρά ετών η οποία θα αποτελέσει την περίοδο εκτίμησης. Προτού όμως υπολογιστεί ο μέσος όρος, τα συνολικά δεδουλευμένα κάθε χρονιάς έχουν διαιρεθεί με το σύνολο του ενεργητικού της προηγούμενης χρονιάς. Τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα προκύπτουν ως η διαφορά των συνολικών δεδουλευμένων (διαιρεμένα με το ενεργητικό της προηγούμενης χρονιάς) του έτους που εξετάζουμε με τα μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα. Συγκεκριμένα : 33

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ TA 1 όπου: i NDA n t A 1 i i NDAt TAi Ai 1 n = τα μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα τη χρονιά t = συνολικά δεδουλευμένα κάθε ένα από τα i έτη = σύνολο ενεργητικού προηγούμενου έτους = αριθμός ετών της περιόδου εκτίμησης 1.7.2 Υπόδειγμα De Angelo Με βάση το υπόδειγμα De Angelo (1986) τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα υπολογίζονται ως η διαφορά μεταξύ των συνολικών δεδουλευμένων στο έτος t διαιρεμένα με το ενεργητικό της προηγούμενης χρονιάς (A t 1 ) και των μη διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων στο ίδιο έτος (NDA t ). Τα μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα προσδιορίζονται με βάση τα συνολικά δεδουλευμένα του προηγούμενου έτους (TA t 1) διαιρεμένα με το ενεργητικό δύο ετών πίσω (A t 2) NDA t TA t1 A t2 1.7.3 Υπόδειγμα Jones Η Jones (1991) παρουσίασε ένα υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο τα μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα εξαρτώνται από τη μεταβολή των εσόδων της τρέχουσας χρονιάς συγκριτικά με την προηγούμενη και από το ύψος των παγίων : 34

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ 1 DREV t PPE t NDA t a1 a2 a3 όπου : At 1 At 1 At 1 NDA t = μη διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα στο χρόνο t αποπληθωρισμένα με το ενεργητικό της προηγούμενης χρονιάς t-1 A t1 = σύνολο ενεργητικού προηγούμενης χρονιάς t-1 DREV t = σύνολο εσόδων στο έτος t μείον τα έσοδα του έτους t-1 PPE t = ύψος ενσώματων παγίων στο έτος t a 1, a 2, a 3 = παράμετροι των ερμηνευτικών μεταβλητών Ο υπολογισμός των παραμέτρων των ερμηνευτικών μεταβλητών προκύπτει από το ακόλουθο οικονομετρικό υπόδειγμα για την εκτίμηση του οποίου χρησιμοποιείται το δείγμα εκτίμησης το οποίο προέρχεται από την περίοδο εκτίμησης. TA A a 1 DREV PPE a a t t t 1 t A 2 t A 3 1 1 t1 At 1 e t όπου : TA t = συνολικά δεδουλευμένα έτους t Οι συντελεστές της παλινδρόμησης υπολογίζονται με την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων. Τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα προσδιορίζονται ως η διαφορά μεταξύ συνολικών δεδουλευμένων και μη διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων : DA t = TA t - NDA t 1.7.4 Τροποποιημένο υπόδειγμα Jones Οι Dechow et al. (1995) παρατήρησαν ότι όταν ασκείται διοικητική προαίρεση κατά την αναγνώριση εσόδων, αυτό το γεγονός αντικατοπτρίζεται στην μεταβολή του επιπέδου των εισπρακτέων λογαριασμών από τη μια χρήση στην άλλη, καθώς οι επί πιστώσει πωλήσεις χειραγωγούνται πολύ πιο εύκολα από τις πωλήσεις τοις μετρητοίς. 35

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Έτσι ενώ η εκτίμηση των παραμέτρων των ερμηνευτικών μεταβλητών προκύπτει από το ίδιο οικονομετρικό υπόδειγμα με αυτό της Jones, το υπόδειγμα για τον προσδιορισμό των μη διαφοροποιούμενων δεδουλευμένων διαμορφώνεται ως εξής : NDA t a 1 1 At a DREV t DREC At 1 a PPE At t t 2 3 1 1 όπου: DREC t = οι εισπρακτέοι λογαριασμοί στο έτος t μείον τους εισπρακτέους λογαριασμούς στο έτος t-1 1.7.5 Το κλαδικό υπόδειγμα Το κλαδικό υπόδειγμα (the industry model) που αναπτύχθηκε από τους Dechow and Sloan (1991) θεωρεί ότι τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα μεταβάλλονται διαχρονικά. Δεν επιχειρεί να συμπεριλάβει στο υπόδειγμα όλους εκείνους τους παράγοντες που προσδιορίζουν τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα αλλά γίνεται η παραδοχή ότι οι παραλλαγές των προσδιοριστικών αυτών παραγόντων είναι κοινοί για όλο τον κλάδο. Συγκεκριμένα : NDA t TA 1 t 2median A t1 Τα NDA t υπολογίζονται από το μοντέλο της Jones και median TA t A t1 είναι η διάμεσος των αποπληθωρισμένων συνολικών δεδουλευμένων των εταιρειών εκτός δείγματος του ίδιου κλάδου με τις εταιρείες του δείγματος. 1.7.6 Το υπόδειγμα Kang and Sivaramakrishnan Το υπόδειγμα Kang and Sivaramakrishnan (1995) εκτιμά τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα σε συνάρτηση με το κόστος πωληθέντων και λοιπές ερμηνευτικές μεταβλητές χρησιμοποιώντας το επίπεδο παρά τις μεταβολές τους. Βασικό 36

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ πλεονέκτημα του υποδείγματος αποτελεί η εισαγωγή επεξηγηματικών μεταβλητών όπως τα έξοδα ξεπερνώντας έτσι το πρόβλημα των παραλειπόμενων μεταβλητών. 1.7.7 Το υπόδειγμα των Kothari, Leone, Wasley Οι Kothari, Leone and Wasley (2005) πρότειναν ένα υπόδειγμα με σκοπό την βελτίωση της ερμηνευτικής ικανότητας του απλού και τροποποιημένου υποδείγματος της Jones. Αυτό καθίσταται δυνατό με τη χρήση μιας μεταβλητής που ενσωματώνει την επίδοση της εταιρείας και τα σχετιζόμενα με αυτή δεδουλευμένα. Η μεταβλητή αυτή είναι η αποδοτικότητα των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί (ROA). 1.8 Λογιστική της συντηρητικότητας και οικονομική ύφεση Η λογιστική πληροφορία αντανακλά τις συνέπειες τόσο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης όσο και τις γενικότερες μακροοικονομικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό αδιαμφισβήτητα ο ενημερωτικός χαρακτήρας της λογιστικής πληροφορίας ποικίλλει κατά τη διάρκεια των επιχειρηματικών κύκλων. Τα λογιστικά νούμερα παρουσιάζουν διαφορετική πληροφόρηση σε διαφορετικά στάδια αυτών των κύκλων. (Richardson et al.,1998; Kane et al.,1996). Συντηρητική λογιστική ή λογιστική της συντηρητικότητας ή λογιστικός συντηρητισμός (accounting conservatism) είναι η πρακτική κατά την οποία χρειάζεται μεγάλος βαθμός επιβεβαίωσης πριν να υπάρξει οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση σε οποιοδήποτε κέρδος. Στο πλαίσιο αυτό θα αναγνωριστεί κάθε πιθανή ζημιά αμέσως μόλις ανακαλυφθεί και οι περισσότερες δαπάνες αμέσως μόλις λάβουν χώρα. Τα έσοδα δεν θα αναγνωριστούν εάν δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι θα εισπραχθούν. Τα αυστηρά κριτήρια αναγνώρισης εσόδων είναι μια από τις πιο γνωστές μορφές λογιστικής συντηρητικότητας όπως αναφέρεται στο διαδικτυακό τόπο investopedia. 37