HAUS WITTGENSTEIN Οικονομίδης Σωτήρης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Διδάσκων: Δασκαλάκης Κωστάντιος Φεβρουάριος 2011
Εισαγωγή Το 1921 ο Ludwig Wittgenstein δημοσιεύσε το Logisch philosophische Abhandlung στα γερμανικά. Αργότερα ο G.E. Moore προτείνει τον τίτλο Tractatus Logico Philosophicus, μια αναφορά στο Tractatus Theologico Politicus (1670) του Σπινόζα. Η συγγραφή του Tractatus [1] πραγματοποιήθηκε ως επί το πλείστον στα χαρακώματα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο Wittgestein συμμετείχε εθελοντικά. Μαχόμενος στην πρώτη γραμμή ήρθε σε επαφή με εμπειρίες που επαναπροσδιόρισαν την αντίληψή του για τον κόσμο. Μετά τον πόλεμο, από το 1920 έως το 1926 ο Wittgenstein δούλεψε ως δάσκαλος σε χωριά της Αυστρίας. Το 1926 η αδερφή του, Margaret Stonborough αποφάσισε να χτίσει μια βίλα στη Βιέννη υπό την επίβλεψη του οικογενειακού φίλου, αρχιτέκτονα Paul Engelman. Από την αρχή ο Wittgenstein έδειξε ενδιαφέρον στο σχεδιασμό της βίλας και σταδιακά οικοιοποιήθηκε εξ ολοκλήρου το έργο. Σήμερα μιλάμε για το Haus Wittgenstein, την Οικία του Wittgenstein που πλέον στεγάζει τη βουλγαρική πρεσβεία στην Αυστρία. Ο Bernhard Leitner στο βιβλίο του The Architecture of Ludwig Wittgenstein (1968) (στην αναθεωρημένη έκδοση (2000) ο τίτλος άλλαξε σε The Wittgenstein House [2]) παρουσιάζει αναλυτικά τη διαδικασία σχεδιασμού και κατασκευής της βίλας με πλούσια ντοκουμέντα, εστιάζοντας στην προσωπικότητα του Ludwig Wittgenstein. Η ιδιαιτερότητα του σχεδιασμού και γενικότερα του χαρακτήρα του Wittgenstein, όπως διακρίνεται και στο φιλοσοφικό του έργο, οδήγησε στην επιλογή του θέματος της εργασίας. Δεν θα επιχειρηθεί μια ευθεία αναλογία φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής ή συγκεκριμένα του Tractatus Logico-Philosophicus και του κτιρίου που σχεδίασε ο Wittgenstein. Κάτι τέτοιο θα ήταν θα ήταν αφελές και εκβιασμένο. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός αποτελεί μια υποκειμενική διαδικασία. Στο κείμενο θα γίνει η προσπάθεια να παρουσιαστεί ο προσωπικός χαρακτήρας που διέπει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μέσα από το παράδειγμα του Haus Wittgenstein και από τις απόψεις περί υποκειμενικότητας που διατυπώνει ο ίδιος ο Wittgenstein στο Tractatus Logico-Philosophicus. Ένα σχόλιο πάνω στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με αφορμή τον αρχιτέκτονα Ludwig Wittgenstein. Tractatus Logico-Philosophicus Παρακάτω παρουσιάζεται συνοπτικά η λογική πορεία που ακολουθεί ο Wittgenstein, ώστε να γίνει μια αποσαφήνιση τον ορισμών που χρησιμοποιεί και η απαραίτητη εστίαση σε κάποιες (υπό) προτάσεις που έδωσαν το έναυσμα και το κίνητρο για αυτό το κείμενο. Στον πρόλογο του Tractatus, ο Wittgenstein διατυπώνει απευθείας την άποψη πως «το βιβλίο αυτό θα το καταλάβει ίσως μόνο όποιος έχει κιόλας κάνει ο ίδιος τις σκέψεις που εκφράζονται σε αυτό ή τουλάχιστον παρόμοιες σκέψεις» (Τ. σελ.43). Είναι μια προσωπική κατάθεση και αφόρα όσους έχουν προσωπικά βρεθεί στα ίδια νοηματικά μονοπάτια. Έτσι «απενοχοποιεί» το βιβλίο από ένα ρόλο διδακτικό 1
ή καθοδηγητικό και διατηρεί την έκφραση των σκέψεών του όπως παρουσιάζονται σε αυτό ελεύθερη. «Όλο το νόημα του βιβλίου θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε περίπου με τα ακόλουθα λόγια: Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει» (Τ. σελ.43). Το βιβλίο ερευνά πτυχές της φιλοσοφίας με ανεξάντλητες δυνατότητες ανάλυσης. Η παρούσα εργασία θα σταθεί σε επιμέρους σκέψεις στη λογική πορεία του Wittgenstein, συγκεκριμένα στην έννοια της σκέψης. Πώς αυτή ορίζεται στο Tractatus και πώς ο ορισμός αυτός νοηματοδοτεί υποκειμενικές διαδικασίες, όπως ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός. Ο Wittgenstein ξεκινάει ορίζοντας ότι «1 Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.» και «2 Αυτό που συμβαίνει, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.» αντικείμενα). Έπειτα διαχωρίζει την αντίληψή μας, το υποκείμενο, από τον κόσμο, τα πράγματα (τα «2.1 Σχηματίζουμε εικόνες των γεγονότων.» «2.12 Η εικόνα είναι ένα μοντέλο της πραγματικότητας.» Στη συνέχεια συνδέει τις εικόνες της πραγματικότητας με αυτήν ορίζοντας πώς καθε εικόνα πρέπει να έχει λογική μορφή. «2.18 Αυτό που κάθε εικόνα [ ] πρέπει να έχει κοινό με την πραγματικότητα για να μπορεί γενικά να την απεικονίζει σωστά ή λαθεμένα είναι η λογική μορφή, δηλαδή η μορφή της πραγματικότητας.» «3 Κάθε σκέψη είναι λογική εικόνα των γεγονότων». «4 Μια σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα» 2
Πρόταση 4 Η πρόταση 4 αντιμετωπίζει την έννοια της σκέψης ως «πρόταση με νόημα». Επανέρχεται στην έννοια της εικόνας και το πώς οι σκέψεις, ως προτάσεις, είναι εικόνες τις πραγματικότητας όπως εμείς τις αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε: «4.01 Η πρόταση είναι μια εικόνα της πραγματικότητας. Η πρόταση είναι ένα μοντέλο της πραγματικότητας όπως τη φανταζόμαστε.» Στη συνέχεια αναλύει την έννοια της «πρότασης με νόημα». Ο πορεία της σκέψης του περνάει από θέματα φιλοσοφίας, θετικών και θεωρητικών επιστημών, ψυχολογίας, μαθηματικών και γλώσσας και στην πρόταση 4.2 διατυπώνει το νόημα της πρότασης. «4.2 Το νόημα της πρότασης είναι η συμφωνία της και η μη συμφωνία της με τις δυνατότητες ύπαρξης και της μη ύπαρξης των καταστάσεων πραγμάτων.» Η ύπαρξη κατάστασης πραγμάτων είναι το γεγονός, αυτό που συμβαίνει, και το σύνολο των γεγονότων είναι ο κόσμος, σύμφωνα με τον Wittgenstein. «4.21 Η απλούστατη πρόταση, η στοιχειώδης πρόταση, ισχυρίζεται την ύπαρξη μιας κατάστασης πραγμάτων.» «4.25 Αν η στοιχειώδης πρόταση είναι αληθής, τότε υπάρχει η κατάσταση πραγμάτων. Αν η στοιχειώδης πρόταση είναι ψευδής, τότε δεν υπάρχει η κατάσταση πραγμάτων.» Οι παραπάνω προτάσεις παρατίθενται έτσι ώστε να γίνει όσο το δυνατόν κατανοητή η ιδέα που διατυπώνεται αργότερα στην πρόταση 4.46. Ο Wittgenstein σε αυτό το σημείο χρησιμοποιεί εκτενέστατα μαθηματικές δομές για να αναπτύξει τη σκέψη του. Συνοπτικά περιγράφει πώς κάθε πρόταση αποτελείται από μία ή περισσότερες στοιχειώδεις προτάσεις και: «4.41 οι δυνατότητες αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων είναι οι συνθήκες της αλήθειας και του ψεύδους των προτάσεων.» 3
Οδηγούμαστε έτσι στην πρόταση 4.46 «4.46 Ανάμεσα στις δυνατές ομάδες των συνθηκών αλήθειας υπάρχουν δυο ακραίες περιπτώσεις. Στη μία περίπτωση η πρόταση είναι αληθής για όλες τις δυνατότητες αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων. Τότε λέμε πως οι συνθήκες αλήθειας είναι ταυτολογικές. Στη δεύτερη περίπτωση η πρόταση είναι ψευδής για όλες τις δυνατότητες αλήθειας: Οι συνθήκες αλήθειας είναι τότε αντιφατικές.» Στην πρώτη περίπτωση ονομάζουμε την πρόταση ταυτολογία, στη δεύτερη περίπτωση αντίφαση.» «4.461 Η πρόταση δείχνει αυτό που λέει, η ταυτολογία και η αντίφαση δείχνουν πως δε λένε τίποτα. Για την ταυτολογία δεν υπάρχουν συνθήκες αλήθειας, γιατί είναι οπωσδήποτε αληθής και η αντίφαση δεν είναι αληθής κάτω από καμία συνθήκη. Η ταυτολογία και η αντίφαση είναι δίχως νόημα. [...]» Σκέψη Μια πρόταση για να έχει νόημα, πρέπει να αληθεύει για κάποιες καταστάσεις πραγμάτων, αλλά όχι όλες. Κάθε πρόταση, κάθε σκέψη μπορεί και ορίζεται όταν έχει αληθεύει επί μέρους. O Wittgenstein ορίζει ως πρόταση με νόημα την πρόταση που «δείχνει αυτό που λέει». Έτσι κάθε σκέψη, ως πρόταση με νόημα, είναι μια πρόταση που δείχνει, που απεικονίζει την πραγματικότητα. Ανεξάρτητα αν την απεικονίζει σωστά η λαθεμένα, η σκέψη αποτελεί μια ερμηνεία της πραγματικότητας, μια θέση. 4
Haus Wittgenstein Στο «The Wittgenstein House» o Bernhard Leitner παρουσιάζει πλήρως τη διαδικασία σχεδιασμού και παραγωγής του κτιρίου στη Βιέννη από τον Wittgenstein και πώς μέσα από αυτή διαφαίνονται στοιχεία της προσωπικότητας του. Το Νοέμβριο του 1925, ο Paul Engelmann ενημέρωσε γραπτώς τον Wittgenstein πως η αδερφή του τελευταίου, Margaret Stonborough, επιθυμούσε να χτίσει μία έπαυλη στη Βιέννη. Ο Wittgenstein απάντησε πως θα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Ο Bernhard Leitner θέτει το ερώτημα εάν από εκείνη τη στιγμή άρχισε ουσιαστικά η συνεργασία των δύο και η ενεργή εμπλοκή του Wittgenstein στο έργο. Παραθέτει ένα γράμμα του Engelmann γραμμένο το 1953 προς τον καθηγητή F.A. Hayek στο οποίο αναφέρει «[...] Παρότι όταν ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο έργο, τα σχέδια είχαν ήδη ολοκληρωθεί, βλέπω το αποτέλεσμα σαν δικό του και όχι δικό μου επίτευγμα.» (The W.H. σελ.23) Ο Leitner τονίζει την όλο και πιο επίμονη ενασχόληση του Wittgenstein με το έργο. Σχολιάζει πώς οι συμβουλές του χαρακτηρίζονταν εξαιρετικές από τον Engelmann, ίσως λόγω του ότι αντιλαμβανόταν καλύτερα τις επιθυμίες και τις προθέσεις της αδερφής του. Τονίζει όμως και το πώς ο χαρακτήρας του Wittgenstein τον οδήγησε στο να ασχοληθεί με εμμονή με το σχεδιασμό του κτιρίου. Αυτή η εμμονική συμπεριφορά και η αφοσίωση του Wittgenstein στο έργο αυτό είναι το κύριο θέμα του βιβλίου του Leitner. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν επιλέγει να αναλύσει ολόκληρο το κτήριο, να κάνει μια αρχιτεκτονική αποτύπωση. Στέκεται στην κάτοψη του ισογείου, τη διαδικασία του (ανα)σχεδιασμού του, τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, τα υλικά και τη σχέση του κτηρίου με τα κινήματα της εποχής. Το θέμα του είναι η επιρροή του Wittgenstein στο τελικό κτίριο. 5
Επεμβάσεις - Προσωπικός Χαρακτήρας Wittgenstein Το αρχικό σχέδιο της κάτοψης από τον Engelmann απέδιδε τις επιθυμίες της πελάτισσας Margarethe Stonborough ως ένα βαθμό, σύμφωνα με τον Leitner. Οι βασικοί άξονες και οι κεντρικοί χώροι του κτηρίου ανταποκρίνονταν στις προθέσεις της Stonborough αλλά οι υπόλοιποι χώροι έμοιαζαν «εξωτερικά «σχεδιασμένοι και όχι σε συνάρτηση με το εσωτερικό του κτηρίου. Μια κάτοψη σχεδιασμένη από τον Wittgenstein το Νοέμβριο του 1926 διαφοροποιούσε αισθητά τις αναλογίες των χώρων και χαρακτηρίζονταν από έντονη ασσυμετρία. Το νέο σχέδιο τροποποιούσε σημαντικά το αρχικό σχέδιο του Engelmann και, σύμφωνα με τον Leitner, απέρριπτε όποια στοιχεία του αρχικού σχεδίου θύμιζαν τις ιδέες του Loos, καθηγητή του Engelmann για την κατοικία. Αυτό πιθανότατα δεν έγινε με κάποια σκοπιμότητα, αλλά σύμφωνα με τις ειλικρινείς σχεδιαστικές προθέσεις του Wittgenstein. Η Margarethe Stonborough γνώριζε τις ικανότητες του αδερφού της, αλλά ο ίδιος δεν είχε καμια εμπειρία πάνω στην αρχιτεκτονική και για αυτό αρχικά πίστευε πως δεν θα καταφέρει να διαχειριστεί το έργο όπως θα έπρεπε. Στην πορεία του σχεδιασμού και της κατασκευής του κτιρίου, ο Wittgenstein ανέλαβε σταδιακά την ευθύνη και απέκτησε την πλήρη εμπιστοσύνη της αδερφής του. Η αδερφή τους Hermine Wittgenstein γράφει «[...] Δύο σπουδαίοι άνθρωποι συναντήθηκαν ως αρχιτέκτονας και πελάτης, επιτρέποντας να δημιουργηθεί κάτι αυτόνομα πλήρες σε αυτό το κτήριο. Ισότιμη προσοχή δόθηκε στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες και στα κύρια ζητήματα του κτηρίου καθώς κάθε τι ήταν σημαντικό. Τίποτα δεν ήταν ασήμαντο, εκτός από το χρόνο και το κόστος.» (The W.H. σσ.23-24) Μηχανική - Διαχωρισμός από Μοντέρνο Κίνημα Η αισθητική του Wittgenstein και το αρχιτεκτονικό του αποτύπωμα, έχουν σημαντική απόσταση από τα αρχιτεκτονικά κινήματα της εποχής. Είχε μια μοναδική κατανόηση της μηχανικής και των φυσικών νόμων και δεν επιδίωκε τη συμβολική απεικόνιση της μηχανικής, αλλά την εφαρμογή της και την άμεση σχέση του ανθρώπου με αυτή. Όπου ο Mies van der Rohe χρησιμοποιεί διακόπτες και ηλεκτρικά μοτερ για να κινεί τις γυάλινες επιφάνειές του Tugendhat House, o Wittgenstein δημιουργεί ένα παιχνίδι δυνάμεων μεταξύ βάρους και αβαρούς κίνησης στα μεταλλικά πετάσματα που χρησιμοποιεί για το σπίτι της αδερφής του. «Οι εκτενείς του γνώσεις της μηχανικής, η χειραγώγηση των φυσικών νόμων, της δύναμης και της τριβής, του επιτρέπουν να «διαλύει» το βάρος του μετάλου. Η αισθητική του μπορεί να φανερωθεί μέσα από τη κίνηση των κατασκευαστικών του στοιχείων, η οποία για να είναι εφικτή απαιτείται κατασκευαστική ακρίβεια και οξύνοια.» (The W.H. σσ.10-11, notes 6,9-11) 6
Υλικά Τεχνική Ο Wittgenstein εμβαθύνει στο σχεδιασμό του κτιρίου και επιζητά απόλυτο έλεγχο σε κάθε λεπτομέρεια του χώρου. Γι αυτό χρησιμοποιεί εκτενώς τεχνητά υλικά έτσι ώστε να ορίζει με ακρίβεια τις διαστάσεις τους και τη μορφή τους. Όλα τα πλακάκια των δαπέδων καθώς και τα μεταλλικά στοιχεία (κουφώματα, πόμολα, μεντεσέδες) ήταν κατα παραγγελία και τίποτα δεν ακολουθούσε τα διαθέσιμα μεγέθη και διαστασιολογήσεις της αγοράς. Παρά, λοιπόν, τη χρήση «αφύσικων» υλικών, ο απόλυτος έλεγχος που είχε έτσι ο Wittgenstein, του επέτρεψε να συνθέσει μια αρχιτεκτονική με μεγάλο βαθμό «αισθαντικότητας και ζεστασιάς», σύμφωνα με τον Leitner. (The W.H. σελ.12, notes 13-16) 7
Οι χρωματικές επιλογές του Wittgenstein ήταν επιμελημένες ώστε να εξυπηρετούν τις προθέσεις του με την ίδια δύναμη που το έκαναν τα υλικά του και οι υφές τους. Το 1976, οι τοίχοι είχαν χρώμα λευκό και οι πόρτες και τα κουφώματα βάφτηκαν σε καφέ-πράσινη απόχρωση. Έπειτα, η εικόνα έγινε πολύ διαφορετική και οι επιλογές του Wittgenstein χάθηκαν καθώς η συμπεριφορά του φωτός και ο χαρακτήρας του κάθε χώρου τροποποιήθηκε. (The W.H. σελ.129-130) Οι ιδιωματισμοί του αρχιτέκτονα Wittgenstein και το αποτύπωμα που τελικά άφησε αναπτύχθηκαν και διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια σχεδιασμού και κατασκευής του Haus Wittgenstein. Όσο ασχολούνταν με το έργο, τόσο αποκαλύπτονταν στον ίδιο η αισθητική του και η σχέση του με την αρχιτεκτονική. Mέσα από τις επιλογές, την επιμονή του και την τεχνική αυστηρότητα με την οποία δούλευε, και που απαιτούσε από τους άλλους να δουλεύουν, παρουσιάζεται ο χαρακτήρας και οι ιδιοσυγκρασίες του. «Όταν δουλεύει κανείς πάνω στη φιλοσοφία στην πραγματικότητα δουλεύει πάνω στον εαυτό του όπως συχνά αληθεύει κι όταν δουλεύει κανείς πάνω στην αρχιτεκτονική. Δουλεύει πάνω στην ίδια του την αντίληψη, στο πώς βλέπει τα πράγματα (και τι απαιτεί από αυτά)» Χειρόγραφο Ludwig Wittgenstein (The W.H. σελ.184)
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός Οι ορισμοί που δίνει ο Wittgenstein στον Tractatus για τη σκέψη ως πρόταση, ως λογική εικόνα της πραγματικότητας, δείχνουν ακριβώς την υποκειμενικότητα μιας νοητικής, προσωπικής διαδικασίας και μπορούν να γίνουν αντιληπτοί στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στο γενικότερο επίπεδο μιας ολοκληρωμένης αρχιτεκτονικής πρότασης αλλά και στις επιμέρους «προτάσεις», σκέψεις, αποφάσεις που συνθέτουν το σύνολο του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός έργου. Το Haus Wittgenstein στη Βιέννη είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο ισχυρά χαρακτηρισμένο από την προσωπικότητα του αρχιτέκτονα του. Σε κάθε περίπτωση, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός επηρεάζεται από τα ατομικά γνωρίσματα του αρχιτέκτονα. Είναι μια αναλυτική, σύνθετη και συνθετική νοητική διαδικασία. Σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη της πραγματικότητας, υπαρκτής ή δυνάμει, και την «προβολή» της, τη δημιουργία ή αποτύπωση εικόνων αυτής, είτε σε καθαρά δυνητικό επίπεδο, είτε εκφρασμένες με κάποια γλώσσα απεικόνισης. Η αντίληψη και η ερμηνεία της πραγματικότητας είναι διαδικασίες υποκειμενικές και κατ επέκταση βαθειά επηρεασμένες από την προσωπικότητα του υποκειμένου. Μια άμεση αναλογία μεταξύ φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής δεν είναι δόκιμη. Ωστόσο και οι δύο χαρακτηρίζονται από παρόμοιες ποιότητες στον τρόπο που μορφώνονται και συχνά πραγματεύονται θέματα κοινά. Η ανάλυση έκαστης και η ενασχόληση με αυτήν, μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την άλλη. Aφορούν στην αντίληψη του κόσμου και την ερμηνεία αυτού. Ένα αρχιτεκτονικό έργο, ένα φιλοσοφικό έργο, δείχνουν την αντίληψη, την εικόνα, του αρχιτέκτονα ή φιλόσοφου αντίστοιχα για τα πράγματα. [1] LUDWIG WITTGENSTEIN, Tractatus Logico-Philosophicus, Εκδόσεις Παπαζήση, 1978 (μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος) [2] BERNHARD LEITNER, The Wittgenstein House, Princeton Architectural Press, Νέα Υόρκη, 2000