Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου GI_V_AEGP_0_17138 Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. 1. Έτσι μοιράστηκα με τον αδερφό μου (την πατρική περιουσία) ώστε να παραδέχεται εκείνος ότι πήρε μεγαλύτερο μέρος συγκριτικά μ εμένα, από την πατρική περιουσία, και σε όλους τους άλλους ανεξαιρέτως έτσι έχω συμπεριφερθεί στη ζωή μου ώστε ποτέ μέχρι τώρα να μην υπάρξει κανένα παράπονο ανάμεσα σε εμένα και κανέναν άλλο. Και τις ιδιωτικές μου υποθέσεις (ή τα θέματα του ιδιωτικού μου βίου) έτσι έχω διευθύνει σχετικά με τη δημόσια ζωή μου νομίζω ότι είναι για μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας, ότι όσοι από τους νεώτερους συμβαίνει να χάνουν τον καιρό τους σε ζάρια ή σε γλέντια ή σε τέτοιου είδους
ασωτίες θα δείτε ότι όλοι αυτοί είναι εχθροί μου και ότι διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα και λένε (πάρα πολλά) ψέματα. Β. 2. Τα παραδείγματα. Είναι ιστορικά (πραγματικά) ή πλαστά (παραβολές). Είναι βέβαια ενδείξεις μόνον. Η αποδεικτική τους αξία στηρίζεται στην ομοιότητα ή την αναλογία προς αυτό που ζητείται να αποδειχθεί. Ο απλοϊκός πάντως ακροατής επηρεάζεται, καθώς γενική είναι η αντίληψη πως ό,τι συμβαίνει στον έναν μπορεί να συμβεί στον καθένα. Οι γνώμες. Είναι αποφθέγματα για ζητήματα γενικού χαρακτήρα και επομένως μπορεί να λεχθεί γι' αυτές ό,τι και για τα ενθυμήματα. Η αποδεικτική τους αξία εξαρτάται από τον βαθμό που αναγνωρίζονται γενικώς ως ορθές ή από το κύρος αυτού που τις έχει διατυπώσει. Β. 3. Το πλαίσιο των κοινωνικών και οικογενειακών αρχών της αρχαίας Αθήνας περιλάμβανε την εκπλήρωση των οικογενειακών υποχρεώσεων και την απόλυτη κοινωνική αποδοχή και καταξίωση. Ο Μαντίθεος στην παράγραφο 10 εκθέτει τη στάση του απέναντι στους συμπολίτες του για να δείξει ότι ήταν σωστός στις σχέσεις του όχι μόνο με τους οικείους του αλλά και με τους άλλους. Υποστηρίζει ότι ποτέ δεν πείραξε και δεν είχε διαφορές με κανέναν, ότι κανένας δεν παραπονέθηκε εις βάρος του «καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας οὕτως βεβίωκα ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι». Έτσι και σε αυτούς υπήρξε άψογος και κόσμιος γιατί προφανώς τον διέκρινε η κοινωνική συνείδηση και ήταν φιλήσυχος και υπεύθυνος καθώς σεβόταν την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Με την παράγραφο 12 ο Μαντίθεος δηλώνει ότι θα μιλήσει για τη συμπεριφορά του στα κοινά, γιατί αυτό απαιτεί η δοκιμασία. Άλλωστε ξέρει ότι αυτά είναι σπουδαιότερα και βαρύνουν περισσότερο την επικύρωση της εκλογής του. Η δημόσια συμπεριφορά του Μαντιθέου υπήρξε άψογη. Μάλιστα θεωρεί ως μέγιστη απόδειξη της εντιμότητάς του τις κακολογίες που εκτοξεύουν εναντίον του κάποιοι αργόσχολοι νέοι, που συχνάζουν σε κακόφημα μέρη (κυβευτήρια, καπηλειά), «μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας, ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι, πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας, καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους.». Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι καλών
οικογενειών συνήθιζαν να επιδίδονται σε χαρτοπαιξίες, συμπόσια και διασκεδάσεις. Περνούσαν την ώρα τους σε ταβέρνες και καπηλειά. Τα μέρη αυτά θεωρούνται τόποι διαφθοράς γιατί εκεί σύχναζαν κοινές γυναίκες. Στα κακόφημα αυτά μέρη οι αργόσχολοι νέοι κατηγορούσαν ψευδώς τους έντιμους πολίτες, διέδιδαν συκοφαντίες και τους μείωναν ηθικά. Έτσι κάποιοι νέοι εχθρεύονται και κακολογούν το Μαντίθεο επειδή είναι ανώτερος τους και καθόλου όμοιός τους. Ο Μαντίθεος ως αμέτοχος όλων αυτών έχει ένα πρόσθετο προσόν για το βουλευτικό αξίωμα. Β. 4. Βασικό θεσμό για τη θεμελίωση και διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρονών αποτελούσε η δοκιμασία των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Η δοκιμασία ήταν ο έλεγχος στον οποίο υποβάλλονταν όλοι οι αιρετοί και κληρωτοί άρχοντες στην Αρχαία Αθήνα, για να διαπιστωθεί αν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους και αν ήταν άξιοι του λειτουργήματος που είχαν κληθεί να αναλάβουν. Η δοκιμασία ήταν ένας εξονυχιστικός έλεγχος των ενεργειών, των πράξεων και της ζωής του δοκιμαζόμενου. Συνήθως οι άρχοντες και όσοι προορίζονταν να αναλάβουν ανώτερα αξιώματα υποβάλλονταν σε δοκιμασία. Έπρεπε να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιόν των βουλευτών, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, γι αυτό όποιος πολίτης είχε αντίθετη άποψη για την εκλογή κάποιου, είχε το δικαίωμα να το εκφράσει και να το αποδείξει. Η βασικότερη προϋπόθεση για την ανάδειξη ενός πολίτη στο αξίωμα του βουλευτή ήταν ο άμεμπτος δημόσιος και ιδιωτικός βίος του υποψηφίου. Αμέσως μετά την επιλογή των 500 βουλευτών, οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να καταγγείλει κάποιον από τους υποψηφίους με την κατηγορία ότι η προηγούμενη ζωή του δεν ήταν «καθαρή» από ατοπήματα. Ακολουθούσε από τα μέλη της απερχόμενης βουλής των πεντακοσίων ειδική εξέταση στην οποία ο κατηγορούμενος καλείτο να παρουσιάσει με αποδείξεις και μάρτυρες την αβασιμότητα της κατηγορίας και όλες τις πτυχές της προηγούμενης ζωής του σε δημόσιο αλλά και σε ιδιωτικό επίπεδο. Στη περίπτωση που ο κατηγορούμενος το κατόρθωνε, εγκρινόταν η εκλογή του στο αξίωμα του βουλευτή. Στην αντίθετη περίπτωση «αποδοκιμαζόταν». Κυρίως εξετάζονταν τα τυπικά προσόντα του εξεταζόμενου, όπως η ηλικία, η καταγωγή, η στάση προς τους γονείς, η εκπλήρωση στρατιωτικών καθηκόντων, φορολογικών και λατρευτικών υποχρεώσεων, αν πλήρωνε δηλαδή τους φόρους τακτικά και αν λάτρευε τους θεούς της πόλης. Η δοκιμασία συνήθως ήταν χρονοβόρα και διεξαγόταν ενώπιον της Βουλής των Πεντακοσίων. Όσοι ασκούσαν έφεση εξετάζονταν ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας. Δεν ήταν μια συνηθισμένη δίκη για έναν συνηθισμένο κατηγορούμενο, που διέπραξε κάποιο αδίκημα. Πρόκειται για τη δοκιμασία ενός
δημόσιου προσώπου. Ενώ στους άλλους δικαστικούς αγώνες ο κατηγορούμενος απολογείται μόνο για τις κατηγορίες που του έχουν απαγγείλει, σε αυτή τη δοκιμασία πρέπει να απολογηθεί για όλη του τη ζωή και να αποδείξει ότι είναι σωστός, ενάρετος και ηθικός. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι οι μέλλοντες αξιωματούχοι έπρεπε να είναι άτρωτοι ηθικά γιατί ο πολίτης που έχει μειωμένη ηθική συνείδηση και αδύναμο χαρακτήρα υποκύπτει πιο εύκολα σε πειρασμούς και παρανομίες. Ο κρατικός λειτουργός έπρεπε να είναι υπόδειγμα ανθρώπου και να ενσαρκώνει αξίες ανθρωπισμού και δικαιοσύνης, να σέβεται τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Συνεπώς η δοκιμασία παραμέριζε από τα δημόσια αξιώματα τους ανάξιους, αυτούς που θα έβλαπταν την αθηναϊκή δημοκρατία, τους κακοήθεις και καιροσκόπους. Επίσης επιβράβευε την αξιοκρατία και συντελούσε στην ομαλή λειτουργία της πολιτείας. Τέλος εδραίωνε τη δημοκρατία με την άνοδο των δημοκρατικών πολιτών στις ανώτατες δημόσιες θέσεις. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι διασφαλιζόταν κατά τον καλύτερο τρόπο η δημοκρατία, αν στα ανώτερα αξιώματα της πόλης βρίσκονταν άνδρες συνετοί, αφιλοκερδείς που απέβλεπαν στο κοινό και όχι στο προσωπικό τους συμφέρον. Γενικά οι άψογοι και άριστοι πολίτες θεωρούνταν εγγύηση για τη δημοκρατία, διότι εξασφαλιζόταν έτσι η σωστή λειτουργία της κοινωνίας. Β. 5.α. ποίησις βιόω -ῶ ἄδηλον φημί κατά + λείπομαι
Β. 5.β. οἶδ (α), δοκεῖ, ἀγῶσι, δοκεῖ και δοκιμασίαις, διδόναι Επιμέλεια: Καραμούζη Παπαδημητρίου Κατερίνα