Νίκος Καλογήρου «Η σημασία του προγραμματικού αστικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης: μία πρόταση για τη μετεγκατάσταση της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης»* 1. Γενικά Κύριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης διάχυτης αστικοποίησης είναι η επέκταση των περιφερειακών διασυνδέσεων και δικτύων. Η πόλη αναπτύσσεται, όχι μόνο μέσα από έναν κεντρικό σχεδιασμό αλλά και με σημειακές παρεμβάσεις-κλειδιά, που εκτρέπουν την πορεία της, επαναπροσδιορίζουν το δυναμικό της και αποτελούν τη βάση ουσιαστικών μετασχηματισμών της. Ειδικά προγράμματα αστικού σχεδιασμού χωροθετημένα μέσα από μία επιλεγμένη στρατηγική ανάπτυξη της πόλης αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικά. Το σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον απαιτεί μία ολιστική προσέγγιση στη λήψη αποφάσεων, κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για το σχεδιασμό μίας διεθνούς διοργάνωσης. Οι διεθνείς εκθέσεις, προνομιακοί χώροι οικονομικών συναλλαγών, λειτουργούν ως προθήκες καινοτόμων προϊόντων τεχνολογικών και επιστημονικών. Ωστόσο η παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας αποδυναμώνουν αυτήν τη λειτουργία τους καθώς η γνώση των καινοτομιών διαδίδεται ταχύτερα μέσα από τα νέα δίκτυα πληροφόρησης. Έτσι η οικονομική διάσταση αναδεικνύεται ως κυρίαρχη συνιστώσα, ενώ αποδυναμώνεται το πληροφοριακό και πολιτιστικό περιεχόμενο με σημαντικές επιπτώσεις στις σχετικές παραμέτρους σχεδιασμού του χώρου των εκθέσεων. Με δεδομένο ότι διεθνώς, οι εκθέσεις πάντοτε αποτελούσαν τις πλέον πρωτοποριακές και καινοτόμες χωρικές και κτιριακές εκφράσεις κάθε εποχής, σήμερα οφείλουν να ακολουθήσουν την πρωτοπόρο ολιστική περιβαλλοντική σχεδιαστική προσέγγιση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποιότητα του ευρύτερου περιβάλλοντος, φυσικού και κτισμένου καθώς και η απρόσκοπτη τροφοδότηση του, μέσα από τα υφιστάμενα δίκτυα υποδομών και ειδικότερα της μεταφοράς είναι κρίσιμοι παράγοντες για το σχεδιασμό των εκθεσιακών χώρων μεγάλης κλίμακας και την επιλογή του τόπου χωροθέτησής τους. Η διευθέτηση μιας Διεθνούς Έκθεσης με αρχές φιλικές προς το περιβάλλον αποτελεί ειδικό έργο αστικού σχεδιασμού, που μπορεί να προκαλέσει σημαντικούς μετασχηματισμούς στη λειτουργία και την αστική φυσιογνωμία, αποτελώντας όχημα εφαρμογής μιας νέας στρατηγικής για το μέλλον του θεσμού και της πόλης. 1
2. Τα προβλήματα του σημερινού εκθεσιακού κέντρου Ο χώρος της σημερινής ΔΕΘ ασφυκτιά μέσα στο κέντρο μιας πυκνοδομημένης πόλης με έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα. Η λειτουργία τόσο της κύριας έκθεσης όσο και των θεματικών εκθέσεων στη διάρκεια της χρονιάς, επιβαρύνουν επιπλέον αυτά τα δεδομένα. Η έλλειψη ελεύθερων χώρων και η παγιωμένη περίκλειστη μορφή της ΔΕΘ, ανενεργή για μεγάλο χρονικό διάστημα για το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της πόλης, κάνουν πιεστική την ανάγκη μεταφοράς της έξω από το πυκνοδομημένο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η σημερινή εικόνα του χώρου της ΔΕΘ είναι αποτέλεσμα μιας διαχρονικής προσθετικής διαδικασίας, όπου ο αρχικός κεντρικός σχεδιασμός, στο βαθμό που υπήρχε, είναι πλέον δυσδιάκριτος. Αυτό στερεί από την Έκθεση τις δυνατότητες μίας δυναμικής, σύγχρονης και πρωτοποριακής εικόνας που είναι απαραίτητη για να ενταχθεί στο χάρτη των ανάλογων διεθνών διοργανώσεων. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της ποιότητας του κτιριακού αποθέματος της Διεθνούς Έκθεσης, συντάχθηκαν αναλυτικά δελτία των υφιστάμενων κτιρίων. Συγκεντρώθηκαν στοιχεία για το εμβαδόν, το είδος των χώρων, τον τρόπο κατασκευής, την κατάσταση διατήρησης, τη δυνατότητα και τον τρόπο επανάχρησης, ενώ αξιολογήθηκε η αρχιτεκτονική και αισθητική αξία των κτιρίων. Από την ανάλυση των υφισταμένων κατασκευών, αλλά και της ιστορίας της ΔΕΘ, διαπιστώθηκε η ύπαρξη δύο σαφώς διακεκριμένων ομάδων κτιρίων: Τυπικά βιομηχανικά εκθεσιακά περίπτερα που κατασκευάστηκαν μετά την δεκαετία του 70. Έργα επώνυμων δημιουργών που διακρίνονται για την αρχιτεκτονική και συμβολική τους αξία. Τα κυριότερα κτίρια που προτείνονται να διατηρηθούν αξιολογήθηκαν με βάση την αρχιτεκτονική τους ποιότητα και τη συμβολική τους αξία, ως δείγματα της σχέσης του θεσμού της ΔΕΘ με τον χώρο της πόλης. Επί πλέον προτείνεται η διατήρηση κτιρίων τα οποία πέρα από την αρχιτεκτονική τους αξία διατηρούνται σε καλή κατάσταση εξωτερικά αλλά και ως προς τον φέροντα οργανισμό τους και περιλαμβάνουν εξειδικευμένους χώρους, καλά εξοπλισμένους με χρήσεις εκθετηρίων και συνεδριακών υποδομών. Η κατεδάφιση των κελυφών αυτών, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως χώροι πολιτισμού και εκπαίδευσης, θα είναι περιβαλλοντικά ασύμφορη για την πόλη, καθώς θα οδηγούσε στην καταστροφή ενός λειτουργικού κτιριακού αποθέματος. 3. Τα διεθνή παραδείγματα Από την ανάλυση και την αξιολόγηση της διεθνούς εμπειρίας σχετικά με την εγκατάσταση και λειτουργία των νέων εκθεσιακών κέντρων προκύπτουν 2
βασικές αρχές, οι οποίες καλύπτονται από την παρούσα πρόταση, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Αυτές σχετίζονται καταρχήν με την χωροθέτηση των εκθεσιακών κέντρων και την σχέση τους με τον αστικό ιστό. Σημαντικά συμπεράσματα εξάγονται επίσης και σχετικά με τον λειτουργικό προγραμματισμό και τον σχεδιασμό ενός νέου εκθεσιακού κέντρου. Τα εκθεσιακά κέντρα βρίσκονται χωροθετημένα στις περισσότερες περιπτώσεις στις περιφέρειες των πόλεων, συχνά σε άμεση επαφή με τα αεροδρόμια της περιοχής και πάντοτε σε άμεση σύνδεση με τα υπερτοπικά δίκτυα κυκλοφορίας. Η χωροθέτηση των εκθεσιακών κέντρων κοντά σε αεροδρόμια (Στουτγάρδη, Λονδίνο, Χονγκ Κονγκ, Μαδρίτη, Παρίσι, Λισαβόνα, Μονπελιέ, κτλ) αποτελεί μια συνηθισμένη πρακτική, η οποία προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η εύκολη προσβασιμότητα (επισκεπτών, εκθετών, αντιπροσώπων, κτλ). Η γειτνίαση με το αεροδρόμιο συμβάλλει στην συγκέντρωση άλλων σχετικών χρήσεων πέρα από αυτή της έκθεσης (συνεδριακά κέντρα, ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα, κτλ). Επίσης, διευκολύνεται η μεταφορά των εμπορευμάτων, των εκθεμάτων και των υλικών κατασκευής. Ιδιαίτερη σημασία έχει το υγρό στοιχείο, όταν αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος στο χώρο εγκατάστασης των εκθεσιακών κέντρων. Το Λονδίνο, το Χονγκ Κονγκ, η Βαρκελώνη, η Γλασκόβη, η Λισαβόνα, η Σαραγόσα και το Μονπελιέ αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις, όπου το νερό, ως στοιχείο είτε του θαλάσσιου μετώπου, είτε της κοίτης του ποταμού, εντάσσεται οργανικά στη δραστηριότητα του εκθεσιακού κέντρου και αποτελεί βασικό παράγοντα αναψυχής. Η ίδια η περιβαλλοντική ένταξη του υγρού στοιχείου εκτιμάται ως πλεονέκτημα ενός εκθεσιακού κέντρου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της Σαραγόσας και την επιτυχημένη διεκδίκηση της Expo2008, στην οποία το νερό, αλλά και γενικότερα το υγρό στοιχείο αποτέλεσε το κεντρικό θέμα ολόκληρης της διοργάνωσης. Αντίστοιχα, είναι ιδιαίτερα γνωστή η περίπτωση της προγενέστερης Expo της Λισαβόνας, η οποία χωροθετημένη σε άμεση επαφή με το θαλάσσιο μέτωπο και ενσωματώνοντας ένα πλήθος σχετικών δραστηριοτήτων, συγκέντρωσε όλες τις προϋποθέσεις για την βιώσιμη μετέπειτα ανάπτυξη του εκθεσιακού κέντρου. Τα εκθεσιακά κέντρα στη Βαρκελώνη και στο Λονδίνο έχουν επίσης αξιοποιήσει το υγρό στοιχείο για την διοργάνωση δραστηριοτήτων αναψυχής και την προσέλκυση επισκεπτών σε συνδυασμό με το εκάστοτε εκθεσιακό ή άλλο γεγονός. Μαρίνες, ναυταθλητικά κέντρα και άλλες παραθαλάσσιες δραστηριότητες βρίσκονται εγκαταστημένες σε άμεση γειτνίαση με τα εκθεσιακά κέντρα των πόλεων αυτών. 4. Τα συγκριτικά προτερήματα της προτεινόμενης χωροθέτησης Η νοτιοανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης εκ των πραγμάτων συγκεντρώνει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εγκατάσταση ενός 3
σημαντικού εκθεσιακού κέντρου. Η χωροθέτηση της ΔΕΘ στην περιοχή του αγροκτήματος συνδυάζεται με την αξιοποίηση μιας σειράς αναμφισβήτητων γεωγραφικών πλεονεκτημάτων. Καταρχήν η θέση παρέχει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης όλων των κύριων δικτύων μεταφοράς, καθώς βρίσκεται στην απόληξη της προγραμματισμένης εξωτερικής περιφερειακής οδού και των αξόνων προς τη Χαλκιδική και τις ακτές του Θερμαϊκού. Η άμεση γειτνίαση με το αεροδρόμιο που παρατηρείται σε πολλά από τα διεθνή εκθεσιακά κέντρα διευκολύνει μία ειδική κατηγορία διεθνών εμπορικών επισκεπτών, καθώς και ιδιωτικών πτήσεων προσκεκλημένων υψηλού επιπέδου. Στο προτεινόμενο γήπεδο εφάπτεται η τελική επέκταση του Μετρό της Θεσσαλονίκης και η πολυσυζητημένη θαλάσσια συγκοινωνία. Η ενδεχόμενη επιλογή της θέσης αυτής θα κάνει βιώσιμη την υλοποίηση αυτών των συγκοινωνιακών υποδομών, καθώς θα εξασφαλιστεί κρίσιμος αριθμός μετακινήσεων με δημόσια μέσα μεταφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση απομακρύνονται ή και αναστέλλονται οι προοπτικές παράκτιας ή σιδηροδρομικής συγκοινωνίας με την περιοχή. Η γειτνίαση με την ταχύτατα αναπτυσσόμενη ευρύτερη περιοχή όπου υπάρχουν εμπορικά κέντρα, χώροι αναψυχής, τουριστικές υποδομές, οικιστικοί πυρήνες, εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του εκθεσιακού κέντρου, το οποίο σύμφωνα με τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων έχει φθίνουσα πορεία με αρκετά προβλήματα που θα αρθούν μόνο σε μια προσεκτικά επιλεγμένη νέα θέση. Τα γενικά προτερήματα της περιοχής αναγνωρίζονται και στις υφιστάμενες μελέτες (πχ του ΤΕΕ) όπου η τελική πρόταση για τη χωροθέτηση στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης δικαιολογείται με στενά πολιτικά κριτήρια επιλογής και όχι από την αντικειμενική αξιολόγηση των πιθανών τοποθεσιών. Η υιοθέτηση τέτοιων κριτηρίων ιστορικά δεν έχει αποδώσει. Ένα νέο εκθεσιακό κέντρο προϋποθέτει ανταποδοτικές οικονομικές προοπτικές που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αντιβαίνουν στους αντικειμενικούς περιορισμούς βιωσιμότητας σε μία ελεύθερη οικονομία και ιδιαίτερα σήμερα με τους δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Η συγκέντρωση σχετικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει το εκθεσιακό κέντρο. Από την άλλη πλευρά πρέπει να επιδιωχθεί παράλληλα η ανάπτυξη στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης αλλά με τρόπο συμβατό με τη φυσιογνωμία της περιοχής και τα υπαρκτά πλεονεκτήματα της. Σε μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη το εκτεταμένο θαλάσσιο μέτωπο έχει διαχρονική σημασία για την ανάπτυξη της καθώς αποτελεί κύριο συστατικό του χαρακτήρα της ως πύλης της βαλκανικής χερσονήσου προς το θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Η επιλογή μιας παραθαλάσσιας θέσης μπορεί να αποτελέσει κύριο συστατικό του σχεδιασμού της επέμβασης, οδηγώντας στην ανάδειξη και στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της πόλης με το θαλάσσιο μέτωπο, το οποίο 4
παρουσιάζει σήμερα μία ασυνέχεια στο τμήμα αυτό του πολεοδομικού συγκροτήματος. Επιπλέον υπάρχουν προφανή λειτουργικά προτερήματα, καθώς διευκολύνεται η ανάπτυξη εκθέσεων σκαφών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη θάλασσα. Έτσι δημιουργείται μια σημαντική ευκαιρία αναδιαμόρφωσης του τουριστικού προφίλ της πόλης ως προορισμού που συνδυάζει δραστηριότητες εκθεσιακές, αναψυχής, περιβαλλοντικές και εμπορικές. 5. Βιωσιμότητα- χρηματοοικονομική προσέγγιση Η προτεινόμενη χωροθέτηση της ΔΕΘ εξασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα, η οποία είναι απαραίτητη αλλά και κύρια συνιστώσα με βάση την οποία, σε σημαντικό βαθμό, θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση. Επενδύσεις οικονομικά μη βιώσιμες, με δεδομένη την οικονομική συγκυρία και το πιεστικό πλαίσιο των δημοσιονομικών περιορισμών οδηγούν αργά ή γρήγορα σε οικονομική αναποτελεσματικότητα των δημοσίων δραστηριοτήτων και δημιουργούν αναπόφευκτα τις προϋποθέσεις για την αποκρατικοποίηση τους. Από τα διαπιστωμένα σημαντικά εμπορικά και τουριστικά πλεονεκτήματα της περιοχής του αγροκτήματος είναι δυνατό με την παραχώρηση στον ιδιωτικό τομέα ορισμένων κερδοφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων και την απαραίτητη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου της ΔΕΘ στη νέα θέση. Παράλληλα, τα έσοδα της ΔΕΘ μπορεί να αυξηθούν σημαντικά γιατί υπάρχουν, εξαιτίας της θέσης, δυνατότητες για την ανάπτυξη εκθεσιακών δραστηριοτήτων πέραν των καθιερωμένων αλλά και συνεργών κερδοφόρων επενδύσεων ιδιοκτησίας ή μη της ΔΕΘ. 6. Επανασχεδιασμός υφιστάμενου χώρου ΔΕΘ Ο επανασχεδιασμός της περιοχής της ΔΕΘ γίνεται με μια περιβαλλοντικά προσανατολισμένη διευθέτηση, η οποία δίνει έμφαση στη δημιουργία χώρων πρασίνου και στο άνοιγμά της προς την πόλη ως χώρου περιπάτου, αναψυχής, εκπαίδευσης και πολιτισμού. Η σύνδεση και η τροφοδότηση ενός δικτύου αξόνων ενοποιεί την περιοχή με τους γειτονικούς ελεύθερους χώρους πρασίνου της πόλης, δημιουργώντας ένα δίκτυο ανοικτών χώρων και διαδρομών από τη θάλασσα ως το περιαστικό δάσος του Σέϊχ Σου. Από την ανάλυση διαφαίνεται ότι κύρια κατεύθυνση του ανασχεδιασμού είναι η αποκατάσταση της συνέχειας της μοντέρνας αρχικής σύλληψης του «ανατολικού ρήγματος» της Θεσσαλονίκης με κυρίαρχους τους ανοικτούς χώρους και επιλεγμένες ελεύθερες διατηρούμενες οικοδομικές μονάδες. Η συνολική διευθέτηση που προτείνεται δημιουργεί ένα ιδιότυπο αστικό πολιτισμικό 5
και εκπαιδευτικό πάρκο, το οποίο θα παραμένει ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς ενσωματώνει και χώρους αναψυχής. Με τον ποιοτικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των ανοικτών χώρων και την αποκατάσταση του κτιριακού αποθέματος που διατηρείται, εξασφαλίζεται η συλλογική χρήση του και αποφεύγεται το ενδεχόμενο εμφάνισης προβλημάτων που έχουν παρατηρηθεί σε άλλους γειτονικούς χώρους πρασίνου της κεντρικής Θεσσαλονίκης. Η πρόταση επανασχεδιασμού διαμορφώνεται έχοντας τους παρακάτω στόχους: την εφαρμογή στην περιοχή μελέτης αρχών περιβαλλοντικού αστικού σχεδιασμού με κύριο άξονα τη βελτίωση των κλιματικών συνθηκών του χώρου. την απομάκρυνση όλων των βιομηχανικών υπόστεγων από το χώρο της ΔΕΘ με ενδεχόμενη επαναχρησιμοποίηση τους σε άλλες θέσεις. την αποκατάσταση και επανάχρηση των περιπτέρων και κτιρίων τα οποία έχουν κριθεί αξιόλογα και χρήσιμα από την ανάλυση του κτιριακού αποθέματος της ΔΕΘ στο πλαίσιο αυτής της έρευνας. τη διασφάλιση της μέγιστης έκτασης της περιοχής για τη δημιουργία χώρων πρασίνου και την ανάδειξη των κύριων αξόνων της πόλης που διέρχονται από την περιοχή συνδέοντας ένα πλέγμα χώρων πολιτισμού και εκπαίδευσης. Ο σχεδιασμός του δικτύου πρασίνου οφείλει να συμπεριλάβει το πάρκο του Πανεπιστημίου και τους άλλους ελεύθερούς του χώρους, τα υφιστάμενα πάρκα της παραλιακής ζώνης, καθώς και στο μέλλον τμήματα του στρατοπέδου του Γ.Σ.Σ. εφόσον σταδιακά θα αποδοθεί και αυτό στην πόλη. 7. Συμπεράσματα Η συνολική πρόταση της διπλής αναβάθμισης της κεντρικής περιοχής της Θεσσαλονίκης και της σημαντικής ανατολικής εισόδου της πόλης με την ευκαιρία της μεταφοράς της ΔΕΘ είναι η μόνη, μέχρι στιγμής, που βασίζεται σε τεκμηριωμένη επιστημονική διερεύνηση. Παρά το γεγονός, αυτό η μελέτη δεν αξιολογήθηκε ουσιαστικά από τους αρμόδιους επιστημονικούς και θεσμικούς φορείς. Δυστυχώς, οι αρνητικές εμπειρίες από ανάλογες περιπτώσεις έργων υποδομής δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Η προσφιλής στους Θεσσαλονικείς θεωρία συνωμοσίας αποδίδει στο λεγόμενο «κράτος των Αθηνών» την ευθύνη για την εμφανή υστέρηση της πόλης σε μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Μία πρώτη ανάγνωση των περιπετειών που συνδέονται με σημαντικά έργα όπως η υποθαλάσσια αρτηρία, η διαδρομή του μετρό και η θαλάσσια συγκοινωνία αποκαλύπτει αμφιλεγόμενες επιλογές και αντιδικίες που οδηγούν σε ματαιώσεις, σημαντικές καθυστερήσεις ή ελλειμματική 6
υλοποίηση τους. Το ερώτημα είναι σε ποιό βαθμό ευθύνεται γι αυτό η απουσία οράματος από την τοπική κοινωνία των πολιτών. Είναι γεγονός ότι η υλοποίηση σημαντικών έργων αστικού σχεδιασμού και ανάπτυξης προϋποθέτει την ύπαρξη κεντρικής, αλλά και τοπικής εξουσίας ικανής να εκτιμά και να υλοποιεί τις αναγκαίες καθοριστικές επιλογές. Σε αντίθετη περίπτωση η Θεσσαλονίκη θα μείνει χωρίς πραγματική Διεθνή Έκθεση, καθώς το εκθεσιακό κέντρο είτε θα παραμείνει εγκλωβισμένο χωρίς δυνατότητα εκσυγχρονισμού στη σημερινή κεντρική θέση, είτε απομονωμένο σε μία εκθεσιακή νησίδα της βορειοδυτικής περιφέρειας μέσα σε μία περιοχή που δεν προσφέρει την απαραίτητη συνεργία αναπαράγοντας έναν κρατικοδίαιτο τοπικό θεσμό χωρίς όραμα, διεθνή εμβέλεια και ακτινοβολία. *Η ανακοίνωση βασίζεται στην αναλυτική έρευνα που έγινε από το ΑΠΘ με τίτλο «Διερεύνηση δυνατοτήτων περιβαλλοντικού σχεδιασμού στο αγρόκτημα του ΑΠΘ και στο χώρο της ΔΕΘ για την εξυπηρέτηση του νέου εκθεσιακού κέντρου, εκπαιδευτικών και κοινωφελών χρήσεων». Επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος είναι ο καθηγητής αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού του τμ. Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ Νίκος Καλογήρου. Μέλη της ομάδας είναι οι: Αλκμήνη Πάκα Λέκτορας Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού, Τμ. Αρχιτεκτόνων ΠΣ ΑΠΘ Σπύρος Σπαταλάς Καθηγητής, Τμ. Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών ΠΣ ΑΠΘ Αναστάσιος Τέλλιος Επ. καθηγητής, τομέας Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού, τμ. Αρχιτεκτόνων ΠΣ ΑΠΘ Αναστασία Τζάκα Αρχιτέκτων ΑΠΘ, MSc Urban Strategies, University of Applied Arts of Vienna Ευαγγελία Αθανασίου Επ. καθηγήτρια Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος, τμ. Αρχιτεκτόνων ΠΣ ΑΠΘ Δέσποινα Ζαβράκα Αρχιτέκτων Dip. Arch. Mackintosh GSA, ΜΔΕ Αρχιτεκτονικής Τοπίου ΑΠΘ Στέλλα Καραγιάννη Καθηγήτρια Δημόσιας Οικονομικής, τμ. Οικονομικών Επιστημών Πανεπισημίου Μακεδονίας Ιωάννης Παντής Καθηγητής Οικολογίας και Διαχείρισης Πληθυσμών και Βιοκοινοτήτων, τμ. Βιολογίας ΑΠΘ Δημήτρης Χρήστου-Βαρσακέλης Λέκτορας Συστημάτων Στήριξης Αποφάσεων, Τμ. Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Πανεπιστημίου Μακεδονίας 7