Αριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα

Σχετικά έγγραφα
Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Αριθμός Απόφασης 1499/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1-4, 4 παρ. 1 α, 6 παρ. 1, 12παρ.1, 13 παρ. 1, 2 και 3,

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

ΕΕμπΔ 2014 σελ. 627, με παρατηρήσεις Δ.Τζάκα σελ. 631 Απόφαση 201 / 2014

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αριθμός 298/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Της αναιρεσείουσας:..., κατοίκου..., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μανώλης Φραντζεσκάκης.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσίβλητης: Ψ, συζ. Ν, βοηθού μικροβιολόγου - παρασκευάστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Νταραντάνη.

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

Published on TaxExperts (

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αρ. απόφασης 887

Του αναιρεσείοντος: Β. Α. του Κ., κατοίκου..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Διαμαντάρα και κατέθεσε προτάσεις.

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3306

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αρείου Πάγου 173/2016 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. B2' Πολιτικό Τμήμα

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 873/2009

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

Απόφαση 827 / 2017 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 827/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Π. του Δ., 2)Γ. Π. του Δ., κατοίκων..., 3)Ι. Μ. του Ι., κατοίκου..., 4)Ά. συζ. Ι. Μ., κατοίκου..., Του καλούντος: 5) Ι. Μ. του Ι., κατοίκου... Οι 1η 2ος 3ος 4η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σ. Κ.. Ο 5ος καλών δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό ο ως άνω πληρεξούσιος δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο α) ως προς τον 2ο καθού η κλήση και β) ως προς τον 5ο καλούντα. Των καθων η κλήση : 1)Ι. Π. του Γ., κατοίκου... 1ου αναιρεσείοντος, 2)Γ. Π. του Ι., ως αποκλειστικού κληρονόμου της θανούσας αρχικής αναιρεσείουσας Ε. Χ. Γ. Π., κατοίκου... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Φιλιππόπουλο. Ο 2ος δε παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-4-2009 αγωγή των αρχικώς αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2012 του ιδίου Δικαστηρίου, 1920/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 2-10-2013 αίτησή τους. Με την από 2-11-2015 κλήση των καλούντων προσδιορίστηκε η υπόθεση για εκδίκαση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Φιοράκης, ανέγνωσε την από 4-5-2016 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κλήσης ως προς τον 5ο καλούντα, και την κήρυξη κατά τα λοιπά ως απαράδεκτης της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης. Άλλως αν το Δικαστήριο προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, την απόρριψη αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 97 παρ. 1, 104 και 105 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια περιλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου με πληρεξούσιο δικηγόρο που διορίζεται είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης υπογράφοντας τη σχετική κλήση και την παραγγελία προς τον δικαστικό επιμελητή για την επίδοση, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα. Η έλλειψη της τελευταίας εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των προαναφερομένων πράξεων της προδικασίας και τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση και τη συζήτηση της υπόθεσης οι τρίτος και τέταρτη των αναιρεσιβλήτων φέρεται ότι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σ. Κ., ο οποίος όμως δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του με την προσκομιδή του σχετικού αναγκαίου συμβολαιογραφικού εγγράφου, την οποία άλλωστε δεν επικαλείται και επομένως, η υπόθεση πρέπει να χωρισθεί και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης να χωρήσει ως προς τους εκπροσωπούμενους νομίμως από τον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο τους πρώτη και δεύτερο αναιρεσίβλητους, ενώ ως προς τους τρίτο και τέταρτη των αναιρεσιβλήτων, που συνδέονται με δεσμό απλής ομοδικίας με τους λοιπούς λόγω της φύσης της διαφοράς (αγωγή με αίτημα την ακύρωση, λόγω πλάνης των εναγόντων-αναιρεσειόντων, της τεκμαιρόμενης σιωπηρής αποδοχής της κληρονομίας του, πατέρα και συζύγου τους αντίστοιχα, Γ. Π. του Τ., και της προσαύξησής της, που κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ότι έλαβαν χώρα λόγω παρέλευσης άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης), πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτησή της (άρθρο 576 παρ. 3 ΚΠολΔ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της δικογραφίας, τη συζήτηση της υπό κρίση από 2-10-2013 αίτησης αναίρεσης των 1) Ι. Π. του Γ. και 2) Ε. χήρας Γ. Π. κατά των 1) Ε. Π. του Δ., 2)Γ. Π. του Δ., 3) Ι. Μ. του Ι. και 4) Ά. συζ. Ι. Μ. και κατά της υπ αριθ. 1920/2013 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης επισπεύδουν με την από 2-11-2015 κλήση τους οι προαναφερόμενοι τέσσερις αναιρεσίβλητοι και, ως πέμπτος, ο Ι. Μ. του Ι., χωρίς ο τελευταίος να έχει την ιδιότητα του διαδίκου και συνεπώς να νομιμοποιείται ως καλών. Ως εκ τούτου ως προς τον πέμπτο μη νομιμοποιούμενο καλούντα πρέπει ν απορριφθεί η κλήση ως απαράδεκτη. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287, 291 παρ. 1 και 2 και 292 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός από άλλες περιπτώσεις, αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος διαδίκου. Συνεπώς, ο αντίδικος του διαδίκου που απεβίωσε, δεν νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του, ούτε η τυχόν τέτοια δήλωσή του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο σχετικός

ισχυρισμός του δε, απορρίπτεται, ως αλυσιτελής, διότι προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Ο ίδιος, όμως, διάδικος, δηλαδή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης, η οποία έχει διακοπεί, προσκαλώντας τον τελευταίο για τον σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου, ενώ μπορεί να του γνωστοποιήσει την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή (θανάτου), θεωρώντας ότι αυτή επήλθε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης σε περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός διάδοχος (κληρονόμος του), ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να κληθεί για επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί πριν περάσει η τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης ή πριν χάσει, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, το δικαίωμα της αποποίησης. Και αυτά ανεξάρτητα από το εάν, κατά την κρίση του επισπεύδοντος (προσκαλούντος), ο κληρονόμος του αρχικού αντιδίκου του έχει ή όχι συμφέρον να συνεχίσει τη δίκη, εφόσον γι` αυτό θα αποφανθεί το δικαστήριο, μετά από ακρόαση και του τελευταίου. Η πρόσκληση προς αναγκαστική επανάληψη της δίκης γίνεται, όχι μόνο με κοινοποίηση δικογράφου, το οποίο περιέχει τα απαιτούμενα, κατά το άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχεία και κατατίθεται στη Γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, που έχει ήδη διακοπεί, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο αυτοτελές δικόγραφο, όπως με την κλήση των αντιδίκων τους προς περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1891/2014). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 558 εδ. α ΚΠολΔ, αναιρεσίβλητος μπορεί να καταστεί εκείνος που ήταν διάδικος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή ο καθολικός διάδοχός του ή ο κληροδόχος του. Τέλος και δοθέντος ότι οι διατάξεις των άρθρων 294 α, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 299 του ίδιου Κώδικα, και στην κλήση προς συζήτηση, διότι αυτή (κλήση) αποτελεί διαδικαστική πράξη και το δικόγραφό της αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο συζήτησης, με την παραίτηση του καλούντος από την κλήση θεωρείται ότι εκείνη δεν έγινε και συνεπώς η επακολουθούσα συζήτηση είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν υπάρχει εισαγωγικό δικόγραφο γι αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση, οι προαναφερθέντες τέσσερις αναιρεσίβλητοι με την από 2-11-2015 κλήση τους κατά των α) Ι. Π. του Γ. και β) Γ. Π. του Ι., αφού εκθέτουν ότι ο πρώτος καθού (Ι. Π.-πρώτος αναιρεσείων) και η Ε. χήρα Γ. Π. (δεύτερη αναιρεσείουσα) άσκησαν την προαναφερόμενη αίτηση αναίρεσης, ότι στις 20-10-2013, πριν από τον προσδιορισμό συζήτησης της τελευταίας, η δεύτερη, ως άνω, αναιρεσείουσα απεβίωσε και ότι μετά από διαδοχικές αποποιήσεις στη θέση της υπεισήλθε ο δεύτερος καθού (Γ. Π.) ως αποκλειστικός και οριστικός κληρονόμος της, ζητούν να ορισθεί συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και να απορριφθεί η τελευταία. Περαιτέρω οι καλούντες με τις από 20-4-2016 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου υποβληθείσες προτάσεις τους, αφού αναφέρουν ότι από παραδρομή και πλημμελή έρευνα των σχετικών αποποιήσεων κατέληξαν στο πρόσωπο του τελευταίου (Γ. Π.), ενώ εκείνος έχοντας εμπρόθεσμα αποποιηθεί την κληρονομία της δεύτερης αναιρεσείουσας δεν είναι κληρονόμος της και δεν νομιμοποιείται, ως εκ τούτου, παθητικά στη συνέχιση της δίκης, δηλώνουν ότι παραιτούνται από την κλήση τους προς συζήτηση της αναίρεσης ως προς αυτόν, τη δήλωση δε παραίτησης ως προς τον δεύτερο καθού η κλήση επανέλαβε ο πληρεξούσιος των πρώτης και δεύτερου των αναιρεσιβλήτων και

ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως τούτο προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του. Κατόπιν των όσων προαναφέρονται, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς τον δεύτερο των καθών η κλήση Γ. Π. του Ι., αλλά και ως προς την δεύτερη αναιρεσείουσα, καθόσον δεν αναφέρονται στην κλήση, ούτε και κλητεύθηκαν να παραστούν στη συζήτηση, οι νόμιμοι κληρονόμοι της. Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης εισάγεται μόνον ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα και τους πρώτη και δεύτερο αναιρεσίβλητους. Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α και 1850 εδ. β ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Επίσης, κατά το άρθρο 1857 εδ. β περ. α, γ και δ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, κατά δε το άρθρο 1901 εδ. α ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ 951/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον

εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήσαν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ ΑΠ 1/2013). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος αναιρετικός λόγος στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ` αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (Ολ ΑΠ 8/2005). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, αυτός απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 126/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη

νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ ΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ διότι πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ` αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 5-3-2007, ο Γ. Π. του Τ., πατέρας του πρώτου [πρώτου αναιρεσείοντος] και σύζυγος της δεύτερης των εναγόντων [δεύτερης αναιρεσείουσας], πυροβόλησε, εναντίον της νύφης του, Β. χήρας Δ. Π., με αποτέλεσμα να της προκαλέσει βαριές σωματικές βλάβες. Στη συνέχεια ο δράστης αυτοπυροβολήθηκε, με αποτέλεσμα να αποβιώσει το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Η Β. Π. μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο, χειρουργήθηκε και νοσηλεύθηκε σε μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου και απεβίωσε στις 14-4-2007. Ο Γ. Π., κάτοικος εν ζωή..., ο οποίος δεν άφησε διαθήκη, κατέλειπε κατά το χρόνο θανάτου του πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους ενάγοντες, τέκνο και σύζυγο, κατά ποσοστό 3/8 (ή 12/32) και 2/8 (ή 8/32) αντίστοιχα, καθώς και τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων, εγγόνια του, τέκνα του προαποβιώσαντος υιού του Δ. Π., κατά ποσοστό 6/32 τον καθένα. Οι τελευταίοι, με τις υπ αριθ..../5-7-2007 δηλώσεις αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Έδεσσας, αποποιήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα την επαχθείσα σ αυτούς κληρονομία του παππού τους και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 1856 ΑΚ, η κληρονομική τους μερίδα (6/32 + 6/32 =12/32) επήχθη κατά προσαύξηση στον πρώτο ενάγοντα στο σύνολό της, καθόσον οι άνω αποποιηθέντες δεν είχαν κατιόντες. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν χωρεί προσαύξηση της μερίδας της δεύτερης των εναγόντων, διότι αυτή ως σύζυγος του άνω αποβιώσαντος, συντρέχουσα με κληρονόμο της πρώτης τάξης (τέκνο) δεν μπορεί να λάβει πλέον του 1/4 της κληρονομίας, καθόσον το μερίδιό της είναι περιορισμένο εκ του νόμου σε πάγιο ποσοστό. Οι εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας την από 8-5-2008 αγωγή

αποζημίωσης κατά των εναγόντων, με την οποία ζητούσαν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η Β. Π., καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν οι ίδιοι από το θάνατό της, ως τέκνα οι δύο πρώτοι, ως γονείς οι τρίτος και τέταρτη και ως αδελφός ο πέμπτος, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 6-10-2009. Αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον πρώτο ενάγοντα στις 24-6-2008 και στη δεύτερη ενάγουσα στις 25-6-2008. Στο δικόγραφο της άνω από 8-5-2008 αγωγής αναφέρονταν η αποποίηση της κληρονομίας του Γ. Π. εκ μέρους των ως άνω εγγονών του δυνάμει των υπ αριθ..../2007 δηλώσεων αποποίησης κληρονομίας και ότι οι εναγόμενοι (ενάγοντες στην υπό κρίση αγωγή) είναι μοναδικοί κληρονόμοι, του άνω αποβιώσαντος Γ. Π.. Επίσης, οι εναγόμενοι άσκησαν την από 19-3-2009 αίτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητούσαν να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στα αναφερόμενα ακίνητα των εναγόντων, επιπλέον δε ζητούσαν να τους χορηγηθεί προσωρινή διαταγή περί απαγόρευσης της καθ οιονδήποτε τρόπο απαλλοτρίωσης των ακινήτων αυτών, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η συζήτηση του αιτήματος της προσωρινής διαταγής έλαβε χώρα στις 19-3-2009. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες γνώριζαν το θάνατο του πατέρα και συζύγου τους, καθώς επίσης ότι καλούνταν στην κληρονομία του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, κατά τα άνω ποσοστά (3/8 και 2/8 αντίστοιχα), αφού δεν είχε αφήσει διαθήκη. Ενόψει του ότι όμως, δεν υπήρχε κληρονομιαία περιουσία (ενεργητικό ή παθητικό) κατά το χρόνο του θανάτου του, δεν έκριναν σκόπιμο να προβούν σε ρητή αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, παρόλο που γνώριζαν ότι για την αποποίηση προβλέπεται από το νόμο σχετική τετράμηνη προθεσμία. Έτσι, με την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση (5-7-2007), επήλθε πλασματική αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους τους κατά τα άνω ποσοστά, κατ άρθρο 1850 εδ. β ΑΚ. Επίσης, οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της αποποίησης εκ μέρους των δύο πρώτων εναγομένων (εγγονών του κληρονομούμενου) και της, εκ του λόγου αυτού, προσαύξησης του κληρονομικού μεριδίου του πρώτου από αυτούς, κατά ποσοστό 12/32, με την επίδοση της από 8-5-2008 αγωγής, ήτοι στις 24 Ιουνίου του 2008 ο πρώτος και στις 25 Ιουνίου του 2008 η δεύτερη. Μόλις έλαβε το δικόγραφο της εν λόγω αγωγής ο πρώτος των εναγόντων απευθύνθηκε σε δικηγόρο, οπότε και ενημερώθηκε ότι είχε δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία ως προς το μερίδιο που περιήλθε σ αυτόν κατά προσαύξηση, ενόψει του ότι η σχετική τετράμηνη προθεσμία για την αποποίηση αυτού άρχισε να τρέχει μετά την άνω ημερομηνία (24-6-2008), οπότε και έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής, όσον αφορά το κατά προσαύξηση μερίδιο. Ωστόσο ο πρώτος των εναγόντων δεν προέβη σε αποποίηση της κληρονομίας ως προς το άνω μερίδιο, εντός της τετράμηνης προθεσμίας και ως εκ τούτου επήλθε πλασματική αποδοχή της κληρονομίας στις 24-10-2008, δηλαδή μετά την πάροδο τετραμήνου από την γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής ως προς το άνω, κατά προσαύξηση μερίδιο. Τελικά, οι ενάγοντες, δυνάμει των υπ αριθ....13-4-2009 δηλώσεων αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Έδεσσας προέβησαν σε αποποίηση της κληρονομίας του πατέρα και συζύγου τους αντίστοιχα. Ειδικότερα, με την υπ... δήλωση ο πρώτος από αυτούς αποποιήθηκε την κληρονομία τόσο κατά το μερίδιο που περιήλθε σ αυτόν αρχικά λόγω του θανάτου του πατέρα του, όσο και κατά το μερίδιο που περιήλθε σ αυτόν κατά

προσαύξηση. Με την υπ... δήλωση η δεύτερη από αυτούς αποποιήθηκε το κληρονομικό μερίδιο που περιήλθε σ αυτήν λόγω θανάτου του συζύγου της (στην άνω δήλωση αναφέρεται, προφανώς εκ παραδρομής, ότι ο θανών Γ. Π. ήταν πατέρας της). Επίσης, δήλωσε ότι αποποιείται και το μερίδιο που περιήλθε σ αυτήν κατά προσαύξηση, παρόλο που δεν προσαυξήθηκε το μερίδιό της μετά την αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους των εγγονών της, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Οι ενάγοντες, προκειμένου να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη ως άνω αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους τους, ισχυρίζονται ότι αγνοούσαν την ύπαρξη της ανωτέρω προβλεπόμενης από τον νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της επαχθείσας σ αυτούς κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα και συζύγου τους, καθώς και το ότι η άπρακτη παρέλευση αυτής θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται ότι η κληρονομία του έχει γίνει αποδεκτή από αυτούς (νομική πλάνη) και ότι η άγνοιά τους αυτή συνεχίσθηκε μέχρι την 19-3-2009, οπότε ενημερώθηκαν, σχετικά, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, κατά την ημέρα που κλήθηκαν για τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής σε βάρος τους, μετά την κατάθεση της άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Για να ενισχύσουν δε τον ισχυρισμό τους αυτό, ότι δηλαδή η πλάνη τους συνεχίστηκε μέχρι την 19-3-2009, επικαλούνται ότι όταν έλαβαν το δικόγραφο της αγωγής (...-6-2008) δεν απευθύνθηκαν σε δικηγόρο διότι η δεύτερη από αυτές είναι αγράμματη και δεν αντιλήφθηκε περί τίνος πρόκειται, ο δε πρώτος λόγω του φόρτου εργασίας, του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει και της μακρινής δικασίμου για την εκδίκασή της, δεν έκρινε σκόπιμο να συμβουλευτεί κάποιο δικηγόρο. Επίσης, ισχυρίζονται ότι μέχρι την 19-3-2009 δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ή να υποψιαστούν ότι το γεγονός της αποποίησης εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόμενων θα είχε ως συνέπεια την προσαύξηση του δικού τους μεριδίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνονται. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της δεύτερης των εναγόντων ότι η ίδια είναι αγράμματη και ως εκ τούτου δεν γνώριζε περί τίνος πρόκειται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, διότι, παρά το ότι η ίδια δεν ανέγνωσε το περιεχόμενο του δικογράφου (αφού πράγματι είναι αγράμματη), ενημερώθηκε περί τούτου από τον πρώτο ενάγοντα γιό της, με τον οποίο διατηρεί άριστες σχέσεις και ο οποίος τη συμβουλεύει και την καθοδηγεί. Άλλωστε, οι ίδιοι οι ενάγοντες αναφέρουν στην αγωγή τους ότι το ζήτημα αυτό (της σε βάρος τους αγωγής) ανέλαβε ο πρώτος από αυτούς. Επίσης και ο ισχυρισμός τους ότι δεν απευθύνθηκαν σε δικηγόρο μέχρι την 19-3- 2009 κρίνεται μη πειστικός. Και τούτο διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κάθε μέσος συνετός άνθρωπος που θα λάμβανε μία αγωγή με τέτοιο αντικείμενο (καταβολή ποσού άνω των 2.000.000 ευρώ) δεν θα αδιαφορούσε, αλλά θα απευθύνονταν σε δικηγόρο και δεν θα ανέμενε να πλησιάσει ο χρόνος της εκδίκασης για να το πράξει. Εξάλλου, κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής (...- 6-2008) οι ενάγοντες κλήθηκαν να εμφανισθούν στις 18-9-2008 και ώρα 19.00 στο γραφείο του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Σ. Κ., προκειμένου να λάβει χώρα απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 214Α ΚΠολΔ και επομένως ο ισχυρισμός τους ότι δεν ενδιαφέρθηκαν διότι ήταν μακρινή δικάσιμος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, αφού πριν από τη δικάσιμο έπρεπε να προηγηθεί η απόπειρα της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς κατά την άνω ημερομηνία (18-9-2008). Σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, καθώς και του ότι ο πρώτος ενάγων είναι μορφωμένος (ιατρός γυναικολόγος) και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και

αν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι λόγοι που επικαλείται, ήτοι φόρτος εργασίας και πρόβλημα υγείας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι επέδειξε τέτοια αδιαφορία και δεν απευθύνθηκε σε δικηγόρο όταν έλαβε την αγωγή ή τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία που είχε ορισθεί για την απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Περί του ότι οι ενάγοντες απευθύνθηκαν σε δικηγόρο μόλις έλαβαν την αγωγή κατέθεσε και η μάρτυρας των εναγόντων Σ. Κ.. Η ίδια μάρτυρας, προφανώς για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας, κατέθεσε ότι οι ενάγοντες κατά το μήνα Μάρτιο του 2009 έλαβαν γνώση ότι έπρεπε να κάνουν αποποίηση, προκειμένου δε να εξηγήσει για ποιο λόγο, ενώ απευθύνθηκαν σε δικηγόρο μόλις έλαβαν την αγωγή, δεν προέβησαν σε αποποίηση αμέσως μετά, κατέθεσε ότι δεν θίχτηκε το θέμα αυτό περί αποποίησης, όταν απευθύνθηκαν σε δικηγόρο. Η κατάθεση της άνω μάρτυρος ως προς το σημείο αυτό δεν κρίνεται πειστική, καθόσον το ζήτημα της αποποίησης ήταν πολύ σημαντικό και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι οι ενάγοντες απευθυνόμενοι σε δικηγόρο δεν το έθιξαν, ενόψει του ότι μάλιστα καλούνταν ως αποκλειστικοί κληρονόμοι του άνω κληρονομουμένου να καταβάλουν ένα πολύ σημαντικό ποσό. Τέλος, και ο ισχυρισμός τους ότι μέχρι την 19-3-2009 δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ή να υποψιαστούν ότι το γεγονός της αποποίησης εκ μέρους των δύο πρώτων εναγομένων θα είχε ως συνέπεια την προσαύξηση του δικού τους μεριδίου, ελέγχεται αναληθής, διότι, στο δικόγραφο της αγωγής, που τους επιδόθηκε στις... Ιουνίου του 2008, γινόταν σαφής αναφορά ότι μετά την αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους των δύο πρώτων εναγομένων, εγγονών του κληρονομουμένου, οι ενάγοντες κατέστησαν μοναδικοί κληρονόμοι αυτού. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι οι ενάγοντες γνώριζαν τις διατάξεις περί αποδοχής και αποποίησης της κληρονομίας, καθώς και τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης αποποίησης, πλην όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια και άφησαν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Κατά συνέπεια δεν τελούσαν αυτοί σε νομική πλάνη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται με την αγωγή τους, και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της αποδοχής κληρονομίας που έλαβε χώρα λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας, κατά τα προαναφερθέντα. Για τον ίδιο λόγο οι γενόμενες με αριθμούς...13-4-2009 δηλώσεις αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Έδεσσας, των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων αντίστοιχα, έγιναν εκπρόθεσμα και επομένως, οι τελευταίοι τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος Γ. Π.". Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτοντας ως κατ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της αποδοχής κληρονομίας που κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έλαβε χώρα λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης και την αναγνώριση ότι οι γενόμενες από εκείνους δηλώσεις αποποίησης έγιναν εμπρόθεσμα και ως εκ τούτου εκείνοι δεν τυγχάνουν κληρονόμοι του Γ. Π., δεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον το Εφετείο δεν χρησιμοποίησε εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο μη συνάδοντα προς τις αρχές της λογικής, τα διδάγματα της κοινής πείρας προς ανεύρεση, βάσει αυτών, της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή προς εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών που αυτός τυχόν περιέχει, ούτε προς υπαγωγή σ αυτόν κρισίμων πραγματικών περιστατικών, αλλά τα χρησιμοποίησε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δηλονότι της

ουσίας της υπόθεσης και συγκεκριμένα μόνο για το κρίσιμο αποδεικτέο θέμα του χρονικού σημείου επαφής του πρώτου αναιρεσείοντος με το νομικό του σύμβουλο προκειμένου να ενημερωθεί για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, μετά την προς αυτόν επίδοση της αγωγής των αντιδίκων του, ο δε τ αντίθετα υποστηρίζων σχετικός πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν ολόκληρο το αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση τα λεπτομερώς εκτιθέμενα αποδεικτικά μέσα αλλά και ειδικότερα ως προς τη γνώση του πρώτου αναιρεσείοντος τόσο της επαγωγής της προς αυτόν κληρονομίας και της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησής της, αρχομένης από το θάνατο του κληρονομουμένου, όσο και της αποποίησης αυτής εκ μέρους των δυο πρώτων αναιρεσιβλήτων, ο δε τ αντίθετα τρίτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν ο πρώτος αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, διότι, υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβίασης των παραπάνω διατάξεων, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη για τους ισχυρισμούς αυτούς ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, στην απόφασή του από ποιά αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη για τη βασιμότητά τους. Ειδικότερα δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποιά από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποιά για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 309/2015). Εξάλλου, δεν θεωρούνται "πράγματα" οι αρνητικοί ισχυρισμοί, ούτε τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση περί του ότι το Εφετείο, αν και δέχθηκε ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα, ούσα αγράμματη, δεν ανέγνωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της (υπ αριθ. 18654/2008) αγωγής, δέχθηκε περαιτέρω, χωρίς απόδειξη, ότι εκείνη ενημερώθηκε περί του περιεχομένου της από τον πρώτο αναιρεσείοντα. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι προεχόντως αφορά την δεύτερη αναιρεσείουσα, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η παραδοχή αυτή του Δικαστηρίου δεν αναφέρεται σε "πράγμα" με την αναλυθείσα έννοια, αλλά σε αιτιολογημένο αρνητικό ισχυρισμό. Κατ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα και τους πρώτη και δεύτερο αναιρεσίβλητους, να διαταχθεί η εισαγωγή του

κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο πρώτος αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων πρώτης και δεύτερου αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει ν απορριφθεί το αίτημα του πρώτου αναιρεσείοντος να διατάξει το Δικαστήριο τους επισπεύδοντες τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναιρεσίβλητους να καλέσουν και την δεύτερη, απλή ομόδικη αναιρεσείουσα, η οποία όμως έχει ήδη, όπως οι ίδιοι στο κείμενο της κλήσης τους συνομολογούν, αποβιώσει, καθόσον δεν κρίνεται κατ άρθρο 75 παρ. 2 ΚΠολΔ, αναγκαία η ενιαία διεξαγωγή της δίκης με τους καθολικούς διαδόχους της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 2-11-2015 κλήση προς συζήτηση ως προς τον πέμπτο καλούντα Ι. Μ. του Ι.. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς α) την δεύτερη αναιρεσείουσα Ελένη χήρα Γ. Π., β) τον τρίτο και την τέταρτη αναιρεσίβλητους Ι. Μ. του Ι. και Α. συζ. Ι. Μ. και γ) τον δεύτερο καθού η κλήση Γ. Π. του Ι.. Απορρίπτει την από 2-10-2013 αίτηση για αναίρεση της υπ αριθ. 1920/2013 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Ι. Π. του Γ. και ως προς τους πρώτη και δεύτερο αναιρεσιβλήτους Ε. Π. του Δ. και Γ. Π. του Δ.. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Καταδικάζει τον πρώτο αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων πρώτης και δεύτερου αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ