ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Όνομα: Αλεξάνδρου Νικόλας Α. Μ. : 161/04/77 Θέμα: Η χωρική διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και χαρακτηριστικά των αγροτικών νοικοκυριών της Κύπρου. Επιβλέπων καθηγητής: Κίζος Αθανάσιος - ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2009-1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή.3 Γεωγραφική θέση και κλίμα...4 Νομοθεσίες για το περιβάλλον...10 Προστασία και διατήρηση της φύσης 12 Κατηγορίες κατοχής της γης...14 Ο γεωργικός κλήρος...17 Περιοχές της υπαίθρου...18 Γεωργία και φυσικοί πόροι. 20 Η γεωργία στην εθνική οικονομία..21 Υδάτινοι πόροι...23 Φράγματα της Κύπρου...26 Φυτική παραγωγή...28 Κτηνοτροφική παραγωγή...31 Στατιστικά στοιχεία 32 Κατηγορίες χρήσεων γης στην Κύπρο...34 Είδη εδαφών της Κύπρου...36 Συμπεράσματα...45 Βιβλιογραφία...46 2
Εισαγωγή Κατά τις τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών τόσο στο επίπεδο των εθνικών κρατών όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Με φορέα τη ραγδαία αναπτυσσόμενη, σε όλα τα επίπεδα τεχνολογία, ο στόχος και οι ακολουθούμενες διαδικασίες για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη αναδεικνύουν νέους όρους και αρχές ανατρέποντας παραδοχές και πρακτικές πολλών ετών για τη μέχρι τώρα πορεία και συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο επίπεδο του παραδοσιακού εθνικού κράτους. Είτε λόγω της παγκοσμιοποίησης, είτε των νέων όρων της μεταβιομηχανικής περιόδου, είναι γεγονός ότι τόσο στο κοινωνικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της επιστημονικής αναζήτησης, τα νέα ερωτήματα που ανακύπτουν σχετικά μεταξύ άλλων, με τις οικονομικές ανισότητες και περιφερειακές ανισορροπίες, τις ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις, τη φύση της εργασίας και τη ριζική απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τις τομεακές και κλαδικές αλλά και γενικότερες δομικές αποδιαρθρώσεις και ανασυνθέσεις είναι πολλά και σύνθετα. Ένας προνομιακός αλλά και κρίσιμος κοινωνικός, οικονομικός και πολιτισμικός χώρος για την παρατήρηση και μελέτη ανάλογων αλλαγών αποτελεί ο αγροτικός χώρος όπου η σπουδαιότητα του έγκειται στην καθοριστική σημασία του, όχι μόνο για την από αιώνες λειτουργία των κοινωνιών και το ρόλο που έπαιξε στη γέννηση και ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά και γιατί η ραγδαία συρρίκνωση του, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αναδεικνύει πολλά και πολύμορφα ζητήματα που αναφέρονται σε ένα μεγάλο φάσμα προβλημάτων λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών. Από την άλλη πλευρά, είναι χαρακτηριστική η αντιφατικότητα των εξελίξεων, καθώς παράλληλα με τη διαπιστούμενη και συνήθως επιδιωκόμενη, οικονομική και πληθυσμιακή συρρίκνωση του αγροτικού χώρου, συνεχίζει να έχει μεγάλη σημασία η αγροτική παραγωγή και ιδιαίτερα τα προϊόντα διατροφής. Η σημαντικότητα αυτή των αγροτικών προϊόντων εκφράζεται και από το εντεινόμενο διεθνές παιχνίδι των αγροτικών και διατροφικών συμπλεγμάτων μέσω της ενίσχυσης των μονοπωλιακών μηχανισμών και του ελέγχου των πεδίων παραγωγής και μεταποίησης καθώς και των δικτύων διακίνησης αγροτικών προϊόντων. (Ανθοπούλου Μωυσίδης 2001). Μια άλλη κεντρική αντίφαση που διαπιστώνεται είναι ότι παρά την αναπόφευκτη αυτή συρρίκνωση του αγροτικού, κοινωνικού και οικονομικού χώρου και ιδιαίτερα την πληθυσμιακή, αναδύεται όλο και πιο έντονα ένας διάλογος γύρω από τις δυνατότητες του χώρου αυτού σήμερα, η τουλάχιστον γύρω από τις αρνητικές επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης αυτής συρρίκνωσης τόσο για αυτή την ίδια την ύπαιθρο, όσο και για την πόλη (Ανθοπούλου 2001). Ταυτόχρονα επισημαίνεται έντονο ενδιαφέρον των κατοίκων των πόλεων για τον αγροτικό χώρο, μια κίνηση ας το πούμε <<επιστροφή στη φύση>>, η οποία εκφράζει τις νέες ιδέες καθώς και το νέο τρόπο ζωής των αστών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι διάφορες μορφές τουρισμού καθώς και διάφορες δραστηριότητες αναψυχής και ψυχαγωγίας στην ύπαιθρο. Ο αγροτικός χώρος αναδεικνύεται μέσα από τη σύγχρονη αστική ιδεολογία, ως χώρος διατήρησης και αναγέννησης του φυσικού περιβάλλοντος, των πολιτισμικών αξιών και της ποιότητας ζωής, ένας χώρος που χρήζει προσοχής και δημόσιας επιτήρησης όσον αφορά στην περιβαλλοντική και χωρική ισορροπία, διαστάσεις που απουσίαζαν κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες εδραίωσης του εντατικού μοντέλου παραγωγής. Το ενδιαφέρον για την ύπαιθρο και για τα προϊόντα διατροφής είναι ιδιαίτερα έντονο στις Ευρωπαϊκές χώρες. Στην Κύπρο οι περιοχές της υπαίθρου και ο αγροτικός χώρος παρουσιάζουν τα συνήθη προβλήματα αυτών των περιοχών, δηλαδή μείωση του πληθυσμού τους αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, έλλειψη υποδομών κτλ. Είναι αρκετά ενδιαφέρουσα η περίπτωση της Κύπρου γιατί τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί αρκετές αλλαγές στις χρήσεις γης, στον τρόπο διαχείρισης της παραγωγής και στις στρατηγικές επιβίωσης των νοικοκυριών. 3
Γεωγραφική Θέση Η Κύπρος είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου, μετά τη Σαρδηνία και τη Σικελία, με έκταση 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Έχει μέγιστο μήκος 240 χιλιόμετρα από το ανατολικότερο μέχρι το δυτικότερο της άκρο και μέγιστο πλάτος 100 χιλιόμετρα από το βορειότερο μέχρι το νοτιότερο της άκρο. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και απέχει 800 χιλιόμετρα προς ανατολάς από την ηπειρωτική Ελλάδα. Από τη Ρόδο και την Κάρπαθο απέχει 380 χιλιόμετρα. Στα βόρεια της Κύπρου είναι η Τουρκία, η οποία απέχει από τις βόρειες ακτές της 75 χιλιόμετρα. Στα ανατολικά είναι η Συρία (105 χιλιόμετρα) και στα νότια η Αίγυπτος (380 χιλιόμετρα). Η Κύπρος έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 34 33-35 34 και ανατολικό γεωγραφικό μήκος 32 16-34 37. Μορφολογία Από μορφολογικής άποψης, η Κύπρος μπορεί να υποδιαιρεθεί στις πιο κάτω μορφολογικές περιφέρειες: Το ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους. Τη βόρεια οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Την κεντρική πεδιάδα. Τη λοφώδη περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους. Τις παράκτιες πεδιάδες. Οι κυπριακές ακρογιαλιές παρουσιάζουν εναλλασσόμενη εικόνα βράχου και αμμουδιάς, με πολυάριθμα ακρωτήρια και όρμους. Οι στενές παραθαλάσσιες πεδιάδες στο βόρειο τμήμα καλύπτονται από ελαιόδεντρα και χαρουπόδενδρα, ενώ σε μικρή απόσταση από την ακτή βρίσκεται η βόρεια οροσειρά, που είναι ασβεστολιθικής σύστασης και έχει κορυφές μέχρι ύψος 1.024 μέτρα. Η οροσειρά αυτή πήρε το όνομα οροσειρά Πενταδακτύλου από την ομώνυμη κορυφή που έχει σχήμα χεριού με τα δάκτυλα στραμμένα προς τον ουρανό.h Καρπασία, στο βορειοανατολικό άκρο της οροσειράς, είναι συνέχιση του Πενταδακτύλου και αποτελείται από λόφους, πλαγιές και κοιλάδες. Κλίμα Η Κύπρος έχει μεσογειακό κλίμα με κύρια χαρακτηριστικά το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι από τα μέσα του Μάη ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, το βροχερό αλλά ήπιο χειμώνα από τα μέσα του Νοέμβρη ως τα μέσα του Μάρτη και τις δύο ενδιάμεσες μεταβατικές εποχές, το φθινόπωρο και την άνοιξη. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η βροχόπτωση στην Κύπρο παρουσίασε πτωτική τάση, ενώ η θερμοκρασία παρουσίασε ανοδική τάση. Στη διάρκεια του καλοκαιριού η Κύπρος και γενικά η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται κάτω από την επίδραση του εποχιακού βαρομετρικού χαμηλού, που έχει το κέντρο του στη νοτιοδυτική Ασία. Αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής είναι οι ψηλές θερμοκρασίες και ο καθαρός ουρανός. Στη διάρκεια του χειμώνα η Κύπρος επηρεάζεται από το συχνό πέρασμα μικρών υφέσεων και μετώπων που κινούνται στη Μεσόγειο με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι καιρικές αυτές διαταραχές διαρκούν συνήθως από μια μέχρι τρεις μέρες κάθε φορά και δίνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες βροχής. Η συνολική μέση βροχόπτωση στους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη αντιστοιχεί περίπου με το 60% της βροχόπτωσης του χρόνου ολόκληρου. 4
Οι κλιματολογικές συνθήκες της Κύπρου επηρεάζονται από τη μορφολογία του εδάφους και από το γεγονός ότι περιβάλλεται από θάλασσα. Η μέση βροχόπτωση πάνω από ολόκληρη την Κύπρο για το χρόνο ως σύνολο είναι περίπου 460 χιλιοστόμετρα. Η ψηλότερη βροχόπτωση παρατηρείται στις ορεινές περιοχές με 1.100 χιλιοστόμετρα στην κορυφή του Ολύμπου. Στις υπήνεμες πλαγίες η βροχόπτωση ελαττώνεται σταθερά μέχρι 300 και 350 χιλιοστόμετρα στις πεδιάδες. Οι περισσότερες βροχές πέφτουν κατά την περίοδο Νοεμβρίου - Μαρτίου. Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι βροχές είναι κυρίως τοπικές. Η βροχόπτωση του καλοκαιριού είναι πολύ χαμηλή. Το καλοκαίρι οι βροχές έχουν συνήθως τοπικό χαρακτήρα και πέφτουν στις ορεινές περιοχές και στην κεντρική πεδιάδα κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες. Χιόνια σπάνια πέφτουν στις πεδινές περιοχές και στην οροσειρά του Πενταδακτύλου. Πέφτουν όμως κάθε χειμώνα σε περιοχές της οροσειράς του Τροόδους με υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Η πρώτη χιονόπτωση παρουσιάζεται την τελευταία βδομάδα του Νοέμβρη και η τελευταία στα μέσα του Απρίλη. Για αρκετές βδομάδες στους πιο ψυχρούς μήνες το ύψος του χιονιού είναι σημαντικό κυρίως στις βόρειες πλαγιές του Τροόδους. Τον Ιούλιο και Αύγουστο οι μέσες ημερήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 29 βαθμών Κελσίου στην κεντρική πεδιάδα και 22 βαθμών Κελσίου στις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους, ενώ οι μέσες μέγιστες θερμοκρασίες στους μήνες αυτούς είναι 36 και 27 βαθμοί αντίστοιχα. Τον Ιανουάριο οι μέσες ημερήσιες θερμοκρασίες είναι 10 βαθμοί Κελσίου στην κεντρική πεδιάδα και 3 βαθμοί Κελσίου στις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους, με μέσες ελάχιστες θερμοκρασίες 5 και 10 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα. Η διάρκεια της ηλιοφάνειας είναι μεγάλη ολόκληρο το χρόνο και ιδιαίτερα το καλοκαίρι που φτάνει κατά μέσο όρο στις 11,5 ώρες την ημέρα. Φυσικό Περιβάλλον Γενικά Η Κύπρος στα πολύ παλιά χρόνια, σύμφωνα με αναφορές που γίνονται στα Ομηρικά Έπη, ήταν εξολοκλήρου καλυμμένη με πυκνά δάση και για το λόγο αυτό ήταν γνωστή και ως το πράσινο νησί της Μεσογείου. Με την πάροδο των χρόνων η έκταση των δασών μειώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω των εκχερσώσεων για τη δημιουργία γεωργικής γης, της υπερεκμετάλλευσης, της υπερβόσκησης και των καταστροφικών πυρκαγιών. Σήμερα η έκταση των δασών της Κύπρου έχει μειωθεί στα 171.600ha (18,50%), οι θαμνώνες καλύπτουν έκταση 126.000ha (13,60%) και τα φρύγανα έκταση 15.000ha (9,50%). Πολύ μικρές εκτάσεις καλύπτονται από παραποτάμια, λιβαδική, αλοφυτική και υδροχαρή βλάστηση. Στο παράρτημα Ι της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) έχουν συμπεριληφθεί πέντε κυπριακοί οικότοποι, από τους οποίους οι τρεις θεωρούνται ως οικότοποι προτεραιότητας. Οι τρεις τύποι οικοτόπων προτεραιότητας είναι τα σερπεντινόφιλα λιβάδια του Τροόδους, οι θαμνώδεις και δασικές συστάδες με λατζιά (Quercus alnifolia) και τα δάση του κυπριακού κέδρου (Cedrus brevifolia). Οι 5
άλλοι δύο τύποι οικοτόπων είναι οι τυρφώνες του Τροόδους και οι δασικές συστάδες με δρύες (Quercus infectoria). Δάση Τα κυπριακά δάση είναι δάση κωνοφόρων και μέχρι υψόμετρο1400 μέτρων το κυρίαρχο είδος είναι η τραχεία πεύκη (Pinus brutia). Στην περιοχή του Τροόδους και πάνω από τα 1200 μέτρα κυριαρχεί η μαύρη πεύκη (Pinus nigra ssp. pallasiana). Τα δάση της τραχείας πεύκης έχουν εξάπλωση από τον Ακάμα στα δυτικά μέχρι το Σταυροβούνι και τις ορεινές περιοχές της Λάρνακας στα ανατολικά. Επίσης τα συναντούμε και στην οροσειρά του Πενταδακτύλου σε μίξη με το κυπαρίσσι. Η μόνη περιοχή από την οποία ελλείπουν παντελώς είναι η περιοχή της Μεσαορίας, όπου οι κλιματικές συνθήκες και ιδιαίτερα η βροχόπτωση είναι ακραίες για τα πεύκα. Στο δάσος Πάφου η τραχεία πεύκη σχηματίζει μικτές συστάδες με το κυπριακό κέδρο (Cedrus brevifolia), το μοναδικό ενδημικό δέντρο στην Κύπρο. Στον υπόροφο του δάσους αυτού επικρατεί συνήθως η λατζιά (Quercus alnifolia), όμως απαντώνται και διάφορα άλλα είδη θάμνων όπως η αντρουκλιά (Arbutus andrachne), ο σφένδαμνος (Acer obtusifolium), η στερατζιά (Styrax officinalis), η ξυσταρκά (Cistus spp.) και άλλα. Τα δάση της μαύρης πεύκης καλύπτουν τις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους και στα πιο ψηλά σημεία απαντώνται σε μίξη με τον αόρατο του Τροόδους (Juniperus foetidissima). Στον υπόροφο επικρατεί η λατζιά (Quercus alnifolia), ενώ απαντώνται και άλλα είδη θάμνων όπως η αρκομηλιά (Sorbus aria), η αγριοτριανταφυλλιά (Rosa chionistrae), η βερβερισιά (Berberis cretica), το ρασιή του Τροόδους (Genista sphacelata var. crudelis), η ξυσταρκά (Cistus spp.) και άλλα. Διαχείριση και προστασία των κυπριακών δασών Το Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος είναι αρμόδιο για τη διοίκηση, διαχείριση και προστασία των κρατικών δασών και την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και πολιτικής. Τα δάση της Κύπρου είναι ένας φυσικός ανανεώσιμος εθνικός πόρος και η προσφορά τους στον οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα είναι ανεκτίμητη. Πέραν από τα υλικά αγαθά, προσφέρουν και πληθώρα άλλων υπηρεσιών που τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατό να αποτιμηθούν σε χρηματικές αξίες. Τέτοιες υπηρεσίες είναι: Η προστασία του εδάφους από τη διάβρωση. Η δέσμευση σημαντικών ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα και η παραγωγή οξυγόνου. Η ρύθμιση του κύκλου του νερού και η διατήρηση του υδροφόρου ορίζοντα. Η διατήρηση μιας ανεξάντλητης τεράστιας δεξαμενής γενετικού υλικού και βιοποικιλότητας. Η διατήρηση και προστασία της χλωρίδας και της πανίδας. Η προσφορά αμέτρητων ευκαιριών για αναψυχή. Το Τμήμα Δασών, με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), ετοίμασε το Εθνικό Δασικό Πρόγραμμα της Κύπρου για τη δεκαετία 2000-2009. Οι κυριότεροι στόχοι του προγράμματος είναι η αύξηση της δασοκάλυψης, η αειφορική διαχείριση των δασών και του ευρύτερου δασικού τομέα μέσα από ένα σύστημα πολλαπλής χρήσης και η αναβάθμιση, ανάδειξη και αξιοποίηση όλων των λειτουργιών των δασικών οικοσυστημάτων του τόπου για προσφορά καλύτερης ποιότητας ζωής στον άνθρωπο. 6
Οι στόχοι της κρατικής δασικής πολιτικής είναι οι πιο κάτω: Αειφόρος ανάπτυξη, προστασία και διατήρηση των φυσικών πόρων. Επέκταση του πρασίνου με τη δάσωση χαλίτικων και εγκαταλελειμμένων ιδιωτικών εκτάσεων. Διατήρηση, βελτίωση και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος και της φυσικής κληρονομιάς. Επέκταση και αναβάθμιση της υποδομής για τουρισμό και αναψυχή. Ανάπτυξη και αναζωογόνηση των παραδασόβιων χωριών. Περιβαλλοντική εκπαίδευση των πολιτών και καλλιέργεια «πράσινης» συνείδησης. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί στον τομέα της ανάπτυξης των δασών έχουν συμπεριληφθεί στο Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης 2004-2006, με σύνολο δημόσιας δαπάνης 8 εκ. Ευρώ και αφορούν: την προστασία και αποκατάσταση των δασών από τις πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές, την ανάπτυξη της ιδιωτικής δασοπονίας, τη δάσωση μη γεωργικής γης, τα δάσωση γεωργικής γης και την ενίσχυση επενδύσεων για την μεταποίηση δασικών προϊόντων. Οι πυρκαγιές αποτελούν τον πιο σοβαρό κίνδυνο που απειλεί την ύπαρξη των κυπριακών δασών, γι αυτό η πρόληψη και η καταστολή τους αποτελεί το κυριότερο μέλημα του Τμήματος Δασών. Τα παρατεταμένα ξηρά και θερμά καλοκαίρια, οι δυνατοί άνεμοι, οι απότομες κλίσεις των ορεινών περιοχών στις οποίες συνήθως απαντιούνται τα δάση και η εύφλεκτη ξηροφυτική βλάστηση, ευνοούν την έκρηξη και ταχεία εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών. Το φαινόμενο αυτό γίνεται ολοένα και πιο οξύ ένεκα της αστυφιλίας και της εγκατάλειψης πολλών αγροτικών περιοχών, του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος και τις μαζικής εξόδου του πληθυσμού των πόλεων για αναψυχή στα δάση. Το Τμήμα Δασών έχει την ευθύνη για τη δημιουργία, βελτίωση και επέκταση των εκδρομικών και κατασκηνωτικών χώρων καθώς επίσης και για τη δημιουργία, ανάπτυξη και διαχείριση των εθνικών δασικών πάρκων μέσα στα κρατικά δάση. Μέχρι σήμερα έχουν κηρυχθεί εννέα εθνικά δασικά πάρκα με συνολική έκταση γύρω στα 11 000 εκτάρια. Τα τελευταία χρόνια κατασκευάστηκε μεγάλος αριθμός μονοπατιών μελέτης της φύσης σε όλα τα δάση από τον Ακάμα μέχρι στο Κάβο Γκρέκο, τα οποία συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον και χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από ξένους και ντόπιους επισκέπτες. Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Το Τμήμα Δασών, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του για ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα περιβάλλοντος, λειτουργεί εδώ και μερικά χρόνια δύο Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης. Το ένα βρίσκεται κοντά στην πλατεία Τροόδους και άρχισε τη λειτουργία του το 2002, ενώ το άλλο βρίσκεται στο Εθνικό Δασικό Πάρκο της Αθαλάσσας και λειτούργησε για πρώτη φορά το 2004. Στόχος και των δύο Κέντρων είναι να ενημερώσουν, επιμορφώσουν και να ευαισθητοποιήσουν τους επισκέπτες σχετικά με το φυσικό περιβάλλον του τόπου. Χλωρίδα Η Κύπρος, όπως και οι άλλες περιοχές της Μεσογείου, έχει μια ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα η παρουσία της οποίας οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως είναι η μεγάλη ποικιλία εδαφικών και γεωλογικών υποστρωμάτων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεσογειακού κλίματος και η μεγάλη ποικιλία τοπίων με τα ιδιαίτερα μικροκλιματικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά τους. Εκτεταμένες πεδιάδες, μεγάλοι ορεινοί όγκοι, υγρότοποι, παραλίες, αμμοθίνες, φαράγγια και γκρεμοί, προσφέρουν μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων για πολυάριθμα ιθαγενή και ενδημικά φυτά. Ο αριθμός των φυτών που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα στην Κύπρο ανέρχεται στα 1908, από τα οποία τα 1756 είναι ιθαγενή και τα υπόλοιπα 152 επιγενή. 7
Η κυπριακή χλωρίδα περιέχει ένα ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό ενδημικών φυτών που φτάνουν τα 140 ή 7,34% του συνόλου των ιθαγενών φυτών. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ενδημικά είναι η μπόζεα η κυπριακή ή ζουλατζιά (Bosea cypria) ένα από τα 3 μόνο είδη που υπάρχουν στον πλανήτη, ο κυπριακός κέδρος (Cedrus brevifolia) ένα από τα 4 είδη κέδρου που υπάρχουν στον κόσμο, η κυπριακή τουλίπα (Τulipa cypria), οι ενδημικοί κρόκοι (Crocus cyprius και C. hartmannianus), η λατζιά (Quercus alnifolia) και πολλά άλλα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της χλωρίδας μας είναι τα φυτά που είναι χαρακτηριστικά της Ανατολικής Μεσογείου αρκετά από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των φυτών που συχνά ονομάζουμε ημιενδημικά φυτά (near endemics) και έχουν εξάπλωση μόνο σε 2-3 χώρες του κόσμου. Τέτοια φυτά είναι η Pinguicula crystallina, Cyprinia gracilis (γένος με ένα μόνο είδος στον κόσμο που πήρε το όνομα του από την Κύπρο), Colchicum troodi, Glaucosciadium cordifolium, Euphorbia thompsonii κτλ. Οι κύριοι οικότοποι των ενδημικών φυτών και φυτών με ενδιαφέρον σε Ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, έχουν συμπεριληφθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών ΦΥΣΗ 2000, ο κατάλογος των οποίων έχει ήδη υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό το μέτρο αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής προστασίαs της πλούσιας χλωρίδας και γενικά της βιοποικιλότητας του νησιού. Στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) έχουν συμπεριληφθεί μετά από εισήγηση του κυπριακού κράτους δεκαεπτά (17) είδη φυτών της κυπριακής χλωρίδας από τα οποία τα εννέα (9) έχουν ταξινομηθεί στην κατηγορία των ειδών με προτεραιότητα, δηλαδή είδη που κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση και για τα οποία πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας. Πανίδα Η μεγάλη ποικιλία των τοπίων με τα ιδιαίτερα μικροκλιματικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά τους, η ποικιλία εδαφικών και γεωλογικών υποστρωμάτων και η ποικιλότητα της βλάστησης τόσο δασικής όσο και γεωργικής συμβάλλουν στη δημιουργία μιας θαυμαστής ποικιλίας βιοτόπων που ικανοποιούν τις απαιτήσεις μεγάλου αριθμού ειδών του ζωϊκού κόσμου. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί στην Κύπρο 30 είδη θηλαστικών, 25 είδη αμφιβίων και ερπετών, 370 είδη πουλιών, 250 είδη ψαριών και 6000 περίπου είδη εντόμων. Θηλαστικά Από ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών συμπεραίνεται ότι στην αρχαιότητα ζούσαν διάφορα είδη θηλαστικών τα οποία όμως έχουν εξαφανισθεί. Τέτοια είδη είναι οι πυγμαίοι ελέφαντες και ιπποπόταμοι, σκελετοί των οποίων βρέθηκαν πρόσφατα σε σπηλιές στην περιοχή «Αετόκρεμμος» του Ακρωτηρίου. Πολύ αργότερα εξαφανίσθηκαν και άλλα είδη τα οποία όμως εξακολουθούν να υπάρχουν σε χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Τέτοια είδη είναι το ελάφι της Μεσοποταμίας (Dama dama mesopotamica), το ευρωπαϊκό ελάφι (Dama dama), το κοινό ελάφι (Cervus elaphus), το κουνάβι (Mustela nivalis) και ο αγριόγατος (Felis silvestris). To μεγαλύτερο άγριο θηλαστικό της Κύπρου είναι το κυπριακό αγρινό (Οvis gmelini ophion). Είναι ενδημικό είδος άγριου προβάτου. Πιστεύεται ότι μεταφέρθηκε στην Κύπρο γύρω στο 8000 π.χ. από ανθρώπους που ήλθαν για να εγκατασταθούν στο νησί. Στις αρχές του 20ου αιώνα κινδύνεψε άμεσα με εξαφάνιση, αφού ο πληθυσμός του μειώθηκε σε 15 ζώα στο Δάσος Πάφου. Μετά από μέτρα για την προστασία του που λήφθηκαν από το Τμήμα Δασών ο πληθυσμός του άρχισε σιγά-σιγά να ανακάμπτει και έφθασε σε τέτοιους αριθμούς που να θεωρείται ότι έχει ξεφύγει οριστικά από τον κίνδυνο εξαφάνισης του. Μετά από πρόταση του κυπριακού κράτους το αγρινό έχει συμπεριληφθεί στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). 8
Η αλεπού (Vulpes vulpes indutus), ενδημικό υποείδος, είναι το μόνο σαρκοφάγο θηλαστικό του τόπου μας. Αν και τη συναντούμε σε όλες τις περιοχές, ο πληθυσμός της έχει μειωθεί αισθητά, επειδή κυνηγήθηκε ανελέητα κατά τις δεκαετίες 1970 με 1990 αφού θεωρήθηκε επιβλαβής για την κτηνοτροφία και το θήραμα. Ο λαγός (Lepus europaeus cyprius) είναι και αυτός ενδημικό υποείδος και το μεγαλύτερο θηραματικό είδος στην Κύπρο. Συναντάται σε όλες τις περιοχές σε ικανοποιητικούς αριθμούς παρά την πίεση που δέχεται από το κυνήγι. Ο σκαντζόχοιρος (Hemiechinus auritus dorotheae) είναι και αυτός ενδημικό υποείδος. Είναι είδος πολύ κοινό στις χαμηλές περιοχές, ενώ έχει καταγραφεί η παρουσία του μέχρι το υψόμετρο των 1600μ. Στην Κύπρο έχουν καταγραφεί και έξι (6) διαφορετικά είδη ποντικών, πιο κοινά είναι η ποντίκα και ο οικιακός ποντικός. Στα θηλαστικά περιλαμβάνονται και 16 είδη νυχτερίδων. Τα 15 είδη ανήκουν στην κατηγορία των μικροχειρόπτερων και τρέφονται με έντομα, ενώ ένα είδος ο νυχτοπάππαρος (Rousettus aegyptiacus) ανήκει στα μεγαχειρόπτερα και τρέφεται με φρούτα. Ο νυχτοπάππαρος έχει συμπεριληφθεί στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων. Πουλιά Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί στην Κύπρο 370 είδη πουλιών από τα οποία 53 είναι μόνιμοι κάτοικοι και τα υπόλοιπα μεταναστευτικά. Ο συνολικός αριθμός των πουλιών που αναπαράγονται στην Κύπρο ανέρχεται στα 114. Έξι από τα πουλιά που κατοικούν μόνιμα στην Κύπρο θεωρούνται ενδημικά και είναι τα πιο κάτω: (Sylvia melanothorax) Σκαλιφούρτα (Oenanthe cypriaca) Δενδροβάτης (Certhia brachydactyla dorotheae) Kίσσα (Garrulus glandarius glaszneri) Θουπί (Otus scops cyprius) Πεμπέτσoς (Parus ater cypriotes) Από τα πιο πάνω είδη πουλιών ο τρυποράσιης, η σκαλιφούρτα, ο δεντροβάτης και ο πεμπέτσος μαζί με το νεραλλίδι (Charadrius alexadrinus) και τη δακκανούρα (Lanius nubicus) έχουν συμπεριληφθεί στα παραρτήματα της οδηγίας των πουλιών (79/409/EOK). Ερπετά και Αμφίβια Η κυπριακή πανίδα περιλαμβάνει 22 ερπετά και 3 αμφίβια. Στα ερπετά περιλαμβάνονται 3 είδη χελώνας, 11 είδη σαύρας από τα οποία 4 είναι ενδημικά στο επίπεδο του υποείδους και 8 είδη φιδιών μεταξύ των οποίων ένα ενδημικό είδος και δύο ενδημικά υποείδη. Μεταξύ των φιδιών υπάρχουν και τρία τα οποία είναι δηλητηριώδη. Τα αμφίβια εκπροσωπούνται με τρία είδη βατράχων, το δενδρόβιο (Hyla savignyi), το βαλτόβιο (Rana ridibunda) και τον τριδίζοντα (Bufo viridis). Δύο είδη θαλάσσιας χελώνας αναπαράγονται στις αμμώδες παραλίες του νησιού, η πράσινη (Chelonia mydas) και η κοινή (Caretta caretta). To τρίτο είδος χελώνας που απαντάται στην Κύπρο είναι η χελώνα του γλυκού νερού (Mauremis caspica rivulata), η οποία ζει και αναπαράγεται σε ρέματα με πλούσια υδροχαρή βλάστηση, κυρίως σε περιοχές μέσα και γύρω από τη Λευκωσία και την Πόλη Χρυσοχούς. Η πιο σπάνια σαύρα είναι η βυζάστρα (Eumeces schreideri) με μήκος γύρω στα 30-40 εκατοστά. Ο κουρκουτάς (Laudakia stellio cypriaca) είναι πάρα πολύ κοινός στο κυπριακό περιβάλλον. 9
Από τα φίδια αξίζει να αναφερθεί το κυπριακό φίδι (Coluber cypriensis) το οποίο είναι ενδημικό είδος και απαντάται κυρίως στο δάσος Πάφου και σε άλλες περιοχές της οροσειράς του Τροόδους. Επίσης πολύ σημαντικό είναι και το νερόφιδο (Natrix natrix cypriaca), το οποίο κινδυνεύει άμεσα με εξαφάνιση. Το πιο επικίνδυνο δηλητηριώδες φίδι είναι η έχιδνα (Macrovipera lebetina) η οποία είναι πολύ κοινή στην Κύπρο. Στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων έχουν συμπεριληφθεί το κυπριακό φίδι (Coluber cypriensis) και το κυπριακό νερόφιδο (Natrix natrix cypriaca) καθώς επίσης και η πράσινη χελώνα (Chelonia mydas). Έντομα Από τον κόσμο των εντόμων έχουν μελετηθεί συστηματικά είδη οικονομικής σημασίας για τη γεωργία, τη δασοπονία, τον άνθρωπο και τα κατοικίδια ζώα. Ο αριθμός των εντόμων στην Κύπρο υπολογίζεται γύρω στα 6000 είδη. Ξεχωριστή θέση μεταξύ των εντόμων αποτελούν οι πεταλούδες, οι οποίες έχουν μελετηθεί σε βάθος. Καταγράφηκαν 52 πεταλούδες από τις οποίες οι 9 είναι ενδημικές. Το κολεόπτερο (Propomacrus cypriacus) έχει συμπεριληφθεί στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων. Προστασία του περιβάλλοντος Mε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μέχρι σήμερα περιβαλλοντική πολιτική της Κύπρου έχει αναθεωρηθεί από τα θεμέλιά της. Το πολύπτυχο, πολύπλοκο και λεπτομερές Κεφάλαιο για το Περιβάλλον περιλαμβάνει τριακόσιες και πλέον Οδηγίες και Κανονισμούς και αρκετά προγράμματα δράσης. Με τις νέες, αυτές νομοθετικές ρυθμίσεις δημιουργούνται ισχυρά θεμέλια περιβαλλοντικής πολιτικής που δεν επιτρέπουν χαλαρώσεις ή παρανομίες. Οι Νόμοι είναι σαφείς και δεν δέχονται διαφορετικές ερμηνείες και παρερμηνείες. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των νομοθεσιών αυτών είναι εμφανή σε όλους τους τομείς της ζωής. Με την κατοχύρωση του νομοθετικού αυτού πλαισίου έχει διασφαλιστεί η προοπτική για βελτίωση της κατάστασης του περιβάλλοντος και της ποιότητας της ζωής. Υπηρεσία Περιβάλλοντος Η Υπηρεσία Περιβάλλοντος, του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος συμβουλεύει για θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής και συντονίζει τα προγράμματα για το περιβάλλον. Προεδρεύει της Επιτροπής για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προωθεί, μεταξύ άλλων, την επιβολή των νόμων σχετικά με τον Έλεγχο της Ρύπανσης των Νερών και για τη Διαχείριση των Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων και ενθαρρύνει την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και πληροφόρηση. Επιπλέον, είναι το Εθνικό Σημείο Επαφής για τους διακυβερνητικούς Οργανισμούς CSD, MCSD, SMAP, MAP, INFOTERRA και UNEP, και τις Συνθήκες CITES για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών Χλωρίδας και Πανίδας, της Βέρνης για την Προστασία των Απειλούμενων Ειδών Χλωρίδας και Πανίδας, της Βαρκελώνης για την Προστασία της Μεσογείου, της Βασιλείας για τις Διασυνοριακές Μεταφορές Επικίνδυνων Αποβλήτων, της Βιέννης και του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ για τις Ουσίες που Καταστρέφουν τη Στοιβάδα του Όζοντος, της Βιολογικής Ποικιλομορφίας, της Καταπολέμησης της Ερημοποίησης, των Κλιματικών Αλλαγών, της Ramsar για την Προστασία των Υγροβιότοπων, της Εκτίμησης των Διασυνοριακών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, καθώς και του Άρχους για την Πρόσβαση του Κοινού σε Πληροφορίες Σχετικές με το Περιβάλλον. Οριζόντια Νομοθετήματα 10
Νόμος για την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από Ορισμένα Έργα: Ο Νόμος αυτός (Αρ.57 (I)/2001) βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή από το 2001 και αφορά τις περιπτώσεις αδειοδότησης συγκεκριμένων έργων. Παράλληλα, έχει εγκριθεί και ο περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Σχέδια και/ή Προγράμματα Νόμος (Αρ. 102(Ι)/2005). Σύμφωνα με το Νόμο αυτό, κατά τη διαδικασία της ετοιμασίας των σχεδίων και προγραμμάτων που καθορίζονται και πριν την οριστικοποίηση της έγκρισής τους πρέπει να υπόκεινται σε αξιολόγηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, ώστε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και η ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος. Πρόσβαση στις πληροφορίες: Η Κύπρος υπέγραψε και επικύρωσε τη Σύμβαση του Άρχους για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη δημόσια συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Στα πλαίσια των διαδικασιών εναρμόνισης με τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ, εγκρίθηκε Νόμος για την Πρόσβαση του Κοινού σε Πληροφορίες που είναι Σχετικές με το Περιβάλλον (Αρ. 119(Ι)/2004). Χημικές Ουσίες Σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον: Το Μάιο του 2004, τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος που αφορά τη σκόπιμη Ελευθέρωση Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (Γ.Τ.Ο) στο Περιβάλλον (Αρ. 160(Ι)/2003). Ο Νόμος αυτός προβλέπει για τον έλεγχο της εισαγωγής, διάθεσης στην αγορά και της σκόπιμης ελευθέρωσης στο περιβάλλον γενετικά τροποποιημένων οργανισμών με βασικό στόχο την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Ο Νόμος προνοεί και την κατάλληλη σήμανση σε όλα τα στάδια της διάθεσης των Γ.Τ.Ο. στην αγορά. Βασικός στόχος της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος είναι όπως, με την εφαρμογή της νομοθεσίας, ελέγξει αυστηρά το θέμα των Γ.Τ.Ο. και ανταποκριθεί στον προβληματισμό και τις ανησυχίες του κοινού παρέχοντας όλα τα εχέγγυα για υψηλό επίπεδο προστασίας. Επιπλέον, στις 4 Μαρτίου του 2004, τέθηκε σε ισχύ το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη Βιοασφάλεια, μετά τη ψήφιση σχετικού Κυρωτικού Νόμου (Αρ. 7(ΙΙΙ)02003), που θέτει περιορισμούς στη διασυνοριακή μεταφορά των ζωντανών γενετικά τροποποιημένων οργανισμών και διασφαλίζει επαρκή επίπεδα προστασίας για την ασφαλή μεταφορά, χειρισμό και χρήση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Αμίαντος: Βρίσκονται σε εφαρμογή Κανονισμοί σχετικά με τις διαδικασίες συλλογής, μεταφοράς και τελικής διάθεσης των υλικών που περιέχουν αμίαντο. Επίσης, ανατέθηκε μελέτη για την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης, τη διερεύνηση των μεθόδων διαχείρισης των αμιάντων και τη δημιουργία ενός συστήματος ολοκληρωμένης διαχείρισης, το οποίο θα περιλαμβάνει τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και τελική διάθεση των αποβλήτων αμιάντου. Ουσίες που καταστρέφουν τη στοιβάδα του όζοντος: Η Κύπρος δεν παράγει ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος αλλά είναι καταναλωτής τέτοιων ουσιών, σε μικρές όμως ποσότητες. Η Κύπρος επικύρωσε το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1992 και την τροποποίηση του Λονδίνου το 1994. Τον Απρίλιο του 2001, οι τροποποιήσεις του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ που εγκρίθηκαν στην Κοπεγχάγη, τη Βιέννη και το Μόντρεαλ (ΙΙ), περιλήφθηκαν σε Κυρωτικό Νόμο (Αρ.9(III)/2001). Το 2004 ψηφίστηκε ο Νόμος για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος (Αρ. 23(ΙΙΙ)/2004) με τον οποίο επικυρώθηκαν οι τροποποιήσεις του Πρωτοκόλλου που υιοθετήθηκαν στο Πεκίνο. Επίσης, ψηφίστηκε Νόμος για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος (Αρ. 158(Ι)/2004), στόχος του οποίου είναι η εφαρμογή των διατάξεων του σχετικού Κανονισμού της ΕΕ. Ο Νόμος θέτει τις βασικές πρόνοιες για τον έλεγχο στην προμήθεια και χρήση όλων των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος. Η εφαρμογή του Νόμου στην Κύπρο επηρεάζει κυρίως τους τομείς της ψύξης και πυρόσβεσης λόγω των περιορισμών που έχουν τεθεί στην εισαγωγή των ουσιών που χρησιμοποιούνται στους κλάδους αυτούς. Κλιματικές Αλλαγές: Η Κύπρος έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο για τις Κλιματικές Αλλαγές το οποίο καθορίζει μια διαδικασία στη βάση της οποίας πρέπει να εντατικοποιηθούν οι δράσεις για την αντιμετώπιση των αιτίων που συμβάλλουν στις κλιματικές αλλαγές και οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε αυτά τα πλαίσια, έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις από τις αναπτυγμένες χώρες για μείωση της παραγωγής των θερμοκηπιακών τους αερίων. Η ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη του Πρωτοκόλλου. Στα πλαίσια των δεσμεύσεών της για μείωση των εκπομπών κατά 8% την περίοδο 2008-2012, η ΕΕ προχώρησε στην κατανομή ειδικών ποσοστώσεων για κάθε ένα από τα (τότε) 15 κράτη μέλη της. 11
Σε αυτά τα πλαίσια, άρχισαν σταδιακά να τίθενται σε εφαρμογή τα μέτρα και προγράμματα που προωθούνται μέσω του Στρατηγικού Σχεδίου για τη μείωση του ρυθμού αύξησης των εκπομπών των θερμοκηπιακών αερίων, το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Σεπτέμβρη του 2003. Επίσης, ψηφίστηκε ο Νόμος που προβλέπει για τη Θέσπιση Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου (Αρ. 132(Ι)/2004). Τα προγράμματα και μέτρα που αποτελούν μέρος της ενεργειακής πολιτικής και προωθούνται μέσω του Στρατηγικού Σχεδίου αφορούν την κατασκευή νέων συμβατικών μονάδων που θα εγκατασταθούν στο σύστημα με καύσιμο το φυσικό αέριο, την απόσυρση παλιών μονάδων ατμοστροβίλων και την εγκατάσταση νέων αιολικών πάρκων και την υλοποίηση σημαντικών παρεμβάσεων στον οικιακό τριτογενή τομέα, που στοχεύουν στη διείσδυση αποδοτικότερων ηλεκτρικών συσκευών, καθώς και τη βελτίωση της ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων. Έλεγχος της Βιομηχανικής Ρύπανσης και Διαχείριση του Κινδύνου Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης: Η ρύπανση των νερών και του εδάφους ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων προκαλείται από την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στα νερά ή το έδαφος αντικειμένων, ουσιών, θερμότητας, κραδασμών ή θορύβου που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ή τους ζώντες οργανισμούς που διαβιούν στα νερά ή το έδαφος, ή να βλάψουν το υδατικό ή εδαφικό οικολογικό σύστημα. Ο έλεγχος και η πρόληψη της ρύπανσης επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του περί Έλεγχου της Ρύπανσης των Νερών και του Εδάφους Νόμου (Αρ. 106(Ι)/2002) και του περί της Ολοκληρωμένης Πρόληψης και Ελέγχου της Ρύπανσης Νόμου (Αρ. 56(Ι)/2003). Στην Κύπρο υπάρχουν 125 μεγάλες εγκαταστάσεις (μεταποιητικές βιομηχανίες, χοιροστάσια και πτηνοτροφεία) οι οποίες σταδιακά ελέγχονται ολοκληρωμένα. Έχουν κληθεί και θα υποβάλουν σχετικές μελέτες και αιτήσεις ώστε να εναρμονιστούν τα επόμενα δύο χρόνια σε όλα τα περιβαλλοντικά θέματα. Ο στόχος είναι όπως, μέχρι τον Οκτώβριο του 2007, λειτουργούν πλήρως με όλες τις προϋποθέσεις που αφορούν την Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχο της Ρύπανσης. Η Υπηρεσία έχει, επίσης, συμμετοχή στην ευθύνη για την προστασία των νερών από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Οικολογικό Σήμα, Περιβαλλοντική Διαχείριση και Έλεγχος (EMAS): Ο Νόμος 122(Ι)/2004 αφορά την εκούσια Συμμετοχή Οργανισμών σε Κοινοτικό Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου (EMAS). Σκοπός του Νόμου είναι η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των οργανισμών όλων των τομέων, μέσω της ετοιμασίας και της εφαρμογής συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης, της αντικειμενικής και περιοδικής αξιολόγησης των συστημάτων αυτών, της επιμόρφωσης και της ενεργού συμμετοχής του προσωπικού των οργανισμών και της ενημέρωσης του κοινού και άλλων ενδιαφερομένων. Οποιοσδήποτε οργανισμός επιθυμεί να συμμετάσχει στο σύστημα πρέπει να υιοθετήσει περιβαλλοντική πολιτική να ετοιμάσει περιβαλλοντική ανάλυση των δραστηριοτήτων, προϊόντων και υπηρεσιών του να θέσει σε εφαρμογή σύστημα οικολογικής διαχείρισης να διενεργεί τακτικά οικολογικό έλεγχο και να συντάσσει περιβαλλοντική δήλωση, η οποία πρέπει να επικυρώνεται από επαληθευτή και να δημοσιοποιείται. Για σκοπούς εναρμόνισης με σχετικό Κανονισμό της ΕΕ, έχει, επίσης τεθεί σε εφαρμογή ο Νόμος για το Κοινοτικό Σύστημα Απονομής του Οικολογικού Σήματος (ECOLABEL) (Αρ. 189(Ι)/2004). Σκοπός του Οικολογικού Σήματος είναι η προαγωγή των προϊόντων τα οποία έχουν συγκριτικά περιορισμένες επιπτώσεις στο περιβάλλον και η παροχή στους καταναλωτές επακριβών και επιστημονικά επιβεβαιωμένων πληροφοριών και συμβουλών σε ότι αφορά τα προϊόντα. Αίτηση για την απονομή του Σήματος μπορεί να υποβάλλεται από τον παραγωγό, τον εισαγωγέα, το φορέα παροχής υπηρεσιών, ή τους ασχολούμενους με τη διαχείριση ή εμπορία ενός προϊόντος. Αρμόδια Επιτροπή ελέγχει κατά πόσο ένα προϊόν ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Οικολογικού Σήματος και αποφασίζει αν θα το απονείμει ή όχι. Προστασία και Διατήρηση της Φύσης 12
Σύμφωνα με το Νόμο για την Προστασία και Διαχείριση της Φύσης και της Άγριας Ζωής (Αρ. 153(Ι)/2003) ρυθμίζεται η προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, κυρίως μέσω της ανακήρυξης ειδικών ζωνών διατήρησης και προστατευόμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας και της υιοθέτησης μέτρων διαχείρισής τους, της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον από σχέδια ή έργα σε περιοχές που εμπίπτουν σε ειδική ζώνη διατήρησης και του ελέγχου της απελευθέρωσης στο περιβάλλον μη τοπικών ειδών άγριας ζωής. Στα σχετικά Παραρτήματα του Νόμου περιλαμβάνονται και 52 τύποι φυσικών οικοτόπων, 17 είδη άγριας πανίδας και 17 είδη φυτών που συναντώνται στην Κύπρο. Προνοείται, επίσης, η απαγόρευση εισαγωγής, με σκοπό την εμπορία, δερμάτων ορισμένων νεογνών φώκιας. Στα πλαίσια του Δικτύου "Φύση 2000" της ΕΕ, ετοιμάστηκε ο επιστημονικός κατάλογος περιοχών, που περιλαμβάνει τους σημαντικούς τύπους οικοτόπων και ειδών πανίδας και χλωρίδας. Σχεδόν όλοι οι τύποι οικοτόπων της Κύπρου και τα περισσότερα από τα ενδημικά είδη θα περιλαμβάνονται στα όρια των περιοχών του Δικτύου προστατευόμενων περιοχών. Οριστικοποιήθηκε, επίσης, το εθνικό αρχείο των οικολογικών στοιχείων της Κύπρου, το «BIOCYPRUS», το οποίο περιλαμβάνει την τυποποιημένη μορφή στοιχείων όλων των περιοχών που πληρούν τα κριτήρια για να προταθούν για ένταξη στο Δίκτυο "Φύση 2000". Η προστασία των ειδών χλωρίδας και πανίδας των οποίων οι πληθυσμοί απειλούνται από εμπορικές δραστηριότητες διασφαλίζεται με την εφαρμογή της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Άγριων Ειδών Χλωρίδας και Πανίδας (CITES) και του πιο πάνω Νόμου για τη φύση και την άγρια ζωή (Αρ. 153(Ι)/2003). Υπάρχει τώρα συστηματικός έλεγχος των ειδών χλωρίδας και πανίδας που εισάγονταν ή εξάγονταν από την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Κύπρος παρά το μικρό της μέγεθος σε έκταση και σε πληθυσμό και το γενικά ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, παρουσιάζει χωρικές ανισότητες όσον αφορά τις αστικές περιοχές και τις περιοχές της υπαίθρου, αλλά και στο εσωτερικό των δύο επιμέρους χωρικών ενοτήτων. Φαινόμενα αναπτυξιακής υστέρησης παρουσιάζουν επίσης οι περιοχές κατά μήκος της γραμμής αντιπαράταξης, ενώ ιδιαίτερες ανάγκες έχουν οι παράκτιες περιοχές όπου παρουσιάζεται έντονη τουριστική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα την πολεοδομική αναρχία και τη σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Η χρήση της κυπριακής γης υφίσταται συνεχείς αλλαγές σαν αποτέλεσμα των ποικίλων τάσεων ανάπτυξης που επικρατούν. Η κατάληψη μεγάλου τμήματος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, αύξησε τις πιέσεις πάνω στη γη για κερδοσκοπικούς σκοπούς με αποτέλεσμα εύφορες γεωργικές εκτάσεις να καταλαμβάνονται με γοργό ρυθμό από άλλες χρήσεις γης, όπως είναι η οικιστική, η τουριστική και η βιομηχανική. Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από ένα αρκετά αναχρονιστικό και πολύπλοκο σύστημα διακατοχής της γης, το οποίο περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη γεωργική της ανάπτυξη. Κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού είναι ο πολυτεμαχισμός και μικροτεμαχισμός της αγροτικής ιδιοκτησίας, η δυαδική ή πολλαπλή μορφή ιδιοκτησίας (άλλος κατέχει τη γη και άλλος τα δέντρα ή το νερό πάνω σ' αυτή), η ταυτόχρονη κατοχή ιδιοκτησίας από δύο ή περισσότερα άτομα κ.α. Ουσιαστικά η διαμόρφωση του σημερινού συστήματος διακατοχής γης στην Κύπρο είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης της τουρκικής και αγγλικής κατοχής του νησιού. Η χρήση γης πριν από την τουρκική εισβολή: Η καλλιεργούμενη γεωργική γη της Κύπρου καταλαμβάνει τη μισή περίπου έκταση του νησιού. Η ακαλλιέργητη γεωργική γη μαζί με τους βοσκότοπους (επίσης ακαλλιέργητη γη) καλύπτουν σημαντική έκταση η οποία αντιπροσωπεύει το 23,9% της ολικής έκτασης της Κύπρου. Επίσης η αστικοποιημένη γη (οικισμοί δρόμοι, ποταμοί) καταλαμβάνει αρκετή έκταση γης (67.559 εκτάρια ή το 7,3% της ολικής έκτασης) η οποία συνεχώς αυξάνεται σε βάρος της γεωργικής γης. Η χρήση γης μετά την τουρκική εισβολή: Τα στοιχεία που αφορούν τη χρήση γης μετά την τουρκική εισβολή του 1974 προέρχονται από τις Απογραφές Γεωργίας των ετών 1977 και 1985. Η γη 13
που κάλυψαν οι δύο απογραφές περιλαμβάνει μόνο τους γεωργικούς κλήρους ιδιωτών, εταιρειών, Εκκλησίας, Κράτους κλπ. Η αστικοποιημένη γη, τα κρατικά δάση, η χαλίτικη και η κοινοτική γη καθώς και ιδιωτική γη που δε δηλώθηκε από τους ιδιοκτήτες της δεν καλύφθηκαν από τις απογραφές. Ιδιοκτησία της κυπριακής γης Σύμφωνα με τη Γενική Χωρομετρία η οποία έγινε μεταξύ 1909-1929, η ιδιοκτησία της κυπριακής γης έχει ως εξής: Ιδιωτική γη 677.945 εκτάρια (73,3%) Κρατική γη 228.908 (24,7%) Κοινοτική γη 18.295 ( 2,0%) Σύνολο 925.147 εκτάρια (100%) Από τη συνολική έκταση των 677.945 εκταρίων ιδιωτικής γης ποσοστό 81,4% (551.674 εκτάρια) κατέχονται από Ελληνοκυπρίους, ποσοστό 16,8% (114.042 εκτάρια) κατέχεται από Τουρκοκυπρίους και 1,8% (12.229 εκτάρια) από άλλες εθνικότητες. (http://www.livepedia.gr/index.php). Κατηγορίες διακατοχής της γης Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχρονιστικού συστήματος διακατοχής της γης στην Κύπρο είναι οι πάρα πολλές κατηγορίες διακατοχής γης που υπάρχουν. Οι κατηγορίες αυτές είναι οι πιο κάτω: Α. Κρατική γη: Υποδιαιρείται στις ακόλουθες κατηγορίες: Χαλίτικη γη: Είναι η γη η οποία κατά τη διάρκεια της Γενικής Χωρομετρίας (1909-1929) ήταν ακαλλιέργητη και δε διεκδικούνταν από κανένα, γι' αυτό και παρέμεινε στην κατοχή του κράτους. Είναι κυρίως άγονη γη η οποία χρησιμοποιείται για την ελεύθερη βόσκηση αιγοπροβάτων. Δάση: Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Τμήματος Δασών για το 1984, τα δάση της Κύπρου καλύπτουν έκταση 174.836 εκταρίων και αντιπροσωπεύουν το 19% περίπου της ολικής έκτασης του νησιού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κυπριακών δασών είναι κρατικά (159.590 εκτάρια),1.668 εκτάρια είναι κοινοτικά δάση και 13.578 εκτάρια είναι ιδιωτικά δόση. Τόσο τα κρατικά όσο και τα κοινοτικά δάση βρίσκονται κάτω από τη διαχείριση του Τμήματος Δασών. Τσιφλίκια της Πάφου: Είναι τέσσερα μεγάλα κυβερνητικά αγροκτήματα στην επαρχία Πάφου, τα οποία αποτελούν τα τελευταία απομεινάρια παλαιών φέουδων που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Τα τσιφλίκια περιλαμβάνουν το τσιφλίκι των Ποτίμων (107 εκτάρια) το τσιφλίκι των Κουκλιών (383 εκτάρια), το τσιφλίκι της Αχέλειας (705 εκτάρια) και το τσιφλίκι Μαμώνια (389 εκτάρια). Κατά τη διάρκεια της Λουζινιανο-Βενετικής περιόδου τα τσιφλίκια ανήκαν σε φεουδάρχες, αργότερα όμως, κατά την Οθωμανική περίοδο, περιήλθαν στην κατοχή πλούσιων τουρκικών οικογενειών και παρέμειναν παραμελημένα μέχρι το 1948, όταν απαλλοτριώθηκαν από την 14
αποικιοκρατική κυβέρνηση. Τα τσιφλίκια αποτελούνται από πολύ καλή γεωργική γη η οποία στη μεγαλύτερη έκτασή της αρδεύεται. Στα τσιφλίκια των Κουκλιών και της Αχέλειας δημιουργήθηκαν από την κυβέρνηση πειραματικοί γεωργικοί σταθμοί στους οποίους αναπτύσσονται υποδειγματικές καλλιέργειες. Επίσης αρκετή γη των τσιφλικιών ενοικιάζεται σε γεωργούς γειτονικών κοινοτήτων. Ενοικιαζόμενη κρατική γη: Περιλαμβάνει κρατική γη η οποία αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση και στη συνέχεια ενοικιάστηκε σε γεωργούς. Η έκταση της νοικιαζόμενης κρατικής γης ανέρχεται στα 3.300 εκτάρια περίπου και το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται στην επαρχία Αμμοχώστου. Β. Κοινοτική γη: Είναι η γη η οποία παραχωρήθηκε σε αγροτικές κοινότητες, πόλεις και κωμοπόλεις κατά την Οθωμανική περίοδο και αποτέλεσε την κατηγορία διακατοχής γης Αrazi Metrouke με βάση τον Οθωμανικό Κτηματικό Κώδικα. Η κοινοτική γη περιλαμβάνει κυρίως τα κοινοτικά δάση και τους κοινοτικούς βοσκότοπους. Κοινοτικά δάση: Τα δάση αυτά ανήκαν σε κοινότητες πόλεις και κωμοπόλεις και δημιουργήθηκαν για την προμήθεια καυσόξυλων, πασσάλων κλπ. στους κατοίκους των κοινοτήτων αυτών και δήμων. Σήμερα τα δάση αυτά μετατρέπονται σε πάρκα για σκοπούς αναψυχής. Η συνολική έκταση των κοινοτικών δασών ανερχόταν το 1984 στα 1.669 εκτάρια περίπου. Κοινοτικοί βοσκότοποι: Είναι εκτάσεις κοινής χρήσης που χρησιμοποιούνται σαν βοσκότοποι (μερράδες). Γ. Ιδιωτική γη: Η γη αυτή υποδιαιρείται στις πιο κάτω κατηγορίες διακατοχής γης: Γη που κατέχεται από ιδιοκτήτες οι οποίοι έχουν τη γεωργία σαν κύριο επάγγελμα: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται σύμφωνα με την Απογραφή Γεωργίας του 1960, 200.148 εκτάρια γης που ανήκουν σε 38.486 άτομα που έχουν τη γεωργία σαν κύριο επάγγελμα. Ο αριθμός των ιδιοκτητών που έχουν τη γεωργία σαν κύριο επάγγελμα μειώνεται συνεχώς, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που έχουν τη γεωργία σαν πάρεργο. Γη που κατέχεται από άτομα που έχουν τη γεωργία σαν πάρεργο: Αρκετή έκταση της κατηγορίας αυτής κατέχεται από μικροβιοτέχνες και υπαλλήλους οι οποίοι χρησιμοποιούν τη γεωργία σαν δεύτερο επάγγελμα για συμπλήρωση του εισοδήματός τους. Άλλη έκταση κατέχεται από επιχειρηματίες, πλούσιους κλπ. οι οποίοι χρησιμοποιούν τη γη για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Σύμφωνα με την Απογραφή Γεωργίας 1960, στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται έκταση 160.607 εκταρίων (το 26,1 % της γεωργικής γης), η, οποία ανήκει σε 30.883 άτομα που έχουν τη γεωργία σαν πάρεργο. Ενοικιαζόμενη ή μετενοικιαζόμενη γη: Η γη αυτή προέρχεται κυρίως από ιδιοκτήτες που μετακινήθηκαν στις πόλεις ή μετανάστευσαν στο εξωτερικό, καθώς και από γεωργούς που εγκατέλειψαν το γεωργικό επάγγελμα. Επίσης η Εκκλησία, το Εβκάφ και η κυβέρνηση αποτελούν σημαντικούς προμηθευτές ενοικιαζόμενης γης. Μεταξύ των απογραφών του 1946 και του 1960 σημειώθηκε αύξηση στην ενοικιαζόμενη γη κατά 8.461 εκτάρια. Σήμερα υπολογίζεται ότι η ενοικιαζόμενη γη αυξάνεται συνεχώς τόσο σε ξηρικές όσο και αρδευόμενες περιοχές. Το 1977 η ενοικιαζόμενη γη στις ελεύθερες περιοχές ανερχόταν στα 47.609 εκτάρια. Γη που καλλιεργείται σε συνεταιρική μορφή (πουμισιάρικη): Ο συνεταιρισμός γίνεται πολλές φορές χωρίς οποιαδήποτε συμφωνία και διαρκεί συνήθως ένα ή δύο χρόνια. Η συνηθισμένη διευθέτηση που γίνεται μεταξύ των συνεταίρων, είναι ότι ο ένας από αυτούς διαθέτει τη γη, το μισό σπόρο και το μισό λίπασμα, ενώ ο άλλος διαθέτει τον υπόλοιπο σπόρο και λίπασμα τα εργατικά και τα μηχανήματα. Η συγκομιδή μοιράζεται εξίσου μεταξύ των συνεταίρων. Σε αντίθεση με την ενοικιαζόμενη γη η οποία αυξάνεται, σταθερά, η πουμισιάρικη ή πουμουσιάρικη γη μειώνεται 15
συνεχώς πράγμα που δείχνει την προτίμηση των γεωργών στην ενοικίαση γης παρά στη συνεταιρική συγκαλλιέργεια. Γη σε προσωρινή εκμετάλλευση: Η γη αυτή προέρχεται από παραχωρήσεις γης σε συγγενείς και φίλους από ιδιοκτήτες γης, που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, χωρίς συνήθως οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται επίσης εκτάσεις γης που καλλιεργούνται παράνομα και ανήκουν σε ιδιοκτήτες οι οποίοι εγκατέλειψαν τη γεωργική τους εκμετάλλευση γιατί ήταν ασύμφορη. Κατά την απογραφή του 1960 η γη αυτή καταλάμβανε έκταση 17.350 εκταρίων. Άγονη ή ακαλλιέργητη γη: Κατά την απογραφή του 1960 η έκταση αυτή ήταν 153.800 εκτάρια. Περιλαμβάνει εκτάσεις που παραμένουν ακαλλιέργητες είτε επειδή είναι άγονες είτε λόγω της αδιαφορίας των ιδιοκτητών τους. Μέρος της έκτασης αυτής μπορεί να αξιοποιηθεί γεωργικά με την εκτέλεση διαφόρων εγγειοβελτιωτικών έργων. Γη που ανήκει σε εταιρείες, ιδρύματα, οργανισμούς και φυτώρια: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει μικρή έκταση γης (περί τα 4.605 εκτάρια κατά την απογραφή 1960). Γη που ανήκει σε αλλοδαπούς: Η μεγαλύτερη συμπαγής έκταση στην κατηγορία αυτή είναι το Φασούρι το οποίο κατέχουν και εκμεταλλεύονται Εβραίοι. Γη που κατέχεται σε αδιαίρετη μορφή (συνιδιόκτητη): Ένα αρκετά μεγάλο μέρος της κυπριακής γης είναι συνιδιόκτητη. Μια σκάλα γης ή ένα δέντρο είναι δυνατό να κατέχεται από πολλά άτομα. Τα μερίδια μερικές φορές είναι τόσο μικρά ώστε ο παρονομαστής να είναι επταψήφιος (εκατομμυριοστά). Ο περί Κληρονομίας Νόμος, ο οποίος προνοεί για ίσα μερίδια μεταξύ των κληρονόμων, υποβοηθά και διαιωνίζει τη διακατοχή της γης σε αδιαίρετη μορφή. Έτσι, όταν οι κληρονόμοι δεν μπορούν να μοιράσουν ένα τεμάχιο γιατί μια τέτοια διανομή είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, κεφ. 224 (για κατώτατα όρια τεμαχίων), καταφεύγουν στην συνιδιοκτησία. Δυαδική ή πολλαπλή ιδιοκτησία Είναι η μορφή ιδιοκτησίας κατά την οποία ένας ιδιοκτήτης κατέχει τη γη και άλλος ή άλλοι τα δέντρα ή το νερό πάνω σ' αυτή. Η δυαδική ή πολλαπλή ιδιοκτησία είναι κατάλοιπο της Οθωμανικής εποχής όταν η οθωμανική διοίκηση έδινε το δικαίωμα σε ιδιώτες να μπολιάζουν δέντρα πάνω σε κρατική γη (Αrazi Mirie) και να γίνονται κάτοχοί τους. Αργότερα η γη πιθανόν να παραχωρούνταν σε άλλο ιδιοκτήτη για καλλιέργεια και έτσι δημιουργήθηκε το πρόβλημα της δυαδικής ιδιοκτησίας. Επίσης μέχρι τη θέσπιση του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, κεφ. 224, επιτρεπόταν σε ιδιοκτήτη γης και δέντρων να πουλά ή να δωρίζει τα δέντρα σ' έναν ιδιώτη και τη γη σ' άλλο. Έτσι σήμερα χιλιάδες δέντρα, κυρίως ελιές, κατέχονται σε δυαδική μορφή. Η μορφή αυτή ιδιοκτησίας, η οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Κύπρο, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην καλλιέργεια της γης. Τα δέντρα συχνά εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση της γης ή αντίστροφα και αφού ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες συχνά επιδιώκεται η καταστροφή τους. Ο περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμος, κεφ. 224, περιλαμβάνει διατάξεις για περιορισμό ή εξάλειψη της δυαδικής ιδιοκτησίας. Συνεταιρισμοί γεωργικών εκμεταλλεύσεων (κολεκτίβες) Μεταπολεμικά, ιδιαίτερα μετά το 1946, ιδρύθηκαν στην Κύπρο συνεταιρισμοί γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ονίσια (110 εκτάρια) τα Περβόλια (36 εκτάρια), τα Κούκλια (53 εκτάρια) και την Αυγόρου (74 εκτάρια). Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί των Περβολιών, των Κουκλιών και της Αυγόρου διαλύθηκαν νωρίς, ενώ εκείνος της Ονίσιας, ο οποίος δημιουργήθηκε από Κυπρίους απόστρατους, έπαψε να λειτουργεί το 1963 λόγω της πολιτικής κατάστασης μετά την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων. 16
Μοναστηριακή και εκκλησιαστική γη Η απόκτηση γης από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή όταν βυζαντινοί αυτοκράτορες παραχωρούσαν μεγάλες εκτάσεις γης στην Εκκλησία, η οποία έτσι απέκτησε σημαντική ακίνητη ιδιοκτησία. Κατά τη Λουζινιανο-βενετική εποχή η Ορθόδοξη Εκκλησία έχασε μεγάλο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας της, η οποία περιήλθε στην Καθολική Εκκλησία. Κατά την Οθωμανική περίοδο η Καθολική Εκκλησία, με τη σειρά της, έχασε την ακίνητη ιδιοκτησία της η οποία περιήλθε σε τεμένη και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εξάλλου, στη διάρκεια της τουρκοκρατίας αρκετοί Χριστιανοί, είτε για θρησκευτικούς λόγους είτε για να αποφύγουν κατάσχεση της γης τους από τους Τούρκους, την παραχωρούσαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αγροτική εκκλησιαστική και μοναστηριακή γη καλύπτει σήμερα έκταση 24.890 περίπου εκταρίων. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονται η ιδιοκτησία της αρχιεπισκοπής και των επισκοπών Πάφου, Κιτίου, Λεμεσού, Κερύνειας και Μόρφου, η ιδιοκτησία εκκλησιών χωριών και η ιδιοκτησία μοναστηριών. Η τελευταία αυτή κατηγορία περιλαμβάνει τα μεγάλα αγροκτήματα των μοναστηριών Κύκκου, Μαχαιρά Αγίου Νεοφύτου και του Αποστόλου Ανδρέα. Ακόμη και Ορθόδοξα μοναστήρια του εξωτερικού κατέχουν γη στην Κύπρο, όπως η Μονή Σινά. Ο γεωργικός κλήρος Με τον όρο γεωργικός κλήρος εννοείται το σύνολο της έκτασης την οποία εκμεταλλεύεται μια οικογένεια σαν μια ενιαία μονάδα και περιλαμβάνει την ιδιόκτητη γη του συζύγου, της συζύγου και των ανήλικων παιδιών τους. Επίσης ο κλήρος περιλαμβάνει και πιθανά νοικιαζόμενη γη. Στην Κύπρο ο γεωργικός κλήρος χαρακτηρίζεται από μικρό μέγεθος, πολυτεμαχισμό και μικροτεμαχισμό. Συχνά τα τεμάχια που αποτελούν το γεωργικό κλήρο είναι διασκορπισμένα όχι μόνο στη διοικητική έκταση του χωριού αλλά και έξω από αυτή. Σύμφωνα με τις Απογραφές Γεωργίας των ετών 1931, 1946 και 1960 που κάλυψαν ολόκληρη την Κύπρο, παρατηρείται μια συνεχής αύξηση του αριθμού των γεωργικών κλήρων. Από 55.636 κλήροι που καταγράφηκαν το 1931 αυξήθηκαν στους 60.179 το 1946 και στους 69.445 το 1960. Η ίδια αυξητική τάση παρατηρείται και στις Απογραφές Γεωργίας των ετών 1977 και 1985 οι οποίες όμως καλύπτουν μόνο τις ελεύθερες περιοχές του νησιού. Η συνεχής αύξηση του αριθμού των γεωργικών κλήρων είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση της μέσης έκτασής τους. Έτσι, ενώ το 1946 υπήρχαν 60.179 κλήροι με μέση έκταση 7,2 εκτάρια, το 1960 οι κλήροι ήταν 69.445 με μέση έκταση 6,2 εκτάρια. Μεταξύ των δύο απογραφών σημειώθηκε δηλαδή αύξηση του συνολικού αριθμού κλήρων κατά 15,4% και μείωση της μέσης έκτασης κλήρου κατά 13,7%. Παράλληλα ο συνολικός αριθμός τεμαχίων μειώθηκε από 763.900 το 1946 σε 660.888 με επακόλουθο τη μείωση του μέσου αριθμού τεμαχίων κατά κλήρο από 12,7 σε 9,5. Οι ίδιες τάσεις παρατηρούνται και στις Απογραφές Γεωργίας του 1977 και του 1985. 17
Η γεωργική γη στην Κύπρο περιλαμβάνει ξηρικές και αρδευόμενες καλλιέργειες. Οι ξηρικές καλλιέργειες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής γεωργικής γης (83% περίπου το 1985). Από αυτές τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα σιτηρά, τα οινοποιήσιμα αμπέλια, τα ελαιόδεντρα, τα χαρουπόδεντρα, οι αμυγδαλιές και τα κτηνοτροφικά φυτά. Από τις αρδευόμενες καλλιέργειες οι σπουδαιότερες είναι τα εσπεριδοειδή, οι πατάτες, τα λαχανικά, τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα και τα επιτραπέζια σταφύλια. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές στη χρήση της γεωργικής γης είναι η συνεχής αύξηση των αρδευομένων εκτάσεων γης σαν αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης των νερών των ποταμών, της κατασκευής υδατοφρακτών, της ανόρυξης διατρήσεων και της αξιοποίησης πηγών νερού. Η εφαρμογή μεγάλων αναπτυξιακών σχεδίων κατά την τελευταία δεκαετία και η κατασκευή μεγάλων υδατοφρακτών στα πλαίσια των σχεδίων αυτών συνέβαλε στην επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων από 26.870 εκτάρια το 1977 σε 30.930 εκτάρια το 1985. Το σχέδιο για τη νήσο (Island Plan), ήταν η πρώτη απόπειρα για ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων βάσει ενός ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδίου, το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο και έθετε τις βάσεις για ισορροπημένη περιφερειακή κατανομή των πόρων και της ανάπτυξης. Σήμερα είναι αισθητή η έλλειψη επεξεργασμένης περιφερειακής πολιτικής και η αδυναμία συστηματικής περίληψης του γεωγραφικού και περιφερειακού παράγοντα στα αναπτυξιακά σχέδια λόγω απουσίας εφαρμογής του σχεδίου για τη Νήσο. Απαραίτητο στοιχείο για την ετοιμασία μιας ορθολογικής περιφερειακής πολιτικής είναι η αναγνώριση των δημογραφικών και οικονομικών τάσεων μέσα στο χώρο. Σημαντική αδυναμία του ισχύοντος συστήματος πολεοδομικού προγραμματισμού είναι η ανυπαρξία χωροταξικού σχεδίου και η χρονοβόρα διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης τοπικών σχεδίων. Περιοχές της υπαίθρου Οι περιοχές της υπαίθρου με εξαίρεση αριθμό οικισμών που είτε γειτνιάζουν με τα αστικά κέντρα, είτε έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα παρουσιάζουν έντονες τάσεις αστυφιλίας και γήρανσης του πληθυσμού. Η εικόνα αυτή αντανακλάται στη μείωση του πληθυσμού τους, που είναι ιδιαίτερα αισθητή στις ορεινές περιοχές. Παρόλο που οι περιοχές της υπαίθρου αποτελούν τα 82,6% της έκτασης της Κύπρου, διαμένουν σε αυτές μόνο τα 24,3% του πληθυσμού. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού στις περιοχές αυτές, ανήλθε μεταξύ 1992 και 2001 σε 9,7% και υστερούσε σημαντικά έναντι του αντίστοιχου ποσοστού για το σύνολο της Κύπρου. Πρόσθετα με βάση τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού 2001, ο συντελεστής γήρανσης στο σύνολο των περιοχών της υπαίθρου κυμαίνεται σε 60,27% έναντι 51,2% των αστικών περιοχών και 54,21% του συνόλου. Αντίστοιχα ο συντελεστής εξάρτησης στις περιοχές της υπαίθρου κυμαίνεται στα 52,72% έναντι 46,25% των αστικών περιοχών και 49,6% στο σύνολο. Οι δείκτες αυτοί παρουσιάζουν εξαιρετική επιβάρυνση στις περιοχές της υπαίθρου των επαρχιών Πάφου και Λεμεσού. Επίσης τα προβλήματα είναι πολύ πιο έντονα, όταν απομονωθούν από τις περιοχές της υπαίθρου, οι περιοχές που βρίσκονται περιμετρικά των αστικών κέντρων, καθώς και οι παραθαλάσσιες. Σημαντικός παράγοντας για το μαρασμό των περιοχών της υπαίθρου είναι η εξάρτηση από τη γεωργία, ως πηγή κύριας απασχόλησης, ένας τομέας που παρουσιάζει σαφείς πτωτικές τάσεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκών εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα στον πρωτογενή τομέα απασχολείται 35% του πληθυσμού σε σχέση με 8,1% εθνικό μέσο όρο, στο δευτερογενή τομέα 24% σε σχέση με 20,8% εθνικό μέσο όρο, ενώ μόνο 41% απασχολείται στον τριτογενή τομέα σε σχέση με 71,1% εθνικό μέσο όρο. Η μείωση της ελκυστικότητας των περιοχών της υπαίθρου είναι και αποτέλεσμα της σημαντικής έλλειψης κοινωνικών και άλλων βασικών υπηρεσιών, καθώς και των μειωμένων δυνατοτήτων πρόσβασης στη σύγχρονη τεχνολογία και την κοινωνία της γνώσης. Έτσι οι περιοχές αυτές βρίσκονται σε κατάσταση 18
μαρασμού, παρά τους πλούσιους πολιτιστικούς και περιβαλλοντικούς πόρους που δεν αξιοποιούνται αποτελεσματικά. Για την υιοθέτηση και εφαρμογή μιας ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν να διαδραματίσουν πολύ σημαντικό ρόλο σε ότι αφορά κυρίως την ενδογενή ανάπτυξη των περιοχών και την προσφορά υπηρεσιών στους πολίτες σε τοπικό επίπεδο, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος και προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης. Ο ρόλος αυτός απαιτεί μεταξύ άλλων: 1. Τη δημιουργία τοπικής δύναμης ώστε να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή βιωσιμότητα και η περαιτέρω ενίσχυση της, μέσα από την εφαρμογή της αρχής της αειφόρου ανάπτυξης, στο σχεδιασμό και την επιλογή των παρεμβάσεων. 2. Την ενοποιημένη προσέγγιση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και οικονομικών στόχων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στη διαμόρφωση επιμέρους πολιτικών και δράσεων. Η ταυτόχρονη ανταλλαγή γνώσης και εμπειριών με άλλες αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης θα συμβάλει σημαντικά στην όλη προσπάθεια. (25 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. 1960 1985). Στρατηγικοί στόχοι Η στρατηγική επιδίωξη που έχει τεθεί, είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας γεωγραφικής και κοινωνικής συνοχής, στο πλαίσιο συνθηκών ανάπτυξης, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία βιώσιμων κοινοτήτων τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις αστικές περιοχές. Μιας κοινωνίας χωρίς τις περιφερειακές ανισότητες που προκαλεί η επικέντρωση της οικονομικής ανάπτυξης στα αστικά κέντρα και στις παράλιες περιοχές, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς και με σωστό πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Για μια ύπαιθρο που να έχει ζωή. Και με αναζωογονημένες τις ακριτικές περιοχές και τα παραδοσιακά κέντρα των πόλεων. Με μια τοπική αυτοδιοίκηση εκσυγχρονισμένη, προσαρμοσμένη στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, με κατοχύρωση της αυτονομίας, της οικονομικής της αυτοτέλειας και της κοινωνικής της αξιοπιστίας. Η γεωγραφική συνοχή θα ενισχυθεί περαιτέρω και από την ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας μεταξύ των πόλεων και των περιοχών της υπαίθρου, που να βασίζεται σε ανεπτυγμένες τοπικές κοινωνίες. Η δημιουργία βιώσιμων τοπικών κοινωνιών, εξυπακούει επίλυση κοινών προβλημάτων π.χ. προσβασιμότητας, αλλά και των ειδικών προβλημάτων που οφείλονται σε ιδιάζουσες γεωγραφικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Σε ότι αφορά την αγροτική ανάπτυξη, επιζητείται η ανάδειξη του πολυλειτουργικού χαρακτήρα της γεωργίας και του σύνθετου, πολυδιάστατου ρόλου της, με στόχο την αναστροφή της φθίνουσας πορείας του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, τη βελτίωση της ηλικιακής του σύνθεσης και την αύξηση του εισοδήματος του, μέσω της δημιουργίας ευκαιριών απασχόλησης, βελτίωσης της ποιότητας ζωής και της συνολικής ελκυστικότητας των αγροτικών περιοχών. Σε ότι αφορά την ύπαιθρο οι επιμέρους στόχοι που έχουν τεθεί είναι: 1. Η επίτευξη μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας μέσα από την προώθηση αειφόρων μορφών ανάπτυξης, καθώς και η βελτίωση της ελκυστικότητας, μέσα από την ανασυγκρότηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού των περιοχών της υπαίθρου, ιδιαίτερα των ορεινών περιοχών. 2. Η μετάβαση της οικονομίας των περιοχών της υπαίθρου σε μια πιο πολυδιάστατη οικονομική βάση, με έμφαση σε δραστηριότητες μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας. 3. Η ενίσχυση της αγροτικής ανάπτυξης. 4. Η προστασία της περιβαλλοντικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, ώστε να καταστούν οι περιοχές της υπαίθρου πόλος έλξης. 5. Η βελτίωση της προσβασιμότητας των περιοχών της υπαίθρου. Βελτίωση της ελκυστικότητας των περιοχών της υπαίθρου. Δημιουργία νέων οικονομικών δραστηριοτήτων και ευκαιριών απασχόλησης για όλο τον πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και νέων. 19
Περαιτέρω προώθηση του τουρισμού της υπαίθρου, διαφοροποίηση/εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος και συνέχιση του προγράμματός αγροτουρισμού. Δημιουργία επιχειρηματικών υποδομών Δημιουργία ή επέκταση εκπαιδευτικών κέντρων, με έμφαση στην έρευνα και σύνδεση με τις επιχειρήσεις Αξιοποίηση περιβαλλοντικών και πολιτιστικών πόρων. Διατήρηση της αγροτικής κληρονομιάς. Ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακής υποδομής, για προώθηση της ευρυζωνικότητας στις περιοχές της υπαίθρου. Αναβάθμιση του οδικού δικτύου και βελτίωση της συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης στις περιοχές της υπαίθρου. Αναβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς σε ότι αφορά τις συνδέσεις αστικών κέντρων με περιοχές της υπαίθρου. Βελτίωση της εσωτερική προσβασιμότητας στις πόλεις (π.χ. δημιουργία προσβάσιμων πεζοδρομιών). Βελτίωση των κοινωνικών και διοικητικών υπηρεσιών (κέντρα εξυπηρέτησης του πολίτη). Βελτίωση της πρόσβασης των πολιτών στην κοινωνία της πληροφορίας. Δημιουργία υποδομών παιδείας, για εξυπηρέτηση του τοπικού πληθυσμού. Δημιουργία πολιτιστικών και κοινωνικών υποδομών στους οικισμούς και καταρτισμός προγραμμάτων σε περιφερειακό επίπεδο. Εκπόνηση σχεδίων για ανάπλαση και ρυθμιστικών σχεδίων για αναδιαμόρφωση δημόσιων υπαίθριων χώρων. Ενίσχυση και βελτίωση της λειτουργίας περιφερειακών κέντρων υγείας. Ενθάρρυνση της δημιουργίας αθλητικών χώρων στην ύπαιθρο. Γεωργία και φυσικοί πόροι Η γεωργία παραδοσιακά αποτελούσε τον πιο σημαντικό τομέα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Κύπρου έτσι που ορθά χαρακτηριζόταν ως η σπονδυλική στήλη της οικονομίας της χώρας. Κατά συνέπεια έτυχε ανάλογης μέριμνας και φροντίδας από την κυβέρνηση της δημοκρατίας από πολύ νωρίς μετά την ανεξαρτησία. Η πρωταρχική θέση που κατέλαβε η γεωργία στην αναπτυξιακή προσπάθεια του νεοσύστατου κράτους δεν άργησε να φέρει θετικά αποτελέσματα επιφέροντας αύξηση στο γεωργικό εισόδημα και βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο του αγρότη που ομολογουμένως υστερούσε του εθνικού μέσου όρου. Τα επιτεύγματα αυτά οφείλονταν σε τρεις βασικούς παράγοντες. Την αφοσίωση και την εργατικότητα του Κύπριου αγρότη, την επιστημονική αντιμετώπιση, από μέρους του κράτους, των προβλημάτων και αναγκών της γεωργίας και την πολύμορφη τεχνική και οικονομική βοήθεια και ενθάρρυνση που πρόσφερε το κράτος προς τους αγρότες. Την ανοδική αυτή πορεία, όμως ήρθε να ανακόψει η τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974. Η κατοχή της μισής σχεδόν έκτασης της πιο εύφορης γεωργικής γης, η απώλεια πέραν των 200 000 του πληθυσμού, οι πλείστοι των οποίων ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, η απώλεια γεωργικού κεφαλαίου σε ζώα, δέντρα, μηχανήματα και εγκαταστάσεις αξίας πολλών εκατομμυρίων λιρών, επέφερε φοβερό πλήγμα στη γεωργία, όπως φυσικά και στους άλλους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Όμως η πίστη για το μέλλον, η εργατικότητα και αφοσίωση του κύπριου αγρότη προς τη γη του, η κάθε είδους βοήθεια και ενθάρρυνση που το κράτος πρόσφερε στους αγρότες καθώς και η επιστημονική αντιμετώπιση των προβλημάτων στη γεωργία, συνέτειναν στην ανάκαμψη της γεωργίας και στην αποφυγή της κατάρρευσης. Ο πληθυσμός εξασφάλισε τις βασικές του ανάγκες σε τρόφιμα, οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων επαναλήφθηκαν με ανοδική τάση και η παραγωγή που χάθηκε εξαιτίας της εισβολής αναπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό. (25 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. 1960 1985). 20
Η γεωργία στην εθνική οικονομία Ο γεωργικός τομέας αποτελεί σήμερα ένα από τους πιο σημαντικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Κατά την περίοδο 1960-1984 η γεωργία συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική ζωή της Κύπρου και ειδικά στη δημιουργία του εθνικού εισοδήματος, στην απασχόληση, στις εξαγωγές και στην εισροή ξένου συναλλάγματος. Κατά την περίοδο 1960-1972 η ετήσια συμβολή του ευρέως γεωργικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (Α.Ε.Π) ήταν γύρω στο 20% κατά μέσο όρο ενώ οι γεωργικές εξαγωγές, που περιλάμβαναν και τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα κυμαίνονταν μεταξύ 42-72% του συνόλου των εγχώριων εξαγωγών. Παράλληλα η γεωργία πρόσφερε απασχόληση σε 97 000 άτομα περίπου, που αντιστοιχούσε στο 35-40% του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Με την τουρκική εισβολή το 1974 ο ρόλος της γεωργίας και η συμβολή της στην εθνική οικονομία διαφοροποιήθηκε. Η κατοχή των πιο παραγωγικών περιοχών, η απώλεια μεγάλου μέρους του γεωργικού πληθυσμού και η πιο γρήγορη επαναδραστηριοποίηση που ακολούθησε σε άλλους τομείς της οικονομίας, ειδικά στη μεταποίηση και τον τουρισμό, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σχετική μείωση της σχετικής συνεισφοράς του γεωργικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Εξακολουθεί όμως να κατέχει σημαντική θέση στην εθνική οικονομία. Έτσι από την έναρξη της δεκαετίας του 1980 ο ευρύς γεωργικός τομέας συνεισφέρει περίπου 10% (119 εκατομμύρια λίρες κατά το 1984) στο Α.Ε.Π. και προσφέρει σήμερα άμεση απασχόληση σε 43 000 άτομα που ισοδυναμεί με το 18% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Παράλληλα οι εξαγωγές προϊόντων γεωργικής προέλευσης αντιστοιχούν με το 30-35% του συνόλου των εγχώριων εξαγωγών. Κατά την περίοδο 1960-1984 η παραγωγή από τον ευρύ γεωργικό τομέα, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, αυξήθηκε σημαντικά. Η φυτική παραγωγή εξακολουθεί να κατέχει κύρια θέση στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων συμβάλλοντας ετήσια σε όλη την περίοδο 1980-1984 περίπου 60% στη συνολική γεωργική παραγωγή. Η συμβολή της ζωικής παραγωγής αυξήθηκε από 35% το 1960 σε 37% το 1984. Η αλιεία όσο και τα δάση συνεισφέρουν περίπου στο 3% της συνολικής παραγωγής του ευρέως γεωργικού τομέα. Η εντυπωσιακή πρόοδος που επιτεύχθηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες τόσο μέσα στη δεκαετία του 1960 όσο και μέσα στη δεκαετία του 1970, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αγροτική πολιτική του κράτους που τέθηκε πάνω σε νέες βάσεις αμέσως μετά την ανεξαρτησία της χώρας. Πάγια επιδίωξη ήταν η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των συντελεστών γεωργικής παραγωγής και στόχος της η βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης του αγροτικού πληθυσμού. Η πολιτική αυτή εφαρμόζεται μέσα από τα πενταετή σχέδια ανάπτυξης και μετά την εισβολή μέσα από τα έκτακτα σχέδια οικονομικής δράσης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι κατά το πρώτο πενταετές σχέδιο ανάπτυξης 1962-1966, δαπανήθηκαν για την ανάπτυξη της γεωργίας 12,3 εκατομμύρια λίρες που αντιστοιχούσαν με το 47% των ολικών δαπανών ανάπτυξης, ενώ στο τέταρτο έκτακτο σχέδιο οικονομικής δράσης 1982-1986, δαπανήθηκαν 174 εκατομμύρια λίρες που αντιστοιχούν στο 44% περίπου των ολικών δαπανών ανάπτυξης. Γεωργική γη Από τη συνολική έκταση της Κύπρου που ανέρχεται σε 6,915,000 στρέμματα, η μισή περίπου βρίσκεται υπό καλλιέργεια. Παρόλο που η γεωργική γη αποτελεί το 64% της ολικής έκτασης της χώρας, εν τούτοις για διάφορους λόγους, όπως η απουσία ιδιοκτητών στο εξωτερικό, η διάβρωση του εδάφους, η φτωχή γονιμότητα και η κλίση του εδάφους, παραμένουν ακαλλιέργητα περίπου ένα εκατομμύριο στρέμματα. Συνεπώς στην πράξη καλλιεργούνται γύρω στα 3,5 εκατομμύρια στρέμματα σε ολόκληρη την Κύπρο που αντιπροσωπεύουν το 50,1% της ολικής έκτασης της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης που ανέρχεται σε 86,5% περίπου είναι ξερή με μοναδική πηγή νερού τη βροχόπτωση και εκμεταλλεύεται κυρίως με σιτηρά, ψυχανθή, αμπέλια, ελιές, χαρουπιές, 21
αμυγδαλιές κ.λπ. Η αρδευόμενη γη υπολογίζεται σε 15% περίπου της καλλιεργήσιμης γης και αξιοποιείται κυρίως με λαχανικά, εσπεριδοειδή, πατάτες και φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα. Ωστόσο η συνεισφορά της αρδευόμενης γης στην ακαθάριστη ετήσια εγχώρια παραγωγή είναι περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη κατά μονάδα γης από ότι η συνεισφορά της ξερικής γης. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο στη διαμόρφωση της αγροτικής πολιτικής το κράτος δίνει ιδιαίτερη σημασία και πόρους στην επέκταση της αρδευόμενης γης. Η έμπρακτη εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής εκφράζεται με τα στοιχεία που αναφέρονται πιο κάτω. 1960 1971 1984 στρέμματα % στρέμματα % στρέμματα % Ξερική γη 3,083,000 95,4 3,158,000 91,3 1,494,000 85,1 Αρδευόμενη γη 150,000 4,6 302,000 8,7 262,000 14,9 Φαίνεται καθαρά ότι η πρόοδος που επιτεύχθηκε κατά τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία στην επέκταση της αρδευόμενης γης είναι εντυπωσιακή. Ενώ δηλαδή το 1960 αρδεύονταν 150 000 στρέμματα που αντιπροσώπευαν το 4,6% της καλλιεργήσιμης γης, το 1971 αρδεύονταν 302 000 στρέμματα που αντιπροσώπευαν το 8,7% της καλλιεργήσιμης γης. Μέσα σε έντεκα χρόνια εντατικής υδατικής ανάπτυξης, όπως παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο η αρδευόμενη γη υπερδιπλασιάστηκε. Όμως η ανοδική αυτή εξέλιξη πλήγηκε καίρια από την τουρκική εισβολή και κατοχή που ανέκοψε την αναπτυξιακή προσπάθεια, ειδικά στις κατεχόμενες περιοχές και συγκεκριμένα στην περιοχή Μόρφου όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος της αρδευόμενης έκτασης. Παρόλη τη μεγαλύτερη σχετική σημασία που έχει η αρδευόμενη γη έναντι της ξερικής γης, όσον αφορά τη συμβολή τους στην εγχώρια γεωργική παραγωγή, δεν ήταν δυνατό να αφεθούν έξω από την αναπτυξιακή προσπάθεια οι μεγαλύτερες εκτάσεις ξερικής γης. Εφαρμόστηκε σειρά από σχέδια που αφορούσαν τη βελτίωση της ξερικής γης. Το κυριότερο είναι το σχέδιο εγγείων βελτιώσεων. Με το σχέδιο αυτό παρέχονται οικονομικά κίνητρα και τεχνική βοήθεια για την κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων όπως εκχερσώσεις, ισοπεδώσεις, αναβαθμίδες κ.λπ. που σκοπό έχουν την αύξηση της παραγωγικότητας της ξερικής γης και κατά συνέπεια μεγαλύτερη συμβολή της στη διαμόρφωση του γεωργικού εισοδήματος. Το σχέδιο κατασκευής εγγειοβελτιωτικών έργων εφαρμόζεται από το 1962 και μέχρι το τέλος του 1984 κατασκευάστηκαν αναβαθμίδες ή ισοπεδώθηκαν 192 000 στρέμματα, κτίστηκαν δομές ξερολιθιάς 46,1 εκατομμυρίων τετραγωνικών ποδιών και 19,3 εκατομμύρια τετραγωνικά πόδια δομές κτιστές ή χυτές. Επίσης έγινε βαθιά καλλιέργεια σε 116 000 στρέμματα και κατασκευάστηκαν 4,4 εκατομμύρια τετραγωνικά πόδια αγροτικών δρόμων.( 25 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. 1960 1985). Βασικό χαρακτηριστικό της γεωργικής γης στην Κύπρο είναι η μικρή έκταση του κλήρου και ο πολυτεμαχισμός, που είναι και τα δύο κατάλοιπα της μακρόχρονης ιστορικής παράδοσης της χώρας. Αναμφίβολα τόσο το μικρό μέγεθος του γεωργικού κλήρου όσο και ο πολυτεμαχισμός, η μη ύπαρξη αγροτικών δρόμων, το μικρό και ακανόνιστο σχήμα των αγροτεμαχίων και η δυαδική και εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησία αποτελούν σοβαρά εμπόδια για μια σωστή αγροτική ανάπτυξη. Γιατί με ένα κλήρο μικρό και πολυτεμαχισμένο και με την έλλειψη αγροτικών δρόμων κλπ. Δεν είναι δυνατό να προωθηθούν με τον πιο οικονομικό και αποδοτικό τρόπο αναπτυξιακές αναγκαιότητες όπως η εκμηχάνιση της γεωργίας, η παροχή νερού για άρδευση, η εγκατάσταση βελτιωμένων συστημάτων άρδευσης, η σωστή διαχείριση και η συνεχής παρακολούθηση των καλλιεργειών κλπ. Για παράδειγμα το 1960 υπήρχαν περίπου 70 000 γεωργικοί κλήροι με μέση έκταση κλήρου 47 στρέμματα διασκορπισμένα σε 9,5 τεμάχια κατά μέσο όρο και με μέση έκταση τεμαχίου μόλις 5 στρέμματα. Τα σοβαρά εμπόδια που παρεμβάλλει το πολύπλοκο σύστημα της κατοχής της γης στη γεωργική ανάπτυξη του τόπου είχαν εντοπιστεί από νωρίς με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και χωρίς καθυστέρηση άρχισαν να λαμβάνονται τα πρώτα πρακτικά μέτρα για την απομάκρυνση τους. Σαν πρώτο βήμα και με την τεχνική βοήθεια από τον οργανισμό τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, αναλήφθηκε το 1962 μελέτη για 22
τη δυνατότητα και τους τρόπους εφαρμογής του αναδασμού. Με βάση τα πορίσματα της μελέτης συντάχθηκε το 1963 σχετικό νομοσχέδιο για την εφαρμογή του αναδασμού, ενώ το 1966 διορίστηκε το πρώτο προσωπικό για την εφαρμογή του σχεδίου. Αμέσως μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας και μετά από μια έντονη διαφωτιστική εκστρατεία ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο, αναλήφθηκαν τα πρώτα τρία σχέδια σε μικρή έκταση με σκοπό τη δοκιμή της νομοθεσίας και την απόκτηση πρακτικής εμπειρίας στην εφαρμογή του σχεδίου. Η περίοδος 1970-1974 ήταν σημαντική γιατί άρχισε να εφαρμόζεται ο αναδασμός σε ευρύτερη κλίμακα και η στελέχωση και ενίσχυση της αρμόδιας υπηρεσίας με έμψυχο και άψυχο υλικό. Τα τέλη του 1974 είχαν κιόλας συμπληρωθεί με εντυπωσιακά αποτελέσματα, πέντε σχέδια αναδασμού σε συνολική έκταση 5,500 στρεμμάτων. Η μέση έκταση ιδιοκτησίας αυξήθηκε κατά 53,7%, η μέση έκταση τεμαχίου κατά 126%, ο αριθμός τεμαχίων κατά κλήρο μειώθηκε κατά 62,8%. Όλα τα νέα τεμάχια που δημιουργήθηκαν είχαν προσπέλαση με κατάλληλους αγροτικούς δρόμους. Τα ενθαρρυντικά αυτά αποτελέσματα και οι εμπειρίες που αποκτήθηκαν έδωσαν καινούργια ώθηση στις προσπάθειες για ανάπτυξη των έγγειων πόρων της χώρας. Παρά την προσωρινή ανακοπή που έφερε η τούρκικη εισβολή το 1974, οι προσπάθειες αναλήφθηκαν πιο έντονες με την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας που ακολούθησε. Μέχρι το τέλος του 1984 συμπληρώθηκαν 19 σχέδια αναδασμού σε συνολική έκταση 40 000 περίπου στρεμμάτων και βρίσκονταν σε διάφορα στάδια εφαρμογής άλλα 10 σχέδια σε έκταση 23 000 στρεμμάτων ενώ σε 10 άλλα σχέδια συνολικής έκτασης 42 000 στρεμμάτων οι εργασίες βρίσκονται στο στάδιο του προγραμματισμού. Υδάτινοι πόροι Το νερό αποτελεί το σημαντικότερο συντελεστή στη γεωργική ανάπτυξη της Κύπρου. Δυστυχώς η χώρα στερείται επαρκών υδάτινων πόρων και αυτό επιβάλλει περιορισμούς στις δυνατότητες για ανάπτυξη της γεωργίας. Η βροχόπτωση που αποτελεί την κύρια πηγή νερού είναι ασταθής και περιορίζεται κυρίως από το Νοέμβριο μέχρι το Μάρτιο και οι μήνες από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο είναι σχεδόν εντελώς ξηροί. Επίσης η Κύπρος δεν έχει ποταμούς με ροή όλο το χρόνο, εκτός από μερικά ρυάκια στις υψηλότερες κοιλάδες της οροσειράς του Τροόδους. Τα υπόγεια νερά περιορίζονται κυρίως στις παράκτιες πεδιάδες και εξαρτώνται πλήρως από τη βροχόπτωση. Μια καλή χρονιά με αρκετή βροχόπτωση εμπλουτίζει σημαντικά τα υπόγεια νερά ενώ μια χρονιά με χαμηλή βροχόπτωση και με σχετικά αυξημένη άντληση, επιφέρει άμεση πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών, που οδηγεί συχνά και σταδιακά σε εισροή θαλάσσιου νερού στο υδροφόρο στρώμα. Κατά συνέπεια όπως είναι φυσικό η πολιτική του κράτους όσον αφορά την υδατική ανάπτυξη αποσκοπεί σε δύο στόχους. Πρώτα την όσο το δυνατό συγκράτηση μεγαλύτερων ποσοτήτων των νερών από τις βροχοπτώσεις σε φράγματα και δεύτερο τη σωστή και αποδοτική χρήση του νερού με τη χαμηλότερη δυνατή σπατάλη. Για την επίτευξη των στόχων αυτών η κυβέρνηση με τη βοήθεια του προγράμματος αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών προχώρησε γρήγορα μετά την ανεξαρτησία σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επισκόπησης και αξιολόγησης των υδάτινων πόρων της χώρας. Μέσα στα πλαίσια του προγράμματος αυτού επισκοπήθηκαν και αξιολογήθηκαν τόσο οι επιφανειακοί όσο και οι υπόγειοι υδάτινοι πόροι της χώρας και εντοπίστηκαν με βάση οικονομικά και τεχνικά κριτήρια οι περιπτώσεις που προσφέρονται για την εκτέλεση μεγάλων αρδευτικών έργων. Με βάση τα πορίσματα της μελέτης αξιολόγησης των υδάτινων πόρων καταρτίστηκε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εκτέλεσης έργων υδατικής ανάπτυξης με την ανέγερση σειράς υδατοφρακτών σε ποτάμια που είχαν αξιόλογη ροή κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες. Παράλληλα τέθηκε από νωρίς σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τη βελτίωση της χρήσης του νερού περιορίζοντας τη σπατάλη με την εγκατάσταση βελτιωμένων συστημάτων άρδευσης, όπως λάστιχα-λεκάνες, τεχνητή βροχή, πότισμα με σταγόνες κλπ. σε 23
αντικατάσταση των παραδοσιακών μεθόδων άρδευσης με πλυμαντό και αυλάκια που οδηγούσαν σε σπατάλη νερού μέχρι και 60%. Μέσα στη δεκαετία του 1970 τέθηκε σε πρακτική εφαρμογή το πρόγραμμα εκτέλεσης των μεγάλων αρδευτικών έργων που είχαν ήδη εντοπιστεί και που περιλάμβαναν κυρίως το μεγάλο αρδευτικό σχέδιο Πάφου, το σχέδιο Μόρφου-Τυλληρία, το σχέδιο Βασιλικού-Πεντάσχοινου, το αρδευτικό σχέδιο Χρυσοχούς και το σχέδιο του νότιου αγωγού. Η εισβολή το 1974 ανέκοψε προσωρινά την αναπτυξιακή προσπάθεια και η εκτέλεση του σχεδίου Μόρφου-Τυλληρίας εγκαταλείφθηκε. Με την επαναδραστηριοποίηση όμως της οικονομίας του νησιού, αμέσως μετά την εισβολή, αναλήφθηκε πάλι πιο έντονα η αναπτυξιακή προσπάθεια, όπως περιληπτικά αναφέρεται πιο κάτω. Το μεγάλο αρδευτικό σχέδιο Πάφου Η εκτέλεση του σχεδίου άρχισε το 1976 και αποτελεί το μεγαλύτερο υδατικό έργο που συμπληρώθηκε μέχρι τώρα στην Κύπρο. Με την αποπεράτωση του, το 1983 ποτίζεται μια έκταση 38 000 στρεμμάτων γης στην παράκτια πεδιάδα της Πάφου. Το νερό που απαιτείται λαμβάνεται από τον υδατοφράκτη Ασπρόκρεμου που έχει χωρητικότητα 51 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων που κτίστηκε στον ποταμό Ξεροπόταμο και από 24 γεωτρήσεις που ανοίχτηκαν στην κοίτη των ποταμών Έζουσα, Ξεροπόταμος και Διάριζος. Το νερό από τον υδατοφράκτη και τις γεωτρήσεις μεταφέρεται με αγωγό μήκους 12 χιλιομέτρων στην αρδευόμενη περιοχή που εκτείνεται νότια της πόλης της Πάφου μέχρι το χωριό Πέγεια στα βόρεια. Η άρδευση γίνεται με βελτιωμένα συστήματα, αφού προηγουμένως είχε εφαρμοστεί σε μεγάλη έκταση ο αναδασμός. Το φράγμα του Ασπρόκρεμου στην Πάφο. Το σχέδιο Βασιλικού-Πεντάσχοινου Το σχέδιο αυτό αποσκοπεί στην ανάπτυξη των επιφανειακών και υπόγειων υδάτινων πόρων στις κοιλάδες των ποταμών Βασιλικού και Πεντάσχοινου στην επαρχία Λάρνακας. Η εφαρμογή του σχεδίου άρχισε το 1980 και συμπληρώθηκε μέσα στο 1985. Μέσα στα πλαίσια του σχεδίου ανεγέρθηκαν δύο μεγάλοι υδατοφράκτες το φράγμα Καλαβασού χωρητικότητας 17 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων πάνω στον ποταμό βασιλικό και το φράγμα Διπόταμου χωρητικότητας 15.000 κυβικών μέτρων στον ποταμό Πεντάσχοινο. Επιπρόσθετα 24
ανοίχτηκαν γεωτρήσεις για τη μερική αξιοποίηση των υπόγειων υδάτινων πόρων. Το νερό από το έργο αυτό χρησιμοποιείται τόσο για άρδευση όσο και για τις βιομηχανικές και υδρευτικές ανάγκες των πόλεων Λευκωσίας, Λάρνακας και Αμμοχώστου. Η έκταση που αρδεύεται από το έργο ανέρχεται σε 10 000 στρέμματα. Το σχέδιο ενιαίας αγροτικής ανάπτυξης Πιτσιλιάς Η εφαρμογή του σχεδίου άρχισε το 1978 και συμπληρώθηκε το 1984. Ανάμεσα σε άλλα αναπτυξιακά έργα που αφορούσαν την παιδεία, τη δημόσια υγεία, τις συγκοινωνίες κλπ., μέσα στα πλαίσια του σχεδίου ανεγέρθηκαν δύο υδατοφράκτες ένας στο Ξυλιάτο χωρητικότητας 1,25 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων και ένας μικρότερος στους Αγίους Βαβατσινιάς χωρητικότητας 50.000 κυβικών μέτρων. Επίσης κατασκευάστηκαν 19 χωμάτινες υδατοδεξαμενές χωρητικότητας από 50.000 μέχρι 270.000 κυβικά μέτρα η καθεμιά και ανοίχτηκε αριθμός γεωτρήσεων. Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του σχεδίου η αρδευόμενη έκταση στην περιοχή Πιτσιλιάς αυξήθηκε κατά 11.500 στρέμματα δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε η έκταση που αρδευόταν πριν από την εφαρμογή του σχεδίου. Το αρδευτικό σχέδιο Χρυσοχούς Με το σχέδιο αυτό κατασκευάστηκε το φράγμα Ευρέτου στον ποταμό του Σταυρού της Ψώκας χωρητικότητας 25 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων ως και την ανάπτυξη των υπογείων νερών με γεωτρήσεις. Με το φράγμα αυτό αρδεύεται μια έκταση 15.000 στρεμμάτων στην πεδιάδα της Χρυσοχούς. Το σχέδιο του Νότιου αγωγού Το σχέδιο του νότιου αγωγού αποτελεί το μεγαλύτερο αναπτυξιακό έργο που αναλήφθηκε στην Κύπρο. Το σχέδιο συγκεντρώνει τους υδάτινους πόρους από τις νότιες πλευρές της οροσειράς του Τροόδους και το μεταφέρει για αρδευτικούς σκοπούς μέχρι την περιοχή των Κοκκινοχωρίων με κλειστό αγωγό μήκους 110 χιλιομέτρων. Για το σκοπό αυτό ανεγέρθηκε το φράγμα του Κούρρη με χωρητικότητα 115 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Πέρα από τη χρήση του νερού για αρδευτικούς σκοπούς το έργο παρέχει νερό για βιομηχανικούς και υδρευτικούς σκοπούς στις πόλεις της Λεμεσού, της Λευκωσίας, της Λάρνακας, της ελεύθερης Αμμοχώστου και σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις στις επαρχίες αυτές. Με τα πιο πάνω σχέδια, επήλθε κάθετη αύξηση στην αποθηκευτική χωρητικότητα των υδατοφρακτών της Κύπρου και κατά συνέπεια ανάλογη αύξηση στην αρδευόμενη έκταση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ενώ το 1960 η συνολική χωρητικότητα όλων των υδατοφρακτών στην Κύπρο ανερχόταν στα 6,1 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, το 1973 αυξήθηκε στα 64,3 εκατομμύρια κυβικά μέτρα και το τέλος του1984 ανήλθε στα 119 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Τέλος μετά από την υλοποίηση και άλλων σχεδίων σχετικών με τους υδάτινους πόρους του νησιού η συνολική χωρητικότητα των φραγμάτων έφτασε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα 300 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Παράλληλα με την πρόοδο που σημειώθηκε στην παροχή νερού για άρδευση, υπήρξε ανάλογη εξέλιξη στην παροχή νερού για οικιακούς σκοπούς. Έτσι ενώ μέχρι το 1960 είχε γίνει σε όλα τα χωριά προμήθεια πόσιμου νερού με κοινές βρύσες σε κεντρικά σημεία του χωριού, μόνο το 15% των χωριών που αντιπροσώπευαν το 30% του αγροτικού πληθυσμού είχε σωληνωμένο νερό από σπίτι σε σπίτι. Με την ανεξαρτησία άρχισε να εφαρμόζεται ένα γενικό σχέδιο παροχής πόσιμου νερού σε κάθε αγροτικό σπίτι και μέχρι το 1974, το 85% των χωριών είχαν σωληνωμένο νερό από σπίτι σε σπίτι που κάλυπταν το 97,2% του αγροτικού πληθυσμού. 25
Σήμερα παρέχεται σωληνωμένο νερό από σπίτι σε σπίτι σε όλη τη χώρα που απολαμβάνει η ολότητα του πληθυσμού τόσο του αστικού όσο και του αγροτικού. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (1.000 μ3) Κούκλια 1900 4.545 Λύμπια 1945 18 3 Λυθροδόντας 1945 32 Καλό Χωριό Κλήρου 1947 82 Ακρούντα 1947 23 Γαληνή 1947 23 Πέτρα 1948 32 Πέτρα (δεύτερο φράγμα) 1951 23 Λυθροδόντας 1952 32 Καφίζες 1953 113 Άγιος Λουκάς 1955 455 Γύψου 1955 100 Καντού 1956 34 Πέρα Πεδί 1956 55 Πύργος 1957 285 Τριμήκλινη 1958 340 Πρόδρομος 1962 122 Μόρφου 1962 1.879 Λεύκα 1962 368 Κιόνελι 1962 1.045 Αθαλάσσα 1962 791 Κανλί 1963 1.113 Αργάκα 1964 1.150 Μια Μηλιά 1964 355 Οβγός 1964 845 Τρέμιθος 1964 1.614 Αγρός 1964 99 Λιοπέτρι 1964 340 Πολεμίδια 1965 3.864 Αγία Μαρίνα (Χρυσοχούς) 1965 311 Καλοπαναγιώτης 1966 391 Μαυροκόλυμπος 1966 2.180 Πωμός 1966 859 Γερμασόγεια 1968 13.600 26
Σύγκραση 1968 1.115 Λεύκαρα 1973 13.850 Μάσαρι 1973 2.273 Παλαιχώρι-Καμπί 1973 620 Αρακαπάς 1975 130 Λύμπια 1977 220 Ξυλιάτο 1982 1.300 Ασπρόκρεμμος 1982 51.000 Καλαβασός 1984 17.000 Διπόταμος 1984 15.000 Ευρέτου 1986 25.000 Κούρης 1989 115.000 (Πηγή: http://www.livepedia.gr/index.php). Ετήσια κατανομή της βροχόπτωσης στην Κύπρο 27
(Πηγή: Σύγχρονος Παγκόσμιος Άτλαντας) Φυτική παραγωγή Οι κλιματολογικές συνθήκες στην Κύπρο όπως χαρακτηρίζονται με ψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και χαμηλή βροχόπτωση που ουσιαστικά συγκεντρώνεται μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου-Μαρτίου, καθορίζουν τα είδη των φυτειών που ευδοκιμούν στην Κύπρο και τη δομή της γεωργίας γενικότερα. Βασικά η φυτική παραγωγή διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες: Τις αρδευόμενες καλλιέργειες, που περιλαμβάνουν τα εσπεριδοειδή, τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα, τα επιτραπέζια σταφύλια, τα λαχανικά, τις μπανάνες και σχετικά πρόσφατα το αβοκάντο και τα ακτινίδια. Οι καλλιέργειες αυτές καλύπτουν περιορισμένη έκταση που κυμαίνεται μεταξύ 11-15% της καλλιεργούμενης γης. Τις καλλιέργειες που εξαρτώνται από τη βροχόπτωση και περιλαμβάνουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως τα σιτηρά, τα κτηνοτροφικά φυτά, τις ελιές, τις χαρουπιές, τις αμυγδαλιές, τα αμπέλια κ.α. Η εντατική χρήση της γης, της εργασίας, του κεφαλαίου και του νερού είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των αρδευόμενων καλλιεργειών ως και η εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας και καλύτερης διαχείρισης. Αντίθετα στις ξερικές καλλιέργειες παρατηρείται εντατική χρήση της γης, εποχιακή υποαπασχόληση και μεγάλη εξάρτηση του γεωργικού εισοδήματος από τις καιρικές συνθήκες. Η φυτική παραγωγή, γενικά, κατέχει πρωτεύουσα θέση στον ευρύ γεωργικό τομέα. Τόσο οι αρδευόμενες καλλιέργειες, όπως τα εσπεριδοειδή, οι πατάτες και τα λαχανικά, όσο και οι ξερικές καλλιέργειες όπως τα σιτηρά, οι ελιές, τα χαρούπια, τα αμπέλια και άλλα, παρουσίαζαν συνεχή αύξηση στην παραγωγή μέχρι το 1974. Ως αποτέλεσμα όμως της τούρκικης εισβολής και κατοχής, η έκταση και αξία της φυτικής παραγωγής μειώθηκαν το 1975 κατά 50% περίπου. Στα πρώτα δώδεκα χρόνια μετά την ανεξαρτησία και με την αύξηση στην αρδευόμενη γη, η παραγωγή εσπεριδοειδών και φυλλοβόλων σχεδόν τριπλασιάστηκε, η δε παραγωγή πατατών και λαχανικών αυξήθηκε περίπου στο διπλάσιο. Την ίδια περίοδο οι ξερικές καλλιέργειες, ιδιαίτερα τα σιτηρά, τα αμύγδαλα και τα σταφύλια, σημείωσαν σημαντική αύξηση τόσο στην έκταση, όσο και στην παραγωγή. Στην περίοδο που ακολούθησε μετά το πλήγμα που επέφερε η εισβολή, το δύσκολο έργο της επαναδραστηριοποίησης άρχισε να αποδίδει και μέχρι το 1984 έγινε κατορθωτό να αυξηθεί σημαντικά ο όγκος της φυτικής παραγωγής. Ωστόσο, για αρκετές καλλιέργειες όπως τα εσπεριδοειδή, τα λαχανικά, τα σιτηρά, τα χαρούπια, τον καπνό κλπ., δεν κατέστη δυνατό να φτάσει τα επίπεδα που είχαν πριν την εισβολή. Για άλλες καλλιέργειες όπως τις πατάτες ο όγκος της παραγωγής ξεπέρασε τα επίπεδα πριν της εισβολής. Στην αύξηση της φυτικής παραγωγής, γενικά συνέτειναν τόσο η αύξηση στην καλλιεργούμενη έκταση, όσο και η αύξηση στην παραγωγικότητα. Στην αύξηση των αποδόσεων κατά μονάδα γης, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό, οι βελτιωμένες μέθοδοι καλλιέργειας που εφαρμόστηκαν από τους αγρότες, τα βελτιωμένα συστήματα άρδευσης, τα θερμοκήπια για παραγωγή λαχανικών εκτός εποχής και νέες ποικιλίες φυτών που εισάχθηκαν από το εξωτερικό ή αναπτύχθηκαν στην Κύπρο. Η καλλιέργεια των ελιών αναπτύχθηκε τόσο με τη δημιουργία το 1976 της μονάδας μαζικής παραγωγής δενδρυλλίων νέων ποικιλιών ελιάς με το σύστημα της υδρονέφωσης, όσο και με την προώθηση της καλλιέργειας ελαιόδεντρων σε συμπαγείς αρδευόμενες εκτάσεις και την προστασία τους με αεροψεκασμούς. Γενικά η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας της φυτικής παραγωγής είναι αποτέλεσμα μιας σειράς σχεδίων και προγραμμάτων που άρχισαν να εφαρμόζονται αμέσως μετά την ανεξαρτησία στα πλαίσια των πενταετών σχεδίων ανάπτυξης και αργότερα των εκτάκτων σχεδίων οικονομικής δράσης. Ειδική αναφορά μπορεί να γίνει στο σχέδιο βελτίωσης της χρήσης νερού, τα σχέδια ενθάρρυνσης της καλλιέργειας πρώιμων λαχανικών και ανθέων, το σχέδιο προστασίας φυτών, το σχέδιο εγγειοβελτιωτικών έργων και δεντροφυτείας, το σχέδιο καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών και παρασκευής σανού και άλλα. Μέσω των σχεδίων αυτών παρέχονται στους αγρότες χαμηλότοκα δάνεια, επιχορηγήσεις, γεωργική εκπαίδευση και τεχνικές συμβουλές. 28
Γεωγραφική κατανομή ελιών και χαρουπιών (Πηγή: Σύγχρονος Παγκόσμιος Άτλαντας) Γεωγραφική κατανομή δημητριακών και καπνού. (Πηγή: Σύγχρονος Παγκόσμιος Άτλαντας) 29
Γεωγραφική κατανομή εσπεριδοειδών (Πηγή: Σύγχρονος Παγκόσμιος Άτλαντας) 30
Ορισμένα αγροτικά τοπία στην Πάφο. Κτηνοτροφική παραγωγή Η συνεισφορά της κτηνοτροφίας στην ακαθάριστη αξία παραγωγής του γεωργικού τομέα αυξήθηκε σε όγκο και σε ποσοστιαία αναλογία σε σχέση με το 1960. Από τα πρώτα 5-6 χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας η παραγωγή χοιρινού κρέατος, πουλερικών και αυγών έφτασε τα επίπεδα πλήρους ικανοποίησης των αναγκών της κατανάλωσης στην εγχώρια αγορά. Ωστόσο οι ανάγκες για τα υπόλοιπα ζωοκομικά προϊόντα εξακολουθούν να συμπληρώνονται με εισαγωγές. Στα πρώτα δώδεκα χρόνια η παραγωγή κρέατος πλησίασε τους 36.000 τόνους σε σχέση με τους 8.300 τόνους το 1960. Το γάλα έφτασε τους 80.000 τόνους σε σύγκριση με τους 33.400 τόνους και η παραγωγή ξεπέρασε το διπλάσιο εκείνης του 1960. Επίσης οι αποδόσεις κατά ζώο διπλασιάστηκαν για το κρέας, το γάλα και τα αυγά. Όταν το 1974 η τούρκικη εισβολή έφερε τη μεγάλη καταστροφή, βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη διάφορα σχέδια ανάπτυξης της κτηνοτροφίας. Η χοιροτροφία και η ορνιθοτροφία είχαν ήδη οργανωθεί σε σύγχρονες μονάδες εκμετάλλευσης ενώ οι αίγες και τα πρόβατα είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Είχαν ως τότε εισαχθεί ζώα βελτιωμένων φυλών όπως οι αγελάδες, πρόβατα, φυλές χοίρων κλπ. Οι κτηνιατρικές υπηρεσίες που επανδρώθηκαν ουσιαστικά μετά την ανεξαρτησία και ανέλαβαν συστηματικές δραστηριότητες για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών των ζώων καθώς και την προστασία της δημόσιας υγείας, συνέβαλαν καθοριστικά στην πρόοδο που σημειώθηκε στην κτηνοτροφία γενικά. Στα πλαίσια των εκτάκτων σχεδίων οικονομικής δράσης που άρχισαν να εφαρμόζονται μετά το 1974 προωθήθηκαν σχέδια για την επαναδραστηριοποίηση των κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα των εκτοπισθέντων, δημιουργήθηκαν κτηνοτροφικές περιοχές σε χώρους μακριά από κατοικημένες περιοχές και προωθήθηκε η παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών. Ως αποτέλεσμα, μερικοί από τους κλάδους της κτηνοτροφίας όπως η χοιροτροφία και ορνιθοτροφία καθώς και η παραγωγής γάλακτος έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα πριν της εισβολής. Σήμερα πολλά από τα σχέδια που έχουν εφαρμοστεί επέφεραν ποσοτική αύξηση και ποιοτική βελτίωση των ζωοκομικών προϊόντων, αύξησαν το εισόδημα των κτηνοτρόφων, βελτίωσαν τη γενετική των ζώων, την εγχώρια παραγωγή ζωοτροφών, βελτίωσαν τα σφαγεία και δημιούργησαν νέες κτηνοτροφικές περιοχές και ενδυνάμωσαν τις κτηνιατρικές υπηρεσίες. (25 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. 1960 1985). 31
Μετά από την επεξεργασία ορισμένων δεδομένων στο λογισμικό SPSS, έχουμε τις εξής παρατηρήσεις. Οι περισσότερες ετήσιες καλλιέργειες βρίσκονται στις επαρχίες Λευκωσία, Αμμόχωστο και Λάρνακα και στις επαρχίες Πάφου και Λεμεσού βρίσκονται πιο πολλές δενδρώδεις καλλιέργειες και λιγότερες ετήσιες. Στο σύνολο τους οι πιο πολλές καλλιέργειες και το σύνολο των αγροτεμαχίων βρίσκονται στην επαρχία Λευκωσίας. Στην επαρχία Πάφου βρίσκονται οι περισσότερες αγραναπαύσεις. Οι επαρχίες Λεμεσού και Πάφου έχουν τις πιο πολλές εκμεταλλεύσεις με αμπέλια. Η επαρχία Λάρνακας παρουσιάζει τις μεγαλύτερες και τις περισσότερες κτηνοτροφικές μονάδες. Το μεγαλύτερο ποσοστό αρδεύσιμης γης κατέχει η ελεύθερη επαρχία Αμμοχώστου με 89,7% και ακολουθεί η επαρχία Λευκωσίας με 81,8%. Ο μεγαλύτερος αριθμός κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχουν ηλικία από 45 54. Σε μικρότερες ηλικίες οι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι πολύ λίγοι, ενώ σε ηλικίες πάνω από 45 υπάρχουν οι περισσότεροι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Όσον αφορά την παραγωγή βιομηχανικών φυτών, η μεγαλύτερη παραγωγή βρίσκεται στην επαρχία Πάφου και παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες επαρχίες. Οι περισσότερες φυτείες εσπεριδοειδών βρίσκονται στην επαρχία Πάφου και ακολουθεί η επαρχία Λεμεσού. Όπως φαίνεται υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ των επαρχιών, αλλά η επαρχία Λευκωσίας είναι αυτή που στις περισσότερες περιπτώσεις κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ορισμένων άλλων μεταβλητών. 32
Αναβαθμίδες που κατασκευάστηκαν μέσα στα Πλαίσια του σχεδίου εγγείων βελτιώσεων. Επιτραπέζια σταφύλια. 33
Συγκομιδή πατατών στα Κοκκινοχώρια. Εσπεριδοειδή. Χρήσεις γης στην Κύπρο (Καρούζης Γιώργος, 1999). 34
Α) Η καλλιεργούμενη έκταση υποδιαιρείται σε: 1. Ετήσιες καλλιέργειες 2. Μόνιμες καλλιέργειες 3. Εκτάσεις υπό αγρανάπαυση Οι ετήσιες καλλιέργειες αφορούν σιτηρά, όσπρια, βιομηχανικά προϊόντα, κτηνοτροφικά προϊόντα, πράσινες ζωοτροφές, λαχανικά και άνθη. Οι μόνιμες καλλιέργειες αποτελούνται από αρδευόμενες και ξηρικές καλλιέργειες. Τέλος η αγρανάπαυση αφορά μια έκταση περίπου 122.346 εκταρίων που δεν καλλιεργούνται για ένα ολόκληρο χρόνο. Β) Η χαλίτικη γη: θεωρείται η γη που δεν καλλιεργείται και δεν διεκδικήθηκε από κανένα κατά τη γενική χωρομετρία. Συνεπώς η γη αυτή παρέμεινε κάτω από τη δικαιοδοσία και κατοχή της κυβέρνησης. Είναι κυρίως άγονη και ακαλλιέργητη γη, βραχώδης, επικλινής, ελώδης και χρησιμοποιείται κυρίως για την ελεύθερη βόσκηση αιγοπροβάτων. Μέρος της χαλίτικης γης μπορεί να καλλιεργηθεί με λίγες εγγειοβελτιώσεις, αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο μέρος της που καλλιεργείται παράνομα. Γ) Δάση: τα δάση της Κύπρου είναι φυσικά και σχεδόν εξολοκλήρου κρατικά και βρίσκονται κυρίως στις οροσειρές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου. Τα δάση της Κύπρου καλύπτουν έκταση 175.404 εκταρίων και αποτελούν το 18,96% της ολικής έκτασης του νησιού. Από την έκταση αυτή, τα 161.826 εκτάρια είναι κρατικά δάση, που χωρίζονται σε κύρια και δευτερεύοντα. Η έκταση των κύριων κρατικών δασών είναι 145.996 εκτάρια και βρίσκονται κυρίως στις περιοχές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου. Διακρίνονται σε μόνιμες δασικές περιοχές, εθνικά δασικά πάρκα και περιοχές προστασίας της φύσης. Τα δευτερεύοντα κρατικά δάση έχουν έκταση 15.830 εκταρίων και χωρίζονται σε δάση πολλαπλής χρήσης, σε κοινοτικά και δημοτικά δάση, σε δασικά φυτώρια και σε περιοχές βοσκής. Τα ιδιωτικά δάση καλύπτουν έκταση 13.578 περίπου εκταρίων και ανήκουν σε ιδιώτες, εκκλησίες και μοναστήρια. Δ) Αστικοποιημένες εκτάσεις: είναι ο δομημένος χώρος που περιλαμβάνει κάθε είδους οικοδομές μαζί με τα συναφή κατασκευάσματα. Δεν αφορά μόνο γεωργικές κατοικίες και υποστατικά αλλά και βιομηχανικές και εμπορικές εγκαταστάσεις καθώς και τουριστικά συγκροτήματα. Ε) Εγκαταλειμμένες και ακαλλιέργητες εκτάσεις: οι εγκαταλειμμένες και ακαλλιέργητες εκτάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν άγονες, επικλινείς και ακατάλληλες για γεωργική αξιοποίηση εκτάσεις, ενώ η ακαλλιέργητη έκταση είναι η έκταση γης που υπό ομαλές συνθήκες έπρεπε να τυγχάνει γεωργικής εκμετάλλευσης. 35
Χάρτης των χρήσεων γης στην Κύπρο. (Σχολικός Άτλαντας 2006). Είδη των εδαφών της Κύπρου Η Κύπρος έχει μια σχετικά μεγάλη ποικιλία εδαφών, παρά το μικρό της μέγεθος. Αυτό το γεγονός οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία πετρωμάτων και στο Μεσογειακό κλίμα. Ως γνωστό το έδαφος είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης ενέργειας πετρώματος, κλίματος, φυσικών και ζωικών οργανισμών, ανάγλυφου και χρόνου. Οι κυριότεροι τύποι εδαφών που συναντώνται στην Κύπρο φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα. 36
Διάγραμμα που δείχνει το επίπεδο μόρφωσης των ατόμων άνω των 18 ετών. 37
Κατανομή των ατόμων άνω των 18 ετών με βάση το μορφωτικό τους επίπεδο. Με βάση το πιο πάνω διάγραμμα φαίνεται ότι τα περισσότερα άτομα άνω των 18 ετών έχουν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Αυτός είναι ένας πιθανός λόγος για την παρατηρούμενη μείωση των νέων ατόμων που επιλέγουν να ασχοληθούν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολλοί έχουν συνδέσει την απασχόληση στη γεωργία και κτηνοτροφία σαν ένα κατώτερο επάγγελμά γι αυτό επιλέγουν τις σπουδές που λογικά θα τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο επάγγελμα. Χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε προς την Κύπρο για τα έτη 2004 2006. 38
Παραγωγή και αξία παραγωγής των κυριότερων γεωργικών προϊόντων. 39
Διαθέσιμες ποσότητες νερού (2006). Στατιστικά στοιχεία Αγροτικές και αστικές περιοχές. 40
Όπως φαίνεται από τον πιο πάνω πίνακα οι εξελίξεις στην παραγωγή των κυριότερων προϊόντων κατά το 2005 παρουσίασαν την ακόλουθη εικόνα: Οι ξηρικές καλλιέργειες παρουσίασαν ικανοποιητικά αποτελέσματα κατά το 2005 με εξαίρεση τα σιτηρά, η παραγωγή των οποίων μειώθηκε από 111.410 τόνους το 2004 σε 70.185 τόνους το 2005, σημειώνοντας μείωση 37%. Τα οινοποιήσιμα σταφύλια το 2005 έφτασαν στους 35.865 τόνους σε σύγκριση με 87.171 τόνους τον προηγούμενο χρόνο, ενώ μείωση σημείωσαν και οι ελιές που έφτασαν στους 16.415 τόνους το 2005 από 22.633 τόνους το 2004. Η παραγωγή πατατών αυξήθηκε στους 152.500 τόνους το 2005 από 131.650 τόνους το 2004. Τα έσοδα από την παραγωγή πατατών αυξήθηκαν από 31,8 εκατομμύρια ευρώ το 2004 σε 47,4 εκατομμύρια ευρώ το 2005. Το ποσοστό αύξησης της αξίας είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της παραγωγής και αυτό οφείλεται στην αυξημένη τιμή του παραγωγού. Τα εσπεριδοειδή σημείωσαν μείωση στον όγκο παραγωγής κατά το 2005. Η συνολική παραγωγή εσπεριδοειδών μειώθηκε κατά 3,2% το 2005 φτάνοντας στους 142.245 τόνους από 146.892 τόνους το 2004. Τα λεμόνια σημείωσαν μείωση κατά 7,9% φτάνοντας τους 20.065 τόνους, όπως και τα γκρέιπφρουτ κατά 14,9% φτάνοντας τους 31.500 τόνους. Τα πορτοκάλια αυξήθηκαν κατά 3,1% φτάνοντας τους 48.259 τόνους και τα μανιτάρια κατά 2,8% φτάνοντας τους 42.421 τόνους. Οι εξαγωγές εσπεριδοειδών στο σύνολο τους έφτασαν τους 70.492 τόνους το 2005 σημειώνοντας μείωση κατά 14,6% έναντι του προηγούμενου χρόνου. Οι τιμές που εξασφάλισαν οι καλλιεργητές εσπεριδοειδών αυξήθηκαν κατά 5,4% το 2005. Άλλα φυτικά προϊόντα Η παραγωγή χαρουπιών από 6.250 τόνους το 2004, αυξήθηκε σε 6.942 τόνους το 2005, ενώ η παραγωγή αμυγδάλων παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά 31,2% και έφτασε τους 909 τόνους το 2005 από 693 τόνους το 2004. Στο σύνολο του 2005 τα λαχανικά παρουσίασαν μικρές αυξομειώσεις στον όγκο παραγωγής ενώ όσο αφορά γενικά τις τιμές παραγωγής αυξήθηκαν κατά 6,9%. Συγκεκριμένα τα αγγουράκια, τα κραμπιά, τα 41
μανιτάρια και τα παντζάρια σημείωσαν μείωση στον όγκο παραγωγής, ενώ οι αγκινάρες, το κολοκάσι και τα ξηρά φασόλια παρουσίασαν αυξημένη παραγωγή. Τα άλλα φρέσκα φρούτα είχαν αύξηση κατά 4,3% το 2005 σε σχέση με το 2004 ως προς τον όγκο παραγωγής, ενώ οι τιμές μειώθηκαν κατά μέσο όρο με ποσοστό 11% το 2005. Σημαντική μείωση στις τιμές παρουσίασαν οι μπανάνες, τα ρόδια και τα κεράσια. Όπως φαίνεται από τον πιο πάνω πίνακα η παραγωγή κρέατος σημείωσε συνολική μείωση 1,5%. Το χοιρινό, που είναι και το κυριότερο είδος κρέατος που καταναλώνεται, παρουσίασε μείωση κατά 1% και έφτασε τους 54.684 τόνους, ενώ το βοδινό κρέας αυξήθηκε κατά 9,9% φτάνοντας τους 4.182 τόνους το 2005. Το αιγοπρόβειο κρέας μειώθηκε με ποσοστό 2% και έφτασε τους 6.853 τόνους και τέλος, το κρέας πουλερικών αυξήθηκε κατά 2,6% φτάνοντας τους 33.227 τόνους το 2005. Άλλα ζωικά προϊόντα Η παραγωγή γάλακτος μειώθηκε κατά 9,3% και έφτασε τους 193.420 τόνους το 2005 από 213.220 τόνους το 2004. Κατά τη διάρκεια του έτους, το αγελαδινό γάλα, που αποτελούσε το 72,2% της συνολικής παραγωγής γάλακτος μειώθηκε κατά 2,3% και έφτασε στους 147.300 τόνους από 151.220 τόνους του 42
προηγούμενου χρόνου. Το αιγοπρόβειο γάλα παρουσίασε σημαντική μείωση κατά 25,6% και έφτασε τους 46,120 τόνους το 2005. Οι τιμές για το πρόβειο και αιγινό γάλα ήταν αυξημένες κατά 1,9% και 4,6% αντίστοιχα, ενώ η τιμή για το αγελαδινό γάλα παρέμεινε στα ίδια επίπεδα του προηγούμενου χρόνου. Η παραγωγή αυγών μειώθηκε το 2005 κατά 13,7% πέφτοντας στους 9.457 τόνους από 10.962 τόνους το 2004. Προστιθέμενη αξία του γεωργικού τομέα κατά υποτομέα το 2005 (σε τρέχουσες τιμές). 43