ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα συστηματικής κοινωνιολογικής έρευνας γύρω από την παιδική ηλικία, η οποία παρά τις διαφοροποιήσεις της σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο συγκλίνει ως προς την αποδοχή του σημαντικού ρόλου των κοινωνικών δυνάμεων, των σχηματισμών λόγου, αλλά και της ενσυνείδητης δράσης των ίδιων των παιδιών στην κατασκευή της παιδικής ηλικίας ως δομικής μορφής, αλλά και ως κατάστασης της ύπαρξης. Η νέα κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας, αλλά και γενικότερα οι νέες κοινωνικές μελέτες της παιδικής ηλικίας που πραγματοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών επιστημών, αναπτύχθηκαν στη βάση μιας διττής κριτικής. Η μία όψη της κριτικής είχε ως σημείο αναφοράς την έννοια της ανάπτυξης, όπως αυτή προέκυψε αρχικά εντός του γνωστικού πεδίου της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Η κριτική αυτή αμφισβητεί την υπόθεση ότι η παιδική ηλικία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα ενιαίο, καθολικό, βιολογικά δεδομένο φαινόμενο, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη των παιδιών συσχετίζεται με τον πολιτισμικό και κοινωνικό περίγυρο μέσα στον 9
ΑΓ(Ρ)ΙΑ ΠΑΙΔΙΑ οποίο πραγματοποιείται. Κατά συνέπεια, η αναπτυξιακή πορεία κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής διαμεσολαβείται από τις πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες και συνιστώσες όπως είναι η κοινωνική τάξη, το φύλο, η εθνότητα. Υπό αυτή την έννοια, η κριτική αυτή υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι τα παιδιά είναι τα ίδια όπου και αν βρίσκονται ανεξάρτητα από τον κοινωνικό τους περίγυρο, αλλά και τις ατομοκεντρικές προσεγγίσεις των συμβατικών σπουδών της ανάπτυξης του παιδιού, δίνοντας έμφαση στο ιστορικο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά. 1 Η άλλη όψη της κριτικής τονίζει την απουσία των παιδιών από την κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία, ενώ θέτει υπό αμφισβήτηση την έννοια της κοινωνικοποίησης, όπως αναπτύχθηκε κυρίως στις κλασικές λειτουργιστικές και δομολειτουργιστικές κοινωνιολογικές θεωρίες. Συγκεκριμένα, η κριτική υποστηρίζει ότι πρόκειται επί της ουσίας για μία ενηλικοκεντρική μονόδρομη ιεραρχική διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ενηλίκων και όχι των παιδιών, τα οποία παρουσιάζονται ως παθητικοί δέκτες των μηνυμάτων και περιεχομένων της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας. 2 Η διττή αυτή κριτική οδήγησε στην εξέταση της παιδικής ηλικίας ως κοινωνικής κατασκευής, καθώς και στη θεώρηση των παιδιών ως δρώντων κοινωνικών υποκειμένων. 1. Prout A., The Future of Childhood, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Routledge Falmer, 2005, σ. 60. 2. Στο ίδιο. 10
Η έρευνά μας σε σημαντικό βαθμό έχει ως αφετηρία την παραπάνω κριτική, ωστόσο θέτει υπό κριτικό αναστοχασμό ορισμένες από τις υποθέσεις και τις παραδοχές της. Αναφερόμαστε κυρίως σε κάποιες απλοϊκές εκδοχές του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού που αναπαράγουν αντιθετικές διχοτομίες, όπως είναι αυτή ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό, 3 με το πρώτο να υπερτερεί και να ανάγεται σε μοναδική αρχή εξήγησης όλων των όψεων της παιδικής ηλικίας. Επιπλέον, δεν υιοθετούμε μια αθροιστική λογική, δηλαδή δεν αναζητούμε το ποσοστό συμμετοχής του κοινωνικού πεδίου ή της φύσης στη διαμόρφωση της παιδικής ηλικίας, καθώς δε θεωρούμε ότι η φύση και η κοινωνία είναι τελείως ξεχωριστές και αυτόνομες οντότητες. Μας απασχολεί επίσης η ιδέα της ανάπτυξης, διότι θεωρούμε πως έχει μετατραπεί σε κεντρική οργανωτική αρχή του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και αλληλεπιδρούμε με τα παιδιά. Κατά τη γνώμη μας, το ζήτημα κατά πόσο η αναπτυξιακή σκέψη βάζει άχρηστα όρια και περιορισμούς στα άτομα χρήζει διερεύνησης. Η παρούσα μελέτη συνιστά μία κοινωνιολογική απόπειρα συγκρότησης της παιδικής ηλικίας ως κοινωνικού φαινομέ 3. Ο Cole εξετάζει τρία διπολικά μοντέλα γύρω από τις σχέσεις της βιολογίας με την κουλτούρα, τα οποία κατά τη γνώμη του συγκροτούν την κυρίαρχη θεωρητική πρόσληψη της ανάπτυξης των παιδιών στον 20ο αιώνα, βλέπε Cole M., Culture in Development στο M. Woodhead, D. Faulkner και K. Littleton (επιμ.), Cultural Worlds of Early Childhood, Λονδίνο, Routledge, 1998. 11
ΑΓ(Ρ)ΙΑ ΠΑΙΔΙΑ νου, διαμέσου της αναψηλάφησης των τρόπων με τους ο ποίους κατασκευάζεται στο πλαίσιο του μυθοπλαστικού λόγου της λογοτεχνίας. Ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός εννοιολογικού πεδίου όπου εξετάζονται οι κοινωνικές και ενσώματες συσχετίσεις της παιδικής ηλικίας, και κατ επέκταση η απελευθέρωση από κάθε είδους αναγωγισμό, είτε βιολογικό είτε κοινωνικό. Το εννοιολογικό αυτό πεδίο θα κατασκευαστεί μέσω της περιγραφής των τρόπων με τους οποίους τα παιδιά μέσα από τις καθημερινές τους σχέσεις συγκροτούνται ως υποκείμενα, έτσι όπως αποτυπώνονται σε τρία αφηγήματα. Τα μυθιστορήματα που εξετάζουμε είναι: Ο Άρχοντας των μυγών του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, 4 Τη νύχτα που βασίλεψαν τα παιδιά του Μπερνάρ Λεντερίκ 5 και Πάντυ Κλαρκ, χα χα χα του Ρόντυ Ντόυλ. 6 Η επιλογή των συγκεκριμένων αφηγημάτων ως αντικείμενο αυτής της μελέτης έγινε με κριτήριο ότι οι πρωταγωνιστές τους είναι παιδιά, ενώ τα ίδια απευθύνονται σε ενήλικες, και παράλληλα αποτελούν βραβευμένα και εμπορικά επιτυχημένα μυθιστορήματα. Θέλουμε, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η ανάλυση σε καμία περίπτωση δεν βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα μυθι 4. Γκόλντινγκ Γ., Ο Άρχοντας των Μυγών, Αθήνα, Γράμματα, 1981 (πρώτη έκδοση στα αγγλικά, 1954). 5. Λεντερίκ Μ., Τη νύχτα που βασίλεψαν τα παιδιά, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1997 (πρώτη έκδοση στα γαλλικά, 1981). 6. Ντόυλ Ρ., Πάντυ Κλαρκ χα χα χα, Αθήνα, Νεφέλη, 1995 (πρώτη έκδοση στα αγγλικά, 1993). 12
στορήματα αντανακλούν διάφανα την κοινωνική πραγματικότητα. Ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε αυτές τις αφηγήσεις για την ανάλυσή μας είναι διότι η λογοτεχνία (μεταξύ άλλων) παρέχει τα συμβολικά υλικά μέσα από τα οποία οι αναγνώστες κατασκευάζουν τον εαυτό τους. Τα μυθιστορήματα εμπλέκονται στην παραγωγή εξουσιαστικών λόγων, παρέχοντας την πρώτη ύλη από την οποία συγκροτούμε τις ταυτότητές μας με όρους γενεακούς, ταξικούς, εθνοτικούς, φυλετικούς, έμφυλους κλπ. και θεμελιώνουν την διάκριση ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους. Επιπλέον παράγουν, επικαλούνται ή προβάλλουν τα σύμβολα, τους μύθους ή τις αξίες που αντιλαμβανόμαστε ως τη συλλογική μας κουλτούρα. Κατά αυτό τον τρόπο αποκαλύπτουν τις κυρίαρχες εικόνες και τα πρότυπα που έχουμε για τον κόσμο ή για μια επιμέρους διάσταση του κόσμου, όπως είναι η παιδική ηλικία. Σε αυτή τη βάση, θα δούμε στην ανάλυση που ακολουθεί πώς οι ποικίλοι λόγοι που αναδύονται γύρω από την παιδική ηλικία μέσα από τα μυθιστορήματα αναδεικνύονται όχι μόνο ως προνομιακός τόπος απεικόνισης των κυρίαρχων αντιλήψεων γύρω από αυτήν, αλλά και πώς τις ανατροφοδοτούν, τις αναπαράγουν και σε κάποιες περιπτώσεις τις υπονομεύουν μέσα από εναλλακτικές απεικονίσεις. 13