Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου GI_V_AEGP_0_17111 Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. 1. Επιπλέον, κύριοι βουλευτές, αν βέβαια υπηρέτησα στο ιππικό δε θα το αρνιόμουν σαν να είχα κάνει κάτι φοβερό, αλλά θα είχα την αξίωση, να εγκρίνεται η εκλογή μου ως βουλευτή εάν θα αποδείκνυα ότι κανένας από τους πολίτες δε ζημιώθηκε από εμένα. Άλλωστε βλέπω ότι και εσείς έχετε την ίδια γνώμη, και γι αυτό βλέπω ότι πολλοί από αυτούς που υπηρέτησαν τότε στο ιππικό είναι βουλευτές, και ότι πολλοί από αυτούς έχουν εκλεγεί με ανάταση των χεριών στρατηγοί και ίππαρχοι. Επομένως να έχετε υπόψη σας ότι για κανέναν άλλο λόγο, δεν κάνω την απολογία αυτή, παρά γιατί τόλμησαν (οι κατήγοροι) ολοφάνερα να πουν ψέματα εναντίον μου. Ανέβα, λοιπόν, στο βήμα για μένα (ή για χάρη μου) και κατέθεσε ως μάρτυρας.
Β. 2. Ο Λυσίας γεννήθηκε στην Αθήνα περίπου το 445 π.χ. Ήταν γιος του Κέφαλου του Συρακόσιου και εγγονός του Λυσανία. Είχε αδελφούς τον Πολέμαρχο και τον Ευθύδημο. Ο πατέρας του πείστηκε από τον φίλο του Περικλή, τον διάσημο πολιτικό, να αφήσει την πατρίδα του και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου και έζησε ως μέτοικος τριάντα χρόνια ασκώντας το επάγγελμα του ασπιδοποιού. Ο Κέφαλος χάρη στην ευπορία του και τη γνωριμία του με εξέχοντες πνευματικούς άνδρες της Αθήνας (στο σπίτι του διεξάγεται ο διάλογος της πλατωνικής Πολιτείας) έδωσε σωστή αγωγή και επιμελημένη μόρφωση στα παιδιά του. Μετά τον θάνατο του περί το 430 π.χ. ο Λυσίας, σε ηλικία τότε 15 ετών, αναχώρησε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Πολέμαρχο για τους Θουρίους, αποικία στην Κάτω Ιταλία, που ίδρυσαν οι Αθηναίοι το 444 π.χ. Εκεί ο Λυσίας σπούδασε τη ρητορική κοντά στους Συρακόσιους ρητοροδιδασκάλους Τεισία και Νικία, μαθητές του ονομαστού Κόρακα. Μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων το 413 π.χ. υποχρεώθηκε, ύστερα από επανάσταση του δήμου των Θουρίων και την επικράτηση της μερίδας των Λακωνιζόντων, να επιστρέψει μαζί με τον αδελφό του και άλλους τριακόσιους αποίκους στην Αθήνα το 412-11 π.χ. Μέχρι το 404 π.χ. έζησε ήρεμα και άνετα. Το εργοστάσιο ασπιδοποιίας, που είχε με τον αδελφό του Πολέμαρχο στον Πειραιά του εξασφάλιζε μια οικονομική άνεση που του επέτρεπε να ασχολείται με την αγαπημένη του τέχνη, τη ρητορική, είτε γράφοντας λόγους είτε διδάσκοντας. Β. 3. Ο Μαντίθεος χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα που στηρίζεται σε μια πολύ εύστοχη υποθετική άποψη. Τονίζει ότι η θητεία του στο ιππικό, την περίοδο των Τριάκοντα δε θα αποτελούσε έγκλημα ικανό να εμποδίσει την εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα, εάν δε θα βρεθεί κάποιος που να ισχυριστεί ότι τον κακοποίησε. Ακόμα και αν βέβαια υπηρέτησε στο ιππικό δε θα έπρεπε αυτό να λειτουργήσει ανασταλτικά στην ανάληψη του αξιώματος αφού πολλοί από αυτούς που υπηρέτησαν ως ιππείς την περίοδο των Τριάκοντα, σήμερα κατέχουν αξιώματα. Το γεγονός ότι υπηρέτησε ως ιππέας την περίοδο διακυβέρνησης των Τριάκοντα θα αποτελούσε εμπόδιο εάν έβλαψε ή ζημίωσε κάποιον από τους συμπολίτες του. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί από τους παρόντες βουλευτές είχαν υπηρετήσει στο ιππικό και πολλοί
ιππείς είχαν εκλεγεί σε ανώτερα αξιώματα, όπως το αξίωμα του ιππάρχου, του στρατηγού. την περίοδο. Αφού όμως δόθηκε τελικά αμνηστία θα ήταν παράλογο να κρίνεται η συμμετοχή κάποιου σε δημόσιο αξίωμα από το αν υπηρέτησε η όχι ως ιππέας την εποχή των Τριάκοντα. Πρόκειται για μια πολύ εύστοχη υπόθεση, που αφορά τους ίδιους τους βουλευτές. Από την στιγμή που δόθηκε αμνηστία, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, πρέπει να ισχύσει και για τον ίδιο. Μη ξεχνάμε ότι επρόκειτο για ένα αυταρχικό καθεστώς και μπορεί πολλοί να εξαναγκάστηκαν να υπηρετήσουν τις γραμμές του. Τονίζεται εδώ η ειλικρίνεια του Μαντιθέου, ο οποίος δε θα αρνιόταν ότι υπηρέτησε τους Τριάκοντα με σκοπό να κάνει καλή εντύπωση στους βουλευτές και να πετύχει αθωωτική απόφαση. Επιπλέον επιδοκιμάζοντας την εκλογή τους επιδιώκει να κερδίσει τη συμπάθειά τους (ήθος ακροατών). Το σημαντικότερο είναι ότι δεσμεύει το ακροατήριο ώστε να καταλήξει σε μια ευνοϊκή και δίκαιη απόφαση. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το εν λόγω επιχείρημα δεν αναλύεται από το ρήτορα όσο τα άλλα. Το προσπερνά κάπως βιαστικά γιατί η υπερβολική αναφορά στο ευαίσθητο θέμα της συμμετοχής στο σώμα των ιππέων μπορεί να έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε είχαν εκλεγεί πολλοί ιππείς στα αξιώματα του βουλευτή, του στρατηγού και του ιππάρχου. Πρέπει όμως να τονίσουμε ξανά ότι γενικά οι ιππείς της δικτατορίας ήταν μισητοί και θύμιζαν στο λαό εκείνη τη δραματική περίοδο. Γι αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι δύσκολα θα επικυρωνόταν η εκλογή του Μαντιθέου ως βουλευτή, αν αποδεικνυόταν ότι ήταν ιππέας την περίοδο της δικτατορίας εκτός αν τους έπειθε με το ανώτερο ήθος του και τη μετριοπάθειά του στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο του. Β. 4. Επιχειρήματα Οι κατάλογοι που συνέτασσαν οι φύλαρχοι με τα ονόματα των ιππέων, που υπηρετούσαν τους Τριάκοντα τυράννους ήταν πιο αξιόπιστες πηγές σε σχέση με τα σανίδια, διότι εκεί αναγράφονταν τα ονόματα όσων έπαιρναν το χρηματικό επίδομα από την πολιτεία και επειδή αν παρέλειπαν να γράψουν οι φύλαρχοι κάποια ονόματα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι το ποσό (επιχείρημα πραγματικό-λογικό). Ακριβώς για αυτό το λόγο η σύνταξη των καταλόγων ήταν υπεύθυνη και πολύ προσεκτική αφού οι κατάλογοι θεωρούνταν δημόσια έγγραφα. Καθετί που είναι δημόσιο έγγραφο θεωρείται σοβαρό, αυθεντικό και ανόθευτο, άρα έγκυρο και αξιόπιστο. Επιπλέον η παράδοση αυτών των καταλόγων ως επίσημων εγγράφων στη Βουλή απέκλειε οποιαδήποτε αλλοίωση της.
Το δικό του όνομα δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο αυτό. Οι σύνδικοι δε στράφηκαν εναντίον του για την ἀνάπραξιν. Ο ίδιος δεν επέστρεψε στο δημόσιο καμία κατάστασιν ( 7 πραγματικό-λογικό/ενθύμημα). Το σανίδιον ήταν μικρή ξύλινη πινακίδα επικαλυμμένη με γύψο. Η πινακίδα ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα, μάλλον στην Αγορά και έτσι κάθε Αθηναίος μπορούσε να δει ποιοι από τους συμπολίτες του υπηρέτησαν ως ιππείς. Το σανίδιο ήταν εκτεθειμένα σε κοινή θέα και έτσι κάθε Αθηναίος μπορούσε να γράψει ή να διαγράψει κάποιο όνομα ενώ οι κατάλογοι παραδίδονταν ως επίσημα έγγραφα στη Βουλή, γεγονός που απέκλειε οποιαδήποτε αλλοίωση τους ( 7 πραγματικό-λογικό). Κανένας δεν ήταν υπεύθυνος για την προστασία ή τη φύλαξη του σανιδίου. Ακριβώς όμως επειδή η πινακίδα ήταν εκτεθειμένη μπορούσε κάποιος να σβήσει ή να γράψει κάποιο όνομα και να αλλοιώσει το περιεχόμενο του από προσωπικό συμφέρον, έχθρα, κακία και μίσος. Επομένως δεν ήταν ορθό και σωστό να λάβουν οι δικαστές την αναγραφή στο σανίδιο ως απόδειξη συμμετοχής στο σώμα των ιππέων. Με το «ῥᾴδιον ἦν» ο Μαντίθεος προσπαθεί να μειώσει την αξιοπιστία και εγκυρότητα του σανιδίου, όπου αναγραφόταν το όνομά του και αποτελεί ενοχοποιητικό στοιχείο. Με το «ἀναγκαῖον ἦν» ενισχύει την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των καταλόγων στους οποίους ήταν γραμμένα τα ονόματα όσων έπαιρναν τις καταστάσεις γιατί οι φύλαρχοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στη σύνταξη τους. Διαφορετικά θα υφίσταντο τις συνέπειες των παραλείψεων τους, πληρώνοντας οι ίδιοι το ποσό. Η φράση «ἀναγκαῖον ἦν» αναφέρεται μάλιστα δυο φορές για να τονίσει το πόσο υπεύθυνοι ήταν οι φύλαρχοι. Ο Μαντίθεος καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι βουλευτές δικαιολογημένα μπορούν να εμπιστεύονται τους καταλόγους στους οποίους ήταν γραμμένα τα ονόματα όσων πραγματικά υπηρέτησαν ως ιππείς και πήραν το επίδομα παρά να δίνουν σημασία στο σανίδιο. Η αποδεικτική ισχύς του καταλόγου είναι σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη του σανιδίου.
Β. 5.α. ἕξις, καταχραστής ἡγεμών ψεῦδος μαρτυρία Β. 5.β. ἀποδείξειεν ἀπενεχθέντα κατάστασιν καταβαλόντα ἀπενεγκεῖν Επιμέλεια: Καραμούζη Παπαδημητρίου Κατερίνα