ΑΡΙΣ ΚΑΖΑΚΟΣ ( Καθηγητής Εργατικού ικαίου του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης): Θέλω να κάνω κάποιες κριτικές παρατηρήσεις σε σχέση µε την κατάσταση του δικαιώµατος απεργίας στην Ελλάδα σήµερα. Βεβαίως το θέµα είναι ευρύτατο και θέλω να το περιορίσω όσο γίνεται. Γι αυτό, σε σχέση µε την κατάσταση της απεργίας στην Ελλάδα σήµερα, θα περιοριστώ στην κριτική αξιολόγηση της νοµολογίας των δικαστηρίων σε θέµατα ελέγχου καταχρηστικής άσκησης. Επειδή δεν έχετε τίποτα στα χέρια σας, θα σας παρουσιάσω τις λίγες ενότητες, στις οποίες θα αναφερθώ. Θέλω να µιλήσω: 1. για τα πραγµατικά δεδοµένα του προβλήµατος, γιατί υπάρχει πρόβληµα, όπως όλοι αντιλαµβάνεστε. Και µιλώντας για τα πραγµατικά δεδοµένα, εννοώ ότι θέλω να παρουσιάσω κάποια αξιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από το 1985 µέχρι σήµερα. 2. για την πραγµατική φύση του δικαιώµατος απεργίας, που έχει την ιδιαιτερότητα να είναι ένα δικαίωµα πρόκλησης ζηµίας, κάτι που ελάχιστοι, ίσως, αποδέχονται σήµερα. 3. για τις βασικές αντινοµίες στο δικανικό συλλογισµό της νοµολογίας µας σε σχέση µε την καταχρηστική άσκηση. Θέλω να µιλήσω δηλαδή για την εκτίµηση των ζηµιογόνων αποτελεσµάτων µιας απεργίας, όπως εµφανίζεται στις δικαστικές αποφάσεις, όπου συσχετίζεται πάντοτε η ζηµία που προκαλείται στον εργοδότη, σε τρίτους ή και το κοινωνικό σύνολο µε το όφελος που προσδοκούν οι απεργοί από την επιτυχή κατάληξη µιας απεργίας. Και σε µία δεύτερη υποενότητα να µιλήσω για τον τρόπο άσκησης του δικαιώµατος απεργίας. Είναι και αυτή µία µεγάλη κατηγορία λόγων καταχρηστικότητας, όπως µπορεί κανείς να διαπιστώσει αξιολογώντας τη νοµολογία των δικαστηρίων. Θέλω σε µία προτελευταία ενότητα να πω τρία λόγια για µία δισπλασία η οποία παρουσιάζεται ως αποτέλεσµα αυτής της-να πούµε τα πράγµατα µε το όνοµά τους-ανοικτής εχθρότητας των δικαστηρίων µας απέναντι στο δικαίωµα απεργίας. Θέλω να κάνω µερικές παρατηρήσεις που αφορούν στην αφαίρεση των ηµερών απεργίας από τις ηµέρες της άδειας αναψυχής και να καταλήξω
2 µε ελάχιστες παρατηρήσεις που αφορούν στην κατάσταση της εργασίας σήµερα και να σταθµίσω τις συνέπειες από αυτή την υπερβολικά αυστηρή, θα έλεγα, αντιµετώπιση του απεργιακού δικαιώµατος από τα δικαστήριά µας. Ξεκινώ από τα πραγµατικά δεδοµένα. Αντιλαµβανόµαστε όλοι, ειδικοί και µη, ότι στην Ελλάδα σήµερα υπάρχει ένα µεγάλο χάσµα µεταξύ δικαίου και πραγµατικότητας. εν θέλω να αναφερθώ στους κανόνες είναι στους περισσότερους γνωστοί- ούτε στο άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγµατος που κατοχυρώνει το δικαίωµα απεργίας, ούτε στα άρθρα 19 και επόµενα του ν. 1264/1982, απλά θα πω ότι όλα αυτά χρόνια, από το 1985 έως σήµερα, δεν έχουµε καµία ουσιαστική νο- µοθετική µεταβολή σε θέµατα άσκησης του απεργιακού δικαιώµατος. Αν εξαιρέσουµε ίσως το δηµόσιο διάλογο που επιβλήθηκε ως πρόσθετη προϋπόθεση νοµιµότητας σε µία κατηγορία απεργιών, δεν έχουµε νοµοθετική µεταβολή, η οποία να µπορεί να δικαιολογήσει και να εξηγήσει αυτή τη στροφή της νοµολογίας των δικαστηρίων στα θέµατα απεργιών. Οι αριθµοί µιλούν µόνοι τους. Πραγµατικά δεν χρειάζεται κανείς να προσθέσει κανένα σχόλιο. Η ανάγνωση, µάλλον, οδηγεί σε συµπεράσµατα τα οποία υποψιαζόµαστε, ίσως, όλοι ότι είναι έτσι, αλλά έχουµε τώρα την ευκαιρία να διαπιστώσουµε ότι οι αριθµοί επαληθεύουν τους χειρότερους φόβους µας. Συνέλεξα τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν δηµοσιευτεί σε νοµικά περιοδικά και στην Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» από το 1985 µέχρι σήµερα. Η περιοδολόγηση δεν είναι τυχαία. Επέλεξα να αρχίσω από το 1985, γιατί από τότε µετράµε στη νοµολογία των δικαστηρίων τις συνέπειες της πρώτης εισοδηµατικής πολιτικής. Οι απεργίες το 1983, το 1984, το 1985 έφθασαν σε πρώτο και δεύτερο βαθµό. Εκεί χρονολογείται και η µεγάλη στροφή της νοµολογίας των δικαστηρίων. Από το 1985 µέχρι και το 2001στην Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» έχουν καταχωριθεί 121 δικαστικές αποφάσεις για απεργιακές διαφορές. Από αυτές, οι 104 έκριναν παράνοµη την απεργία, ενώ µόλις 17 την έκριναν νόµιµη. Πρέπει να προσθέσω ότι και από αυτές τις 17 α- ποφάσεις που έκριναν νόµιµη την άσκηση του απεργιακού δικαιώµατος, τουλάχιστον 3 πρωτόδικες αποφάσεις ανατράπηκαν σε δεύτερο βαθµό. εν έχω περισσότερα στοιχεία για την τύχη των υπολοίπων 14, αλλά είναι πιθανόν κάποιες από αυτές να έχουν ανατραπεί σε δεύτερο βαθµό. Από τις 104 αποφάσεις που έκριναν παράνοµη την απεργία, οι 71 εξετά-
3 ζουν και παράπονα της εργοδοτικής πλευράς για καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος και είτε δέχονται, είτε αρνούνται την ύπαρξης κατάχρησης. Έχουµε κι ένα άλλο υλικό το οποίο συνέλεξαν οι οργανωτές της σηµερινής εκδήλωσης. Έχουµε 143 αποφάσεις του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το διάστηµα από το 1999 µέχρι το Νοέµβριο του 2003. Σε αυτές τις 143 αποφάσεις έχουµε 128 για παράνοµο χαρακτήρα της απεργίας, ενώ οι υπόλοιπες έχουν κριθεί νόµιµες. Από τις 128 που έκριναν παράνοµη την απεργία, στις 47 διαπιστώνεται απλά παράνοµος χαρακτήρας, ενώ στις 81 ο παράνοµος χαρακτήρας αναφέρεται και στην κατάχρηση. Σε 15 περιπτώσεις το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε νόµιµη την απεργία. εν έχω και πάλι στοιχεία αλλά αυτό είναι κάτι που θα κάνω στη συνέχεια, είναι φρέσκιες πολλές από αυτές τις αποφάσεις- να παρακολουθήσουµε την τύχη αυτών των υποθέσεων στο δεύτερο βαθµό, αν και εφόσον υπάρξει δεύτερος βαθµός. Στη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων που έκριναν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώµατος απεργίας, η περί καταχρηστικότητας κρίση στηρίζεται στην προφανή δυσαναλογία µεταξύ της ζη- µίας που προκαλεί η απεργία και του προσδοκώµενου οφέλους, του οφέλους που προσδοκούν οι απεργοί από την απεργία τους. Πρέπει επίσης να σηµειώσω ότι ένα µεγάλο µέρος αυτών των δικαστικών αποφάσεων αναφέρεται σε απεργιακές διαφορές στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ. Στο δικανικό συλλογισµό, σε όλες αυτές τις αποφάσεις που έκριναν καταχρηστική την απεργία, εµφανίζονται συχνά σκέψεις που αναφέρονται στην καταστροφή της επιχείρησης, στον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας, καθώς και στον πολιτικό χαρακτήρα των απεργιών, αφού οι κρίσι- µες αποφάσεις για τους όρους εργασίας λαµβάνονται σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως από το κράτος µε νοµοθέτηση, όπως συνήθως συµβαίνει στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ. Σε σχέση µε τις απεργιακές διαφορές στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, σηµαντικό ρόλο παίζει η περίοδος κατά την οποία γίνεται η απεργία. Παραδείγµατος χάρη, όταν η απεργία γίνεται το καλοκαίρι, βρίσκει κανείς στις δικαστικές αποφάσεις σκέψεις που αναφέρονται στους κινδύνους που δηµιουργούνται για τον τουρισµό της χώρας. Είναι µία σκέψη που αξιοποιείται για την περί καταχρηστικότητας κρίση του δικαστηρίου. Άξιο προσοχής ακόµη σε αυτές τις αποφάσεις είναι ότι στη µεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων έχουµε απεργία στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, πράγµα που πιστοποιεί-νοµίζω ότι αυτό είναι ένα συµπέρασµα στο οποίο µπορούµε να συµφωνήσουµε-την επισφαλή θέση των εργαζοµένων του καθαρά ι- διωτικού τοµέα και την ύπαρξη δύο ταχυτήτων σε ό,τι αφορά την κανο-
4 νιστική εµβέλεια του Εργατικού ικαίου, κάτι που ξέραµε ήδη, αλλά ε- πιβεβαιώνεται και από την κατανοµή των απεργιών µεταξύ δηµόσιου και καθαρά ιδιωτικού τοµέα. Το δικαίωµα απεργίας είναι ένα δικαίωµα πρόκλησης ζηµίας. Για όποιον δεν το θυµάται, να σηµειώσω ότι δεν είναι το µόνο διαπλαστικό δικαίω- µα του οποίου η άσκηση προκαλεί ζηµία, σκεφθείτε τα άλλα δύο κλασικά διαπλαστικά δικαιώµατα (υπαναχώρησης, καταγγελίας) των οποίων η άσκηση προκαλεί επίσης ζηµία. Η διαφορά µε την απεργία είναι ότι όταν προκαλεί ζηµία, προκαλεί µεγάλη ζηµία. Εκτιµώ πάντως ότι η άσκηση του δικαιώµατος καταγγελίας, ιδίως η άσκηση του δικαιώµατος καταγγελίας της σύµβασης εργασίας από τον εργοδότη, µπορεί στη συγκεκριµένη περίπτωση να έχει πολύ πιο επαχθείς συνέπειες. Το να ρίξει µια οικογένεια στην ανεργία, συνιστά µία πολύ επαχθή συνέπεια µιας απόλυσης και πάντως επαχθέστερη από µία µικρή απώλεια κερδών, που µπορεί να έχει από µία τρίωρη στάση εργασίας η επιχείρηση. Παρά το γεγονός ότι στο ίκαιό µας έχουµε διαπλαστικά δικαιώµατα, στη φύση των οποίων ανήκει και το στοιχείο της πρόκλησης ζηµίας, κανένα άλλο δικαίωµα δεν αντιµετωπίζεται τόσο αυστηρά, όσο το δικαίω- µα απεργίας. Για κανένα άλλο δικαίωµα δεν ερµηνεύεται και δεν εφαρ- µόζεται τόσο αυστηρά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Αν, λοιπόν, θέλει να ξεκινήσει κανείς και να δει τι έχει στις αποσκευές του, όταν θέλει να αξιολογήσει κριτικά την πραγµατικότητα σε σχέση µε την άσκηση του δικαιώµατος απεργίας, πρέπει πρώτα να σταθεί στο φυσιολογικό ζηµιογόνο χαρακτήρα του δικαιώµατος απεργίας. Άσκηση του δικαιώµατος απεργίας, συνεπάγεται ζηµίες. Αυτή είναι και η ουσία του δικαιώµατος, διότι µε την άσκηση της απεργίας, ή µε την απειλή της ά- σκησης της απεργίας, αποκτούν διαπραγµατευτικό βάρος οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Και ξέρετε καλά ότι και τα συνδικάτα δεν βρίσκονται στις καλύτερες µέρες τους τα τελευταία 10 15 χρόνια. Οπότε και η ά- σκηση του δικαιώµατος απεργίας γίνεται µε µεγάλη περίσκεψη. Όταν δεν γίνεται, απλώς αποτυχαίνει, δεν υπάρχει συµµετοχή. Το πρώτο που πρέπει να σηµειώσουµε είναι ότι φυσικά η άσκηση του δικαιώµατος απεργίας προκαλεί ζηµίες. Το δεύτερο που πρέπει να σηµειώσουµε είναι ότι χωρίς το απεργιακό δικαίωµα δεν µπορεί να λειτουργήσει ούτε η συλλογική αυτονοµία. Η συλλογική διαπραγµάτευση για τη σύναψη µιας συλλογικής σύµβασης εργασίας είναι ένα είδος, όπως πολύ εύστοχα έχουν πει οι Γερµανοί, συλλογικής ζητιανιάς, χωρίς το δικαίωµα απεργίας. Αν δεν µπορείς να πιέσεις µε
5 απεργία ή µε απειλή απεργίας, δεν έχεις κανένα διαπραγµατευτικό βάρος στη διαπραγµάτευση µε την εργοδοτική πλευρά για τη σύναψη µιας συλλογικής σύµβασης εργασίας. Το τρίτο στοιχείο που πρέπει να λάβουµε υπόψη µας είναι ότι ναι προκαλεί ζηµία, αλλά πόσο µεγάλη επιτρέπεται να είναι αυτή η ζηµία. Κι εδώ ερχόµαστε στο άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Εδώ, λοιπόν, αυτό που αποδοκιµάζει κατά την κρατούσα άποψη το άρθρο 281, είναι η πρόκληση δυσανάλογα µεγάλης ζηµίας. Όποιος νοµίζει ότι η εύρεση στη συγκεκρι- µένη περίπτωση ποια είναι ακριβώς η δυσανάλογη ζηµία που προκαλεί η απεργία, έτσι ώστε να γίνεται η άσκηση του δικαιώµατος καταχρηστική, απλώς γελιέται. ιότι, παρά το γεγονός ότι τα δικαστήριά µας έχουν επιλέξει τον εύκολο δρόµο να χαρακτηρίζουν µε µια ευκολία, υπερβολική θα έλεγα, καταχρηστική την άσκηση του δικαιώµατος ακόµη και όταν η ζηµία σε ποσό υπερβαίνει το προσδοκώµενο όφελος, αν θέλει κανείς να εξετάσει σοβαρά τη σχέση ζηµίας-οφέλους η υπόθεση γίνεται λίγο πιο δύσκολη και λίγο πιο περίπλοκη. Τα δικαστήριά µας ήδη, όπως σας είπα ήδη, έχουν επιλέξει µάλλον τον εύκολο δρόµο. Βρίσκουµε στις περισσότερες από τις δικαστικές αποφάσεις για την περίοδο αναφοράς την παρατακτική χρησιµοποίηση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος που α- παγορεύει την καταχρηστική άσκηση των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων και του άρθρου 281. εν θα µπω τώρα στο θέµα αν πρέπει να αξιοποιηθεί και το άρθρο 25 και το άρθρο 281 -ίσως αυτά προκύψουν στη συζήτηση- το προσπερνώ, για να πω ότι εδώ πραγµατικά η πρόκληση ζηµίας, οποιασδήποτε ζηµίας-το διαπιστώνει κανείς όταν διαβάσει τις δικαστικές αποφάσεις-οδηγεί σε κρίση περί καταχρηστικότητας. Θα πρέπει κανείς να είναι λίγο προσεκτικός, διότι αν εξετάσει µε ψυχραιµία τα α- ριθµητικά ποσοτικά δεδοµένα των απεργιών, θα καταλήξει εύκολα στο συµπέρασµα ότι από µία απεργία, από την ίδια τη φύση του πράγµατος, δεν µπορεί, παρά η ζηµία του εργοδότη αριθµητικά ποσοτικά να είναι πολύ µεγαλύτερη από το προσδοκώµενο όφελος. Όταν εργατική και εργοδοτική πλευρά τα σπάνε για µία διαφορά 2% µισθολογικής αύξησης και η εργατική πλευρά κατεβαίνει σε απεργία, είναι φυσικό ότι η ζηµία που προκαλείται στην επιχείρηση θα είναι βεβαίως πολλαπλάσια του 2% της µισθολογικής βελτίωσης. εν θέλω να ανατρέξω σε µαρξιστικούς όρους περί υπεραξίας, αλλά να σας πω πολύ, πολύ απλά ότι το προϊόν, η Υπηρεσία που διαθέτει µία επιχείρηση, έχει ένα κόστος παραγωγής το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ την αξία της εργασίας. Είναι η αξία όλων των άλλων στοιχείων, είναι η αξία της διάθεσης στην αγορά και η τελική τιµή του προϊόντος είναι πολλαπλάσια του µισθολογικού κόστους που απαιτείται για να παραχθεί το προϊόν. Όταν λοιπόν γίνεται µία απεργία γι αυτή τη διαφορά του 2% είναι προφανές ότι η ζηµία της επιχείρησης
6 δεν µπορεί, παρά να είναι πολλαπλάσια του οφέλους που προσδοκούν ότι θα έχουν οι απεργοί για την επιτυχή κατάληξη της απεργίας. Θα κλείσω κάνοντας δύο, τρεις παρατηρήσεις ακόµη. Οι δύο µεγάλες οµάδες καταχρηστικότητας, οι δύο µεγάλες κατηγορίες λόγων που στηρίζουν την περί καταχρηστικότητας κρίση των δικαστηρίων είναι: 1. Οι λόγοι που ανάγονται στη σχέση ζηµίας-οφέλους από την απεργία. 2. Οι λόγοι που ανάγονται στον τρόπο άσκησης του δικαιώµατος. Η εικόνα στη νοµολογία των δικαστηρίων είναι αυτή που σας περιέγραψα. Είναι µάλλον µία ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι έχουµε µία σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου την 75/1998, µε εισηγητή τον κ. Ευάγγελο Κρουσταλλάκη, όπου οι σκέψεις ακριβώς για το θέµα της καταχρηστικότητας, σχέση ζηµίας-οφέλους είναι κατά την εκτίµησή µου πειστικές και εύστοχες. Λέει, λοιπόν, το δικαστήριο: «Καταχρηστική είναι η απεργία που έχει αιτήµατα προδήλως παράλογα ή παράνοµα», όχι όµως ότι είναι αδικαιολόγητα ή υπερβολικά. Επίσης, «όταν από την ικανοποίηση των αιτηµάτων αυτών είναι δυνατόν να επέλθει πλήρης καταστροφή ή ανεπανόρθωτη βλάβη, ή πολύ µεγάλη ζηµία στην επιχείρησή του εργοδότου». Τα στοιχεία που είναι κρίσιµα για την απόφαση του Α- ρείου Πάγου είναι το ύψος των καταβαλλόµενων ήδη αποδοχών, αν οι καταβαλλόµενες αποδοχές διαφέρουν και πόσο, το ύψος της αξιωµένης αύξησης, ο χρόνος χορήγησης της προηγούµενης αύξησης, οι επιπτώσεις της στην οικονοµική αντοχή του εργοδότη και τις λοιπές περιστάσεις. Αξίζει να προσέξουµε την υπόθεση που έκρινε ο Άρειος Πάγος για την απεργία των καθηγητών του Κολεγίου. Οι καθηγητές του Κολεγίου έ- χουν αποδοχές, σε σχέση µε τις αποδοχές των συναδέλφων τους, περίπου διπλάσιες. Ζητούσαν αύξηση 15% και, µε βάση τις σκέψεις που µόλις σας διάβασα, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι «δεν έχουµε την προφανή δυσαναλογία του άρθρου 281 και συνεπώς, επειδή δεν προκύπτουν από τις αιτιολογίες της προσβαλλόµενης απόφασης τα στοιχεία που θα έπειθαν για το προφανώς δυσανάλογο της ζηµίας, αναιρείται η προσβαλλόµενη εφετειακή απόφαση». εν θέλω να πω τίποτα για τον τρόπο άσκησης του δικαιώµατος. Εδώ υπάγονται οι καταλήψεις, οι παράνοµες µεµονωµένες πράξεις, αλλά νο-
7 µίζω ότι αυτά τα στοιχεία θα αναδειχθούν και από τις εισηγήσεις των δύο άλλων συναδέλφων. Θα κλείσω µε µία παρατήρηση για το χάσµα δικαίου και πραγµατικότητας. Η αφετηριακή µου κατάθεση ή διαπίστωση φωτίζει µία κατάσταση του δικαιώµατος, η οποία ούτε την αξιοπιστία των δικαστηρίων ενισχύει, ούτε το κύρος του δικαίου. Είµαστε όλοι µάρτυρες του γεγονότος ότι αρχίζουν οι εργαζόµενοι να απεργούν, παρά την έκδοση αποφάσεων που κρίνουν καταχρηστικές, ή γενικώς παράνοµες τις απεργίες. Για τη δυναµική της απεργίας ως δικαιώµατος αντίστασης, επιτρέψτε µου να προσθέσω ότι για τους δικαστικούς λειτουργούς, για τους οποίους υ- πάρχει ρητή απαγόρευση στο Σύνταγµα, απαγορεύεται το δικαίωµα α- περγίας, άρθρο 23, παρ. 2 µε οποιαδήποτε µορφή. Φοβάµαι ότι, αν συνεχίσουν έτσι τα πράγµατα, θα είναι οι µόνοι που θα µπορούν να απέχουν έστω γι αυτές τις δύο ή τρεις ώρες, παρά τη ρητή απαγόρευση του Συντάγµατος. Να σηµειώσω ότι εγώ καταλαβαίνω και τις κινητοποιήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι το κράτος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του για τη µισθολογική µεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, αλλά πάντως παραµένει το γεγονός ότι οι δικαστές µπορούν να απέχουν, µπορούν να χρησιµοποιούν αυτή τη µορφή απεργίας, ενώ εκείνοι για τους οποίους υπάρχει κατοχύρωση δικαιώµατος απεργίας στο Σύνταγµα, σή- µερα δεν θα µπορούν να το κάνουν, ή όταν το κάνουν, οι κίνδυνοι είναι µεγάλοι. Και ένας από αυτούς του κινδύνους είναι να τους αφαιρούνται πλέον οι µέρες απεργίες από τις άδειες αναψυχής. Η υπόθεση αυτή εκκρεµεί τώρα στην Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου, στην οποία παρέπεµψε την υπόθεση το Β Τµήµα του Αρείου Πάγου, λόγω µείζονος σπουδαιότητας. Σας ευχαριστώ.