ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ & NOMIKH ΣΧΟΛΗ TMHMATA ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ: ΔΙΚΑΙΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΙΣ ΜΕΘ ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΑΝ. ΑΣΗΜΙΝΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: Κ. ΛΗΔΑ ΚΟΒΑΤΣΗ - K. ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ ΒΟΥΛΤΣΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017 1
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Εισαγωγή.... σελ. 4-8 Ο σκοπός της μελέτης.... σελ. 9 Κεφάλαιο 1 : Εισαγωγή στην προβληματική της ευθανασίας 1.1 Η αντίληψη της κοινωνίας για τη σημασία του όρου «ευθανασία».. σελ. 9-11 Κεφάλαιο 2 : Οι μορφές της ευθανασίας 2.1 Η διάκριση των μορφών της ευθανασίας με κριτήριο τον τρόπο τέλεσης αυτής..... σελ. 11-13 2.2 Διάκριση των μορφών της ευθανασίας με κριτήριο την ικανότητα του ασθενούς να εκφράσει τη βούλησή του.... σελ. 13-14 Κεφάλαιο 3: Η ευθανασία και το ποινικό δίκαιο 3.1 η φύση και ο σκοπός του ποινικού δικαίου... σελ. 14-16 3.2. H αξιολόγηση των μορφών ευθανασίας από το ποινικό δίκαιο.....σελ. 16 3.2.1. Η γνήσια ή κυρίως ή καθαρή ευθανασία Η έννοια του όρου.. σελ. 16-17 3.2.1.2. Η γνήσια ή κυρίως ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου.. σελ. 17-23 3.2.2. Ευθεία ενεργητική ευθανασία Η έννοια του όρου...σελ. 23 3.2.2.1. H ευθεία ενεργητική ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου....σελ. 23-24 3.2.2.1.2. Η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 299 ΠΚ κατά την ευθεία ενεργητική ευθανασία.........σελ. 24-25 3.2.2.1.3. Η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 300 ΠΚ κατά την ευθεία ενεργητική ευθανασία...... σελ. 25-26 3.2.2.1.4 Η έννοια της ανίατης ασθένειας......σελ. 26 3.2.2.1.5 Η έννοια της απαίτησης....σελ. 26-29 3.2.2.1.6. Το στοιχείο του οίκτου... σελ.29-30 3.2.3. Η έμμεση ενεργητική ευθανασία - Η έννοια του όρου. σελ. 30-31 3.2.3.1. Η διαφορά της έμμεσης ενεργητικής από την ευθεία ενεργητική ευθανασία.. σελ. 31-32 3.2.3.2. Η έμμεση ενεργητική ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου.....σελ. 32-33 3.2.3.3. Η κρατούσα θεωρία......σελ. 33-34 3.2.3.4. Η θέση της μελέτης.... σελ. 34-36 3.2.3.5. Προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις για την ενεργητική ευθανασία..... σελ. 36-39 3.2.4. Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία 3.2.4.1. Η έννοια του όρου «Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία... σελ. 39-41 3.2.4.2. Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου. σελ. 41 3.2.4.2.1. Το έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία του άρθρου 301 ΠΚ και ο άδικος χαρακτήρας της πράξης....σελ. 41-45 3.2.4.2.2.Η αντικειμενική υπόσταση του 301 ΠΚ....σελ. 45 3.2.4.2.3.Η έννοια της κατάπεισης........σελ. 45-47 3.2.4.2.4. Η έννοια της βοήθειας και ο χρόνος παροχής αυτής..σελ. 47-48 3.2.4.2.5. Το αδίκημα του 301 ΠΚ τελούμενο δια παραλείψεως......σελ. 48-49 3.2.4.2.6. Η τέλεση της αυτοκτονίας ως τμήμα της α.υ........σελ. 49-50 3.2.4.2.7. Η υποκειμενική υπόσταση του 301 ΠΚ...σελ. 50-51 3.2.4.2.8 Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία και η διάταξη του άρθρου 301 ΠΚ...σελ. 51-52 2
3.2.4.3. Προβαλλόμενες θέσεις υπέρ της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.... σελ. 52 3.2.4.4. Σκέψεις ενάντια στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία.. σελ. 52-53 3.2.4.5. Η θέση της μελέτης. σελ.53-57 3.2.5. Η παθητική ευθανασία - Η έννοια του όρου.... σελ. 57 3.2.5.1. Η παθητική ευθανασία και τα εγκλήματα κατά της ζωής του ποινικού κώδικα...σελ. 58-59 3.2.5.1.2. Όταν ο ασθενής αρνείται την έναρξη ή τη συνέχιση της θεραπευτικής αγωγής... σελ. 59-63 3.2.5.1.3. Όταν ο ασθενής επιθυμεί την λήψη μέτρων παράτασης της ζωής του, αλλά ο ιατρός αρνείται.....σελ. 63-65 3.2.5.1.4 Όταν ο ασθενής δεν έχει την ικανότητα έκφρασης βουλήσεως.... σελ.65-68 3.2.5.1.5. Η θέση της μελέτης.... σελ. 68-69 Κεφάλαιο 4: Οι αποφάσεις στο τέλος της ζωής 4.1. Εισαγωγή. σελ. 69-72 4.2. Η μη κλιμάκωση της θεραπευτικής αγωγής και η απόσυρση των μηχανημάτων υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου......σελ. 72-74 4.3. Η απόσυρση των μηχανημάτων τεχνητής υποστήριξης της ζωής υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου......σελ. 74-78 4.4. Η θέση της μελέτης..... σελ. 78-81 4.5. Η μη κλιμάκωση της θεραπευτικής αγωγής και η απόσυρση των μηχανημάτων υπό την σκοπιά της Βιοηθικής...σελ. 82-85 4.6. Οι αποφάσεις στο τέλος της ζωής και ο ψυχολογικός αντίκτυπος στους ιατρούς.....σελ. 86-87 Τα συμπεράσματα της μελέτης..... σελ.87-91 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ......σελ. 92-94 3
Εισαγωγή Το «δικαίωμα» του ανθρώπου να επιλέγει τον τρόπο και το χρόνο επέλευσης του θανάτου του άπτεται πολλών διαφορετικών ζητημάτων, όπως, νομικών, ηθικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών. Η κατάφαση ενός τέτοιου δικαιώματος έχει αποτελέσει ένα έντονα αμφιλεγόμενο ζήτημα, το οποίο βρίσκεται στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια λόγω των ραγδαίων εξελίξεων της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας, κυρίως, στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) των μονάδων υγείας. Η λειτουργία των ΜΕΘ έχει συμβάλει ανεκτίμητα στην προστασία και τη διάσωση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, από την άλλη, όμως, έχει οδηγήσει και στην παράταση της επιθανάτιας φάσης των ασθενών που νοσηλεύονται σε αυτές, μέσω των σύγχρονων ιατρικών πρακτικών και της χρήσης της προωθημένης τεχνολογίας για την υποστήριξη της ζωής, οι οποίες «έχουν φέρει την εποχή του φυσικού θανάτου σε ένα τέλος 1». Οι ανιάτως πάσχοντες ασθενείς υφίστανται μια ιατρική λιγότερο επικεντρωμένη στην ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια και περισσότερο προσανατολισμένη στην υπερβολική επιμονή των ιατρών και των οικείων των ασθενών να διατηρηθούν οι ζωτικές λειτουργίες τους επ αόριστον, μέσω της ακατάλληλης, τελικά, χρήσης των τεχνολογικών μέσων που διατίθενται στα νοσοκομειακά ιδρύματα και τις κλινικές. Οι επαγγελματίες υγείας αλλά και οι κοινωνίες γενικότερα, παρασύρονται, πολλές φορές, από τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να εμμένουν σε ανώφελες «επιθετικές» θεραπείες, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι ο θάνατος είναι μια φυσική εξέλιξη, το φυσικό και αναπόφευκτο τέλος της ζωής, είτε επέλθει σε ένα «αποδεκτό» χρονικό σημείο της ζωή του ανθρώπου είτε επέλθει πρώιμα. Ακόμα, κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, παρατηρείται ότι οι ιατροί δυσκολεύονται να αποδεχθούν πως μια θεραπεία εξαιρετικά ωφέλιμη και σωτήρια για έναν ασθενή, τυγχάνει ταυτόχρονα και εξαιρετικά ανώφελη για έναν άλλον, για τον οποίο το ιδανικότερο είναι η απόφαση να παρασχεθεί παρηγορητική φροντίδα, η οποία 1 ARTICLE IN PRESS «INTENSIVE AND CRITICAL CARE NURSING - BURNOUT AND JOB SATISFACTION OF INTENSIVE CARE PERSONNEL AND THE RELATIONSHIP WITH PERSONALITY AND RELIGIOUS TRAITS: AN OBSERVATIONAL, MULTICENTER, CROSS-SECTIONAL STUDY», 2017 4
αποτελεί, επίσης, μέρος του θεραπευτικού οπλοστασίου της ιατρικής. Οι αποφάσεις αυτές, που χαρακτηρίζονται ως αποφάσεις στο τέλος της ζωής, αφορούν στη διακοπή της ιατρικής θεραπείας είτε με τη μορφή της μη κλιμάκωσης της ιατρικής αγωγής είτε με τη μορφή της απόσυρσης των μηχανημάτων υποστήριξης της ζωής. Οι επαγγελματίες υγείας βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να αποφασίσουν στο κρισιμότερο χρονικό σημείο της ζωής του ατόμου, εάν η ιατρική αγωγή που παρέχουν στον ασθενή πρέπει να διακοπεί ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, όπως για παράδειγμα τις προσδοκίες για την πορεία της νόσου, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τις δυνατότητες βελτίωσης, και φυσικά, την πραγματική βούληση του ίδιου του ασθενούς. Οι αποφάσεις αυτές προκαλούν έντονη ηθική καταπόνηση στους επαγγελματίες υγείας, καθώς θα καθορίσουν, τελικά, είτε την επέλευση του θανάτου του ασθενούς είτε τη μάταιη, ίσως, διατήρησή του στη ζωή και την παράταση της αγωνίας του ίδιου και των οικείων του. Η ηθική καταπόνηση οφείλεται, ακόμα, και στο γεγονός ότι κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος υφίσταται, πάντοτε, η αμφιβολία και η αβεβαιότητα για τα ιατρικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα, εάν μια θεραπεία συνεχίζει να είναι ωφέλιμη ή όχι ή εάν ο ασθενής βρίσκεται με βεβαιότητα στο τέλος της ζωής του χωρίς καμία, απολύτως, ελπίδα και πιθανότητα βελτίωσης και ανάκαμψης. Τα ερωτήματα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι έννομες τάξεις εντάσσουν τη μη κλιμάκωση της θεραπείας και την απόσυρση των μηχανημάτων υποστήριξης στις μορφές της ευθανασίας, δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερα ηθικά διλήμματα επιβαρύνοντας περισσότερο τη συναισθηματική φόρτιση των ιατρών. Από την άλλη, η ίδια η πρόοδος στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενειών και η εξελιγμένη τεχνολογία έχουν οδηγήσει, ταυτόχρονα, και σε ένα αντίθετο αποτέλεσμα. Συνεπεία της εξελιγμένης θεραπευτικής αντιμετώπισης που απολαμβάνει ο μέσος ασθενής επί των υποκειμενικών του συμπτωμάτων, καθώς και του βελτιωμένου επίπεδου στην ποιότητα της ζωής που του προσφέρει η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, συγκριτικά με το παρελθόν, παρατηρείται περιορισμός στην ανοχή των ασθενών σε αλγεινά συμπτώματα, που συνοδεύουν τις βαρύτατες παθήσεις, με αποτέλεσμα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των βαρέως πασχόντων ασθενών να αντιμετωπίζει την ευθανασία ως το μοναδικό μέσο λύτρωσης. Αυτή η επιθυμία να οδηγηθούν στο θάνατο εντοπίζεται, ακόμα συχνότερα, στους ασθενείς 5
που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ, η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται σε οριακή κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, κατά την οποία οι ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού έχουν εκπέσει αναπότρεπτα και η επέλευση του επικείμενου θανάτου είναι πολύ κοντά, με αποτέλεσμα να παρατείνεται ανώφελα μια βασανιστική διαδικασία. Κατά συνέπεια, παρατηρείται έντονη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που υποφέρουν από ανίατη ασθένεια και επιδιώκουν τον τερματισμό της ζωής τους με σκοπό να απαλλαχθούν από τη δυσβάσταχτη για αυτούς καθημερινότητα, εξασφαλίζοντας, έστω, μια αξιοπρεπή πορεία προς το θάνατο. Με άλλα λόγια, οι ασθενείς που βιώνουν τη βασανιστική και αναπότρεπτη πορεία προς το θάνατο, απογοητευμένοι και εξαντλημένοι από τη νόσο, αντιμετωπίζουν διαφορετικά την επέλευση του θανάτου από ό,τι οι οικείοι τους και οι επαγγελματίες υγείας, επιδιώκοντας το τέλος τους για να λυτρωθούν από τον πόνο και την ταλαιπωρία. Σε αυτό, λοιπόν, το ηθικά φορτισμένο περιβάλλον οι ιατροί καλούνται να λάβουν αποφάσεις τέλους της ζωής, παγιδευμένοι στις προσωπικές τους ηθικές αξίες, στις βιοηθικές αρχές του «ωφελέειν και μη βλάπτειν» και του σεβασμού της αυτονομίας του ασθενή, στο συναισθηματικό κόσμο των οικείων και κυρίως στον περιορισμό που τους επιβάλλουν οι ποινικές κυρώσεις που επισύρει το ποινικό δίκαιο. Εντοπίζονται, έτσι, συγκρούσεις μεταξύ της ιατρικής πρακτικής, της επιθυμίας των οικείων, της πραγματικής βούλησης των ασθενών αλλά και του ποινικού δικαίου εξαιτίας του ανελαστικού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα της ευθανασίας και τις αποφάσεις στο τέλος της ζωής. Παρά το γεγονός ότι οι παγκόσμιες οργανώσεις που έχουν συσταθεί με σκοπό να υποστηρίξουν την αναγνώριση του δικαιώματος να τερματίσει κανείς τη ζωή του, έχουν ασκήσει πιέσεις στις κυβερνήσεις να νομοθετήσουν υπέρ του δικαιώματος καθορισμού του τρόπου και του χρόνου θανάτου, δεν έχει εδραιωθεί μέχρι σήμερα μια κοινή αντιμετώπιση από τις έννομες τάξεις και μια ενιαία νομοθετική ρύθμιση. Η κοινή νομοθετική ρύθμιση κρίνεται σπουδαία για ένα τόσο φλέγον ζήτημα, καθώς παρατηρείται η τάση μετακίνησης των ανθρώπων που επιδιώκουν να τερματίσουν τη ζωή τους, σε χώρες στις οποίες αναγνωρίζεται κάποια μορφή ευθανασίας. Η μετακίνηση αυτή, γνωστή ως «τουρισμός θανάτου», πραγματοποιείται στην προσπάθεια των ανθρώπων να διεκδικήσουν δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα σε άλλες χώρες και όχι σε αυτές 6
στις οποίες τυγχάνουν πολίτες τους. Ειδικά στις χώρες του δυτικού κόσμου, στις οποίες λόγω της παγκοσμιοποίησης, ο τρόπος ζωής, τα ερεθίσματα, ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα, βρίσκονται σε έντονη αλληλεπίδραση και σε τάση ενοποίησης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άδικο να εξαρτάται το εάν κάποιος απολαμβάνει το δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του ή όχι από το τυχαίο γεγονός της χώρας στην οποία γεννήθηκε ή διαμένει μόνιμα. Η δυσκολία που αποτελεί τροχοπέδη στην κοινή νομοθετική ρύθμιση των κρατών, έγκειται στο γεγονός ότι το θέμα της επιλογής του τρόπου και του χρόνου θανάτου του ανθρώπου είναι ένα ιδιαίτερο θέμα, πολυδιάστατο, με ευαίσθητες πτυχές που αγγίζουν τόσο ιατρικές και νομικές όσο και ηθικοθρησκευτικές παραμέτρους. Δύο βασικά ερωτήματα, που αφορούν στο ισχύον δίκαιο, είναι αφενός εάν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στο θάνατο και αφετέρου, εάν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κάποιο άλλο δικαίωμα ισχυρότερο και σπουδαιότερο από το δικαίωμα στη ζωή, όπως για παράδειγμα, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή χωρίς πόνους, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στον αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου ή το δικαίωμα προστασίας της αξίας του ανθρώπου, όταν αυτή χάνεται με μα αναξιοπρεπή προς το θάνατο διαδρομή, ώστε ζυγίζοντας τα έννομα δικαιώματα, όπως απαιτεί το δικαιϊκό σύστημα των περισσότερων κρατών, η ζυγαριά του νόμου να γείρει υπέρ του δικαιώματος να μπορεί κανείς να επιλέγει να τερματίσει τη ζωή του όταν και όποτε εκείνος θέλει. Εάν θα αναγνωριζόταν ένα δικαίωμα από τα παραπάνω ως σπουδαιότερο από το δικαίωμα της ίδιας της ζωής, αυτό δεν θα συνεπαγόταν ότι το έννομο αγαθό της ζωής θα θυσιαζόταν σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, η αναγνώριση ενός άλλου δικαιώματος ως σπουδαιότερου, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει κάποιους μηχανισμούς του ποινικού δικαίου, δυνάμει των οποίων θα ήταν, ίσως, δυνατό υπό συγκεκριμένες συνθήκες να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής της ζωής ή ο καταλογισμός αυτής της πράξης στο πρόσωπο του δράστη. Ιδιαίτερα προβληματική ως προς την ποινική της αντιμετώπιση εντοπίζεται η διαδικασία της μη κλιμάκωσης της θεραπείας και της απόσυρσης των μηχανημάτων υποστήριξης της ζωής στις ΜΕΘ. Η τελευταία συναντάται στην καθημερινή ιατρική πρακτική των περισσότερων κρατών, χωρίς να υπάρχει μια αποκρυσταλλωμένη άποψη και μια σταθερή νομική αντιμετώπιση ως προς το πότε μια τέτοια συμπεριφορά παρουσιάζει ποινικό ενδιαφέρον και πότε όχι. Σε παγκόσμιο επίπεδο, 7
η νομολογία τείνει να αντιμετωπίζει τις παραπάνω περιπτώσεις μεμονωμένα, λαμβάνοντας υπόψιν της τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκαν οι αποφάσεις αυτές. Στην Ελλάδα, οι διατάξεις του ποινικού δικαίου τιμωρούν συγκεκριμένες συμπεριφορές προβλέποντας, βέβαια, λόγους άρσης του αδίκου και του καταλογισμού στο πρόσωπο του δράστη, όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες θα αναλυθούν εκτενώς στα αντίστοιχα κεφάλαια της μελέτης. Οι συμπεριφορές που εντάσσονται στις μορφές της ευθανασίας, άλλοτε αποτελούν ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές που επισύρουν τις προβλεπόμενες από το ποινικό δίκαιο κυρώσεις, άλλοτε παρουσιάζουν αυτά τα στοιχεία που οδηγούν σε άρση του αδίκου ή του καταλογισμού του δράστη και άλλοτε δεν παρουσιάζουν κανένα, απολύτως, ποινικό ενδιαφέρον. Επειδή, λοιπόν, το ζήτημα της ευθανασίας, σε όλες της τις μορφές και οι αποφάσεις στο τέλος της ζωής, δεν είναι αμιγώς νομικά ή ιατρικά θέματα, αλλά διεισδύουν και στα πεδία ενδιαφέροντος τόσο της κοινωνιολογίας και της ηθικής όσο και της θρησκείας, κατ αρχήν φαίνεται αναπόφευκτη η δυσκολία νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η διαφορετική αντιμετώπιση από κάθε έννομη τάξη, καθώς ο νόμος εκφράζει και συμβαδίζει με τα ήθη και τα έθιμα, τις κοινωνικές αξίες, τις αρχές που διέπουν την κάθε κοινωνία ξεχωριστά, αλλά και το νομικό τους πολιτισμό. Δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι η θρησκεία επιβάλλει, πολλές φορές, τη θέση της σε ζητήματα που αφορούν στη ζωή και στο θάνατο έχοντας καθοριστικό ρόλο στη νομοθετική τους ρύθμιση. Αυτό εντοπίζεται εντονότερα στις χώρες που η θρησκεία έχει διαμορφώσει τον πολιτισμό τους και συνεχίζει να ασκεί ισχυρή επίδραση στον τρόπο ζωής των πολιτών, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα και στις χώρες της Ανατολής. Από την άλλη, όμως, η αναγνώριση της αξιοπρέπειας, το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του αυτοπροσδιορισμού, συνιστούν θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία είναι σύμφυτα σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, και ταυτόχρονα κοινά ιδανικά για όλους τους ανθρώπους και αποτελούν το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο. Για αυτόν τον λόγο, όσο οι κοινωνίες και η επιστήμη του δικαίου εξελίσσονται, τόσο πιο σημαντικό και απαραίτητο είναι να απολαμβάνουν οι άνθρωποι αυτά τα δικαιώματα με ισότητα. 8
Ο σκοπός της μελέτης Σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα που αφορά θέματα σχετικά με την ευθανασία και με τις αποφάσεις στο τέλος της ζωής. Ωστόσο, στη χώρα μας η διερεύνηση των ηθικών ζητημάτων και των νομικών περιορισμών βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί, κατ αρχήν, στην ανάλυση των περιπτώσεων των μορφών της ευθανασίας που υπάγονται στις νομοτυπικές μορφές των εγκλημάτων κατά της ζωής και της υγείας, στη διάκριση τους από τις μορφές της ευθανασίας που δεν παρουσιάζουν ποινικό ενδιαφέρον, αλλά και στην ανάλυση εκείνων των περαιτέρω στοιχείων που περιλαμβάνουν και τα οποία μπορούν να ενεργοποιήσουν τους προβλεπόμενους από το ποινικό δίκαιο λόγους άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού. Παράλληλα, θα εκτιμηθεί κατά πόσο το ποινικό δίκαιο μέσω του τρόπου αντιμετώπισης των μορφών της ευθανασίας, έρχεται αντιμέτωπο με τις βιοηθικές αρχές στα ζητήματα που αναδύονται από τις βιοϊατρικές επιστήμες ή υποστηρίζει, τελικά, τις αξίες που αυτές πρεσβεύουν. Ακόμα, προσεγγίζονται από την ιατρική σκοπιά οι αποφάσεις στο τέλος της ζωής που λαμβάνονται στις ΜΕΘ των μονάδων υγείας, η διάκριση και η ένταξή τους στις μορφές της ευθανασίας και η αντιμετώπισή τους από το ποινικό δίκαιο. Επιπλέον, θα εκφραστούν προβληματισμοί σχετικά με το εάν η ποινική απαξία κάποιων μορφών ευθανασίας, όπως ισχύουν σήμερα, βρίσκεται σε αναλογία με την πραγματική κοινωνική απαξία αυτών των συμπεριφορών και θα εκφραστούν γενικότερες σκέψεις ως προς την ποινική τους αντιμετώπιση. Τέλος, παρουσιάζονται οι ηθικές, νομικές και ιατρικές παράμετροι που αλληλοεπιδρούν κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων στο τέλος της ζωής, με αποτέλεσμα να καθιστούν ιδιαίτερα προβληματική και ψυχοφθόρα τη διαδικασία που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επαγγελματίες υγείας στο κρισιμότερο χρονικό σημείο της ζωής του ανθρώπου. Κεφάλαιο 1 : Εισαγωγή στην προβληματική της ευθανασίας 1.1 Η αντίληψη της κοινωνίας για τη σημασία του όρου «ευθανασία» Για τη λέξη «ευθανασία» δεν χρησιμοποιείται μια κοινή ορολογία παγκοσμίως, γεγονός που καταδεικνύει τη διαφορετική αντίληψη της έννοιας μεταξύ των 9
κοινωνιών και κατά συνέπεια δικαιολογεί τη διαφορετική νομική της αντιμετώπιση. Η λέξη «ευθανασία» προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ευ και θνήσκειν και κατά την κυριολεκτική της έννοια ταυτίζεται με τη δημιουργία συνθηκών εύκολου, γαλήνιου και ήρεμου θανάτου. Στην πορεία των χρόνων, όμως, η ευθανασία συνδέθηκε με τη σύντμηση της εναπομένουσας ζωής του πάσχοντος, που βρίσκεται, ήδη, στο στάδιο της επιθανάτιου αγωνίας χωρίς ελπίδα ανάκαμψης και σωτηρίας και την επιδίωξη ενός ανώδυνου, χωρίς αγωνία, και αξιοπρεπούς τέλους. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αυτό φαίνεται ότι είναι ο Άγγλος φιλόσοφος Francis Bacon το 1620, προσδίδοντας στη λέξη την έννοια της σύντμησης της προθανάτιας αγωνίας και της βιολογικής οδύνης του ασθενούς που αργοπεθαίνει με τη συμβολή τρίτου προσώπου. Μερικοί χαρακτηρισμοί που έχουν δοθεί για την έννοια της ευθανασίας κατά καιρούς είναι: Το καλώς θνήσκειν, όπου το «ευ» σημαίνει καλός, ωραίος, γενναίος, ευγενής και το δεύτερο μέρος της λέξης αποδίδει την έκφραση για το φυσικό «θάνατο». «Ευθανασία είναι η σύντμηση της επιθανατίου αγωνίας ενός επωδύνως θνήσκοντος». 2 «Με τον όρο ευθανασία νοούμε ενταύθα την τεχνητή ευθανασία, όταν δηλονότι δια τεχνικών μέσων και κατά κανόνα ανωδύνως επιταχύνωμεν τον θάνατον ενός ανιάτως πάσχοντος και δεινώς υπό αλγηδόνων τυραννουμένου» 3. Στην ελληνική βιβλιογραφία, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της ιατρικής επιστήμης, εισήχθησαν δύο ακόμα όροι, με παρεμφερή με την ευθανασία σημασία. Ο πρώτος όρος είναι η «δυσθανασία», και σημαίνει τη διατήρηση στη ζωή ενός ανιάτως πάσχοντος με την παροχή εξαιρετικής φροντίδας, χωρίς την παροχή της 2 Βλ. Ανδρουλάκης Νικόλαος «Ποινικόν Δίκαιον - Ειδικόν Μέρος», εκδόσεις Αθήνα Κομοτηνή, 1985 3 βλ. Κουτσελίνη Αντ., Μιχαλοδημητράκη Μαν., «Ιατρική Ευθύνη-Γενικά και Ειδικά Θέματα ιατρικής αμέλειας και ιατρικής ευθύνης», 1984. 10
οποίας θα οδηγούνταν στο θάνατο 4. Με άλλα λόγια, ο ως άνω όρος περιγράφει, ακριβώς, την κατάσταση που βιώνει ο ανιάτως πάσχων που διατηρείται στη ζωή με τεχνητά μέσα. Ο δεύτερος όρος είναι η «ορθοθανασία», δια της οποίας περιγράφεται η εγκατάλειψη ενός ανιάτως πάσχοντος στη φυσική πορεία προς το τέρμα της ζωής του. Ο δεύτερος όρος αφορά ασθενείς που είτε από επιλογή τους, είτε από επιλογή των οικείων τους, όταν οι ίδιοι δεν μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους, δεν λαμβάνουν μέτρα παράτασης της ζωής, αλλά επιτρέπουν στη νόσο να εξελιχθεί και να επιφέρει το θάνατο. Κεφάλαιο 2 : Οι μορφές της ευθανασίας 2.1 Η διάκριση των μορφών της ευθανασίας με κριτήριο τον τρόπο τέλεσης αυτής Ως προς τη διάκριση με βάση τον τρόπο τέλεσης, μια μορφή ευθανασίας είναι η ενεργητική ευθανασία. Ο όρος «ενεργητική ευθανασία» συνίσταται στην επιδιωκόμενη πράξη θανάτωσης ενός ανιάτως πάσχοντος ασθενούς από τρίτο πρόσωπο, ο οποίος, συνήθως, είναι ιατρός. Η ενεργητική ευθανασία στον κόσμο της ιατρικής αφορά στους ανθρώπους που υποφέρουν από ανίατη νόσο, η οποία δεν οδηγεί απαραίτητα στο θάνατο, αλλά καθιστά ανυπόφορη την καθημερινότητά τους. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η επιθυμία των ασθενών να τερματίσουν τη ζωή τους με όσο το δυνατό πιο γλυκό και ανώδυνο τρόπο, ώστε να επέλθει η λύτρωση. Το βασικότερο, λοιπόν, χαρακτηριστικό της ενεργητικής ευθανασίας είναι η θετική ενέργεια τρίτου προσώπου που επιφέρει το θάνατο στον πάσχοντα. Η ευθανασία παρουσιάζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά ως προς κάποιες προϋποθέσεις της με τη διαδικασία της αυτοκτονίας, καθώς περιλαμβάνει την έντονη επιθυμία να επέλθει ο θάνατος, αλλά διαφοροποιείται, τελικά, από αυτήν, καθώς ο ασθενής ζητάει τη πράξη της θανάτωσής του από άλλο πρόσωπο. Συνάγεται, λοιπόν, ότι ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό της ενεργητικής ευθανασίας είναι η επιθυμία 4 Βλ. Κότσανος «Ιατρική ευθύνη», 1977 σελ. 250 και Π. Βούλτσος «Η ποινική προβληματική της ευθανασίας», 2006 σελ. 31 11
του ίδιου του ασθενή να τερματίσει η ζωή του. 5 Έτσι, αναπόφευκτα, η ευθανασία απομακρύνεται εννοιολογικά από την ευγονική ευθανασία, δηλαδή, την ευθανασία ανθρώπων εξαιτίας ρατσιστικών κινήτρων, καθώς, στην τελευταία περίπτωση, η πράξη αυτή δεν αποτελεί επιθυμία του ίδιου του ανθρώπου που πρόκειται να απωλέσει τη ζωή του αλλά τρίτου προσώπου. Για την επίτευξη του σκοπού, συχνότερα, χορηγείται μια ενέσιμη θανατηφόρα ουσία που θα οδηγήσει γρήγορα στο θάνατο ή φαρμακευτικά σκευάσματα σε μεγάλες δόσεις. Οι εφαρμογές που έχουν καθιερωθεί στην πράξη, συνοπτικά, είναι η θανάσιμη ένεση, η απόσυρση υποστηρικτικών μηχανημάτων (αναπνευστήρες, μηχανές καρδιακής υποστήριξης, κ.α.), ή η χρήση ειδικών συσκευών που ελέγχονται απευθείας από τον ίδιο τον ασθενή. Ως προς το φάρμακο της ένεσης, επιλέγεται ένα βαρβιτουρικό με ταχεία δράση και χορηγείται, παράλληλα, και ένα παραλυτικό σκεύασμα. Παλαιότερα, ο ιατρικός κόσμος πίστευε ότι ο θάνατος που επέρχεται με τη χορήγηση θανατηφόρας ουσίας εκτός από γρήγορος είναι και ανώδυνος. Η άποψη, αυτή, έχει καταρριφθεί με νέες έρευνες που έχουν αποδείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις ο θάνατος με την χορήγηση τέτοιων ουσιών είναι ιδιαίτερα επώδυνος. Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, η έννοια της ενεργητικής ευθανασίας απαιτεί α) τη θανάτωση ενός ανθρώπου, β) ο άνθρωπος αυτός να υποφέρει από ανίατη ασθένεια και η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη γ) να οδηγείται σε σύντομο χρονικό διάστημα στο θάνατο δ) η κατάσταση αυτή να είναι ανυπόφορη, επώδυνη και αναξιοπρεπής για τον ασθενή και ε) ο ασθενής να επιθυμεί έντονα να τερματίσει τη ζωή του 6. Βέβαια, μορφές ενεργητικής ευθανασίας αποτελούν η γνήσια ευθανασία και η έμμεση ευθανασία, οι οποίες θα αναλυθούν, εκτενώς, στο κεφάλαιο της αντιμετώπισης της ευθανασίας από τις διατάξεις του ποινικού δικαίου. Επιγραμματικά, η γνήσια ή καθαρή ευθανασία είναι η παροχή παρηγορητικής 5 Κατά μία άποψη δεν πρέπει να περιλαμβάνουμε στην ενεργητική ευθανασία ούτε την ευθανασία των νεογνών, (ευγονική ευθανασία) καθώς απουσιάζει αυτό το απαραίτητο στοιχείο της εκφρασθείσας επιθυμίας. 6 Βλ. Μπέκα.Ι «Η προστασία της ζωής και της υγείας στον ποινικό κώδικα», 2004, σελ 23-24 12
φροντίδας στον θνήσκοντα, ενώ η έμμεση ενεργητική ευθανασία είναι η χορήγηση ισχυρών φαρμάκων με σκοπό τη μείωση των πόνων χωρίς να επιδιώκεται ως αποτέλεσμα ο θάνατος, ο οποίος, τελικά, επέρχεται και συνδέεται αιτιωδώς με την ιατρική παροχή. Β) Άλλη μορφή ευθανασίας δυνάμει του τρόπου τέλεσης αυτής είναι η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Αυτή η μορφή ευθανασίας συνίσταται στην παροχή βοήθειας εκ μέρους του ιατρού προς τον υποψήφιο αυτόχειρα που πάσχει από ανίατη πάθηση και επιθυμεί να αυτοκτονήσει, αλλά δεν μπορεί να επιτύχει το σκοπό του χωρίς τη συμβολή του ιατρού. Γ) Τελευταία μορφή ευθανασίας με κριτήριο τον τρόπο τέλεσης αυτής είναι η παθητική ευθανασία, δηλαδή, η παράλειψη του ιατρού να παράσχει την ιατρική φροντίδα στον ασθενή με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση είτε ο ίδιος ο ασθενής έχει εκφράσει την επιθυμία του να παραληφθεί η ιατρική φροντίδα, εφόσον διατηρεί την ικανότητα έκφρασης της βούλησής του, είτε την αντίστοιχη βούληση έχουν εκφράσει οι οικείοι, εφόσον ο ασθενής έχει απωλέσει κάθε ικανότητα επικοινωνίας. 2.2 Διάκριση των μορφών της ευθανασίας με κριτήριο την ικανότητα του ασθενούς να εκφράσει τη βούλησή του Ως προς το κριτήριο αυτό η ευθανασία διαχωρίζεται: α) στην εκούσια ευθανασία (voluntary euthanasia) που είναι ο τερματισμός της ζωής του ασθενούς από τρίτο με εσκεμμένη πράξη θανάτωσης αυτού ή με την απόσυρση των μηχανημάτων υποστήριξης από τον ασθενή είτε με παράλειψη λήψης των μέτρων συντήρησης της ζωής του, δυνάμει της οποίας ικανοποιείται η επιθυμία του ασθενούς που έχει δηλωθεί ρητά. Απαραίτητο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη πνευματικής διαύγειας του πάσχοντος, η οποία να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα ως προς την ενσυνείδητη επιλογή του να επέλθει ο θάνατος. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναζητάται η αληθινή και καθαρή του βούληση. Εάν ο ασθενής εκφράσει την επιθυμία να τερματίσει τη ζωή του και πληρούνται και οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε η ευθανασία αυτή χαρακτηρίζεται εκούσια. Β) Στην περίπτωση, όμως, ασθενούς, ο οποίος βρίσκεται σε αδυναμία έκφρασης της βούλησής του, όπως για παράδειγμα, εκείνου που βρίσκεται σε κωματώδη ή φυτική κατάσταση, τότε σε 13
κάποιες περιπτώσεις η βούλησή του είναι δυνατόν να συναχθεί από προγενέστερα εκφρασθείσες απόψεις του, από τη γενικότερη στάση του απέναντι στη ζωή ή τη βούλησή του εκφράζουν οι συγγενείς με βάση τον χαρακτήρα του και όσα έχει εκφράσει στο παρελθόν για αυτό το ζήτημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ευθανασία δεν χαρακτηρίζεται ως εκούσια, αφού δεν έχει εκφραστεί η επιθυμία του ασθενούς με σαφήνεια ως προς την επιθυμία του να τερματίσει τη ζωή του, δεν χαρακτηρίζεται, όμως, ούτε ως ακούσια (involuntary), διότι πραγματοποιείται δυνάμει προγενέστερης εκφρασθείσας επιθυμίας του. Η κατηγορία αυτή διακρίνεται από την πρώτη κατηγορία, διότι στην εκούσια ευθανασία η επιθυμία είναι ρητή, σαφής και άμεση. Αντιθέτως, στη δεύτερη κατηγορία, η επιθυμία θανάτωσης συνάγεται από τις απόψεις που έχει εκφράσει ο ασθενής σε προγενέστερο στάδιο. Γ) Τελευταία μορφή ενεργητικής ευθανασίας με βάση αυτό το κριτήριο είναι η ακούσια ευθανασία, δηλαδή, η ευθανασία χωρίς προηγούμενη εντολή από τον ασθενή, κατά την οποία ο τελευταίος δεν μπορεί να εκφράσει την άποψή του, δεν έχει εκφρασθεί στο παρελθόν για το συγκεκριμένο θέμα και η απόφαση της θανάτωσης λαμβάνεται από τους οικείους του 7. Συνήθως, στην ιατρική πρακτική, τέτοιας σοβαρότητας αποφάσεις λαμβάνονται από τους οικείους αλλά υπό την καθοδήγηση των θεραπόντων ιατρών. Κεφάλαιο 3: Η ευθανασία και το ποινικό δίκαιο 3.1 η φύση και ο σκοπός του ποινικού δικαίου Πριν την ανάλυση των μορφών της ευθανασίας και της αντιμετώπισής τους από το ποινικό δίκαιο, κρίνεται σκόπιμο για το σύνολο της παρούσας μελέτης να προσδιοριστούν επιγραμματικά η φύση και ο σκοπός του ποινικού δικαίου. Ποινικό δίκαιο είναι το τμήμα του δημοσίου δικαίου, του οποίου οι κανόνες προσδιορίζουν 7 Νόμος υπ αριθμ 3418/2005 Κεφάλαιο Α «Έννοιες και ορισμοί» άρθρο 1 παρ. 4 εδ. β : Στην έννοια «οικείος» περιλαμβάνονται οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μόνιμοι σύντροφοι, οι αδελφοί, οι σύζυγοι και οι μόνιμοι σύντροφοι των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή οι επιμελητές του ασθενούς και όσοι βρίσκονται υπό δικαστική συμπαράσταση. 14
τα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εμφανίζει ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία, η οποία γι αυτόν τον λόγο τιμωρείται από το νομοθέτη με ειδική κύρωση 8. Κατά τον Ανδρουλάκη 9 το ποινικό δίκαιο είναι «εκ της φύσεως αυτού το τμήμα εκείνο του δικαίου, το οποίον ευρίσκεται εις στενωτέραν επαφήν με τη λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν». Σκοπός του ποινικού δικαίου είναι η εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της προστασίας των κοινωνικών αγαθών, ώστε να λειτουργεί εύρυθμα η κοινωνική ζωή και να συμβιώνουν ομαλά τα άτομα. Το ποινικό δίκαιο έχει ως αντικείμενο προστασίας την κοινωνία και τα δικαιώματα των ατόμων, περιλαμβάνει κανόνες με σκοπό να προστατεύσει τα έννομα αγαθά τους και επιβάλλει κυρώσεις στα άτομα που παραβιάζουν και προσβάλλουν τα έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Συνάγεται από τα παραπάνω, ότι το ποινικό δίκαιο φέρει κοινωνιολογικό χαρακτήρα. Απόδειξη αυτού του κοινωνιολογικού χαρακτήρα του ποινικού δικαίου είναι το γεγονός ότι το τελευταίο βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε εποχής ανάλογα με την κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμα κάθε κοινωνίας. Βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την εξέλιξη των κοινωνιών και μέσω των διατάξεών του, είτε απαγορεύει συμπεριφορές κοινωνικά μη αποδεκτές που έχουν ενταχθεί στην καθημερινότητα των ατόμων, είτε αποποινικοποιεί συμπεριφορές που σε παλαιότερες εποχές ήταν κοινωνικά μη αποδεκτές, αλλά με την εξέλιξη των κοινωνιών και των ηθών, δεν φέρουν, πλέον, την ίδια κοινωνική απαξία. Για την καλύτερη κατανόηση της προσαρμογής του ποινικού δικαίου στις ανάγκες της κοινωνίας αξίζει να αναφερθεί ότι στο παρελθόν, όταν η κοινωνία κατέκρινε έντονα τις εξωσυζυγικές σχέσεις συζύγων, η μοιχεία αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Στη σημερινή εποχή, κατά την οποία οι εξωσυζυγικές σχέσεις συζύγων δεν φέρουν την ίδια κοινωνική απαξία, η μοιχεία δεν τιμωρείται ποινικά. Αντιθέτως, στο παρελθόν, η συμπεριφορά του να ασκεί κάποιος νεαρής ηλικίας ψυχολογική και σωματική βία σε συνομήλικό του ήταν σπάνια συμπεριφορά. Με τα χρόνια αυτές οι συμπεριφορές 8 Βλ. Χαραλαμπάκη Α. «Διάγραμμα ποινικού δικαίου Γενικό Μέρος, 5 έκδοση, 2003 σελ. 36 επ. 9 Βλ. Ανδρουλάκη Ν. «Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», 2000, σελ. 1 15
έγιναν συχνό φαινόμενο που απασχόλησε σημαντικά την κοινωνία, και κατά συνέπεια, ο νομοθέτης ποινικοποίησε αυτές τις συμπεριφορές τυποποιώντας τες ως ποινικό αδίκημα 10. 3.2. H αξιολόγηση των μορφών ευθανασίας από το ποινικό δίκαιο Η ευθανασία και οι επιμέρους μορφές αυτής αποτελούν συμπεριφορές, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή της μελέτης, δεν ενδιαφέρουν όλες, ανεξαιρέτως, το ελληνικό ποινικό δίκαιο. Ορισμένες μορφές αυτής πραγματώνουν τη νομοτυπική μορφή κάποιων εγκλημάτων του ποινικού δικαίου και κατά συνέπεια, επισύρουν ποινικές κυρώσεις για τον δράστη, όπως για παράδειγμα η ευθεία ενεργητική ευθανασία, ενώ κάποιες άλλες είναι ποινικά αδιάφορες, όπως για παράδειγμα, η γνήσια ευθανασία και υπό προϋποθέσεις η παθητική ευθανασία. 3.2.1. Η γνήσια ή κυρίως ή καθαρή ευθανασία Η έννοια του όρου Η γνήσια ή κυρίως ή καθαρή ευθανασία, είναι η παροχή ιατρικής βοήθειας με σκοπό να απαλυνθεί ο πόνος του ασθενή, χωρίς, ωστόσο, να προκαλείται επιτάχυνση του επερχόμενου θανάτου. Η γνήσια ευθανασία αποτελεί ιατρική πράξη και συγκεκριμένα χαρακτηρίζεται ως παρηγορητική αγωγή, την παροχή της οποίας προβλέπει ρητά ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας στο άρθρο 29 παρ.1. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο ιατρός υποχρεούται να ανακουφίζει τους πόνους του αρρώστου με ιατρικά μέσα 11. Συγκεκριμένα, ο ιατρός οφείλει να πράττει ο,τιδήποτε είναι δυνατό προκειμένου απαλύνει τους πόνους του αρρώστου. Τα πιο συνήθη ιατρικά μέσα είναι 10 Βλ. άρθρο 312 Άρθρο 312 ΠΚ «Πρόκληση βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά», το γνωστό διεθνώς ως bullying. 11 Ν. 3418/2005: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ «Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής» αρ. 29 παρ. 1: Ο ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας που βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, ακόμη και αν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή. Του προσφέρει παρηγορητική αγωγή και συνεργάζεται με τους οικείους του ασθενή προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και φροντίζει ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του μέχρι το σημείο αυτό. 16
η χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων που σκοπεύει στην ανακούφιση του αρρώστου, αλλά και η ψυχολογική υποστήριξη του ασθενούς δυνάμει της κατάλληλης ενδεδειγμένης φροντίδας και νοσηλείας. Κατά τη χορήγηση της παρηγορητικής αγωγής δεν προβλέπεται, μόνο, η φαρμακευτική υποστήριξη, αλλά και η ψυχολογική συνδρομή του ιατρού προς τον ασθενή. Οι βαρέως πάσχοντες ασθενείς, ειδικά όταν διατηρούν ικανότητες επικοινωνίας και αντίληψης, βιώνουν την πορεία προς το θάνατο μοναχικά, ενώ οι πόνοι και τα συμπτώματα της ασθένειας επιδεινώνονται ολοένα και περισσότερο όσο πλησιάζει το τέλος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η συμπαράσταση και εμψύχωση από τους επαγγελματίες υγείας καθίσταται ύψιστης σημασίας για αυτά τα πρόσωπα. Στις ΜΕΘ, στις οποίες συναντώνται αυτές οι καταστάσεις, η επιθανάτιος φάση των ασθενών απαιτεί υψηλό επίπεδο γνώσεων φροντίδας και επιμέλειας, αλλά και πολυετή εμπειρία στη ψυχολογική υποστήριξη αυτών των προσώπων. Ακόμα, η υποδομή των εγκαταστάσεων κρίνεται σπουδαία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι μέχρι και η μουσική μπορεί να προκαλέσει μείωση των πόνων και ψυχική ανάταση. Ενώ από Ολλανδική έρευνα έχει προκύψει ότι οι ανίατα πάσχοντες που έχουν εναπομείναντα χρόνο ζωής ελάχιστο, ίσως και λιγότερο από τρεις μήνες, τείνουν να μιλούν για καθημερινά πράγματα και να επικεντρώνονται στο χρόνο ζωής που απομένει και όχι στο θάνατο που πλησιάζει. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι οι ανιάτως πάσχοντες παρουσιάζουν μεγάλο ψυχικό σθένος και η σωστή εμψύχωση και συμπαράσταση αποτελούν ανεκτίμητο δώρο για αυτούς 12. 3.2.1.2. Η γνήσια ή κυρίως ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου Προσεγγίζοντας τη γνήσια ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου ως προς το έννομο αγαθό της ζωής, καταρχήν, φαίνεται ότι δεν παρουσιάζει ποινικό ενδιαφέρον. Αφενός, διότι, η γνήσια ευθανασία, άλλως, η παρηγορητική αγωγή αποτελεί ιατρικό και νομικό καθήκον των ιατρών και αφετέρου, δεν εντοπίζεται ευθεία προσβολή της ζωής, καθώς οι ιατρικές πράξεις μείωσης και ανακούφισης από 12 Βλ. Π. Βούλτσου ο.π. σελ. 500 17
τους πόνους, όπως η χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων, δεν συνδέονται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή, με την πρόκληση του θανάτου. Όπως, ήδη, έγινε λόγος, κατά τη γνήσια ευθανασία ο ιατρός χορηγεί φαρμακευτικές ουσίες με σκοπό τη μείωση των πόνων. Σε επιβαρυμένες καταστάσεις, συνήθως τα αναλγητικά που χορηγούνται είτε είναι ισχυρά φαρμακευτικά σκευάσματα είτε χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις. Και ενώ η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι η παρηγορητική αγωγή δεν μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, ωστόσο, θα μπορούσε εύλογα να παρατηρήσει κανείς ότι η θεραπευτική αυτή παρέμβαση, που σκοπό έχει τη μείωση των πόνων, μπορεί να επιβαρύνει σημαντικά τον οργανισμό και κατά συνέπεια να στοιχειοθετήσει την αντικειμενική υπόσταση των άρθρων 308 επ. του ποινικού κώδικα, δηλαδή, των διατάξεων που αφορούν τις σωματικές βλάβες. Με τις διατάξεις των άρθρων 308 επ. ο ποινικός κώδικας προστατεύει το αγαθό της σωματικής ακεραιότητας, απειλώντας ποινικές κυρώσεις για τις συμπεριφορές που προκαλούν βλάβες στην υγεία άλλων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 308 παρ. 1 προβλέπεται ότι «Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ». Ενώ στα άρθρα 309 και 310 τυποποιούνται ως παράνομες συμπεριφορές οι πράξεις που προκαλούν επικίνδυνες και βαριές σωματικές βλάβες στους παθόντες. Στην περίπτωση της γνήσιας ευθανασίας, δηλαδή, της παρηγορητικής αγωγής, υποστηρίχθηκε η άποψη 13 ότι εφόσον μετά την ιατρική παρέμβαση, η συνολική υγεία του ασθενούς δεν παρουσιάζει επιδείνωση, τότε δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ποινικά κολάσιμη η συμπεριφορά του ιατρού. Ωστόσο, όπως αποφαίνεται και η κα Συμεωνίδου Καστανίδου 14, το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορεί 13 Βλ. Λ. Μαργαρίτη, «Σωματικές Βλάβες», β έκδοση 2000, σελ. 149-150 14 Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., «Εγκλήματα κατά των προσωπικών αγαθών»,2006, σελ.120-121 18
να θεωρηθεί ασφαλές, καθώς είναι ιδιαιτέρως δυσδιάκριτο εάν, τελικά, η χορήγηση ισχυρών φαρμακευτικών ουσιών με σκοπό τη μείωση των πόνων που εκ πρώτης όψεως δεν προκαλεί βλάβες αλλά περιάγει τον οργανισμό σε μια γενικότερη κατάπτωση και μείωση της λειτουργίας των βασικών ζωτικών οργάνων, δεν πληρεί με βεβαιότητα τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος της βαριάς σωματικής βλάβης. Αντιθέτως, ανεξαρτήτως του αρχικού επιδιωκόμενου αποτελέσματος, εφόσον προκαλείται, τελικά, επιβάρυνση του οργανισμού, η γνήσια ευθανασία, μάλλον, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανελαστικά από τις διατάξεις του ποινικού δικαίου ως προς την πλήρωση, έστω, της νομοτυπικής μορφής των εγκλημάτων που αφορούν τη σωματική ακεραιότητα. Ως προς τις διατάξεις αυτές, αξίζει να τονισθεί ότι στο έγκλημα του άρθρου 308, δηλαδή, της απλής σωματικής βλάβης, προβλέπεται στην παράγραφο 2 αυτού ένας ειδικός λόγος άρσης του αδίκου 15. Ο ειδικός αυτός λόγος άρσης του αδίκου είναι η ύπαρξη συναίνεσης του παθόντος για την προσβολή της σωματικής του ακεραιότητας. Η συναίνεση του παθόντος αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μόνο, στην περίπτωση της παραγράφου 1, δηλαδή, της απλής σωματικής βλάβης και εφόσον η προσβολή του εννόμου αγαθού δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία διότι, ενώ ο νομοθέτης προβλέπει ρητά ότι στις περιπτώσεις της απλής σωματικής βλάβης η συναίνεση του παθόντα θα άρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της προσβολής του εννόμου αγαθού, το ίδιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες προσβάλλεται βαρύτερα η σωματική ακεραιότητα ή προσβάλλεται το έννομο αγαθό της ζωής. Έτσι, η συναίνεση του παθόντα μπορεί να λειτουργήσει ως λόγος άρσης του αδίκου, μόνο, στις περιπτώσεις προσβολής του αγαθού της σωματικής ακεραιότητας και μάλιστα υπό τη μορφή της απλής σωματικής βλάβης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή, στις περιπτώσεις των άρθρων 309, 310 ΠΚ, δηλαδή στην επικίνδυνη σωματική βλάβη, βαριά σωματική βλάβη και στις προσβολές της ζωής, η συναίνεση του θύματος δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του δράστη. Στην περίπτωση, μάλιστα, της ανθρωποκτονίας με συναίνεση 15 Βλ. Μπέκα Ι. «Εγκλήματα κατά της ζωής και της υγείας - Παραδόσεις», 2002, σελ. 179 επ. 19
του άρθρου 300 ΠΚ ο νομοθέτης προβλέπει ρητά στην ίδια την διάταξη ότι η ύπαρξη της απαίτησης εκ μέρους του θύματος δεν οδηγεί σε απαλλαγή του δράστη από τις ποινικές κυρώσεις. Γίνεται σαφές από την διάκριση αυτή ότι ο νομοθέτης θέλει να απαλλάξει το δράστη από τις ποινικές κυρώσεις στις περιπτώσεις της απλής σωματικής βλάβης, εφόσον έχει προηγηθεί η συναίνεση του παθόντα. Σε κάθε όμως βαρύτερη προσβολή της σωματικής ακεραιότητας ή κατά την προσβολή του σημαντικότερου εννόμου αγαθού της ζωής, ο νομοθέτης δε δικαιολογεί την πράξη ακόμα και εάν έχει προηγηθεί η συναίνεση ή η απαίτηση του παθόντα. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εάν προκληθεί βλάβη της υγείας κατά τη διαδικασία της γνήσιας ευθανασίας, το αδικήματα που θα εξεταστούν, εάν πληρούνται, είναι αυτά των άρθρων 308, 309 και 310 του ποινικού κώδικα και όχι το άρθρο 314, δηλαδή το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Το τελευταίο προϋποθέτει την ύπαρξη αμέλειας στη συμπεριφορά του δράστη, στοιχείο που δεν υφίσταται κατά τη διαδικασία της γνήσιας ευθανασίας. Οι ιατροί που χορηγούν τα φάρμακα με σκοπό τη μείωση των πόνων γνωρίζουν ότι ενδεχομένως, να προκαλέσουν βλάβη της υγείας. Επομένως, η γνώση αυτή σηματοδοτεί την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου για το αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, συνδέει την παράνομη συμπεριφορά του ιατρού με τα άρθρα 308 έως 310 του ποινικού κώδικα. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρηγορητική αγωγή αποτελεί μια παράνομη συμπεριφορά ως προς τις διατάξεις του ποινικού κώδικα για τις σωματικές βλάβες, ανακύπτει σύγκρουση ανάμεσα στις υποχρεώσεις του ιατρού να προστατεύει την υγεία του ασθενούς και στην υποχρέωσή του να του παρέχει την παρηγορητική αγωγή. Συγκεκριμένα, από τη μία ο ιατρός οφείλει να προστατεύει τη σωματική ακεραιότητα εκπληρώνοντας το νομικό καθήκον μη προσβολής της ζωής και της υγείας, από την άλλη, όμως, ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας προβλέπει στο άρθρο 29 ότι «1. Ο ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας που βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, ακόμη και αν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή. Του προσφέρει παρηγορητική αγωγή και συνεργάζεται με τους οικείους του ασθενή προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και φροντίζει, ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του μέχρι το σημείο αυτό». Σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα και του κώδικα 20
ιατρικής δεοντολογίας, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να απέχει από οποιαδήποτε πράξη δύναται να προκαλέσει βλάβη στην υγεία του ασθενή, από την άλλη, όμως, υποχρεούται εκ του νόμου να παρέχει την παρηγορητική αγωγή, γνωρίζοντας ότι η πρόκληση σωματικής βλάβης είναι ενδεχόμενη. Ειδικά, όταν επέλθει το αποτέλεσμα της προσβολής της σωματικής ακεραιότητας ως «παρενέργεια» της προσπάθειας μείωσης των πόνων, ο ιατρός βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να κατηγορείται για την πρόκληση σωματικής βλάβης στο ασθενή του όταν, ταυτόχρονα, η άρνηση να παρέχει την παρηγορητική αγωγή θα τον έφερνε και πάλι αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη, καθώς θα είχε παραβιάσει μια υποχρέωσή του που πηγάζει από το νόμο. Συνεπεία αυτού, φαίνεται ότι η χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων, όταν προκληθεί βλάβη στην υγεία του ασθενούς, αποτελεί ποινικά κολάσιμη πράξη, ενώ, ταυτόχρονα, η μη χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων αποτελεί, επίσης, παράνομη συμπεριφορά. Πρόκειται, λοιπόν, για μια οριακή κατάσταση μεταξύ δύο υποχρεώσεων του ιατρού, της υποχρέωσης του ιατρού να μειώσει τον πόνο του ασθενούς και της υποχρέωσης παράλειψης να προκαλέσει βλάβη στην υγεία του ασθενούς. Στο άρθρο 25 του ποινικού κώδικα προβλέπεται ότι, όταν η προσβολή του εννόμου αγαθού έλαβε χώρα κατά την προσπάθεια διάσωσης ενός άλλου, αίρεται το άδικο της πράξης. Όταν δε, συνυπάρχει καθήκον ενέργειας και καθήκον παράλειψης, πρόκειται για μια υποκατηγορία της κατάστασης ανάγκης, η οποία χαρακτηρίζεται ως σύγκρουση καθηκόντων. Μεταξύ των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 25 ΠΚ, ώστε να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, πρέπει το έννομο αγαθό που, τελικά, θυσιάζεται να είναι σημαντικά κατώτερο από το έννομο αγαθό που διασώζεται. Εκφράστηκε η άποψη 16 ότι η πρόκληση σωματικής βλάβης από τον ιατρό δεν πρέπει να κριθεί ως τελικά άδικη πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 25 ΠΚ, εφόσον έλαβε χώρα κατά την προσπάθεια του ιατρού να μειώσει τους πόνους του ασθενούς, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί εκ του νόμου υποχρέωσή του. Κατά την άποψη αυτή, το γεγονός ότι ο ασθενής οδεύει αναπόφευκτα προς το θάνατο, ευνοεί 16 Βλ Π. Βούλτσο ο.π, σελ. 503-504, 21
τη λειτουργία άρσης του αδίκου της πράξης με την παραδοχή ότι η σωματική βλάβη σε μια θνήσκουσα ζωή μπορεί να χαρακτηριστεί οιονεί ελαφρύτερη από τη σωματική βλάβη σε μια ζωή που δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα υγείας 17 και επομένως, η προσβολή της επιβαρυμένης υγείας με σκοπό τη μείωση των πόνων θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβολή υποδεέστερου εννόμου αγαθού. Η άποψη αυτή, ωστόσο, δεν φαίνεται πειστική, καθώς, εάν δεν αφορούσε ασθενή που οδεύει στο θάνατο δεν θα ήταν δυνατό, σε καμία περίπτωση, να αρθεί το άδικο της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης με την αιτιολογία της προσπάθειας μείωσης των πόνων 18. Κατά δεύτερον, η νομοθεσία έχει αξιολογήσει τη σωματική ακεραιότητα ως ένα σημαντικό ατομικό έννομο αγαθό, το οποίο προστατεύεται από το ποινικό δίκαιο με την απειλή σοβαρών ποινικών κυρώσεων που αγγίζουν τα όρια της κάθειρξης στις διακεκριμένες περιπτώσεις σωματικής βλάβης. Έτσι, η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας και η πρόκληση σωματικών βλαβών δεν επιτρέπεται να θεωρούνται εκ του προοιμίου ως ποινικά ασήμαντες συμπεριφορές, αλλά θα πρέπει να ελέγχονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές λαμβάνουν χώρα. Τέλος, με την αποδοχή της άρσης του αδίκου της προσβολής της θνήσκουσας ζωής λόγω κατάστασης ανάγκης εντοπίζεται μια υποβάθμιση της θνήσκουσας ζωής που δεν συμβαδίζει με τις αρχές του ποινικού δικαίου. Η ζωή φέρει την ίδια ακριβώς αξία από την ημέρα της γέννησης του ατόμου έως και τη στιγμή του θανάτου του ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας του 19. Συνάγεται, λοιπόν, από τα ανωτέρω ότι η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας από τον ιατρό μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με βάση την κατασκευή της αναγνωρισμένης κινδυνώδους δράσης. Έτσι, η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του ιατρού δικαιολογείται, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία 20, εφόσον ο ιατρός 17 Υποστηρίζεται από μερίδα θεωρητικών ότι η βοήθεια προς το θάνατο ενός ασθενούς που υποφέρει, είναι λύση σύμφωνη με την ιατρική ηθική και γεμάτη συμπόνια σε ένα επώδυνο πρόβλημα επειδή η ζωή των ατόμων αυτών είναι ζωή όχι άξια να τη ζει κανείς. 18,17 Βλ. Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, β έκδ., 2001, σελ. 192-193. 20 Βλ. από σειρά «Δημοσιεύματα ιατρικού Δικαίου και βιοηθικής - Ευθανασία», Σάκκουλας, 2007 σελ. 138-139 22
έχει επιλέξει μια ενδεδειγμένη από τα παγκόσμια πρωτόκολλα ιατρική πράξη που διενήργησε κατά τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ενημέρωσε πλήρως τον ασθενή για τους πιθανούς κινδύνους, τις εναλλακτικές θεραπείες και τις πιθανές επιπλοκές και έχει λάβει τη συναίνεση του ασθενούς, όπως ακριβώς προβλέπει ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας στα άρθρα 11 & 12. Τότε, η υιοθέτηση των εν λόγω μέσων θεωρείται επιτρεπτή. 3.2.2. Ευθεία ενεργητική ευθανασία Η έννοια του όρου Η δεύτερη μορφή της ενεργητικής ευθανασίας κατά το ποινικό δίκαιο είναι η ευθεία ενεργητική ή άμεση ευθανασία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι πράξεις που οδηγούν αναπόδραστα στην πρόκληση του θανάτου είτε άμεσα είτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, με σκοπό να λυτρώσουν τον ασθενή από τους πόνους. Κατά βάση, η ευθεία ενεργητική ευθανασία επιτυγχάνεται με χορήγηση ισχυρής δόσης φαρμάκου ή δηλητηρίου. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και οι πράξεις χορήγησης ισχυρών φαρμάκων που έχουν μεν απώτερο σκοπό τη μείωση των πόνων, αλλά είναι βέβαιη και η επέλευση του θανάτου ως παρενέργεια. 3.2.2.1. H ευθεία ενεργητική ευθανασία υπό τη σκοπιά του ποινικού δικαίου O ποινικός κώδικας στα άρθρα 299 έως 307 αποτυπώνει κάποιες συμπεριφορές κοινωνικά ανεπίτρεπτες και τις τυποποιεί ως εγκλήματα, με σκοπό την προστασία του σπουδαιότερου έννομου αγαθού του ανθρώπου, αυτό, της ζωής του. Το άρθρο 299 του ποινικού κώδικα τιμωρεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και ορίζει ότι «Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη». Στο άρθρο 300 τυποποιείται το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με συναίνεση προβλέποντας ότι «Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση». Η ευθεία ενεργητική ευθανασία στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεί ευθεία προσβολή της ζωής ενός ασθενούς και, κατά συνέπεια, πληροί τη νομοτυπική μορφή είτε της ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 του ποινικού κώδικα είτε της ανθρωποκτονίας με συναίνεση του άρθρου 300 όταν συντρέχουν κάποιες, επιπλέον, 23
προϋποθέσεις. Δυνάμει των διατάξεων αυτών, ο δράστης θα τιμωρηθεί είτε με ισόβια κάθειρξη, εάν καταδικασθεί για το άρθρο 299 ΠΚ είτε με φυλάκιση εάν καταδικασθεί για το άρθρο του 300 ΠΚ, εφόσον έδρασε από οίκτο, κατόπιν σπουδαίας και επίμονης απαίτησης του παθόντος, ο οποίος έπασχε από ανίατη πάθηση. 3.2.2.1.2. Η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 299 ΠΚ κατά την ευθεία ενεργητική ευθανασία Στην πρώτη περίπτωση, στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτεί την πράξη αφαίρεσης της ζωής άλλου ανθρώπου, την επέλευση του θανάτου και τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην πράξη και στην επέλευση του θανάτου. Η αφαίρεση της ζωής γίνεται με θετική ενέργεια, με άμεση ή έμμεση επίδραση επί του σώματος του παθόντος. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ενέργειας και του αποτελέσματος υφίσταται όταν μπορούμε να αποφανθούμε με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα ότι η πράξη προσβολής έχει προκαλέσει το αποτέλεσμα. Έτσι, η ευθεία ενεργητική ευθανασία αποτελεί αξιόποινη πράξη πληρώντας την νομοτυπική μορφή του άρθρου 299 ΠΚ, παρά το γεγονός ότι ο ασθενής θα πέθαινε ούτως ή άλλως, επειδή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο θάνατος που προκαλείται δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ασθένεια, αλλά με την πράξη θανάτωσης από τον τρίτο δράστη. Ο θάνατος, δηλαδή, εντοπίζεται ουσιωδώς παραλλαγμένος από το θάνατο που θα είχε προκληθεί από την εξέλιξη της ασθένειας 21. Ως προς την υποκειμενική του υπόσταση, το άρθρο 299 ΠΚ απαιτεί οποιασδήποτε μορφής δόλο. Ο δόλος σκοπού συνίσταται στη γνώση και στη θέληση των στοιχείων της πράξης, ο αναγκαίος στην αποδοχή του αποτελέσματος ως αναγκαίου, ενώ ο ενδεχόμενος στη πρόβλεψη του θανάτου ως ενδεχόμενου και στην αποδοχή αυτού. Έτσι, ο ιατρός ή κάθε τρίτος που με ενέργειά του προσβάλλει τη ζωή 21 Βλ. Μπέκας Ι. «Η προστασία της ζωής και της υγείας στον ποινικό κώδικα», 2004, σελ. 102 επ. 24
του ασθενούς προκαλώντας, τελικά, το θάνατό του, τελεί το αδίκημα του άρθρου 299 ΠΚ, δηλαδή, της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. 3.2.2.1.3. Η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 300 ΠΚ κατά την ευθεία ενεργητική ευθανασία Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αδίκημα του άρθρου 300 22 του ποινικού κώδικα. Στο άρθρο αυτό διαμορφώνεται η προνομιούχα μορφή της ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 ΠΚ, δηλαδή, η ανθρωποκτονία με συναίνεση. Όπως παρατηρεί ο Ι. Μπέκας, η προνομιούχα παραλλαγή της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, εσφαλμένα, έχει χαρακτηριστεί από το νομοθέτη ως ανθρωποκτονία με συναίνεση, αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός είναι ανθρωποκτονία από οίκτο 23. Τα αντικειμενικά στοιχεία που απαιτούνται είναι α) το έγκλημα να τελείται εις βάρος ασθενή που πάσχει από ανίατη ασθένεια και β) το ίδιο το θύμα απαιτεί επίμονα τη θανάτωσή του. Τα υποκειμενικά στοιχεία είναι α) η απόφαση του δράστη να τελέσει την πράξη θα πρέπει να προκαλείται από την απαίτηση του θύματος και β) ο δράστης να αισθάνεται οίκτο για το θύμα - ασθενή. 24 Τα υποκειμενικά στοιχεία που απαιτούνται, κατά κύριο λόγο προσδιορίζουν τη μειωμένη ενοχή του δράστη για το αδίκημα αυτής της μορφής της ανθρωποκτονίας, αφού ο οίκτος προς τον ανιάτως πάσχοντα είναι η αιτία τέλεσης του αδικήματος. Αναλυτικότερα, στο άρθρο 300 ΠΚ τα υποκειμενικά στοιχεία επιφέρουν μείωση της ποινής εξαιτίας της μειωμένης ενοχής στο πρόσωπο του δράστη, διότι η αιτία τέλεσης της πράξης από τον δράστη συνεπάγεται και 22 Ο Γ. Κανάτσιος υποστήριξε, αρχικά, ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 300 ΠΚ έλυσε το πρόβλημα της ευθανασίας τυποποιώντας ως τελικά άδικη συμπεριφορά τη θανάτωση ασθενούς κατόπιν δικής του απαίτησης. Βλ. Η κατ απαίτησιν ανθρωποκτονία», 1955, σελ. 11. Διαφορετική ήταν η άποψη του Κατσαντώνη, ο οποίος υποστήριξε ότι το άρθρο 300 ΠΚ δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της ευθανασίας, καθώς το τελευταίο περιλαμβάνει και ασθενείς που πεθαίνουν με επώδυνο τρόπο χωρίς απαραιτήτως, να υπάρχει σπουδαία και επίμονη απαίτηση από αυτούς. Βλ. Κατσαντώνη Α. «Η ανθρωποκτονία εν συναινέσει κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, Ποιν Χρ. 1956, σελ. 237 23 Βλ. Μπέκα Ι «Εγκλήματα κατά της ζωής και της υγείας», εκδόσεις Σάκκουλα, 2002 24 Βλ. Ε. Καστανίδου «Εγκλήματα κατά της ζωής» 3 η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016 25