ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ... 5 1.1 Άρθρο 1(1)... 5 1.1.1 Υπόθεση... 5 1.1.2 Υπόθεση... 11 1.1.3 Υπόθεση... 13 1.2 Άρθρο 1(2)... 16 1.2.1 Υπόθεση... 16 1.2.2 Υπόθεση... 22 1.3 Άρθρο 2... 28 1.3.1 Υπόθεση... 28 1.3.2 Υπόθεση... 29 1.3.3 Υπόθεση... 33 1.4 Άρθρο 3... 36 1.4.1 Υπόθεση... 36 1.4.2 Υπόθεση... 39 1.5 Άρθρο 3(1)... 43 1.5.1 Υπόθεση... 43 1.5.2 Υπόθεση... 46 1.5.3 Υπόθεση... 50 1.5.4 Υπόθεση... 56 1.5.5 Υπόθεση... 59 1.5.6 Υπόθεση... 63 1.5.7 Υπόθεση... 67 1.5.8 Υπόθεση... 71 1.6 Άρθρο 3(3)... 73 1.6.1 Υπόθεση... 73 1.6.2 Υπόθεση... 80 1.6.3 Υπόθεση... 84 1.6.4 Υπόθεση... 88 1.7 Άρθρο 4... 92 1.7.1 Υπόθεση... 92 1.8 Άρθρο 4(1)... 96 1.8.1 Υπόθεση... 96 1.8.2 Υπόθεση... 100 1.9 Άρθρο 4(2)... 105 1.9.1 Υπόθεση... 105 1.9.2 Yπόθεση... 106 1.9.3 Yπόθεση... 110 1.10 Άρθρο 4(8)... 116 1 325
1.10.1 Υπόθεση... 116 1.11 Άρθρο 5... 119 1.11.1 Υπόθεση... 119 1.12 Άρθρο 6... 122 1.12.1 Υπόθεση... 122 1.13 Άρθρο 6(1)... 126 1.13.1 Υπόθεση... 126 1.13.2 Υπόθεση... 128 1.13.3 Yπόθεση... 131 1.13.4 Υπόθεση... 132 1.13.5 Yπόθεση... 135 1.13.6 Υπόθεση... 141 1.13.7 Υπόθεση... 144 1.13.8 Yπόθεση... 147 1.13.9 Υπόθεση... 149 1.13.10 Yπόθεση... 153 1.13.11 Υπόθεση... 157 1.13.12 Υπόθεση... 161 1.13.13 Υπόθεση... 166 1.13.14 Υπόθεση... 171 1.14 Άρθρο 7... 174 1.14.1 Υπόθεση... 174 1.15 Άρθρο 7(1)... 178 1.15.1 Υπόθεση... 178 1.15.2 Υπόθεση... 180 1.15.3 Υπόθεση... 186 1.15.4 Yπόθεση... 188 1.15.5 Yπόθεση... 191 1.15.6 Yπόθεση... 192 1.15.7 Υπόθεση... 194 1.15.8 Υπόθεση... 197 1.15.9 Yπόθεση... 201 1.16 Άρθρο 8... 205 1.16.1 Yπόθεση... 205 1.17 Σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα... 208 1.17.1 Υπόθεση... 208 1.17.2 Yπόθεση... 212 1.18 Σύμβαση ενυπόθηκης εγγύησης... 218 1.18.1 Υπόθεση 1... 218 1.19 Διαιτητική απόφαση... 219 1.19.1 Yπόθεση... 219 1.19.2 Υπόθεση... 222 1.20 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ / Γενικές υποθέσεις... 224 2 325
1.20.1 Υπόθεση... 224 1.20.2 Υπόθεση... 226 1.20.3 Υπόθεση... 229 2 Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις (Ν. 93(Ι)/96)... 234 2.1 Άρθρο 2... 234 2.1.1 Υπόθεση... 234 2.1.2 Υπόθεση... 236 2.2 Άρθρο 3... 238 2.2.1 Υπόθεση... 238 2.3 Άρθρο 3(1)... 239 2.3.1 Υπόθεση... 239 2.4 Άρθρο 3(2)... 243 2.4.1 Υπόθεση... 243 2.5 Άρθρο 5... 245 2.5.1 Υπόθεση... 245 2.5.2 Υπόθεση... 248 2.5.3 Υπόθεση... 252 2.6 Άρθρο 5(1)... 256 2.6.1 Υπόθεση... 256 2.6.2 Υπόθεση... 260 2.7 Άρθρο 5(4)... 261 2.7.1 Υπόθεση... 261 2.8 Άρθρο 5(5)... 267 2.8.1 Υπόθεση... 267 2.9 Άρθρο 6... 268 2.9.1 Υπόθεση... 268 2.10 Άρθρο 6(1)... 272 2.10.1 Υπόθεση... 272 2.10.2 Υπόθεση... 273 2.11 Άρθρο 6(2)... 275 2.11.1 Υπόθεση... 275 2.11.2 Υπόθεση... 278 2.12 Άρθρο 7... 280 2.12.1 Υπόθεση... 280 2.12.2 Υπόθεση... 281 2.12.3 Υπόθεση... 283 2.13 Περί καταχρηστικών ρητρών Ν. 93/96 / Γενικές υποθέσεις 286 3 325
2.13.1 Υπόθεση... 286 2.13.2 Υπόθεση... 286 2.13.3 Υπόθεση... 289 2.13.4 Υπόθεση... 291 2.13.5 Υπόθεση... 294 2.13.6 Υπόθεση... 303 2.13.7 Υπόθεση... 304 2.13.8 Υπόθεση... 306 2.13.9 Υπόθεση... 309 3 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ... 311 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές... 311 4 325
1 ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ 1.1 Άρθρο 1(1) 1.1.1 Υπόθεση Αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης Η Εφεσείουσα με αγωγή την οποία είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε εναντίον των Εφεσιβλήτων δήλωση «με την οποία να τερματίζεται η Συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου και το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 05/06/2000, ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενους αρ. 1, 2 και 3». Αξίωνε επίσης αποζημιώσεις για ζημιά που κατ ισχυρισμό υπέστη λόγω παράβασης της πιο πάνω συμφωνίας από τους Εφεσίβλητους και διάταγμα διατάσσον τους Εφεσίβλητους 1 να αποδεσμεύσουν αριθμό μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 20.9.2010 η παρούσα έφεση. Η Εφεσείουσα - Αιτήτρια αιτείται: «(Α) Την Εκδοση Διατάγματος δυνάμει της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά το άρθρο 19(3), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά το άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (στο εξής το «ΔΕΕ»), των πιο κάτω ερωτημάτων: (1) Κατά πόσο το άρθρο 134 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 με θέμα «Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή» ούτως ώστε ο ενεχυροδανειστής να εξασκεί το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε επιθυμεί, αντιβαίνει του σκοπού και του πνεύματος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5 ης 5 325
Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και ειδικά των άρθρων 3, 4, 6 και 7 αυτής. (2) (α) η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των εν λόγω μετοχών από το χρηματοδοτικό οργανισμό οποτεδήποτε επιθυμεί, με βάση το άρθρο 4(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αποτελούν παράγοντες για την αξιολόγηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της σύμβασης. (3) Αναφορικά με το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5 ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατά πόσο η συμφωνία χρηματοδότησης (Τεκμήριο 2) η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, στην οποία: (α) ο όρος 2(Ε) της εν λόγω συμφωνίας, αναφέρει ρητά ότι ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα πώλησης των υπό εγγύηση μετοχών, ενώ αντίθετα ο καταναλωτής για να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές χρειαζόταν την εκ των προτέρων συγκατάθεση του επαγγελματία, λόγω του ότι οι μετοχές ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της θυγατρικής εταιρείας του επαγγελματία, (β) ο όρος 6(Γ) αναφέρει ρητά ότι ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα τερματισμού της εν λόγω Συμφωνίας, ενώ αντίθετα καταναλωτής δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. σημαίνουν σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και κατά πόσο οι εν λόγω όροι 2(Ε) και 6(Γ) είναι καταχρηστικοί. (4) Κατά πόσο, με βάση την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των υπό εξασφάλιση μετοχών που απορρέει από μία σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και/ή του δικαιώματος τερματισμού που απορρέει από μία τέτοια σύμβαση, που εξαρτώνται από τη βούληση του επαγγελματία να κρίνει οποτεδήποτε αυτός θελήσει, με 6 325
αποτέλεσμα αυτός να έχει το μέγιστο δυνατό όφελος και ο καταναλωτής τη μέγιστη δυνατή ζημιά, οι όροι αυτοί είναι καταχρηστικοί. (5) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα (3) ή στο ερώτημα (4) ή και στα δύο αυτά ερωτήματα, (δηλαδή ύπαρξης ουσιωδών καταχρηστικών ρητρών) αναφορικά με το άρθρο 6(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, κατά πόσο τέτοια σύμβαση δεσμεύει ή όχι τον καταναλωτή. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση επισημαίνεται ότι η επίδικη υπόθεση έχει σχέση με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ καθότι η εν λόγω Οδηγία έχει αντικείμενο τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις και καθορίζει πότε μία ρήτρα που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική. Εισηγείται η ενόρκως δηλούσα - Αιτήτρια ότι σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η διασφάλιση ενιαίας, ομοιόμορφης και αποτελεσματικής ερμηνείας και εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας σε όλα τα Κράτη - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ολοκληρώνοντας θέτει ότι η προδικαστική παραπομπή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την επίδικη υπόθεση καθότι τα συγκεκριμένα ερωτήματα για τα οποία αξιώνεται παραπομπή στο ΔΕΕ αποτελούν τους σημαντικότερους λόγους έφεσης. Οι Καθ ων η αίτηση - Εφεσίβλητοι προβάλλουν ένσταση, θέτοντας ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, αδικαιολόγητη και καταχρηστική και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης. Εισηγούνται περαιτέρω ότι η παραπομπή των εγειρόμενων θεμάτων δεν είναι αναγκαία για την έκδοση τελικής απόφασης στην προκειμένη περίπτωση. Με την επιφύλαξη των πιο πάνω, θέτουν ότι η εξέταση ζητήματος ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία μπορεί κάλλιστα να γίνει και ανάλογα να αποφασισθεί από το ημεδαπό δικαστήριο. Πολύ δε περισσότερο εφόσον ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν. 93(Ι)/96 ενσωμάτωσε ουσιαστικά τις πρόνοιες της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Όπως διαπιστώνεται από την εκτεταμένη Εκθεση Απαίτησης της Αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν δικογραφούνται ισχυρισμοί, ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, παρά μόνο παρενθετική επίκληση ετεροβαρών όρων (παράγραφος 9(ε) της 7 325
Εκθεσης Απαίτησης). Κατά προέκταση ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε τέτοιο ζήτημα. Τελικά η αξίωση της Εφεσείουσας, όπως προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις της, εδράζεται σε πληθώρα αιτιών αγωγής, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από επίκληση παράβασης συμφωνίας εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, παράλειψής τους να ενεργήσουν σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην επίδικη συμφωνία και παράβασης, εκ μέρους τους, εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή υποχρεώσεων τους ως θεματοφυλάκων και/ή επιτρόπων και/ή εμπιστευματοδόχων και/ή αντιπροσώπων της Εφεσείουσας. Περαιτέρω, διαζευκτικά, διεκδικούνται αποζημιώσεις στη βάση δόλου, απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων των Εφεσιβλήτων. Συνεπώς ούτε επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών εντοπίζεται στην Εκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και αξιώνονται θεραπείες στη βάση αυτή. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας παρέπεμψαν στους ενώπιόν μας λόγους έφεσης, προκειμένου να τεκμηριώσουν τη θέση τους ότι το υπό εξέταση ζήτημα των καταχρηστικών ρητρών και η σχετική Οδηγία 93/13/ΕΟΚ συνιστούν βασικά θέματα, άρρηκτα συνυφασμένα με την ενώπιόν μας διαδικασία. Εχουμε διεξέλθει στο σύνολό τους τους λόγους έφεσης και εύκολα εντοπίζεται από την αιτιολογία που παρέχεται στους μόνους σχετικούς (λόγοι έφεσης 6, 14, 16 και 20), ότι το παράπονο της Εφεσείουσας περιστρέφεται γύρω από τη θέση πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στις υποθέσεις Συρίμη ν. Οργανισμού Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238. Είναι η ανάλογη προσέγγιση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να διακρίνει την επίδικη υπόθεση από τις πιο πάνω λόγω των διαφορετικών δεδομένων που την περιβάλλουν. Προβάλλει επίσης η Εφεσείουσα, μέσω των υπό αναφορά λόγων έφεσης, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί δικαιώματος των Εφεσίβλητων για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, δεν βρίσκει έρεισμα στη συμφωνία χρηματοδότησης και θα έπρεπε τέτοιο δικαίωμα να ασκηθεί με καλή πίστη και με την κατάλληλη επιμέλεια ή έστω σε εύλογο χρονικό διάστημα από την παραβίαση της συμφωνίας προς το σκοπό προστασίας και των θεμιτών συμφερόντων και της Εφεσείουσας. Η 8 325
ουσία λοιπόν των συγκεκριμένων λόγων έφεσης κινείται γύρω από τα, κατ ισχυρισμό, ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά αποτυπώνονται στη μεταξύ των διαδίκων επίδικη συμφωνία και στα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν μέσα από τη συμφωνία αυτή. Παράγοντες άσχετοι με την επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών. Ο μόνος λόγος έφεσης που χρήζει περαιτέρω εξέτασης είναι ο 32 ος οποίος έχει ως ακολούθως: ο 1) Με τον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την επίδικη συμφωνία επενδυτικού σχεδίου, υιοθετώντας ουσιαστικά την θέση των Εναγομένων, αυτή: (α) είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ενάγουσας, και (β) προσκρούει στις πρόνοιες του περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμου, Ν. 93(1)/96. Συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε: (i) την ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ της 5 ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, (ii) τον Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Ν. 93(1)/96 και ειδικά τα άρθρα 6(1) και 7 που εξέθεσε η Ενάγουσα στην Αγόρευσή της. Εχουμε ήδη καταγράψει την ουσία των αξιώσεων της Εφεσείουσας, όπως αυτές αναδύονται μέσα από το σώμα των δικογραφημένων θέσεών της. Δεν εκφέρουμε τελική κρίση, αλλά αντικρίζοντας τον πιο πάνω λόγο έφεσης υπό το πρίσμα των αναγκών της παρούσας Αίτησης, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι φαίνεται να εκφεύγει των ουσιαστικών βάσεων αγωγής που τίθενται μέσα από την Εκθεση Απαίτησης. Δεν είναι δε καθοριστικής σημασίας για σκοπούς τελικής κατάληξης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ακρόασης της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν αχρείαστη η παραπομπή προδικαστικού ζητήματος το οποίο θα είχε ως κεντρικό άξονα την επίκληση των προβαλλόμενων ως καταχρηστικών ρητρών. Τούτο διότι, 9 325
αφενός, όπως και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών αναγνώρισαν, πάγια νομολογία του ΔΕΕ έχει καλύψει τη βασική φιλοσοφία του συστήματος προστασίας που θεσπίζει η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και η οποία στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης. Θέση η οποία και τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχουν καταρτισθεί εκ των προτέρων, χωρίς να έχει τη δυνατότητα επηρεασμού του περιεχομένου τους. Είναι αυτή η ανισότητα στη διαπραγματευτική δύναμη που οδήγησε στην έκδοση της υπό αναφορά Οδηγίας, η οποία και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μηχανισμό ελέγχου τέτοιων συμβατικών ρητρών, προκειμένου να διαπιστώνεται ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας τους. Αφετέρου, σ ότι αφορά τη χώρα μας - και κατ ακολουθία του άρθρου 10 της Οδηγίας και προς συμμόρφωση με αυτή - θεσπίσθηκε ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν. 93(Ι)/96. Υπό το πρίσμα των διατάξεων του Νόμου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε παρόμοια ζητήματα επίκλησης καταχρηστικών ρητρών στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (ανωτέρω). Στη Συρίμη - ο σχετικός δικαστικός λόγος της οποίας ακολουθήθηκε και στην Καλλικάς - κρίθηκε ότι οι ρήτρες της επίδικης συμφωνίας δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές και θεωρήθηκαν, κατ ακολουθία του άρθρου 5 του Νόμου 93(1)/96, ότι συμφωνήθηκαν καλή τη πίστει και χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε πίεσης ή άλλης αθέμιτης παρότρυνσης. Τονίστηκε περαιτέρω ότι ακόμη και αν κάποιες από τις ρήτρες θεωρούνταν καταχρηστικές, η Εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν εντελώς των υποχρεώσεών της, αλλά θα είχε δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση λόγω της καταχρηστικής ρήτρας, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της ρήτρας. Η σύμβαση, όμως, θα συνέχιζε να ισχύει σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες, βασικές, υποχρεώσεις της Εφεσείουσας, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να διαχωρισθεί ως ισχύουσα χωρίς την καταχρηστική ρήτρα. Είναι η κατάληξή μας με βάση τα πιο πάνω, ότι η επιζητούμενη παραπομπή δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση έφεση, ούτε και διαπιστώνεται ύπαρξη ουσιώδους, καθοριστικού, θέματος για 10 325
σκοπούς τελικής κατάληξης και τελεσίδικης επίλυσης της επίδικης διαφοράς. Ούτως ή άλλως, η έκδοση διαταγής για παραπομπή θα ήταν αδικαιολόγητη δεδομένης της σαφήνειας των σχετικών διατάξεων του Νόμου και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας επί της οποίας βασίζεται και της ερμηνείας που τους έχει δοθεί από προηγούμενη σχετική νομολογία. Η Αίτηση απορρίπτεται. Χριστίνα Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd. κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 283/2010, 10 Μαρτίου 2015 1.1.2 Υπόθεση Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Pavel Dumitraş και της Mioara Dumitraş, αφενός, και της BRD Groupe Société Générale Sucursala Judeţeană Satu Mare (υποκατάστημα νομαρχίας Satu Mare της BRD Groupe Société Générale, στο εξής: BRD Groupe Société Générale), αφετέρου, σχετικά με τρεις συμβάσεις πιστώσεως και μία σύμβαση ενυπόθηκης εγγυήσεως. Προδικαστική παραπομπή Προστασία των καταναλωτών Οδηγία 93/13/ΕΟΚ Καταχρηστικές ρήτρες Άρθρο 1, παράγραφος 1 Άρθρο 2, στοιχείο β Ιδιότητα του καταναλωτή Μεταβίβαση οφειλής με ανανέωση συμβάσεων πιστώσεως Ενυπόθηκη εγγύηση συσταθείσα από φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν έχουν καμία επαγγελματική σχέση με τη νέα πρωτοφειλέτρια εμπορική εταιρία. Επομένως, με την επιφύλαξη των ελέγχων που πρέπει να διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι, κατά τη σύναψη των συμβάσεων πιστώσεως και ενυπόθηκης εγγυήσεως της 30ής Ιουλίου 2009, ο P. Dumitraş και η M. Dumitraş δεν ενήργησαν δυνάμει λειτουργικής σχέσεως που πιθανώς διατηρούσαν με τη Lanca Construcţii. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται επίσης να διακριβώσει εάν ο P. Dumitraş και η M. Dumitraş, ως ενυπόθηκοι εγγυητές της εταιρίας αυτής, ενήργησαν για σκοπούς που εντάσσονται στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και, σε αντίθετη περίπτωση, να αντλήσει λυσιτελή συμπεράσματα για τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό τους 11 325
ως «καταναλωτών» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β, της οδηγίας 93/13. Η περίπτωση αυτή θα συνέτρεχε, ιδίως, αν ο P. Dumitraş, ως ενυπόθηκος εγγυητής, ενήργησε λόγω της λειτουργικής σχέσεώς του με τη Lanca, γεγονός που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει. Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, στοιχείο β, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί συμβάσεως ενυπόθηκης εγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ φυσικών προσώπων και πιστωτικού ιδρύματος με αντικείμενο την εγγύηση των υποχρεώσεων τις οποίες συνομολόγησε εμπορική εταιρία έναντι του ιδρύματος αυτού δυνάμει συμβάσεως πιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία τα φυσικά πρόσωπα αυτά ενήργησαν για την επίτευξη σκοπού που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και δεν έχουν δεσμό λειτουργικής φύσεως με την εν λόγω εταιρία, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, στοιχείο β, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί συμβάσεως ενυπόθηκης εγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ φυσικών προσώπων και πιστωτικού ιδρύματος με αντικείμενο την εγγύηση των υποχρεώσεων τις οποίες συνομολόγησε εμπορική εταιρία έναντι του ιδρύματος αυτού δυνάμει συμβάσεως πιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία τα φυσικά πρόσωπα αυτά ενήργησαν για την επίτευξη σκοπού που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και δεν έχουν δεσμό λειτουργικής φύσεως με την εν λόγω εταιρία, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει. 12 325
C-534/15 (πρωτοδικείο Satu Mare, Ρουμανία), 14ης Σεπτεμβρίου 2016 1.1.3 Υπόθεση Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Tarcău και της I. Tarcău, αφενός, και των Banca Comercială Intesa Sanpaolo România SA κ.λπ., σχετικά με σύμβαση ενυπόθηκης εγγυήσεως και με σύμβαση εγγυήσεως. Προδικαστική παραπομπή Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Προστασία των καταναλωτών Οδηγία 93/13/ΕΟΚ Άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, στοιχείο βʹ Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές Συμβάσεις εγγυήσεως και ενυπόθηκης εγγυήσεως που σύναψαν με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα φυσικά πρόσωπα τα οποία ενήργησαν με σκοπό που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους και τα οποία δεν έχουν σχέση λειτουργικής φύσεως με την εμπορική εταιρία υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν. Όπως επισημαίνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, οι ομοιόμορφοι κανόνες που αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες πρέπει να έχουν εφαρμογή σε «κάθε σύμβαση» που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όπως τα πρόσωπα αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της εν λόγω οδηγίας (βλ. αποφάσεις Asbeek Brusse και de Man Garabito, C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 29, και Šiba, C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 20). Επομένως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που παρατίθενται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, το αντικείμενο της συμβάσεως δεν ασκεί επιρροή στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Ως προς τούτο, η εν λόγω οδηγία διακρίνεται ιδίως από την οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48), η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον επί συμβάσεων δυνάμει των οποίων πιστωτικός φορέας χορηγεί σε καταναλωτή πίστωση με τη μορφή προθεσμίας πληρωμής, 13 325
δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκολύνσεως, στοιχείο βάσει του οποίου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση εγγυήσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης αυτής οδηγίας (απόφαση Berliner Kindl Brauerei, C-208/98, EU:C:2000:152, σκέψεις 17 έως 23). Συνεπώς, η οδηγία 93/13 καθορίζει τις συμβάσεις επί των οποίων έχει εφαρμογή με γνώμονα την ιδιότητα των συμβαλλομένων, αναλόγως του αν ενεργούν ή όχι στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους (βλ. αποφάσεις Asbeek Brusse και de Man Garabito, C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 30, και Šiba, C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 21). Το κριτήριο αυτό αντιστοιχεί στην παραδοχή επί της οποίας στηρίζεται το σύστημα προστασίας που τίθεται σε εφαρμογή με την οδηγία, συγκεκριμένα δε στο ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη διαπραγματευτική ισχύ όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρεί στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό τους (βλ. αποφάσεις Asbeek Brusse και de Man Garabito, C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 31, και Šiba, C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 22). Όσον αφορά το ζήτημα αν φυσικό πρόσωπο το οποίο δεσμεύεται να εγγυηθεί τις υποχρεώσεις που συνομολόγησε εμπορική εταιρία έναντι τραπεζικού ιδρύματος στο πλαίσιο συμβάσεως πιστώσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «καταναλωτής», κατά την έννοια του άρθρου 2,στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, πρέπει να επισημανθεί ότι μια τέτοια σύμβαση εγγυήσεως ή ενυπόθηκης εγγυήσεως, μολονότι μπορεί να περιγραφεί, ως προς το αντικείμενό της, ως παρεπόμενη της κύριας συμβάσεως από την οποία απορρέει η οφειλή την οποία εγγυάται [βλ., στο πλαίσιο της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών για τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31), απόφαση Dietzinger, C-45/96, EU:C:1998:111, σκέψη 18], αποτελεί, από απόψεως των συμβαλλομένων μερών, χωριστή σύμβαση εφόσον συνάπτεται μεταξύ προσώπων διαφορετικών από τα 14 325
συμβαλλόμενα μέρη της κύριας συμβάσεως. Συνεπώς, η ιδιότητα με την οποία ενήργησαν τα συμβαλλόμενα μέρη συμβάσεως εγγυήσεως ή ενυπόθηκης εγγυήσεως πρέπει να εκτιμάται ως προς τα μέρη αυτά. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η έννοια του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα (βλ. απόφαση Costea, C-110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 21). Πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικού κριτηρίου, το οποίο συνίσταται στην εκτίμηση περί του αν η επίμαχη συμβατική σχέση εντάσσεται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με την άσκηση επαγγέλματος. Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση δυνάμενη να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, να διακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως και το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, εάν ο οικείος συμβαλλόμενος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας (βλ., σχετικώς, απόφαση Costea, C-110/14, EU:C:2015:538, σκέψεις 22 και 23). Στην περίπτωση φυσικού προσώπου το οποίο εγγυήθηκε για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εμπορικής εταιρίας, απόκειται επομένως στο εθνικό δικαστήριο να διακριβώσει αν το πρόσωπο αυτό ενήργησε στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του ή λόγω λειτουργικών δεσμών του με την εταιρία αυτή, όπως η διαχείρισή της ή τυχόν μη αμελητέα συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιό της, ή αν ενήργησε για την επίτευξη σκοπού ιδιωτικής φύσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι η οδηγία αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής επί συμβάσεως ενυπόθηκης εγγυήσεως ή συμβάσεως εγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ φυσικού προσώπου και χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με αντικείμενο την εγγύηση των υποχρεώσεων τις οποίες συνομολόγησε εμπορική εταιρία έναντι του ιδρύματος αυτού στο πλαίσιο συμβάσεως πιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο αυτό ενήργησε για την 15 325
επίτευξη σκοπού που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του και δεν έχει δεσμό λειτουργικής φύσεως με την εν λόγω εταιρία. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται: Τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι η οδηγία αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής επί συμβάσεως ενυπόθηκης εγγυήσεως ή συμβάσεως εγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ φυσικού προσώπου και χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με αντικείμενο την εγγύηση των υποχρεώσεων τις οποίες συνομολόγησε εμπορική εταιρία έναντι του ιδρύματος αυτού στο πλαίσιο συμβάσεως πιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο αυτό ενήργησε για την επίτευξη σκοπού που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του και δεν έχει δεσμό λειτουργικής φύσεως με την εν λόγω εταιρία. C-74/15 (εφετείο Oradea, Ρουμανία), 19ης Νοεμβρίου 2015 1.2 Άρθρο 1(2) 1.2.1 Υπόθεση Αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης Η Εφεσείουσα με αγωγή την οποία είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε εναντίον των Εφεσιβλήτων δήλωση «με την οποία να τερματίζεται η Συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου και το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 05/06/2000, ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενους αρ. 1, 2 και 3». Αξίωνε επίσης αποζημιώσεις για ζημιά που κατ ισχυρισμό υπέστη λόγω παράβασης της πιο πάνω συμφωνίας από τους Εφεσίβλητους και διάταγμα διατάσσον τους Εφεσίβλητους 1 να αποδεσμεύσουν αριθμό μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας. 16 325
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 20.9.2010 η παρούσα έφεση. Η Εφεσείουσα - Αιτήτρια αιτείται: «(Α) Την Εκδοση Διατάγματος δυνάμει της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά το άρθρο 19(3), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά το άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (στο εξής το «ΔΕΕ»), των πιο κάτω ερωτημάτων: (1) Κατά πόσο το άρθρο 134 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 με θέμα «Δικαίωμα ενεχυροδανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του ενεχυριαστή» ούτως ώστε ο ενεχυροδανειστής να εξασκεί το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε επιθυμεί, αντιβαίνει του σκοπού και του πνεύματος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5 ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και ειδικά των άρθρων 3, 4, 6 και 7 αυτής. (2) (α) η εξάσκηση του δικαιώματος πώλησης των εν λόγω μετοχών από το χρηματοδοτικό οργανισμό οποτεδήποτε επιθυμεί, με βάση το άρθρο 4(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αποτελούν παράγοντες για την αξιολόγηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της σύμβασης. (3) Αναφορικά με το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5 ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατά πόσο η συμφωνία χρηματοδότησης (Τεκμήριο 2) η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, στην οποία: (α) ο όρος 2(Ε) της εν λόγω συμφωνίας, αναφέρει ρητά ότι ο επαγγελματίας έχει δικαίωμα πώλησης των υπό εγγύηση μετοχών, ενώ αντίθετα ο καταναλωτής για να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές χρειαζόταν 17 325