Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Ιουνίου 2015 (OR. en) Διοργανικός φάκελος: 2014/0020 (COD) 10150/15 EF 121 ECOFIN 528 CODEC 910 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου Αντιπροσωπίες αριθ. προηγ. εγγρ.: 9579/15 + COR1 REV1 Αριθ. εγγρ. Επιτρ.: 6022/14 Θέμα: Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ - Γενική προσέγγιση Επισυνάπτεται για τις αντιπροσωπίες το κείμενο της γενικής προσέγγισης, όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο (Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων). 10150/15 ΔΑ/γπ 1
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ (κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 1, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 2, Κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων 3, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: 1 2 3 ΕΕ C 451, 16.12.2014, σ. 45-50. ΕΕ C 137, 25.4.2015, σ. 2-25. ΕΕ C 328, 20.9.2014, σ. 3 4. 10150/15 ΔΑ/γπ 2
(1) Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης περιλαμβάνει περισσότερες από 8 000 τράπεζες με διαφορετικά μεγέθη, εταιρικές δομές και επιχειρηματικά μοντέλα, λίγες από τις οποίες έχουν τη μορφή μεγάλων τραπεζικών ομίλων που ασκούν εκτεταμένο σύνολο δραστηριοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται μεγάλος όγκος δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης. Οι όμιλοι αυτοί περιλαμβάνουν ένα σύνθετο πλέγμα νομικών οντοτήτων και σχέσεων μεταξύ των μελών του ομίλου. Έχουν υψηλό βαθμό αλληλοσύνδεσης μέσω διατραπεζικών δανειοδοτικών ή δανειοληπτικών πράξεων, καθώς και μέσω των αγορών παραγώγων. Οι επιπτώσεις μιας πιθανής χρεοκοπίας αυτών των μεγάλων τραπεζών μπορεί να είναι εξαιρετικά ευρείες και σημαντικές. (2) Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την διασυνδεδεμένη φύση των τραπεζών της Ένωσης και τον επακόλουθο κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, η εξυγίανση μέχρι σήμερα αποτελεί σημαντική πρόκληση, που αφορά ολόκληρους τραπεζικούς ομίλους, και όχι απλώς τα μη βιώσιμα μέρη τους, και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια στήριξη. (3) Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ένωση και τα κράτη μέλη επιχειρούν τη ριζική αναθεώρηση της ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών και έχουν κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης. Δεδομένου του βάθους της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ανάγκης να εξασφαλιστεί ότι όλες οι τράπεζες θα μπορούν να εξυγιανθούν, ήταν αναγκαίο να εκτιμηθεί κατά πόσον απαιτούνται περισσότερα μέτρα για να μειωθεί περαιτέρω η πιθανότητα και ο αντίκτυπος της χρεοκοπίας των μεγαλύτερων και πιο πολύπλοκων τραπεζών. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου («HLEG») υπό την προεδρία του κ. Erkki Liikanen. Η HLEG συνέστησε τον υποχρεωτικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και άλλων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης υψηλού κινδύνου σε ξεχωριστή νομική οντότητα εντός του τραπεζικού ομίλου για τις μεγαλύτερες και πιο περίπλοκες τράπεζες. 10150/15 ΔΑ/γπ 3
(4) Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού τομέα που βρίσκεται σε εξέλιξη θα αυξήσει σημαντικά την ανθεκτικότητα τόσο των μεμονωμένων τραπεζών όσο και του τραπεζικού τομέα στο σύνολό του. Ωστόσο, ένα περιορισμένο υποσύνολο των μεγαλύτερων και πιο περίπλοκων τραπεζικών ομίλων της Ένωσης εξακολουθούν να είναι υπερβολικά μεγάλοι για να χρεοκοπήσουν, υπερβολικά μεγάλοι για να διασωθούν και υπερβολικά περίπλοκοι για να υπόκεινται σε διαχείριση, σε εποπτεία και σε εξυγίανση. Συνεπώς, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν σημαντικό συμπλήρωμα των άλλων ρυθμιστικών πρωτοβουλιών και μέτρων, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν έναν τρόπο πιο άμεσης αντιμετώπισης του πολύπλοκου χαρακτήρα εντός του ομίλου, των επιδοτήσεων εντός του ομίλου, και των κινήτρων για υπερβολική ανάληψη κινδύνων σε σχέση με δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και άλλες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ή προτίθενται να θεσπίσουν μέτρα για την εισαγωγή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα οικεία τραπεζικά συστήματα. (5) Στις 3 Ιουλίου 2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να καταρτίσει προσέγγιση βάσει αρχών για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. (6) Η νομική βάση για τον παρόντα κανονισμό είναι το άρθρο 114 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο προβλέπει την έκδοση μέτρων σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. 10150/15 ΔΑ/γπ 4
(7) Η ανομοιογενής εθνική νομοθεσία που δεν επιδιώκει τους ίδιους στόχους πολιτικής με τρόπο συμβατό και ισοδύναμο με τους μηχανισμούς που προβλέπει ο παρών κανονισμός αυξάνει τις πιθανότητες αρνητικών επιδράσεων στις αποφάσεις των παραγόντων της αγοράς σχετικά με κινήσεις κεφαλαίων επειδή οι διαφορετικοί και ανομοιογενείς κανόνες και πρακτικές μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τις λειτουργικές δαπάνες των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, οδηγώντας έτσι σε μια λιγότερο αποτελεσματική κατανομή των πόρων και των κεφαλαίων σε σύγκριση με μια κατάσταση όπου η διακίνηση των κεφαλαίων υπόκεινται σε παρόμοιους και συνεκτικούς κανόνες. Για τους ίδιους λόγους, οι διαφορετικοί και ανομοιογενείς κανόνες θα επηρεάσουν επίσης αρνητικά τις αποφάσεις των παραγόντων της αγοράς σχετικά με το πού και πώς θα παρέχουν διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι διαφορετικοί και ανομοιόμορφοι κανόνες μπορούν επίσης να ενθαρρύνουν ακούσια το γεωγραφικό «αρμπιτράζ» (επιλογή τοποθεσίας με ευνοϊκότερο καθεστώς). Η κίνηση των κεφαλαίων και η παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης. Χωρίς μια προσέγγιση που θα καλύπτει όλη την Ένωση, τα πιστωτικά ιδρύματα θα υποχρεωθούν να προσαρμόζουν τη δομή τους και τις πράξεις τους ανάλογα με τα εθνικά σύνορα, πράγμα που θα τα καταστήσει ακόμη πιο περίπλοκα και θα οδηγήσει σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς. Η ανομοιογενής εθνική νομοθεσία υπονομεύει επίσης τις προσπάθειες για την επίτευξη ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων εφαρμοστέου σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. (8) Η εναρμόνιση σε επίπεδο Ένωσης διασφαλίζει ότι οι τραπεζικοί όμιλοι της Ένωσης, πολλοί από τους οποίους δραστηριοποιούνται σε διάφορα κράτη μέλη, ρυθμίζονται από κοινό πλαίσιο διαρθρωτικών απαιτήσεων και άλλων μέτρων προληπτικής εποπτείας ούτως ώστε να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, μειώνοντας την πολυπλοκότητα της νομοθεσίας, αποφεύγοντας τις αδικαιολόγητες δαπάνες συμμόρφωσης για τις διασυνοριακές δραστηριότητες, προωθώντας περαιτέρω την ενοποίηση στην αγορά της Ένωσης και συμβάλλοντας στην εξάλειψη των ευκαιριών για ρυθμιστικό αρμπιτράζ. 10150/15 ΔΑ/γπ 5
(9) Σε αρμονία με τους στόχους της συμβολής στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και προκειμένου να λαμβάνονται πλήρως υπόψη τα διάφορα ρυθμιστικά και επιχειρηματικά μοντέλα που υπάρχουν στην Ένωση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αφήνει περιθώριο για δύο διαφορετικές μεθόδους ώστε να διασφαλίζεται ότι, στις περιστάσεις όπου αυτό αρμόζει, οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης βρίσκονται σε οντότητα, η οποία είναι νομικά, οικονομικά και λειτουργικά χωριστή από το πιστωτικό ίδρυμα που ασκεί τις κύριες τραπεζικές δραστηριότητες λιανικής, εφόσον και οι δύο μέθοδοι επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τους στόχους του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτόν, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να προσδιορίζει και να διαχωρίζει τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό από τις λοιπές τραπεζικές εργασίες, ώστε να εντοπίζει τις υπερβολικά ριψοκίνδυνες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης και να επιβάλλει μέτρα, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού των εν λόγω δραστηριοτήτων, για την αντιμετώπιση αυτών των υπερβολικών κινδύνων. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να επιλέγουν την περιτείχιση των βασικών τραπεζικών δραστηριοτήτων λιανικής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Αντιστρόφως, κάθε ανακολουθία που ενδεχομένως προκύψει από την εσφαλμένη ή ασυνεπή εφαρμογή των μεθόδων αυτών, ιδίως μέσω παρεκκλίσεων από τις απαιτήσεις που προβλέπονται συναφώς, μπορεί να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να αξιολογεί την εφαρμογή της παρούσας διάταξης μέσω τακτικής ενημέρωσης από τα κράτη μέλη. Οι ανακολουθίες αυτές ενδέχεται να εμποδίζουν την ορθή εφαρμογή του κανονισμού σε περιπτώσεις που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα υποκείμενα σε διαφορετικά καθεστώτα. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει σαφείς και ολοκληρωμένους κανόνες και για τις περιπτώσεις αυτές. 10150/15 ΔΑ/γπ 6
(10) Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτεταμένες συνέπειες που θα έχει ένα εναρμονισμένο ευρωπαϊκό καθεστώς σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των τραπεζών, θα πρέπει, κατά τη θέσπισή του, να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις ήδη υπάρχουσες κανονιστικές προσεγγίσεις στα διάφορα κράτη μέλη. Ο παρών κανονισμός επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών που υπάρχουν, τις οποίες λαμβάνει υπόψη, και της δημιουργίας κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης, αποφεύγοντας τον χωρίς λόγο διπλασιασμό του κανονιστικού φόρτου για τις θιγόμενες τράπεζες. Η χρησιμοποιούμενη μέθοδος επελέγη λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίζεται ο παρών κανονισμός. Δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο προηγούμενο για τη μελλοντική ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, ενώ επιτρέπει την ύπαρξη δύο διαφορετικών μεθόδων για την επίτευξη των σκοπών του, ο παρών κανονισμός παραμένει εφαρμοστέος ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πράξη που προβλέπει εξαιρέσεις από ορισμένες από τις διατάξεις της ούτε ως πράξη που επιτρέπει την ύπαρξη διαφοροποιημένου γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής. (11) Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο θ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ έχει την αρμοδιότητα να εκτελεί εποπτικά καθήκοντα σε σχέση με τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για την αποφυγή οικονομικών πιέσεων ή καταρρεύσεων, όταν τα καθήκοντα αυτά προβλέπονται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης για τις αρμόδιες αρχές. 10150/15 ΔΑ/γπ 7
(12) Ο παρών κανονισμός σκοπεύει να μειώσει την υπερβολική ανάληψη κινδύνων λόγω δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης και να προστατεύσει τα ιδρύματα που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες καθιστούν σκόπιμο να προβλεφθεί δημόσιο δίχτυ ασφάλειας για την προστασία από τις ζημίες που υφίστανται ως συνέπεια άλλων δραστηριοτήτων. Σκοπεύει επίσης να μειώσει την αλληλοσύνδεση μεταξύ ιδρυμάτων. Οι αναγκαίοι κανόνες θα πρέπει, κατά συνέπεια, να συμβάλουν στην εκ νέου επικέντρωση των τραπεζών στον βασικό τους ρόλο, βασισμένο σε σχέσεις, να υπηρετούν την πραγματική οικονομία, και στην αποφυγή της υπερβολικής διάθεσης των τραπεζικών κεφαλαίων για δραστηριότητες διαπραγμάτευσης σε βάρος του δανεισμού προς την μη χρηματοπιστωτική οικονομία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συμβάλει στη διευκόλυνση της εποπτείας και της παρακολούθησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τους παράγοντες της αγοράς, μειώνοντας τις συγκρούσεις συμφερόντων εντός των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά. (13) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα πιστωτικά ιδρύματα και τους ομίλους με δραστηριότητες διαπραγμάτευσης που καλύπτουν τα κατώτατα όρια που αυτός ορίζει. Αυτό συνάδει με τη ρητή πρόθεση να δοθεί έμφαση στο περιορισμένο υποσύνολο των μεγαλύτερων και πλέον περίπλοκων πιστωτικών ιδρυμάτων και ομίλων που, παρά τις άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, παραμένουν υπερβολικά μεγάλου μεγέθους για να χρεοκοπήσουν και για να διασωθούν και υπερβολικά περίπλοκης φύσης για να υπόκεινται σε διαχείριση, σε εποπτεία και σε εξυγίανση. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται μόνον στα πιστωτικά ιδρύματα και τους ομίλους της ΕΕ που είτε θεωρούνται παγκόσμιας συστημικής σημασίας είτε υπερβαίνουν ορισμένα σχετικά και απόλυτα κατώτατα όρια, βασισμένα σε λογιστικά στοιχεία, από άποψη δραστηριότητας διαπραγμάτευσης ή απόλυτου μεγέθους. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των κατώτατων ορίων για το πεδίο εφαρμογής, και οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει ως εκ τούτου να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν την επιβολή παρόμοιων μέτρων και για μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. 10150/15 ΔΑ/γπ 8
(14) Το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι αρκούντως ευρύ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός και ότι αποτρέπεται η καταστρατήγηση. Ωστόσο, αν οι θυγατρικές των μητρικών εταιρειών της ΕΕ σε τρίτες χώρες ή τα υποκαταστήματα στην ΕΕ πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπόκεινται σε μέτρα τα οποία, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, θεωρούνται ότι έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο προς αυτά που προβλέπει ο παρών κανονισμός, θα πρέπει να εξαιρούνται. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επιπλέον να μπορούν να εξαιρούν τις ξένες θυγατρικές ομίλων με μητρική εταιρεία εγκατεστημένη στην ΕΕ, αν αυτές είναι αυτόνομες και αν η κατάρρευσή τους θα έχει περιορισμένα αποτελέσματα για τον όμιλο ως σύνολο. Επειδή ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προστατεύει τις επιλέξιμες καταθέσεις από ζημίες που προκύπτουν από δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, είναι εύλογο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού οι όμιλοι που περιέχουν τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, όταν σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου οι συνολικές επιλέξιμες καταθέσεις δεν υπερβαίνουν ένα ελάχιστο όριο ή όταν οι συνολικές επιλέξιμες καταθέσεις λιανικής δεν είναι σημαντικού ύψους. (15) Οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό που εκτελούνται σε όμιλο που περιέχει πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δέχονται καταθέσεις λιανικής θα πρέπει να εκτελούνται σε οντότητα διαπραγμάτευσης που θα είναι νομικά, οικονομικά και λειτουργικά χωριστή από τα κύρια πιστωτικά ιδρύματα, καθώς οι εν λόγω δραστηριότητες διαπραγμάτευσης έχουν περιορισμένη ή μηδενική προστιθέμενη αξία για το δημόσιο συμφέρον και είναι εγγενώς ριψοκίνδυνες. 10150/15 ΔΑ/γπ 9
(16) Ενώ ορισμένες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης ενδέχεται να είναι ριψοκίνδυνες, οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης είναι εν γένει επωφελείς για την πραγματική οικονομία και το δημόσιο συμφέρον, τόσο γιατί επιτρέπουν στις τράπεζες να αντισταθμίζουν τους εγγενείς κινδύνους της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας όσο και γιατί επιτρέπουν τις δραστηριότητες πελατών Είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και των άλλων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης, ιδίως της ειδικής διαπραγμάτευσης («market making»). Για την αντιμετώπιση της δυσκολίας αυτής και για να αποτραπεί η άσκηση δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό, τα κύρια τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να υποβάλλουν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα εξής: την παροχή σε πελάτες υπηρεσιών χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνων, καθώς και επενδυτικών υπηρεσιών, τις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης, τις δραστηριότητες αντιστάθμισης των ιδίων κινδύνων του κύριου πιστωτικού ιδρύματος και των θυγατρικών του, τις δραστηριότητες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων, τις αγορές και πωλήσεις χρηματοπιστωτικών προϊόντων που αποκτώνται για μακροπρόθεσμους επενδυτικούς σκοπούς και τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από εθνικές οντότητες που έχουν συσταθεί για τον σκοπό της αναδιάρθρωσης του εθνικού τραπεζικού τομέα, προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αποτελούν διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν και να επαληθεύουν τις πληροφορίες αυτές και, όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι υπάρχουν δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό εντός του κύριου πιστωτικού ιδρύματος, θα πρέπει να απαιτεί από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα να παύσει τις εν λόγω δραστηριότητες. (17) Όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι πελάτες κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 σημείο (9) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 4 θα πρέπει να θεωρούνται πελάτες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Ένα πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ που είναι ειδικός διαπραγματευτής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 σημείο (7) της οδηγίας 2014/65 ΕΕ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο (20) της εν λόγω οδηγίας ή ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να θεωρείται ειδικός διαπραγματευτής (market maker) για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. 4 Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349 έως 496). 10150/15 ΔΑ/γπ 10
(18) Συναλλαγή εντός του ομίλου είναι η συναλλαγή ανάμεσα σε δύο επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση και υπόκεινται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου κινδύνου. Σε περίπτωση που οι δύο επιχειρήσεις αποτελούν μέρη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή μέρη της ίδιας δομής που αποτελείται από κεντρικό οργανισμό και από πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με τον κεντρικό οργανισμό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, αναγνωρίζεται ότι οι συναλλαγές εντός του ομίλου μπορεί να είναι απαραίτητες για την ομαδοποίηση των κινδύνων εντός μίας δομής ομίλου και ότι, συνεπώς, οι κίνδυνοι εντός του ομίλου ενδέχεται να είναι ειδικοί. Αν μια σύμβαση θεωρείται συναλλαγή εντός του ομίλου έναντι ενός αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να θεωρείται συναλλαγή εντός του ομίλου και έναντι του άλλου αντισυμβαλλομένου στην ίδια σύμβαση. Αν οι εν λόγω συναλλαγές υπαχθούν στην απαίτηση υποχρεωτικού διαχωρισμού που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, ενδέχεται να περιοριστεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου εντός του ομίλου. Για τον λόγο αυτό, οι συναλλαγές εντός του ομίλου δεν θα πρέπει να θεωρούνται δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό. Μακροπρόθεσμη επένδυση θα πρέπει να θεωρείται η επένδυση η οποία έχει πραγματοποιηθεί από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα με μακροπρόθεσμη προοπτική και την οποία προτίθεται το ίδρυμα να διακρατήσει κατ αρχήν μέχρι τη λήξη της. Συναφώς, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι μετοχικοί τίτλοι δεν έχουν διάρκεια ισχύος και ότι δεν μπορούν να υπαχθούν στους διακρατούμενους μέχρι τη λήξη τίτλους. Τούτο δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι η επένδυση δεν μπορεί να αποτελεί μακροπρόθεσμη επένδυση όταν γίνεται με πιο μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι συναλλαγές εκκαθάρισης, οι οποίες αφορούν τον ίδιο λογαριασμό του κύριου πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες μετά τη συναλλαγή, δεν θα πρέπει να θεωρούνται δραστηριότητες διαπραγμάτευσης και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό. 10150/15 ΔΑ/γπ 11
(19) Τα κύρια πιστωτικά ιδρύματα δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακάμπτουν την απαγόρευση, έχοντας στην ιδιοκτησία τους ή διαχειριζόμενα επενδύσεις ή αντλώντας ωφέλειες από αυτές, όταν οι εν λόγω επενδύσεις γίνονται σε μη τραπεζικούς φορείς που επιδίδονται σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό. (20) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κύρια πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην απαγόρευση της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό θα μπορούν να συνεχίσουν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της οικονομίας, θα πρέπει να τους επιτρέπεται να επενδύουν στα επενδυτικά κεφάλαια που περιέχονται σε εξαντλητικό κατάλογο που περιλαμβάνεται στον παρόντα κανονισμό. Ο εν λόγω εξαντλητικός κατάλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) χωρίς σημαντική μόχλευση και ΟΕΕ κλειστού τύπου και χωρίς μόχλευση, ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας και ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά ταμεία. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια δεν θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα και τη χρηματοπιστωτική ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων που επενδύουν σ αυτά, είναι σημαντικό οι ΟΕΕ χωρίς μόχλευση και κλειστού τύπου και οι ΟΕΕ χωρίς σημαντική μόχλευση στους οποίους εξακολουθούν να μπορούν να επενδύουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διοικούνται από διαχειριστές ΟΕΕ οι οποίοι εγκρίνονται και εποπτεύονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 5, και ότι οι εν λόγω ΟΕΕ είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση ή, εάν δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, διατίθενται στο εμπόριο στην Ένωση σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω οδηγίας. Δεν θα πρέπει να αποτελεί σκοπό του παρόντος κανονισμού η επιβολή απαιτήσεων σχετικά με τις περιπτώσεις όπου πιστωτικά ιδρύματα έχουν στην ιδιοκτησία τους ασφαλιστικές εταιρείες ή η επιβολή περιορισμών στις επενδύσεις που γίνονται από ασφαλιστικές εταιρείες εντός τραπεζικών ομίλων. 5 Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174, 1.7.2011, σ. 1). 10150/15 ΔΑ/γπ 12
(21) Οι πολιτικές αποδοχών οι οποίες ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων των τραπεζών. Με τη συμπλήρωση της σχετικής ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν, οι διατάξεις για τις αποδοχές θα πρέπει να συμβάλλουν στην πρόληψη της καταστρατήγησης της απαγόρευσης που επιβάλλεται στα κύρια πιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό. (22) Το κύριο πιστωτικό ίδρυμα ή η μητρική εταιρεία της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο του κύριου πιστωτικού ιδρύματος που υπόκειται στην απαγόρευση της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς την απαγόρευση αυτή. (23) Οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης εκτός της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό συνδέονται συχνά με δραστηριότητες πελατών, ενδέχεται ωστόσο να αποτελέσουν πηγή ανησυχίας. Δεδομένου, πάντως, του δυνητικά χρήσιμου χαρακτήρα των εν λόγω δραστηριοτήτων, ιδίως δε της ειδικής διαπραγμάτευσης, αυτές δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτικό διαχωρισμό. Αντίθετα, οι εν λόγω δραστηριότητες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε αξιολόγηση κινδύνου από την αρμόδια αρχή τόσο ατομικά όσο και για τον όμιλο στο σύνολό του. Σε περίπτωση που μπορεί να αποδειχθεί ότι συντρέχει υπερβολικός κίνδυνος, θα πρέπει είτε να απαιτείται να διαχωρίζονται οι δραστηριότητες αυτές από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του κύριου πιστωτικού ιδρύματος ή να επιβάλλονται άλλα μέτρα προληπτικής εποπτείας, ιδίως να απαιτείται η αύξηση από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα των ιδίων κεφαλαίων του, για τον περιορισμό του υπερβολικού κινδύνου. 10150/15 ΔΑ/γπ 13
(24) Η διεξοδική αξιολόγηση του κινδύνου σε ατομικό επίπεδο σχετικά με δραστηριότητες διαπραγμάτευσης άλλες από αυτές που γίνονται για ίδιο λογαριασμό θα πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες των οποίων οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης πιστεύεται ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τις καταθέσεις λιανικής στα κύρια πιστωτικά ιδρύματα και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή την πραγματική οικονομία του σχετικού κράτους μέλους. Οι οντότητες που δεν ανήκουν στον εν λόγω όμιλο δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε διεξοδική ατομική αξιολόγηση κινδύνου, αλλά θα πρέπει να υπόκεινται σε αξιολόγηση για τον εντοπισμό κρυφών δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό, καθώς και σε υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων. Εντούτοις, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζει τη διεξαγωγή πιο διεξοδικής αξιολόγησης κινδύνου σε ατομικό επίπεδο σε εξαιρετικές περιστάσεις, αν η αξιολόγηση των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό ή η αξιολόγηση των πληροφοριών που υποβάλλονται στο πλαίσιο της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων αποκαλύπτουν δυνητικούς υπερβολικούς κινδύνους. Πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. (25) Οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης ή οι δραστηριότητες που αποσκοπούν στη δημιουργία αποθεμάτων ρευστότητας προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανοποίηση άλλων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας έχουν καθοριστική σημασία για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ως εκ τούτου να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στη διαφύλαξη των δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης που βοηθούν στη διατήρηση ή την αύξηση της ρευστότητας των περιουσιακών στοιχείων και της αγοράς, μετριάζουν τη μεταβλητότητα των τιμών και αυξάνουν την ανθεκτικότητα της αγοράς κινητών αξιών στους κλυδωνισμούς, και θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες για τις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης που δεν δικαιολογούνται από την ύπαρξη υπερβολικών κινδύνων. Κατά την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης, τόσο, ιδίως, σε ατομικό όσο και σε συγκεντρωτικό επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις δυνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων αυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή την πραγματική οικονομία των σχετικών κρατών μελών. Εντούτοις, οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης που θα παραμείνουν στο κύριο πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να συνάδουν με τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, οι δραστηριότητες αυτές δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στη δημιουργία πιστωτικού ιδρύματος που θα είναι υπερβολικά μεγάλο ή υπερβολικά διασυνδεδεμένο για να αφεθεί να πτωχεύσει, ενώ δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό που θα διενεργούνται υπό το πρόσχημα της ειδικής διαπραγμάτευσης. 10150/15 ΔΑ/γπ 14
(26) Η αξιολόγηση των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο σε επίπεδο μονάδας διαπραγμάτευσης, καθώς και συγκεντρωτικά για το κύριο πιστωτικό ίδρυμα και τον όμιλο ως σύνολο, με χρήση ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών, όπως είναι η δυνητική ζημία («value at risk»), τα ημερήσια κέρδη και ζημίες και οι δομές διακυβέρνησης, θα πρέπει δε να συμπληρώνεται με την άσκηση από την αρμόδια αρχή της διακριτικής της ευχέρειας. Μετά την αξιολόγηση, όταν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι συντρέχει υπερβολικός κίνδυνος σχετικά με επίμαχες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να επιβάλει αποτελεσματικό και αναλογικό μέτρο για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου. Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να εφαρμόζεται, όπως στην περίπτωση του πεδίου εφαρμογής, και προς το σκοπό της προσαρμογής των μέτρων για την αξιολόγηση των κινδύνων από τις συγκεκριμένες εμπορικές δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 10. Αν εντοπιστεί υπερβολικός κίνδυνος και οι περισσότεροι ποσοτικοί δείκτες καταδεικνύουν υψηλό κίνδυνο και οι ποιοτικοί δείκτες δεν εξασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ελέγχου, θα πρέπει να εξετάζεται ως καταρχήν μέτρο ο διαχωρισμός των εν λόγω δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης ή η συμπλήρωση των κεφαλαίων για τις εν λόγω εμπορικές δραστηριότητες σε σχέση με τους εντοπισθέντες κινδύνους. Στην περίπτωση αυτή, άλλα μέτρα προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον ως πρόσθετες ενέργειες στα ανωτέρω δύο μέτρα. Η αξιολόγηση αυτή διενεργείται με την επιφύλαξη της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η αναφορά που γίνεται στον παρόντα κανονισμό στη μεθοδολογία της δυνητικής ζημίας για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνολικά δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν την αναμενόμενη υστέρηση ως πρόσθετο εργαλείο ανάλυσης. 10150/15 ΔΑ/γπ 15
(27) Η αξιολόγηση των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο μονάδας διαπραγμάτευσης, καθώς και συγκεντρωτικά για το κύριο πιστωτικό ίδρυμα και τον όμιλο ως σύνολο, με χρήση ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών, όπως είναι η δυνητική ζημία («value at risk»), τα ημερήσια κέρδη και ζημίες και οι δομές διακυβέρνησης, θα πρέπει δε να συμπληρώνεται με την άσκηση από την αρμόδια αρχή της διακριτικής της ευχέρειας. Μετά την αξιολόγηση, όταν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι συντρέχει υπερβολικός κίνδυνος, θα πρέπει να επιβάλει αποτελεσματικό και αναλογικό μέτρο για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου. Αν εντοπιστεί υπερβολικός κίνδυνος, θα πρέπει να εξετάζεται ως κατʼ αρχήν μέτρο ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης και, ως εναλλακτική λύση, η συμπλήρωση των κεφαλαίων που αρμόζει ανάλογα με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί. Τα άλλα μέτρα προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον ως πρόσθετες ενέργειες στα ανωτέρω δύο μέτρα. Η αξιολόγηση αυτή διενεργείται με την επιφύλαξη της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 6. Η αναφορά που γίνεται στον παρόντα κανονισμό στη μεθοδολογία της δυνητικής ζημίας για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνολικά δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν την αναμενόμενη υστέρηση ως πρόσθετο εργαλείο ανάλυσης. (28) Η αξιολόγηση των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού γίνεται με την επιφύλαξη των αξιολογήσεων του εμπορικού κινδύνου που διενεργούνται στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μετά από τις οποίες μπορεί αρμόδια αρχή να λάβει μέτρα προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. 6 Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26 Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176, της 27.6.2013, σ. 338). 10150/15 ΔΑ/γπ 16
(29) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αποτελεσματικός διαχωρισμός από νομική, οικονομική, διοικητική και λειτουργική άποψη, τα κύρια πιστωτικά ιδρύματα και οι οντότητες διαπραγμάτευσης θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που αφορούν το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα μεγάλα ανοίγματα σε επίπεδο υποομίλου, καθώς και σε ατομικό και σε ενοποιημένο επίπεδο. Πρέπει να έχουν ισχυρή ανεξάρτητη διακυβέρνηση και χωριστά όργανα διοίκησης. (30) Ένας όμιλος θα πρέπει να έχει την ευχέρεια να επιλέγει την κατάλληλη νομική εταιρική δομή για τις λειτουργίες του. Όταν οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό ή οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης ή και οι δύο έχουν διαχωριστεί από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα και έχουν ενταχθεί σε οντότητα διαπραγμάτευσης, ο όμιλος θα πρέπει να διατηρεί την ευχέρεια να επιλέγει τη δομή του, εκτός αν, μετά από τη διαδικασία κοινής απόφασης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας απαιτεί αλλαγές στη νομική εταιρική δομή του ομίλου, όταν έχει κρίνει ότι αυτό θα είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος κανονισμού και υπό την προϋπόθεση ότι η απαίτηση αυτή θα είναι αναλογική και αιτιολογημένη. Ένας όμιλος που περιλαμβάνει κύρια πιστωτικά ιδρύματα και οντότητες διαπραγμάτευσης θα πρέπει να είναι διαρθρωμένος κατά τρόπο ώστε, σε υποενοποιημένη βάση, να δημιουργούνται χωριστοί υποόμιλοι και κανένας υποόμιλος να μην περιλαμβάνει τόσο κύριο πιστωτικό ίδρυμα όσο και οντότητα διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, η απαίτηση δημιουργίας χωριστών υποομίλων δεν θα πρέπει απαραιτήτως να συνεπάγεται ότι απαιτείται να χρησιμοποιηθεί η δομή της εταιρείας συμμετοχών ή άλλες ειδικές εταιρικές δομές που προβλέπονται στον νόμο. Μετά τον διαχωρισμό της οντότητας διαπραγμάτευσης από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα, το κύριο πιστωτικό ίδρυμα ή η οντότητα διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διατηρούν την ικανότητα να είναι μητρικές επιχειρήσεις είτε της οντότητας διαπραγμάτευσης είτε του κύριου πιστωτικού ιδρύματος. 10150/15 ΔΑ/γπ 17
(31) Τα όρια στα μεγάλα ανοίγματα στοχεύουν στην προστασία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τον κίνδυνο να υποστούν ζημίες λόγω της υπερβολικής συγκέντρωσης κινδύνων έναντι ενός πελάτη ή έναντι ομάδας συνδεδεμένων πελατών. Η εφαρμογή ορίων αυτού του είδους μεταξύ των διαχωρισμένων μερών εντός του πιστωτικού ιδρύματος ή του ομίλου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να περιοριστεί η εφαρμογή του δημόσιου διχτυού ασφαλείας στις δραστηριότητες που υπόκεινται σε διαχωρισμό και να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων μιας οντότητας διαπραγμάτευσης από το κύριο πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να απαγορεύεται στις οντότητες διαπραγμάτευσης να αποδέχονται καταθέσεις λιανικής επιλέξιμες για εγγύηση των καταθέσεων. Η απαγόρευση αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις οντότητες διαπραγμάτευσης να δέχονται καταθέσεις, εκτός καταθέσεων λιανικής, οι οποίες είναι επιλέξιμες για την εγγύηση των καταθέσεων ή να ανταλλάσσουν εξασφαλίσεις που αφορούν αποκλειστικά τις δραστηριότητές διαπραγμάτευσης τους. Ωστόσο, προκειμένου να μην κλείσει μια πρόσθετη πηγή πιστώσεων, οι οντότητες διαπραγμάτευσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν πίστωση σε όλους τους πελάτες. Επιπλέον, αν και οι οντότητες διαπραγμάτευσης ενδέχεται να πρέπει να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμής χονδρικής, εκκαθάρισης και διακανονισμού, δεν θα πρέπει να εμπλέκονται σε υπηρεσίες πληρωμής μικρών ποσών. Το κύριο πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να είναι το μόνο πιστωτικό ίδρυμα εντός του ομίλου που μπορεί να δέχεται καταθέσεις λιανικής επιλέξιμες για την εγγύηση καταθέσεων, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης που αναλύεται στο άρθρο 20 στοιχείο α). 10150/15 ΔΑ/γπ 18
(32) Η απόφαση δυνάμει της οποίας απαιτείται ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και άλλων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης, η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων ή με την οποία επιβάλλονται άλλα μέτρα προληπτικής εποπτείας σε κύριο πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να λαμβάνεται με κοινή απόφαση μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Εντούτοις, θα πρέπει να προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό διαφορετικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες θα εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να έχει την εξουσία να λάβει απόφαση ελλείψει κοινής απόφασης, σε περιπτώσεις όπου η απόφαση εφαρμόζεται στο σύνολο του ομίλου. Ελλείψει κοινής απόφασης, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε μεμονωμένη βάση θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει απόφαση που θα εφαρμόζεται στην εν λόγω θυγατρική, προκειμένου να επιβάλει μέτρα για την αντιμετώπιση υπερβολικά ριψοκίνδυνων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης, ιδίως όταν η απόφαση επηρεάζει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στο κράτος μέλος της θυγατρικής αυτής ή επηρεάζει αρνητικά με άλλον τρόπο την πραγματική οικονομία ή τη δημοσιονομική υπευθυνότητα στο εν λόγω κράτος μέλος. (33) Ελλείψει κοινής απόφασης δυνάμει του άρθρου 26α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να κοινοποιεί την εφαρμοστέα στο σύνολο του ομίλου απόφαση στη μητρική της ΕΕ και όχι άμεσα σε οντότητες άλλες από τη μητρική της ΕΕ. Η μητρική της ΕΕ θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την απόφαση σε ολόκληρο τον όμιλο. Κάθε απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες για τη δημοσιονομική υπευθυνότητα του σχετικού κράτους μέλους. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να συμφωνούν επί μνημονίου συμφωνίας για να διευκολύνουν την αποτελεσματική συνεργασία, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις εφαρμόζονται με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο. 10150/15 ΔΑ/γπ 19
(34) Όταν ίδρυμα που υπόκειται στα μέτρα της παραγράφου 2 στοιχείο α) του άρθρου 5α αποτελεί μέρος ομίλου οντοτήτων, τα εν λόγω επιβαλλόμενα μέτρα δεν θα πρέπει να θίγουν τη δομή ή τις δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου που υπόκεινται στα μέτρα της παραγράφου 2 στοιχείο β) του άρθρου 5α. Όταν ίδρυμα που υπόκειται στα μέτρα της παραγράφου 2 στοιχείο β) του άρθρου 5α αποτελεί μέρος ομίλου οντοτήτων, τα εν λόγω επιβαλλόμενα μέτρα δεν θα πρέπει να θίγουν τη δομή ή τις δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου που υπόκεινται στα μέτρα της παραγράφου 2 στοιχείο α) του άρθρου 5α. (35) Η λογική της απαίτησης δομικού διαχωρισμού που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 2 στοιχείο α) είναι ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να είναι επαρκώς διαχωρισμένο από τις άλλες οντότητες του ομίλου του και θα πρέπει, στο μέτρο που αυτό είναι ευλόγως εφικτό, να είναι ανεξάρτητο σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση και τους πόρους του. Αυτό αποσκοπεί στον αποτελεσματικό διαχωρισμό και στο αδιάκοπο των βασικών υπηρεσιών, ενώ επιτρέπει, στις κατάλληλες περιστάσεις, τη διατήρηση κάποιου βαθμού σύνδεσης με τον ευρύτερο τραπεζικό όμιλο, ώστε, ιδίως, να μπορεί ο υπόλοιπος όμιλος να υποστηρίξει την περιτειχισμένη τράπεζα όταν υφίσταται πιέσεις. (36) Οι αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνονται έχοντας υπόψη τις εγγυήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο στα χρηματοπιστωτικά συστήματα και την πραγματική οικονομία των οικείων κρατών μελών, καθώς και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου. Στις περιπτώσεις όπου στη λήψη των αποφάσεων συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ θα πρέπει να συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως για την εξασφάλιση της ροής κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ τους επί των εν λόγω ζητημάτων. 10150/15 ΔΑ/γπ 20
(37) Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και για να εξασφαλιστεί, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ότι υπάρχει συνοχή μεταξύ των μέτρων που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 7, οι αρμόδιες αρχές και οι σχετικές αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να συνεργάζονται στενά σε όλες τις περιστάσεις, αξιοποιώντας όλες τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Το καθήκον συνεργασίας θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στάδια της διαδικασίας που καταλήγει σε τελική απόφαση αρμόδιας αρχής να επιβάλει διαρθρωτικά μέτρα ή άλλα μέτρα προληπτικής εποπτείας. Σε περίπτωση που λαμβάνονται διαφορετικές αποφάσεις διαχωρισμού από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, οι εν λόγω αρχές θα πρέπει, κατά περίπτωση, να μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο κοινό έδαφος μεταξύ αυτών των αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά το περιεχόμενο και το χρονοδιάγραμμα. (38) Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και η ασφάλεια δικαίου προς όφελος όλων των φορέων της αγοράς, η ΕΑΤ πρέπει να δημοσιεύει και να ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των κύριων πιστωτικών ιδρυμάτων και ομίλων που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό και στις απαιτήσεις σχετικά με τον υποχρεωτικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό. 7 Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190). 10150/15 ΔΑ/γπ 21
(39) Στον βαθμό που η κοινοποίηση πληροφοριών όσον αφορά την προληπτική εποπτεία και για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία των δεδομένων αυτών θα πρέπει να γίνεται εξ ολοκλήρου με σεβασμό του νομικού πλαισίου της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων. Ειδικότερα, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται από την αρμόδια αρχή μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 8. (40) Η παροχή του συνόλου ή μέρους των επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ως τακτική ενασχόληση ή επιτήδευμα σε επαγγελματική βάση από διαφορετικές οντότητες που προσδιορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών ή άλλων μέτρων προληπτικής εποπτείας που επιβάλλονται στα μεγάλα, περίπλοκα και διασυνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 9. Οσάκις ο παρών κανονισμός ορίζει περαιτέρω περιορισμούς στην ικανότητα των εν λόγω οντοτήτων για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, πέραν εκείνων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΚ, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπερισχύουν. Η εκτέλεση των εν λόγω επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΚ, με εξαίρεση τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. 8 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1). Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ.1). 10150/15 ΔΑ/γπ 22
(41) Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζεται με τις αρχές τρίτων χωρών προκειμένου να διερευνώνται λύσεις αλληλοϋποστήριξης που θα εξασφαλίζουν τη συνοχή μεταξύ των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των απαιτήσεων που επιβάλλονται από τρίτες χώρες. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώνει ότι το νομικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις και τις ρυθμίσεις επιβολής. (42) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι φορείς που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αυτόν και να διασφαλιστεί ότι υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα που θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Ως εκ τούτου, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντα κανονισμού θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις ως προς τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιβληθεί ορισμένη κύρωση ή μέτρο, τη δημοσίευση των κυρώσεων ή των μέτρων, τις βασικές εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών προστίμων. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μην θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας. 10150/15 ΔΑ/γπ 23
(43) Προκειμένου να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία για τη θέσπιση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά τα απαριθμούμενα κατωτέρω μη ουσιώδη στοιχεία: την τροποποίηση των συνιστωσών των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για τον υπολογισμό των ορίων, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στα εφαρμοστέα λογιστικά καθεστώτα, την επέκταση των τύπων των κρατικών ομολόγων που δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου ΙΙ του παρόντος κανονισμού και τον προσδιορισμό των κριτηρίων για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας των νομοθετικών και εποπτικών πλαισίων τρίτων χωρών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή οφείλει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και σωστή διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. (44) Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 5 και του άρθρου 27, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. (45) Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ως οργανισμός με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να ανατεθεί στην ΕΑΤ η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, τα οποία δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικές διοικητικές διαδικασίες και διαδικασίες υποβολής εκθέσεων κατά την εκπόνηση τεχνικών προτύπων. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων βασίζονται σε σαφείς αρχές σε ό,τι αφορά την προβλεψιμότητα και τη διαφάνεια, καθώς και ότι χρησιμοποιούνται, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τα υπάρχοντα δεδομένα ώστε να αποφεύγονται οι επικαλύψεις στις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων. Η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις που αφορούν τους τομείς πολιτικής για τους οποίους υποβάλλει εκθέσεις και καταρτίζει σχέδια. Η ΕΑΤ δεν πρέπει να προδικάζει τις εργασίες των αρμόδιων αρχών με καθορισμό των κατώτατων ορίων σχετικά με υπερβολικούς κινδύνους. 10150/15 ΔΑ/γπ 24
(46) Η εξουσιοδότηση προς την ΕΑΤ να αναπτύσσει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού των ορίων ως προς το πεδίο εφαρμογής δεν θα πρέπει να εξαναγκάζει τα ιδρύματα να εφαρμόζουν λογιστικά πλαίσια που θα διαφέρουν από αυτά που ισχύουν για τα ιδρύματα αυτά δυνάμει άλλων πράξεων του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου. (47) Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ, όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων για τον σκοπό του εντοπισμού των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και άλλων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης υψηλού κινδύνου, με κατ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 10. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πρότυπα μπορούν να εφαρμόζονται από το σύνολο των σχετικών πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων και των δραστηριοτήτων τους. (48) Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ, όσον αφορά τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του όγκου των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης που ασκούν τα πιστωτικά ιδρύματα και όμιλοι, για τους σκοπούς των ορίων του άρθρου 3, το ενιαίο υπόδειγμα για την κοινοποίηση του συνολικού όγκου και των συνιστωσών των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των μητρικών εταιρειών, για τους σκοπούς του υπολογισμού των ορίων του άρθρου 3 και για την τυποποίηση των μορφοτύπων για την υποβολή στοιχείων, των υποδειγμάτων και των ορισμών για τη διαβίβαση πληροφοριών από τα κύρια πιστωτικά ιδρύματα και τις οντότητες διαπραγμάτευσης στις αρμόδιες αρχές, μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 10 Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12). 10150/15 ΔΑ/γπ 25
(49) Όποτε προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, είναι σκόπιμο η ΕΑΤ να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών των εθνικών αρχών μέσω κατευθυντήριων γραμμών, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αυτή η σύγκλιση των πρακτικών είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των δύο επιλογών σύμφωνα με το άρθρο 5α. Ως εκ τούτου, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές τόσο για την εκτίμηση της επικινδυνότητας σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, με σκοπό τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού, όσο και για την αξιολόγηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 5α παράγραφος 5 για την εφαρμογή των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, ώστε να επιτυγχάνεται η ίδια ποιότητα αναγνώρισης των εμπορικών κινδύνων. Για τους τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η ΕΑΤ έχει τη δυνατότητα να εκδίδει, ιδία πρωτοβουλία, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας. (50) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η πρόληψη του συστημικού κινδύνου, των οικονομικών πιέσεων ή της κατάρρευσης των μεγάλων, περίπλοκων και διασυνδεδεμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω της πρόληψης των υπερβολικών κινδύνων από δραστηριότητες διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο των πιστωτικών ιδρυμάτων και μέσω της μείωσης της διασύνδεσης εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. (51) Η επιχειρηματική ελευθερία σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές είναι αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ο Χάρτης»). Κάθε πρόσωπο εντός της Ένωσης έχει δικαίωμα για την έναρξη λειτουργίας ή τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να υπόκειται σε διακρίσεις ή περιττούς περιορισμούς. Επιπλέον, η κατοχή μετοχών προστατεύεται ως περιουσία δυνάμει του άρθρου 17 του Χάρτη. Οι μέτοχοι έχουν το δικαίωμα να κατέχουν, να χρησιμοποιούν και να διαθέτουν την περιουσία τους, και το δικαίωμα να μην στερούνται ακουσίως της περιουσίας αυτής. Ο υποχρεωτικός διαχωρισμός της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό και ο διαχωρισμός ορισμένων υπερβολικά ριψοκίνδυνων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ενδέχεται να επηρεάζουν την επιχειρηματική ελευθερία, καθώς και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων οι οποίοι, σε μια τέτοια κατάσταση, δεν μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα την περιουσία τους. 10150/15 ΔΑ/γπ 26