Claude Duprat, Ψυχαναλυτής, μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου (ΑΜΕ), της Ευρωπαϊκής Σχολής Ψυχανάλυσης και της GRAPPAF Για το κενό και για το τίποτε στη διδασκαλία του Ζακ Λακάν. Στους κόλπους της γαλλικής γλώσσας το κενό, το τίποτε και το μηδέν είναι λέξεις που εμφανίζουν μια εννοιολογική εγγύτητα. Η κάθε μια από τις τρεις αρθρώνεται, κατά κάποιο τρόπο, με την έννοια της έλλειψης που κατέχει μια κεντρική θέση στο φροϋδικό πεδίο. Tο 1941 ο Μάρτιν Χάιντεγκερ έκανε ένα μάθημα με τον τίτλο: «Θεμελιακές έννοιες», που διαπραγματεύτηκε το είναι και το ον (δημοσίευση το 1985 στις εκδόσεις Gallimard). Στη σελίδα 53 ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι το είναι «δεν σημαίνει παρά μόνο μια αναπαράσταση, αναμφίβολα απαραίτητη, που παρόλα αυτά παραμένει, κατά βάθος, εντελώς κενή». Λίγο μετά αναρωτιέται: «Το είναι δεν αποτελεί το γέμισμα του κενού;». Κάνει ένα βήμα παραπέρα, στη σελίδα 72, διατυπώνοντας ότι «Το είναι αποτελεί το γέμισμα της κενότητας όντας ταυτόχρονα διάχυση», μια παράδοξη διαβεβαίωση. O Χάιντεγκερ κάνει αναφορά στο μηδέν, στη σελίδα 66, υπενθυμίζοντας ότι ο Νίτσε έβλεπε στο είναι το γέμισμα του μηδενός. Δεν είναι λοιπόν νόμιμο, από κει και πέρα, να καθορίσουμε το είναι με βάση το μηδέν; Όχι! απαντάει ο Χάιντεγκερ, διότι «το μηδέν είναι από μόνο του καθαρή απουσία καθορισμού: πως θα μπορούσε να προσφέρει χαρακτηριστικά που να μας επιτρέψουν να συλλάβουμε το είναι;». Στη συνέχεια διευκρινίζει ότι: «Το μηδέν είναι αυτό που υπάρχει ως το πιο κενό και ότι είναι μοναδικό. Επομένως το ίδιο ισχύει και για το είναι». Αυτό το τελευταίο εμφανίζεται, υπογραμμίζει, σαν ένα έδαφος που κξμρύβεται, είναι το «α- πύθμενο», «η ά-βυσσος». Ο Χάιντεγκερ και ο Λακάν εξεδήλωσαν, όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους έλληνες φιλοσόφους και για το ζήτημα του είναι. Ανάμεσά τους για τον Παρμενίδη, σύμφωνα με τον οποίο δύο δρόμοι προσφέρονται για την αναζήτηση της αλήθειας. Στον πρώτο αντιστοιχεί η εξής διαβεβαίωση: «Υπάρχει είναι και δεν μπορεί να μην υπάρχει». Στο δεύτερο δρόμο αντιστοιχεί η αντιθετική διαβεβαίωση: «Δεν υπάρχει είναι και δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο». Το να διατείνεται κανείς ότι δεν υπάρχει είναι, οδηγεί στο να παραδεχθεί ότι το μη-είναι υπάρχει, και ότι αυτό που υπάρχει είναι το μηδέν. Ο ατομισμός, ο οποίος εισάγεται από τον Λεύκιππο τον 5ο αιώνα π. Χ., θέτει επί σκηνής ένα άπειρο πλήθος ατόμων που κινούνται μέσα στο κενό και αποδέχεται το κενό του είναι. Ο μαθητής του Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό, τα θεωρεί ως τα μόνα αντικείμενα μιας θετικής γνώσης. Οι μόνες πραγματικότητες που αναγνωρίζει είναι «το είναι και το μη είναι» καθώς και «το κάτι και το μη κάτι». Στον Αριστοτέλη βρίσκουμε μια σαφή διάκριση των εννοιών του χώρου, του χρόνου, της κίνησης, του τόπου, του απείρου και του κενού. Η επεξεργασία της λογικής που κάνει, αποτελεί 1
μια προσπάθεια ν αποδεσμευτεί από αυτό που υπάρχει ως λεκτικό μέσα στη γλώσσα, στο βαθμό που το λεκτικό έχει κατά τη γνώμη του, μια στενή σχέση με το κενό. Καθώς δεν είμαι φιλόσοφος από εκπαίδευση, θα πρέπει να επισημάνω ότι βρήκα μέσα σε δύο συλλογικά έργα της ιστορίας της φιλοσοφίας, τα στοιχεία που συνέλεξα για να τα παραδώσω στον έλεγχο και την κριτική σας. Το πρώτο, υπό τη διεύθυνση του François Chatelet, έχει τον τίτλο «Η λαϊκή ειδωλολατρική φιλοσοφία», το δεύτερο, με τίτλο «Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας στον 20 ο αιώνα», υπό τη διεύθυνση του Maurice Merleau-Ponty. Ήδη από την ομιλία του στη Ρώμη τον Σεπτέμβριο του 1953, «Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση», που αποτελεί την έναρξη της διδασκαλίας του, ο Λακάν θέτει σε αντίθεση την κενή ομιλία από την πλήρη ομιλία. Αναφέρεται επίσης σε ένα«κάλεσμα του υποκειμένου πέρα από το κενό των λεγομένων του». Σ ένα άλλο κείμενο των Γραπτών «Απάντηση στο σχόλιο του Jean Hyppolite», του 1954, βρίσκουμε στην σελίδα 392 την εξής φράση: «Στην συμβολική τάξη, τα κενά είναι το ίδιο σημαίνοντα με τα πλήρη. Φαίνεται μάλλον, για να κατανοήσουμε σήμερα τον Φρόϋντ, ότι έστω κι αν είναι το χάσμα ενός κενού, αυτό συνιστά το πρώτο βήμα όλης της διαλεκτικής του κίνησης». Το 1960, στο άρθρο του «Παρατήρηση πάνω στην έκθεση του Daniel Lagache», στην σελίδα 679 των Γραπτών, ο Λακάν αρθρώνει το υποκείμενο σαν απουσία και το Πράγμα σαν κενό: «Όμως την πρωταρχική αυτή θέση του υποκειμένου, πως θα μπορούσε να την ξαναβρεί κανείς μέσα σ αυτήν την έκλειψη, που τη συγκροτεί σαν απουσία? Πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς αυτό το κενό, σαν το πλησιέστερο Πράγμα, ακόμη και για να το αναπτύξει εκ νέου στους κόλπους του Άλλου, προκειμένου να κάνει εκεί ν αντηχήσει η δική του κραυγή;». Το σεμινάριο VII «Η ηθική της ψυχανάλυσης», 1959-1960, δίνει έμφαση στο «das Ding», στο Πράγμα, και στην προβληματική της δημιουργίας, της μετουσίωσης. Ο Λακάν, στην δική του ανάγνωση του κειμένου της διάλεξης που εκφωνήθηκε τον Ιούνιο του 1950 από τον Χάιντεγκερ, έχοντας για τίτλο «Το Πράγμα», σημειώνει την σπουδαιότητα του ρόλου του κενού. Έχοντας υπενθυμίσει την βαρύτητα της λειτουργίας του das Ding στην χαϊντεγκεριανή προσέγγιση του Είναι, ο Λακάν επικαλείται τη διαλεκτική του αγγειοπλάστη και του βάζου. Εάν το βάζο μπορεί να είναι πλήρες, είναι στο βαθμό που, στην ουσία του, είναι κενό. Στην σελίδα 146 βρίσκεται μια παράγραφος με μια συναρπαστική πυκνότητα: «Άρα, εάν θεωρήσετε το βάζο στην προοπτική που έχω παράγει αρχικά, σαν ένα αντικείμενο φτιαγμένο για να αναπαραστήσει την ύπαρξη του κενού, στο κέντρο του πραγματικού που αποκαλείται το Πράγμα, το κενό αυτό, όπως παρουσιάζεται μέσα στην αναπαράσταση, παρουσιάζεται καλά σαν ένα μηδέν (nihil), σαν τίποτε. Και γι αυτό ο αγγειοπλάστης, ακριβώς όπως εσείς, στους οποίους μιλώ, δημιουργεί το βάζο γύρω από αυτό το κενό με το χέρι του, το δημιουργεί ακριβώς όπως ο μυθικός δημιουργός, εκ του μηδενός (ex nihilo), με βάση την τρύπα». Σε γενικές γραμμές κάθε τέχνη χαρακτηρίζεται από έναν ορισμένο τρόπο οργάνωσης γύρω από το κενό. Σε κάθε μορφή μετουσίωσης το κενό είναι καθοριστικό. Η ζωγραφική μαθαίνει να εξουσιάζει αυτό το κενό που προσδιορίζει την θέση του Πράγματος και στην ουσία πάντα χρειάζεται, μέσα σ ένα έργο τέχνης, «να περιχαρακωθεί το 2
Πράγμα». Η μετουσίωση «εξυψώνει το αντικείμενο στην αξία του Πράγματος». Αυτό το τελευταίο, είναι από τη δομή του εντελώς καλυμμένο, «δεν μπορεί κανείς παρά να το οριοθετήσει, να το περιχαρακώσει, είναι αυτό που ήδη το πρωτογενές πραγματικό πάσχει από το σημαίνον» Στην θρησκευτική ζωγραφική, πέρα από την σύλληψη της εικόνας, διακρίνεται «το κενό του Θεού». Αυτό που υπάρχει ανοιχτό, ελλειπτικό, χάσκον στην καρδιά της επιθυμίας έχει μία σχέση με την παρουσία του das Ding στο επίπεδο των Triebe, των ορμών. Το Πράγμα είναι έξωθεν-ενδομύχιο (extime). Σε επίπεδο τοπολογίας χαρακτηρίζεται από «μια ενδόμυχη εξωτερικότητα, ένα κεντρικό κενό». Στο άρθρο των Γραπτών που έχει τίτλο «Η καθοδήγηση της θεραπείας», του 1958, ο Λακάν διαρθρώνει την επιθυμία με το αίτημα. Ύστερα επισημαίνει ότι το άνευ όρων αίτημα της παρουσίας και της απουσίας «παραπέμπει στην έλλειψη -του- είναι υπό τις τρεις όψεις του τίποτε που συνιστά την οικονομία για το αίτημα αγάπης, το μίσος που τείνει να αρνηθεί την ύπαρξη του άλλου, του ανείπωτου, που αγνοεί τον εαυτό του κατά την αναζήτηση του». Δύο χρόνια αργότερα, στο «Ανατροπή του υποκειμένου και διαλεκτική της επιθυμίας», ο Λακάν διευθετεί το τίποτε στο εσωτερικό μιας λίστας αντικειμένων μικρών α (σελίδα 817 των Γραπτών). Εξάλλου επιμένει στην παρουσία μιας έλλειψης στον Άλλο που είναι συμφυής με την ίδια του τη λειτουργία να είναι ο θησαυρός των σημαινόντων, και προτείνει να την συμβολίσει με το μαθήμιο S (A διαγραμμένος), που διαβάζεται «σημαίνον μιας έλλειψης στον Άλλο». Με την διατύπωσή του «Δεν υπάρχει Άλλος από τον Άλλο» το είχε κάνει ήδη προφανές. Η έλλειψη αυτή καθιστά τον Άλλο ανυπόστατο (Γραπτά σελίδες 818-820). Το σεμινάριο ΙΧ «Η ταύτιση», 1961-1962, βάζει σε σειρά το κενό, το τίποτε και την τρύπα. Ο Λακάν αρχίζει επικαλούμενος τον Kant όσον αφορά «αυτόν τον πίνακα των Nichts, των τίποτε, σαν παράδειγμα του κενού αντικειμένου χωρίς έννοια». Χρησιμοποιώντας την τοπολογία του τόρου, ορίζει το αίτημα στο ότι αυτό επαναλαμβάνεται μόνο με την λειτουργία του εσωτερικού κενού που περικλείει, αυτό το κενό που το υποστηρίζει και το συνιστά. Το αντικείμενο α πρέπει να τοποθετείται μέσα σ αυτήν την τρύπα που ο Λακάν ονομάζει «το θεμελιακό τίποτε», για να την διακρίνει από το κενό του αιτήματος. Το κενό, που το υποστηρίζει, αντιστοιχεί στο τίποτε του αντικειμένου που περικλείει, σαν αντικείμενο της επιθυμίας. Η τοπολογία του τόρου χαρακτηρίζεται από μία κεντρική τρύπα και από το κυκλικό κενό γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο γύρος του αιτήματος. Το σεμινάριο Χ «Το άγχος», 1962-1963, επανέρχεται στην σπουδαιότητα της κενής θέσης στην λειτουργία της επιθυμίας. Ο Λακάν διαφωτίζει εν μέρει το αίνιγμα της γυναικείας απόλαυσης με την αναγκαιότητα αυτής της κενής θέσης σ ένα λειτουργικό σημείο της επιθυμίας. Στο επίπεδο του αντικειμένου μικρού α που είναι η φωνή, φαίνεται λογικό να υπενθυμίσουμε την ύπαρξη ενός κενού στο κέντρο του ακουστικού σωλήνα. Ωστόσο το σημαντικό δεν είναι ότι η φωνή αντηχεί μέσα σ ένα διαστημικό κενό, αλλά ότι «αντηχεί μέσα σ ένα κενό που είναι το κενό του Άλλου σαν τέτοιο, το εκ του μηδενός (ex-nihilo) για την ακρίβεια» (σελίδα 318). 3
Το σεμινάριο ΧΙ «Οι τέσσερεις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης», του 1964, εισάγει αυτό που ο Λακάν ονομάζει αιτιότητα του υποκειμένου, μηχανισμός που περιλαμβάνει τις λεγόμενες διαδικασίες της αλλοτρίωσης και του αποχωρισμού. Ο μηχανισμός αυτός ενεργοποιεί το διαγραμμένο υποκείμενο, τον μεγάλο Άλλο και το αντικείμενο α. Η σχέση του υποκειμένου προς τον Άλλο περιλαμβάνει ένα χάσμα. Για να θεωρητικοποιήσει την αιτιολόγηση αυτή ο Λακάν χρησιμοποιεί τη συμβολική λογική και την θεωρία των συνόλων. Μόλις αναδυθεί, το υποκείμενο του σημαίνοντος εξαφανίζεται, χάνεται, αυτό είναι η αλλοτρίωση. Για το λόγο αυτό έχει το καθεστώς ενός μείον ένα, ενός κενού συνόλου. Με την λειτουργία του αντικειμένου α το υποκείμενο χωρίζεται, παύει να είναι συνδεδεμένο με την ταλάντευση του είναι, με την έννοια που συνιστά την ουσία της αλλοτρίωσης (σελίδα 232). Στην πορεία αυτής της δράσης το κενό σύνολο του υποκειμένου συναντά το κενό σύνολο του Άλλου. Κατά ένα γενικό τρόπο η ορμή αστοχεί στο αντικείμενο, το οποίο είναι για πάντα χαμένο, και δεν είναι «παρά η παρουσία μιας κοιλότητας, ενός κενού». Στην ψυχική ανορεξία, αυτό που το παιδί τρώει είναι το τίποτε. Θα καταλάβετε μέσω αυτού, διευκρινίζει, με ποιον τρόπο το αντικείμενο του απογαλακτισμού μπορεί να φτάσει να λειτουργήσει στο επίπεδο του ευνουχισμού, σαν στέρηση (σελίδα 96). Ο Λακάν καταπιάνεται και πάλι, στο σεμινάριο ΧΧ (Ακόμη), 1972-1973, με το ζήτημα της δημιουργίας. Στην Γένεση, η δημιουργία ξεπροβάλλει από την κατονομασία αυτού που είναι. Είναι μια δημιουργία από το τίποτε, από το σημαίνον (σελίδα 41). Στο τέλος του τόμου επανέρχεται πάνω στη λειτουργία του κενού. Πραγματικά, μέσα στην επιθυμία κάθε αιτήματος υπάρχει μόνο η διεκδίκηση του αντικειμένου α, του αντικειμένου που θα ήθελε να ικανοποιήσει την απόλαυση, αλλά το αντικείμενο αυτό δεν είναι καμία ύπαρξη, δεν είναι παρά ότι κενό υποβαστάζει ένα αίτημα (σελίδα 114). Ο François Cheng, όταν δημοσίευσε το 1979 το έργο του «Κενό και πλήρες, η ζωγραφική κινέζικη γλώσσα» πλέκει το εγκώμιο του Λακάν με την εξής αφιέρωση: «Δηλώνω εδώ όλη μου την αναγνώριση στον δάσκαλό μου Ζακ Λακάν που μ έκανε να ανακαλύψω εκ νέου τον Lao-Tse και Shih t ao, γιατί το βιβλίο φέρει βαθιά τα ίχνη όλων αυτών που «στοχαστήκαμε (cogité)» (ένα ρήμα που του άρεσε) και ανακαλύψαμε μαζί». Πολύ νωρίς ο Λακάν ενδιαφέρθηκε για τον πολιτισμό της Άπω Ανατολής και, ειδικότερα, για την Κίνα, για τους φιλοσόφους της και την γραφή της. Κατά την διάρκεια της Κατοχής έμαθε τα κινέζικα στη Σχολή των γλωσσών της Ανατολής. Το 1969 ζήτησε από τον Cheng να μελετήσει μαζί του κείμενα του Lao-Tse (6 ος αιώνας π.χ.), του Mencius (6 ος αιώνας π.χ.) και του Shih t ao (ζωγράφος θεωρητικός του 17 ου αιώνα). Οι δύο άνδρες συναντιόνταν τακτικά μέχρι το 1973. Ο συγγραφέας μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες σε μια συνέντευξη δημοσιευμένη στο τεύχος αρ. 48 της επιθεώρησης «L Ane» το 1991. Αναφέρει ότι κατά την ανάγνωση ενός αποσπάσματος του «Βιβλίου του Δρόμου και της αρετής του», του Lao-Tse, ο Λακάν εξεπλάγη όταν έμαθε ότι ο όρος Tao σημαίνει στα κινέζικα ταυτόχρονα τον δρόμο και την ομιλία ή την εκφορά. Το βιβλίο αυτό δίνει μεγάλη σημασία στα θέματα του κενού και του αριθμού. Ο λόγιος αναφέρει το ακόλουθο φιλοσοφικό ποίημα: 4
Το Τάο της απαρχής γεννά το Ένα Το Ένα γεννά το Δύο Το Δύο γεννά το Τρία Το Τρία παράγει τα Δέκα χιλιάδες πλάσματα Τα Δέκα χιλιάδες πλάσματα απευθύνονται στο Yin Και αγκαλιάζουν το Yang Η αρμονία γεννιέται από την πνοή του ενδιάμεσου Κενού Ο Cheng υπενθυμίζει ότι το Tao της απαρχής γίνεται αντιληπτό σαν το υπέρτατο Κενό απ όπου πηγάζουν το Ένα και η αρχέγονη Πνοή. Το ενδιάμεσο Κενό, επισημαίνει, είναι το ίδιο μια πνοή και προέρχεται από το πρωταρχικό Κενό. Εδρεύει στην καρδιά του ζεύγους Yin-Yang και όλων των πραγμάτων, στα οποία μεταδίδει την ζωή και τα συσχετίζει με το υπέρτατο Κενό. Το Yin και το Yang, δύο θεμελιώδεις αρχές, αντιστοιχούν σε δύο πνοές της ζωής, η πρώτη συμβολίζει το θηλυκό και την μητρότητα, και αντιτίθεται στη δεύτερη που αντιπροσωπεύει το αρσενικό και την πατρότητα. Από τη φύση του το ενδιάμεσο Κενό έχει μια δυναμική λειτουργία και κατ αυτό διακρίνεται από το βουδιστικό Κενό. Ο Λακάν και ο Cheng μπόρεσαν ν αποδείξουν «αφού εξέτασαν λεπτομερώς τις πηγές και επαλήθευσαν τις ερμηνείες, ότι το Τρία δεν ήταν άλλο από το ενδιάμεσο Κενό που εμφανίζεται μέσα στο ίδιο κείμενο». Θέση που θα υιοθετηθεί από όλους τους σινολόγους. Το ενδιάμεσο Κενό έχει μια λειτουργία διαμεσολάβησης, συνδέσμου, δεσίματος. Και οι δύο προσπάθησαν «να παρακολουθήσουν την πολλαπλή χρήση του ενδιάμεσου Κενού στο συγκεκριμένο πεδίο: στο εσωτερικό ενός ατόμου, σ ένα ζευγάρι, ανάμεσα σε δύο φυλές, ανάμεσα σε δύο μορφές στην ζωγραφική, ανάμεσα σε ηθοποιό και θεατή στο θέατρο, κλπ.». Ο Cheng δίνει για παράδειγμα μια φράση του Λακάν που είχε αξία ερμηνείας : «Σύμφωνα μ αυτά που ξέρω για σας, έχετε γνωρίσει, εξαιτίας του εκτοπισμού σας, πολλές ρήξεις στην ζωή σας : ρήξη με το παρελθόν σας, ρήξη με την κουλτούρα σας. Θα ξέρετε σίγουρα να μετασχηματίζετε τις ρήξεις αυτές σε δραστήριο ενδιάμεσο Κενό και να επανασυνδέετε το παρόν σας με το παρελθόν σας, τη Δύση με την Ανατολή. Θα είστε στο τέλος-τέλος - είστε ήδη, το ξέρω - μέσα στον καιρό σας». Στα χρόνια αυτά ο Λακάν προσεγγίζει το ζήτημα του γράμματος με νέο τρόπο εμπνεόμενος από την καλλιγραφία και την κινέζικη ζωγραφική. Το γράμμα καθίσταται οριακό (littoral) ανάμεσα σε γνώση και απόλαυση, καθώς το οριακό χαρακτηρίζει το σύνορο που χωρίζει το αντικείμενο μικρό α από τη γνώση. Ακολουθεί επίσης την αναζήτηση αυτού που θα μπορούσε να συνενώσει, να δέσει ότι δεν συγκρατείται μαζί : το πραγματικό και το νόημα, το ενεργώ και το μιλώ, το συμβολικό, το φαντασιακό, το πραγματικό και το αντικείμενο α. Ακριβώς τότε ανακαλύπτει τη λειτουργία του ενδιάμεσου κενού και επεξεργάζεται την τοπολογία του βορρομεϊκού κόμβου. Ο Λακάν εισάγει τον βορρομεϊκό κόμβο και την βορρομεϊκή αλυσίδα στο τέλος του σεμιναρίου ΧΧ «Ακόμη», στις σελίδες 112, 113, 117, 119. Κατασκευάζει τον βορρομεϊκό κόμβο με δύο κρίκους από σπάγκο που δεν είναι δεμένοι ο ένας με τον άλλο και που συγκρατούνται μόνον από έναν τρίτο. Η ιδιαιτερότητά του ενεργοποιεί μία τομή : εάν κόψει κανείς έναν οποιονδήποτε από τους κρίκους, την ίδια στιγμή χωρίζονται όλοι οι άλλοι, βρίσκονται απελευθερωμένοι. 5
Από αυτούς τους τρεις κρίκους, δεν έχει σημασία ποιοι μπορούν να λειτουργήσουν ως πρώτος και ως τελευταίος, ο τρίτος έχει τον ρόλο του ενδιάμεσου. Κατά τα τελευταία σεμινάρια θα επιμείνει πάνω στο βορρομεϊκό δέσιμο του συμβολικού, του φαντασιακού και του πραγματικού, καθώς και στον εντοπισμό του αντικειμένου α, αντικειμένου της ορμής, αντικειμένου αιτίου της επιθυμίας, αντικειμένου της επί πλέον απόλαυσης, στο σημείο συνάντησης των τριών εγγραφών, των τριών κρίκων. Στην τριαδικότητα του κόμβου συμπεριλαμβάνει τους όρους της τρύπας, της συνοχής και της ύπαρξης. Κάθε κρίκος έχει μια σύσταση (συγκρότηση), το ίδιο και ο κόμβος σαν τέτοιος. Ο Λακάν θα περάσει από τον βορρομεϊκό κόμβο των τριών στην βορρομεϊκή αλυσίδα των τεσσάρων, σε αναφορά προς τον Φρόυντ, του οποίου η αρχή της ψυχικής πραγματικότητας καθιδρύει έναν δεσμό ανάμεσα στο συμβολικό, φαντασιακό και πραγματικό. Αυτή η ψυχική πραγματικότητα αντιστοιχεί στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και αποκτά τη λειτουργία, σαν τέταρτος κρίκος, του Ονόματος-του-Πατέρα. Στο σεμινάριο ΧΧΙΙΙ «Το σύνθεμα» (sinthome), 1975-1976, ο Λακάν διαβεβαιώνει ότι «η γλώσσα, το συμβολικό δημιουργούν τρύπα μέσα στο πραγματικό». Η ψυχική δομή σε κάθε ομιλ-όν (parlêtre) εξαρτάται από τον τρόπο της διαπλοκής του συμβολικού, του φαντασιακού και του πραγματικού. Το ξέσπασμα της ψύχωσης, η ψυχωτική εκφόρτιση αντιστοιχεί, για το υποκείμενο, στη διάλυση αυτών των τριών εγγραφών. Ο βορρομεϊκός κόμβος περιλαμβάνει την παρουσία «μιας τρύπας σαν κάτι θεμελιακό που υπόκειται στο συμβολικό, και μιας ύπ-αρξης που ανήκει στο πραγματικό, του οποίου είναι μάλιστα ο θεμελιακός χαρακτήρας» (σελίδα 36). Θα υπογραμμίσουμε, για να συμπεράνουμε, ότι η έννοια της τρύπας εμπλέκει την ιδέα του κενού και αυτήν της έλλειψης. Μετάφραση: Ιωάννα Πετρίδου Σημ: Το παρόν κείμενο απετέλεσε την εισήγηση του Γάλλου ψυχαναλυτή στην ψυχαναλυτική διημερίδα που διοργάνωσε η ΦΕΒΕ στις 18-19 Φεβρουαρίου 2011, με θέμα «Το Κενό στον ψυχισμό» 6
7