517 1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011 (Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Σωτήριος Τσιμπέρης-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόρος: Επαμεινώνδας Αποστολόπουλος). Κτηματολόγιο. Σ αυτό καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων. Πρώτη εγγραφή. Σ αυτή στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή και είναι πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου σε μια περιοχή, εμπραγμάτων δικαιωμάτων που μετά την οριστικοποίηση τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο. Ανακριβής πρώτη εγγραφή αναφορικά με το δικαιούχο της κυριότητας ακινήτου. Αυτός που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται με αγωγή να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου δικαιώματός του. Αν στην πρώτη εγγραφή φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ακολουθείται διαδικασία. Λεπτομέρειες της διαδικασίας αυτής. Περίπτωση χαρακτηρισμού ακινήτου ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Αγωγή αναγνωριστική της κυριότητας του ενάγοντος κατά την τακτική διαδικασία. Απορρίπτεται για έλλειψη δικαιοδοσίας γιατί έπρεπε να εισαχθεί κατά την εκουσία δικαιοδοσία και αν η αίτηση αυτή απορριπτόταν τότε να ασκήσει αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Περιστατικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 εδ. α και 3, 6 παρ.1-3 και 7 του ν.2664/1998, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις από τους ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις από τους ν. 3127/2003 και 3481/2006, προκύπτει ότι: α)στο κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. β)πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία κατά τη μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες γ) Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφιστάμενων-κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου σε μια περιοχή-εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίηση τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας. δ)σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία αναφορικά με το δικαιούχο κυριότητας ενός ακινήτου, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον (ο πραγματικός κύριος, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος τούτου κλπ), να ζητήσει με αγωγή, που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιου καθ ύλη και κατά του Πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η τελευταία πρέπει να στρέφε-
518 ται κατά του (ανακριβώς) αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχου κυριότητας του επίδικου ακινήτου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 8 ετών ή 10 ετών, αν ενάγων είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή μόνιμος κάτοικος εξωτερικού (βλ. άρθρ. 5 του ν.3559/2007), η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως της αποφάσεως του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. 1β και 5 του άρθ. 12 και εδ. 4 του άρθρ. 13 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρ. 220 του ΚΠολΔ., η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία κατ ανώτατο όριο τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη ε) Όταν πρόκειται όμως για ακίνητο, το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως «άγνωστου ιδιοκτήτη», ο επικαλούμενος ότι είναι ιδιοκτήτης αυτού, αλλά κατά αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν.2664/1998) και όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλλει αίτηση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά την εκουσία δικαιοδοσία, με την οποία θα αιτείται τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί για «άγνωστος» να αναγραφεί ο πραγματικός κύριος, καθώς και ο τυχόν δικαιούχος άλλου εμπράγματου δικαιώματος. Η αίτηση αυτή δεν στρέφεται κατ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ουδενός, το δε Ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΟΚΧΕ και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων στα πλαίσια των δικών της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν καθίστανται διάδικοι, πρέπει να ασκηθεί εντός της παραπάνω αποκλειστικής προθεσμίας των 8 ετών, να καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση, να κοινοποιηθεί με επίδοση αντιγράφου της αίτησης στο Ελληνικό Δημόσιο επίσης εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση και μόνο αν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά η ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά τη τακτική διαδικασία στρεφόμενος πλέον κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Α. 4502/2007 ΝοΒ 56.86 Ε.Πατ. 448/2010 αδ.). Η διατύπωση της διάταξης του άρθρ. 6 παρ.3 του παραπάνω νόμου «αντί της προβλεπόμενης στην παρ.2 αγωγής η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία προβάλλεται ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας», δεν έχει την έννοια της δυνατότητας του αξιώνοντος δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου που φέρεται ως «άγνωστου» να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 κατά την τακτική διαδικασία ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ.3 κατά την εκουσία δικαιοδοσία, αλλά αν θα επιλέξει μεταξύ α) της εξωδικαστικής διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής κατά τη προβλεπόμενη από την παράγραφο 4 του άρθρου διαδικασία και εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις και β)της διόρθωσης με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη επί της αίτησης του άρθ. 6 παρ.3 και μόνο εφόσον η τελευταία απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη έχει πλέον
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 519 τη δυνατότητα να ασκήσει την αγωγή του άρθ. 6 παρ.2 κατά την τακτική διαδικασία στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου (βλ.ε.α. 4502/2007 ο.π.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την από 26-11-2007 (αριθ. καταθ. 122/30-11-2007) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, ιστορεί ότι είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2.020, 69 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «ΚΑΛΙΟΓΩΝΙ» του δημοτικού διαμερίσματος Τσουκαλάδων του Δήμου Λευκάδας, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται ως προς τις πλευρές και τα όρια στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι η αρχική εγγραφή στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Λευκάδας είναι ανακριβής, γιατί το ακίνητο αυτό έχει κατατμηθεί σε μικρότερα τεμάχια και εμφαίνεται ότι ανήκει στα από 2 μέχρι 5 εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, τμήμα δε αυτού εκτάσεως 1942,43 τ.μ. έχει εγγραφεί ως άγνωστου ιδιοκτήτη. Στρεφόμενη δε αναφορικά με το τελευταίο αυτό εδαφικό τμήμα κατά του Ελληνικού Δημοσίου (1ου εναγομένου), ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία του ακινήτου τούτου έναντι όλων των εναγομένων και να διορθωθεί σχετικά η αρχική εγγραφή στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Λευκάδας. Όμως με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας, γιατί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η υπό κρίση διαφορά, αφού κατά το σχετικό μέρος αφορά τη διόρθωση της αρχικής κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου, που έχει καταχωρηθεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», έπρεπε να εισαχθεί με σχετική αίτηση κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή και μόνο σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμης παρεχόταν από το νόμο η δυνατότητα στην ενάγουσα εισαγωγής της διαφοράς κατά την τακτική διαδικασία με αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. 372/2011 (Πρόεδρος: Δημήτριος Τζιούβας, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Ανδρέας Κακολύρης-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Δικαστικός αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Μαργαρίτα Μαντά, Αικατερίνη Τσερέ). Πρώτες εγγραφές. Ανακριβής πρώτη εγγραφή. Δικαίωμα ασκήσεως αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον μέσα σε πενταετία (αποκλειστική προθεσμία). Διατυπώσεις. Ακίνητο που φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία στις πρώτες εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Αυτός που επικαλείται ότι είναι κύριος ή δικαιούχος άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος ή όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να υποβάλει αίτηση ενώπιον του κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και να ζητήσει τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου ώστε αντί για αγνώστου ιδιοκτήτη να αναγράφεται πλέον ο πραγματικός κύριος. Η αίτηση δικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία και δε χρειάζεται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Αν η άσκηση απορριφθεί ως ουσία ή νόμω αβάσι-
520 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ μη, τότε ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Περιστατικά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 1, 2 και 3 του ν.2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από τους ν.3127/2003 και 3481/2006: «1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες, που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την 2 περίπτωση β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στον οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. 3 α). Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της 1 του άρθρου 9 αντί της προβλεπομένης στην 2 του παρόντος άρθρου της αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγουμένους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται, με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της 2 του άρθρου αυτού β)με την αίτηση της προηγουμένης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ.1-4 ΑΚ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του δικαιώματος στο φερόμενο στο μη μεταγεγραμμέ-
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ νο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος». Από τις διατάξεις, αυτές προκύπτει ότι για το ακίνητο, το οποίο φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη αυτός που επικαλείται ότι είναι κύριος ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος ή όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να υποβάλλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και να ζητήσει τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου ώστε, αντί για άγνωστος ιδιοκτήτης, να αναγράφεται πλέον ο πραγματικός κύριος. Η αίτηση δικάζεται με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και δε χρειάζεται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Επίσης από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το αίτημα αυτής είναι η διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου και δεν μπορεί να ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου, με την ειδική διαδικασία (εκούσια), διότι το αίτημα αυτό μπορεί να ζητηθεί μόνον με την άσκηση τακτικής αγωγής (βλ.κ.παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπρ.Δικαίου, έκδοση 1989, τόμο Α, σ. 304, 117 αρ.1). Βέβαια το Δικαστήριο για να διατάξει τη διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου θα ερευνήσει παρεπιμπόντως και την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου. Άλλωστε και στην πιο πάνω διάταξη (άρθρο 6 3, όπως ισχύει σήμερα) προβλέπεται ότι, αν απορριφθεί η αίτηση ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει την αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία δικάζεται με την τακτική διαδικασία. Επίσης η ως άνω διατύπωση της 521 διάταξης «αντί της προβλεπόμενης στην παρ.2 του άρθρου 6 αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα η οποία υποβάλλεται ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας» δεν έχει την έννοια της δυνατότητας του αξιώνοντος δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου που φέρεται «ως αγνώστου» να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 κατά την τακτική διαδικασία ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ.3 κατά την εκουσία δικαιοδοσία, αλλά εάν θα επιλέξει μεταξύ : α) της εξωδικαστικής διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής κατά τη διαδικασία την προβλεπόμενη από την παρ.4 του ιδίου άρθρου και εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις και β)της διόρθωσης με δικαστική απόφαση, εκδιδομένης επί της αίτησης του άρθρου 6 παρ.3. Μόνο σε περίπτωση που απορριφθεί ως αβάσιμη η τελευταία, μπορεί ο αξιώνων εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου «αγνώστου ιδιοκτήτη» να εγείρει την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 στρεφόμενος πλεόν κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Εφ.Αθ 4502/2007 ΝοΒ 56.86). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή του επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας είναι αποκλειστικός κύριος ενός ακινήτου γεωτεμαχίου 4.955,72 τ.μ στο δ.δ Λευκάδας του Δήμου Λευκάδας και στην ειδικότερη θέση «Σπαθαριές», όπως αυτό εμφανίζεται στο από μηνός Σεπτεμβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Τ.Ε. Κ.Φ. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής του Δήμου Λευκάδας ο ενάγων υπέβαλε εμπροθέσμως δήλωση
522 ιδιοκτησίας, συνοδευόμενη από το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα και παρά το γεγονός ότι η δήλωση του προς τον Ο.Κ.Χ.Ε. ήταν ορθή, κατά την ανάρτηση των πρώτων εγγραφών του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή, το δηλωθέν αυτό ακίνητο του εμφανίζεται ανεντόπιστο. Ότι αντί του ορθού το ενιαίο ως άνω ακίνητο του των 4.995, 72 τ.μ εμφανίζεται να αποτελεί τέσσερες διακεκριμένες ιδιοκτησίες-εδαφικό τμήμα, που κατά τις πρώτες εγγραφές αποτυπώθηκαν κάθε μια με διακεκριμένο Κ.Α.Ε.Κ. που φέρονται ως ιδιοκτησίες των εναγομένων που οι υπόλοιποι εκτός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου δεν ενδιαφέρουν στην υπό κρίση περίπτωση, αφού οι εναγόμενοι αυτοί δεν έχουν ασκήσει έφεση. Ειδικά δε ως προς το πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι τμήματα της ως άνω ενιαίας ιδιοκτησίας του, εμβαδού 2.537,01 και 434,15 τ.μ που εμφανίζονται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα αναφερόμενα στοιχεία κατά τις πρώτες εγγραφές του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή εσφαλμένα καταχωρήθηκαν ως διακεκριμένες ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ 340263705018/0/0 και 340263705212/0/0 αντίστοιχα και αναγράφονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ώστε των ως άνω εδαφικών τμημάτων της ιδιοκτησίας του εσφαλμένα να θεωρείται ως υπό αίρεση δικαιούχος το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (άρθ. 9 ν. 2664/1998). Επιδίωκε κατόπιν αυτών ο ενάγων την αναγνώριση της αποκλειστικής κυριότητας του επί των προαναφερομένων εδαφικών τμημάτων της ενιαίας ιδιοκτησίας του και τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στο αρμόδιο ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο κατά τρόπο ώστε τα εδαφικά αυτά τμήματα να συμπεριληφθούν και καταχωρηθούν ως μέρος ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ της ενιαίας ως άνω ιδιοκτησίας του, εμβαδού 4.995,77 τ.μ με το ίδιο Κ.Α.Ε.Κ. Με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή έγινε δεκτή και κατά το μέρος που αφορά το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο με την έφεση του παραπονείται κατά της απόφασης αυτής για τους αναφερόμενους λόγους που ανάγονται στην έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και για παράλειψη της προδικασίας του άρθρου 24 του ν. 2732/1999 με την υποβολή αίτησης θεραπείας προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο έξι μήνες πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής που αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αυτή αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας, γιατί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη η υπό κρίση διαφορά, δεδομένου ότι αφορά τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής ακινήτου που έχει καταχωρηθεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» έπρεπε να εισαχθεί με αίτηση κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή που απλά κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο και μόνο σε περίπτωση που απορρίπτονταν ως νόμω ή ουσία αβάσιμη η αίτηση μπορούσε να εισαχθεί κατά την τακτική διαδικασία με αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι το εναγόμενο αμφισβητεί την κυριότητα επί των ως άνω εδαφικών τμημάτων για να νομιμοποιείται σε έγερση αναγνωριστικής αγωγής εναντίον του. Επομένως η αγωγή κατά το μέρος που αφορά το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατ ακολουθία το πρωτοβάθ-
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ μιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε την αγωγή παραδεκτή και στη συνέχεια έκρινε αυτή στην ουσία, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και ο σχετικός λόγος εφέσεως με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του, που έπρεπε να εισαχθεί κατά την εκουσία δικαιοδοσία, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου από το άρθρο 281 ΑΚ περί καταχρηστικής ασκήσεως της εφέσεως και του ως άνω δικονομικού λόγου εφέσεως από το λόγο ότι το εναγόμενο-εκκαλούν δεν προβάλλει περαιτέρω ουσιαστικό δικαίωμα επί του ακινήτου που αφορά η κτηματογράφηση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος υπό τους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτή είναι παραδεκτή όταν πρόκειται για δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και όχι από τέτοιους δικονομικού 523 δικαίου όπως είναι οι περί ασκήσεως ενδίκων μέσων (ΑΠ 909/1992 Ελ.Δνη 35.103), ούτε βέβαια από την παρούσα διαδικασία και την μακροχρόνια διάρκεια του δικαστικού αγώνα φαλκιδεύεται το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Οπότε η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατ ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη της που αφορά το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο και αφού κρατηθεί η υπόθεση (άρθρ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ), δικαζόμενη η από 14.11.2008 αγωγή του ενάγοντος κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος μεταξύ των διαδίκων,δεδομένου ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ως άνω ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό. 438/2011 (Πρόεδρος: Γεράσιμος Τσούνης, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ελένη Κατσούλη-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόροι: Νικόλαος Παρασκευόπουλος, Σπυρίδων Χαρώνης). Κτηματολόγιο. Πρώτες εγγραφές. Ποιές είναι. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακοπή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Προθεσμία προς έγερση της αγωγής οκτώ ετών. Η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (άρθρο 1 παρ.3 του ν.2664/1998). Η αγωγή πρέπει να καταχωρείται μέσα σε 30 ημέρες από την κατάθεσή της. Ορισμένη διεκδικητική αγωγή ή αναγνωριστική κυριότητας. Τα στοιχεία της.
524 Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες σύμφωνα με την παράγραφο 2 περ. β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και τους μόνιμους κατοίκους του εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της οκταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10) ετών. Η αποκλειστική αυτή προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ όσο και κατά του ειδικού διαδόχου αυτού. Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ.1 β και 5 του άρθρου 12 και 2 εδ. 4 του άρθρου 13 του ιδίου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 ΚΠολΔ, η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, οφείλει ο ενάγων να περιγράψει το επίδικο ακίνητο, μνημονεύων με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, την ιδιότητα ως οικόπεδο, αγρός, κτίριο κλπ και τα όρια του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας του (ΑΠ 491/1995 ΕλλΔνη 37.317, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028 ΕφΑθ 6600/2004 ΕλλΔνη 46.497). Στην προκείμενη περίπτωση, με το προεκτεθέν περιεχόμενο η ένδικη από 10-1-2006 αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη διότι περιέχει με πληρότητα όλα τα στοιχεία για τη νόμιμη και ουσιαστική παραδοχή της και συγκεκριμένα το επίδικο αγροτεμάχιο, εκτάσεως 9.253 τ.μ., που αποτελεί αντικείμενο της δίκης, περιγράφεται επακριβώς στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι ορισμένη η άνω αγωγή και ο αντίθετος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ ουσίαν.