ΜΟΡΙΑ, ΔΕΙΚΤΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Σχετικά έγγραφα
knowledge shared information definiteness anaphoric given old Prince +32/ +

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. ιατµηµατικό Πρόγραµµα ιδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (ΠΜΣ),

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. Αθήνα

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. ιατµηµατικό Πρόγραµµα ιδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (ΠΜΣ),

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

2.3. Other teaching Tutor of Greek language- advanced level (International scholarship program of the University of Athens)

Ελένη Παναρέτου Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Γλωσσολογίας Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γνωστικό αντικείμενο Γλωσσολογία: Κειμενογλωσσολογία

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Μαρίνα Ματθαιουδάκη. Περίληψη

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙ ΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΟΝ ΥΛΙΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Λέξεις, φράσεις και προτάσεις

Στη συνέχεια παρατίθενται οι αναφορές των διδακτορικών φοιτητών για τη συνάφεια του προγράμματος στα πεδία έρευνάς τους.

Ενότητα 8: Κειμενικά είδη. Διάκριση αφηγηματικού & μη αφηγηματικού λόγου

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

International Conference of Greek Linguistics. the 10th. DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΓΛΩΣΣΑ Γ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. Πέτρος Κλιάπης 3η Περ. Ημαθίας

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

«ΑΠΟΛΛΩΝΙΣ» Γλωσσικοί πόροι στο ΕΚΠΑ: Υποδομή, χρήση και εργαλεία. Διονύσης Γούτσος ΕΚΠΑ, 01/03/2019

Διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κείμενο 1 [Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση]

Πυθαγόρειες Τριάδες: από την ανακάλυψη μιας κανονικότητας στη διατύπωση και την απόδειξη μιας πρότασης

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Πτυχιακή Εργασία. Εκφωνήματα του Προφορικού Λόγου. Γουργουλέτη Χαραλαμπία Μαρίνα, Κορδατζή Γρηγορία, Τσιτίνης Τριαντάφυλλος

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Holton, D., P. Mackridge & E. Φιλιππάκη-Warburton. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας.

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Σεμινάριο Βιβλιογραφίας στους προπτυχιακούς φοιτητές

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα

Συντακτικές λειτουργίες

Πρακτική Εφαρμογή του Προγράμματος Σπουδών Επιπέδου Α' στην Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας. Στέφανος Παπαζαχαρίας

Νέες μέθοδοι-ορολογία. Μετά την. επικοινωνιακή προσέγγιση: η παιδαγωγική των κειμενικών ειδών. Κειμενικά είδη για διδακτική χρήση.

προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Σχολικοί Σύµβουλοι Π.Ε.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (Syllabus)

Επιχειρησιακές Επικοινωνίες

Προσωπικά στοιχεία: Ονοματεπώνυμο: Σταματία Κουτσουλέλου. Διεύθυνση εργασίας: Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου, Αθήνα,

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται:

συγγραφέα. 1 Μέρος της παρούσας μελέτης έχει γίνει δεκτό προς δημοσίευση στο επόμενο τεύχος του περιοδικού

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[H επίδραση της τεχνολογίας στη γλωσσική ποικιλότητα]

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

Home address: Ch, Trikoupi, 6, Alimos 17456, Athens, Greece Tel.:

Σεμινάριο Βιβλιογραφίας στους προπτυχιακούς φοιτητές

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Γ ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ

Στάσεις σπουδαστών με Γ1 την Τουρκική προς τη γραμματική της Νέας Ελληνικής και η διδασκαλία αυτής ως ΞΓ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

Μεταβολή αριθμού μαθητών από την Β' Λυκείου ( ) στην Γ' Λυκείου (το )

ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΟΣ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 2000 ΩΣ ΤΟ 2013.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙ ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΥΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΑΕΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ

«Δείκτες επιστημικής τροπικότητας στον γραπτό λόγο μαθητών της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας: μια έρευνα βασισμένη σε σώματα κειμένων»

Αρχαία Ελληνικά Κείμενα για τους Θεσμούς της Δημοκρατικής Αθήνας

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Τι είναι το αρχείο Γεωργακά;

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

Παιδαγωγικές Εφαρμογές Η/Υ (Θεωρία) 21/03/2017. Διδάσκουσα: Αδαμαντία Κ. Σπανακά

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Περίληψη (Abstract),(

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΤΕΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Η ύλη για τις εξετάσεις υποτροφιών: (για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να απευθύνεστε στις γραμματείες των φροντιστηρίων).

Επικοινωνιακές Δεξιότητες

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

8 η Ενότητα. Κατάκτηση του σημασιολογικού τομέα

Reading/Writing (Κατανόηση και Παραγωγή Γραπτού Λόγου): 1 ώρα και 10 λεπτά

ΣΥΝΗΘΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΛΑΘΗ ΣΤΟΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΛΟΓΟ. `Ελενα Ξενή ΕΕΠ Διδακτική της Γλώσσας Τμήμα Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ) ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. Μαρία Νέζη Σχολική Σύμβουλος Πειραιά

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Transcript:

ΜΟΡΙΑ, ΔΕΙΚΤΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Διονύσης Γούτσος Πανεπιστήμιο Αθηνών dgoutsos@phil.uoa.gr Abstract The paper studies the frequency, distribution and function of a number of adverbials in four sub-corpora of the Corpus of Greek Texts (CGT), namely television and radio interviews, parliamentary speeches, newspaper opinion articles and academic papers, with the aim of clarifying the overlapping categories to which these elements may belong. The findings suggest that adverbials can be distinguished according to their exclusive, predominant and preferred (sentence or clause) positions. Although there is no one-to-one correspondence between position and function, adverbials related to initial positions show a more global or discourse role, as opposed to third position elements that are more firmly attached to clause structure. Finally, the importance of second position for the placement of adverbials is clearly established in Greek and several suggestions are made in order to account for it. 1. Εισαγωγή Η κατανομή στην πρόταση ενός συνόλου στοιχείων που έχουν περιφερειακό ρόλο στη σύνταξη της πρότασης έχει συσχετιστεί για τα Ελληνικά με τη λειτουργία τους ως κειμενικών δεικτών σε μια σειρά από άρθρα (Γούτσος et al. 1995, Georgakopoulou & Goutsos 1996, 1998, Goutsos 2002, Γούτσος 2002, 2003α, Καραφώτη 2003). Πιο συγκεκριμένα, έχουν μελετηθεί στοιχεία όπως τα αλλά, άραγε, ίσως, λοιπόν, μάλιστα, όμως, πάντως κ.ά. και έχει βρεθεί ότι υπάρχει σαφής προτίμηση για την εμφάνισή τους σε ορισμένη θέση στην πρόταση, κάτι που σχετίζεται με τον κειμενικό τους ρόλο. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να ελεγχθεί το εύρημα αυτό της προτίμησης περιφερειακών συντακτικών στοιχείων για ορισμένη θέση, καθώς και η συσχέτιση της θέσης με τη λειτουργία τους, εξετάζοντας ένα ευρύτερο σύνολο επιρρηματικών για τα οποία γραμματικές της Ελληνικής επισημαίνουν τον κειμενικό ή συνδετικό ρόλο. Επικεντρωνόμαστε εδώ στα επιρρηματικά στοιχεία (adverbials) με απώτερο σκοπό να δείξουμε πώς η χρήση ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων (ΗΣΚ) μπορεί να μας διευκολύνει στην οριοθέτηση γλωσσικών κατηγοριών που εμφανίζονται με αντιφατικό και συγκεχυμένο τρόπο στη βιβλιογραφία. Αφετηρία επιλογής των στοιχείων με τα οποία θα ασχοληθούμε 754

αποτελούν οι δύο πρόσφατες Γραμματικές της Ελληνικής (Holton et al. 1997, Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005), οι οποίες διακρίνουν ανάμεσα σε προτασιακά και συνδετικά (conjunctive) ή προτασιακά και κειμενικά επιρρήματα, αντίστοιχα. Αν συγκρίνουμε όσα στοιχεία περιλαμβάνονται στις κατηγορίες αυτές στις δύο Γραμματικές, παρατηρούμε ότι υπάρχει μικρή συμφωνία για το χαρακτηρισμό των στοιχείων αυτών όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με άλλα έργα αναφοράς για την Ελληνική (Τριανταφυλλίδης 1991, Τζάρτζανος 1991, Μπαμπινιώτης 1998). Έτσι και οι δύο Γραμματικές χαρακτηρίζουν ως προτασιακά τα βέβαια, δυστυχώς, ευτυχώς, ίσως, σίγουρα, φυσικά, ενώ ονομάζουν συνδετικά ή κειμενικά τα άλλωστε, εξάλλου, επομένως, έτσι, λοιπόν, ωστόσο. Ταυτόχρονα, και οι δύο Γραμματικές ορίζουν ως προτασιακά τα επιρρήματα που προσδιορίζουν ολόκληρη την πρόταση (Holton et al. 1997: 355, Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005: 906) και ως συνδετικά ή κειμενικά τα επιρρήματα που συνδέουν προτάσεις ή περιόδους «χωρίς να αποτελούν συνδέσμους» (Holton et al. όπ.π.) ή όσα συνδέουν ευρύτερα πληροφοριακά σύνολα του κειμένου (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης όπ.π.). Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ενώ ο Τριανταφυλλίδης (1991) μένει σε έναν επιφανειακό σημασιολογικό χαρακτηρισμό των στοιχείων αυτών (π.χ. βεβαιωτικά, διστακτικά, τροπικά θετικά επιρρήματα), ο Τζάρτζανος (1991) με μοναδική οξυδέρκεια αφιερώνει μεγάλο μέρος του έργου του στα στοιχεία που ονομάζει συλλήβδην μόρια, επισημαίνοντας την πολυλειτουργικότητά τους. Όπως επισημαίνει, τα στοιχεία αυτά είναι «γλωσσικοί Πρωτείς, κατά το χαρακτηρισμό που έδωσε ο αοίδιμος Κοραής στο μόριο που» (1991: 131). Η κατηγορία, ωστόσο, των μορίων περιλαμβάνει, όπως και στον Τριανταφυλλίδη, στοιχεία που σήμερα αποδίδονται σαφώς σε άλλες γραμματικές κατηγορίες όπως συμπληρωματικούς δείκτες ή δείκτες τροπικότητας (θα, να, ότι, που-όπου, πως), παρατακτικούς ή υποτακτικούς συνδέσμους (άμα, αν, αφού, για να, γιατί, διότι, εάν, είτε, ενώ, εφόσον, ή, και, καθόσον, μια και, όταν, ούτε, ώστε) ή άλλες κατηγορίες (ας, για, δίχως, έως, κάθε, μη, μη δεν, ναι, όποτε, όσο, όχι, παρά, πού, πριν, προτού, πώς, σαν, τίποτε), καθώς και διαλεκτικούς ή απαρχαιωμένους τύπους (άμποτε, ανίσως, εν, εξόν, μαθέ-μαθές, μολαταύταμολοντούτο, μόλον που, νε, ουδέ, τιγάρις). Η πολυλειτουργικότητα των γραμματικά περιφερειακών στοιχείων έχει επισημανθεί φυσικά και στην ξένη βιβλιογραφία, όπου χρησιμοποιείται μια πληθώρα όρων για τα ίδια γλωσσικά στοιχεία. Υιοθετώντας μια λιγότερο υψηλή μεταφορά από τον Τζάρτζανο, ο Enkvist κάνει λόγο για «γλωσσικές Σταχτοπούτες: οικείες, βαρετές, σκληρά εργαζόμενες και χωρίς καμία μορφολογική, φωνολογική και ετυμολογική αίγλη» (1972, όπως παρατίθεται στον Brinton 1990: 45). Σε όλες τις βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις του θέματος, που από μόνες τους μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανασκόπησης, τονίζεται η απουσία ενός συμπεριληπτικού όρου αλλά και ενός μοναδικού ορισμού για τη σχετική γλωσσική 755

κατηγορία (Brinton 1990: 46-49, Foolen 1996, Mosegaard Hansen 1998: 3-8, Schourup 1999, Fischer 2000: 11-18, Siepman 2000/2001). Σύμφωνα με τους στόχους της έρευνάς μας δεν θεωρείται απαραίτητο να επιλέξουμε έναν από τους όρους της βιβλιογραφίας που εκτείνονται από τα μόρια (particles) και τα μόρια λόγου (discourse particles) ως τους πραγματολογικούς δείκτες (pragmatic markers) και τους κειμενικούς δείκτες ή δείκτες λόγου (discourse markers), όρους που περιλαμβάνουν γλωσσικές κατηγορίες με συγκεχυμένα και αλληλοκαλυπτόμενα όρια. Σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές μας, εστιάζουμε στα περιφερειακά συντακτικά στοιχεία της πρότασης που, σύμφωνα με τις γραμματικές περιγραφές, διαθέτουν επιρρηματική λειτουργία και επιδιώκουμε να διερευνήσουμε πώς η θέση τους στην πρόταση (κατανομή) σχετίζεται με τη δήλωση της συνδετικότητας και της διαδοχικότητας μεταξύ κειμενικών μονάδων. 2. Μεθοδολογία και δεδομένα Τα δεδομένα της έρευνας προέρχονται από τέσσερα υποείδη του Σώματος Ελληνικών Κειμένων (ΣΕΚ) (βλ. Γούτσος 2003β για μια λεπτομερή περιγραφή), που αποτελούνται από 250.000 λέξεις το καθένα και περιλαμβάνουν κείμενα από άρθρα εφημερίδων και ακαδημαϊκές ανακοινώσεις (γραπτός προσχεδιασμένος λόγος), κοινοβουλευτικές ομιλίες (προφορικός προσχεδιασμένος λόγος) και τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις (προφορικός απροσχεδίαστος λόγος). Ο πίνακας 1 παρουσιάζει με λεπτομέρειες τον αριθμό λέξεων από κάθε υπο-σώμα κειμένων, ενώ στον πίνακα 2 εμφανίζονται αναλυτικά τα στοιχεία ταξινόμησης των υπο-σωμάτων κειμένων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΣΕΚ (Γούτσος 2003β). Πίνακας 1: Δεδομένα της έρευνας Υπο-σώματα ΣΕΚ Αριθμός λέξεων Α: Ακαδημαϊκά άρθρα 250.844 Ε: Άρθρα γνώμης εφημερίδων 250.209 Β: Κοινοβουλευτικές Ομιλίες 248.449 Σ: Ραδιοτηλεοπτικές συνεντεύξεις 246.324 Πίνακας 2: Ταξινόμηση των υπο-σωμάτων ΤΡΟΠΟΣ ΓΕΝΟΣ ΕΙΔΟΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΜΕΣΟ Α Γραπτά Πληροφορίας Ακαδημαϊκά Ανθρωπιστικά Περιοδικό Γραπτά Πληροφορίας Ακαδημαϊκά Κοινωνικά/Οικονομικά Περιοδικό Γραπτά Πληροφορίας Ακαδημαϊκά Θετικές Επιστήμες Περιοδικό Ε Γραπτά Πληροφορίας Άρθρα Γνώμης Κοινωνικά/Πολιτικά Εφημερίδα 756

Γραπτά Πληροφορίας Άρθρα Γνώμης Οικονομικά Εφημερίδα Γραπτά Πληροφορίας Άρθρα Γνώμης Ελεύθερου Χρόνου Εφημερίδα Β Προφορικά Πληροφορίας Ομιλίες Μη ακαδημαϊκές Ζωντανό Σ Προφορικά Πληροφορίας Συνέντευξη 1 με 1 Ραδιόφωνο Προφορικά Πληροφορίας Συνέντευξη 1 με 1 Τηλεόραση Στα συγκεκριμένα αυτά υπο-σώματα δημιουργήθηκαν συμφραστικοί πίνακες για τα στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως προτασιακά, κειμενικά ή συνδετικά επιρρήματα στις Γραμματικές Holton et al. (1997) και Κλαίρης & Μπαμπινιώτης (2005). Τα στοιχεία αυτά είναι: ακολούθως, ακριβώς, άλλωστε, αντίθετα, απλώς, άρα, άραγε, αρχικά, ασφαλώς, βέβαια, δήθεν, δηλαδή, διαφορετικά, δυστυχώς, ειδικότερα, ειλικρινά, ενδεχομένως, εντούτοις, εξαιρετικά, εξάλλου, επομένως, ευτυχώς, ιδίως, ίσως, κακώς, καλώς, λες και, λοιπόν, μάλιστα, μάλλον, μήπως, όμως, όντως, οπωσδήποτε, ουσιαστικά, πάντως, παρ όλα αυτά, περιέργως, πιθανόν, πράγματι, πραγματικά, προφανώς, πρώτα-πρώτα, σάμπως να, σίγουρα, συμπερασματικά, συνεπώς, τάχα, τελικά, τότε, τωόντι, τώρα, φυσικά, ωστόσο. Δεν συμπεριλήφθηκε στην εξέταση το στοιχείο έτσι, λόγω της εκτεταμένης συχνότητας και της πολυπλοκότητας των λειτουργιών του, ενώ το στοιχείο παρ όλα αυτά διαθέτει την ορθογραφική παραλλαγή παρόλα αυτά, που προσμετρήθηκε στην πρώτη. Η μέτρηση της συχνότητας στους συμφραστικούς πίνακες ακολούθησε τον καθαρισμό των στοιχείων, με τον οποίο διαγράφηκαν εκείνα που σαφώς ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία όπως λ.χ. επίθετα (φυσικά φαινόμενα από το συμφραστικό πίνακα για το φυσικά) κ.λπ. Διακρίθηκαν τρεις θέσεις στην περίοδο (sentence) και στη συντακτική πρόταση (clause). Η πρώτη θέση περιόδου είναι η απόλυτα πρώτη λέξη στην περίοδο, η δεύτερη θέση αντιστοιχεί στη δεύτερη λέξη και η τρίτη θέση αντιστοιχεί σε λέξη που εμφανίζεται μετά από τη δεύτερη λέξη μιας περιόδου. Η πρώτη θέση συντακτικής πρότασης ισοδυναμεί με την πρώτη θέση σε μια πρόταση είτε στην αρχή είτε στο μέσο περιόδου. Σε δεύτερη θέση συντακτικής πρότασης χαρακτηρίστηκε οποιοδήποτε στοιχείο ακολουθεί ένα (άμεσο ή όχι) συστατικό της συντακτικής πρότασης, ενώ όποιο στοιχείο ακολουθεί δύο συστατικά της συντακτικής πρότασης θεωρήθηκε ότι βρίσκεται σε τρίτη θέση. 1 Συμπλεκτικοί σύνδεσμοι όπως και, ή, ούτε θεωρήθηκε ότι δεν ανήκουν στη δομή της συντακτικής πρότασης και επομένως όποιο στοιχείο έπεται αυτών στην αρχή συντακτικής πρότασης θεωρήθηκε ότι βρίσκεται σε πρώτη θέση συντακτικής πρότασης, ενώ υποτακτικοί σύνδεσμοι και συμπληρωματικοί δείκτες όπως ότι, που, όπως, αλλά, ενώ, αν και θεωρήθηκε ότι ανήκουν στη δομή της συντακτικής πρότασης και επομένως όποιο στοιχείο έπεται αυτών στην αρχή συντακτικής πρότασης θεωρήθηκε ότι βρίσκεται σε δεύτερη θέση συντακτικής 1 Αντίστοιχη μεθοδολογία αλλά με διαφορετικό ορισμό των θέσεων ακολουθεί ο Altenberg (2006) στη μελέτη των επιρρηματικών της Αγγλικής και της Σουηδικής. 757

πρότασης. Δεν περιλήφθηκαν στους πίνακες συχνότητας στοιχεία με εμφάνιση μικρότερη από 3 φορές. 3. Ευρήματα Λόγω έλλειψης χώρου δεν παρουσιάζονται εδώ συγκεντρωτικά οι συχνότητες των υπό εξέταση στοιχείων στα τέσσερα υπο-σώματα του ΣΕΚ. Στους πίνακες που ακολουθούν για κάθε κατηγορία δίνονται τα ποσοστά επί τοις εκατό των εμφανίσεων των υπό εξέταση στοιχείων σε κάθε θέση. 2 Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερες κατηγορίες σχετικά με τη θέση των στοιχείων στη συντακτική πρόταση: α) στοιχεία που εμφανίζονται σε αποκλειστική θέση: πρόκειται για τα λες και και μήπως που εμφανίζονται πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε στην πρώτη θέση συντακτικής πρότασης σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα: Πίνακας 3: Στοιχεία σε αποκλειστική πρώτη θέση πρότασης λες και 100 100 100 100 μήπως 100 91 94 91 β) στοιχεία με κυρίαρχη θέση, που εμφανίζονται σε πρώτη, δεύτερη ή τρίτη θέση στο μεγαλύτερο ποσοστό των εμφανίσεών τους σε όλα τα υπο-σώματα (ή σε όλα τα υπο-σώματα στα οποία εμφανίζονται). Συγκεκριμένα, κυρίαρχα στην πρώτη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία: Πίνακας 4α: Στοιχεία σε κυρίαρχη πρώτη θέση πρότασης αντίθετα 65 89 56 88 άρα 60 56 86 97 επομένως 45 52 83 88 ευτυχώς 66 57 50 58 συνεπώς 55 76 97 100 Επιπλέον, τα ακόλουθα στοιχεία εμφανίζονται σε κυρίαρχη θέση στα υπο-σώματα στα οποία απαντούν: 2 Τα στοιχεία σάμπως να και τωόντι δεν εμφανίζονται σε κανένα υπο-σώμα και επομένως δεν σχολιάζονται. 758

Πίνακας 4β: Στοιχεία σε κυρίαρχη πρώτη θέση πρότασης εντούτοις 77 - - 100 παρ όλα αυτά 75 - - 75 πρώτα-πρώτα - - 67 67 συμπερασματικά 100 100 - - Κυρίαρχα στη δεύτερη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία: Πίνακας 5: Στοιχεία σε κυρίαρχη δεύτερη θέση πρότασης ακριβώς 50 45 47 48 άραγε 44 77 95 100 λοιπόν 80 88 87 65 όμως 74 88 75 60 πράγματι 40 38 52 45 Κυρίαρχα στην τρίτη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία: Πίνακας 6: Στοιχεία σε κυρίαρχη τρίτη θέση πρότασης δήθεν 75 68 86 42 ειδικότερα 49 44 68 100 εξαιρετικά 88 84 100 66 ιδίως 100 62 100 60 ίσως 48 58 47 36 κακώς 100 66 57 50 μάλλον 50 62 44 42 ουσιαστικά 64 58 54 53 τώρα 52 52 49 48 γ) στοιχεία με προτιμώμενη θέση, που εμφανίζονται σε πρώτη, δεύτερη ή τρίτη θέση στο μεγαλύτερο ποσοστό των εμφανίσεών τους στα περισσότερα αλλά όχι σε όλα τα υποσώματα. Συγκεκριμένα, προτιμώμενα στην πρώτη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία. (Οι συχνότητες σημειώνονται μόνο όπου εμφανίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίσεων): 759

Πίνακας 7: Στοιχεία σε προτιμώμενη πρώτη θέση πρότασης δυστυχώς 48 54 47 μάλιστα 49 38 52 προφανώς 44 37 60 τότε 66 44 52 ωστόσο 51 90 85 Προτιμώμενα στη δεύτερη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία: Πίνακας 8: Στοιχεία σε προτιμώμενη δεύτερη θέση πρότασης άλλωστε 48 52 48 βέβαια 54 45 39 όντως 55 60 50 Προτιμώμενα στην τρίτη θέση πρότασης είναι τα εξής στοιχεία: Πίνακας 9: Στοιχεία σε προτιμώμενη τρίτη θέση πρότασης δηλαδή 54 53 51 ενδεχομένως 52 65 41 οπωσδήποτε 67 67 35 τελικά 42 39 51 και δ) στοιχεία που μετακινούνται ελεύθερα: όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, που δεν εμφανίζουν αποκλειστική, κυρίαρχη ή προτιμώμενη θέση, αλλά μπορεί να απαντούν σε όλες τις θέσεις, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα που δείχνει τις προτιμήσεις σε πρώτη (Σ1), δεύτερη (Σ2) ή τρίτη θέση πρότασης (Σ>2) σε κάθε υπο-σώμα: Πίνακας 10: Στοιχεία που μετακινούνται ελεύθερα στην πρόταση ακολούθως Σ2 - Σ>2 - απλώς Σ>2 Σ>2 Σ1 Σ1 αρχικά Σ2 Σ>2 Σ>2 - Σ2 Σ>2 760

ασφαλώς Σ>2 Σ2 Σ1 Σ1 διαφορετικά Σ2 Σ1 Σ>2 Σ>2 εξάλλου Σ1 Σ1 Σ2 Σ>2 καλώς - - Σ1 Σ>2 Σ1 πάντως Σ2 Σ2 Σ1 Σ1 πιθανόν Σ2 Σ2 Σ>2 Σ1 πραγματικά Σ>2 Σ2 Σ>2 Σ2 σίγουρα Σ1 Σ>2 Σ2 Σ1 φυσικά Σ1 Σ1 Σ>2 Σ2 Σχετικά με τη θέση στην περίοδο, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους τα υπό εξέταση στοιχεία εμφανίζονται στην τρίτη θέση. Στοιχεία που απαντούν αποκλειστικά στην τρίτη θέση περιόδου συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα: Πίνακας 11: Στοιχεία σε αποκλειστική τρίτη θέση περιόδου ασφαλώς + δήθεν + + ενδεχομένως + + εξαιρετικά + ιδίως + + κακώς + μάλλον + όντως + + πιθανόν + + τάχα + Στοιχεία που απαντούν στα επιμέρους υπο-σώματα σε μεγαλύτερο βαθμό στην πρώτη θέση περιόδου συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα: Πίνακας 12: Στοιχεία σε προτιμώμενη πρώτη θέση περιόδου αντίθετα 54 86 64 άρα 73 76 δυστυχώς 48 761

εξάλλου 55 44 επομένως 71 61 ευτυχώς 66 καλώς 59 μήπως 42 51 πάντως 51 πρώτα-πρώτα 67 67 συμπερασματικά 100 100 συνεπώς 81 88 ωστόσο 90 79 4. Συζήτηση και συμπεράσματα Ποια είναι η εικόνα που μας παρέχουν τα παραπάνω ευρήματα για τη σημασία της θέσης στα επιρρηματικά στοιχεία που μελετούμε; Σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε μονοσήμαντα θέση και γλωσσική κατηγορία, καθώς τα στοιχεία που εμφανίζονται στις επιμέρους θέσεις δεν έχουν ενιαία λειτουργία. 3 Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι παρουσιάζονται σαφείς προτιμήσεις για την εμφάνιση συγκεκριμένων στοιχείων σε ορισμένες θέσεις και το εύρημα αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από την ελληνική βιβλιογραφία για τα συγκεκριμένα επιρρηματικά όσο και από την ξένη σε σχέση με τις γενικότερες τάσεις των στοιχείων αυτών. Πιο συγκεκριμένα, τα ποσοστά αποκλειστικής εμφάνισης του λες και στην πρώτη θέση συντακτικής πρότασης σε όλα τα υπο-σώματα αποτελούν ασφαλές κριτήριο για να θεωρήσουμε το στοιχείο αυτό ως υποτακτικό σύνδεσμο ή επιρρηματικό υποτακτικό συνδέτη (πρβλ. το χαρακτηρισμό του as if ως adverbial subordinator στο Biber et al. 1999: 843). Είναι χαρακτηριστικό ότι το μήπως που εμφανίζει παρόμοιες συχνότητες, δεν εμφανίζεται σε τέτοια ποσοστά σε όλα τα υπο-σώματα αλλά λειτουργεί είτε ως ενδοιαστικός σύνδεσμος σε δεύτερη και τρίτη θέση περιόδου, είτε ως μόριο που εκφράζει μια εναλλακτική πρόταση του συγγραφέα/ομιλητή σε πρώτη θέση πρότασης. Σε πρώτη θέση πρότασης εμφανίζονται δύο ειδών στοιχεία: α) επιρρηματικά με εμφανή συνδετική λειτουργία που δηλώνουν αντίθεση (αντίθετα, εντούτοις, παρ όλα αυτά ωστόσο) ή συμπέρασμα (άρα, επομένως, συνεπώς, συμπερασματικά τότε) και β) επιρρηματικά που εκφράζουν τη στάση του συγγραφέα/ομιλητή απέναντι στο λογικό περιεχόμενο της πρότασης (ευτυχώς δυστυχώς, προφανώς). Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε το μεταγλωσσικό δείκτη πρώτα-πρώτα, που δηλώνει απαρίθμηση και το μόριο εστίασης μάλιστα, που εμφανίζεται σε 3 Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα του Altenberg (2006) για τα Αγγλικά και Σουηδικά, σύμφωνα με τα οποία προσθετικά συνδετικά τείνουν να εμφανίζονται στην αρχή, ενώ η δεύτερη θέση σχετίζεται περισσότερο με αντιθετικά και επεξηγηματικά συνδετικά. 762

πρώτη θέση πρότασης κυρίως λόγω της συχνής εμφάνισής του ύστερα από το και στη σύναψη και μάλιστα (το ένα τρίτο των εμφανίσεών του στα Α, Β, Σ). Παραβλέποντας προς το παρόν τη δεύτερη θέση, σε τρίτη θέση πρότασης εμφανίζονται στοιχεία που λειτουργούν περισσότερο ως επιρρήματα, δηλαδή ως προσδιοριστές ενός στοιχείου της ρηματικής φράσης ή της ονοματικής φράσης, όπως στα ακόλουθα παραδείγματα: 1. Β: οποιεσδήποτε αντιδράσεις υπέκρυπταν, δήθεν, συντεχνιακές αντιλήψεις των δικηγόρων. 2. Α: όπως οι εισβολείς σε ένα χώρο που κάνουν δήθεν ανθρωπιστικό πόλεμο. Στις χρήσεις τους αυτές δηλώνουν διαβάθμιση (εξαιρετικά), εστίαση (ειδικότερα, ιδίως δηλαδή), τροπικότητα (ίσως, μάλλον ενδεχομένως, οπωσδήποτε), αξιολόγηση (δήθεν, κακώς, ουσιαστικά τελικά) ή και συνήθη ορίσματα επιρρημάτων όπως ο χρόνος (τώρα). Με αυτή την έννοια, η γενική λειτουργία τους εντοπίζεται στο να εστιάσουν ακριβώς σε ένα ορισμένο συστατικό της πρότασης παρά να τροποποιήσουν την πρόταση συνολικά, όπως διαπιστώνεται στις Γραμματικές (Holton et al. 1997: 355, Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2001: 174-175) για τα στοιχεία αυτά, που χαρακτηρίζονται προτασιακά επιρρήματα. Επειδή τα στοιχεία αυτά συχνά προσδιορίζουν τη ρηματική φράση, που αποτελεί τον πυρήνα της πρότασης, θα μπορούσαν με αυτή την έννοια να θεωρηθούν «προτασιακά». 4 Ωστόσο, κατεξοχήν προτασιακά θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε τα επιρρηματικά που διαθέτουν εύρος (scope) σε όλη την πρόταση όπως λ.χ. όσα εκφράζουν στάση (ευτυχώς, δυστυχώς, προφανώς), τα οποία, όπως είδαμε, προτιμούν την πρώτη θέση πρότασης. Αν και τα επιρρηματικά που εμφανίζουν κυρίαρχη ή προτιμώμενη δεύτερη θέση δεν διαθέτουν εξίσου σαφείς λειτουργίες, μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: α) στοιχεία με συνδετική λειτουργία (λοιπόν, όμως άλλωστε) και β) στοιχεία που εκφράζουν τη συμφωνία (ακριβώς, πράγματι βέβαια, όντως) ή την αμφιβολία (άραγε) του συγγραφέα/ομιλητή. Είναι σαφές ότι η διάκριση αυτή δεν είναι απόλυτη και πολλά στοιχεία διαθέτουν και τις δύο αυτές ή και άλλες λειτουργίες. Στη σημασία της δεύτερης θέσης θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, τόσο η ελληνική όσο και η ξένη βιβλιογραφία επιβεβαιώνει τα ειδικά και γενικά συμπεράσματά μας για τη συμπεριφορά των επιρρηματικών. Καταρχάς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι τα ευρήματα της μελέτης μας για επιμέρους επιρρηματικά 4 Είναι σαφές ότι η συμπερίληψη των στοιχείων αυτών στην κατηγορία των προτασιακών επιρρημάτων από τις Γραμματικές της Ελληνικής ακολουθεί την παλιότερη χρήση του όρου (βλ. Νάκας 1998α: 88) και όχι την τριμερή διάκριση που επικράτησε αργότερα (βλ. πιο κάτω) ή τα πορίσματα του Νάκα (1998α, β). 763

επιβεβαιώνονται από προηγούμενες έρευνες στην Ελληνική σε διαφορετικά σώματα κειμένων. Για παράδειγμα, η σταθερή τοποθέτηση των λοιπόν και όμως στη δεύτερη θέση, που παρατηρείται διαισθητικά από τους Holton et al. (1997: 340), αλλά και του άραγε, έχει ήδη διαπιστωθεί από έρευνες με ΗΣΚ (Γούτσος et al. 1995, Georgakopoulou & Goutsos 1996, 1998, Goutsos 2002, Γούτσος 2002, 2003α) και επιβεβαιώνεται και σε αυτή την έρευνα. Το ίδιο ισχύει και για άλλα στοιχεία όπως τα πάντως, δηλαδή και ίσως, που έχουν μελετηθεί από άλλους ερευνητές (Καραφώτη 2003). Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι ορισμένα επιρρηματικά συνδέονται με δεδομένες θέσεις στην Ελληνική. Την υπόθεση αυτή ενισχύουν οι περιορισμοί που έχουν διαπιστωθεί στη σχετική σειρά των επιρρηματικών (π.χ. άρα μήπως όμως και όχι *όμως μήπως άρα, βλ. Γούτσος 2002, 2003α, πρβλ. Νάκας 2008α). Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η μελέτη επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του Altenberg ότι κάθε συνδετικό τείνει να έχει πολύ διαφορετικές προτιμήσεις θέσης και οι γνώσεις μας γι αυτές τις προτιμήσεις είναι ανεπαρκείς (2006: 13). Κατά δεύτερο λόγο, τα ευρήματά μας συνηγορούν με τη γενική διαπίστωση της βιβλιογραφίας ότι συνδετικά στοιχεία τείνουν να εμφανίζονται στην αρχή της πρότασης. Πιο συγκεκριμένα, διακρίνεται και στα Ελληνικά, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, η τάση που παρατηρούν οι Biber et al. (1999) για τα Αγγλικά τα συνδετικά επιρρηματικά (linking) να τοποθετούνται σε αρχικές θέσεις, τα επιρρηματικά στάσης (stance) σε μεσαίες θέσεις και τα προσδιοριστικά επιρρηματικά (circumstance) σε τελικές θέσεις. Παρομοίως, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα επιρρηματικά υψηλού επιπέδου, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Auwera (1998), δηλαδή τα συνδετικά (connecting) και διαπροσωπικά (interpersonal) επιρρήματα τοποθετούνται σε πιο αρχικές θέσεις σε σχέση με τα αναπαραστατικά επιρρήματα (representational adverbs), που προσδιορίζουν το γεγονός ή το κατηγόρημα. 5 Η χρήση των ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε με συγκεκριμένα στοιχεία και να προσδιορίσουμε με ακρίβεια αυτή την τάση της γλώσσας. Γενικά, η σημασία της αρχικής θέσης έχει επισημανθεί από πλήθος μελετών που τη συγκαταλέγουν ανάμεσα στις βασικές ιδιότητες των δεικτών λόγου (βλ. λ.χ. Brinton 1996, Schourup 1999: 233). Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες για την Ελληνική (Georgakopoulou & Goutsos 1996, 1998, Goutsos 2002) στη διαπίστωση ότι όσο πιο «μπροστά» απαντά ένα στοιχείο της πρότασης τόσο πιο ολική λειτουργία έχει, ενώ όσο πιο μακριά τοποθετείται από την αρχή της πρότασης τόσο πιο τοπική είναι η λειτουργία του. Με άλλα λόγια, όσο λιγότερο συνδεδεμένο με τη σύνταξη και τη λειτουργία της πρότασης είναι ένα επιρρηματικό στοιχείο τόσο σε πιο αρχική θέση 5 Η τριμερής αυτή διάκριση παραπέμπει στην κλασική τριχοτόμηση των Greenbaum (1969) και Quirk & Greenbaum (1973) σε conjuncts, disjuncts και adjuncts, όρους που έχουν αποδοθεί από τον Νάκα (1998α, β) ως προ-σύνδεσμοι (ή κειμενικοί σύνδεσμοι ή συζευκτικά ή συναπτικά επιρρήματα), παραδιορισμοί και προσαρτήματα, αντίστοιχα. 764

τοποθετείται. Η απεικονιστική αυτή τάση της γλώσσας προκύπτει και διαχρονικά σύμφωνα με την Traugott (1997), η οποία υποστηρίζει ότι οι δείκτες ή μόρια λόγου προκύπτουν από προτασιακά επιρρήματα, που με τη σειρά τους προέρχονται από ενδοπροτασιακά επιρρήματα (πρβλ. Lamiroy & Charolles 2004). Ένα εξίσου σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνάς μας είναι ότι το κειμενικό είδος συσχετίζεται με τη θέση και, επομένως, τη λειτουργία των επιρρηματικών. Ειδικότερα, στα προφορικά κείμενα και μάλιστα στα πιο απροσχεδίαστα τα περισσότερα επιρρηματικά τείνουν να απαντούν στην πρώτη θέση, ενώ στα γραπτά κείμενα η τρίτη θέση είναι δημοφιλέστερη. Αυτό διαπιστώνουμε στον παρακάτω πίνακα, όπου συνοψίζονται τα συνολικά ποσοστά εμφάνισης επί τοις εκατό των επιρρηματικών που εξετάστηκαν στα τέσσερα υπο-σώματα: Πίνακας 13: Συνολικά ποσοστά εμφάνισης (%) στα διάφορα υπο-σώματα Σ1 Σ2 Σ>2 Α 34 30 36 Ε 33 31 36 Β 38 30 32 Σ 46 26 28 Όπως βλέπουμε, τα μισά σχεδόν επιρρηματικά στις ραδιοτηλεοπτικές συνεντεύξεις εμφανίζονται σε πρώτη θέση. Την τάση αυτή διαπιστώνουμε και για τα στοιχεία με προτιμώμενη δεύτερη ή τρίτη θέση, στα οποία τα ευρήματα από το υπο-σώμα των συνεντεύξεων αποκλίνουν συστηματικά από τα υπόλοιπα με το να εμφανίζουν προτίμηση σε πρώτη θέση. Παρομοίως, στον πίνακα για τα στοιχεία που μετακινούνται ελεύθερα μπορούμε να διακρίνουμε μια τάση των προφορικών υπο-σωμάτων να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, είτε προτάσσοντας στοιχεία (απλώς, ασφαλώς, καλώς, πάντως) σε σχέση με τα γραπτά υπο-σώματα, είτε, σε λιγότερο βαθμό, τοποθετώντας τα στη δεύτερη και τρίτη θέση της πρότασης (εξάλλου, φυσικά). Επιπλέον, από τα στοιχεία που εμφανίζονται στην αρχή περιόδου τα περισσότερα απαντούν στις συνεντεύξεις και κατόπιν στις ομιλίες της Βουλής. Τέλος, στους συμφραστικούς πίνακες μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πολλά από τα επιρρηματικά που εξετάστηκαν (π.χ. ακριβώς, βέβαια, δηλαδή, προφανώς) απαντούν στα προφορικά δεδομένα σε αυτόνομες επιτονικές μονάδες, δηλαδή αποτελούν μόνα τους εκφωνήματα (πρβλ. Νάκας 1998α: 94). Το τρίτο σπουδαιότερο συμπέρασμα της έρευνας σχετίζεται με την επιμονή επιρρηματικών στοιχείων στα Ελληνικά να εμφανίζονται στη δεύτερη θέση της πρότασης, με την έννοια που ορίστηκε στην αρχή της μελέτης. Όπως βλέπουμε λ.χ. στον πίνακα 13, από τα στοιχεία που εξετάστηκαν γύρω στο 30% εμφανίζεται σε δεύτερη θέση σε όλα τα υπο- 765

σώματα. Η ιδιαιτερότητα αυτή της Ελληνικής υπερβαίνει τις απλές συμβάσεις του γραπτού λόγου ή τις προτιμήσεις περιορισμένων στοιχείων (όπως έχει παρατηρηθεί λ.χ. για τα therefore, thus, however στα Αγγλικά: Biber et al. 1999: 892), καθώς η δεύτερη θέση προτιμάται από ένα ευρύ φάσμα επιρρηματικών τόσο στα προφορικά όσο και στα γραπτά υπο-σώματα. Είναι σημαντικό επίσης ότι στοιχεία με κυρίαρχη δεύτερη θέση όπως τα λοιπόν και όμως ανήκουν στα συχνότερα επιρρηματικά σε όλα τα υπο-σώματα, δηλαδή εμφανίζονται με ιδιαίτερα υψηλές συχνότητες. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια αυστηρή συμβατικοποίηση της δεύτερης θέσης στα Ελληνικά που χρήζει ερμηνείας. Μια από τις πιθανές ερμηνευτικές διαδρομές έχει να κάνει με τη λειτουργία των στοιχείων που απαντούν σε δεύτερη θέση. Καταρχάς, τα λοιπόν και όμως, εξαιτίας ακριβώς της υψηλής τους συχνότητας, φαίνεται να έχουν αποβάλει το σημασιολογικό περιεχόμενο του συμπεράσματος και της αντίθεσης, αντίστοιχα, και να χρησιμοποιούνται μάλλον ως απλοί δείκτες συνδετικότητας ή ακολουθίας, επισημαίνοντας τοπικές ή ολικές ασυνέχειες. Τα διαπροσωπικά προσανατολισμένα επιρρηματικά όπως άλλωστε, άραγε, πράγματι, όντως κ.λπ. φαίνεται να εισάγουν έμμεσα ένα δευτερεύον στοιχείο συμφωνίας (ή αμφιβολίας) στην επιχειρηματολογία του κειμένου και είναι ακριβώς αυτή η εμμεσότητα που συνδέεται με τη δεύτερη θέση. Η μικρο-κειμενική ανάλυση είναι αυτή που θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει τις υποθέσεις αυτές. Επιπλέον, η χρήση επιρρηματικών στη δεύτερη θέση φαίνεται να συνδέεται με την προβολή των στοιχείων που βρίσκονται στην πρώτη θέση, δηλαδή των θεματικών και συνδετικών στοιχείων που απαντούν αρχικά στην πρόταση. Το κειμενικό αυτό μαρκάρισμα δεν είναι ασύνδετο με την τάση παλαιότερων φάσεων της Ελληνικής να οριοθετούν την αρχή της φράσης με τη βοήθεια μορίων (Eideneier 2004: 101). Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε επομένως ότι η σημασία της δεύτερης θέσης προέρχεται από τη «ρυθμική σηματοδότηση» της αρχής της φράσης που αναπτύχθηκε στα Ελληνικά για την ορθή εκφώνηση των γραπτών κειμένων (όπ.π.: 94) και η οποία ανάγεται στην αυστηρή σειρά των μορίων στην αρχαία Ελληνική και συναφείς ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. Anderson 1993, Wills 1993, Langslow 2000). Η υπόθεση αυτή είναι φυσικά συμβατή με τις άλλες εξηγήσεις που προτάθηκαν: η συμβατική τοποθέτηση στη δεύτερη θέση συνδετικών και άλλων επιρρηματικών στοιχείων σχετίζεται με την απομάκρυνση από το αυστηρά σημασιολογικό περιεχόμενο των στοιχείων αυτών στην ενδοπροτασιακή τους λειτουργία και τη μετατόπισή τους σε κειμενικές λειτουργίες με έμφαση τη διαδοχικότητα των κειμενικών μονάδων. Βιβλιογραφία Altenberg, B. (2006) The function of adverbial connectors in second initial position in English and Swedish. In K. Aijmer & A.-M. Simon-Vandenbergen (eds.), Pragmatic markers in contrast. Amsterdam: Elsevier, 11-37. 766

Anderson, S. (1993) Wackernagel s revenge: Clitics, morphology and the syntax of second position. Language 69, 68-98. Auwera, J. van der (ed.) (1998) Adverbial constructions in the languages of Europe. Berlin: Mouton de Gruyter. Biber, D., S. Johansson, G. Leech, S. Conrad & E. Finegan (1999) Longman grammar of spoken and written English. London: Longman. Brinton, L. J. (1990) The development of discourse markers in English. In J. Fisiak (ed.), Historical linguistics and philology. Berlin: De Gruyter, 45-71. Brinton, L. J. (1996) Pragmatic markers in English: Grammaticalization and discourse functions. Berlin: Mouton de Gruyter. Γούτσος, Δ. (2002). «Η χρήση των ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων στην ανάλυση λόγου». Στο Clairis, C. (επιμ.) Γλωσσολογικές έρευνες για την ελληνική. Ι. Πρακτικά του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Σορβόννη, Παρίσι, 13-15 Σεπτεμβρίου 2001. Paris: L Harmattan, 219-222. Γούτσος, Δ. (2003α). «Η χρήση των ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων στη διδασκαλία του λεξιλογίου της Νέας Ελληνικής». Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου για τη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας, Αθήνα 25-26 Σεπτεμβρίου 2000. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, 259-267. Γούτσος, Δ. (2003β). «Σώμα Ελληνικών Κειμένων: Σχεδιασμός και υλοποίηση». Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003. Δημοσίευση σε CD-ROM. Γούτσος, Δ., P. King & Ρ. Χατζηδάκη (1995). «Η χρήση των corpus στη λεξικογραφία και περιγραφή της Νέας Ελληνικής». Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 15ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 11-14 Μαΐου 1994. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 843-854. Eideneier, H. (2004). Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμα. Fischer, K. (2000). From cognitive semantics to lexical pragmatics. The functional polysemy of discourse particles. Berlin: Mouton de Gruyter. Foolen, A. (1996). Pragmatic particles. In J. Verschueren, J.-O. Östman, J. Blommaert and C. Bulcaen (eds.) Handbook of Pragmatics 1996. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins. Georgakopoulou, A. & D. Goutsos (1996). Connectives as discourse markers in Modern Greek. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 4-6 Μαΐου 1995. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 411-422. Georgakopoulou, A. & D. Goutsos (1998). Conjunctions versus discourse markers in Greek: The interaction of frequency, positions and functions in context. Linguistics 36 (5), 887-917. Goutsos, D. (2002). Bringing text and system together: Patterns of discourse particles in a corpus of argumentative Greek texts. Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο Reviewing Linguistic Thought: Perspectives into the 21st Century, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 21-24 Μαΐου. Greenbaum, S. (1969). Studies in English adverbial usage. London: Longmans. Holton D., P. Mackridge & I. Philippaki-Warburton (1997). Greek: A comprehensive grammar of the modern language. London & New York: Routledge [ελλ. μτφρ. Β. Σπυρόπουλος. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Πατάκης 1999]. Καραφώτη, Π. (2003). «Θέση και λειτουργία των κειμενικών δεικτών σε αφηγηματικά και μη αφηγηματικά κείμενα». Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 23, 31-42. Κλαίρης, Χ. & Γ. Μπαμπινιώτης (2005) (σε συνεργασία με Α. Μόζερ, Α. Μπακάκου-Ορφανού & Σ. Σκοπετέα). Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική-επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Lamiroy B. & M. Charolles (2004). Des adverbes aux connecteurs: Simplement, seulement, malheureusement, heureusement, Travaux de Linguistique, 49: 57-79. Langslow, D. R. (2000). Latin discourse particles, Medical Latin and Classical Latin. Mnemosyne 53 (5): 537-560. Mosegaard Hansen, M.-B. (1998). The function of discourse particles. A study with special reference to spoken standard French. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Νάκας, Θ. (1988α). «Τα επιρρηματικά της Νέας Ελληνικής. (Συμπεράσματα από μια γενική διερεύνηση». Στο Γλωσσοφιλολογικά Β. Μελετήματα για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Δούκα, 76-95. Νάκας, Θ. (1988β). «Συμβολή στη μελέτη των προτασιακών επιρρημάτων της Νέας Ελληνικής». Στο Γλωσσοφιλολογικά Β. Μελετήματα για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Δούκα, 96-124. 767

Quirk, R. & S. Greenbaum (1973). A university grammar of English. London: Longman. Schourup, L. (1999). Discourse markers. Lingua 107: 227-265. Siepman, D. (2000-2001). Second-level discourse markers across languages. Languages in Contrast 3 (2): 253 287. Τζάρτζανος (1991/1946-1953). Νεοελληνική σύνταξις (της κοινής δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη. Traugott (1997). The role of the development of discourse markers in a theory of grammaticalization. Paper presented at ICHL XII, Manchester 1995; Version of 11/97. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.stanford.edu/~traugott/ect_papersonline.html. Τριανταφυλλίδης (1991/1941). Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Wills, J. (1993). Homeric particle order. Historische Sprachforschungen 106: 61-81. 768