Συμβουλευτική ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους Σωτηρία Α. Καρολίδου (https://sotiriakarolidou.wordpress.com ) Δεκέμβριος 2017
Σωτηρία Α. Καρολίδου Υπεύθυνη Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κιλκίς - Μ.Sc. Σχολική Ψυχολογία Διαχείριση Κρίσεων στην Εκπαίδευση - M.Sc. Εκπαίδευση και Αναπηρία. Συναισθηματικές Συγκινησιακές Δυναμικές - Μ.Α. Επιστήμες της Αγωγής - Σύμβουλος Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού sotiriakarolidou@acadimia.com https://sotiriakarolidou.wordpress.com 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Κεφάλαιο 1 1. Οικογένεια 1.1. Ορισμός της οικογένειας 1.2. Χαρακτηριστικά λειτουργίας της οικογένειας 1.2.1. Ανοιχτά και κλειστά συστήματα 1.2.2. Υποσυστήματα 1.2.3. Δομή 1.2.4. Όρια 1.2.5. Κανόνες 1.2.6. Οργάνωση Ολότητα 1.2.7. Ομοιόσταση - ανατροφοδότηση 1.3. Οικογένεια και ευρύτερα συστήματα 1.3.1. Οικογενειακή προσαρμοστικότητα 1.3.2. Οικογενειακή συνοχή 1.4. Η λειτουργική / δυσλειτουργική οικογένεια 16 1.5. Η λειτουργία της οικογένειας σύμφωνα με το Μοντέλο της McMaster 17 15.1. Επικοινωνία 19 15.2. Συναισθηματική ανταπόκριση 19 15.3. Συναισθηματική εμπλοκή 20 15.4. Έλεγχος συμπεριφοράς 20 15.5. Ρόλοι 21 15.6. Επίλυση προβλημάτων στην οικογένεια 22 1.6. Η οικογένεια στην Ελλάδα σήμερα 22 Κεφάλαιο 2 2.Ειδική Αγωγή 24 2.1. Ορισμός 24 2.2. Άτομα με ειδικές ανάγκες ή αναπηρία 25 2.3. Νομοθεσία στην Ελλάδα για την Ειδική Αγωγή 29 2.3.1. Ν. 2817/2000 30 2.3.2. Ν. 3194/2003 31 2.3.3. Ν. 3699/2008 32 2.3.3.1. Άρθρο 1 32 2.3.3.2. Άρθρο 2 33 2.3.3.3. Άρθρο 3 33 2.3.3.4. Άρθρο 4 34 2.3.3.5. Άρθρο 15 35 2.3.3.6. Άρθρο 17 35 2.3.3.7. Άρθρο 18 35 2.4. Ν. 4115/2013 36 2.5. Ν. 4048/2012 36 2.6. Δομές Ειδικής Αγωγής 37 2.6.1. Ειδικό Σχολείο 37 2.6.2. Τμήμα Ένταξης 37 2.6.3. ΚΕΔΔΥ 37 2.6.4. Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής 38 2.7. Στατιστικά στοιχεία για τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες 39 Κεφάλαιο 3 3. Αναπηρία και Μοντέλα Επεξήγησης 3.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναπηρίας 3.2. Ιστορική αναδρομή στις αντιλήψεις για την αναπηρία 3.3. Σύγχρονα πλαίσια θεώρησης της αναπηρίας 3.4. Το Βιο ιατρικό μοντέλο 3.5. Το Κοινωνικό μοντέλο 3.6. Κριτική στα μοντέλα προσέγγισης της αναπηρίας 8 8 10 10 10 11 11 12 12 13 14 14 15 42 42 43 46 48 50 52 2
Κεφάλαιο 4 4. Η αναπηρία στην Ελλάδα και την Ευρώπη 4.1. Η αναπηρία στην Ελλάδα Κοινωνιολογικό προφίλ 4.2. Παρατηρήσεις για κοινωνικο δημογραφικά χαρακτηριστικά των ΑμεΑ στην Ελλάδα 4.3. Η αναπηρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) 4.3.1. Εκπαίδευση ΑμεΑ στις χώρες της ΕΕ 4.3.2. Απασχόληση ΑμεΑ στην ΕΕ 4.3.3. Αντιλήψεις, προκαταλήψεις και στάσεις απέναντι στην αναπηρία 4.3.4. Στάσεις και αντιλήψεις της Ελληνικής κοινής γνώμης 4.3.4.1. Βαθμός και πηγές ενημέρωσης της Ελληνικής κοινής γνώμης για την αναπηρία 4.3.4.2. Η νοηική παράσταση της κοινωνίας για την αναπηρία και τα άτομα με αναπηρία 4.3.4.3. Βαθμός συναναστροφής του γενικού πληθυσμού με τα άτομα με αναπηρία 4.3.4.4. Στάσεις της Ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στα άτομα με αναπηρία 4.3.4.5. Αξιολόγηση της Ελληνικής κοινής γνώμης υποδομών, υπηρεσιών και αγαθών για τα ΑμεΑ 4.3.4.6. Απόψεις της Ελληνικής κοινής γνώμης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία στην Ελλάδα 4.3.4.7. Απόψεις της Ελληνικής κοινής γνώμης για τη συμβολή της Πολιτείας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των ατόμων με αναπηρία 4.4. Ψυχοκοινωνικές δυσκολίες μαθητών με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες 4.4.1. Συμβολική αλληλεπίδραση 4.4.1.1. Παιδιά με τύφλωση και προβλήματα όρασης 4.4.1.2. Παιδιά κωφά ή βαρύκοα 4.4.1.3. Παιδιά με κινητικά προβλήματα 4.4.1.4. Παιδιά με νοητική ανεπάρκεια 4.4.1.5. Παιδιά με αυτισμό 4.4.1.6. Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες 4.4.1.7. Συμπερασματικά Κεφάλαιο 5 5. Συμβουλευτική 5.1. Ορισμός 5.1.1. Ατομική Συμβουλευτική 5.1.2. Ομαδική Συμβουλευτική 5.2. Έννοια της Συμβουλευτικής 5.3. Ψυχοπαιδαγωγική Συμβουλευτική 5.4. Ο συμβουλευτικός ρόλος του εκπαιδευτικού 5.4.1. Γνώσεις και δεξιότητες της συμβουλευτικής στον εκπαιδευτικό 5.4.2. Εκπαιδευτικός - Σύμβουλος 5.5. Η συμβουλευτική στην εκπαίδευση ειδική αγωγή 97 5.6. Ο ρόλος του /της ειδικού παιδαγωγού στο σχολείο 103 5.7. Ο ρόλος του /της ειδικού παιδαγωγού με την οικογένεια 105 5.8. Αναγκαιότητα ανάπτυξης της συμβουλευτικής στην ειδική εκπαίδευση 116 5.9. Εμπόδια στη συνεργασία εκπαιδευτικών - γονεων 122 Κεφάλαιο 6 6. Στόχοι και αντικείμενο Συμβουλευτικής 6.1. Στόχοι Συμβουλευτικής 125 127 6.2. Θεωρίες και αρχές Συμβουλευτικής 6.2.1. Θεωρία λογικής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 6.2.2. Θεωρία της μαθησιακής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 6.2.3. Η θεωρία της ψυχαναλυτικής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 6.2.4. Η θεωρία της αντιληπτικής φαινομενολογικής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 6.2.5. Η θεωρία της υπαρξιστικής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 54 54 57 58 59 59 60 62 63 64 65 66 68 70 71 73 75 76 77 79 79 80 81 82 84 84 84 87 88 89 90 93 95 130 131 134 136 137 139 3
6.2.6. Η θεωρία της εξελικτικής προσέγγισης στη Συμβουλευτική 139 6.2.7. Βασικές Συμβουλευτικές προσεγίσεις 142 6.2.7.1. Ψυχοδυναμική προσέγγιση 142 6.2.7.2. Γνωστική Συμπεριφορική προσέγγιση 142 6.2.7.3. Ανθρωπιστική Προσωποκεντρική προσέγγιση 143 6.3. Συμβουλευτική Ψυχολογία 6.3.1. Προέλευση και Ανάπτυξη του κλάδου της Συμβουλευτικής ψυχολογίας 6.3.2. Είδη Συμβουλευτικής ψυχολογίας 6.3.2.1. Λογικοθυμική θεωρία 6.3.2.2. Θεωρία ατομικής ψυχολογίας 6.3.2.3. Θεωρία συνδιαλεκτικής ανάλυσης 6.3.2.4. Ψυχαναλυτική θεωρία 6.3.2.5. Η ψυχολογία του εγώ Ψυχοκοινωνική θεωρία 6.3.2.6. Προσωποκεντρική θεωρία 6.3.2.7. Μορφολογική θεωρία 6.3.2.8. Θεωρία κοινωνικής μάθησης 6.3.2.9. Θεωρία της πραγματικότητας 6.4. Συμβουλευτική προσέγγιση και πολιτισμική καταλληλότητα 158 6.5. Θέματα συμβουλευτικής παιδιών και εφήβων 159 6.6. Σημασία της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας 160 6.7. Διαλεκτική Συμβουλευτική 6.7.1. Ορίζοντας τη Συμβουλευτική Διαλεκτική στο σχολείο 6.7.2. Μοντέλα Διαλεκτικής Συμβουλευτικής στο σχολικό πλαίσιο 6.7.2.1. Διαλεκτική Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας 6.7.2.2. Οργανωτική Διαλεκτική Συμβουλευτική 163 163 166 166 168 6.8. Διαλεκτική Συμβουλευτική σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο 169 6.9. Η συμβουλευτική ψυχολογία στην Ελλάδα σήμερα 169 6.10. Η Ελληνική πραγματικότητα στη συμβουλευτική γονέων παιδιών με 171 ειδικές ανάγκες Κεφάλαιο 7 7. Γέννηση παιδιού στην οικογένεια 7.1. Η σημασία της γέννησης ενός παιδιού για τους γονείς του Κεφάλαιο 8 8. Η έννοια της αναπηρίας 8.1. Η εξελικτική οπτική της αναπηρίας 8.2. Οι υπόρρητες θεωρίες για την αναπηρία 8.3. Το ζήτημα της αναπηρίας 8.3.1. Η προσέγγιση του ιατροκεντρικού μοντέλου της αναπηρίας 8.3.2. Η κοινωνική κατασκευή της αναπηρίας στον αντίποδα της ιατρικής προσέγγισης 8.3.3. Η ανάλυση του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας 8.3.4. Κριτικές προσέγγισης στο κοινωνικό μοντέλο και νέες θεωρίες Κεφάλαιο 9 9. Η απόκτηση στην οικογένεια παιδιού με ειδικές ανάγκες 9.1. Οι συνέπειες της αναπηρίας στη συναισθηματική κατάσταση των γονέων 9.2. Θεωρητικά μοντέλα για τις οικογένειες παιδιών με αναπηρία 9.2.1. Το μοντέλο της παθολογικής οικογένειας 9.2.2. Το μοντέλο των κοινωνικών αναγκών 9.2.3. Το μοντέλο της αντιμετώπισης του άγχους 9.2.4. Το κοινωικό μοντέλο / μοντέλο ίσων ευκαιριών 9.2.5. Το μοντέλο της αλλαγής / κύκλου ζωής 9.3. Θεωρητικά μοντέλα για την κατανόηση των αντιδράσεων των γονέων 9.3.1. Το μοντέλο των σταδίων 9.3.2. Το μοντέλο της χρόνιας θλίψης 9.3.3. Το μοντέλο των προσωπικών νοητικών κατασκευών 9.3.4. Το μοντέλο της ματαιότητας και της αδυναμίας 143 144 146 147 149 150 151 152 153 154 156 157 178 181 185 186 187 190 191 192 193 195 198 200 204 205 206 207 209 210 211 211 212 213 214 4
9.4. Παράγοντες που συνδέονται με τις στάσεις και τις αντιδράσεις 215 9.5. Συνέπειες της ψυχολογικής κατάστασης των γονέων στην ανάπτυξη εξέλιξη του 217 παιδιού 9.6. Το άγχος των γονέων παιδιών με ειδικές ανάγκες 220 9.7. Τα αδέρφια των παιδιών με ειδικές ανάγκες 222 9.8. Η σχέση του παιδιού με τα άλλα παιδιά της οικογένειας 224 9.9. Οι επιπτώσεις στη συζυγική σχέση 226 Κεφάλαιο 10 10. Πρώιμη παρέμβαση 228 10.1. Ο ορισμός και η σημασία της πρώιμης παρέμβασης 228 10.2. Η σημασία της πρώιμης παρέμβασης 230 10.3. Συμβουλευτική γονέων και προγράμματα παρέμβασης 232 10.4. Προγράμματα πρώιμης παρέμβασης στην Ελλάδα 234 10.5. Πρώιμη παρέμβαση και συμβουλευτικό πλαίσιο δράσης 236 10.6. Πρόγραμμα εκπαίδευσης γονέων 237 Κεφάλαιο 11 11. Ο/η σύμβουλος 11.1. Χαρακτηριστικά και δεξιότητες του/της συμβούλου 11.2. Εξωτερικοί ή εσωτερικοί σύμβουλοι 11.3. Η προσωποκεντρική προσέγγιση στη Συμβουλευτική 11.4. Η προσωποκεντρική προσέγγιση στην εκπαίδευση 11.5. Η συστημική κονστρουβιστική προσέγγιση στη Συμβουλευτική Κεφάλαιο 12 12. Ανάγκες των οικογενειών ατόμων με αναπηρία 12.1. Ορισμός, είδη και χαρακτηριστικά των αναγκών 12.2. Αξιολόγηση των αναγκών 12.3. Μοντέλα συνεργασίας ειδικών γονέων 12.4. Τρόποι που συμβάλλουν στην επιτυχή συνεργασία εκπαιδευτικών γονέων 12.5. Συνεργασία γονέων και επαγγελματιών σε πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης 12.5.1 «Κύκλος»: Πρόγραμμα παρέμβασης με τη συμμετοχή γονέων επαγγελματιών εκπαιδευτών Κεφάλαιο 13 13. Κοινωνική Υποστήριξη των οικογενειών ατόμων με αναπηρίες 13.1. Ορισμός της κοινωνικής υποστήριξης 13.2. Διαστάσεις της κοινωνικής υποστήριξης 13.3. Ανεπίσημη κοινωνική υποστήριξη 13.4. Επίσημη κοινωνική υποστήριξη 13.5. Παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική υποστήριξη 13.6. Αξιολόγηση της κοινωνικής υποστήριξης και οι επιδράσεις της στις οικογένειες ατόμων με αναπηρίες 13.7. Η οικογένεια με παιδί με αναπηρία και η αλληλεπίδραση με τα πλαίσια στήριξης 13.7.1. Εννοιολογικός ορισμός της κοινωνικής υποστήριξης 13.7.2. Στήριξη από τον/την σύζυγο και τα άλλα μέλη της οικογένειας 13.7.3. Στήριξη από τους παππούδες και τις γιαγιάδες 13.7.4. Στήριξη μέσω γονέων παιδιών με αναπηρία 13.8. Επίσημα δίκτυα υποστήριξης 290 13.9. Η σημασία της συμβουλευτικής παρέμβασης 292 Κεφάλαιο 14 14. Η οπτική των θετικών επιπτώσεων 14.1. Ανασκόπηση σχετικών ερευνών για τις αντιλήψεις γονέων παιδιών με αναπηρία που αφορούν στις θετικές επιπτώσεις του παιδιού στην οικογένεια Κεφάλαιο 15 15. Συμβουλευτική και στήριξη οικογενειών με παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες 305 240 240 242 244 247 249 255 255 257 258 263 268 271 273 273 276 278 280 280 282 285 285 287 288 289 296 297 5
(Μ.Δ.) 15.1. Το βίωμα των παιδιών με Μ.Δ. 15.2. Επιπτώσεις στην οικογένεια 15.3. Συμβουλευτική και στήριξη γονέων 15.3.1. Συμβουλευτική γονέων για τις προοπτικές της εξέλιξης του παιδιού 15.3.2. Συμβουλευτική σε γονείς και εκπαιδευτικούς 15.3.3. Συμβουλευτική των γονέων σύμφωνα με την ηλικία του παιδιού Κεφάλαιο 16 16. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ Υ) 16.1. Περιγραφή διαταραχής 16.2. Ο ρόλος της οικογένειας 16.3. Συμβουλευτική γονέων παιδιών με ΔΕΠ-Υ 16.4. Συμβουλές για γονείς παιδιών με ΔΕΠ-Υ Κεφάλαιο 17 17. Συμβουλευτική γονέων παιδιών με νοητική στέρηση (Ν.Σ.) 17.1. Υποστήριξη γονέων παιδιών με Ν.Σ. 17.2. Ενημέρωση γονέων παιδιών με Ν.Σ. 17.3. Άσκηση με τεχνικές αγωγής παιδιών με Ν.Σ. 17.4. Ομάδες γονέων παιδιών με Ν.Σ. 17.5. Ειδικοί και γονείς παιδιών με Ν.Σ. Κεφάλαιο 18 18. Συμβουλευτική γονέων παιδιών με Σύνδρομο Down 18.1. Ανακοινώνοντας το σύνδρομο στους γονείς 18.2. Συναισθήματα και αντιδράσεις γονεών παιδιών με Σύνδρομο Down 18.3. Χειρισμοί συναισθημάτων γονέων 18.4. Αντιμετώπιση του Συνδρόμου από την οικογένεια 18.5. Ανακοινωνοντας το Σύνδρομο στα αδέρφια παιδιών με Σύνδρομο Down 18.6. Ανακοινώνοντας το Σύνδρομο στους παππούδες και τις γιαγιάδες των παιδιών με Σύνδρομο Down 18.7. Ανακοινώνοντας το Σύνδρομο στο συγγενικό και οικογενειακό υπόλοιπο περιβάλλον 18.8. Ο ρόλος του ειδικού 18.9. (13) πράγματα που δεν πρέπει να πεις ποτέ σε μια μητέρα παιδιού με Σύνδρομο Down Κεφάλαιο 19 19. Μητέρα παιδιού με αυτισμό γραφει! 19.1. Η Temple Grandin (διαπρεπής επιστήμονας, γνωστό άτομο με αυτισμό) στο βιβλίο της «διάγνωση: Αυτισμός», γράφει! 19.2. Η οικογένεια του ατόμου με αυτισμό 19.3. Τα συναισθήματα της οικογένειας στις φάσεις που διέρχεται μετά τη διάγνωση 19.4. Τα αδέρφια των παιδιών με αυτισμό 19.5. Οι προσδοκίες των γονέων και της οικογένειας του παιδιού με αυτισμό 19.6. Ερωτήσεις σχετικά με τον αυτισμό 19.7. Συμβουλευτική γονέων παιδιών με αυτισμό Κεφάλαιο 20 20. Κώφωση και περιβάλλον 20.1. Η οικογένεια του ατόμου με κώφωση 20.2. Ψυχολογικές αντιδράσεις που σχετίζονται με την ύπαρξη κωφού ή βαρήκοου παιδιού 20.3. Σύγχρονες τάσεις στη Συμβουλευτική γονέων κωφών παιδιών Κεφάλαιο 21 21. Η στάση των ατόμων με κινητικά προβλήματα απέναντι στην αναπηρία τους 21.1. Ψυχολογικά χαρακτηριστικά των παιδιών με κινητικές αναπηρίες 305 306 310 310 311 315 323 323 324 325 326 328 329 330 332 333 333 336 336 337 341 345 346 349 349 350 352 355 356 357 358 363 365 367 373 376 376 380 383 386 387 6
Κεφάλαιο 22 22. Κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες μαθητή/τριας με προβλήματα όρασης 22.1. Κοινωνικοποίηση μαθητή/τριας με προβλήματα όρασης 22.2. Συναισθηματική εκπαίδευση μαθητή/τριας με προβλήματα όρασης 22.3. Ανάγκη για ψυχαγωγία μαθητή/τριας με προβλήματα όρασης 22.4. Ψυχολογικές συνέπειες από την απώλεια όρασης 22.5. Ανάγκες καθημερινής ζωής 22.6. Η οικογένεια και τα άτομα με προβλήματα όρασης 22.7. Η στάση της οικογένειας απέναντι στο τυφλό παιδί 22.8. Αναγκαότητα για μια ιατρική ψυχοκοινωνική υπηρεσία 22.9. Όταν στην οικογένεια υπάρχουν άλλα παιδιά 22.10. «Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος αλλά τυφλός» Κεφάλαιο 23 23. Επαγγελματική Συμβουλευτική ατόμων με αναπηρία 23.1. Δυσκολίες ως προς την επίτευξη των στόχων 23.2. Κοινωνικός και εργασιακός αποκλεισμός των ατόμων με αναπηρία και υποστηρικτικές πολιτικές στην Ελλάδα και την Ευρώπη 23.3. Επαγγελματική Συμβουλευτική και Υποομάδες ατόμων με ειδικές ανάγκες 23.4. Εργοδοτικοί φορείς 23.5. Ο ρόλος του Συμβουλευτικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, όταν εργάζεται με άτομα με ειδικές ανάγκες 23.6. Ο σύμβουλος και οι άλλοι ειδικοί 23.7. Επίπεδα δράσης του Συμβούλου 23.8. Πρακτικές και στάσεις του συμβούλου κατά τη συμβουλευτική διαδικασία 23.9. Απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για τον σύμβουλο επαγγελματικής ανάπτυξης ατόμων με ειδικές ανάγκες 23.10. Δυσκολίες που μπορεί να παρουσιαστούν κατά τη συμβουλευτική διαδικασία με άτομα με ειδικές ανάγκες Σύνοψη - Συμπεράσματα 428 Βιβλιογραφικές Αναφορές 431 390 390 391 393 393 394 395 397 397 398 399 402 403 404 408 413 416 417 418 419 422 424 7
Κεφάλαιο 1 1. Οικογένεια 1.1. Ορισμός της Οικογένειας Η οικογένεια, ως ψυχολογικό σύστημα εξελισσόμενο μέσα σε έναν κύκλο ζωής, χρησιμοποιεί τρόπους προσαρμογής για να αντισταθεί στις αλλαγές που συντελούνται τόσο εντός της όσο και στο περιβάλλον της (Κοσμά, 2014). Η έννοια της οικογένειας περιγράφεται με σύντομο και περιεκτικό τρόπο ως εξής: «Η οικογένεια είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται ένα φυσικό και ψυχολογικό χώρο. Είναι ένα φυσικό, κοινωνικό σύστημα με τα δικά του χαρακτηριστικά και τις δικές του ιδιότητες. Κάθε οικογένεια αναπτύσσει ένα σύνολο κανόνων, διαθέτει οργανωμένη δομή εξουσίας, αναθέτει ρόλους στα μέλη της και αναπτύσσει πολύπλοκους τρόπους (φανερούς και κρυφούς) για να επικοινωνεί και να επιλύνει τα προβλήματα της. Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας είναι βαθιές, πολυεπίπεδες και βασίζονται στην κοινή ιστορία, στις κοινές αντιλήψεις και υποθέσεις για τον κόσμο, καθώς και σε μια κοινή αίσθηση του στόχου» (Goldberg, Magril, Hale, Damaskinidou, Paul & Tham, 1995). Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η οικογένεια αποτελεί ένα μικρό κοινωνικό σύστημα, που έχει τη δική του δομή και τα δικά του υποσυστήματα. Η δομή αναφέρεται στον αριθμό, στους ρόλους και στις θέσεις των μελών της οικογένειας, π.χ. πατέρας, μητέρα, παιδιά (Γεώργας, 2000). Τα υποσυστήματα κάθε οικογένειας αποτελούνται από τα ίδια τα μέλη της. Τέτοια υποσυστήματα είναι για παράδειγμα οι δυάδες μεταξύ των συζύγων, μεταξύ του ενός γονιού και του παιδιού ή μεταξύ των αδελφών κ.λπ. Κάθε υποσύστημα έχει τους δικούς του ρόλους και λειτουργίες που εκτελούνται από τα μέλη του (Minuchin, 2000). Ως λειτουργίες ορίζονται οι τρόποι με τους οποίους η οικογένεια ικανοποιεί τις φυσικές και ψυχολογικές ανάγκες των μελών της και εξασφαλίζει την επιβίωση της. Ορισμένες από αυτές τις λειτουργίες είναι η επικοινωνία, η συνεργασία και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των μελών (Γεώργας, 2000), επίσης η κάλυψη των οικονομικών αναγκών, η καθημερινή φροντίδα του σπιτιού κ.λπ. Πέρα από αυτές τις ομοιότητες παρατηρούνται και διαφορές μεταξύ των οικογενειακών λειτουργιών, οι 8
οποίες αφορούν κυρίως την προτεραιότητα εκπλήρωσή τους, τον καταμερισμό των εργασιών και την ανάληψη ευθυνών από τα διάφορα μέλη (Seligman & Darling, 1997). Αυτές οι λειτουργίες φαίνεται να έχουν ξεχωριστή υπόσταση, ωστόσο αλληλεπιδρούν με πολλούς τρόπους μεταξύ τους και για αυτό μια διάσταση μπορεί να επηρεάσει τις άλλες. Για παράδειγμα, τα οικονομικά προβλήματα δημιουργούν στρες και άγχος στους γονείς, γεγονός που μειώνει τη διάθεση για ψυχαγωγικές δραστηριότητες με τα παιδιά τους και διαταράσσονται έτσι οι σχέσεις μεταξύ τους (Χατζηγεωργιάδου, 2009). Ένα άλλο στοιχείο της οικογένειας είναι ότι μεταξύ τόσο των μελών της και όσο των υποσυστημάτων της αναπτύσσονται πολύπλοκα σχήματα αλληλεπιδράσεων, τα οποία δεν έχουν γραμμική μορφή, αλλά κυκλική. Μια αλλαγή σε ένα υποσύστημα π.χ. πατέρα-παιδιού θα προκαλέσει αλλαγές σε όλα τα υποσυστήματα της οικογένειας. Με άλλα λόγια, οποιεσδήποτε μεταβολές στη δομή της οικογένειας συμβάλλουν σε αλλαγές στη συμπεριφορά και τις εσωτερικές διεργασίες των μελών της, αλλά και οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποιο από τα μέλη της επιφέρει μεταβολές σε όλο το οικογενειακό σύστημα (Minuchin, 2000). Αυτές οι αλληλεπιδράσεις συχνά επαναλαμβάνονται μέσα στην οικογένεια και έτσι δημιουργούνται μοτίβα σχέσεων, τα οποία προσδίδουν στην οικογένεια το ιδιαίτερο στυλ της. Τα μοτίβα των σχέσεων έχουν τη βάση τους στις κοινές αντιλήψεις, τα αισθήματα, τις στάσεις και την κουλτούρα που μοιράζονται τα μέλη της. Όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά επιτρέπουν στην οικογένεια να λειτουργεί ως όλον, ως μια ενότητα, προκειμένου να καταφέρει να εκπληρώσει τους διάφορους σκοπούς της (Jacques, 1998). Ενώ λοιπόν, φαινομενικά τουλάχιστον υπάρχει κάποια ομοιογένεια μεταξύ των οικογενειών, ωστόσο οι διαφοροποιήσεις είναι πολλές και καθεμιά αποτελεί ξεχωριστή οντότητα. Οι παράγοντες που διαφοροποιούν τη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας είναι το μέγεθος της (από πόσα μέλη αποτελείται), η μορφή της (μονογονεϊκή, πυρηνική), τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μελών της (π.χ. οι ηλικίες τους, το εκπαιδευτικό τους επίπεδο), η εθνικότητα, τα πολιτισμικά και θρησκευτικά στοιχεία και οι γενικότερες αντιλήψεις, αξίες και στάσεις (Seligman & Darling, 1997). 9
1.2. Τα Χαρακτηριστικά της λειτουργίας του Οικογενειακού Συστήματος (Κοσμά, 2014: 19-25) Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Συστημάτων οι οικογένειες είναι βιοψυχοκοινωνικά ανοιχτά συστήματα με κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη δομή και τη λειτουργία τους και διέπονται από κοινούς νόμους (Κοσμά, 2014). Η οικογένεια προσεγγίζεται ως ένα ανοικτό σύστημα που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του και τείνει να αναπτύσσεται και να κατακτά τη σταθερότητά του μέσα από τις συνεχείς αλλαγές μέσα στον χρόνο (Τσαμπαρλή,2004). Προκειμένου για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα οικογενειακά συστήματα είναι απαραίτητο πρώτα να δούμε κάποια χαρακτηριστικά τους. 1.2.1. Ανοιχτά και κλειστά συστήματα Σύμφωνα με τον Bertallanfy (1968), τα συστήματα κατηγοριοποιούνται σε ανοιχτά και κλειστά. Όταν ο βαθμός αλληλεπίδρασης ενός συστήματος με το περιβάλλον είναι μεγάλος, το σύστημα έχει διαπερατά όρια και θεωρείται ανοιχτό. Αντιθέτως, όταν η συναλλαγή με το περιβάλλον είναι περιορισμένη, το σύστημα αντιστέκεται στην αλλαγή, έχει αδιαπέραστα όρια και θεωρείται κλειστό. Βέβαια, κανένα σύστημα δεν θεωρείται απόλυτα ανοιχτό ή κλειστό. Η αποτελεσματική οικογενειακή λειτουργία κρίνεται και από τη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στο ανοιχτό και το κλειστό σύστημα: οι οικογένειες δηλαδή λειτουργούν αποτελεσματικά, όταν αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον, προσπαθούν να διατηρήσουν την ισορροπία του συστήματος αντιστεκόμενες στην αλλαγή που θέτει σε κίνδυνο το ίδιο το σύστημα (Goldenberg & Goldenberg, 2005). 1.2.2. Υποσυστήματα Η οικογένεια αποτελείται από υποσυστήματα. Για τον Ackerman μάλιστα (1970) κάθε άτομο συνιστά υποσύστημα της οικογένειας με τον ίδιο τρόπο που η οικογένεια συνιστά υποσύστημα της ευρύτερης κοινότητας. Οι κανόνες που διέπουν το υποσύστημα, λειτουργούν σύντονα με τους σκοπούς και στόχους όλης της οικογένειας, οι οποίοι διαμορφώνονται μέσα από την αλληλεπίδραση του συστήματος με τον εξωτερικό κόσμο (Κατάκη, 2012). 10
Τα συζυγικά και γονικά υποσυστήματα και το υποσύστημα των αδελφών αποτελούν τα πιο σημαντικά υποσυστήματα. Το συζυγικό υποσύστημα προσφέρει σταθερότητα και καταφύγιο στην οικογένεια, καλείται όμως με τον ερχομό των παιδιών να μετουσιωθεί σε γονικό υποσύστημα με διαφορετικές ευθύνες, προσφέροντας πρότυπα συμπεριφοράς στα παιδιά, έκφρασης σύγκρουσης ή στοργής. Το υποσύστημα των αδελφών από την άλλη, αναπτύσσοντας τα δικά του σχήματα συναλλαγής μαθαίνει να ανήκει σε μια ομάδα διατηρώντας την ατομικότητά του αλλά και τρόπους να αντιμετωπίζει το γονικό υποσύστημα (Minuchin, 2000). Η καλή λειτουργία της οικογένειας εξαρτάται από την καλή λειτουργία και των τριών συστημάτων. 1.2.3. Δομή Η δομή, αποτελεί το όριο ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον του. Αντιπροσωπεύει τους κανόνες που χρησιμοποιεί η οικογένεια για να επιτελεί τις λειτουργίες της (Minuchin, 1974). Σύμφωνα με τον Mc Master (Miller, Ryan, Keitner, Bishop & Epstein, 2000), η δομή και η οργάνωση της οικογένειας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των μελών της. Από την άλλη, υπάρχουν διαφορετικά είδη δομής που μπορεί να εμφανίσει μια οικογένεια (μονογονικές, πυρηνικές, εκτεταμένες, ανασυσταμένες κ.λπ). Παράλληλα όμως μπορεί να αλλάξει η δομή της κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής (π.χ. από πυρηνική να γίνει μονογονική μετά από ένα διαζύγιο) (Τσαμπαρλή, 2004). 1.2.4. Όρια Σε μια οικογένεια επίσης, που λειτουργεί σωστά, θεμελιώδη είναι και τα όρια: πιο συγκεκριμένα, τα σαφή όρια είναι αυτά που βοηθούν το κάθε μέλος να διατηρεί την ατομικότητά του αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την αίσθηση ότι ανήκει στο σύστημα της οικογένειας. Αντιθέτως, τα άκαμπτα ή μη ευέλικτα όρια οδηγούν σε μία μεγαλύτερη αίσθηση αυτονομίας μεν, με τίμημα όμως τη μικρότερη συναισθηματική εμπλοκή με τα άλλα μέλη, ενώ από την άλλη, τα συγκεχυμένα όρια εύκολα παραβιάζονται από τα μέλη της οικογένειας (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Παιδιά και γονείς ανταλλάσσουν πολύ εύκολα ρόλους μεταξύ τους και τα παιδιά βιώνουν τη φροντίδα των γονιών τους σε υπερβολικό βαθμό με τίμημα τη 11
μείωση της αίσθησης της προσωπικής ελευθερίας. Απαραίτητα είναι και τα όρια ανάμεσα στα υποσυστήματα. 1.2.5. Κανόνες Στη δομή της οικογένειας ανήκουν και οι κανόνες που ορίζουν την αλληλεπίδραση των μελών της οικογένειας και βοηθούν στη λειτουργία της. Οι κανόνες αυτοί κληρονομούμενοι στις επόμενες γενιές μεταφέρουν τις αξίες της οικογένειας. Οι άγραφοι αυτοί κανόνες βοηθούν το σύστημα να βρίσκεται σε ισορροπία, όμως σε περιόδους αλλαγών, η αναθεώρησή τους κρίνεται επιτακτική (Mc Leod, 2003). Από την άλλη, η οικογένεια καταλήγει σε κανόνες που ορίζουν τις εσωτερικές της σχέσεις και τείνουν να ρυθμίζουν την αλληλεπίδραση της οικογένειας. Οι περισσότεροι κανόνες βασίζονται σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (Jackson, 1965) που υιοθετούν τα μέλη της οικογένειας, όταν συναλλάσσονται μεταξύ τους από το ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών. Χωρίζονται σε περιγραφικούς, οι οποίοι βασίζονται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις ή κατευθυντήριους, οι οποίοι κατευθύνουν τι είναι δυνατό να γίνει και τι όχι. Όταν το σύστημα αντιστέκεται στην αλλαγή, ο θεραπευτής μπορεί με τη χρήση νέων κανόνων να αλλάξει την ισορροπία μεταξύ των μερών του συστήματος και να βοηθήσει το σύστημα να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη. 1.2.6. Οργάνωση-Ολότητα Η οικογένεια συνιστά ένα ζωντανό σύστημα. Ένα σύστημα αποτελείται από μονάδες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με έναν οργανωμένο τρόπο (οργάνωση). Παράλληλα όμως οι μονάδες αυτές, σκηνοθετούν μια οντότητα που είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μελών της (ολότητα) όχι με την έννοια της προσθετικότητας αλλά με αυτή των αλληλοσυσχετίσεων. Το «σύστημα» γίνεται αντιληπτό ως ένα σύνολο το οποίο περιλαμβάνει το άθροισμα των μερών του, αλλά και τη δυναμική σχέση των μερών αυτών (Παπαδιώτη-Αθανασίου, 2000). Η μελέτη μιας οικογένειας προκύπτει από την κατανόηση των σχέσεων λειτουργίας που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών του πολύπλοκου αυτού συστήματος. Μόνο τότε θα κατανοηθούν οι απαιτήσεις του για προσαρμογή, τα όριά του και οι λόγοι που το 12
οδηγούν σε σύγκρουση. Σύμφωνα με τον Leslie (1988) προκειμένου για την κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, η εστίαση στη λειτουργία ενός μέλους έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έρευνες εξάλλου έχουν καταδείξει ισχυρότερη συσχέτιση της οικογενειακής λειτουργίας με ιδιότητες της οικογένειας ως συστήματος παρά ως μεμονωμένων μελών (Westley & Eipstein, 1969). Συνεπώς, υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της λειτουργίας της οικογένειας και της λειτουργίας του κάθε μέλους χωριστά, όπως συμπεραίνεται και από το Mc Master (Miller, Ryan, Keitner, Bishop & Epstein, 2000), βασισμένο στη θεωρία συστημάτων, όπου αναφέρει ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των μελών μιας οικογένειας καθώς και ότι η οικογενειακή λειτουργία δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή απλώς κατανοώντας κάθε μέλος της οικογένειας χωριστά. 1.2.7. Ομοιόσταση-Ανατροφοδότηση Η τάση του σώματος να διατηρεί ισορροπία στην προσπάθεια εξασφάλισης σταθερότητας, καλείται ομοιόσταση και σημαίνει ότι το σώμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα που ανταλλάσσει πληροφορίες με τον έξω κόσμο χρησιμοποιώντας την ανατροφοδότηση, δηλαδή την εισαγωγή πληροφοριών εκ νέου από την έξοδο στην είσοδο του συστήματος προκειμένου να ελεγχθεί η ορθή λειτουργία του (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Με όρους της οικογένειας μεταφράζεται ως η αντίσταση της οικογένειας στην αλλαγή. Ακόμα και η εμφάνιση των συμπτωμάτων θεωρούνταν ως μια προσπάθεια διατήρησης της οικογενειακής ισορροπίας. Η οικογένεια λοιπόν, προσπαθεί μέσα από διαδικασίες αλληλεπίδρασης να διατηρήσει σταθερότητα περιβάλλοντος και επιστροφή στην προτέρα λειτουργία της οικογένειας. Σύμφωνα με τον Minuchin (2000) μια οικογένεια έρχεται για θεραπεία, όταν έχει «κολλήσει» στη φάση της ομοιόστασης. Από την άλλη, η οικογένεια ως ζωντανό σύστημα μπορεί να δέχεται πληροφορίες από τον έξω κόσμο, οι οποίες προκαλούν την αλλαγή της. Η θεμελιώδης αυτή λειτουργία, απαραίτητη για την ικανοποίηση των αναγκών του συστήματος, καλείται ανατροφοδότηση (Watzlawick, 1986). 13
1.3. Οικογένεια και ευρύτερα συστήματα Από την άλλη, τα οικογενειακά συστήματα αλληλεπιδρούν με μεγαλύτερα εξωτερικά συστήματα από τα οποία επηρεάζονται - σχολείο, νομικό σύστημα, υπηρεσίες πρόνοιας, εκκλησία (Goldenberg & Goldenberg, 2005) - και η οικογένεια εμπλεκόμενη με αυτά, εξελίσσεται, αν και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους μπορεί να επιφέρει προβλήματα στην οικογένεια. Παρατηρούμε συνεπώς ότι ένα στοιχείο ενός συστήματος είναι δυνατό να είναι συγχρόνως το ίδιο ένα σύστημα αλλά και στοιχείο ενός ευρύτερου συστήματος, δηλαδή είναι ταυτόχρονα ένα σύνολο κι ένα μέρος. «Η διερεύνηση του πλαισίου αποτελεί βασική έννοια στη συστημική προσέγγιση. Περιλαμβάνει όλες τις αλληλεπιδράσεις που πραγματοποιούνται ανάμεσα στις ενότητες ενός συστήματος, όπως και ανάμεσα στο συγκεκριμένο σύστημα και στο υπερσύστημα ή υποσύστημα με το οποίο επικοινωνεί» (Παπαδιώτη-Αθανασίου, 2000). 1.3.1. Οικογενειακή προσαρμοστικότητα Καθώς το οικογενειακό σύστημα εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, χαρακτηρίζεται από συνέχεια και αλλαγή, έχει την ικανότητα να διατηρεί τη σταθερότητά του, ενώ αλλάζει η δομή του. Με την ικανότητά του αυτή αναφερόμαστε στην προσαρμοστικότητα. Όσο πιο προσαρμοστική είναι μια οικογένεια τόσο πιο ικανή είναι να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της, για να αντιμετωπίσει τις συνεχείς μεταβάσεις στα στάδια μέσα από τα οποία περνά μία οικογένεια (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Όλες οι οικογένειες κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής τους έρχονται αντιμέτωπες με αγχογόνες καταστάσεις και απροσδόκητα γεγονότα που απειλούν την ισορροπία τους. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η οικογένεια για να επιλύσει τις συγκρούσεις και να βρει λύσεις, αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα για την ανάρρωσή της. Η προσαρμοστικότητα, συνεπώς, ορίζεται ως η ικανότητα της οικογένειας να αλλάζει σε επίπεδα δομής και ρόλων ώστε να προσαρμόζεται σε αγχογόνες καταστάσεις. 14
Η προσαρμοστικότητα αποτελεί παράγοντα διαχωρισμού των οικογενειών σε λειτουργικές και μη μαζί με τη συνοχή (Olson, Partner & Lavee, 1985). Ο τρόπος οργάνωσης μιας οικογένειας σύμφωνα με τους Nichols και Everett (1986) καθορίζει τη συνοχή και την προσαρμογή της. Τέτοια σχήματα οργάνωσης είναι επί παραδείγματι γύρω από μια γυναίκα αρχηγό, τον παθητικό σύζυγό της και τα παιδιά ή γύρω από μία πατριαρχική οικογένεια, την ανεκτική σύζυγο και τα ανυπάκουα παιδιά. 1.3.2. Οικογενειακή συνοχή Η συνοχή αποτελεί μία πολύ σημαντική οικογενειακή διάσταση. Ορίζεται από τον Olson, ως «το συναισθηματικό δέσιμο που έχουν τα μέλη μεταξύ τους» περιλαμβάνοντας μεταβλητές όπως τα όρια, οι φίλοι, οι συμμαχίες, ο χωροχρόνος, οι αποφάσεις (Olson, 1993). Αποτελεί αρνητικό προβλεπτικό παράγοντα για την κατάθλιψη και το άγχος: σε μελέτη στην Κίνα, ισχυρότερα ποσοστά κατάθλιψης εμφανίζονταν σε άτομα που προέρχονταν από οικογένειες με μικρή συνοχή και υψηλές συγκρούσεις. Η αντίληψη των επιπέδων συνοχής ποικίλλει αναφορικά με το φύλο και τη γενιά. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι μητέρες εκτιμούσαν μεγαλύτερα επίπεδα συνοχής στην οικογένεια από ό,τι οι άντρες και από την άλλη, οι κόρες εκτιμούσαν μεγαλύτερα επίπεδα συνοχής από ό,τι οι γιοι. Μια άλλη έρευνα αποκαλύπτει ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται την οικογένεια να χαρακτηρίζεται από μέτρια συνοχή και υψηλή προσαρμοστικότητα. Στην ιδανική οικογένεια οι νέοι επιθυμούν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Είδαμε συνεπώς, δύο από τις βασικές λειτουργίες μιας οικογένειας που είναι ο βαθμός προσαρμοστικότητας μιας οικογένειας και ο βαθμός συνοχής της. Η πρώτη αναφέρεται στην ικανότητα της οικογένειας να επιτρέπει αλλαγές στους κανόνες και τις σχέσεις των ρόλων της και η δεύτερη στον συναισθηματικό δεσμό των μελών μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Olson και το σύστημα ταξινόμησής του, το Μοντέλο Circumplex, που βασίζεται στις δύο προαναφερθείσες λειτουργίες, όταν η οικογένεια παρουσιάζει πολύ μεγάλο βαθμό συνοχής, χαρακτηρίζεται ως εμπλεγμένη, ενώ ο μικρός βαθμός συνοχής οδηγεί σε αποδέσμευση των μελών της. 15
Όταν παρουσιάζει υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας χαρακτηρίζεται ως χαοτική, ενώ η πολύ μικρή προσαρμοστικότητα μπορεί να οδηγήσει σε ακαμψία (Olson, D. H., Portner, J. and Lavee, Y., Faces, 1986). Η υπερβολική προσαρμοστικότητα, λοιπόν, οδηγεί σε υπερβολική αλλαγή ενώ η ελάχιστη προσαρμοστικότητα μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα. Η προσαρμοστική οικογενειακή λειτουργία απαιτεί ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα και την αλλαγή και η συνοχή απαιτεί ισορροπία ανάμεσα στην εμπλοκή και την αποδέσμευση. 1.4. Η Λειτουργική/Δυσλειτουργική οικογένεια Η εκτίμηση μιας οικογένειας ως λειτουργικής αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Η λειτουργία της οικογένειας εξάλλου είναι μια έννοια δύσκολη να οριστεί. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αποτελεί, όπως προαναφέραμε, ένα ανοιχτό σύστημα το οποίο από τη στιγμή που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, νοσεί όταν το περιβάλλον νοσεί. Η διαφορετική ταυτότητα της κάθε οικογένειας επιβάλλει να επιστρατεύονται διαφορετικοί τρόποι προσαρμογής στην αλλαγή του συστήματος αυτού. Από την άλλη, η ύπαρξη δυσλειτουργίας δεν αποτελεί πάντα παθολογία, αφού μια οικογένεια μπορεί, για παράδειγμα, να αναπτύξει τρόπους προσαρμογής (Τσαμπαρλή, 2004). Σε μια προσπάθεια ορισμού της παθολογικής συμπεριφοράς, χρειάζεται να γίνει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός της από τη φυσιολογική συμπεριφορά. Προς τον σκοπό αυτόν στο παρελθόν μάς βοηθούσαν στατιστικά και λειτουργικά κριτήρια: τα στατιστικά εστίαζαν στη συχνότητα εμφάνισης της συμπεριφοράς και στην απόκλιση που παρουσίαζαν από το μέσο όρο, ενώ τα λειτουργικά στις επιπτώσεις της συμπεριφοράς αυτής στην προσαρμογή του ατόμου (Παρασκευόπουλος, 1988). Κατά τον Whitaker και το εμπειρικό μοντέλο, η παθολογική συμπεριφορά είναι απόρροια των ίδιων μηχανισμών που διέπουν τη φυσιολογική συμπεριφορά. Νεότερες θεωρήσεις, θέλουν τη φυσιολογική και την παθολογική συμπεριφορά να αποτελούν σημεία μιας συνεχούς δυσλειτουργίας της οικογένειας (Τσαμπαρλή, 2004). «Κάθε παθολογικό φαινόμενο επιτελεί μια λειτουργία για την ψυχική ζωή του υποκειμένου ή για τη ζωή ενός συστήματος υποκειμένων». Πληθώρα γενετικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων ορίζουν κατά πόσο η ανάπτυξη της προσωπικότητας θα είναι φυσιολογική ή θα παρουσιάσει παρεκκλίσεις. Η συνολική 16
κλινική έκφραση των ψυχικών διαταραχών αποτελεί την ψυχοπαθολογία. Η οικογενειακή ψυχοπαθολογία, αποτελεί την παθογένεια στον χώρο της οικογένειας, όταν αυτή ανατρέπει την ισορροπία της οικογενειακής ζωής, και περιλαμβάνει δυσλειτουργία στη δομή ή τα αλληλεπιδραστικά σχήματα της οικογένειας. Συνεπώς, το πρόβλημα εδώ, δεν αφορά μόνο τον αναφερόμενο ως ασθενή αλλά όλη την οικογένεια. Για την οικογενειακή θεραπεία συνεπώς, η δυσλειτουργία του ατόμου συνδέεται με τον βαθμό δυσλειτουργίας του οικογενειακού συστήματος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του κύκλου ζωής που αναλύσαμε παραπάνω (Τσαμπαρλή, 2004). Μια κοινή παραδοχή όλων των θεωρητικών σχολών οικογενειακής θεραπείας που αναλύθηκαν ανωτέρω είναι ότι η κατανόηση της συμπεριφοράς συνδέεται πάντοτε με το πλαίσιό της. Οι επιπτώσεις της παραδοχής αυτής είναι προφανείς: Η ψυχοπαθολογία του ατόμου συνυφαίνεται με αυτή της οικογενειακής λειτουργίας. Πληθώρα ερευνών συντάσσεται με αυτή τη θεώρηση: Η σοβαρότητα της συμπτωματολογίας στην ελλειμματική προσοχή φάνηκε να συνδέεται άμεσα με κάποιες εκφάνσεις οικογενειακής λειτουργικότητας όπως: συγκινησιακή δεκτικότητα και συγκινησιακή συμμετοχή (Lemelin 2009). Οικογένειες των οποίων ένα μέλος είναι καταθλιπτικό, σημειώνουν φτωχότερη οικογενειακή λειτουργία συγκριτικά με υγιείς οικογένειες (Keitner, Archambault & Ryan, 2003). Η ψυχοπαθολογία των γονέων και το μη-ευνοϊκό οικογενειακό περιβάλλον θεωρήθηκαν υπεύθυνα για υψηλότερο δείκτη κοινωνικής φοβίας των παιδιών (Knappe, Beesdo, Fehm, Ho fler, Lieb, Wittchen, 2009) ενώ χαρακτηριστικά συνδεόμενα με χρόνια ασθένεια των γονέων, σε συνδυασμό με καταθλιπτική συμπτωματολογία και οικογενειακή δυσλειτουργία σε κάποιους τομείς, οδηγούν σε συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς των παιδιών (Diareme, 2009). 1.5. Η λειτουργία της Οικογένειας σύμφωνα με το Μοντέλο Mc Master (Κοσμά, 2014:30-31) Η κλίμακα Mc Master Clinical Rating Scale της ερευνητικής ομάδας των Eipstein, Baldwin και Bishop (1983) δημιουργήθηκε με στόχο την εκτίμηση της λειτουργίας 17
της οικογένειας. Το κύριο χαρακτηριστικό της κλίμακας αυτής είναι ότι περιλαμβάνει όλες τις βασικές πλευρές της λειτουργίας μιας οικογένειας. Με την έννοια αυτή υποστηρίζεται από τα περισσότερα θεωρητικά μοντέλα. Εστιάζει σε συγκεκριμένες διαστάσεις της οικογενειακής λειτουργίας και επικεντρώνεται σε τρεις βασικές περιοχές: -Περιοχή βασικών καθηκόντων -Περιοχή αναπτυξιακών καθηκόντων -Περιοχή καθηκόντων κινδύνου Σύμφωνα με την ανωτέρω κλίμακα, η υγεία της οικογένειας είναι συνδεδεμένη με την ικανότητά της να εκτελεί ορισμένα σημαντικά οικογενειακά καθήκοντα (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Αδυναμία αντιμετώπισης αυτών των καθηκόντων από την πλευρά της οικογένειας συνεπάγεται κλινικό πρόβλημα. Το μοντέλο αυτό διαπνέεται από κάποιες βασικές υποθέσεις: -Όλα τα μέλη μιας οικογένειας συσχετίζονται μεταξύ τους -Η λειτουργία ενός μέλους μιας οικογένειας μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα μέλη της -Η οικογενειακή λειτουργία δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από την λειτουργία κάθε μέλους χωριστά -Η δομή και οργάνωση μιας οικογένειας αποτελούν παράγοντες που ασκούν σημαντική επίδραση στα μέλη της οικογένειας -Τα πρότυπα αλληλεπίδρασης του οικογενειακού συστήματος διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας (Miller, Ryan, Keitner, Bishop & Epstein, 2000). To Mac Master έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ευαίσθητο σε κλινικό πληθυσμό. Αναπτύχθηκε μετά από σειρά ετών κλινικής και ερευνητικής εμπειρίας με οικογένειες και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολυάριθμες έρευνες. Οι διαστάσεις που μετρά αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες σε κλινική αξιολόγηση και θεραπεία οικογένειας. 18
1.5.1. Επικοινωνία (Κοσμά, 2014: 31-32) Η διάσταση της επικοινωνίας αφορά στον τρόπο που μεταδίδεται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της επικοινωνίας όπως αυτές μπορούν να επισημανθούν στις συναλλαγές των μελών της οικογένειας. Το μοντέλο του Mc Master επικεντρώνεται στις εξής ιδιότητες της επικοινωνίας: Λεκτική (η μη λεκτική καταγραφή είναι μεθοδολογικά πιο δύσκολη) Άμεση και έμμεση. Αυτή η ιδιότητα της επικοινωνίας αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στον πομπό της επικοινωνίας και στον δέκτη. Ένα χαρακτηριστικό της υγιούς επικοινωνίας είναι το μήνυμα να αποστέλλεται κατευθείαν και να μην υπάρχουν παρεμβάσεις. Για παράδειγμα η το παιδί να επικοινωνεί άμεσα με τον πατέρα, χωρίς να παρεμβαίνει ο πατέρας. Σαφής και καλυμμένη. Η ιδιότητα αυτή αφορά το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Η δυνατότητα να επικοινωνήσει κανείς ξεκάθαρα το μήνυμα αποτελεί σημαντικό παράγοντα της υγιούς λειτουργίας αλλά και της δόμησης της ταυτότητας των μελών μιας οικογένειας. Τέλος το μοντέλο του Mc Master διαχωρίζει την επικοινωνία σε δυο περιοχές: α. τη λειτουργική και β. τη συναισθηματική. Αν και οι δυο αυτές περιοχές επικαλύπτονται, ωστόσο η λειτουργία τους είναι διακριτή. Κάποιες οικογένειες έχουν καλή ικανότητα λειτουργικής επικοινωνίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση κρίσης μπορούν να λειτουργήσουν γρήγορα και αποτελεσματικά, ώστε να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ωστόσο, η συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη δεν είναι ικανοποιητική, με αποτέλεσμα να μην νοιώθουν τον βαθμό στήριξης και ασφάλειας που είναι απαραίτητη για τη δόμηση της προσωπικότητας των παιδιών. 1.5.2. Συναισθηματική Ανταπόκριση (Κοσμά, 2014: 32-33) Η συναισθηματική ανταπόκριση καταδεικνύει την ικανότητα της οικογένειας να αντιδρά σε μία κατάσταση έχοντας το κατάλληλο συναίσθημα, ποιοτικά και ποσοτικά. Λέγοντας ποιοτικά εννοούμε ότι η οικογένεια ανταποκρίνεται με όλο το φάσμα πιθανών ανθρωπίνων συναισθημάτων. Λέγοντας ποσοτικά αναφερόμαστε 19
στον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται η οικογένεια και ο βαθμός αυτός εκτείνεται σε ένα συνεχές. Η δυνατότητα αυτή θα δημιουργήσει ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στα μέλη της, τα οποία αισθανόμενα ότι ανήκουν σε ένα σύστημα που τους παρέχει ασφάλεια, νιώθουν ότι ανήκουν κάπου χωρίς να απειλείται η ατομικότητά τους. Με τον τρόπο αυτό, ανταποκρίνονται στα συναισθήματα των υπολοίπων μελών της οικογένειας, λειτουργούν με ενσυναίσθηση που είναι και η πιο αποτελεσματική μορφή εμπλοκής των μελών της οικογένειας κατά το Mc Master και συνεργάζονται από κοινού για να διαχειριστούν τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αισθάνονται ελεύθερα να εγκαταλείπουν το συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας όποτε παραστεί ανάγκη, αλλά και να επιστρέφουν σε αυτό. 1.5.3. Συναισθηματική Εμπλοκή (Κοσμά, 2014:33) Η συναισθηματική εμπλοκή καθρεφτίζει τον βαθμό, στον οποίο η οικογένεια δίνει αξία στα ενδιαφέροντα των μελών της. Εδώ η εστίαση γίνεται όχι απλά σε αυτά που κάνουν μαζί τα μέλη μιας οικογένειας αλλά στην ποσότητα και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν τα μέλη μιας οικογένειας δείχνοντας ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες των μελών της και επενδύοντας σε αυτά. Κάθε οικογένεια επιδεικνύει διαφορετικό βαθμό εμπλοκής. Αυτό εκτείνεται από την έλλειψη ανάμειξης συναισθημάτων μεταξύ των μελών της οικογένειας όπου απλά τα μέλη μοιράζονται τον ίδιο χώρο και επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες έως την συμβιωτική εμπλοκή: εδώ η εμπλοκή είναι τόσο μεγάλη όπου τα άτομα αδυνατούν να αυτονομηθούν και η οικογένεια αποτυγχάνει να αποδεχτεί την διαφορετικότητα των μελών της. Η πιο αποτελεσματική μορφή εμπλοκής των μελών της οικογένειας είναι η ενσυναίσθηση, όπου τα μέλη της οικογένειας επιδεικνύουν αληθινό ενδιαφέρον για τα υπόλοιπα μέλη. 1.5.4. Έλεγχος Συμπεριφοράς (Κοσμά, 2014:34) Η διάσταση αυτή ασχολείται με τα σχήματα που χρησιμοποιεί η οικογένεια, όταν καλείται να αντιμετωπίσει ποικίλες καταστάσεις. Οι καταστάσεις αυτές χωρίζονται στις καταστάσεις κινδύνου που η οικογένεια χρειάζεται να αναπροσαρμόσει τη 20
συμπεριφορά των μελών της, σε αυτές που αποτελούν έκφραση ψυχοβιολογικών αναγκών (τροφή, ύπνος κ.α.) και αυτές που απαιτούν αλληλεπίδραση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας ή και με άτομα έξω από αυτήν. Εδώ είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπ όψιν η συμπεριφορά όλων των μελών της οικογένειας σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα από το αν μια συγκεκριμένη συνθήκη αφορά τον ενήλικα (οδήγηση υπό την επήρεια μέθης για παράδειγμα) ή το ίδιο το παιδί (παιχνίδι που μπορεί να θέσει την ζωή του σε κίνδυνο). Εξίσου σημαντικό είναι να συνυπολογίζονται παράγοντες όπως η ηλικία ή το φύλο των ατόμων. Οι οικογένειες ορίζουν κάποιες συμπεριφορές ως αποδεκτές. Το εύρος στο οποίο πρέπει να εκτείνεται η εκάστοτε συμπεριφορά ορίζει τον βαθμό ελέγχου της συμπεριφοράς της οικογένειας (Miller, Ryan, Keitner, Bishop & Epstein, 2000)δημιουργώντας τέσσερα είδη: -άκαμπτος, αφήνοντας μικρά περιθώρια για αλλαγή και διαπραγμάτευση -ευέλικτος, που επιτρέπει αλλαγή και αποτελεί την πιο αποτελεσματική μορφή ελέγχου συμπεριφοράς -laissez-faire, που επιτρέπει κάθε μορφή συμπεριφοράς -χαοτικός, όπου η οικογένεια δεν έχει αποσαφηνίσει ποιο είδος ελέγχου συμπεριφοράς να εφαρμόσει που αποτελεί και την λιγότερο αποτελεσματική μορφή συμπεριφοράς. 1.5.5. Ρόλοι (Κοσμά, 2014: 34) Η διάσταση αυτή μετρά πόσο ξεκάθαρα είναι διανεμημένοι οι ρόλοι και οι ευθύνες ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Το μοντέλο Mc Master ορίζει τους ρόλους ως συμπεριφορές που επαναλαμβάνει η οικογένεια προκειμένου να ικανοποιήσει τις λειτουργίες της. Οι λειτουργίες μιας οικογένειας χωρίζονται εκ νέου σε λειτουργικές και συναισθηματικές από τη μια (εξασφάλιση τροφής και ρουχισμού, συναισθηματική στήριξη, διατήρηση σταθερού οικογενειακού συστήματος), και σε αυτές που δεν είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική λειτουργία της οικογένειας. Είναι μοναδικές για κάθε οικογένεια, δεν εκπληρώνουν τις βασικές της ανάγκες, όμως προκύπτουν στην εξέλιξη κάθε οικογένειας. Στην έννοια του ρόλου ενσωματώνονται έννοιες, όπως απόδοση ρόλων και ευθυνών μεταξύ των μελών της 21
οικογένειας που ορίζονται είτε ρητά είτε σιωπηρά. Μια οικογένεια χαρακτηρίζεται υγιής, όταν οι λειτουργίες της εκπληρώνονται επαρκώς. Νωρίτερα όμως θα πρέπει οι ρόλοι να έχουν κατάλληλα διανεμηθεί στα μέλη της οικογένειας ώστε να επιτελούν τις λειτουργίες της. 1.5.6. Επίλυση προβλημάτων από την οικογένεια (Κοσμά, 2014: 35) Καθρεφτίζει την ικανότητα επίλυσης οικογενειακών προβλημάτων με έναν τρόπο όμως που να διασφαλίζεται η διατήρηση της οικογενειακής λειτουργίας. Μία δυσκολία βιώνεται ως πρόβλημα, όταν η παρουσία του απειλεί την ακεραιότητα και λειτουργικότητα της οικογένειας και όταν τα μέλη της δυσκολεύονται να βρουν λύση σε αυτό, ενώ προσπαθούν να διατηρηθεί ισορροπία στην οικογενειακή λειτουργία. Τα προβλήματα αυτά διακρίνονται σε λειτουργικά και συναισθηματικά, με τα πρώτα να αφορούν καθημερινά προβλήματα της οικογενειακής ζωής, όπως τη διαχείριση των χρημάτων για παράδειγμα και τα δεύτερα να σχετίζονται με τα συναισθήματα των μελών της οικογένειας. Ωστόσο, υπάρχουν χρόνιες δυσκολίες οι οποίες δε νοούνται ως προβλήματα αφού δεν απειλούν την ακεραιότητα της οικογένειας. Πιο αποτελεσματικές χαρακτηρίζονται οι οικογένειες που μπορούν να επιλύσουν εύκολα και γρήγορα συναισθηματικά και λειτουργικά προβλήματα αλλά και να εκπληρώσουν τα περισσότερα από τα στάδια αυτής της διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει: ταυτοποίηση του προβλήματος, κοινοποίησή του στις κατάλληλες πηγές για επίλυση, ανάπτυξη εναλλακτικού πλαισίου δράσης, απόφαση, δράση που ανταποκρίνεται μερικώς ή επαρκώς σε αυτό που είχε προαποφασιστεί, έλεγχος εάν η δράση ανταποκρίνεται στις αποφάσεις και τέλος εκτίμηση της επιτυχίας της έκβασης. 1.6. Η οικογένεια στην Ελλάδα σήμερα (Κοσμά, 2014: 37) Η οικογένεια έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης πολλαπλών επιστημών από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αποτελεί έναν θεσμό που έχει υποστεί αρκετές αλλαγές και μεταμορφώσεις στη δομή και τη λειτουργία της, αν και με αργούς ρυθμούς στην Ελλάδα ίσως λόγω των παραδοσιακού της χαρακτήρα και της θέσης της στην ελληνική κοινωνία (Ρήγα, 2012). Σύμφωνα με τους Goldenberg & Goldenberg 22
(2005), «είναι ένα φυσικό και κοινωνικό σύστημα με δικά του χαρακτηριστικά και ιδιότητες, το οποίο έχει αναπτύξει ένα σύνολο κανόνων, είναι γεμάτο ανατιθέμενους και αποδιδόμενους ρόλους για τα μέλη του, διαθέτει μια οργανωμένη δομή εξουσίας και έχει αναπτύξει πολύπλοκους φανερούς και κρυφούς τρόπους επικοινωνίας και επίλυσης προβλημάτων που επιτρέπουν διάφορα καθήκοντα να εκτελούνται με αποτελεσματικό τρόπο». Στη μελέτη της οικογένειας θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζουν έννοιες όπως δομή και λειτουργία. Η δομή αναφέρεται στον αριθμό των μελών της οικογένειας και τους ρόλους τους ενώ ως λειτουργία ορίζεται «το σύνολο των τρόπων με τους οποίους η οικογένεια ικανοποιεί τις φυσικές και ψυχολογικές ανάγκες των μελών, ώστε να εξασφαλίζει τη βιολογική και την ψυχολογική και κοινωνική επιβίωσή της, όπως είναι η εξασφάλιση τροφής και στέγης, η επικοινωνία με φιλικά πρόσωπα, οι σχέσεις με την πατρική οικογένεια και άλλους συγγενείς, η αποδοχή και αναγνώριση από τον κοινωνικό περίγυρο» (Γεώργας, 2000). Η πυρηνική οικογένεια (η οποία περιλαμβάνει τους γονείς και τα παιδιά σε χωριστά σπίτια ή μακριά από τους συγγενείς), έστω κι αν θεωρείτο για τον Parsons (1949) το οικογενειακό σύστημα που προσαρμόζεται περισσότερο στη διαδικασία εκσυγχρονισμού, με τις αλλαγές στην οικογένεια και τα νέα κοινωνικά μορφώματα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στον ελλαδικό χώρο τα τελευταία χρόνια, μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα σύστημα οικογένειας το οποίο από άποψη δομής δε φαίνεται να μοιάζει με την πυρηνική οικογένεια. Από πλευράς λειτουργίας όμως εξακολουθεί να υιοθετεί βασικά χαρακτηριστικά της, όπως αξίες και σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Το νέο αυτό σχήμα αποτελώντας μεταφορά της εκτεταμένης οικογένειας - που περιλαμβάνει τρεις ή περισσότερες γενιές ατόμων - από τα χωριά στις πόλεις, ονομάζεται εκτεταμένη αστική οικογένεια (Γεώργας, 2006). 23
Κεφάλαιο 2 2. Ειδική Αγωγή 2.1. Ορισμός Είναι ιδιαίτερα δύσκολη η οριοθέτηση της ειδικής αγωγής και ο προσδιορισμός της λόγω αφενός του πλήθους θεωρητικών απόψεων και αφετέρου των ποικίλων μορφών αναπηρίας, που επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές προσεγγίσεις και τα αντίστοιχα μέτρα λήψης. Η S. Tomlinson (1986) για παράδειγμα ορίζει την ειδική αγωγή προχωρώντας σε μια κοινωνιολογική προσέγγιση: «Η ειδική αγωγή μελετάται και κατανοείται με βάση τις ωφέλειες που αποφέρει σε μια αναπτυσσόμενη βιομηχανική κοινωνία, σε ένα μαζικό και ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς επίσης και με βάση τις ωφέλειες που αποκομίζουν το ιατρικό, ψυχολογικό, εκπαιδευτικό και άλλο προσωπικό ειδικών που αναμειγνύονται στον τομέα αυτό». Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου για την ειδική εκπαίδευση, Ph. Lamoral (1993) δίνει έναν πιο διευρυμένο ορισμό: «Η ειδική εκπαίδευση δεν πρέπει να ορίζεται πλέον από την άποψη του χώρου στον οποίο αυτή υλοποιείται, αλλά περισσότερο από την άποψη των αναγκών του παιδιού που σχεδιάζει να αντιμετωπίσει. Το να είναι κάποιος μειονεκτικός ή όχι δεν εξαρτάται μόνο από την αναπηρία του, αλλά επίσης από το σχολικό σύστημα και την κοινωνία στην οποία ζει. Εναπόκειται σ εμάς ο ορισμός της εκπαιδευτικής βοήθειας που θα πρέπει να προσφέρεται σε όσους έχουν ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες». Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ο ορισμός που δίνεται για την ειδική αγωγή αναφέρει: «Ειδική αγωγή σημαίνει την ειδικά σχεδιασμένη εκπαίδευση που ικανοποιεί τις ιδιαίτερες ανάγκες παιδιών με μειονεξίες. Πιο αναλυτικά, η ειδική αγωγή είναι το σύστημα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και υπηρεσιών που παρέχονται στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και για την ανάπτυξη και την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους» (Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό, 1989: 1643). 24
Συνοπτικά λοιπόν, η «ειδική αγωγή» αφορά στην εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Αλλά ποια είναι τα άτομα με ειδικές ανάγκες; Ακριβώς αυτή η δυσκολία ενιαίας περιγραφής των ατόμων με ειδικές ανάγκες και η διαφορετική παιδαγωγική προσέγγιση τους, καθιστούν δύσκολη και την απόδοση ενός ακριβούς ορισμού της έννοιας της ειδικής αγωγής. Ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά την έννοια ειδικές ανάγκες ή αναπηρία. 2.2. Άτομα με ειδικές ανάγκες ή αναπηρία Για να προσδιορισθεί η έννοια των ατόμων με ειδικές ανάγκες απαραίτητο είναι να αποσαφηνισθεί το περιεχόμενο της αναπηρίας. Η αναπηρία είναι μία σύνθετη έννοια στην οποία δεν πρέπει να εντάξουμε μόνο την διάσταση του ιατρικού προβλήματος αλλά ταυτόχρονα - και αυτό ενδιαφέρει κυρίως τη συνταγματική της προστασία την κοινωνική της διάσταση με την έννοια των κοινωνικών συνεπειών που αυτή επιφέρει (Φράγκος, 2008). Ειδικότερα, υπό αυτό το πρίσμα ο ορισμός της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Αναπήρων του Ο.Η.Ε. του 1975 χαρακτηρίζει ως ανάπηρο κάθε πρόσωπο που είναι ανίκανο να αναλάβει μόνο του όλες ή μέρος των ατομικών και κοινωνικών φυσιολογικών αναγκών, λόγω μιας εκ γενετής ή όχι βλάβης των φυσικών ή διανοητικών ικανοτήτων του (Στεργίου, 1999). Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας επικεντρώθηκε και αυτή στις συνέπειες της αναπηρίας ορίζοντάς τη σύμφωνα με τρεις βασικούς όρους: α) τη βλάβη (impairment), που καλύπτει οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη φυσιολογική δομή και λειτουργία του σώματος ή του πνεύματος, β) την ανικανότητα (disability), που αναφέρεται στην απώλεια ή τη μείωση της ικανότητας άσκησης μιας δραστηριότητας, απαραίτητη στην καθημερινή ζωή (π.χ. να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του), λόγω κάποιας βλάβης και γ) τη μειονεξία (handicap), νοητή ως ολική ή μερική αδυναμία εκπλήρωσης μιας λειτουργίας που κρίνεται φυσιολογική από ένα άτομο και απορρέει από μια βλάβη ή μια ανικανότητα. 25
Από τους παραπάνω ορισμούς επομένως τα εννοιολογικά στοιχεία της αναπηρίας είναι: η πάθηση ή βλάβη της υγείας, η οποία έχει μόνιμη ή προσωρινή διάρκεια και προκαλεί μείωση της ικανότητας του ατόμου να αντιμετωπίσει τις ατομικές και κοινωνικές του ανάγκες Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (1981), άτομα με ειδικές ανάγκες θεωρούνται όλα τα άτομα που εμφανίζουν σοβαρή μειονεξία που προκύπτει από φυσική ή διανοητική βλάβη. Αντίστοιχα, το Συμβούλιο των υπουργών της ΕΟΚ αναφέρει πως «ο όρος άτομα με ειδικές ανάγκες περιλαμβάνει τα άτομα με σοβαρές ανεπάρκειες ή μειονεξίες που οφείλονται σε σωματικές βλάβες, συμπεριλαμβανομένων των βλαβών των αισθήσεων, ή σε διανοητικές ή ψυχικές βλάβες, οι οποίες περιορίζουν ή αποκλείουν την εκτέλεση δραστηριότητας ή λειτουργίας, η οποία θεωρείται κανονική για έναν άνθρωπο» (Απόφαση του Συμβουλίου 93/136 ΕΟΚ, 1993). Στην ελληνική έννομη τάξη, το άρθρο 32 του νόμου 1566/85 ορίζει ως άτομα με ειδικές ανάγκες: όσους πάσχουν από ειδικές ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες οφειλόμενες σε φυσικούς, διανοητικούς ή κοινωνικούς παράγοντες σε τέτοιο βαθμό, που είναι πολύ δύσκολο γι αυτούς: i. να συμμετάσχουν στη γενική και επαγγελματική κατάρτιση, ii. iii. να εξεύρουν εργασία ή να έχουν πλήρη συμμετοχή στη κοινωνία Ως άτομα με ειδικές ανάγκες μπορούν να νοηθούν: α) Οι τυφλοί και όσοι έχουν σοβαρές διαταραχές στην όραση. β) Οι κωφοί και οι βαρήκοοι. γ) Άτομα με σοβαρές κινητικές διαταραχές. δ) Άτομα με νοητική καθυστέρηση. 26