ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (Α.Μ. 1340200101080) ( κινητό τηλέφωνο : 6972389926 ) Μάθηµα : Εφαρµογές ηµοσίου ικαίου Καθηγητής : Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ΑΘΗΝΑ- περίοδος Μάιος 2006 1
2
ΤΟ ΘΕΜΑ Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων από τα νοµοθετικά όργανα αποτελεί µια νοµική πραγµατικότητα που σε καµία περίπτωση δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορη τη νοµική επιστήµη. Συγχρόνως µπορεί να παίξει σηµαντικό ρόλο στις περιπτώσεις αδυναµίας δικαιοδοτικού ελέγχου, µε δεδοµένο ότι στη λογική του κράτους δικαίου η πρόσβαση στο δικαστήριο αποτελεί την εξαίρεση και υπόκειται έτσι, σε περιοριστικές δικονοµικές προϋποθέσεις (π.χ έννοµο συµφέρον, προθεσµία κ.α)που δυσχεραίνουν στην πράξη την ενεργοποίηση του δικαστικού ελέγχου. Μετά λοιπόν από µια προσπάθεια αποσαφήνισης της έννοιας του πολιτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου (µέρος πρώτο) µε σκοπό την ανάδειξη της φύσης του πολιτικού ελέγχου ως συνήθους διαδικασίας ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου, αναλύονται οι µορφές του πολιτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου (µέρος δεύτερο) ως έκφραση βασικών οργανωτικών αρχών της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. 3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 6 І. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ...7 ІІ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...9 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ... 11 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ... 11 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 12 ΤΜΗΜΑ І : ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ...12 1. Η έννοια του νόµου...12 2. Τυπική και ουσιαστική συνταγµατικότητα...13 ΤΜΗΜΑ ІІ :Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ...14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ : Ι ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ... 16 ΤΜΗΜΑ І : ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ...16 ΤΜΗΜΑ ІІ : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΩΣ ΘΕΣΜΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΝΟΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ...17 ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ... 19 ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ... 19 ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ : Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ... 20 ΤΜΗΜΑ І : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΙ ΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ...20 4
1.Έλεγχος τυπικής συνταγµατικότητας...20 2. Έλεγχος ουσιαστικής συνταγµατικότητας...22 ΤΜΗΜΑ ІІ : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ...22 ΤΜΗΜΑ Ш : ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ...23 1.Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του άρθρου 100 ΚτΒ...23 α ) χρόνος προβολής της ένστασης...23 β ) πρόσωπα που νοµιµοποιούνται να προβάλλουν την ένσταση...24 γ ) περιεχόµενο των αντιρρήσεων...24 δ ) διαδικασία συζήτησης των αντιρρήσεων στη Βουλή...25 ε ) η απόφαση της Βουλής µετά τον έλεγχο του άρθρου 100 του ΚτΒ...25 ΤΜΗΜΑ ІV : ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ...26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ : Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ... 27 ΤΜΗΜΑ Ι : Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ...27 1.Άσκηση του ελέγχου...28 2.Η απόφαση του Προέδρου της ηµοκρατίας...29 ΤΜΗΜΑ ІІ : ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ...30 1.Τα ελαττώµατα αντισυνταγµατικότητας του νόµου...31 2.Η έκταση της αντισυνταγµατικότητας...31 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 33 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 34 SUMMARY... 35 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 37 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6
І. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ Το πρόβληµα του πολιτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου είναι, τόσο από µεθοδολογικής, όσο και από ουσιαστικής άποψης, ένα από τα πιο σύνθετα προβλήµατα της επιστήµης του δικαίου. Στην ιστορικό-πολιτική παράδοση της σύγχρονης φιλελεύθερης δηµοκρατίας, το Σύνταγµα έχει, ως θεµελιώδης νόµος της πολιτείας, αυξηµένη τυπική ισχύ έναντι των άλλων πολιτειακών πράξεων. Η ιεραρχική αυτή προτεραιότητα του Συντάγµατος γεννά ως προς τις άλλες πολιτειακές πράξεις µια σχέση συνταγµατικότητας, έννοια που υποδηλώνει την αναγκαιότητα της αρµονίας των πράξεων της πολιτείας προς το Σύνταγµα, δηλαδή τη συµφωνία τους κατ` αρχήν ως προς τον τύπο και έπειτα ως προς την ουσία της συνταγµατικής ρύθµισης. 1 Η ιεραρχική υπεροχή του Συντάγµατος δεν εξαντλείται όµως µε τη θέσπιση µιας γενικής αρχής. Τα περισσότερα σύγχρονα Συντάγµατα περιέχουν ειδικές ρυθµίσεις µε τις οποίες θεσπίζονται µηχανισµοί που εξασφαλίζουν την τήρηση της σχέσης συνταγµατικότητας. Στους µηχανισµούς αυτούς ανήκει και ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου, που συνίσταται στη νοµική διαδικασία µε την οποία ερευνάται η αρµονία ή δυσαρµονία µεταξύ νόµου και Συντάγµατος και ή επιβεβαιώνεται η αρµονία ή επιβάλλονται κυρώσεις σε περίπτωση δυσαρµονίας. Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων είναι, µε κριτήριο το χρονικό σηµείο κατά το οποίο πραγµατώνεται, δυο ειδών: προληπτικός και κατασταλτικός. Ο προληπτικός έλεγχος συνταγµατικότητας ανήκει, κατά κανόνα, στους παράγοντες της νοµοθετικής εξουσίας, σκοπό έχει τον έλεγχο της συµφωνίας του νόµου προς το Σύνταγµα κατά το στάδιο της ψήφισης του και, πάντως, πριν από τη θέση του σε ισχύ, αποκαλείται δε από τη θεωρία και πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων. Όµως ο προληπτικός έλεγχος µπορεί να ανήκει και σε δικαστήριο, οπότε αποτελεί εξαίρεση του κανόνα ότι, ως δικαστικός, είναι κατασταλτικός. Ο κατασταλτικός έλεγχος συνταγµατικότητας λαµβάνει χώρα κατά το στάδιο της εφαρµογής του νόµου, εποµένως µετά την ψήφιση, έκδοση και δηµοσίευση του, και ανήκει στα δικαστήρια. 2 Στην πρώτη του µορφή ο έλεγχος επιδιώκει να αποτρέψει τη θέσπιση και στη δεύτερη του µορφή την εφαρµογή αντισυνταγµατικών κανόνων δικαίου. 1 Βλ. Μάνεσης. Α, Συνταγµ. ίκαιο І σελ 160 επ 2 Βλ.Μαυριάς. Κ, Συνταγµ. ίκαιο σελ 173 7
Προληπτικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νοµών µπορούν να ασκήσουν και οι δυο παράγοντες της νοµοθετικής λειτουργίας, δηλ η Βουλή και ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας (α. 26 1). Σε µια ειδική περίπτωση το Σύνταγµα έχει αναθέσει τον προληπτικό έλεγχο και σε ένα µη νοµοθετικό όργανο, το Ελεγκτικό Συνέδριο. 3 Από την άλλη µεριά, ο κατασταλτικός έλεγχος ασκείται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, όπως προκύπτει από τα άρθρα 93 4 και 87 2. Η σύγχρονη νοµική επιστήµη επικεντρώνει την προσοχή της στον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου 4 -στον έλεγχο δηλαδή από τα δικαστικά όργανα της πολιτείας ενώ είναι επιφυλακτική και "φειδωλή" ως προς άλλες µορφές ελέγχου, όπως είναι ο πολιτικός έλεγχος. 5 Η θέση αυτή της θεωρίας βρίσκει τη νοµιµοποιητική της βάση στην εξής φιλελεύθερη αντίληψη: η αρχή της διάκρισης των εξουσιών εµφανίζει τη δικαστική εξουσία, σε σχέση µε την πολιτική, ως τρίτη και ουδέτερη εξουσία 6 Μέσα σε µια τέτοια λογική, ο δικαιοδοτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου συνιστά µεγαλύτερη εγγύηση από τον πολιτικό έλεγχο. Όµως η αντιµετώπιση αυτή του θεσµού του ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου συγκρούεται µε το γεγονός ότι το δίκαιο των περισσότερων δυτικών δηµοκρατιών θεσπίζει διαδικασίες που συγκροτούν άλλες µορφές ελέγχου, µεταξύ των οποίων και διαδικασίες πολιτικού ελέγχου. Έτσι: Α)Το Σύνταγµα του 1975/1986/2001 καλεί σε ορισµένες περιπτώσεις την Βουλή (άρθρο 72 παρ 3 και άρθρο 74 παρ 5) να αποφανθεί για ζητήµατα που αφορούν την τήρηση συνταγµατικών διατάξεων κατά τη νοµοθετική διαδικασία. Β)Το Σύνταγµα προβλέπει επίσης, (άρθρο 42) τη δυνατότητα του Προέδρου της ηµοκρατίας να αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτήν: η δυνατότητα αυτή µπορεί να ασκηθεί για λόγους αντισυνταγµατικότητας. 7 Γ) Αλλά και η θεωρία των interna corporis, που διαµορφώθηκε αρχικά για να περιορίσει την ελεγκτική εξουσία των δικαστηρίων και που εφαρµόζει κατά πάγιο τρόπο η ελληνική νοµολογία, καθιστά τη Βουλή µόνη αρµόδια να εξετάσει την εσωτερική τυπική συνταγµατικότητα των νοµών. 3 Μια µορφή προληπτικού ελέγχου ασκεί και το Ε.Σ όταν καλείται να γνωµοδοτήσει: «επί των νόµων περί συντάξεων ή αναγνωρίσεως υπηρεσίας δια της παροχής δικαιώµατος συντάξεως» σύµφωνα µε το άρθρο 98 1 γ Σ. Η διαδικασία αυτού του άρθρου θυµίζει σε πολλά σηµεία την προληπτική επεξεργασία των κανονιστικών προεδρικών διαταγµάτων από το ΣτΕ κατά το άρθρο 95 1 δ Σ. Βλ. Σκουρής-Βενιξέλος. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, 1985 σελ 12-14. 4 Βλ. Σγουρίτσας. Χ, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β σελ 53 5 Βλ. Μάνεσης. Α, Αϊ εγγυήσεις τηρήσεως του Σ τόµος β σελ 163 επ 6 Βλ. Montesquieu, De l`esprit des lois, βιβλίο σελ 146 7 Βλ Μάνεσης. Α, Η νοµικοπολιτική σηµασία της συνταγµατικής αναθεώρησης του 1986, ο.π (υποσηµ. 9)σελ 46 επ 8
)Τέλος ο Κανονισµός της Βουλής της 24 ης Ιουνίου 1987 παρέχει(άρθρο 100 παρ 1)στον Πρόεδρο της Βουλής, στον κάθε βουλευτή και στο κάθε µέλος της Κυβέρνησης τη δυνατότητα να προβάλλουν για κάθε σχέδιο ή πρόταση νόµου µια "ένσταση αντισυνταγµατικότητας" επί της οποίας πρέπει να αποφανθεί η Βουλή. 8 Μπορεί λοιπόν κανείς να συµπεράνει ότι ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου αποτελεί νοµική πραγµατικότητα, τουλάχιστον δυνάµει. ІІ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου υπήρξε, ιστορικά, η πρώτη αποδεκτή µορφή ελέγχου της συνταγµατικότητας. Ο "συνταγµατισµός " που γεννήθηκε τον 18 ο αιώνα µε τη γαλλική και την αµερικανική επανάσταση 9 και που σηµαίνει την υπαγωγή κάθε πολιτειακής πράξης στο Σύνταγµα, δεν συνεπάγεται αυτόµατα και τον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας. Ο δικαστικός έλεγχος επικράτησε τελικά έναντι του πολιτικού, µετά από µακροχρόνιες διαµάχες, τόσο στη θεωρία όσο και στη νοµολογία. 10 Η πρωταρχική υπεροχή του πολιτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου βρίσκει τις ρίζες της στη γαλλική επανάσταση. 11 Για τους θεωρητικούς της περιόδους αυτής δυο θεµελιώδεις αρχές του πολιτεύµατος, που κατοχυρώνονται στα επαναστατικά Συντάγµατα, συντείνουν στον αποκλεισµό του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου και στην αναγνώριση του αυτοελέγχου : η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η αρχή της εθνικής κυριαρχίας. Πράγµατι, σύµφωνα µε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η νοµοθετική και η εκτελεστική εξουσία είναι ανεξάρτητες από τη δικαστική, η δε δικαστική εξουσία δεν µπορεί να τις κρίνει γιατί η νοµοθετική και η εκτελεστική εξουσία είναι οι µόνες που αντιπροσωπεύουν το "Έθνος " :και το "Έθνος", αφού είναι κυρίαρχο, δεν υπόκειται, από τη φύση του, σε οποιανδήποτε έλεγχο. Η θέση της Γαλλίας µε τον απόλυτο αποκλεισµό του δικαστικού έλεγχου της συνταγµατικότητας του νόµου και την αντίστοιχη ανάδειξη του πολιτικού ελέγχου ήταν οπωσδήποτε για ιστορικό-πολιτικούς 8 Βλ. Κρητικός. Π, Κανονισµός της Βουλής. Αθήνα 1990 σελ 219 απ 9 Βλ. Μαυριάς. Κ, Συνταγµατικό ίκαιο σελ 173 επ 10 Βλ. Σκουρής- Βενιζέλος, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, σελ 23 11 Βλ. Βλάχος., Η έρευνα της συνταγµατικότητας των νόµων, σελ 129 9
λόγους ακραία, και θεωρήθηκε κατακριτέα. 12 Οι αρχές της πολιτικής φιλοσοφίας της γαλλικής επανάστασης επηρέασαν όµως και τα αλλά κράτη της δυτικής Ευρώπης. Όταν, στο πρώτο ήµισυ του 19 ου αιώνα, τα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά κράτη απέκτησαν για πρώτη φορά Σύνταγµα, δεν θεσµοποίησαν ειδικές διαδικασίες ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου Έτσι, µέχρι τα µέσα του 20ου αιώνα, όπου τα περισσότερα δυτικό-ευρωπαϊκά κράτη θέσπισαν πια συνταγµατικά τον δικαστικό έλεγχο 13, ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου ήταν ζήτηµα αµφιλεγόµενο τόσο για τη θεωρία, όσο και για τη νοµολογία. 14 Αφενός υποστηριζόταν η έλλειψη κάθε αρµοδιότητας των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγµατικότητα του νόµου, αφετέρου υποστηριζόταν το " δικαίωµα " και η " υποχρέωση " των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγµατικότητα του νόµου που καλούνται να εφαρµόσουν, και να αρνούνται να τον εφαρµόσουν αν τον κρίνουν αντισυνταγµατικό. Η πρώτη άποψη προέβαλλε την αµιγή διάκριση των εξουσιών, που απαγορεύει στη µια εξουσία να παρέµβει στο έργο της άλλης. Αντίθετα η δεύτερη άποψη, θέση που συγκέντρωνε εξάλλου και την πλειοψηφία των συγγραφέων, υποστήριζε, αφενός, ότι, σύµφωνα µε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας το ανώτατο όργανο είναι ο λαός, ο οποίος δύναται κατά συνέπεια να ελέγχει αν τηρείται η κορυφαία έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή το Σύνταγµα, και, αφετέρου, ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών συνεπάγεται και την αµοιβαία ανεξαρτησία των οργάνων, η οποία θα παρέµενε χωρίς νόηµα αν ο δικαστής δεν είχε τη δυνατότητα να αρνείται την εφαρµογή του νόµου που κρίνει αντισυνταγµατικό. 15 12 Βλ.Βρυώνης. Γ, Το πρόβληµα του ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων εν Γαλλία και η σύγχρονης επίλυσης του Ε 1978 σελ 244 επ 13 Στην Ελλάδα, ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου από τα δικαστήρια κατοχυρώνεται µε ρητή συνταγµατική διάταξη για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1927, µε ερµηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 5. 14 Βλ. Βλάχος., Η έρευνα της συνταγµατικότητας των νόµων, σελ 185 επ και 267 15 Βλ. Παπαγρηγορίου. Β, Συνταγµατική ικαιοσύνη, τ. Α, 1983, σελ 47 ε 10
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται ο προσδιορισµός της έννοιας του ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου. υο είναι τα σκέλη που απαρτίζουν την έννοια αυτή :η έννοια της συνταγµατικότητας του νόµου (Τµήµα І ), το αντικείµενο δηλαδή του ελέγχου, και ο χαρακτήρας του ελέγχου (Τµήµα Џ ). ΤΜΗΜΑ І : ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 1. Η έννοια του νόµου Αφετηρία για να διερευνηθεί η έννοια του νόµου µπορεί να αποτελέσει το άρθρο 93 παρ 4 του Συντάγµατος που ορίζει ότι : δικαστήρια είναι υποχρεωµένα να µην εφαρµόζουν νόµο, το περιεχόµενο του οποίου αντίκειται προς το Σύνταγµα. Είναι βέβαια αναµφισβήτητο ότι το Σύνταγµα έχει υπόψη του κυρίως, τον λεγόµενο «τυπικό νόµο», το νοµοθέτηµα δηλαδή που ψηφίζεται από τη Βουλή και εκδίδεται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας µε την προσυπογραφή των αρµόδιων Υπουργών 16. Εύλογο όµως, αυτονόητο θα λέγαµε, είναι να δεχτούµε ότι το άρθρο 93 παρ 4 του Σ δεν αναφέρεται µόνο στον «τυπικό νόµο» αλλά και σε κάθε άλλη πράξη που έχει έρεισµα στο Σύνταγµα, σε συνταγµατική εξουσιοδότηση, σε αρµοδιότητα που παρέχει το Σ, δηλαδή σε κάθε «νόµο» µε τη στενότερη, ειδική, έννοια του όρου, όπως τα «διατάγµατα νοµοθετικού περιεχοµένου», ο Κανονισµός της Βουλής κλπ. Αντισυνταγµατική κατά το περιεχόµενο, δηλαδή ουσιαστικά αντισυνταγµατική, ενδέχεται να είναι όχι µόνο µια «γενική», αλλά και µια «ατοµική» διάταξη «νόµου». Π.χ. αν θεσπιστεί διάταξη που καθιερώνει κάποιο δυσµενές ή ευµενές προνόµιο για κάποιο πρόσωπο και που αντιτίθεται γι`αυτό στην αρχή της ισότητας ( άρθρο 4 του Σ ), η διάταξη αυτή θα είναι ανίσχυρη και τα δικαστήρια θα είναι υποχρεωµένα να µην την εφαρµόσουν. Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι, αντίθετα µε το άρθρο 93 παρ 4 του Σ, που ορίζει ότι τα δικαστήρια οφείλουν να µην εφαρµόζουν τους ουσιαστικά αντισυνταγµατικούς νόµους γενικά, το άρθρο 100 παρ 1 στοιχείο ε του Σ αναθέτει στο Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο την άρση 16 Βλ. άρθρα 26 παρ 1, 42 παρ 1-2, 64 επ, 73 επ Σ 1975/1986/2001 12
αµφισβητήσεων σχετικών µε την ουσιαστική συνταγµατικότητα «τυπικών νοµών» ειδικά. 17 2. Τυπική και ουσιαστική συνταγµατικότητα Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων αποτελεί αναγκαία, «φυσική» συνέπεια της τυπικής υπεροχής του Συντάγµατος απέναντι στο κοινό δίκαιο. Η υπεροχή των συνταγµατικών κανόνων δεν αποτελεί απλή «θεωρητική αξιολόγηση», αλλά έχει µεγάλη πρακτική σηµασία. Η διάκριση ανάµεσα στο συνταγµατικό δίκαιο και στο κοινό δίκαιο είναι σηµαντική. Η νοµική δύναµη, η υπόσταση του κοινού δικαίου εξαρτάται από το αν συµφωνεί ή όχι προς το Σύνταγµα. Εφόσον ένας νόµος είναι αντισυνταγµατικός, τα δικαστήρια οφείλουν να µην τον εφαρµόζουν. Με τον όρο «συνταγµατικότητα» νοείται η συµφωνία των νοµών προς το τυπικά ανώτερο Σύνταγµα, ως προς τον τρόπο παραγωγής και την ουσία του περιεχοµένου τους. Η συµφωνία του τυπικά κατώτερου κοινού δικαίου προς το Σ µπορεί να είναι δυο ειδών : είτε ως προς τον τύπο, είτε ως προς την ουσία της συνταγµατικής ρύθµισης. υο εποµένως είναι οι µορφές της συνταγµατικότητας, τυπική και ουσιαστική. 18 Βέβαια το ζήτηµα αυτό δεν τίθεται µόνο για τον «τυπικό νόµο» αλλά και για άλλες νοµοθετικές πράξεις. 19 Τυπική συνταγµατικότητα είναι η συµφωνία της διαδικασίας παραγωγής του κοινού δικαίου, προς τους από το σύνταγµα καθιερωµένους διαδικαστικούς κανόνες. Οι διαδικαστικού περιεχοµένου συνταγµατικές διατάξεις αφενός µεν καθορίζουν την αρµοδιότητα των κρατικών οργάνων, που συµµετέχουν στη νοµοθετική διαδικασία, αφετέρου ρυθµίζουν τη συζήτηση και ψήφιση των νόµων. Με το κριτήριο αυτό, που ανάγεται στη ρυθµιστική ύλη των διαδικαστικών κανόνων, διακρίνονται δυο ειδών τυπικά στοιχεία του νόµου, τα εξωτερικά και τα εσωτερικά και αντίστοιχα δυο είδη τυπικής συνταγµατικότητας η εξωτερική και η εσωτερική. Η διάκριση έχει καθοριστική σηµασία για τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία του νόµου αφορούν αυτή την ίδια την υπόσταση του και ανάγονται στις κατά το άρθρο 42 του Συντάγµατος αρµοδιότητες του Προέδρου της ηµοκρατίας σχετικά µε την έκδοση και δηµοσίευση. Η εξωτερική τυπική συνταγµατικότητα ελέγχεται από τα δικαστήρια. Τα λεγόµενα εξωτερικά τυπικά στοιχεία του νόµου, στα οποία ανήκει π.χ. η κατά το άρθρο 35 1 προσυπογραφή του αρµόδιου 17 Βλ. Παπαλάµπρου. Α, Το Σ 1988 σελ 1 επ 18 Βλ. ηµητρόπουλος. Α, Γενική Συνταγµατική Θεωρία σελ 396 19 Βλ. Παπαλάµπρου. Α, Το Σ 1988 σελ 13 13
υπουργού, αναφέρονται στην υπόσταση του και δεν ανήκουν στα «εσωτερικά θέµατα του σώµατος», εποµένως ελέγχονται από την δικαστική εξουσία. Ο έλεγχος των εξωτερικών στοιχείων δεν αποτελεί επέµβαση στα interna corproris της βουλής. Τα εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόµου αναφέρονται στην κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης και ψήφισης, δηλαδή ανάγονται σε ζητήµατα, που αφορούν τα interna corproris της βουλής. Για το λόγο αυτό η εσωτερική τυπική συνταγµατικότητα δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η δικαστική εξουσία δεν µπορεί να ελέγξει τα εσωτερικά τυπικά στοιχεία, τα οποία όµως ελέγχει ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας κατά την έκδοση των νόµων. Ουσιαστική συνταγµατικότητα είναι η συµφωνία του περιεχοµένου του κοινού δικαίου προς το ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόµενο του Συντάγµατος. Σύµφωνα µε το ισχύων ελληνικό Σύνταγµα, ο δικαστικός έλεγχος αφορά µόνο την ουσιαστική και όχι την τυπική συνταγµατικότητα. Εκείνο το οποίο µπορούν και οφείλουν να ελέγχουν τα ελληνικά δικαστήρια, είναι η συµφωνία του περιεχοµένου του νόµου προς το περιεχόµενο του Συντάγµατος και όχι η τήρηση της προβλεπόµενης διαδικασίας. 20 ΤΜΗΜΑ ІІ :Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ Το Σύνταγµα, αλλά και γενικότερα το όλο δίκαιο σύστηµα, προβλέπει µηχανισµούς που αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν τη συµµόρφωση των οργάνων ή οµάδων που ασκούν εξουσία προς το Σύνταγµα. Οι µηχανισµοί αυτοί καλούνται εξάλλου " εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγµατος ". Στους µηχανισµούς αυτούς ανήκει και ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου. 21 Έλεγχος της συνταγµατικότητας είναι η αξιολογική αντιπαραβολή του νόµου µε το Σύνταγµα, που αποτελεί το σηµείο αναφοράς, αντιπαραβολή που καταλήγει στο συµπέρασµα περί τη συνταγµατικότητα ή µη του νόµου. Κάθε µορφής αντιπαραβολή του νόµου µε το Σ δεν αποτελεί όµως αναγκαστικά και µορφή ελέγχου της συνταγµατικότητας. Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου ως δικαϊκός µηχανισµός, και µάλιστα εξαναγκαστικός, έχει ορισµένα ειδικά χαρακτηριστικά : Αφ`ενός, από τη νοµική του φύση συνάγεται ότι ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου εµφανίζεται ως µηχανισµός δικαϊκά 20 Βλ. ηµητρόπουλος. Α, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ 407 επ 21 Βλ. Μάνεσης. Α, Οι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγµατος, σελ 32 επ 14
οργανωµένος, δηλαδή ως θεσµοποιηµένη διαδικασία. Αφ`ετέρου, από τον εξαναγκαστικό του χαρακτήρα, συνάγεται ότι ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου έχει κυρωτική λειτουργία, καταλήγει δηλαδή σε κύρωση. Συγκεκριµένα όσον αφορά στην κύρωση, πρέπει να σηµειωθεί ότι µε τον όρο νοούνται οι έννοµες συνέπειες επί του νόµου που απειλούνται από το δίκαιο σε περίπτωση παράβασης του Συντάγµατος από τον νοµοθέτη. Οι έννοµες αυτές συνέπειες είναι, σε περίπτωση προληπτικού ελέγχου, η παρεµπόδιση επιτέλεσης της αντισυνταγµατικότητας δια της µη θέσπισης του αντισυνταγµατικού νόµου, ενώ σε περίπτωση κατασταλτικού ελέγχου, έννοµες συνέπειες είναι, είτε η περιστολή είτε η άρση των συνεπειών της δια της µη ισχύος του αντισυνταγµατικού νόµου. 22 22 Βλ Μάνεσης. Α, Οι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγµατος, σελ 20 επ 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ : Ι ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου, υπέχει, στο πλαίσιο της λειτουργίας ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου, θεσµική ιδιαιτερότητα έναντι του δικαστικού (ή και του διοικητικού 23 ) ελέγχου. 24 Ο πολιτικός έλεγχος είναι ως προς τη νοµοθετική διαδικασία «ενδογενής». Είτε εµφανίζεται ως στάδιο της νοµοθετικής διαδικασίας, είτε τίθεται παρεµπιπτόντως κατά τη νοµοθετική διαδικασία. Από την άλλη, τόσο ο δικαστικός, όσο και ο διοικητικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νοµών είναι, ως προς τη νοµοθετική διαδικασία, «εξωγενείς». Τούτο σηµαίνει ότι οι προϋποθέσεις άσκησης τους δεν είναι συγγενείς προς αυτές της νοµοθετικής διαδικασίας. ΤΜΗΜΑ І : ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ Κατά τη νοµοθετική διαδικασία, δυο είναι ενδεχόµενα να συµβούν. Το πρώτο είναι να τεθεί ρητά ζήτηµα συνταγµατικότητας του νόµου, µε την αναποµπή ή µε την άρνηση του αρχηγού του κράτους να έκδοση τον νόµο. Στην περίπτωση αυτή η συνταγµατικότητα του νόµου ελέγχεται ρητά από τη Βουλή ή τον αρχηγό του κράτους, σύµφωνα µε τις διαδικασίες που προβλέπουν το Σύνταγµα και ο Κανονισµός της Βουλής. Το δεύτερο είναι να µην τεθεί ρητά ζήτηµα συνταγµατικότητας του υπό ψήφιση ή υπό έκδοση νόµου και, κατά συνέπεια, να µην ενεργοποιηθεί καµία διαδικασία ελέγχου από τη Βουλή ή τον αρχηγό του κράτους. Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων τεκµαίρεται : από την κατανοµή των αρµοδιοτήτων µεταξύ των κρατικών οργάνων και, συγκεκριµένα από την ανάθεση της νοµοθετικής αρµοδιότητας στη Βουλή και στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, καθώς και από την ύπαρξη διαδικασιών ελέγχου της συνταγµατικότητας κατά την νοµοθετική διαδικασία, συνάγεται ένα «τεκµήριο συνταγµατικότητας» 23 Βλ. για τον διοικητικό έλεγχο Σκουρής-Βενιζέλος, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, ο.π ( υποσηµείωση 9 ), σελ 13 και 15 επ 24 Βλ. Σβώλος. Α, Το νέο Σύνταγµα και οι βάσεις του πολιτεύµατος, σελ 278 επ 16
του νόµου που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή και εκδοθεί από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, σύµφωνα µε το οποίο ο νόµος " είναι εξοπλισµένος µε θετική κρίση ως προς τη συνταγµατικότητα του ", έστω και αν η κρίση αυτή δεν εκφράστηκε ρητά. 25 Έως ότου λοιπόν πραγµατοποιηθεί ο δικαστικός έλεγχος, ο νόµος τεκµαίρεται συνταγµατικός. 26 Εποµένως ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου, ως έλεγχος ενδογενής, είναι στοιχείο " σταθερό ", θα έλεγε κανείς, έλεγχος " αυτόµατος ". Αντίθετα, ο δικαστικός έλεγχος είναι έλεγχος " ενδεχόµενος ". Η ενεργοποίηση του προϋποθέτει την πλήρωση µιας σειράς δικονοµικών προϋποθέσεων ( νοµιµοποίηση των διαδίκων, έννοµο συµφέρον, προθεσµίες κτλ )που περιορίζουν τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου του νόµου. Βάσει του τεκµηρίου της συνταγµατικότητας, ο νόµος που ψηφίστηκε από τη Βουλή και εκδόθηκε από τον Πτ είναι κατ`αρχην ισχυρός και µπορεί να εφαρµοστεί. Προσβάλλεται ενώπιον των δικαστηρίων εφόσον προκύπτει ότι θίγει συµφέροντα και αξίες που προστατεύονται δικαστικά από την έννοµη τάξη. (ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατ`αιτησην ). Έτσι, η σχέση πολιτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων και άλλων µορφών ελέγχου( δικαστικού, διοικητικού ) εµφανίζεται ως σχέση κανόνα προς εξαίρεση : ο πολιτικός έλεγχος αποτελεί τον κατ`αρχην, τον κατά κανόνα έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου. Εξάλλου, σε ορισµένες περιπτώσεις, ο πολιτικός έλεγχος εµφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση του δικαστικού ελέγχου, ενώ σε άλλες φαίνεται να τον αποκλείει. Σύµφωνα µε τη θεωρία των interna corproris τα δικαστήρια αρνούνται να εξετάσουν την τήρηση των τυπικών διατάξεων του Συντάγµατος επειδή ανάγονται στην εσωτερική αυτονοµία της Βουλής και δεν ελέγχονται παρά από αυτήν. 27 ΤΜΗΜΑ ІІ : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΩΣ ΘΕΣΜΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΝΟΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων από τα νοµοθετικά όργανα αποσκοπεί στη διάσωση, στη συντήρηση και στην πραγµάτωση της 25 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, σελ 96 επ 26 Βλ. Τσάτσος., Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος α, 1994, σελ 286 27 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος, σελ 85 επ 17
έννοµης τάξης. Αντίθετα ο δικαστικός έλεγχος αποσκοπεί στην προστασία ορισµένων αξίων. Η πρώτη από τις αξίες αυτές είναι η προστασία του ατόµου, µε τη µέριµνα για τη διασφάλιση των ατοµικών δικαιωµάτων που θεσπίζει το Σύνταγµα. Η δεύτερη από τις αξίες αυτές είναι η προστασία των δικαιωµάτων της µειοψηφίας. 28 Εποµένως, ο δικαστικός έλεγχος λειτουργεί ad hoc, για της ανάγκες της συγκεκριµένης περίπτωσης. ( παρεµπίπτων έλεγχος 29 ). Αντίθετα ο πολιτικός έλεγχος λειτουργεί σταθερά και διαρκώς, είναι έλεγχος «αυτόµατος» όπως άλλωστε ειπώθηκε και νωρίτερα. 28 Βλ. Τσάτσος., Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Γ, σελ 81 επ 29 Βλ. Βενιζέλος.Ευ, Οι ιδιοµορφίες του ελληνικού συστήµατος δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων : παράγοντας εντατικοποίησης η περιορισµού του ελέγχου ; Το Σ 14, σελ 456 επ 18
ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ : Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Το Κοινοβούλιο είναι ο κριτής της συνταγµατικότητας του νόµου, όχι βέβαια ο µοναδικός και αποκλειστικός, αποτελεί πάντως ένα από τα όργανα ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου. Πράγµατι, το Σύνταγµα και ο Κανονισµός της Βουλής προβλέπουν διαδικασίες που οργανώνουν ειδικά ή που επιτρέπουν τον έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου από τη Βουλή και από τα όργανα της Βουλής. ΤΜΗΜΑ І : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΙ ΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ 1.Έλεγχος τυπικής συνταγµατικότητας Κατ`αρχήν ας σηµειωθεί πως µε " έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου από το Κοινοβούλιο " δεν νοείται µόνο ο έλεγχος από το όργανο Κοινοβούλιο. Νοείται επίσης ο έλεγχος από τα διάφορα " όργανα " του Κοινοβουλίου, όπως είναι ο Πρόεδρος της Βουλής, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ή τα Τµήµατα της Βουλής. 30 Όπως ήδη αναφέρθηκε, στο πλαίσιο της νοµοθετικής διαδικασίας το Σύνταγµα και ο Κανονισµός της Βουλής θεσπίζουν ορισµένες ειδικές διατάξεις που οργανώνουν τον 30 Βλ. για την έννοια του οργάνου και το χαρακτηρισµό των Τµηµάτων ως οργάνων διακεκριµένων από την Ολοµέλεια Α.Παπαλάµπρου, "Η νοµοθετική αρµοδιότητα των Τµηµάτων της Βουλής και ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, Σύµµεικτα προς τιµήν Φ.Βεγλερή, ІІ, Αθήνα 1988, σελ 516 επ 20
πολιτικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. 31 Πιο συγκεκριµένα ειδικές διαδικασίες ελέγχου της τυπικής συνταγµατικότητας είναι οι ακόλουθες 32 : -η ένσταση απαραδέκτου κατά τα άρθρα 73 παρ 2 Σ και 93 παρ 1 ΚτΒ (γνωµοδότηση του Ε.Σ. επί των νόµων περί συντάξεων ή αναγνωρίσεως υπηρεσίας δια της παροχής δικαιώµατος συντάξεως ) -η ένσταση απαραδέκτου κατά τα άρθρα 73 παρ 2 Σ και 93 παρ 1 ΚτΒ ( πρόταση νόµου, τροπολογία ή προσθήκη που προέρχεται από τη Βουλή εφόσον συνεπάγεται σε βάρος του ηµόσιου, των Ο.Τ.Α ή Ν.Π.. δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ή της περιουσίας τους, για να δοθεί µισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο πρόσωπο ) - η ένσταση απαραδέκτου κατά τα άρθρα 73 παρ 5 Σ και 93 παρ 1 ΚτΒ ( νοµοσχέδια µε τα οποία επιβάλλονται τοπικοί ή ειδικοί φόροι ή βάρη υπέρ οργανισµών η Ν.Π.. ή Ν.Π.Ι., πρέπει να προσυπογράφονται και από τους Υπουργούς Συντονισµού και Οικονοµικών ) - η ένσταση απαράδεκτου κατά τα άρθρα 74 παρ 1, 75 παρ 1-3 Σ και 93 παρ 1, 101 παρ 6 ΚτΒ ( πρόταση νόµου πρέπει να συνοδεύεται από την απαιτούµενη από το Σύνταγµα αιτιολογική έκθεση ή έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για νοµοσχέδια και προτάσεις νόµου που συνεπάγονται επιβάρυνση του προϋπολογισµού, ή έκθεση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών για νοµοσχέδια που συνεπάγονται δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ) - η ένσταση απαράδεκτου κατά τα άρθρα 74 παρ 2 Σ και 93 παρ 1 ΚτΒ (υποβολή της έκθεσης της αρµόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ή άπρακτη πάροδος της σχετικής προθεσµίας για την υποβολή της για να εισαχθεί σχέδιο νόµου ή πρόταση νόµου για συζήτηση ) - η ένσταση απαράδεκτου κατά το άρθρο 74 παρ 3 Σ ( τροπολογίες βουλευτών σε νοµοσχέδια και προτάσεις νόµων για τα οποία είναι αρµόδια η Ολοµέλεια ή τα Τµήµατα της Βουλής δεν εισάγονται για συζήτηση εάν δεν τηρηθεί η προθεσµία υποβολής ) - η ένσταση απαράδεκτου κατά τα άρθρα 74 παρ 4 Σ και 93 παρ 1 ΚτΒ (νοµοσχέδιο ή πρόταση νόµου που αποσκοπεί στην τροποποίηση διάταξης νόµου πρέπει να καταχωριστεί στην αιτιολογηµένη έκθεση ) - η ένσταση απαραδέκτου κατά τα άρθρα 74 παρ 5 Σ και 93 παρ 1, 101 παρ 7 ΚτΒ (απαγόρευση παρεµβολής άσχετων διατάξεων σε νοµοσχέδια ή προτάσεις νόµου και απαγόρευση άσχετων προσθηκών και τροπολογιών ) 33 31 Βλ..Κανελλοπούλου. Ν. Αθ, Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου, 1989 σελ 357 επ 32 Βλ. Παπαλάµπρου. Α, Το Σ 1988, σελ 25-27 33 Με την αναθεώρηση του 2001 τροποποιήθηκε η παρ 5 του άρθρου 74 του Σ. Με την ( αναθεωρηµένη )παρ 5 εισάγονται νέοι, αυστηρότεροι κανόνες για τον περιορισµό των άσχετων 21
Τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι µε την αναθεώρηση του 2001 καταργήθηκε η παρ 8 του άρθρου 76 Σ. Αυτή όριζε τα εξής : «Νοµοσχέδιο ή πρόταση νόµου που αποκρούστηκε από την Ολοµέλεια ή τα Τµήµατα της Βουλής δεν εισάγεται εκ νέου στην ίδια σύνοδο ούτε στο Τµήµα που λειτουργεί µετά τη λήξη της συνόδου». 2. Έλεγχος ουσιαστικής συνταγµατικότητας Στο άρθρο 100 του ΚτΒ καθιερώνεται ειδική διαδικασία ελέγχου της ουσιαστικής συνταγµατικότητας. Το πρόβληµα της αντισυνταγµατικότητας των σχεδίων και των προτάσεων νόµων, απασχολεί συχνά τη Βουλή κατά τη συζήτηση τους. Η ένσταση αντισυνταγµατικότητας του άρθρου 100 τίθεται στο στάδιο της κατ`αρχην συζήτησης. Εποµένως οι αντιρρήσεις που προβάλλονται δεν µπορούν να αφορούν παρά την αντισυνταγµατικότητα της αρχής του νόµου, δηλαδή την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα. ΤΜΗΜΑ ІІ : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ Εκτός από τις ειδικές διαδικασίες ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου, το δίκαιο επιτρέπει την άσκηση πολιτικού ελέγχου µέσα από τις διαδικασίες που προβλέπονται για την άσκηση της νοµοθετικής λειτουργίας. Ειδικότερα µέσα από τις διαδικασίες για την τροποποίηση ή απόρριψη του νόµου. 34 Κατά τη νοµοθετική διαδικασία στη Βουλή, µπορεί να τεθεί ζήτηµα συνταγµατικότητας κατ το στάδιο της επεξεργασίας του σχεδίου ή της πρότασης νόµου από την αρµόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, 35 κατά το διατάξεων που παρεµβάλλονται στα νοµοσχέδια µε ξαφνικές τροπολογίες-προσθήκες οι οποίες δεν έχουν συνάφεια µε το κύριο αντικείµενο του συζητουµένου νοµοσχεδίου. Βλ. ενδεικτ. Μουριάς. Κ, Συνταγµατικό ίκαιο, 2004, σελ 680-681 34 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, 1985 σελ 14 επ 35 άρθρα 68, 74 Σ Και 89-92 ΚτΒ 22
στάδιο της συζήτησης του. 36 Σε περίπτωση που ο νόµος κριθεί αντισυνταγµατικός η αρµόδια επιτροπή προτείνει την απόρριψη η τροποποίηση του σχεδίου η της πρότασης νόµου, ή κατατίθενται τροπολογίες και προσθήκες, ή αποσύρεται το νοµοσχέδιο από την κυβέρνηση ή η πρόταση από της βουλευτές που την κατέθεσαν, ή τέλος καταψηφίζεται το νοµοσχέδιο ή πρόταση νόµου. ΤΜΗΜΑ ІІІ : ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ Ζητήµατα αντισυνταγµατικότητας Άρθρο 100 1. Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή µέλος της κυβέρνησης µπορεί να ζητήσει, στο στάδιο της κατ`αρχην συζήτησης, να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά µε συγκεκριµένες αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγµατικότητα σχεδίου ή πρότασης νόµου. 2. Στη συζήτηση της πρότασης της προηγούµενης παραγράφου µετέχουν ένας απ`αυτους που τη διατύπωσαν, ένας από τους αντιλέγοντας, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Οµάδων και οι αρµόδιοι Υπουργοί, καθένας για πέντε λεπτά της ώρας. Η σχετική απόφαση λαµβάνεται αποκλειστικά µε ανάταση ή έγερση. 1.Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του άρθρου 100 ΚτΒ α ) χρόνος προβολής της ένστασης Στην κατ`αρχην συζήτηση, κάθε µέλος της Βουλής ή της Κυβέρνησης, έχει το δικαίωµα να ζητήσει να αποφανθεί η Βουλή σχετικά µε την αντισυνταγµατικότητα σχεδίου ή πρότασης νόµου ( 1, αρ. 100 ). 37 Οι αντιρρήσεις που προβάλλονται δεν έχουν 36 άρθρα 60 παρ1 Σ και 62, 64-66, 95-1003, 106-107 ΚτΒ 37 Βλ. Κρητικός. Π, Κανονισµός της Βουλής, 1990, σελ 220 23
επιπτώσεις στην πορεία του σχεδίου, παρά µόνο αν προβληθούν κατά τη διάρκεια της κατ`αρχην συζήτησης. Σε περίπτωση µεταγενέστερης προβολής του αιτήµατος δεν χωρεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 100. Η επιλεγείσα ρύθµιση στο συγκεκριµένο άρθρο γίνεται κατανοητή µε δεδοµένη την ανάγκη αποτελεσµατικότητας και ταχύτητας του κοινοβουλευτικού έργου. 38 β ) πρόσωπα που νοµιµοποιούνται να προβάλλουν την ένσταση Το δικαίωµα προβολής αντιρρήσεων έχει κάθε βουλευτής, ο Πρόεδρος της Βουλής ή µέλος της Κυβέρνησης. 39 Ο Κανονισµός της Βουλής του 1975 στο άρθρο 80 παρ 2 εδ 1 όριζε ως εξής : «Συζητούµενης της αρχής σχεδίου ή προτάσεως νόµου, ο Πρόεδρος της Βουλής ή πας βουλευτής δύναται να προβάλλει ότι ταύτα αντίκεινται προς το Σύνταγµα». Ωστόσο ο ΚτΒ τροποποιήθηκε, και από τη διατύπωση του άρθρου 100 ΚτΒ του 1987 συνάγεται ότι µέλος της κυβέρνησης, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του βουλευτή, µπορεί να προβάλλει την ένσταση της αντισυνταγµατικότητας. γ ) περιεχόµενο των αντιρρήσεων Ο Πρόεδρος της Βουλής ή βουλευτής ή µέλος της Κυβέρνησης που προβάλλει ένσταση αντισυνταγµατικότητας πρέπει να αιτιολογήσει επαρκώς τους ισχυρισµούς του, επικαλούµενος συγκεκριµένες διατάξεις του Συντάγµατος, οι οποίες, κατά την άποψη του, παραβιάζονται από το συγκεκριµένο νόµο ή την πρόταση νόµου ή από επιµέρους διατάξεις τους. 40 Η αντισυνταγµατικότητα προβάλλεται συχνά είτε διότι πράγµατι πρόταση νόµου ή σχέδιο νόµου δεν εναρµονίζονται απόλυτα µε διάταξη του Συντάγµατος, είτε για λόγους πολιτικής σκοπιµότητας, είτε, ακόµη, και για λόγους ευαισθησίας προς τον θεµελιώδη νόµο 38 Βλ. Τασόπουλος. Γ, Το άρθρο 100 ΚτΒ, Κοινωνική Επιθεώρηση 7-8, 1991 σελ 47 επ 39 Βλ. Νικολόπουλος. Η, Ο θεσµός του Προέδρου της Βουλής, 1987, σελ 35 επ 40 Βλ. Κρητικός. Π, Κανονισµός της Βουλής, 1990, σελ 220 24
της πολιτείας. Οι αντιρρήσεις εξάλλου αφορούν µόνο την ουσιαστική συνταγµατικότητα. δ ) διαδικασία συζήτησης των αντιρρήσεων στη Βουλή Η ένσταση της αντισυνταγµατικότητας προκαλεί αµέσως συζήτηση στη Βουλή, η οποία περιορίζεται σε πεντάλεπτες αγορεύσεις ανάµεσα σε εκείνον που προβάλλει την αντισυνταγµατικότητα, σε έναν αντιλέγοντας στην ένσταση, στους αρµόδιους Υπουργούς και στους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Οµάδων, χωρίς δικαίωµα δευτερολογίας. 41 Σκοπός της συγκεκριµένης ρύθµισης είναι να αποτρέψει ατέρµονες συζητήσεις σχετικά µε τη συνταγµατικότητα των νόµων. ε ) η απόφαση της Βουλής µετά τον έλεγχο του άρθρου 100 του ΚτΒ Η Βουλή, µετά το πέρας της συζητήσεως για την αντισυνταγµατικότητα σχεδίου νόµου ή πρότασης νόµου, αποφαίνεται για την αποδοχή ή όχι της ένστασης, µε ανάταση ή έγερση. Η αποκλειστεί διεξαγωγή της ψηφοφορίας µε ανάταση ή έγερση, στοχεύει στο να παίρνεται γρήγορα η απόφαση. 42 Εάν η Βουλή απορρίψει τις αντιρρήσεις για τη συνταγµατικότητα νοµοσχεδίου ή πρότασης νόµου, τότε ολοκληρώνει την κατ`αρχην συζήτηση και προχωρεί στη συζήτηση κατ`αρθρο. 43 Αντίθετα αν η Βουλή κρίνει βάσιµες τις αντιρρήσεις για τη συνταγµατικότητα, απορρίπτει το νοµοσχέδιο ή την πρόταση νόµου. 41 Βλ. Κρητικός. Π, ΚτΒ, 1990 σελ 220 42 Βλ, Κρητικός. Π, ΚτΒ, 1990 σελ 219 43 άρθρο 101 ΚτΒ 25
ΤΜΗΜΑ ІV : Σχέση προληπτικού ελέγχου συνταγµατικότητας των νόµων από το Κοινοβούλιο και κατασταλτικού από τα δικαστήρια Από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ 3, 93 παρ 4, 87 παρ 2 και 100 Σ 44 αλλά και από διάφορα πολιτικά γεγονότα 45 προκύπτει ότι κατ`εξοχήν αρµόδια για την επίλυση ζητηµάτων συνταγµατικότητας είναι τα δικαστήρια, κυρίως λόγω της πολιτικής τους ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Σε αυτά εναπόκειται το καθήκον να κρίνουν κατά πόσο τυπικός νόµος είναι σύµφωνος µε το Σύνταγµα ή το παραβιάζει. Είναι λοιπόν σαφές ότι η απόφαση της Βουλής που αφορά στη συνταγµατικότητα νόµου, δεν αίρει οριστικά τη συνταγµατική αµφισβήτηση, ούτε φυσικά δεσµεύει τους εφαρµοστές του δικαίου ( τα δικαστήρια και τη διοίκηση ). 46 Ωστόσο σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ συνταγµατικής ερµηνείας που υιοθετεί η Βουλή και ερµηνείας των δικαστηρίων, υπερέχει η άποψη των δεύτερων, έτσι ώστε τα δικαστήρια να έχουν τον τελευταίο λόγο, µεταξύ των κρατικών οργάνων, ως προς την ερµηνεία του Συντάγµατος. εν πρέπει πάντως να λησµονείται ότι ο νοµοθέτης ( περισσότερο από το δικαστή ) είναι αυτός που µπορεί να δίνει ουσιαστικό περιεχόµενο σε πολλές βασικές συνταγµατικές διατάξεις. 47 44 Βλ. Μαυριάς. Κ, Συνταγµατικό ίκαιο, 2004, σελ 291 επ 45 Χαρακτηριστικό δείγµα είναι η αίσθηση της αντισυνταγµατικότητας που γεννήθηκε στην κοινή γνώµη από το θέµα της " ψήφου Αλευρά ". Η κρίση προήλθε ακριβώς από το γεγονός ότι δικαστική επίλυση της διαφοράς δεν ήταν στην περίπτωση αυτή δυνατή. Βλ. για την " ψήφο Αλευρά ", ίκαιο και πολιτική, τεύχος 10, 1985, Το χρονικό της συνταγµατικοπολιτικης έντασης, σελ 7-108 46 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος, 1985, σελ 12 47 Βλ. Σταθόπουλος. Μ, Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων, ΝοΒ 1989, τεύχος 1, σελ 31 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ : Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Η δυνατότητα του αρχηγού του κράτους να ελέγχει τη συνταγµατικότητα του νόµου δεν αναφέρεται ρητά στο Σύνταγµα ή σε κάποιον άλλο κανόνα δικαίου. 48 Ωστόσο στην ελληνική θεωρία γίνεται δεκτό πως η δυνατότητα αυτή εµπεριέχεται στην αρµοδιότητα του αρχηγού του κράτους να εκδίδει τους νόµους που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο. 49 Η µόνη αµφισβήτηση που υπάρχει σήµερα στη θεωρία ως προς τον έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου από τον αρχηγό του κράτους αφορά την έκταση του ελέγχου και όχι τον έλεγχο ως προς την αρχή του. Εδώ αξίζει να σηµειωθεί η πρακτική που ακολουθήθηκε από τους εκάστοτε Προέδρους της ηµοκρατίας. Ουδείς αρνήθηκε να εκδώσει νόµο, ενώ απέφυγαν να καταφύγουν στο µέσο που τους παρέχει το άρθρο 50 42 Σ. Αντίθετα στη Βουλή προβάλλονται όχι σπάνια ενστάσεις αντισυνταγµατικότητας κατά νοµοσχεδίων, ΤΜΗΜΑ Ι : Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ Το άρθρο 42 του Σ ρυθµίζει την άσκηση του ελέγχου της συνταγµατικότητας των νοµών από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, και το άρθρο 114 του ΚτΒ εξειδικεύει το παραπάνω άρθρο. Το άρθρο 42 του Σ έχει ως εξής : 48 Η δυνατότητα αυτή προβλεπόταν ρητά στο κείµενο της " Πρότασης αναθεώρησης διατάξεων του Σ" της 9 ης Μαρτίου 1985 που κατέθεσαν στη Βουλή των Ελλήνων 161 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Με το κείµενο αυτό προτείνονταν η τροποποίηση του άρθρου 42 του Σ του 1975 ως εξής : «Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας εκδίδει και δηµοσιεύει τους υπό της Βουλής ψηφισθέντος νόµους εντός µηνός από τις ψηφίσεως αυτών. Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας δύναται, εντός της ίδιας προθεσµίας, να αναπέµψει στη Βουλή ψηφισθέν από αυτήν νοµοσχέδιο, µόνο δια σοβαράν παραβίαση των συνταγµατικών διαδικασιών της νοµοθετικής λειτουργίας, Εις το έγγραφο της αναποµπής ο Πτ εκθέτει τους λόγους αυτής» ( βλ Α.Πεπονής, Η συνταγµατική αναθεώρηση του 1986, Τεκµήρια Συνταγµατικού ικαίου, 1986, σελ 23 )) 49 Βλ. Σπυρόπουλος. Φ, Ε 1981, σελ 218 επ 50 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος, σελ 13 επ 27
«1. Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας εκδίδει και δηµοσιεύει τους νόµους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή µέσα σε ένα µήνα από την ψήφιση τους. Μέσα στην προθεσµία που προβλέπεται στο προηγούµενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας µπορεί να αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτήν, εκθέτοντας και τους λόγους της αναποµπής. 1. Πρόταση νόµου ή νοµοσχέδιο που έχει αναπεµφθεί από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας στη Βουλή εισάγεται στην Ολοµέλεια της και, αν επιψηφισθεί και πάλι µε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ 2, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας το εκδίδει και το δηµοσιεύει µέσα σε δέκα µέρες από την επιψήφιση του». Αντίστοιχα το άρθρο 114 του ΚτΒ έχει ως εξής : «1. Τα σχέδια και οι προτάσεις νόµων που έχουν ψηφιστεί και αναπέµπονται στη Βουλή, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 42 Σ, καθώς και το σχετικό έγγραφο του Πτ για την αναποµπή διανέµονται στους βουλευτές µέσα σε τρεις µέρες από την παραλαβή τους. 2. Τα σχέδια ή οι προτάσεις νόµων που αναπέµπονται εγγράφονται απευθείας και κατά προτεραιότητα στην ηµερήσια διάταξη της Ολοµέλειας της Βουλής και συζητούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ 2 Σ. 2. Η επιψήφιση γίνεται µε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών». 1.Άσκηση του ελέγχου Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου εκφράζεται µε την έκδοση, ή µε την άρνηση έκδοσης και ειδικότερα µε την αναποµπή. Εποµένως ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου συνιστά αρµοδιότητα του Πτ και ως τέτοια είναι υποχρεωτική Μόνο που η αρµοδιότητα αυτή παρέχει στον αρχηγό του κράτους, ευρεία περιθώρια εκτίµησης. Αποτελεί δηλαδή, " διακριτική ευχέρεια " και όχι " δέσµια αρµοδιότητα ". Η αρµοδιότητα του αυτή υπόκειται σε χρονικούς περιορισµούς. 51 Στο πλαίσιο λοιπόν της τακτικής νοµοθετικής λειτουργίας ο Πτ εκδίδει και δηµοσιεύει όσους νόµους ψήφισε η Βουλή εντός προθεσµίας ενός µηνός από την ψήφιση τους. Το Σ αναθέτει, επίσης, στον Πρόεδρο το δικαίωµα να επεµβαίνει απαγορευτικά στο έργο της Βουλής, αντιτάσσοντας veto 51 Βλ. Βενιζέλος. Ευ, Οι χρονικοί περιορισµοί στο συνταγµατικό δίκαιο, 1981, σελ 982 28
στις αποφάσεις της. Αυτή η κηδεµόνευση της λαϊκής αντιπροσωπείας από τον Πτ εκφράζεται µε το δικαίωµα αναποµπής. 52 Σύµφωνα λοιπόν µε το άρθρο 42 Σ ο Πτ δύναται εντός ενός µηνός να αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο εκθέτοντας τους λόγους, για τους οποίους αρνείται να το κυρώσει. Αν παρέλθει αυτή η προθεσµία δεν µπορεί ο Πρόεδρος να ασκήσει το veto, αλλά υποχρεούται να εκδώσει και να δηµοσιεύσει το νοµοσχέδιο, ώστε να καταστεί νόµος του κράτους. Η αναποµπή ενός νοµοσχεδίου ως αντισυνταγµατικού, θέτει τη Βουλή προ των συνταγµατικών ευθυνών της και προκαλεί συζήτηση στην Ολοµέλεια του νοµοθετικού σώµατος. Εφόσον η Βουλή δεν συνταχθεί µε την άποψη του Πτ και επιµείνει στην αρχική της απόφαση µε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών και επιπλέον κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 76 παρ 2 του Σ, τότε η νέα αυτή απόφαση είναι υποχρεωτική για τον Πτ. 53 Θα µπορούσε εποµένως να ειπωθεί ότι η εξουσία αυτή του Προέδρου έχει σε τελική ανάλυση αναβλητικά µόνο αποτελέσµατα. 54 Τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι η αναποµπή ανήκει στις αυτόνοµες αρµοδιότητες του Προέδρου της ηµοκρατίας, ανήκει δηλαδή στις εξαιρέσεις του άρθρου 35 παρ 2 και δεν χρειάζεται εποµένως προσυπογραφή ( άρθρο 36 παρ 2 εδ. δ Σ ). 2.Η απόφαση του Προέδρου της ηµοκρατίας Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου από τον αρχηγό του κράτους, εκφράζεται µε δυο τρόπους. Στην περίπτωση που ο αρχηγός του κράτους κρίνει τον νόµο αντισυνταγµατικό µπορεί να αρνηθεί την έκδοση. µπορεί µάλιστα να αναπέµψει τον νόµο στο Κοινοβούλιο. Στην περίπτωση αυτή το ζήτηµα της συνταγµατικότητας τίθεται ρητά. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν, δηλαδή, ο αρχηγός του κράτους προχωρεί κανονικά στην έκδοση του νόµου, από το " τεκµήριο της συνταγµατικότητας του νόµου " συνάγεται µια άλλη µορφή ελέγχου : ο σιωπηρός ή λανθάνων έλεγχος που τεκµαίρεται ότι έλαβε χώρα από το γεγονός της έκδοσης του νόµου. Μερική αναποµπή ή µερική έκδοση του νόµου δεν είναι δυνατή, αφού δεν υπάρχει σχετική ρητή συνταγµατική διάταξη που να το προβλέπει. Η αναγνώριση στον αρχηγό του κράτους 52 Βλ..Μάνεσης Α, Η νοµικοπολιτική θέση του Πτ κατά κυβερνητικό σχέδιο Συντάγµατος, ΝοΒ 1975, σελ 449 επ 53 Βλ. Σκουρής-Βενιζέλος, σελ 11 επ 54 Βλ.. ηµητρόπουλος. Α, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ 386 29
τέτοιας δυνατότητας µερικής παρέµβασης στο νόµο συνεπάγεται λογικά τη διεύρυνση της εξουσίας ελέγχου που έχει έναντι του νοµοθέτη. 55 Το άρθρο 42 παρ 1 Σ ορίζει ότι : «Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας µπορεί να αναπέµψει στη Βουλή νοµοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναποµπής». Η υποχρέωση αυτή του αρχηγού του κράτους να αιτιολογεί την πράξη της αναποµπής αποτελεί εγγύηση υπέρ της Βουλής, στο µέτρο που περιορίζει σηµαντικά τη δυνατότητα καταχρηστικής άσκησης της αναποµπής. Η Βουλή δεν είναι υποχρεωµένη να περιοριστεί στην εξέταση των λόγων που εξέθεσε ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας αλλά µπορεί να επεκταθεί και σε άλλα ζητήµατα. Θα πρέπει όµως, παράλληλα, να γίνει δεκτό πως η Βουλή δεν µπορεί να µην εξετάσει καθόλου τους λόγους αντισυνταγµατικότητας που εξέθεσε ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας. Κάτι τέτοιο θα αφαιρούσε από την αναποµπή τον χαρακτήρα της ως µέσο ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας και θα την µετέτρεπε σε µια γενική επανάληψη της νοµοθετικής διαδικασίας. ΤΜΗΜΑ ІІ : ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου σηµαίνει την αξιολογική αντιπαράθεση του νόµου και των ιεραρχικά υπερκείµενων κανόνων δικαίου που ανήκουν στο " σώµα συνταγµατικότητας ". Η αξιολογική αυτή αντιπαράθεση σηµαίνει τη διακρίβωση της ύπαρξης ή µη, µεταξύ του νόµου και των υπερκείµενων κανόνων δικαίου, της απαιτούµενης " σχέσης συνταγµατικότητας ". Η αναζήτηση, για ένα όργανο επιφορτισµένο µε τον έλεγχο της συνταγµατικότητας του νόµου, του περιεχοµένου του ελέγχου που δύναται να ασκήσει κατά το Σύνταγµα συνεπάγεται τη µέτρηση των δυο συνιστωσών της έννοιας της συνταγµατικότητας, δηλαδή, αφ`ενός, των κανόνων που αποτελούν για το όργανο αυτό το " σώµα της συνταγµατικότητας " και αφ`ετέρου,της έκτασης της " σχέσης συνταγµατικότητας " που καλείται να εξετάσει. 55 Βλ. Κανελλοπούλου. Ν. Αθ, σελ 508 επ 30
1.Τα ελαττώµατα αντισυνταγµατικότητας του νόµου Το δικαίωµα ελέγχου της συνταγµατικότητας του νόµου από τον αρχηγό του κράτους γίνεται δεκτό κατ`αρχήν. Εκείνο που αµφισβητείται είναι, ποιων κανόνων ο αρχηγός του κράτους δύναται να ελέγξει την τήρηση, ποιο είναι, δηλαδή, εν προκειµένω το " σώµα συνταγµατικότητας ". Ορθό είναι να δεχτούµε ότι ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας ελέγχει και τις δυο µορφές συνταγµατικότητας. Ενώ όµως η αναποµπή για λόγους τυπικής συνταγµατικότητας έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και συνδέεται µε την ευθύνη του Πτ ως αρµόδιου για τον έλεγχο της οργάνου, η αναποµπή για λόγους ουσιαστικής συνταγµατικότητας έχει χαρακτήρα δυνητικό. Ο Πρόεδρος δεν είναι το εντεταλµένο και κατ`εξοχήν αρµόδιο όργανο για τον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγµατικότητας, την οποία αναθέτει ο συντακτικός νοµοθέτης στα δικαστήρια. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι δεν πρέπει όπως άλλωστε και κάθε Έλληνας πολίτης να υπερασπίζεται και να διαφυλάττει το Σύνταγµα όπως άλλωστε ορκίζεται κατά άρθρο 33 παρ 2 Σ. 56 Ελέγχονται εποµένως τόσο οι τυπικές όσο και οι ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγµατος. Ως προς τις τυπικές διατάξεις ελέγχεται τόσο η «εσωτερική» συνταγµατικότητα όσο και η «εξωτερική» 57 2.Η έκταση της αντισυνταγµατικότητας Αµφισβητείται ακόµα, ποια πρέπει είναι η έκταση της αντισυνταγµατικότητας για να µπορεί, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας, να αναπέµπει ή να αρνηθεί να εκδώσει τον νόµο. Μεγάλο µέρος της γερµανικής θεωρίας εξέφρασε την άποψη πως ο ουσιαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου από τον αρχηγό του κράτους θα πρέπει να περιοριστεί στις περιπτώσεις «προφανούς» αντισυνταγµατικότητας ή στις περιπτώσεις «σοβαρής», «καθαρής», «σαφούς» αντισυνταγµατικότητας. 58 Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας θα πρέπει λοιπόν να είναι επιφυλακτικός ως προς το αποτέλεσµα του ελέγχου, γιατί έχει την εξουσία να αναχαιτίσει οριστικά ή προσωρινά το έργο του νοµοθέτη. 59 Ο αρχηγός του κράτους θα πρέπει εποµένως, να προβαίνει σε 56 Βλ.. ηµητρόπουλος. Α, Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ 387 57 Βλ..Μάνεσης. Α, Η νοµικοπολιτική σηµασία της συνταγµατικής αναθεώρησης του 1986, σελ 46 επ 58 Βλ. Ε.Friesenhahn, Zum Prufungsrecth des Byndespräsidenten, σελ 690 επ 59 Τούτο σηµαίνει ότι ο πρόεδρος της ηµοκρατίας µπορεί να µαταιώνει την εκτέλεση του πολιτικού προγράµµατος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που ανέδειξε ο Λαός στις εκλογές 31
στάθµιση ορισµένων παραγόντων, που λειτουργούν συσταλτικά για να κρίνει την αντισυνταγµατικότητα ενός νόµου. 60 Αρχικά πρέπει να εξετάσει τον χαρακτήρα της συνταγµατικής διάταξης που παραβιάζεται, αλλά και τον χαρακτήρα του κρινόµενου νόµου. Ενδιαφέρει αν ο νόµος ρυθµίζει τεχνικά θέµατα ή θέµατα που έχουν ευρύτερο πολιτικό αντίκτυπο, αν π.χ. επιφέρει σηµαντικές µεταρρυθµίσεις, αν παράγει άµεσα και µη αναστρέψιµα αποτελέσµατα κ.τ.λ. Πρέπει, επίσης, να λαµβάνεται υπόψη η κοινή γνώµη που έχει διαµορφωθεί, ως προς την αντισυνταγµατικότητα του νόµου, Κριτήριο είναι εδώ η έγερση ζητήµατος αντισυνταγµατικότητας στη Βουλή κατά τη νοµοθετική διαδικασία, η στάση του πολιτικού κόσµου, οι απόψεις συνταγµατολόγων κ.α. Τέλος, ενδιαφέρει η ευχέρεια διάγνωσης της αντισυνταγµατικότητας από τον Πτ. Βλ. Μάνεσης Α, Η νοµικοπολιτική θέση του Προέδρου της ηµοκρατίας κατά κυβερνητικό σχέδιο Συντάγµατος, ΝοΒ 1975, Σελ 458 επ 60 Βλ. Κανελλοπούλου Ν. Αθ, σελ 541 επ 32
ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Από τη µελέτη που προηγήθηκε προκύπτει, ότι ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων από τα νοµοθετικά όργανα είναι έλεγχος «αυτόµατος», στοιχείο «σταθερό».αυτό σηµαίνει ότι κατά τη διαδικασία ψήφισης και έκδοσης του νόµου, εµπεριέχεται πάντα και έλεγχος της συνταγµατικότητας, είτε ρητά, είτε υπό λανθάνουσα µορφή. Σκοπός του προληπτικού ελέγχου είναι η σύννοµη πραγµάτωση της πολιτείας, µε τον εµπλουτισµό του νοµοθετικού έργου µε επιχειρήµατα συνταγµατικής θεµελίωσης. Αντίθετα ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας είναι «ενδεχόµενος» και επιδιώκει τη µη εφαρµογή αντισυνταγµατικών κανόνων δικαίου. Στο επίπεδο της πρακτικής, πρέπει να σηµειωθεί, ότι το όλο θέµα του ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων συρρικνώνεται στο χώρο της δικαστικής λειτουργίας, παραβλέποντας το γεγονός ότι στη λογική του κράτους δικαίου, η πρόσβαση στα δικαστήρια αποτελεί την εξαίρεση. Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγµατικότητας, θα µπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί, ότι δεν έχει τελεσφορήσει, καθώς δεν χαρακτηρίζεται ούτε για την συχνότητα ούτε για την αποτελεσµατικότητα του. Ειδικότερα σε ότι αφορά τον θεσµό της αναποµπής, η πρακτική τόσων χρόνων από τη θέσπιση του, αποδεικνύει τη µη εφαρµογή του από τους εκάστοτε Πτ. Στη Βουλή αντιθέτως προβάλλονται συχνά ενστάσεις αντισυνταγµατικότητας, οι οποίες όµως συνήθως απορρίπτονται καθώς η κοινοβουλευτική ( και κυβερνητική ) πλειοψηφία δεν επιθυµεί να εκθέσει την Κυβέρνηση που εισηγείται το επίµαχο νοµοσχέδιο. Ωστόσο, αξίζει να προσθέσουµε, ότι η υπεροχή των δικαστηρίων έναντι των νοµοθετικών οργάνων σε σχέση µε τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων συνιστά µείωση της εµπιστοσύνης προς τη νοµοθετική εξουσία και συνακόλουθα µείωση της πίστης προς τη ηµοκρατία. Άλλωστε προστάτης και εκφραστής του Συντάγµατος και του πνεύµατος του, µπορεί να είναι κατ`εξοχήν ο νοµοθέτης και δευτερευόντως ο δικαστής. 33