Βασίλης Νικολόπουλος. Η τάξη. Publibook



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Παραπλανημένος άνθρωπος

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόμουν να φύγω για το σχολείο, ο ταχυδρόμος έφερε

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ειρήνη Τσιτυρίδου, «Οι ξένες γλώσσες για τους μεγάλους»

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;


9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

KATΩ AΠO TH ΓH... Δηλαδή πόσο κάτω; Και πιο κάτω. Εκεί που οι ρίζες των δέντρων δε φτάνουν... Ααααα! Τόσο μόνο; Εκεί που το φως του ήλιου και της

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Κάρολου Ντίκενς. Διασκευή - Διάλογοι: Αμάντα Ηλιοπούλου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΦΙΟΝΤΟΡΙΚΟ: Ήρθαμε τόσο μακριά γιατί εδώ έχει δουλειά. (αναστενάζουν, με βαριά καρδιά).

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

T: Έλενα Περικλέους

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Η δικη μου μαργαριτα 1

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Transcript:

Βασίλης Νικολόπουλος Η τάξη Publibook

http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0115521.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2010

A

Ο Γιάννης Είναι βράδυ. Ερημιά. Ο δρόμος γωνιακός. Η γυάλινη βιτρίνα τίγκα στο κόσμημα. Μπάζα γερή. Αλλά ποιος έχει τα κότσια; Ρολά, κλειδαριές, τρίαινες, συναγερμοί, λέιζερ. Μια λάθος κίνηση και είσαι πιασμένος στη φάκα. Και το όργανο να τρίβει τα χέρια. Έπαινοι, προαγωγή, αύξηση, ένα καινούργιο αμαξάκι, ένα καλύτερο σπίτι κι όλα ξεκούραστα... Ας όψεται η τεχνολογία. «Κ... επιστήμη», σιγοψιθύρισε ο Γιάννης κι έξυσε δυνατά το κεφάλι του. Στεκόταν σκεπτικός μπροστά στη βιτρίνα. Ψηλός, μελαχρινός, μονίμως άφραγκος, αλλά όχι κακοντυμένος, έμοιαζε περισσότερο με γαμπρό που ανησυχεί για το δαχτυλίδι του γάμου παρά με επίδοξο κλέφτη. Κι όλο κοίταζε... Βραχιόλια, χρυσά, ασημένια, δαχτυλίδια μονόπετρα, αλυσίδες ψιλές κι άλλες χοντρές ίσα με δυο δάχτυλα πάχος. Χοντρές σαν αυτή που ανεβοκατέβαινε στον λαιμό του αφεντικού κάθε φορά που τους έβριζε. Μέγα γκαράζ ο Μήτσαρος». Έξι μήνες έφαγε εκεί μέσα. Τα χέρια του κολλάνε ακόμη από τη μουντζούρα κι από μισθό, τρεις κι εξήντα. Μέχρι που έφυγε. Ή μάλλον τον διώξανε. Θα πείτε πώς; Ε, να, σαχλαμάριζε, κουβέντες του αέρα δηλαδή, για να γίνεται χαβαλές (πάντα του τέτοιος ήτανε). Μπρος στο αφεντικό όλο γλύκες και τσιριμόνιες «μάλιστα, κυρ Μήτσο, έγινε κυρ Μήτσο, ό,τι πεις κυρ Μήτσο και πετάει ο γάιδαρος, πετάει κυρ Μήτσο», μα μόλις έκανε να γυρίσει τις πλάτες του, αυτός να σου τα «αϊ στο διάολο, γέρο-ντεπόζιτο» και «ου να μου χαθείς, μάστρο-βαρέλα». Κι όλο γέλια με τους άλλους. 9

Μέχρι που τον καρφώσανε... Ένας καθίκης. Του πείραξε λέει την γκόμενα. Σιγά τη φρεγάτα... Χώρια που τον κοίταζε σαν λυσσασμένη... Τέλος πάντων, τον καλεί το αφεντικό. «Κυρ Τζόνι, μάζεψ τα. Το στοματάκι σου ρολάρει πολύ, ρύθμισέ το και ξανά λα», του πέταξε κατάμουτρα κι η αλυσίδα τσίτωσε για να σπάσει. Πάγωσε. «Μα...»... «Δεν έχει μα... Μάζεψ τα», τον έκοψε νευρικά και του έδειξε την πόρτα. Φούντωσε. «Ρε αϊ στο διάολο, χοντρομ...», τον έβρισε και του πέταξε το στουπί στα μούτρα. Σηκώθηκε κι έφυγε. Πάνε έξι μήνες τώρα... Τον άλλο, όμως, τον έδειρε... Όχι θα τον άφηνε. Κι ήταν κι η γκόμενα μπροστά. Το θυμήθηκε και γέλασε. Αχνά... Για να ξανασοβαρέψει σχεδόν αμέσως. Γιατί έξι μήνες είναι αυτοί! Έξι μήνες άφραγκος, χωρίς δουλειά, να γυρνάει από τα χαράματα με ένα μάτσο εφημερίδες παραμάσχαλα, να χτυπάει πόρτες, να παρακαλά και να εισπράττει μόνο φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και δικαιολογίες. Αα ναι, αν ποτέ του γινόταν αφεντικό, θα χε ένα μάτσο από τέτοιες. «Α όχι είστε πολύ μικρός», «μμμ, δυστυχώς, δεν είστε της ειδικότητάς μας», «κρίμα, μόλις προσλάβαμε άλλον», «αγγλικά ξέρετε; Υπολογιστές;», «με προϋπηρεσία γκαράζ; μα εμείς έχουμε μπουτίκ, αγαπητέ μου». Ρε αϊ στο διάολο που ό,τι έχει αυτός δεν το θέλουν οι άλλοι κι ό,τι θέλουν οι άλλοι δεν το έχει αυτός. «Κ... κοινωνία», σφύριξε μέσα από τα δόντια του κι έφτυσε αηδιασμένος χάμω. Κι έπειτα τα μεσημέρια άλλο μαρτύριο. Να γυρνάς κατάκοπος με τα πόδια μολύβι από το τρεχαλητό, το μυαλό μουδιασμένο από την απελπισία κι εκείνη (η μάνα του) να ρωτάει «βρήκες;», για να της γυρίζει ένα «τίποτα» κι αυτό μισό. Πνιγμένο στον κόμπο που δένει στον λαιμό του το βλέμμα της. 10

Κι εκείνη η μάνα του... Μόνο πίκρα. Να τον κοιτάζει βουβά για μια στιγμή κι ύστερα αθόρυβα να επιστρέφει στην αιώνια κουζίνα της. Τουλάχιστον να τον έβριζε, να τον κατηγορούσε, θα ξέσπαγε, θα της αντιμιλούσε κι εκείνος θα ξαλάφρωνε. Μα αυτή, σιωπή. Σιωπή και πίκρα. Αλλά έτσι ήταν πάντα της. Ποτέ της δεν τον κατσάδιασε. Από μικρός που δεν άφηνε κανέναν στην ησυχία του, δάσκαλους, παιδιά, γειτόνους, αλλά κι αργότερα που το χε όλο αποβολή και κοπάνα κι όλο καβγάδες έστηνε στη γειτονιά, ποτέ της δεν του αγριομίλησε. Μόνο τον κοίταζε παραπονεμένα, σκοτεινά... Ο συχωρεμένος ο γέρος τού φώναζε «μίλα του... θα τον χαλάσεις» κι όπου τον στρίμωχνε, τον τάραζε «ρε τσόγλανε... να μάθεις τρόπους... να γίνεις άνθρωπος» και δώσ του να τραβάει τα αυτιά του με εκείνα τα χέρια σαν τανάλιες, μέχρι που φούντωναν ολόκληρα και καίγανε σαν από πυρωμένο σίδερο. Μα εκείνος πού μυαλό... Όποτε έβρισκε ευκαιρία, ξεγλίστραγε με κανένα ψιλό στην τσέπη κι άντε πάλι από την αρχή. Καβγάδες, αλητείες κι ο γέρος να περιμένει σπίτι για τον λογαριασμό... Α ρε ο γέρος του... Θύμα της βιοπάλης επίσης. Είκοσι χρόνια νοικοκύρης, μανάβης, με όνομα και κούτελο μέσα στην πιάτσα να καταλήξει άνεργος, να ζητιανεύει το μεροκάματο. Πόσο να άντεχε; Από τη μια η στενοχώρια, ο πληγωμένος του εγωισμός, από την άλλη η κούραση, λύγισε. Κι ήταν ένας γίγαντας... Ψήλος, πλάτες φαρδιές, χέρια κουπιά, όπου σε έπιανε, σε γονάτιζε. Στην πιάτσα όλοι τον σέβονταν. Άνθρωπος με αρχές, όχι παίξε γέλασε. Γι αυτό κι η ανεργία τού κόστισε... Πώς να το κάνουμε, βαρύ πράγμα, ασήκωτο. Να σκύβεις, να παρακαλάς, να κάνεις τα γλυκά μάτια, σε ανθρώπους που σε ακούγανε, να υπακούς και να λουφάζεις... Πώς να το κάνουμε... Βαρύ πράγμα. Κι ήταν άνθρωπος περήφανος. Πόσο να αντέξει; Τσάκισε. 11

Κι έτσι απέμειναν οι τρεις τους. Η μάνα του με τη σιωπή της και τη σύνταξη χηρείας, ο Γιάννης με την προϋπηρεσία γκαράζ και την ανεργία κι ο αδελφός του, ο Βασίλης, με τις φωνές του και τα ιδιαίτερα. Ευτυχώς τουλάχιστον εκείνος φώναζε! Κάθε που γύρναγε από την περιοδεία του, είχε μαθητές απ άκρο σ άκρο στην πόλη, μα μεσημέρι θα ήταν, μα απόγευμα, θα το στήνανε το ματσάκι τους. «Πώς πάει, κύριε δουλευταρά;», θα άρχιζε ο αδερφός του. «Το έφερες το μεροκάματο;»... «Κοίτα», θα τον έκοβε αυστηρά ο δικός μας, «έχω την κούρασή μου, έχω και σένα; Άντε τώρα... Ήρθε ο κύριος καθηγητής να μας κάνει μάθημα, κατάλαβες;». «Ααα, συγνώμη, συγνώμη είσαι κουρασμένος... Βέβαια, κουραστικό πράγμα η ανεργία. Δεν σου άρεσε στο γκαράζ που σε πληρώνανε για να κάαθεσαι... τεμπελόσκυλο», θα συνέχιζε στον ίδιο τόνο ο αδελφός του. «Ποιον είπες τεμπελόσκυλο, ρε... ρε... ρε... ιεροκήρυκα της καταστροφής;», πεταγόταν σαν να τον τσίμπησε σφήκα ο Γιάννης. «Εσένα ρε»... «Εμένα;» κι άναβε για τα καλά ο καβγάς και δώσ του χαρακτηρισμούς και δώσ του βρισίδια, μέχρι που διαολόστελναν ο ένας τον άλλον και γύρναγε ο καθένας στην ηρεμία του, φχαριστημένος που τα πε και ξαλάφρωσε. Και την άλλη μέρα φτου κι απ την αρχή. Έξι μήνες τώρα η ίδια δουλειά γίνεται. Αλλά μήπως έτσι δεν ήταν πάντα; Ποτέ να μη συμφωνούν. Από μικροί, σαν τη μέρα με τη νύχτα. Ζωηρός, άστατος, αλητάκος, με χίλια ζόρια να βγάζει τις τάξεις, να τον ψέλνουν απ το πρωί μέχρι το βράδυ για τις σκανταλιές του ο Γιάννης, αλλά και αυθόρμητος, αποφασιστικός, έτοιμος πάντα για δράση, χωρίς πολλές θεωρίες κι ενδοιασμούς επιμελής, εργατικός, πρώτος μαθητής, μέσα στα εύγε και τα μπράβο ο Βασίλης, αλλά 12

χωρίς τσαγανό, αργός, χαμένος στις σκέψεις και τα ονειροπολήματά του, άνευρος. Οι δάσκαλοι και οι γείτονες βεβαίως αλλά και οι γονείς και οι συγγενείς και σύσσωμος ο παιδικός μικρόκοσμος αναφανδόν υπέρ του Βασίλη, να τον επαινούν και να τον εκθειάζουν απ το πρωί μέχρι το βράδυ. Ενώ για εκείνον μόνο τιμωρίες και παράπονα. Λες κι έκανε άσχημα που γεννήθηκε. Κι όσο του φέρνανε σαν παράδειγμα τον μεγαλύτερο τόσο πείσμωνε. Κι όσο του πιπίλιζαν τα αυτιά απ την κούνια σχεδόν με εκείνα τα «δες και τον Βασίλη», «μα να μη μοιάσεις λίγο του αδελφού σου», «πάρε παράδειγμα λίγο τον μεγαλύτερο», κι άλλα παρόμοια, τόσο τους τάραζε στη σκανταλιά και την αταξία, μέχρι να πουν αμήν και σώνει και να τον αφήσουν στην ησυχία του. Κι όσο για τον αδελφό του... Ξάφνου τινάχτηκε. Ένας θόρυβος. Ντράπηκε, σαν να τον πιάσανε γυμνό και σκύβοντας το κεφάλι κοίταξε διακριτικά. Μια παρέα, δύο αγόρια δύο κορίτσια, είχαν στρίψει τη γωνιά και τον πλησίαζαν. Τον κοίταξαν για μια στιγμή κι έπειτα διέσχισαν τον δρόμο, μπήκαν στα αμάξια τους και χάθηκαν μέσα σε γέλια και πειράγματα. Ο Γιάννης ξαναγύρισε στις σκέψεις του. «Κατάλαβες... κι εμείς ούτε πατίνι», ξέσπασε φωναχτά και κάρφωσε το βλέμμα του στη βιτρίνα. Η λάμψη της τον μάγευε. Χιλιάδες αστράκια χόρευαν μπρος στα μάτια του σαν υπόσχεση μιας άλλης ζωής. Ένα όραμα παμφώτιστο ξεδιπλώθηκε απαλά με χαμόγελα, πρόσωπα ευτυχισμένα, ένα κορίτσι να τον κοιτάζει γαλήνια και στο κέντρο το δικό του πρόσωπο ξέγνοιαστο, να πλέει ανάλαφρα. Χαμογέλασε. Κι έτριψε αφηρημένα τα χέρια του. Γύρισε απότομα κι ασυναίσθητα πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Μα όχι βαριά όπως άλλοτε. Η νύχτα πάνωθε τον φώτιζε με χιλιάδες αστέρια. Ή τώρα ή ποτέ. 13

Η μάνα «Ήρθες, Γιάννη;»... «Ήρθα», ακούστηκε βαριά η φωνή του, καθώς έκλεινε με κόπο την πόρτα πίσω του. Σκούπισε γρήγορα τα χέρια της, κατέβασε την κατσαρόλα από τη φωτιά και πέρασε στο σαλονάκι, σφίγγοντας την άκρη της ποδιάς της. Στάθηκε μπροστά του ευλαβική, σχεδόν φοβισμένη. Αυτός είχε απλώσει τις ποδάρες του στο τραπέζι κι άλλαζε τα κανάλια. Η σιωπή σαν βράχος έστεκε ανάμεσά τους. «Λοιπόν, πώς τα πέρασες;», τόλμησε να του πετάξει κι αμέσως έστρεψε το κεφάλι της στην τηλεόραση. «Πώς τα πέρασα; Πώς να τα περάσω; Ψάχνω», της απάντησε κοφτά και στύλωσε τα μάτια του στην οθόνη. «Και;»... «Και... Τι και, ρε μάνα; Σου λέω ψάχνω. Τι θες να σου πω; Κάθε μέρα και και... ε, λοιπόν ψάχνω. Τι άλλο να σου πω. Αν βρω κάτι θα σου πω», της φώναξε κι ανακάθισε νευριασμένος, τρίβοντας με δύναμη τα μαλλιά του. Τον κοίταξε για μια στιγμή. Το βλέμμα της παραπονεμένο χάιδεψε το αγριεμένο του πρόσωπο. Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. «Καλά, παιδί μου... Καλά», συγκατένευσε σχεδόν ψιθυριστά και με τα ανάλαφρα βήματά της χάθηκε προς την κουζίνα. Πήρε απαλά το τραπεζομάντιλο στα χέρια της κι από το μικρό παραθυράκι που άνοιγε πάνω από τον νεροχύτη κοίταξε τη σκοτεινιασμένη πόλη. 15

Αχ Παναγιά μου, τι κόσμος... Πόλεμοι, καταστροφές δυστυχίες, τόσα που γίνονται κάθε μέρα, νέοι άνθρωποι που χάνονται, φτώχειες, ανεργίες... Αχ αυτή η κακούργα... Αυτή... Που γονάτισε και τον Παναγιώτη της. Τον άντρα της. Είκοσι πέντε χρόνια παντρεμένοι χατίρι δεν της είχε χαλάσει. Κι ας ήταν αυστηρός και λιγομίλητος. Κι ας έτρεμε κάθε φορά που την αγριοκοίταζε... Άρχοντας, άρχοντας ο Παναγιώτης της. Κι από δουλειά; Σκυλί. Από τα άγρια χαράματα στο μεροκάματο με όλου του κόσμου τα καλά να περνάνε από τα χέρια του κι εκείνος ανοιχτοχέρης και μπεσαλής, με τον λόγο τον καλό και τον στέρεο στο στόμα, να μοιράζει και να σκορπά και να εμπορεύεται. Γίγαντας αγαθός, πατριάρχης βιβλικός, να μοιράζει απλόχερα του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Άρχοντας, άρχοντας, όχι τσιγκουνιές... Αλλά και η ίδια νοικοκυρά στο σπίτι της, αρχόντισσα και μάνα δακτυλοδεικτούμενη. Με δυο παλίκαρους ίσαμε εκεί πάνω και με τον άντρα της πάντα προσεγμένο. Το καθαρό του το πουκάμισο, το καλομαγειρεμένο του το φαγητό, το κοστούμι του το κυριακάτικο, τη λάτρα του. Νοικοκυρά παινεμένη, όχι παίξε γέλασε... «Αχ Παναγιωτάκη, Παναγιωτάκη», ξέφυγε σαν ψίθυρος το παράπονο... Στα λεγα, Παναγιωτάκη, στα λεγα... Αυτοί είναι θηρία, είναι λεφτάδες αυτοί, δέκα χαλάς εσύ, πέντε εκείνοι κι έχουν και κέρδος. Πρόσεχε. Πούλα το ρημάδι όσο είναι καιρός. Κάτι άλλο θα κάναμε... Είχε ο Θεός. Μα εσύ όχι.. Ήσουν αγωνιστής... «Εγώ γυναίκα έφτυσα αίμα κι ιδρώτα για να το χτίσω», μου λεγες. Κι είχες δίκιο... «Δεν θα αφήσω να μου το φάει ο super market Kλαρινόπουλος», μου λεγες. Κι είχες δίκιο... Μόνο εγώ ξέρω πόσο δίκιο είχες... Πόσα ξενύχτια, πόσο αγώνα, πόση δουλειά... Μα κι αυτοί, βρε παιδάκι μου, super market Kλαρινόπουλος, δέκα χάλαγες εσύ, πέντε εκείνοι... Κι έτσι τα χρέη, κι έτσι οι εξώσεις, κι έτσι η ανεργία... Κι 16