Η διδακτική του πολιτισμικού και πολιτικού τοπίου Μωραΐτης Κωνσταντίνος Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ mor@arsisarc.gr Περίληψη Το εκπαιδευτικό ενδιαφέρον για το τοπίο δε δικαιολογείται μόνο από την απαίτηση περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Ενισχύεται από τον συσχετισμό με τον πολιτισμό στο σύνολό του ή με την ιδιαίτερη αναφορά στον Δυτικό πολιτισμό. Στο πλαίσιο αυτής, της «πολιτισμικά» ευρύτερης ή «πολιτιστικά» κεντρικότερης αναφοράς των τοπιακών θεωρήσεων, το παράδειγμα του Ελληνικού τοπίου, συσχετισμένο με την Ελληνική αρχαιότητα, καθίσταται κεντρικό, όχι μόνο για την γονιμοποίηση της νεότερης Δυτικής τέχνης αλλά πολύ ειδικότερα ως υπόδειξη της νεότερης Δυτικής πολιτικής ισχύος ή ως καταγωγική αναφορά των νεότερων Δυτικών αστικών πολιτευμάτων. Η μετατόπιση από αυτήν την υπερεθνική, διεθνιστική πολιτική προσέγγιση, στον εθνικό και εθνικιστικό προσδιορισμό του τοπίου οδήγησε σε όρους συσχετισμού του με τον «λαϊκό πολιτισμό» και την «παράδοση», χωρίς εντούτοις να εξαφανίσει, εντός και εκτός Ελληνικών συνόρων, το ενδιαφέρον για το υποθετικό τοπίο της κλασσικής αρχαιότητας και τον συσχετισμό του με το φυσικό πραγματικό υπόβαθρο του Ελληνικού τόπου. Ώστε η εισαγωγή της έννοιας του «τοπίου», σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης προσφέρεται, προκειμένου να περιγράψει, πέρα από τις σχέσεις των κοινωνιών με το φυσικό τους υπόβαθρο, τις μεταπτώσεις των σχέσεων αυτών σε συνάρτηση με τις απόψεις που οι Δυτικές κοινωνίες συγκροτούν για τον πολιτισμό. Απόψεις στις οποίες ενεργά μετέχει η αναφορά στην Ελληνική αρχαιότητα και στο Ελληνικό τοπίο, όσο και η συσχέτιση τοπίου και λαϊκού πολιτισμού ή παράδοσης. Λέξεις - Κλειδιά: Πολιτιστικό και πολιτισμικό τοπίο, πολιτικό τοπίο, Ελληνικό τοπίο, πολιτισμός-civilization, πολιτισμός-culture, λαϊκός πολιτισμός, παράδοση. Εισαγωγή Είναι προφανέστατο πως η σημερινή εκπαιδευτική προοπτική δεν αρκεί να διαθέτει μαθήματα περιβαλλοντικής κατεύθυνσης μόνο, σε όλες τις βαθμίδες της από την πρωτοβάθμια ως την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολύ περισσότερο υποχρεώνεται να διαπνέεται συνολικότερα από το πνεύμα του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος. Στην πρόταση που ακολουθεί πάντως, θα επιχειρήσουμε να αντικαταστήσουμε τον όρο «περιβαλλοντική» με τον όρο «τοπιακή», θεωρώντας τον επί της ουσίας καταλληλότερο. Ο πρώτος λόγος της προηγούμενης αντικατάστασης αφορά την ιστορική και επιστημονική συσχέτιση του όρου «τοπίο» με το επίθετο «πολιτισμικό», «πολιτισμικό τοπίο», υποδεικνύοντας πως κανένα περιβάλλον, κανένα οικοσύστημα δε μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο από την ανθρώπινη κοινωνία, από τις ανθρώπινες κοινότητες οι οποίες συνάπτονται μαζί του. Ώστε, μιλώντας για το τοπίο, μπορούμε να αναφερθούμε ταυτόχρονα στο φυσικό υπόβαθρο των τόπων ζωής αλλά και στο ανθρωπογενές τους υπόβαθρο και
επιπλέον στον τρόπο με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινότητες αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν, αποδίδουν με όρους παράστασης και διαμορφώνουν τους τόπους αυτούς. Χάρις στην ολιστική αυτή προσέγγιση όμως, να ένας δεύτερος λόγος που μας ωθεί στην προηγούμενη αντικατάσταση του όρου «περιβάλλον» από τον όρο «τοπίο», προσφέρεται η δυνατότητα να εξετάσουμε πληρέστερα μια από τις κύριες κατευθύνσεις περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, αυτήν που αφορά το αστικό περιβάλλον. Το κύριο δηλαδή περιβάλλον σύναψης της ανθρωπογενούς δραστηριότητας και των φυσικών στοιχείων, το κατ εξοχήν βεβαρημένο συνήθως πεδίο σύναψης φύσης και πολιτισμού το κατ εξοχήν «πολιτισμικό» τοπίο. Ελληνικό τοπιακό παράδειγμα και νεότερος Δυτικός πολιτισμός Αλλά η εισήγηση αυτή επικεντρώνεται σε έναν επιπλέον, τρίτο λόγο που εξηγεί το ενδιαφέρον για το εννοιακό πεδίο του «πολιτισμικού τοπίου», στην Ελληνική ιδιαίτερα εκπαίδευση. Αν σε κάθε περιοχή του κόσμου το περιβάλλον δε μπορεί παρά να είναι τάξης τοπιακής, δε μπορεί παρά να είναι «τοπίο», συσχετισμένο δηλαδή με την ανθρώπινη κοινωνική αντίληψη, ερμηνεία, παράσταση και διαμόρφωση του τόπου, δε μπορεί άρα παρά να είναι «πολιτισμικό», στην περίπτωση της Ελλάδας ειδικά αυτή η πολιτισμική διάσταση του τοπίου αποκτά εκπλήσσουσα ιδιαιτερότητα. Αποβαίνει δηλαδή, η αναφορά στο Ελληνικό τοπίο, σημαντική όχι μόνο για το συγκεκριμένο Ελληνικό γεωγραφικό πεδίο, αλλά για τη συγκρότηση του νεότερου μετα-αναγεννησιακού Δυτικού πολιτισμού, στο σύνολό του και ακόμη ειδικότερα για τη συγκρότηση των νεότερων Δυτικών πολιτευμάτων. Η παρακολούθηση της ανάδυσης της τέχνης του τοπίου, κατά την Ιταλική Αναγέννηση και των μεταβολών που παρουσιάζει ιστορικά η τέχνη αυτή, στους αιώνες που ακολουθούν, υποδεικνύουν την άμεση εξάρτησή της από τα αρχαία Ελληνικά παραδείγματα. Παραδείγματα υποθετικά και φανταστικά σε μεγάλο βαθμό για τους Δυτικούς διανοητές της εποχής τα οποία προβάλλουν, για τον ανυποψίαστο σημερινό μελετητή, ως πρότυπα αισθητικής τάξης. Αισθητικής τάξης η οποία υποκρύβει εντούτοις, όπως σημειώσαμε ήδη και όπως θα εξηγήσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, κίνητρα πολιτικά. Η εξάρτηση αυτή του Δυτικού πολιτισμού στο σύνολο του και της Δυτικής τοπιοτεχνίας ειδικότερα από την αναφορά στο Ελληνικό τοπίο, δε θα πάψει ποτέ πλήρως. Δε θα πάψει να συνδέει στις Δυτικές γλώσσες το όνομα Αρκαδία και στη Δυτική εικονογραφία τις υποθετικές αναπαραστάσεις αυτής της γεωγραφικής περιοχής, με την υπόδειξη του ιδανικού τοπίου. Εντούτοις ανάλογες τοπιακές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα θα αντιπαρατεθούν στη συνέχεια, από τα τέλη του 18 ου αιώνα ήδη, με το ενδιαφέρον των επιμέρους εθνικών ομάδων των λαών της Ευρώπης και του κόσμου για το δικό τους «εθνικό τοπίο», εξιδανικευμένο και ιδεολογικοποιημένο επίσης, στο πλαίσιο συσχετισμών που το συσχετίζουν συνήθως με την εθνική αυθεντικότητα, την εδαφική εθνική κυριαρχία και με πολιτισμικούς σχηματισμούς, όπως αυτούς που αφορούν την «παράδοση» και τον «λαϊκό πολιτισμό».
Η ευρύτερη παιδαγωγική σημασία της διερεύνησης που προτείνεται Ώστε, ισχυριστήκαμε προηγούμενα, η τοπιακή διεύρυνση της έρευνας του περιβάλλοντος και της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης προσφέρεται, προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση του υποβάθρου του τόπου με τον πολιτισμό, σε τρεις τουλάχιστον εκδοχές αυτής της σχέσης. Στη γενική σύναψη των περιβαλλοντικών όρων με τον πολιτισμό, στην ειδικότερη εκδοχή του αστικού πολιτισμικού περιβάλλοντος και τοπίου και στην ιδιάζουσα περίπτωση του Ελληνικού τοπίου που καθορίζει, όπως ισχυριστήκαμε, σημαντικές αναφορές της Δυικής ιστορίας. Η συνεισφορά της πρότασής μας σκοπεύει εντούτοις να δηλωθεί ως ακόμη σημαντικότερη. Μια ανάλογη προσέγγιση του πολιτισμικού τοπίου επιτρέπει να καταδείξουμε πως η εξέλιξη των απόψεων για το τοπίο, η εξέλιξη των απόψεων για την ελεγχόμενη διαχείρισή του ή για τον σεβασμό της αυτόνομης, αδιαμεσολάβητης παρουσίας του, συμπορεύεται με αντίστοιχες μεταβολές της αντίληψης των Δυτικών κοινωνιών για την κεντρική πολιτιστική τους κυριαρχία, για την κυριαρχία του κεντρικού πολιτισμού civilization ή για τον σεβασμό στις πολλαπλές και διαφορετικές μεταξύ τους πολιτισμικές εκδοχές, στις πολλαπλές εκδοχές του πολιτισμού - culture. Ώστε η διερεύνηση του τοπίου θα μπορούσε όχι απλά να συσχετιστεί με ευρύτερα πολιτιστικά ή πολιτισμικά μορφώματα, αλλά να καταδείξει βασικά χαρακτηριστικά θεώρησης των απόψεων για τον πολιτισμό. Πολύ λογικά καθώς η αντίληψη, η ερμηνεία, η παράσταση και η διαμόρφωση του τοπίου υποδεικνύουν τη σχέση του πολιτισμού με το αντίθετό του, με τη φυσική δηλαδή ετερότητα. Η υπόδειξη αυτή μπορεί να συνδεθεί θεωρούμε, με μια σημαντική εκπαιδευτική προοπτική σημαντική για τα μαθήματα ιστορίας όσο και για τα μαθήματα περιβαλλοντικής κατεύθυνσης, ικανή να φωτίσει και τις δυο πλευρές αυτού του διπόλου. Με ακόμη εντονότερο χαρακτηρισμό θα αναφερθούμε στην παιδαγωγική σημασία αυτής της υπόδειξης που δεν περιορίζεται σε σχολικές ή πανεπιστημιακές εκπαιδευτικές διαδικασίες μόνο, αλλά υποδεικνύει την ουσιαστικότερη αναίρεση των επιστημολογικών στεγανών, ανάμεσα στην ανθρωποκεντρική κοινωνική θεώρηση και στην απομονωμένη, στην περιοχή των φυσικών δεδομένων, περιβαλλοντική-οικολογική στάση. Κατά σαφή τρόπο τείνουμε τότε να μετακινηθούμε στην περιοχή της «πολιτισμικής και πολιτικής οικολογίας». Τα νεότερα πολιτεύματα και η σχέση τους με τη μεταβολή των απόψεων για το τοπίο Η συνηθέστερη ιστορικά άποψη συνδέει την ανάδυση των νεότερων θεωρήσεων για το τοπίο με την Ιταλική Αναγέννηση και ιδιαίτερα με τις τοπιοτεχνήσεις και κηποτεχνήσεις στην περιοχή της Φλωρεντίας. Αλλά η προσέγγιση αυτή δεν αρκεί να επισημάνει τον συσχετισμό με μια καινοφανή πολιτιστική πραγματικότητα. Πολύ ορθότερα πρέπει να συνδεθεί με τις ιδιαίτερες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη, στην περιοχή της Τοσκάνης, των πρώτων πολιτικών μορφωμάτων που αντιστοιχούν στη νεότερη Ευρωπαϊκή αστική τάξη. Στο πλαίσιο της ανάπτυξης αυτής, το
ενδιαφέρον για το εκτός των τειχών πεδίο περιγράφει ταυτόχρονα το οικονομικό ενδιαφέρον για νέους όρους αγροτικής εκμετάλλευσης, για αισθητικό έλεγχο των διαμορφώσεων και για τη συσχετισμένη με τους όρους αυτούς πολιτική προβολή της νέας αστικής τάξης. Η πολιτική αναφορά όμως φαίνεται να χαρακτηρίζει επίσης και ένα άλλο συστατικό της ιστορικής αυτής περιόδου, τη σχέση της με το αρχαίο Ρωμαϊκό και το αρχαίο Ελληνικό παράδειγμα. Φθάνουν έτσι να δηλωθούν όροι ζωής έντονα καινοφανείς, με τη χρήση του όρου Αναγέννηση, υπονοώντας τη στενότατη συσχέτισή τους με το αρχαίο παρελθόν. Στενότατη συσχέτιση που δεν περιορίζεται σε μια καλολογική πολιτιστική αναφορά, αλλά σε όρους πολιτικής συνάφειας με τις αρχαίες δημοκρατίες. Ώστε τοπιακή θεώρηση και γενικότερη πολιτιστική προσέγγιση κατά την Αναγέννηση ομοιάζουν, τόσο ως προς την βαθύτερη πολιτική σημασία τους, όσο και ως προς την κοινή τους αναφορά εξαιτίας της σημασίας αυτής, στο αρχαίο παράδειγμα. Κατά την περίοδο του Baroque και της Αντιμεταρρύθμισης που ακολουθεί, η διάθεση πολιτικής προβολής στα Δυτικά βασίλεια εμμένει και γιγαντώνεται, ενώ παραμένει το ενδιαφέρον για την κλασσική αρχαιότητα. Αρχαίες θεότητες εξακολουθούν να κατοικούν τις τοπιακές διαμορφώσεις για δηλώσουν, στην περίπτωση αυτή, όχι την ανάδυση της αστικής τάξης μέσω της αναφοράς στα αρχαία δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά τη βασιλική αίγλη των τοπιοτεχνήσεων που συνιστούν κατά τον χαρακτηρισμό της εποχής πολιτικό θέατρο, «theatrum politicum». Στις διαμορφώσεις αυτές απόλυτου ελέγχου των φυσικών στοιχείων, όπως και στα παλιότερα παραδείγματα των αναγεννησιακών τοπιοτεχνήσεων, γίνεται επιπλέον εμφανής η συνάφεια με τον σχεδιασμό του αστικού χώρου, του «αστικού τοπίου», αποδεικνύοντας την κοινή και στις δυο περιπτώσεις διάθεση κυριαρχίας πάνω στο υπόβαθρο ζωής των κοινωνιών. Εικόνα 1: Οι γεωμετρικά οργανωμένοι κήποι της εποχής του Γαλλικού Baroque στο Vaux-le-Vicomte, στη Γαλλία του 17 ου αιώνα (αριστερά) και (δεξιά) οι φυσικότροπες τοπιακές διαμορφώσεις της Αγγλικής αρχιτεκτονικής τοπίου, τον επόμενο αιώνα, στον πύργο Howard. Παράλληλα εντούτοις με τη φορμαλιστική βασιλική αντίληψη για τους κήπους του Baroque μια άλλη τέχνη τοπίου θα αναπτυχθεί στην περιοχή των Κάτω Χωρών, συσχετισμένη με πολιτικά χαρακτηριστικά που αφορούν ξανά την αστική τάξη. Επιμένοντας στην Ολλανδία ιδιαίτερα, μπορούμε να παρατηρήσουμε την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης ζωγραφικής κατεύθυνσης που αντιλαμβάνεται το τοπίο ως κεντρικό εικονιστικό θέμα,
συσχετισμένο με την παράσταση της Ολλανδικής υπαίθρου, κατατετμημένης στα χωράφια των πολλών μικρών ιδιοκτητών ή με την παράσταση των Ολλανδικών πόλεων, όπου η αστική οικονομική και πολιτική τάξη ανθεί και αναπτύσσεται (Alpers, 1983 και Μωραΐτης, 2011). Κατά τρόπο καθόλου παράδοξο, σε αυτές ακριβώς τις Ολλανδικές πόλεις του τέλους του 17 ου αιώνα θα εμφανιστούν για πρώτη φορά δημόσια πάρκα, τοπιακές διαμορφώσεις προς δημοκρατική χρήση του αστικού πληθυσμού, ενώ στις περιαστικές Ολλανδικές περιοχές θα εμφανιστούν, οι πρόγονοι των νεότερων κηπουπόλεων σειρές μικρών κατοικιών των μέσων στρωμάτων, με συνεχόμενους κήπους. Ένα σημαντικότατο πολιτικό γεγονός, η άνοδος του Ολλανδού κυβερνήτη Wilhelm της Οράγγης-Νασσάου στον θρόνο της Βρετανίας και η αναγόρευσή του σε βασιλέα William III της νέας του πατρίδας, συνδέεται με τη μεταφορά της Ολλανδικής τοπιακής παιδείας στο Αγγλικό έδαφος. Συσχετισμένη με το ενδιαφέρον της Δυτικής σκέψης για τον ανερχόμενο Εμπειρισμό, για τη διερεύνηση των φυσικών διεργασιών και τον εντοπισμό των φυσικών κανονικοτήτων, αναπτύσσεται έτσι κατά τον 18 ο αιώνα μια νέα στάση τοπιακής θεώρησης που περιγράφεται ως «αρχιτεκτονική τοπίου-landscape architecture». Εμπλουτισμένη από τα διδάγματα της ζωγραφικής απεικόνισης και την εμπειρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η τοπιοτεχνική αυτή κατεύθυνση, μολονότι έντεχνη, θα επιμείνει στην «φυσικότροπη» απαίτηση, στην απαίτηση αναλογίας προς τα φυσικά πράγματα. Ακόμη ειδικότερα θα συσχετίσει την απαίτηση αυτή φυσικής ελευθερίας με προτάγματα πολιτικά, με τις «φιλελεύθερες» αστικές απαιτήσεις της Αγγλικής πολιτικής πρωτοπορίας της εποχής και με την απαίτηση απελευθέρωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς συνολικά. Ώστε φυσικότροπος τοπιακός σχεδιασμός και πολιτική ή κοινωνική αστική πρόοδος θα θεωρηθούν συγγενείς και η συγγένεια αυτή θα επικυρωθεί με την κοινή τους αναφορά στην αρχαία δημοκρατία, Ρωμαϊκή και Ελληνική στην αρχή και στη συνέχεια με έμφαση Ελληνική (Γιακωβάκη, 2006). Στο πλαίσιο αυτό νεοκλασσικισμός και αναφορά στο αρχαίο Ελληνικό τοπίο αναδεικνύονται σε εμβληματικές εκφράσεις των νεότερων Δυτικών πολιτευμάτων αστικής κατεύθυνσης, σε εξιδανικευμένα πρότυπα μιας ονειρικής «Αρκαδίας» από την οποία οι Ευρωπαϊκές πόλεις και η Ευρωπαϊκή ύπαιθρος απομακρύνονταν ραγδαία, εγκλωβισμένες στην ανεξέλεγκτη εκβιομηχάνιση, στη συσσώρευση πληθυσμού στα αστικά κέντρα και στα πρώτα κύματα περιβαλλοντικής καταστροφής. Η ρομαντική αντίρρηση η καταξίωση της μη ελεγχόμενης φυσικής πραγματικότητας και η παλαιότερη, πρώτη περίοδος τοπιακής πολεοδομίας Η κριτική στάση του Ρομαντισμού απέναντι στις προτάσεις του Διαφωτισμού, αναφέρεται ταυτόχρονα σε αντιρρήσεις πολιτικές, όσο και σε άλλες που αφορούν τη γενικότερη αμφιβολία για την αρτιμέλεια του Δυτικού πολιτισμού. Ανάμεσα στις πρώτες περιλαμβάνεται η κριτική για την ουσιαστική επιτυχία των εξαγγελιών της αστικής πρωτοπορίας, όπως αυτές εκφράστηκαν με τη Γαλλική επανάσταση και η άρνηση των διεθνιστικών της διαθέσεων. Η νέα κοινωνική τάξη δεν εξασφάλισε την ευτυχία για το σύνολο του πληθυσμού, όπως είχε διακηρύξει και αυτή η ανεπάρκεια αφορούσε μεταξύ των άλλων τη γενικότερη ποιότητα ζωής, την απόσπαση από το φυσικό υπόβαθρο.
Αυτή όμως η αμφιβολία παραπέμπει στη δεύτερη ομάδα αντιρρήσεων, σε εκείνες που αφορούν την γενική καχυποψία για τον κεντρικά συγκροτημένο πολιτισμό. Εντείνεται έτσι, σε αντιπαράθεση, το σαφές ενδιαφέρον για τη φύση ως αξία αναντίρρητη, ως «υψηλή» συνθήκη αναφοράς (Μωραΐτης, 2012), ικανή να υπερβαίνει διαρκώς την α- λαζονεία των πολιτισμένων κοινωνιών και να επιβάλει τον σεβασμό τους. Με την έννοια αυτή ο νεότερος Δυτικός άνθρωπος θα εκδηλώσει για πρώτη φορά, στο πλαίσιο των ρομαντικών προτάσεων, διαθέσεις ανάλογες με τη σύγχρονη οικολογία και θα απομακρυνθεί σταδιακά από το φυσικότροπο μεν αλλά έντεχνο τοπίο, επιμένοντας στη σημασία της σχέσης με την αδιαμεσολάβητη φύση. Σταδιακά ακόμη και η τέχνη των κήπων θα απαιτήσει τον χαρακτηρισμό της φυσικής αγριότητας «wild garden», ως δηλωτικό αισθητικής ποιότητας και ο σχεδιασμός των πόλεων θα ενσωματώσει στις προτάσεις του αστικά πάρκα, δίκτυα πράσινων χώρων και κηπουπόλεις, περιγράφοντας, από τα μέσα του 19 ου αιώνα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου κατευθύνσεις συγγενείς με αυτές της σύγχρονης βιώσιμης ανάπτυξης και της σύγχρονης «τοπιακής πολεοδομίας landscape urbanism». Στη νέα αυτή συνθήκη πολιτισμού το ενδιαφέρον των Δυτικών κοινωνιών θα μετακινηθεί προς τα πρωτογενή παραδείγματα των μεσαιωνικών αναμνήσεων του σκοτεινού δάσους, προς το δέος των ακραίων φυσικών καταστάσεων, όπως και στη γοητεία τόπων εξωτικών, πέρα από το Ευρωπαικό κέντρο. Εντούτοις η καθοριστική συσχέτιση με το αρχαιοελληνικό τοπίο και τις ιστορικές ή μυθικές αναφορές του θα παραμείνει, μόνιμος σύντροφος του Δυτικού στοχασμού, διαπερνώντας και αυτά ακόμη τα ρομαντικά ιδιώματα. Εικόνα 2: Thomas Eakins, Arcadia (1883 περίπου). Η καθοριστική συσχέτιση με το αρχαιοελληνικό τοπίο και τις ιστορικές ή μυθικές αναφορές του θα παραμείνει.
Η εξέλιξη των απόψεων για το τοπίο, ανάλογη με εκείνη των απόψεων για τον πολιτισμό Ολοκληρώνοντας την προηγούμενη συνοπτική περιήγηση μπορούμε πλέον να δικαιολογήσουμε, με ουσιαστικά ιστορικά επιχειρήματα, ότι αρχικά περιγράψαμε ως «ευρύτερη παιδαγωγική σημασία της διερεύνησης» μας. Τη θέση δηλαδή πως η θεώρηση του τοπίου, στην εκτεταμένη περίοδο που εξετάσαμε, δε συσχετίζεται απλά με άλλες εκφράσεις του πολιτισμού αλλά, πολύ περισσότερο, ακολουθεί μεταβολές κατευθύνσεων εν πολλοίς παράλληλες με τις μεταβολές των απόψεων που οι Δυτικές κοινωνίες αναπτύσσουν για τον πολιτισμό. Απόψεις που αναφέρονται στην κεντρική εγκυρότητά του. Όπως και με απόψεις, αντίθετα που αναφέρονται στην ανάγκη να περιορίσει την κυριαρχία του, συνομιλώντας επί ίσοις όροις με την πολιτισμική ετερότητα με τους περιφερειακούς πολιτισμούς, τους πολιτισμούς της άγριας σκέψης ή με τον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση. Η πρώτη διατύπωση μας «η θεώρηση του τοπίου συσχετίζεται με άλλες εκφράσεις του πολιτισμού» είναι στην ουσία πρόταση ταυτολογική. Προφανώς η θεώρηση του τοπίου είναι έκφραση του πολιτισμού, προφανώς θα συνδέεται και με άλλες πολιτιστικές ή πολιτισμικές εκφράσεις. Η δεύτερη αντίθετα διατύπωση εξηγεί πως ο λόγος του πολιτισμού για τον εαυτό του δε μπορεί να υπάρξει παρά μόνο υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τις θέσεις του, τις θέσεις κάθε πολιτισμού για το διαλεκτικό του αντίθετο, για το φυσικό υπόβαθρο αυτός όμως ο διάλογος με το φυσικό άλλο είναι κατ ανάγκην τοπιακής τάξης. Μένει να τονίσουμε ξανά την πολιτική διάσταση αυτής της συμπόρευσης τοπιακών θεωρήσεων και απόψεων για τον πολιτισμό, επιμένοντας κύρια στην περίοδο των ρομαντικών προτάσεων. Αν η άνοδος των αστικών πολιτικών θέσεων του Διαφωτισμού συνοδεύτηκε από τη φυσικότροπη τοπιοτεχνία και από μια διεθνιστική κλασσικιστική προσέγγιση, η ρομαντική αντίρρηση αντιλαμβάνεται την επιστροφή στη φυσική κοιτίδα του πολιτισμού, ως απαίτηση τοπικισμού, ως απαίτηση εθνικής και εθνικιστικής επιστροφής στη μητέρα-πατρίδα προέλευσης του λαού. Αλλά η εδαφική κυριαρχία, στην οποία αναφέρεται η απαίτηση αυτή, επικυρώνεται εντέλει με μια ιδεολογική κατασκευή η οποία εκφέρεται με χαρακτηριστικά πολιτισμικού τοπίου, με χαρακτηριστικά δηλαδή τοπιακά. Η σημερινή περιβαλλοντική και πολιτική σημασία του τοπίου και η επιστημική του κεντρικότητα Διαθέτει επομένως η πρόσληψη του τοπίου σημασία κεντρική για τον Δυτικό πολιτισμό, υποδειγματική της εικόνας που διαμόρφωσαν οι Δυτικές κοινωνίες για τον εαυτό τους. Διαθέτει επίσης διάσταση πολιτική, συναφή με τα πολιτικά ήθη αυτών των κοινωνιών χαρακτηριστικό που εύκολα μπορεί να κατανοήσει ο σύγχρονος άνθρωπος, ακόμη και αν αγνοεί τις ακριβείς ιστορικές συνθήκες που περιγράψαμε προηγούμενα. Γιατί μπορεί να το κατανοήσει; Μα βέβαια γιατί σήμερα, εντονότερα από κάθε προηγούμενη ιστορική περίοδο, γίνεται φανερή η συμμετοχή της τοπιακής συνείδησης στη συγκρότηση του πολιτισμού μας, τόσο στην καθημερινή του έκφραση όσο και στις
υψηλότερες θεωρητικές και επιστημονικές βαθμίδες. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια επιστημονική, επιστημολογική και «επιστημική» ταυτόχρονα άνθηση, στις μέρες μας, των θεωρήσεων που αφορούν το τοπίο. Επιστημονική, γιατί οι κοινωνικές και φυσικές και εφαρμοσμένες επιστήμες, όπως η ανθρωπογεωγραφία ή οι επιστήμες του περιβάλλοντος ή η αρχιτεκτονική και η αρχιτεκτονική του τοπίου, αντιμετωπίζουν συγκροτημένα το θέμα του τοπίου, συσχετισμένο με το ενδιαφέρον μας για το περιβάλλον και τις αειφορικές μας απαιτήσεις. Ας επαναλάβουμε τη λέξη «απαιτήσεις» και ας σκεφτούμε πως ορίζουμε έτσι μια ουσιαστικότατη περιοχή διεκδικήσεων που παρουσιάζεται πλέον στην εποχή μας με σαφές πολιτικό πρόσωπο, που ολοκληρώνει με εμφανέστατο τρόπο σήμερα τον παλαιότατη πολιτική ακτινοβολία των τοπιακών θεωρήσεων. Αλλά η σημερινή άνθηση των τοπιακών αναφορών είναι επίσης επιστημολογικής τάξης, καθώς το τοπίο, ως πρότυπο αναφοράς, διατρέχει τον επιστημονικό χώρο και διεισδύει με αμοιβαίες επιρροές, σε όλες εκείνες τις περιοχές που θέτουν θέματα πεδίου, όπως τα τοπολογικά μαθηματικά, η θεωρία των καταστροφών, αλλά και ο σημαντικότατος χώρος της υπολογιστικής προσομοίωσης. Η άνθηση αυτή όμως είναι ευρύτερα ακόμη. Είναι «επιστημική epistemique», για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο που εισάγει ο Michel Foucault (Foucault, 1966 και Merquior, 2000) προκειμένου να περιγράψει συνολικά την «ατμόσφαιρα» των ιδεολογημάτων, των διαισθήσεων και των α- διαμόρφωτων κοινωνικών διαθέσεων, μέσα από τις οποίες αναδύονται οι ακριβέστερες και αυστηρότερες οργανώσεις της γνώσης. Εκπαιδευτικά συμπεράσματα Χαρακτηρίζεται επομένως η εποχή μας, θα ισχυριστούμε επεκτείνοντας τις τελευταίες μας παρατηρήσεις, από ενδιαφέρον τοπιακό που αποδίδει τη μέριμνά της για τον τόπο αλλά και την πολιτική της για τον τόπο, όπως και τα επιστημονικά της παραδείγματα και την καθημερινότητά της γενικά. Σύγχρονη εκπαίδευση άρα και τοπιακός προσανατολισμός συνάπτονται πολλαπλά, υποδεικνύοντας, το σημειώσαμε στις αρχικές επισημάνσεις μας ήδη, πλάι στις φυσικές προσεγγίσεις, προσεγγίσεις πολιτισμικές. Σε αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον αισθανόμαστε την ανάγκη να προσθέσουμε, στο πλαίσιο της Ελληνικής παιδείας ειδικά, την υπόδειξη της σημασίας που διαθέτει για τη συγκρότηση του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, η αναφορά στο Ελληνικό τοπίο. Εικόνα 3: Οδυσσέας Ελύτης, Collage.
Στην τελευταία εικόνα ο Οδυσσέας Ελύτης συμπυκνώνει καταδεικτικά κάποια βασικά χαρακτηριστικά των σχέσεων πολιτισμού και τοπίου στον Ελληνικό χώρο. Η πολιτιστική εκφορά, η συσχέτιση δηλαδή με τον αρχαίο πολιτισμό, συστατικό στοιχείο των νεότερων Δυτικών και Ελληνικών μορφωμάτων του κεντρικά συγκροτημένου πολιτισμού civilization, συνάπτονται με στοιχεία των βυζαντινών μας αναφορών που αγιογραφούν την παράδοση μας και την περιφερειακή εκφορά του λαϊκού πολιτισμού culture. Φθάνουν έτσι ως τις μέρες μας, ως την πλησιέστερη σε εμάς καθημερινότητα, αγγίζουν το σκάφος του πλησιέστερου σε εμάς νησιωτικού μας πολιτισμού. Όλα αυτά προβάλλονται στο υπόβαθρο του τοπίου, ενός τοπίου όμως, θα σχολιάσουμε κριτικά που ταυτίζεται με την περιοριστικά επιλεγμένη Ελληνικότητα των Κυκλάδων, προσφιλή στον Ελύτη ιδιαίτερα. Σε αυτό το παλαιότερα συντεθειμένο collage, εμείς προσπαθήσαμε στην παρουσίαση που προηγήθηκε, να προσθέσουμε και στοιχεία σύγχρονα της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, της επιστημονικής πρόσληψης σε πολλά πεδία ταυτόχρονα και βέβαια το κεντρικό στοιχείο του πολιτικού χαρακτηρισμού. Βιβλιογραφία Alpers, S. (1983): The Art of describing. Dutch Art in the Seventeenth Century. Penguin ed., Middlesex. Γιακωβάκη, Ν. (2006): Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος 18ος αιώνας. Εκδ. Εστία, Αθήνα. Foucault, M. (1966): Les Mots et les Choses. Une archéologie des sciences humaines. Éd. Gallimard, Paris. Ελλ. μτφρ. Παπαγιώργης, Κ. (1986): Οι Λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου. Εκδ. Γνώση, Αθήνα. Merquior, J. G. (2000): Foucault. Εκδ. Πατάκη, Αθήνα. Μωραΐτης, Κ. (2011): Το Τοπίο πολιτιστικός προσδιορισμός του Τόπου. Παρουσίαση και θεωρητικός συσχετισμός των σημαντικότερων νεότερων προσεγγίσεων της τοπιακής επεξεργασίας του τόπου. Διδακτορική διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Μωραΐτης, Κ. (2012): «Η Αισθητική Κατηγορία του Υψηλού και η Νεωτερική Θεώρηση του Τοπίου». Επετειακός τόμος Χρονικών Αισθητικής, προς τιμήν του Π. Μιχελή. Χρονικά Αισθητικής 46, Τμ. Β. Εκδ. Ιδρύματος Π. και Ε. Μιχελή με τη συνεργασία της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής, Αθήνα, σελ. 3-15.