ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ Ο Τζέικ ξυπνάει πάλι. Μόνο που αυτή τη φορά τα πάντα είναι διαφορετικά. Το ανθρώπινο σώμα του κοιμάται σε αυτό που οι επιστήμονες εκεί ονομάζουν μονάδα σύνδεσης μια μεγάλη μεταλλική κάψουλα γεμάτη καλώδια που συνδέονται στο κεφάλι και το στήθος του και του επιτρέπουν να ελέγχει το άβατάρ του με εγκεφαλικά κύματα. Αλλά ο Τζέικ είναι όντως ξύπνιος. Τα χέρια που φέρνει μπροστά στο πρόσωπό του είναι μακριά και μπλε. Παραπατάει αδέξια στο δωμάτιο, ενώ οι άνθρωποι, που ξαφνικά του φαίνονται πολύ μικροί, τρέχουν γύρω του. Η ουρά του τινάζεται, ρίχνοντας πράγματα δεξιά και αριστερά, και όσο απίστευτο κι αν φαίνεται μπορεί και κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών του! Ο Τζέικ είναι μέσα στο άβατάρ του και νιώθει φανταστικά! Έπειτα από αρκετές μέρες εκπαίδευσης και προσπάθειας να συνηθίσει το καινούριο του σώμα, ο Τζέικ είναι επιτέλους έτοιμος να πιάσει δουλειά. Το ελικόπτερο μεταφέρει τον Τζέικ και τα άλλα άβαταρ σε ένα πυκνό τροπικό δά 10
σος που έχει όλες τις αποχρώσεις του πράσινου μιας παλέτας. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από την ομίχλη, την οποία διαπερνούν μόνο οι κορυφές των βουνών. Κοπάδια από ένα άγνωστο είδος πουλιών, στα φωτεινά χρώματα του ουράνιου τόξου, πετούν από κάτω τους. Ο Τζέικ μένει άναυδος από το φυσικό πλούτο της Πανδώρας, που σφύζει από ζωή. Μόλις προσγειώνονται, έρχεται στην επιφάνεια η στρατιωτική εκπαίδευση του Τζέικ. Πηδάει από το ελικόπτερο έχοντας ήδη το όπλο του προτεταμένο. Το πρώτο πράγμα που του κάνει εντύπωση είναι η πληθώρα των πλασμάτων γύρω του, μεγάλων και μικρών. Τα δέντρα είναι χοντρά και τόσο ψηλά, ώστε σχεδόν κρύβουν τον ουρανό με τα πυκνά φυλλώματά τους. Τα χρώματα του δάσους είναι απίστευτα όχι το απλό πράσινο και το καφέ της Γης του παρελθόντος. Αυτό το δάσος είναι ένα όνειρο από ροζ, μοβ και μπλε. Καθώς η ομάδα ξεκινάει να εξερευνήσει το δάσος, συναντάει σχεδόν αμέσως ένα κοπάδι κερατόσαυρων που βόσκει. Ο Τζέικ είχε μάθει γι αυτούς στα βιβλία που του είχαν δώσει να διαβάσει, αλλά το να βλέπει από τόσο κοντά αυτά τα τεράστια πλάσματα με τα έξι πόδια, τα οποία μοιάζουν με βουβάλια, του κόβει την ανάσα. Λίγο αργότερα, ο Τζέικ ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν προλεμούριο, 11
ένα κίτρινο και άτριχο είδος πιθήκου που τους προσπερνάει πηδώντας από κλαδί σε κλαδί. Ο Τζέικ χαμογελάει, νιώθοντας πάλι παιδί σε αυτό τον καινούριο κόσμο. Τα μάτια του κοιτάζουν με λαιμαργία τριγύρω και κάθε φορά προσέχουν κάτι διαφορετικό. Ο Τζέικ απομακρύνεται λίγο από την ομάδα, προς μια συστάδα από αφράτα, πανέμορφα φυτά, και απλώνει το χέρι για να ακουμπήσει απαλά ένα, όταν... ΦΟΥΠ! Αυτό μαζεύεται και κρύβεται στο έδαφος! Ακουμπάει ένα άλλο ΦΟΥΠ! Αρχίζει να τα αγγίζει όλα γελώντας ΦΟΥΠ, ΦΟΥΠ! Όταν εξαφανίζονται τα φυτά, μπροστά του στέκεται ένα πελώριο θηρίο που μοιάζει με ρινόκερο και το κεφάλι του έχει το σχήμα σφυροκέφαλου καρχαρία με τη μόνη διαφορά πως είναι στο μέγεθος σπιτιού! Αυτό το πλάσμα είναι ένας σφυροκέφαλος τιτανόθηρος και ο Τζέικ έχει μπλέξει για τα καλά. Το οργισμένο ρουθούνισμα του ζώου ανεμίζει τα μαλλιά του Τζέικ προς τα πίσω. Στο κεφάλι του υπάρχει κάτι που μοιάζει με αρματωμένο λουλούδι οχτώ πέταλα σε νέον χρώματα, βιολετί, ροζ και μπλε. Το σώμα του είναι βαθύ πράσινο της ελιάς με γκρι ρίγες. Κοιτάζει τον Τζέικ και σε κλάσμα του δευτερολέπτου τού επιτίθεται. «Μην κουνηθείς!» του φωνάζει η δρ Γκρέις Όγκουστιν, η επικεφαλής επιστήμονας του προγράμματος «Άβαταρ». 12
Ο σφυροκέφαλος ορμάει μουγκρίζοντας στον Τζέικ. Ο Τζέικ αποστρέφει το πρόσωπο από τη δρα Όγκουστιν και φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί, τρέχοντας κι αυτός καταπάνω στο θηρίο. Ο σφυροκέφαλος σταματάει απότομα, κατεβάζει το κεφάλι, κάνει επιτόπου μεταβολή και όπου φύγει φύγει. «Χα!» Ο Τζέικ ξεσπάει σε γέλια και πανηγυρίζει, τρέμοντας ακόμα από το φόβο του. Και τότε νιώθει μέχρι το μεδούλι των οστών του αυτό που ακούν τα αφτιά του. Ένα βαθύ και δυνατό γρύλισμα από πίσω του. Ο Τζέικ παγώνει. Προτού μπορέσει να πάρει ανάσα, πάνω από το κεφάλι του πηδάει ένα τεράστιο αιλουροειδές στο μέγεθος ημιφορτηγού και στο χρώμα της νύχτας. Το τέρας που ο Τζέικ ξέρει πως ονομάζεται θάνατορ τον κοιτάζει με τα διαπεραστικά κίτρινα μάτια του, γρυλίζοντας και αποκαλύπτοντας μακριά, σχεδόν γυάλινα δόντια. Είναι θυμωμένο και τα έξι πόδια του συσπειρωμένα, καθώς ετοιμάζεται να του επιτεθεί. Ο Τζέικ φωνάζει προς τη δρα Όγκουστιν: «Τι κάνω τώρα με αυτό; Μένω ακίνητος;» «Όχι, Τζέικ! Τρέξε! Τρέξε γρήγορα!» του απαντάει εκείνη με αγωνία. Ο Τζέικ νιώθει τα μηνίγγια του να χτυπούν καθώς στρέφεται απότομα και αρχίζει να τρέχει μέσα στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούν να τρέξουν τα καινούρια πόδια του 13
άβατάρ του. Ενεργώντας με βάση το ένστικτο, πηδάει πάνω από βράχους και περνάει μέσα από κλαδιά και βλάστηση. Ο Τζέικ δεν κοιτάζει πίσω, γιατί ξέρει ότι στο κατόπι του είναι μια τεράστια μάζα από νύχια και δόντια. Χώνεται μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου και οπλίζει το όπλο του. Το θάνατορ χτυπάει με μανία τις ρίζες, με τόση μανία, ώστε ταρακουνάει ολόκληρο το τεράστιο δέντρο. Ο Τζέικ πιέζει τη σκανδάλη, αλλά οι σφαίρες του είναι άχρηστες εναντίον αυτού του θηρίου. Προτού καταλάβει τι συμβαίνει, ο Τζέικ βρίσκεται στον αέρα. Χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και ο κόσμος αρχίζει να γυρίζει γύρω του. Το θάνατορ, που τον έχει βουτήξει από το σακίδιο που κρέμεται στην πλάτη του, τον κουνάει βίαια πέρα δώθε. Ο Τζέικ με δυσκολία καταφέρνει να ελέγξει τα χέρια του και να λύσει τα λουριά του σακιδίου του. Σωριάζεται στο έδαφος, αλλά καταφέρνει να σταθεί γρήγορα στα πόδια του και, με την καρδιά του να σφυροκοπάει, αρχίζει να τρέχει στα τυφλά προς την κατεύθυνση απ όπου έρχεται ο ήχος νερού που πέφτει από ψηλά. Έπειτα από δευτερόλεπτα στέκεται σε ένα σημείο όπου έχει την αίσθηση πως είναι η άκρη της Πανδώρας. Έχοντας να επιλέξει μεταξύ μιας μεγάλης πτώσης και του βέβαιου θανάτου, ο Τζέικ παίρνει βαθιά ανάσα και πηδάει. 14
Πασχίζοντας να ανασάνει κάτω από το ορμητικό νερό των καταρρακτών, ο Τζέικ καταφέρνει να κρατήσει με δυσκολία το κεφάλι του στην επιφάνεια, μέχρι που πιάνεται από ένα κλαδί και σιγά σιγά πλησιάζει την όχθη. Αγκομαχώντας ακόμα, κοιτάζει ψηλά πίσω του και βλέπει το θάνατορ να τον κοιτάζει κι αυτό. Ο βρυχηθμός του αντιλαλεί σε όλο το δάσος. 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ Ο ΤΖΕΪΚ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ και στο μυαλό του αντηχούν τα λόγια του συνταγματάρχη Κουάριτς κατά τη διάρκεια της ενημέρωσής τους. Πρέπει να επιβιώσει... αλλά πώς; Ο Τζέικ ψαχουλεύει στην τσέπη του και ανακαλύπτει ένα σουγιά με γρήγορες κινήσεις φτιάχνει ένα ακόντιο από ένα χοντρό κλαδί που βρίσκει στην όχθη. Κοιτάζει γύρω του, αλλά δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πού βρίσκεται ή για το πώς θα γυρίσει στη βάση. Αρχίζει να περπατάει. Πολύ προσεκτικά. Ψηλά, ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, ένα ζευγάρι χρυσαφιά μάτια παρακολουθεί κάθε κίνηση του Τζέικ. Η Νεϊτίρι, μια νεαρή Νάβι, τον παρατηρεί με ένα μείγμα περιέργειας και θυμού. Παρόλο που ο Τζέικ μοιάζει με Νάβι, η Νεϊτίρι διακρίνει με ευκολία πως είναι ένα άβαταρ φτιαγμένο από τους ανθρώπους. Άνθρωποι! Έχουν ήδη κάνει τόσο κακό στο λαό των Νάβι και στο δάσος, με τα όπλα και τις εξορύξεις τους. Η Νεϊτίρι παίρνει θέση, σηκώνει το μεγάλο τόξο της και σημαδεύει τον Τζέικ με το βέλος της. Παίρνει βαθιά ανά 16
σα και, ενώ είναι έτοιμη να ρίξει το βέλος, ένα μικρό φως που μοιάζει με το λευκό σπόρο της πικραλίδας, τον «κλέφτη», και ονομάζεται δεντροξωτικό, ή ατοκιρίνα στη γλώσσα των Νάβι, αιωρείται νωχελικά στον αέρα και προσγειώνεται στην άκρη του βέλους της. Οι Νάβι είναι ένας βαθιά πνευματικός λαός και πιστεύουν πως το δεντροξωτικό είναι σπόρος από το Μεγάλο Δέντρο, που συνδέεται με την Έιβα, τη Μητέρα των Πάντων στην Πανδώρα. Η Νεϊτίρι κοιτάζει αποσβολωμένη το σπόρο καθώς αυτός σηκώνεται και πάλι από το βέλος και αρχίζει να αιωρείται στον αέρα. Χαμηλώνει το τόξο της. Η νύχτα πέφτει γρήγορα και οι ήχοι του δάσους γίνονται πιο δυνατοί γύρω από τον Τζέικ. Με ξέφρενη ταχύτητα, εκείνος τυλίγει την μπλούζα του στην άκρη ενός άλλου κλαδιού και στη συνέχεια τη βουτάει σε χυμό δέντρου. Βάζει φωτιά με τον αναπτήρα του και κουνάει το κλαδί πέρα δώθε, ανακαλύπτοντας πως οι ήχοι που τον κυνηγούσαν τόση ώρα προέρχονται από καμιά δεκαριά, τουλάχιστον, ύπουλα, κυνόμορφα πλάσματα με κοφτερά δόντια και γυαλιστερό μαύρο δέρμα με κόκκινες ρίγες. Τα έξι πόδια τους τους επέτρεψαν να περικυκλώσουν τον Τζέικ στο έδαφος και να αναρριχηθούν αθόρυβα στα κλαδιά των δέντρων από πάνω του. Αυτά τα πλάσματα ονομάζονται εχιδνόλυκοι και ο Τζέικ καταλαβαίνει πλέον πως μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει. 17
Κραδαίνει τον αυτοσχέδιο πυρσό του σαν ρόπαλο, μέχρι που δεν μπορεί να τους κρατήσει άλλο μακριά. Μέσα σε μια παραζάλη από δέρμα και τρομερά νύχια, οι εχιδνόλυκοι του επιτίθενται. Ο Τζέικ χτυπάει έναν με τον πυρσό του. Αρπάζοντας το ακόντιό του και με τα δύο χέρια, γυρνάει γύρω γύρω, καρφώνοντας τον ένα μετά τον άλλο τους λύκους. Ο Τζέικ ακούει μια κραυγή και αντιλαμβάνεται πως είναι ο ήχος της δικής του φωνής, καθώς τρεις από αυτούς πηδούν καταπάνω του, με τα σαγόνια τους να ανοιγοκλείνουν απειλητικά. Πεσμένος στο έδαφος, ο Τζέικ κλοτσάει και κουνάει απελπισμένα το ακόντιό του. Δύο σειρές δυνατά δόντια γραπώνουν το ακόντιο και το σπάζουν στη μέση. Το μόνο που τον χωρίζει τώρα από τα δόντια που βρίσκονται μερικά εκατοστά από το πρόσωπό του είναι τα δυο του χέρια. 18
Σπρώχνει το θηρίο με όση δύναμη διαθέτει, όταν ξαφνικά το νιώθει να ηρεμεί. Ο Τζέικ πετάει το ζώο στο έδαφος ένα βέλος προεξέχει από το στήθος του. Ανασηκώνει το κεφάλι, και ξαφνικά τα πάντα γύρω του φαίνεται να κινούνται σε αργή κίνηση. Μια μπλε λάμψη πετάγεται από ένα ψηλό δέντρο. Οι εχιδνόλυκοι αρχίζουν να πέφτουν γύρω του νεκροί. Μέσα σε μια στιγμή, οι υπόλοιποι λύκοι εξαφανίζονται, τρέχοντας με την ουρά στα σκέλια προς το δάσος. Μπροστά στον Τζέικ στέκεται μια λεπτή αλλά μυώδης θηλυκή Νάβι, ψηλή και γεμάτη χάρη στις κινήσεις της. Η ουρά της συρίζει καθώς σκύβει πάνω από έναν πεσμένο λύκο, και ο Τζέικ αντιλαμβάνεται πως αυτή η Νάβι είναι πανέμορφη. Αφαιρεί τα βέλη της από τους νεκρούς λύκους, ψιθυρίζοντάς τους τρυφερά λόγια σε μια γλώσσα που ο Τζέικ πάσχιζε να μάθει και να προφέρει. Η Νεϊτίρι αρπάζει τον πυρσό του Τζέικ, που είναι ακόμα αναμμένος, και τον πετάει στο ποτάμι. «Περίμενε! Μη!» φωνάζει ο Τζέικ. Η Νεϊτίρι ορμάει προς το μέρος του και του βάζει τις φωνές στη γλώσσα του: «Εσύ φταις γι αυτό! Δε χρειαζόταν να πεθάνουν!» «Έι, αυτοί επιτέθηκαν σ εμένα! Πώς έγινα εγώ ο κακός;» ρωτάει ο Τζέικ. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί εκείνη είναι θυμωμένη. 19