Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α



Σχετικά έγγραφα
ι. ΣΤΑΔΙΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ιι. ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ιιι. ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ & ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

Κ.Ι.Ε. Τ Ο Κ Α Π Ν Ο Λ Ο Γ Ι ΚΟ Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ε Λ Λ Α Δ Ο Σ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Επιβλέπουσες Καθηγήτριες: Αι. Στεφανίδου, Κ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Δ/ΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΙΙ Σύμφωνα με το εγκεκριμένο κτιριολογικό πρόγραμμα στο κτίριο ΙΙ δεν προβλέπεται κάποια προσθήκη

Παραδείγματα της επίδρασης επεμβάσεων. Φ. Β. Καραντώνη Δρ Πολιτικός Μηχανικός Λέκτορας Πανεπιστημίου Πατρών

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΑΔΑ: 4ΙΙΒΕΜ-Β8 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Βικελαία Βιβλιοθήκη. Έναρξη εργασιών Β Φάσης (τελικής)

ΑΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΡΓΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΦΕΡΟΝΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ - ΙΙ

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Η/Μ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

ΥΠΕΝ Αυθαίρετα: Όλη η απόφαση για τις στατικές μελέτες Σε «καραντίνα» τα ανεπαρκή κτίρια Οι εξαιρέσεις και τα οικονομικά κίνητρα

Οδηγίες για την εργασία στα πλαίσια του

ΘΕΜΑ: «ΜΙΚΡΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ»

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΑΔΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ

«ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ, ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ»

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ:ΚΩΣΤΑΣ ΑΔΑΜΑΚΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Π.Θ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ TICCIH

ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΒΑΡΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ξενοδοχείο 4* «Virginia Hotel» εκτός Σχεδίου Δήμος Ρόδου

Η Αρχιτεκτονική του κελύφους και της δομής των κτιρίων

Το κτίριο περιγράφεται σχηµατικά από το τρίπτυχο: δοµή, µορφή, περιεχόµενο

«Οι Σπουδές στην Αρχιτεκτονική»

ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ

ΕΠΙ ΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Φ.Α. ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ- ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Δ/ΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ :ΣΑΤΑ ΣΧΟΛΕΙΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πολιτικών Μηχανικών Πολιτικών Δομικών Έργων Πολιτικών Δομικών Έργων Πολιτικών Μηχανικών ΤΕ, μέχρι και τη Δευτέρα

ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ, ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΩΝ Τµήµα Προγραµµατισµού και Μελετών

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ

Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε. Γενική Διεύθυνση Έργων & Εφαρμογής Νέων Τεχνολογιών Διεύθυνση Μελετών Έργων. Έργο:

Ιωάννης Τριπιδάκης. Οικοδομική Ι Δίκτυα Κτιρίων και Πόλεων. Ανελκυστήρες. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Αρχιτεκτονικός διαγωνισμός

Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ (Σ.Τ.ΕΦ.) ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Τ.Ε. (ΤΡΙΚΑΛΑ) ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η/Υ

ΟΔΗΓΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Πρότυπο Κόστος Επενδυτικών Έργων Ν. 4399/2016

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΑΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ Πολεοδομία Πολεοδομία είναι η επιστήμη που μελετά τα προβλήματα των πόλεων και προτείνει λύσεις για την αντιμετώπισή τους

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΠΌ ΦΕΡΟΥΣΑ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ ΓΙΑ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ Προσομοίωση κτιρίων από τοιχοποιία με : 1) Πεπερασμένα στοιχεία 2) Γραμμικά στοιχεί

Κύριες δραστηριότητες εργοταξίου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

Κατακόρυφος αρμός για όλο ή μέρος του τοίχου

Βασίλειος Μαχαιράς Πολιτικός Μηχανικός Ph.D.

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕ ΙΩΝ ΜΙΚΡΗΣ ΙΩΡΟΦΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΑΣΚΗΣΗ ΕΞΑΜΗΝΟΥ. Η μελέτη γενικών κατασκευαστικών σχεδίων μικρής μονοκατοικίας, που αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα.

Δήμητρα Γιαννοπούλου, Δήμητρα Μαζωνάκη, Στέλλα Μαριδάκη, Λεωνίδας Μουκάκος

ΕΘΝΙΚO ΜΕΤΣOΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕIΟ ΣΧΟΛH ΑΡΧΙΤΕΚΤOΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Επίκουρη Καθηγήτρια

Δόμηση. Επαγγελματισμός. Όραμα. Άνθρωπος

Τ Ε Υ Χ Ο Σ Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ω Ν Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΤΙΡΙΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

Θέμα: ΟΡΓΑΝΩΣΗ & ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Η. Ερευνητικό πρόγραμμα - μελέτη :

Η σημασία του φέροντος οργανισμού στην αρχιτεκτονική σύνθεση

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

ΕΡΓΟ: ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΝΟΙΚΟΥ

Τμήμα Α7. Ανακαλύπτοντας τον κρυμμένο αρχιτεκτονικό θησαυρό της γειτονιάς μας

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥΣΕΙΟ ΥΔΡΟΚΙΝΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΛΟ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ: ΓΚΙΓΚΕΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗ ΕΙΡΗΝΗ

Μεταπολεμική αρχιτεκτονική (παγκόσμιος πόλεμος κ ύστερα)

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Τεχνική Έκθεση ΦΟΡΕΑΣ: ΕΡΓΟ:

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΓΑΡΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ & ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

ΔΩΔΕΚΑΘΕΣΙΟ ΔHMOTIKO ΣXOΛEIO ΣTΑ ΚΑΤΩ ΠΑΤΗΣΙΑ

AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τα κτήρια λένε την ιστορία τους. 48o Γυμνάσιο Αθηνών ΔΑΝΣΜ. Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού

Λόγια Αρχιτεκτονική - Νεοκλασικισµός

Υπόγειο δίκτυο πρόσβασης Ένα νέο έδαφος

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ : Δήμος Ρεθυμνου. ΘΕΣΗ : Εντός οικισμού Γερανίου, Δήμοτικη Ενότητα Νικηφόρου Φωκά, Δημός Ρεθύμνου.

(cost approach) 2/11/07 2

Μελέτη Ενεργειακής Απόδοσης

Ενίσχυση Κτιρίων Ο/Σ. 1. Βασικές Μέθοδοι 2. Στρατηγική Επεμβάσεων 3. Παραδείγματα Εφαρμογής. ΑΛΦΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Τ.Ε.

NOISIS Σύμβουλοι Επιχειρησιακής Στρατηγικής και Ανάπτυξης Α.Ε.

Ημερολόγιο Η Γ Ο Υ Μ Ε Ν Ι Τ Σ Α. Εικόνες της πόλης στον χρόν ο. σχεδιασμός: ΛΒ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ Γ ΕΠΑΛ 29 / 04 / 2018

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟ ΟΜΙΑ Φονξιοναλισµός και Κονστρουκτιβισµός

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

4. ΗΜΟΣ ΣΠΕΡΧΕΙΑ ΑΣ

Δημοτικό Κέντρο Θεάτρου και Μουσικής στην Ιεράπετρα

TEXNIKH ΕΚΘΕΣΗ

Μελέτη: Τοπογραφικό διάγραμμα περιοχής μελέτης Αποτύπωση κτιρίου αποδυτηρίων γηπέδου τένις Τ.Κ. Φιλιππιάδας.

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Πολυκατοικία. Γ. Σάββενας. Γιώργος Αρχιτέκτων Μηχ/κος Ε.Μ.Π. Πόλη της Ρόδου (Ανάληψη)

ΡΑΠΤΗΣ ΠΤΕΛΕΑ ΛΕΙΒΑΔΑΚΙ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ιαµόρφωση περιβάλλοντα χώρου στο κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου στον οικισµό της Ελιάς,.Ε. Γουβών

ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ. Αρχ. Ολυμπία

ΤΕΥΧΟΣ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ

208 Πολιτικών Μηχανικών Θεσσαλίας (Βόλος)

Transcript:

στους γονείς μου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 006 ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ... 008 01. Η περιοχή της Δράμας και ο καπνός... 008 02. Η αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου... 009 03. O αρχιτέκτων Λέανδρος Ζωίδης... 011 04. To Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος... 014 ΙΙΙ. ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ... 020 01. Περιγραφή του κτιρίου... 020 02. Τυπολογική και μορφολογική ανάλυση... 034 ΙV. ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΦΕΡΟΝΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ... 038 01. Η μέθοδος... 038 02. Ο κατακόρυφος φέρων οργανισμός... 039 2.1. Η θεμελίωση... 039 2.2. Οι τοιχοποιίες... 039 2.3. Τα υποστυλώματα... 040 03. Ο οριζόντιος φέρων οργανισμός... 041 3.1. Οι δοκοί..... 041 3.2. Οι πλάκες....... 041 04. Άλλα στοιχεία... 042 4.1. Η στέγη... 042 4.2. Τα κλιμακοστάσια... 042 4.3. Οι επιστρώσεις των δαπέδων... 043 05. Παράρτημα κατασκευαστικών σχεδίων... 044 V. ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ... 052 01. Υγρασία... 052 02. Ρηγματώσεις... 053 03. Διάβρωση οπλισμών στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος... 055 VΙ. ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗΣ & ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ... 058 01. Πρόταση επανάχρησης... 058 02. Πρόταση αποκατάστασης αρχικής μορφής... 060

VΙΙ. ΣΤΑΤΙΚΗ & ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ... 068 01. Αντοχές υλικών & μηχανικά χαρακτηριστικά δομικών στοιχείων... 068 1.1. Πειραματικός προσδιορισμός μηχανικών χαρακτηριστικών δομικών στοιχείων... 068 1.1.1. Κρουσιμετρήσεις... 068 1.1.2. Δοκίμια από το κτίριο... 070 1.2. Μηχανικά χαρακτηριστικά δομικών στοιχείων... 071 1.2.1. Μέθοδοι προσδιορισμού των μηχανικών χαρακτηριστικών... 071 1.2.2. Συνδετικό κονίαμα τοιχοποιιών... 071 1.2.3. Οπτοπλινθοδομή... 065 1.2.4. Λιθοδομή... 069 1.2.5. Μεταλλικές διατομές... 069 1.2.6. Έδαφος θεμελίωσης..... 069 1.3. Πίνακας μηχανικών χαρακτηριστικών επιφανειακών και γραμμικών στοιχείων... 075 02. Δράσεις και αντοχές σχεδιασμού δομικών στοιχείων... 077 2.1. Ισχύοντες κανονισμοί.... 077 2.2. Μέθοδοι υπολογισμού, ελέγχου και διαστασιολόγησης..... 077 2.3. Παραδοχές μελέτης φορτίσεις.... 078 03. Προσομοίωση του φέροντα οργανισμού... 083 3.1. Παραδοχές....... 083 3.2. Ελαστική διακριτοποίηση... 084 3.2.1. Κατακόρυφα στοιχεία........ 084 3.2.2. Οριζόντια στοιχεία..... 085 3.2.3. Βασικά βήματα για την κατασκευή του μοντέλου... 088 VΙΙΙ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 01. Δυναμική απόκριση... 092 02. Τέμνουσες βάσης... 092 03. Ιδιομορφική ανάλυση αξιολόγηση απόκρισης... 092 04. Έλεγχος τάσεων θεμελίωσης... 094 05. Διαστασιολόγηση πεσσών/ανωφλίων υφιστάμενης κατάστασης... 094 5.1. Ορισμός πεσσών και ανωφλίων... 094 5.2. Έλεγχος διατομών με το e-tools και θεωρητικό υπόβαθρο... 094 5.2.1. Έλεγχος σε διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη άοπλης διατομής... 094 5.2.2. Έλεγχος σε διάτμηση άοπλης διατομής... 097 5.2.3. Δεδομένα προγράμματος EC-tools για την τοιχοποιία... 097

5.3. Συμπεράσματα σε φορτία βαρύτητας και σεισμικά φορτία... 098 06. Αξιολόγηση στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος... 099 6.1. Έλεγχος επάρκειας δοκών και στύλων... 099 6.2. Έλεγχος επάρκειας πλακών... 099 07. Αξιολόγηση μεταλλικών δοκών... 099 IX. ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΦΕΡΟΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ... 106 01. Γενικά κριτήρια και αρχές επεμβάσεων... 106 1.1. Κριτήρια επεμβάσεων... 106 1.2. Αρχές επεμβάσεων... 106 02. Επεμβάσεις ενίσχυσης στον φέροντα οργανισμό... 106 2.1. Προκαταρκτικές εργασίες... 106 2.2. Επεμβάσεις... 107 2.2.1. Συρραφή αποκολλημένων τοιχοποιιών... 107 2.2.2. Ενίσχυση τοιχοποιίας με μανδύες... 108 2.2.3. Ενίσχυση θεμελίωσης... 111 2.2.4. Αντιμετώπιση ανερχόμενης υγρασίας εδάφους... 112 2.2.5. Ενίσχυση υποστυλωμάτων οπλισμένου σκυροδέματος... 112 Χ. ΣΤΑΤΙΚΗ&ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΑΝΑΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 114 01. Παραδοχές μελέτης της πρότασης αποκατάστασης... 114 1.1. Βασικές δράσεις... 114 1.2. Τυχηματικές δράσεις... 114 02. Προσομοίωση φέροντος οργανισμού με μανδύες... 115 2.1. Μέθοδοι προσδιορισμού των μηχανικών χαρακτηριστικών της ενισχυμένης τοιχοποιίας... 115 2.1.1. Οπτοπλινθοδομή... 115 2.1.2. Αργολιθοδομή... 116 2.2. Βασικά σημεία προσομοίωσης... 117 03. Έλεγχος στατικής επάρκειας πρότασης αποκατάστασης... 118 04. Συμπεράσματα... 118- ΧΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 127

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Αρχιτεκτονικών Μνημείων και Συνόλων» της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αντικείμενο της εργασίας αποτελεί το κεντρικό κτίριο εργαστηρίων του συγκρότηματος του Καπνολογικού Ινστιτούτου Ελλάδος (Κ.Ι.Ε.) που βρίσκεται στη Δράμα. Οι περισσότερες εγκαταστάσεις του χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν η Ελλάδα προωθούσε την επιστημονική μελέτη και έρευνα σε θέματα που αφορούσαν τον καπνό. Πρόκειται για ένα αξιόλογο δείγμα της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, όπου οι κτιριακές εγκαταστάσεις αφενός κατορθώνουν να ενσωματώσουν πλευρές και εκφράσεις του μοντέρνου κινήματος και αφετέρου εξυπηρετούν τις ειδικές λειτουργίες ενός Κέντρου Αγροτικής Έρευνας. Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει ότι λόγοι κυρίως οικονομικοί, οδήγησαν στο να μην υλοποιηθεί το κτιριολογικό πρόγραμμα στο σύνολό του. Παρ όλα αυτά, το συγκρότημα του Καπνολογικού Ινστιτούτου αποτελείται σήμερα από δεκαεπτά κτίρια που εντυπωσιάζουν τόσο με την τυπολογική διάταξη και την μορφολογική σύνθεση των επιμέρους μονάδων, όσο και με την πολεοδομική τους οργάνωση στο αγρόκτημα του Κ.Ι.Ε. Η αφορμή για να ασχοληθώ με το κεντρικό κτίριο εργαστηρίων του Καπνολογικού Ινστιτούτου Ελλάδος ήταν η συμφοιτήτρια στο ΔΠΜΣ και αρχιτέκτων Κοραλλία Παπαϊωάννου. Μετά από δικιά της παραίνεση και κατόπιν δικιάς της επιλογής του εν λόγω κτιριακού συγκροτήματος ως θέμα της διπλωματικής της εργασίας, μου πρότεινε να συνεργαστούμε και να επιλέξω και εγώ με τη σειρά μου ως θέμα της διπλωματικής μου εργασίας το κεντρικό κτίριο του Καπνολογικού Ινστιτούτου, το σημαντικότερο και πιο χαρακτηριστικό κτίριο του Κ.Ι.Ε. μελετώντας το ως προς την κατασκευαστική του δομή. Πρόταση την οποία αποδέχτηκα, αφενός διότι θεωρώ ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αξιόλογο ιστορικό κτίριο, και αφετέρου διότι δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο αντίστοιχης μελέτης στο πρόσφατο παρελθόν. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από τα αρχεία του Ινστιτούτου, που σήμερα φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Δράμα. Σε αυτά βρέθηκαν στοιχεία που αφορούσαν τις αναθέσεις μελετών, την επιλογή των υλικών, τα προσχέδια μελετών κ.α. Η μελέτη εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Χρήστου Ιγνατάκη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την άψογη συνεργασία και τη συνεχή υποστήριξη και καθοδήγηση που μου προσέφερε καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησης της μελέτης. Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στη συμφοιτήτρια, φίλη και αρχιτέκτονα Κοραλλία Παπαϊωάννου για την παραίνεσή της να ασχοληθώ με το κεντρικό κτίριο του Καπνολογικού Ινστιτούτου Ελλάδος, καθώς και για το υλικό που μου παραχώρησε ευγενικά και χωρίς δεύτερη σκέψη μετά από την ολοκλήρωση της δικής της μελέτης. Επίσης, ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. κ. Γ. Λ. Ζωίδη, καθώς και τον Αρχιτέκτονα Μηχανικό Α.Π.Θ. Λ. Γ. Ζωίδη, για τις πληροφορίες που μας παρείχαν σχετικά με τη ζωή και το έργο του Λέανδρου Ι. Ζωίδη, καθώς και για το φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησαν. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται και στο προσωπικό του Ινστιτούτου και ιδιαίτερα στον κ. Ρ. Βεζιρτζόγλου για την εξυπηρέτηση στην επί τόπια έρευνα. 006

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 008 Γεωφυσικός χάρτης νομού Δράμας. Επάνω: H περιοχή των πηγών Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα. Κάτω: Οι καπναποθήκες στην περιοχή των πηγών. (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση -Πρόταση Αποκατάστασης Διπλ. Εργασία ΔΠΜΣ Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Ιστορικών Μνημείων και Συνόλων, ΑΠΘ 2012). ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 01. H περιοχή της Δράμας και ο καπνός Ο Νομός της Δράμας αποτελεί την φυσική επέκταση της κοιλάδας των Φιλίππων προς την ενδοχώρα. Καλύπτεται από το λεκανοπέδιο της Δράμας, που περιβάλλεται από τις οροσειρές του Φαλακρού, του Μενοικίου και τις υπώρειες του Παγγαίου, και από το λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου στην κοιλάδα προς την Βουλγαρία. Πρόκειται κατά βάση για αγροτικό νομό, με μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στις πεδιάδες που εκτείνονται κυρίως στο νότιο τμήμα του. Τα προϊόντα που καλλιεργούνται είναι κυρίως δημητριακά, βαμβάκι, βιομηχανική ντομάτα, καπνός, αμπέλια, φρούτα και λαχανικά. Ο οικισμός της Δράμας είναι γνωστός ήδη από τον 18ο αιώνα, με 5-6.000 κατοίκους με κυρίως αγροτική δραστηριότητα στον τομέα του ρυζιού ενώ κατά τον 19ο αιώνα, η περιοχή της Δράμας γνωρίζει σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις στην αγροτική οικονομία, αφού εγκαταλείπεται η καλλιέργεια του ρυζιού και ο καπνός θα αποτελέσει από το 1840-1860 την κύρια αγροτική ενασχόληση, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Από το 1860 και μετά, το εμπόριο του καπνού παρουσίασε σταθερή αύξηση και σταδιακά αποτέλεσε το κύριο προϊόν παραγωγής και καλλιέργειας στην περιοχή της Δράμας. Η σύνδεση της πόλης με την σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης- Κωνσταντινουπόλεως την δεκαετία του 1890 βελτιώνει την συγκοινωνιακή και οικονομική θέση της Δράμας στην περιοχή. Οι μετακινήσεις κυρίως ελληνικών πληθυσμών από την ύπαιθρο και η εγκατάσταση - αστικοποίησή τους στην Δράμα ευνοεί την ανάπτυξη του εμπορίου και ιδιαίτερα του καπνού. Την εποχή αυτή η Δράμα αναδεικνύεται σε κέντρο εμπορίου της ευρύτερης περιοχής. Στη δεκαετία του 1920, τα έργα τεχνικής υποδομής και εξυγίανσης της πεδιάδας της που ανέλαβαν ξένες εταιρείες, απέδωσαν ασφαλή καλλιεργήσιμα εδάφη. Το πρόγραμμα της αγροτικής μεταρρύθμισης που εξαγγέλλεται από το 1917 και συνδέεται με την αύξηση των καπνοκαλλιεργειών, σε συνδυασμό με τη μεγάλη προσφορά εργασίας, θα οδηγήσει στη «χρυσή περίοδο» του 1924-29 για την πόλη. Κατά την περίοδο αυτή η τάξη των καπνεμπόρων στην περιοχή διευρύνθηκε, κτίστηκαν νέα και μεγαλύτερα καπνομάγαζα και απασχολήθηκαν περισσότεροι τεχνίτες και εργάτες. Η αλματώδης αυτή αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας του καπνού στην οποία συνέβαλλαν κυρίως το λιμάνι της Καβάλας αλλά και η σιδηροδρομική σύνδεση της Δράμας με την γραμμή Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης, είχε ως αποτέλεσμα την εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων καπνού στο εξωτερικό και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και την ευημερία των κατοίκων της. Στην Δράμα υπήρχαν τουλάχιστον έντεκα καπναποθήκες, η παλαιότερη από τις οποίες βρίσκεται στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και ανοικοδομήθηκε το 1874, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στα 1880 ανοικοδομούνται οι καπναποθήκες του «Γαλλικού Μονοπωλείου». Με την άνθηση της επεξεργασίας του καπνού, ένας μεγάλος αριθμός καπναποθηκών ανοικοδομείται στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας. Η επιλογή της περιοχής αυτής για την ανέγερση των καπναποθηκών είναι σκόπιμη, καθώς η υγρασία που υπάρχει στην περιοχή λόγω των φυσικών πηγών δίπλα στις καπναποθήκες ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη φύλαξη και την επεξεργασία των φύλλων του καπνού. Το 1925 κατασκευάστηκε η επιβλητική σε μέγεθος «Αυστροελληνική» καπναποθήκη Έρμαν Σπήρερ. Όταν αυξήθηκαν οι ανάγκες για την επεξεργασία του καπνού, τα καπνομάγαζα επεκτάθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης. Τα πολυώροφα κτίσματα των καπναποθηκών που διασώζονται σήμερα, αποτελούν μεγάλα συμπαγή οικοδομήματα από πέτρα και τούβλο με σιδερένιες πόρτες και κεπέγγια, και συνήθως με βαθιά υπόγεια και μεγάλους χώρους αποθήκευσης στις σοφίτες. Με την εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου (1930) και την ανοικοδόμηση που ακολούθησε κατά την μεταπολεμική περίοδο, καταστράφηκε ένας σημαντικός αριθμός καπναποθηκών που φανέρωνε την μεγάλη ανάπτυξη της πόλης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκικής κατοχής. Οι καπναποθήκες αποτελούν ακόμη και σήμερα το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της οικονομικής άνθησης της πόλης της Δράμας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση και κρίθηκαν ως διατηρητέα μνημεία πέντε καπναποθήκες. Όλες βρίσκονται στην περιοχή των Πηγών της Αγίας Βαρβάρας. Με στόχο την προστασία και την προώθηση του εμπορίου καπνού, το 1925 δημιουργήθηκαν πρώτα τα Γραφεία Προστασίας Ελληνικού Καπνού στις πόλεις Καβάλα, Θεσσαλονίκη και Βόλο, και το 1938 και στο Αγρίνιο. Αποσκοπούσαν στην προστασία του ελληνικού καπνού σαν εμπόρευμα, την βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας, καθώς και τον συμβιβασμό των αντικρουόμενων απόψεων των καπνοκαλλιεργητών, καπνεμπόρων και καπνεργατών. Αργότερα, το 1942, τα γραφεία αυτά μετατράπηκαν σε Αυτόνομο Οργανισμό Ελληνικού Καπνού (Α.Ο.Ε.Κ.), ο οποίος, το 1957, μετονομάστηκε στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού. Έργο του ΕΟΚ ήταν η προστασία του ελληνικού καπνού, και κυρίως των παραγωγών, στο πλαίσιο της καπνικής πολιτικής που χάρασσε

η συσταθείσα από το 1951 Κεντρική Επιτροπή Καπνού. Συγκεκριμένα ο ΕΟΚ παρακολουθούσε και ρύθμιζε την καπνοκαλλιέργεια, την εμπορική επεξεργασία του καπνού, τις εξαγωγές, την τυποποίηση, τη διαφήμιση του προϊόντος, ενώ ασκούσε παρεμβατική πολιτική στην αγορά. Εκτός από την Κεντρική Υπηρεσία στην Αθήνα και το Καπνολογικό Ινστιτούτο στη Δράμα, ο ΕΟΚ περιελάμβανε περιφερειακές διευθύνσεις στη Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο και Αγρίνιο, καθώς και Περιφερειακά Γραφεία και Τοπικές Τεχνικές Υπηρεσίες. 02. Η αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σημάδεψαν καθοριστικά την πορεία και την εξέλιξη όλων των τεχνών. Τα πρωτοποριακά ρεύματα ήρθαν συνειδητά σε ρήξη με την ακαδημαϊκή τέχνη του παρελθόντος. Οι πρωτοπόροι δημιουργοί αναζήτησαν καινούριες ιδέες, αξίες και εκφραστικά μέσα, ώστε να ανταποκριθούν στα αιτήματα των καιρών και στις ραγδαία μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Οι νέες τάσεις επηρεάζουν όπως είναι φυσικό και την αρχιτεκτονική. Μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου, οι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες συνειδητοποιούν την κοινωνική τους ευθύνη απέναντι στα μαζικά προβλήματα της εποχής (πολεοδομικό, στεγαστικό, κοινωνικές υποδομές), και αναζητούν νέες λύσεις στο ζήτημα της μορφής μέσω της λειτουργίας και της κατασκευής. Ορόσημο αυτής της μεγάλης αναμορφωτικής διαδικασίας θεωρείται ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, η νέα έκφραση που περιγράφεται με τον όρο «Μοντέρνα Αρχιτεκτονική», εδραιώθηκε μετά τη λήξη του πολέμου, χάρη στην καταλυτική λειτουργία του Bauhaus και το έργο των Walter Gropius, Mies van der Rohe, Le Corbusier, των Ρώσων κονστρουκτιβιστών κ.α. Οι βασικές όμως ιδέες και αξίες του Μοντέρνου Κινήματος είχαν διαμορφωθεί πριν από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό έγινε με την πολεμική και το προδρομικό έργο των αρχιτεκτόνων της Σχολής της Βιέννης, της Σχολής του Σικάγου, του Γερμανικού Συνδέσμου (Deutscher Werkbund), των πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων Frank Lloyd Wright, Auguste Perret, Adolf Loos, των Γερμανών εξπρεσιονιστών, των Ιταλών φουτουριστών κ.α. Όπως στις τέχνες έτσι και στην αρχιτεκτονική, το Μοντέρνο Κίνημα δεν εξαφάνισε τις συμβατικότερες και ακαδημαϊκότερες αρχιτεκτονικές τάσεις. Ο εκσυγχρονισμένος εκλεκτικισμός και ο σχηματοποιημένος κλασικισμός θα παραμείνουν οι κυρίαρχες τεχνοτροπίες των επίσημων κτιρίων του Μεσοπολέμου. Επίσης, στον σχεδιασμό των ιδιωτικών μονοκατοικιών, οι συμβατικότητες της λαϊκότροπης αρχιτεκτονικής θα εξακολουθήσουν να είναι πιο διαδεδομένες απ ό,τι ο μοντερνισμός. Αντίθετα με ότι συνέβη στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην ελληνική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων, είναι εντυπωσιακή αφενός η έκλειψη του εκλεκτικισμού, και αφετέρου η εύκολη προέλαση και κυριαρχία των διαφόρων εκδοχών του Μοντερνισμού. Κατά την περίοδο 1900-1940 η σχέση των καλλιτεχνικών και αρχιτεκτονικών εξελίξεων με τις πολιτικές και κοινωνικές θα γίνει στενότερη παρά ποτέ. Πρόκειται για μια εποχή μεγάλων δημιουργικών προσπαθειών και προβληματισμών αλλά και μεγάλων απογοητεύσεων και ανακατατάξεων. Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η πολυφωνία, η μετριοπάθεια, το ζήτημα της πολιτισμικής αυτογνωσίας, η στροφή στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και η δημιουργική αφομοίωση των νεώτερων ρευμάτων της Ευρώπης. Η πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, περνά μια μεταβατική φάση, ακολουθώντας με μετριοπάθεια τα συντηρητικότερα ρεύματα της Ευρώπης: τον γαλλικό εκλεκτικισμό, τον μοντέρνο κλασικισμό και, σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, την Art Nouveau. Παράλληλα, τα νεωτερικά ρεύματα της Ευρώπης βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και φανατικούς οπαδούς. Οι περισσότεροι Έλληνες αρχιτέκτονες, οι οποίοι αναπτύσσουν έντονη δράση κατά την περίοδο 1900-1940, έχουν σπουδάσει σε αρχιτεκτονικές σχολές της Ευρώπης και της Κωνσταντινούπολης, αφού η Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ιδρύεται μόλις το 1917. Οι σπουδές σε ονομαστά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Εσπερίας, όπως είναι η Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts και η Ecole Speciale d Architecture του Παρισιού ή τα πολυτεχνεία του Μονάχου, της Δρέσδης, της Καρλσρούης και του Βερολίνου, και κυρίως η πολυετής διαμονή σε αρχιτεκτονικές μητροπόλεις της Ευρώπης τους επιτρέπει να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τα νεωτερικά και επαναστατικά ρεύματα της εποχής τους την Art Nouveau, το Jugendstil, την Art Deco, το Μοντέρνο Κίνημα κ.α. Η έλλειψη ακαδημαϊκής παράδοσης στην Ελλάδα διευκολύνει τη δημιουργική πρόσληψη αυτών των ρευμάτων από τους αρχιτέκτονές της. Το Μοντέρνο Κίνημα μάλιστα αποκτά φανατικούς θιασώτες, κυρίως ανάμεσα στους αποφοίτους της νεοσύστατης Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. Η ευνοϊκή υποδοχή αυτού του κινήματος από τους Έλληνες αρχιτέκτονες προκύπτει και από το γεγονός ότι το 1933 ήταν σε θέση να εκθέσουν κτισμένα έργα τους μοντέρνας τεχνοτροπίας και να εντυπωσιάσουν τους διάσημους ξένους συναδέλφους τους, οι οποίοι συμμετείχαν στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (IV C.I.A.M.) που τελείωσε στην Αθήνα. Η ταχύτατη επικράτηση του μοντερνισμού εκφράζει την αισιόδοξη και επιθετική νεωτερικότητα των ανερχόμενων μεσοαστών, η οποία θα επηρεάσει και τα μικροαστικά στρώματα. Ο μοντερνισμός Gropius, Το κτίριο του Bauhaus. Dessau, 1925-1926 (google images) Villa Savoye - Le Corbusier, Poissy, Paris, 1931 (google images) Fallingwater, Frank Loyd Right, Pensylvania, 1935 (google images) ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 009

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Επάνω: Οικία Κ. Φακίδη στη Γλυφάδα, 1932-1933. Στάμος Παπαδάκης. Κάτω: Κατοικία στο Πόρτο Ράφτη, 1935. Κ Παναγιωτάκος. Επάνω: Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης, 1933. Ν. Μητσάκης Κάτω: Πολυκατοικία στη Ζαΐμη και Στουρνάρη. Π. Μιχαηλίδης, Θ. Βαλεντής. (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση -Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα αφορά κυρίως τη λειτουργία και την μορφή των κτιρίων. Η κατασκευή τους είναι πολύ συμβατικότερη απ ότι στην πρωτοπόρο Ευρώπη. Παρά τη γενικευμένη χρήση ενός νέου υλικού, του οπλισμένου σκυροδέματος, οι ελληνικές οικοδομές δεν διαθέτουν ούτε την υψηλή τεχνολογία ούτε την τυποποίηση που χαρακτηρίζουν τις κατασκευές των ευρωπαϊκών τους προτύπων. Στη περίπτωση του Μεσοπολεμικού art deco αντί για την αμιγή διατύπωση του Hoffman με τις επιμαρμαρώσεις, τα μεταλλικά γεωμετρικά μοτίβα από σφυρήλατο σίδερο και την χρυσοποίκιλτη πολυτέλεια των γεωμετρικών όγκων, οι ίδιες σοφές γεωμετρίες του τεταρτοκυκλικού εξώστη ή της μεγάλης κατακόρυφης γράμμωσης σ όλο το ύψος της οικοδομής, πραγματοποιούνται με τα ευτελέστερα διαθέσιμα μέσα: κορνιζώματα του ενός τούβλου ή σχοινοτενή λευκά πρέκια πάνω σε επιχρισμένες επιφάνειες βαμμένες με υδρόχρωμα κόλλας, μεταλλικά στηθαία από συμπαγή σιδηρόβεργα τετραγωνικής διατομής και μεταλλικές εύκαμπτες λάμες. Η σπουδή προσχώρησης των ελλήνων αρχιτεκτόνων στο μεσοπολεμικό ρασιοναλισμό ανιχνεύεται κυρίως στις επίσημες κρατικές εκφράσεις (π.χ. το πρόγραμμα σχολικής στέγης). Αρκετές από τις αρχές του Μοντέρνου Κινήματος χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία και για την αντιμετώπιση της καθημερινής αρχιτεκτονικής: της κατοικίας (αστικής πολυκατοικίας και μονοκατοικίας, εργατικής και προσφυγικής κατοικίας), των εγκαταστάσεων υγείας και πρόνοιας και των εμπορικών κτιρίων. Στη μακρά περίοδο συγκατοίκησης των δύο αντίπαλων αρχιτεκτονικών εκφράσεων, του εκλεκτικισμού και του μοντέρνου διαμορφώνεται ένας καταμερισμός, όπου ο εκλεκτικισμός συντηρείται χάρη στην ιδιωτική παραγγελία, ενώ το μοντέρνο εκπροσωπείται, στη μεσοπολεμική τουλάχιστον φάση, από τα μεγάλα κρατικά προγράμματα. Στις ιδιωτικές μονοκατοικίες, οι συντηρητικότερες τεχνοτροπίες, ο εκλεκτικισμός, η δυτικότροπη γραφική αρχιτεκτονική και ο εγχώριος λαϊκισμός είναι πιο διαδεδομένα απ ότι ο μοντερνισμός. Κατά την ίδια περίοδο, δείγματα της νέας γραφής δίνουν σε ιδιωτικά έργα πρωτοπόροι αρχιτέκτονες. Οι νέοι αρχιτέκτονες επιστρέφοντας από τα νεωτερικά πανεπιστήμια της Βιέννης ή του Βερολίνου, μεταγγίζουν στο σώμα της αναγεννώμενης πόλης την εικονογραφία της κεντροευρωπαϊκής αστικότητας, εμβολιασμένη με τις αφαιρετικές οδηγίες ενός πειραματικού μοντερνισμού. Η υιοθέτηση του ρασιοναλισμού ενδίδοντας σε στοιχεία του art deco, αναγνωρίζονται σε κτίρια ασυνήθιστα μεγάλα για τα δεδομένα του κέντρου της πόλης (Ηλύσια, 1936). δίπλωμά τους πριν από το 1927, πράγμα το οποίο τους επέτρεπε να αναπτύξουν δραστηριότητα στην κοσμογονική δεκαετία του 30. Γεννημένοι όλοι τους πριν από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο σε διάφορες πόλεις και σε ελληνικές παροικίες της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σπούδασαν κατά κανόνα στο εξωτερικό και σταδιοδρόμησαν κυρίως στην πρωτεύουσα της διευρυμένης ελληνικής επικράτειας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι αρχιτέκτονες με μεγάλο ή σημαντικό κτισμένο έργο στα χρόνια του Μεσοπολέμου δεν ήταν πολλοί. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Αρκετοί αρχιτέκτονες είχαν στελεχώσει δημόσιες και δημοτικές τεχνικές υπηρεσίες με περιορισμένο κτηριακό αντικείμενο. Το τεράστιο πρόγραμμα των νέων σχολικών κτιρίων του Υπουργείου Παιδείας και τα κρατικά προγράμματα λαϊκής προσφυγικής στέγης αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα. Λίγοι αρχιτέκτονες είχαν τη δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Βασικότεροι εργοδότες τους, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως το 1940, υπήρξαν κοσμοπολίτες επενδυτές και καλλιεργημένοι μεσοαστοί. Γι αυτό και ένα μικρό μόνο μέρος των αστικών κτιρίων είχε αρχιτεκτονική υπογραφή. Τα περισσότερα ήταν έργα αρχιτεκτονούντων πολιτικών μηχανικών, εργολάβων και εμπειροτεχνών. 010 Το 1936, στα μητρώα του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος ήταν εγγεγραμμένοι 267 αρχιτέκτονες. Οι 202 είχαν αποκτήσει το

03. Ο αρχιτέκτων Λέανδρος Ζωίδης (1900-1965) Ο Λέανδρος Ζωίδης, ένας χαρισματικός αρχιτέκτονας της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, δεν βρήκε ακόμη την αναγνώριση που αξίζει. Ο ήπιων τόνων χαρακτήρας του και η αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής ως καθαρά βιοποριστικό επάγγελμα δεν αποτελούσαν τους μόνους λόγους για τους οποίους το έργο του παραμένει σχεδόν άγνωστο. Όντας αρχιτέκτων ιδιωτικών κυρίως κτιρίων σε αντίθεση με τους μαχόμενους μοντερνιστές της γενιάς του 30 (Ν. Μητσάκη, Στ. Παπαδάκη, Ι. Δεσποτόπουλο, Π. Καραντινό, κ.α.) οι οποίοι ήλθαν στο προσκήνιο ως πρωταγωνιστές του IV C.I.A.M. στην Αθήνα (1933) ή ως μελετητές δημοσίων κτιρίων, έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αφού επέλεγε να μη δημοσιεύει το έργο του. Πρόκειται για μια κατηγορία αρχιτεκτονικού έργου που δέχθηκε την γόνιμη επίδρασή του Μοντέρνου Κινήματος, και μέχρι σήμερα έχει μελετηθεί ελάχιστα. Καταγωγή Είδε το φως στην τουρκοκρατούμενη Κομοτηνή (Γκιουμουλντζίνα) στις 9 Αυγούστου του 1900. Ήταν το έκτο από τα επτά παιδιά του τραπεζίτη και διευθυντού της Οθωμανικής Τράπεζας Κομοτηνής Ιωάννη, και της Αγγελικής. Γόνος μιας από τις επιφανέστερες οικογένειες της περιοχής, είχε την τύχη να σπουδάσει στο εξωτερικό και να συνδεθεί με την διακριτική ελίτ του πνεύματος και της επιστήμης. Σπουδές Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κομοτηνή μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων. Το 1912 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη όπου το 1918 αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο Αρρένων. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, γνωρίστηκε και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον Β. Λίγδα (ιατρός) και τον Α. Σιάγα (αρχιτέκτονας), με τον οποίο ήταν συμμαθητές. Το 1919 έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό μαζί με τον Β. Λίγδα. Κατέβηκαν στην Αθήνα, και πήραν το πλοίο από Πειραιά για την Μασσαλία. Από εκεί πήγε στην Ελβετία όπου έγινε δεκτός στο τμήμα των Πολιτικών Μηχανικών της Ecole d Inginieurs de Lausanne. Εκεί, παρακολούθησε μαθήματα για τα επόμενα δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Λωζάννη έκανε αρκετά ταξίδια στην Κεντρική Ευρώπη, όταν το καλοκαίρι του 1921 επισκέφτηκε το Βερολίνο που φαίνεται να τον γοητεύει. Η «πολιτιστική πρωτεύουσα» της Ευρώπης την εποχή αυτή, συγκέντρωνε πλήθος εξεχουσών προσωπικοτήτων των επιστημών και των τεχνών. Το κλίμα που επικρατούσε εντυπωσίασε τον νεαρό σπουδαστή, και προτού τελειώσει τις σπουδές του, τον Σεπτέμβριο του 1921 γράφτηκε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου του Βερολίνου (Technische Hocshschule Berlin-Charlottenburg). Το Βερολίνο ήταν ένας μεγάλος σταθμός για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του έργου του Λ. Ζωίδη. Η δεκαετία του 1920 υπήρξε χρυσή για την πόλη, η οποία προσέλκυε ανθρώπους από όλη την Γερμανία και την Ευρώπη. Η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών και η συγκέντρωση πλήθους επιστημόνων, καλλιτεχνών και διανοούμενων, προσέδωσαν στην πόλη έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Τα χρόνια αυτά, η αρχιτεκτονική παιδεία στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου είναι έντονα επηρεασμένη από την ιδεολογία και το έργο των αρχιτεκτόνων της Werkbund. Δίνεται έμφαση στις λειτουργικοεργονομικές και τεχνοοικονομικές παραμέτρους, ενώ ζητούμενο των σπουδών αποτελεί η βαθειά γνώση της κατασκευής γι αυτό και γίνεται πρακτική άσκηση σε εργοτάξιο. Καθηγητές του Λ. Ζωίδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του υπήρξαν οι Josef Brix (1859-1943), Felix Genzmer (1856-1929), Bruno Schulz (1865-1932), Eugen Schmoll (1880-1926), Emil Ruster (1883-1949), και Hans Poelzig (1869-1936), του οποίου το έργο φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα. Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1923, επισκέπτεται την πρώτη έκθεση του Bauhaus στη Βαϊμάρη, και σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1926, καταθέτει την διπλωματική του εργασία με θέμα «Σανατόριο στην Ελλάδα». Επαγγελματική σταδιοδρομία Την άνοιξη του 1926 επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται ως υπάλληλος του Υπουργείου Συγκοινωνίας στο Γραφείο Σχεδίου Πόλεως Αθηνών. Έναν χρόνο αργότερα διορίζεται ως δημομηχανικός στο δήμο Κομοτηνής, όπου και παραμένει μέχρι τις αρχές του 1929 όταν και αποφασίζει να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Τους πρώτους μήνες του 1929 εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας στη Θεσσαλονίκη, διατηρώντας από κοινού γραφείο με τον πολιτικό μηχανικό Ευ. Γκέκα. Αυτό το διάστημα κάνει έργα στην Κατερίνη (Δημοτικό καφενείο στο Πάρκο), καθώς και πολλές ιδιωτικές μονοκατοικίες. Η αναγνώριση του έργου του έρχεται με το Β Βραβείο στον Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό για το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, ενώ το πρώτο σημαντικό υλοποιημένο έργο του είναι η οικοδομή στην Προϊου και Κλόνταρη, η οποία σχεδιάζεται και χτίζεται το 1929. Η οικοδομή αυτή διαθέτει αρκετά νεωτερικά στοιχεία, και σηματοδοτεί την μετάβαση από τον εκλεκτικισμό που προσδιορίζει τη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του 1920, στο ιδίωμα του Art Deco, που θα κυριαρχήσει στην επόμενη δεκαετία. Ο Λέανδρος Ι. Ζωίδης, Από το αρχείο του Γ. Λ. Ζωίδη. ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 011

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 012 Επάνω: Κινηματογράφος Ηλύσια (1930), Λ. Ζωίδης Κάτω: Πολυκατοικία, Αντιγονιδών 1(1926) Λ. Ζωίδης (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). Τα δύο επόμενα έργα του, είναι αυτά που θα τον προσδιορίσουν και θα τον κατατάξουν ανάμεσα στους μεγάλους αρχιτέκτονες της Θεσσαλονίκης και του βορειοελλαδικού χώρου. Πρόκειται για το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος (1929) και τα Ηλύσια, των οποίων τη μελέτη ανέλαβε με διαφορά ενός μήνα. Σε αυτά τα έργα διαμορφώνεται η αρχιτεκτονική του ταυτότητα που τον καθορίζει σε όλα τα επόμενα έργα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και διατηρείται ως ένα βαθμό σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι το 1931 ο αρχιτέκτονας καλείται στον Κλειστό Διαγωνισμό για το Ινστιτούτο Βάμβακος στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, θεωρούμενος ένας από τους πέντε καλύτερους αρχιτέκτονες της πόλης. Έναν ακόμη σταθμό στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και την αναγνώριση του έργου του, αποτελεί η δημοσίευση του Κ.Ι.Ε. στα Τεχνικά Χρονικά τον Απρίλιο του 1933. Τα χρόνια 1938-1940 εργάζεται στο γραφείο μελετών της Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής Και Αντιλήψεως, και τον επόμενο χρόνο ως μηχανικός στην Παθητική Αεροάμυνα Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου κλείνει το γραφείο του και διακόπτει την επαγγελματική του δραστηριότητα. Τα πρώτα χρόνια μετά τον Πόλεμο οι δουλειές που του ανατίθενται είναι ελάχιστες. Την περίοδο 1946-1950 απασχολείται στο πρόγραμμα του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως. Στο πλαίσιο της Ανοικοδόμησης εκπονεί πληθώρα πολεοδομικών σχεδίων για οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας και συνεργάζεται με τον Ιωάννη Τριανταφυλλίδη. Την περίοδο αυτή (1948-1950) σχεδιάζει και πραγματοποιεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου στη Θέρμη. Την διετία 1950-1952 εργάζεται στις Τεχνικές Υπηρεσίες του ΕΟΤ και της ΔΕΘ, ενώ παράλληλα εκπονεί μελέτες για την ΔΕΗ και τον ΟΤΕ, αλλά και μελέτες μονοκατοικιών και πολυκατοικιών. Κύρια ενασχόλησή του μετά το 1950 αποτελεί η μελέτη για τις καπναποθήκες του ΕΟΚ. Μελετά στο σύνολο 12 Καπναποθήκες, καθώς και ορισμένες καπναποθήκες ιδιωτικών εταιριών. Απασχολείται με την μελέτη και την κατασκευή αυτής της κατηγορίας κτιρίων μέχρι το τέλος της ζωής του. Αρχιτεκτονικό έργο - επιρροές Το αρχιτεκτονικό έργο του Λ. Ζωίδη μπορεί να διαχωριστεί σε δύο φάσεις. Στη Μεσοπολεμική, που αφορά κυρίως τη δεκαετία του 1930, και τη Μεταπολεμική, περίπου από το 1945 και έπειτα. Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του (1930-1938) φαίνεται να διατηρεί κάποιες επαφές με το εξωτερικό, αφού σχεδόν κάθε χρόνο κάνει ένα ταξίδι στην Κεντρική Ευρώπη. Την περίοδο του 1929-1933, το έργο του επηρεάζεται από τις αρχιτεκτονικές τάσεις των χωρών της Β. και Κ. Ευρώπης (εξπρεσσιονισμός), καθώς και από το ιδίωμα του Art Deco της Θεσσαλονίκης, που αποτελεί κυρίαρχη μόδα της πόλης κατά τη δεκαετία του 30. Την περίοδο από το 1933 μέχρι τον Πόλεμο, επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από το Μοντέρνο Κίνημα. Το Κ.Ι.Ε. φαίνεται να αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα του. Πριν από αυτό, είχε εκπονήσει ορισμένες μελέτες ιδιωτικών κατοικιών στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη (οικία Παπουτσάκη, 1934). Έργα του αυτή την περίοδο αποτελούν η Πολυκατοικία στην Αντιγονιδών 1 (Θεσσαλονίκη, 1926), το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος (Δράμα, 1929-1933), ο Κινηματογράφος Ηλύσια (Θεσσαλονίκη, 1930), η Οικία Σαλτιέλ (1937), το Μέγαρο Κωνσταντινίδη (παραλία Θεσσαλονίκης, 1939) και το Γιουγκοσλαβικό Προξενείο (Βασιλίσσης Όλγας, Θεσσαλονίκη), το οποίο κατεδαφίστηκε. Την Μεταπολεμική περίοδο, απασχολείται με έργα στο πλαίσιο της Ανοικοδόμησης (1945-1950), ενώ μετά το 1950 μελετά κυρίως Καπναποθήκες για τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού. Έργα του αυτής της περιόδου είναι το Κινηματοθέατρο ΧΑΝΘ (Θεσσαλονίκη, 1946), Κτίρια του Ε.Ο.Κ. (Θεσσαλονίκη, Δράμα, Αγρίνιο, κλπ), η Έπαυλη Μοσκώφ (Πλαταμώνας Πιερίας), το Αγρόκτημα Πανεπιστημίου Θέρμης (Θεσσαλονίκη, 1948), η Δεκατιανή Μονή Αγίας Θεοδώρας (Θεσσαλονίκη, 1950), η Πολυκατοικία στην Καρόλου Ντηλ 9 (Θεσσαλονίκη, 1953) και το κτίριο του ΟΤΕ (Θεσσαλονίκη, 1958). Συμπαράσματα Ο Λέανδρος Ι. Ζωίδης υπήρξε ένας από τους μεγάλους αρχιτέκτονες της γενιάς του, αν και λόγοι χαρακτήρα και αντιλήψεων, συνετέλεσαν στο να μη γίνει τόσο γνωστό το έργο του. Διατηρεί γενικά χαμηλό προφίλ και επιλέγει να μη δημοσιεύσει το έργο του. Τον χαρακτηρίζει η σεμνότητα σαν άνθρωπο και είναι συμπαθής σε συνεργάτες και πελάτες. Αντιμετωπίζει το επάγγελμά του κυρίως βιοποριστικά. Υπήρξε άνθρωπος που θαύμαζε τη φύση, και θεωρούσε ότι η αρχιτεκτονική γίνεται εξ ανάγκης. Οι στενές επαφές με τον ευρωπαϊκό χώρο φαίνεται ότι αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ του αρχιτέκτονα και της πελατείας του. Από τους Έλληνες συναδέλφους του διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους Α. Σιάγα, Κ. Μπίρη και Α. Κωνσταντινίδη, τον οποίο φαίνεται να θαυμάζει ιδιαίτερα. Το 1964 σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κατά την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη (μάλλον από Δράμα), αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό αρχιτεκτονικό έργο. Συνεπιβάτης ήταν ο Λάλας, ο οποίος επέβλεπε την κατασκευή των έργων στο Κ.Ι.Ε. Όσον αφορά το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος, αποτελεί ένα σημαντικό μεταβατικό έργο προς τον μοντερνισμό στην Ιστορία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, και δεν υστερεί σε τίποτα από το έργο πρωτοπόρων ελλήνων αρχιτεκτόνων της εποχής.

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Επάνω δεξιά: Εγκαταστάσεις Αγροκτήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1948), Κάτω δεξιά: Μονή Αγίας Θεοδώρας (δεκ. 1950), Κάτω αριστερά: Πολυκατοικία Κ. Ντηλ 9 (1953), Επάνω αριστερά: Κτήριο ΟΤΕ, Καλαμαριά (1958). (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). 013

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 014 Η πόλη της Δράμας και η θέση του Καπνολογικού Ινστιτούτου Ελλάδας (ktimatologio.gr). Επάνω: Το διευθυντικό προσωπικό του Κ.Ι.Ε., (1935) Κάτω: Το επιστημονικό προσωπικό του Ινστιτούτου στο κλιμακοστάσιο της νότιας εισόδου, 1933 περίπου. (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). 04. Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος Το συγκρότημα του Καπνολογικού Ινστιτούτου Ελλάδος, το οποίο αποτελείται από δεκαεπτά κτίρια, βρίσκεται σε απόσταση 3χιλ από την πόλη της Δράμας, επί της δημόσιας οδού Δράμας - Καβάλας στα σύνορα Δράμας και Τσατάλτσας, σε οικόπεδο εμβαδού 220 περίπου στρεμμάτων. Η ίδρυση Για πρώτη φορά, η ιδέα ίδρυσης στην Ελλάδα ενός Ινστιτούτου για τη μελέτη της καλλιέργειας, της επεξεργασίας, των ασθενειών και της ζύμωσης του καπνού, τέθηκε στο Α Συνέδριο Καπνοπαραγωγών Μακεδονίας και Θράκης που πραγματοποιήθηκε στη Δράμα τον Ιανουάριο του 1925. Με το νόμο «Περί επεξεργασίας του καπνού και ασφάλειας των καπνεργατών» (11/7/1925) η τότε κυβέρνηση ενστερνίστηκε αυτήν την πρόταση, και ανέλαβε την εξεύρεση πόρων οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για την ίδρυση και τη λειτουργία του Ινστιτούτου. Την ίδια χρονιά με το νομοθετικό διάταγμα «Περί συστάσεως Γραφείων Προστασίας Ελληνικού Καπνού», και όσα τροποποιητικά ακολούθησαν, ανέθεσε την ίδρυσή του στα γραφεία αυτά, οι επικεφαλής των οποίων αποφάσισαν την εγκατάσταση του Καπνολογικού Ινστιτούτου στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας, μιας από τις σημαντικότερες καπνοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Συγκεκριμένα επιλέχθηκε η τοποθεσία «παρά τους στρατώνας Πυροβολικού Δράμας εκπληροί εκ των υποδειχθεισών, τελειότερον τους απαιτούμενους όρους δια την ίδρυσιν του Καπνικού Ινστιτούτου». Η αρχιτεκτονική μελέτη Ο Σύνδεσμος Γραφείων Προστασίας Ελληνικού Καπνού (Σ.Γ.Π.Ε.Κ.) ανέθεσε την αρχιτεκτονική μελέτη και επίβλεψη της ανέγερσης των κτιρίων στον Αρχιτέκτονα - Μηχανικό Λέανδρο Ζωίδη, διπλωματούχο της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής του Βερολίνου. Η κατάρτιση του κτιριολογικού προγράμματος βασίστηκε στο επιστημονικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου, που είχε ως στόχο την μελέτη και έρευνα ζητημάτων που αφορούσαν τον καπνό, με σκοπό την μεγαλύτερη ανάπτυξη του συγκεκριμένου σημαντικού κλάδου της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνοντας υπ όψιν ανάλογα προγράμματα αντίστοιχων ευρωπαϊκών Ιδρυμάτων, καταρτίστηκε ένα εξαιρετικά ευρύ κτιριολογικό πρόγραμμα που περιελάμβανε όλες τις βασικές και βοηθητικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή και επεξεργασία του καπνού. Η παραπάνω διαδικασία αποτελούνταν από τέσσερα βασικά στάδια, το σπορείο, το χωράφι, το ξηραντήριο και την αποθήκη. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τα στάδια αυτά αντικατοπτρίζονται στα οικοδομικά σύνολα του συγκροτήματος, που ορίζουν και την πολεοδομική του οργάνωση. Η οργάνωση του συγκροτήματος επέβαλε την τοποθέτηση του Κτίριο Εργαστηρίων στο κέντρο της όλης διάταξης, προς τη βόρεια πλευρά του οικοπέδου. Πίσω από την κύρια είσοδό του προς βορρά αλλά και προς νότο, εκτείνεται κήπος ανάλογος με την εμφάνιση του κτιρίου. Στο βόρειο τμήμα του γηπέδου συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των κτιρίων του συγκροτήματος, ενώ το νότιο τμήμα καταλαμβάνεται από τους αγρούς που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια του καπνού, μαζί με τις απαραίτητες κτιριακές εγκαταστάσεις (γραφεία φυτωρίων και σπορεία). Στο τοπογραφικό διάγραμμα του Λ. Ζωίδη σημειώνονται όλα τα κτίρια, ακόμη και αυτά που δεν κατασκευάστηκαν. Το Κτίριο Εργαστηρίων βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο κέντρο του συγκροτήματος, ενώ οι κήποι βόρεια και νότια αυτού τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία του. Γύρω του χωροθετούνται οι αποθήκες, τα ξηραντήρια και οι κατοικίες του εργατοτεχνικού προσωπικού στα ανατολικά, ενώ στα βόρεια και δυτικά οι κατοικίες του επιστημονικού προσωπικού και ο ξενώνας. Η κατασκευή του συγκροτήματος Τον Μάρτιο του 1930 άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες και μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους είχε ολοκληρωθεί η ανέγερση των κτιρίων του Φυτωρίου, της αποθήκης Χωρικής επεξεργασίας και του συγκροτήματος του Ξηραντηρίου, οι οποίες αποτελούσαν τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για την έναρξη των εργασιών του Ινστιτούτου. Στις 31/3/1931 «Ο Σύνδεσμος των Γραφείων Προστασίας Καπνού Καβάλας - Θεσσαλονίκης - Βόλου, προκηρύσσει μειοδοτικόν διαγωνισμόν μεθ ορίου και δι ενσφραγίστων προσφορών δια την κατασκευήν ολοκλήρου του συγκροτήματος των εγκαταστάσεων του εν Δράμα Καπνολογικού Ινστιτούτου» Με έγγραφό του προς το Υπουργείο Συγκοινωνίας στην Αθήνα ο Σ.Γ.Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης (5/6/1931) αναφέρει ότι πρόκειται να αρχίσουν οι οικοδομικές εργασίες του Καπνολογικού Ινστιτούτου. Σημειώνει ότι ο μηχανικός ο οποίος εκπόνησε τη σχετική μελέτη λόγω μόνιμης διαμονής του στη Θεσσαλονίκη, αδυνατεί να παρακολουθεί τακτικά τα εκτελούμενα έργα, και προτείνει την ανάθεση στον Νομομηχανικό Δράμας (κ. Λάλα) της επίβλεψης των εργασιών από τεχνικής απόψεως. Με επιστολή του προς τον Σ.Γ.Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης (14/6/1931) το Καπνολογικό Ινστιτούτο (Δ. Αργυρούδης) κάνει γνωστό ότι άρχισε η εκσκαφή των υπογείων της Κεντρικής οικοδομής του Ινστιτούτου. Προσθέτει ότι επιβάλλεται η άμεση ανέγερση της Καπναποθήκης Εμπορικής Επεξεργασίας, της μιας πολυκατοικίας για το εργατικό προσωπικό, της Αποθήκης σιτηρών και λιπασμάτων, όπως επίσης (μέσα στα όρια οικονομικής αντοχής του Συνδέσμου),

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ (Λ. ΖΩΙΔΗΣ - 1930) 1. Kεντρικό Κτίριο Εργαστηρίων, 2. Γραφεία, Αποθήκες και Εγκαταστάσεις Φυτωρίων 3. Αποθήκη Εμπορικής Επεξεργασίας 4. Αποθήκη Χωρικής Επεξεργασίας 5. Υπόστεγο Ξηραντηρίου (αρμαθιάσματος) 6. Κατοικία εργοδηγού και φύλακα ξηραντηρίου. 7. Βοηθητικό Υπόστεγο ξηραντηρίου 8. Αποθήκη Πειραματικών Ζυμώσεων 9. Αποθήκη σιτηρών - λιπασμάτων και διαφόρων υλικών. 10. Στάβλος, η αποθήκη χόρτου και αρότων. 11. Εργατικές κατοικίες μόνιμου εργατικού προσωπικού. (οι έξι σε σειρά σε ένα κτίριο κάτω από την ίδια στέγη, και οι υπόλοιπες τέσσερις σε διαφορετικό κτίσμα κατά το επικρατούν σύστημα ανεγέρσεως οικιών συνοικισμών - Siedlungshauser). 12. Κατοικίες Λογιστή και Ταμία. 13. Κατοικίες πέντε βοηθών (assisents) σε σειρά (Beamtensiedlungshaus). 14. Ξενώνας δώδεκα δωματίων για τους επισκέπτες και εκατέρωθεν αυτού από μια κατοικία εργοδηγών. 15. Κατοικίες Διευθυντή Ινστιτούτου και Διευθυντών Χημικού και Φυτοπαθολογικού τμήματος. ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Με κόκκινο σημειώνονται τα κτίρια που προστέθηκαν αργότερα. Πρόκειται για τα: Ξηραντήριο Burley αρ. 16 (1960), Ξηραντήριο Virginia αρ. 18 (1933), υπόστεγα αποξηράνσεως καπνόσπορου αρ. 17. Άλλες εγκαταστάσεις που ενώ εμφανίζονται στο τοπογραφικό διάγραμμα, απουσιάζουν από το κτιριολογικό πρόγραμμα του Λ. Ζωίδη, είναι το θερμοκήπιο αρ. 19, ο μετεωρολογικός σταθμός αρ. 20, και τα αποχωρητήρια εργατών αρ.21. Απουσιάζει η κατοικία του Λογιστή και Ταμία, που εμφανίζεται σε νεώτερο τοπογραφικό διάγραμμα. (Πηγή: Κ. Τρακοσοπούλου - Τζήμου, Το Ελληνικό Ινστιτούτο Καπνού, 2006). 015

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 016 Η ανέγερση των κτιριακών εγκαταστάσεων του Κ.Ι.Ε. Επάνω: Η κατασκευή του κεντρικού Κτιρίου Εργαστηρίων. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε και η τριώροφη καπναποθήκη (στο βάθος). Στα δεξιά διακρίνεται η αποθήκη Χωρικής επεξεργασίας. (1932 περίπου). Κάτω: Το κεντρικό Κτίριο Εργαστηρίων κατά τη διάρκεια της κατασκευής. (1932 περίπου). (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). της Αποθήκης πειραματικών ζυμώσεων και των Κατοικιών του προσωπικού (οι κατοικίες του ανώτερου προσωπικού δεν υλοποιήθηκαν τελικά). Τον Σεπτέμβριο του 1932, οι οικοδομικές εργασίες διακόπηκαν για λίγο λόγω σεισμών που έπληξαν την πόλη της Δράμας. Οι οικοδομικές εργασίες του κεντρικού κτιρίου εργαστηρίων ολοκληρώθηκαν το φθινόπωρο του 1933, ενώ υπολείπονταν οι εργασίες επιστρώσεως πατωμάτων, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις, η κεντρική εγκατάσταση θέρμανσης, η εγκατάσταση φωταερίου για τα χημικά εργαστήρια, οι υδροχρωματισμοί και λοιπές διακοσμητικές εργασίες. Για τις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, ο αρχιτέκτονας έλαβε υπ όψιν του αντίστοιχα επιστημονικά ιδρύματα του εξωτερικού και συμβουλεύτηκε τον καθηγητή κ. Behre (Chemische Laboratorien). Μέχρι το 1933 είχαν ολοκληρωθεί στο σύνολο εννέα κτίρια εγκαταστάσεων, και μια ισόγεια τετραπλοκατοικία για το εργατικό προσωπικό. Τον Ιούνιο του 1933 ο Σ.Γ.Π.Ε.Κ. ζητά από τον Ζωίδη την εκπόνηση μελέτης για την κατασκευή ενός θερμοκηπίου. Δύο μήνες αργότερα το προσχέδιο είναι έτοιμο. Επρόκειτο για προκατασκευασμένα κομμάτια που παραγγέλθηκαν στον γαλλικό οίκο GUILLOT - PEL- LETIER. Τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου ο γαλλικός οίκος έστειλε τα σχέδια των οικοδομικών εργασιών (θεμέλια, υπόγεια κλπ), που απαιτούνταν για την εγκατάσταση του θερμοκηπίου και του λεβητοστασίου του. Οι εργασίες αυτές έπρεπε να γίνουν εγκαίρως, ώστε όταν θα έφθαναν τα εξαρτήματα του θερμοκηπίου, να γινόταν άμεσα η συναρμολόγησή τους. Στη διάρκεια του ίδιου έτους βρισκόταν σε εξέλιξη και η εγκατάσταση των μόνιμων ξηραντηρίων καπνού («βαγονιών»), η ανέγερση ενός μικρού ξηραντηρίου αμερικάνικου συστήματος (Virginia), η κατασκευή του θερμοκηπίου, η μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος από την πόλη και η εγκατάσταση αλεξικέραυνων στα κτίρια που είχαν ήδη αποπερατωθεί. Δύο χρόνια αργότερα, στις 2/7/1937 το Καπνολογικό Ινστιτούτο κάνει αίτηση για έγκριση δαπάνης 250.000 δρχ περίπου, για την κατασκευή ενός σταύλου με αποθήκη χόρτου, και υπόστεγου γεωργικών εργαλείων, σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια του Λ. Ζωίδη. Το σύνολο του προϋπολογισμού του έργου ανήλθε στα 13.500.000 δραχμές, χωρίς την προβλεπόμενη κεντρική θέρμανση του κεντρικού κτιρίου, του εξωτερικού δικτύου ηλεκτρικής εγκατάστασης, των δαπανών περίφραξης, της κατασκευής πάρκου, οδοποιίας και λοιπών εγκαταστάσεων. Μελετήθηκε και κατασκευάστηκε δίκτυο ύδρευσης για τις πολλαπλές ανάγκες υδρεύσεως και αρδεύσεως των εγκαταστάσεων, του οποίου η δαπάνη ανήλθε περίπου στο 1.000.000 δραχμές. Το σύνολο των δαπανών για την ολοκληρωμένη εφαρμογή του μελετηθέντος και εγκεκριμένου προγράμματος ανήλθε στα 16.000.000 δραχμές, χωρίς την επίπλωση και τα όργανα των εργαστηρίων. Μέχρι το 1933 είχαν πιστοποιηθεί 9.000.000 δραχμές, ενώ μέχρι το 1934, 12.000.000 δραχμές και είχε συμπληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού προγράμματος του Ινστιτούτου. Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει ότι λόγοι κυρίως οικονομικοί, οδήγησαν στο να μην υλοποιηθεί το κτιριολογικό πρόγραμμα στο σύνολό του. Κατασκευάστηκαν μόνο οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για την λειτουργία του Ινστιτούτου, ενώ παραλήφθηκε η ανέγερση των κατοικιών του προσωπικού και των επισκεπτών του. Παρ όλα αυτά, το συγκρότημα του Καπνολογικού Ινστιτούτου αποτελείται σήμερα από δεκαεπτά κτίρια που εντυπωσιάζουν τόσο με την τυπολογική διάταξη και την μορφολογική τους σύνθεση, όσο και με την πολεοδομική τους οργάνωση στο αγρόκτημα του Κ.Ι.Ε. Το όλο εγχείρημα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθιστώντας το Ελληνικό Ινστιτούτο Καπνού μοναδικό του είδους του στον Ελλαδικό χώρο. Πορεία στο χρόνο Το Καπνολογικό Ινστιτούτο, του οποίου οι επιδόσεις είχαν φτάσει προπολεμικώς να θεωρούνται εφάμιλλες των προηγμένων αντίστοιχων επιστημονικών Ιδρυμάτων άλλων χωρών, υπέστη μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους Βούλγαρους, οι οποίες στη συνέχεια συμπληρώθηκαν από τα αγγλικά στρατεύματα που μετέβαλλαν τους χώρους επιστημονικής έρευνας του Ιδρύματος σε στρατώνες. Μόλις αποδεσμεύτηκε το Ινστιτούτο, έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την αποκατάσταση των φθορών και άρχισε άμεσα η επαναλειτουργία του. Το έργο του επεκτάθηκε το 1968, όταν ιδρύθηκε το πρώτο Ταχύρρυθμο Σχολείο Καπνοτεχνιτών. Το Κ.Ι.Ε. αποτέλεσε πόλο έλξης για ξένους επισκέπτες και σπουδαστές, ενώ δεχόταν τους φοιτητές της Γεωπονικής Σχολής για πρακτική εξάσκηση. Το 1968 ιδρύθηκε ο Καπνικός Σταθμός Θεσσαλονίκης και λειτούργησαν εκεί δύο τμήματα (καπνικό και εντομολογίας). Η ανάγκη μετεγκατάστασης της κεντρικής υπηρεσίας του Ιδρύματος στη Θεσσαλονίκη έγινε επιτακτική για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του και για την καλύτερη εποπτεία τον εξαρτημένων από αυτό Καπνικών Σταθμών. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζεται η έρευνα με έμφαση στα καπνά Burley, ενώ το 1985 πραγματοποιείται συνάντηση των διεθνών ομάδων εργασίας αγρονομίας και φυτοπαθολογίας της CORESTA στη Δράμα. Μέχρι το 2001 το Ινστιτούτο συνεχίζει τις δραστηριότητές του ως ερευνητικό κέντρο, ενώ από εκεί και έπειτα περιορίζεται στην παραγωγή και διάθεση ποικιλιών καπνόσπορου.

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Επάνω: Το συγκρότημα του Ινστιτούτου Καπνού μετά το πέρας των εργασιών. Διακρίνεται η στέγη στο κεντρικό Κτίριο Εργαστηρίων. (1935 περίπου). Κάτω: Εργαστήρια στο υπόγειο και τον όροφο του κεντρικού κτιρίου, kai βελτιωμένες ποικιλίες καπνού από το Κ.Ι.Ε. (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). 017

ΙΙΙ. ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ 020 Επάνω: Νότια και βορειοδυτική όψη του Κτιρίου Εργαστηρίων. Κάτω: Ο όγκος του μουσείου, στη βόρεια όψη του κτιρίου. (πηγή: K. Παπαϊωάννου, Το Καπνολογικό Ινστιτούτο Ελλάδος - Ανάλυση - Τεκμηρίωση - Πρόταση Αποκατάστασης ΑΠΘ 2012). ΙΙI. ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ 01. Περιγραφή του κτιρίου Το κεντρικό Κτίριο Εργαστηρίων καταλαμβάνει επιφάνεια 1.175 τ.μ. και αναπτύσσεται σε τρεις πτέρυγες και τρεις στάθμες, υπόγειο, ισόγειο και όροφο με κεραμοσκεπή. Οι λειτουργικοί χώροι του οργανώνονται εκατέρωθεν του ευρύχωρου κεντρικού χωλ, όπου τοποθετείται το κεντρικό κλιμακοστάσιο. Όσον αφορά τη χωροθέτηση των χρήσεων, στο υπόγειο χωροθετούνται οι βοηθητικές χρήσεις, στο ισόγειο βρίσκονται τα γραφεία και η Διοίκηση και στον όροφο χωροθετούνται τα εργαστήρια. Πιο αναλυτικά, το υπόγειο περιλαμβάνει διάφορες αποθήκες υλικών και καυσίμου ύλης, όπως και άλλους βοηθητικούς χώρους. Εκεί βρίσκονται επίσης το μηχανοστάσιο για την βοηθητική μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η κεντρική θέρμανση και η εγκατάσταση της συσκευής παραγωγής φωταερίου για τις ανάγκες των εργαστηρίων. Στο ισόγειο του κτιρίου (α όροφον κατά τον Λ. Ζωίδη), «περιελήφθησαν «η διεύθυνσις μετά του διοικητικού τμήματος, του γεωργικού και βοτανικού, καθώς επίσης μια αίθουσα διαλέξεων, μια αίθουσα μουσείου και η βιβλιοθήκη». Η αίθουσα του μουσείου, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται ως βιβλιοθήκη, βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κτιρίου, στη συνέχεια του διαδρόμου του ισογείου. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις για αμετάβλητο φωτισμό κατά τη διάρκεια της ημέρας, οδήγησε στο άνοιγμα παραθύρων μόνο από βορρά χωριζόμενων μεταξύ τους από λεπτές παραστάδες. Επίσης, μελετήθηκε και εφαρμόστηκε έμμεσος φωτισμός της αίθουσας αυτής από την οροφή. Εξυπηρετείται με ανεξάρτητη είσοδο που οδηγεί στην περιμετρική ταράτσα. Στον όροφο χωροθετήθηκαν τα εργαστήρια, δηλαδή «το χημικόν, φυτοπαθολογικόν τμήμα». Στην αρχιτεκτονική μελέτη που υποβλήθηκε στην Επιτροπή για τον έλεγχο των σχεδίων, το Κεντρικό Κτίριο των Εργαστηρίων εκτός του υπογείου και των δύο ορόφων περιελάμβανε και τρίτο ημιώροφο ύψους δύο μέτρων (σοφίτα). Η ύπαρξη του χαμηλού αυτού ορόφου θεωρήθηκε απαραίτητη από τον αρχιτέκτονα, για τη διαμόρφωση των χώρων του θερμοκηπίου και του φωτογραφικού θαλάμου. Ωστόσο, η Διεύθυνση του Ινστιτούτου εισηγήθηκε στον Σ.Γ.Π.Ε.Κ. την περικοπή της, σημειώνοντας ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξή της, ότι δεν θα αποτελούσε χρήσιμο χώρο για τις ανάγκες του εργαστηρίου λόγω του μικρού της ύψους, όπως επίσης επειδή επιβάρυνε οικονομικά το σύνολο της κατασκευής. Ο αρχιτέκτονας προσπάθησε να αποτρέψει την περικοπή της τονίζοντας ότι η παράλειψη της σοφίτας συνεπάγεται την αλλοίωση της αρχιτεκτονικής εμφάνισης του κτιρίου Εν τέλει, ο τελευταίος όροφος τελικά δεν κατασκευάστηκε, και το κτίριο επικαλύφθηκε στο σύνολό του με στέγη. Όσον αφορά τις προσβάσεις, η κύρια πρόσβαση πραγματοποιείται από την βόρεια όψη του κτιρίου, που βρίσκεται σε εσοχή. Από εκεί, μέσω ενός στενού διαδρόμου που λειτουργεί ως ανεμοφράκτης, υπάρχει πρόσβαση στο κεντρικό χωλ. Στην εσοχή, όπου διαμορφώνεται η κύρια είσοδος, τοποθετούνται και δύο δευτερεύουσες προσβάσεις που οδηγούν απ ευθείας στις δύο πτέρυγες (ανατολική και δυτική) του κτιρίου. Ακριβώς απέναντι από την κύρια είσοδο και κάτω από το κεντρικό κλιμακοστάσιο στη νότια όψη, υπάρχει ακόμη μια είσοδος που συνδέει το κτίριο με το εξωτερικό περιβάλλον. Ανεξάρτητη πρόσβαση στις δυο πτέρυγες του κτιρίου επιτυγχάνεται από δύο ακόμα εισόδους, μια για κάθε πλευρά (ανατολική και δυτική). Η ανατολική εξυπηρετεί την ταχύτερη έξοδο της αίθουσας διαλέξεων του πρώτου ορόφου και εξασφαλίζει την κατακόρυφη επικοινωνία με όλες τις στάθμες του κτιρίου, ενώ η δυτική εξυπηρετεί τις αίθουσες της βιβλιοθήκης και του μουσείου, οδηγώντας στην περιμετρική κυκλική ταράτσα. Η πρόσβαση στο εσωτερικό από την κύρια είσοδο, οδηγεί στο κεντρικό χωλ και το χώρο του κλιμακοστασίου. Η μαρμάρινη κλίμακα που βρίσκεται στο κέντρο της νότιας όψης διαμορφώνεται σε τρία σκέλη, ένα κεντρικό που οδηγεί σε πλατύσκαλο και δύο ελαφρώς στενότερα εκατέρωθεν του κεντρικού, που οδηγούν στον δεύτερο όροφο. Το χωλ έχει διπλό ύψος, αφού στον όροφο ο χώρος αυτός περιορίζεται σε έναν περιμετρικό πρόβολο που οδηγεί στις δύο πτέρυγες και στον εξώστη της βόρειας όψης. Φωτίζεται από δύο συνεχόμενα σιδηρά παράθυρα καθ όλο το ύψος του στη νότια όψη, ενώ τονίζεται στην κάτοψη λόγω μεγέθους, αλλά και με προεξοχή που σχηματίζει στη νότια πλευρά. Σχετικά με τα υλικά κατασκευής, για τις εξωτερικές και κύριες εσωτερικές τοιχοποιιών προτιμήθηκε η λιθοδομή, για οικονομικούς κυρίως λόγους, δεδομένου ότι το Ινστιτούτο ανεγέρθηκε πολύ κοντά στα λατομεία. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι χτίστηκαν από κοινή οπτοπλινθοδομή. Τα δάπεδα κατασκευάστηκαν από πλάκες με διάτρητες πλίνθους (Zollner) για τις μεγάλες αίθουσες και απλού σιδηροπαγούς σκυροκονιάματος για τις μικρότερες. Τα δάπεδα των βασικών χώρων κυκλοφορίας, όπως το χωλ της κεντρικής εισόδου, η εξωτερική κλίμακα και η ταράτσα, καθώς επίσης και το κεντρικό κλιμακοστάσιο που οδηγεί στον όροφο, επιστρώθηκαν με μάρμαρο. Οι διάδρομοι και οι χώροι των εργαστηρίων επιστρώθηκαν με μωσαϊκό, όπως και τα δάπεδα των γραφείων, της αίθουσας αναμονής και των εργαστηρίων του