ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ. Ali Tolga Özden Middle East Technical University, Faculty of Architecture, Ankara, Turkey Abstract Το κείµενο αυτό πραγµατεύεται τα προβλήµατα που σχετίζονται µε τη στέγαση των πληγέντων µετά από φυσικές καταστροφές, όπως αυτά έχουν παρατηρηθεί στην Τουρκία. Τα διάφορα προβλήµατα µπορούν να χωριστούν σε : Προβλήµατα σχεδιασµού Κατασκευαστικά προβλήµατα Περιβαλλοντικά προβλήµατα Κοινωνικο-πολιτισµικά προβλήµατα. Το βασικό σηµείο ενδιαφέροντος, είναι ο βαθµός ανάµιξης των πληγέντων στην όλη διαδικασία αποκατάστασής τους και πώς αυτή η ανάµιξη ή η έλλειψή της επηρεάζει τα αποτελέσµατά της. Θα αναλυθούν δύο παραδείγµατα στέγασης µετά από καταστροφές: Η επανακατασκευή του αγροτικού οικισµού Senirkent το 1995 µετά την καταστροφή του από πληµµύρα. Η επανακατασκευή του αστικού οικισµού Ikitelli το 1999 µετά την καταστροφή του από το σεισµό. Η µελέτη αυτή έχει ως στόχο τη δηµιουργία ενός βιώσιµου µοντέλου αποκατάσης πληγεισών περιοχών από καταστροφές ειδικότερα σε ευάλωτες κοινότητες. Εισαγωγή Η προσέγγιση των περισσότερων χωρών για την προστασία τους από φυσικές και άλλου τύπου καταστροφές, συνίσταται συνήθως σε ένα µοντέλο διαχείρισης καταστροφών, το οποίο περιλαµβάνει δραστηριότητες πριν και µετά την καταστροφή και αφορά διαχείριση τόσο των κινδύνων όσο και των συνεπειών από τις καταστροφές. Το µοντέλο αυτό συµπεριλαµβάνει δράσεις πριν κ µετά την καταστροφή. Συµπεριλαµβάνει 4 βασικά βήµατα: Ανακούφιση Ετοιµότητα Αντίδραση Αποκατάσταση και Ανάπτυξη Στις αναπτυσσόµενες χώρες, όπως η Τουρκία, ο σχεδιασµός και η ανάπτυξη ενός τέτοιου µοντέλου διαχείρισης καταστροφών είναι µία προσπάθεια µακροπρόθεσµη ενώ οι δράσεις ανακούφισης και ετοιµότητας συνήθως πάσχουν, γιατί δίνεται έµφαση στην αντίδραση και την αποκατάσταση. Οι παράγοντες όµως, των κλιµατικών αλλαγών, της περιβαλλοντικής υποβάθµισης, της βιοµηχανοποίησης,της αστικοποίησης, κ.ά. δηµιουργούν συνθήκες ευνοϊκές για την εµφάνιση όλο και περισσότερων και όλο και
συχνότερων καταστροφών, προβλέψιµων και µη, µε αποτέλεσµα να καθίσταται όλο και δυσκολότερος ο µακροπρόθεσµος σχεδιασµός. ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ ΟΙ Και στις δύο περιπτώσεις που θα µελετηθούν, εάν και οι καστροφές ήταν διαφορετικού τύπου, υιοθετήθηκαν παρόµοια µέτρα και µέθοδοι. 1. Ο αστικός οικισµός Ikitelli επλήγη από τους σεισµούς του 1999. Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 2000, υπό την επιτήρηση του Υπουργείου ηµοσίων έργων που την ανέθεσε σε ανάδοχες εταιρείες. Το έργο συµπεριελάµβανε 810 κατοικίες. Οι εταιρείες αυτές είχαν ολοκληρώσει τις 650 κατοικίες το Σεπτέµβρη του 2001 και τις υπόλοιπες 160 στο τέλος του 2002. Η µεθοδολογία της µελέτης βασίστηκε στην επιτόπου παρατήρηση καθώς και στην υποβολή ερωτηµατολογίου (50 ερωτήσεων) στα εν λόγω νοικοκυριά σχετικά µε: ηµογραφικά χαρακτηριστικά νοικοκυριού Ακολουθία, διάρκεια και αριθµός µετακινήσεων των νυκοκοιριών µετά την καταστροφή, Επίπεδο ικανοποίησης όσον αφορά την στέγαση πριν και µετά την καταστροφή Επίπεδο ικανοποίησης όσον αφορά το περιβάλλον στους τόπους κατοικίας πριν και µετά την καταστροφή 2. Η δεύτερη µελέτη περίπτωσης, έγινε στον αγροτικό οικισµό Senirkent που είχε πληγεί από πλυµµήρα το 2003. Το Υπουργείο ηµοσίων έργων άρχισε σύντοµα µετά την καταστροφή, µία έρευνα όσον αφορά το που θα έπρεπε να επανεγκατασταθεί ο οικισµός. Κριτήριο επιλογής της περιοχής, ήταν η γεωγραφική της θέση ώστε να βρίσκεται µακριά από την επικίνδυνη ζώνη. Και πάλι ανέλαβαν την ανοικοδόµηση, ανάδοχες εταιρείες και ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1995 ενώ ολοκληρώθηκε το εκέµβρη του ίδιου έτους. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2003, έλαβε χώρα η επιτόπια έρευνα χρησιµοποιώντας αυτή τη φορά ερωτηµατολόγια των 31 ερωτήσεων. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από τις δύο έρευνες, είχαν οµοιότητες όσον αφορά τα προβλήµατα της ανακατασκευής µετά την καταστροφή. Τα προβλήµατα αυτά χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: Κοινωνικο-πολιτισµικά: Οι νέοι οικισµοί συστάθηκαν µακριά από τις πληγείσες περιοχές οι οποίες και θεωρήθηκαν επικίνδυνες από την κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, καθυστέρησε η προσαρµογή των κατοίκων οι οποίοι συχνά ένιωθαν ως πρόσφυγες ή µετανάστες. Κτίρια, όπως τζαµιά, κουρεία, καφενεία βρίσκονταν στο επίκεντρο της νοσταλγίας, ως πυρήνες της παλιάς τους κοινωνικής ζωής. Οικονοµικά: Το κυριότερο πρόβληµα, είχε να κάνει µε την απόσταση του εργασιακού χώρου από το νέο οικισµό. Οι κάτοικοι δεν ήθελαν να µετακινήσουν τον τόπο εργασίας τους, ενώ είχαν ελάχιστες
πιθανότητες να βρουν άλλη εργασία πιο κοντά στο νέο οικισµό. Επιπλέον, οι αγροτικές εκτάσεις χρησιµοποιήθηκαν για την εγκατάσταση των νέων οικισµών, µε απόρροια την υποβάθµιση της ζωτικής έως τότε αγροτικής γης και µε αβέβαιο κόστος για το µέλλον. Υποδοµής και σχεδιασµού: Ανολοκλήρωτοι δρόµοι, έλλειψη αγωγών φυσικού αερίου για οικιακή χρήση και ανεπαρκής τηλεφωνική κάλυψη είναι κάποια από τα σηµαντικότερα προβλήµατα υποδοµής και σχεδιασµού. Επιπλέον, υπήρξαν σοβαρές συγκοινωνιακές ελλείψεις, καθιστώντας προβληµατική όχι µόνο την πρόσβαση στα κοντυνότερα σχολεία και εµπορικά κέντρα, αλλά και σε νοσοκοµεία, πολύ περισσότερο µάλιστα για άτοµα τρίτης ηλικίας, παιδιά ή ΑΜΕΑ. Ποιότητας κατασκευών : Ήταν συνηθισµένα τα παράπονα για την ποιότητα των νέων κατοικιών ενώ παρουσιάζονταν προβλήµατα υγρασίας και διαρροής νερού στο εσωτερικό των κατοικιών. ιαδικασίας λήψης αποφάσεων : Τα ευρήµατα της έρευνας καταδεικνύουν ότι αποκλείστηκε ο πληθυσµός από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στη διαδικασία ανακατασκευής των οικισµών. Τα προβλήµατα που παρουσιάστηκαν µάλιστα, έχουν άµεση σχέση µε τον αποκλεισµό αυτόν από τις διαδικασίες σχεδιασµού και κατασκευής. Η αποτυχία ή επιτυχία των έργων αποκατάστασης εξαρτώνται καθοριστικά από την ανάµιξη των πληγέντων πληθυσµών σε αυτά. ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ Από τις έρευνες που προηγήθηκαν, αλλά και από συναφή ευρήµατα άλλων επιστηµόνων, προκύπτει ότι η συµµετοχή των πληγέντων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αλλά και στην αποκατάσταση είναι απαραίτητες γιατί: 1. Η κυβέρνηση αδυνατεί να αναλάβει µόνη της τη διαδικασία, δεδοµένου ότι σπανίως είναι σε θέση να καλύψει όλες τις ανάγκες των πληγεισών κοινοτήτων άµεσα. 2. Οι κυβερνητικοί πόροι είναι περιορισµένοι, ακόµα και στις έκτακτες περιπτώσεις εκτεταµένων καταστροφών, και γι αυτό παρίσταται η πρακτική ανάγκη για χρήση των δεξιοτήτων, γνώσεωνκαι πόρων των ντόπιων ώστε να καλυφθούν οι πρωταρχικές τους ανάγκες και σε βάθος χρόνου, όταν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης θα έχει πλέον στραφεί σε άλλα ζητήµατα. 3. Η ανάµιξη των πληγέντων είναι αναπόφευκτη είτε η διαδικασία τους συµπεριλαµβάνει είτε όχι. Σύµφωνα µε τον Ergünay (Ergünay, 1999b), υπάρχουν 2 σηµαντικές αδυναµίες (ανεπάρκειες) στο φυσικό σχεδιασµό που καθιστούν τον πληθυσµό πιο ευάλωτο στις καταστροφές: Η έλλειψη έγκυρων µικροζωνικών χαρτών για καλύτερη εκτίµηση των κινδύνων φυσικών καταστροφών και την ορθολογικότερη χρήση της γης.
Η έλλειψη επίβλεψης στην οικοδόµηση και τα κτιριακά έργα και η αµέλεια όσον αφορά τις νοµικές ευθύνες στις πρακτικές οικοδόµησης. Αυτές οι ανεπάρκειες, εξακολουθούν να επηρεάζουν και την αποκατάσταση µετά τις καταστροφές. Οι πληγέντες, µπορούν να εκπαιδευτούν ώστε να κατασκευάσουν τα σπίτια τους χρησιµοποιώντας παραδοσιακές πρώτες ύλες και τεχνικές. Μία τέτοιου, είδους εκπαίδευση θα µπορούσε επίσης να γίνεται προληπτικά σε περιοχές που θεωρούνται επιρρεπείς σε καταστροφές. Σύµφωνα µε αυτή τη στρατηγική οι τοπικές αρχές, οι αρχιτέκτονες, οι ανάδοχοι, οι εκπρόσωποι της κοινότητας και οι λοιποί συµµέτοχοι θα παρακολουθούν µαθήµατα. Μετά την καταστροφή, οι εκπαιδευµένοι αρχιτέκτονες και µηχανικοί µπορούν να µεταφερθούν στην πληγείσα περιοχή και µε τη χρήση σεµιναρίων και συναντήσεων διάρκειας λίγων βδοµάδων, µπορούν να διδάξουν τις τεχνικές στους πληγέντες. Πολύτιµοι µεσάζοντες µεταξύ της κυβέρνησης και της τοπικής κοινωνίας, µπορούν να είναι οι τοπικές αρχές έτσι ώστε να αποφευχθεί η ασυνεννοησία και η έλλειψη επικοινωνίας κυρίως στις περιπτώσεις όπου οι κάτοικοι αδυνατούν να ενηµερώσουν τις κυβερνητικές αρχές και τα αρµόδια όργανα για τις ζηµιές τις οποίες έχουν υποστεί. Μετά την καταστροφή, είναι απαραίτητη η σύσταση µιας επιτροπής η οποία θα διασφαλίζει την ανάµιξη όλων των παραγόντων στο σχεδιασµό της αποκατάστασης των πληγεισών περιοχών. Η Παγκόσµια Τράπεζα έχει σηµαντικές πολιτικές που στοχεύουν στη συµµετοχή των κοινοτήτων: Περιγραφή της στρατηγικής που ακολουθείται ώστε η κοινότητα να λειτουργήσει συµβουλευτικά και να συµµετοχικά στο σχεδιασµό της αποκατάστασης και της ανοικοδόµησης, Η περίληψη των απόψεων που εκφράστηκαν και µε ποιον τρόπο αυτές εισακούστηκαν κατά το σχεδιασµό, Η θεώρηση των εναλλακτικών επανεγκατάστασης όπως αυτές παρουσιάζονται και οι επιλογές που έγιναν από τον µετακινούµενο πληθυσµό. Είναι σηµαντικό να ληφθούν υπ οψιν οι προϋπάρχουσες σχέσεις γειτνίασης, συγγενείας αλλά και κοινωνικής ζωής κατά την επανεγκατάσταση της κοινότητας. Θεσµοποιηµένες ρυθµίσεις ώστε ο µετακινούµενος πληθυσµός να µπορεί να µεταφέρει τις ανησυχίες στις αρχές, µέσα από κατάλληλο σχεδιασµό και µέτρα τα οποία διασφαλίζουν τα δικαιώµατα των ευάλωτων οµάδων όπως µειονότητες, ακτήµονες και γυναίκες που πρέπει να εκπροσωπούνται επίσης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την ανάπτυξη της κοινοτικής συµµετοχής σε κάθε βήµα της διαχείρισης καταστροφών. Η φάση της ανοικοδόµησης αποτελεί ένα από τα τέσσερα βασικά βήµατα αυτής της διαδικασίας, ενώ της
έχει αποδοθεί ιδιαίτερη έµφαση, πολλές φορές σε βάρος των βηµάτων του µετριασµού και της προπαρασκευής. Η στρατηγική και ο σχεδιασµός του µοντέλου διαχείρισης, πρέπει να τεθούν σε µακροχρόνια βάση. Ο στόχος αυτός, δυσχεραίνεται από την όλο και συχνότερη και πιο εκτεταµένη εµφάνιση καταστροφών που οφείλεται σε αίτια όπως: υπερπληθυσµός, ανεπαρκής και ευάλωτη οικοδόµηση, έλλειψη κτιριακής επίβλεψης, έλλειψη εκπαιδευµένου ανθρωπίνου δυναµικού, αύξηση της θερµοκρασίας του πλανήτη κτλ. Για να µπορέσουν να αντιµετωπιστούν αποτελεσµατικά οι καταστροφές, είναι απαραίτητη η ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση και ανάληψη ευθυνών των κοινοτήτων, πριν από την καταστροφή και η συµµετοχή τους στο σχεδιασµό και την αποκατάσταση µετά την καταστροφή. Είναι, λοιπόν, ανάγκη να γίνει κατανοητό από τις κυβερνήσεις ότι οι καταστροφές είναι γεγονότα τοπικά και γι αυτό πρέπει να ληφθεί υπ όψιν το τοπικό περιβάλλον και οι λύσεις να αναπτυχθούν και να προκύψουν µέσα από τις τοπικές ικανότητες. Οι συµµετοχικές διαδικασίες, είναι ζωτικής σηµασίας για τη βιωσιµότητα των οικισµών. Σύµφωνα µε τα πορίσµατα που προκύπτουν από τις µελέτες περίπτωσης, τα θύµατα, χρειάζεται να πειστούν για να επανεγκατασταθούν και να συµµετάσχουν. Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και σοβαρή αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι της αποκατάστασης και ενθαρρύνει τη συµµετοχική διαδικασία. Σηµαντική είναι η σύσταση επιτροπής εκπροσώπων της κοινότητας, η οποία θα συµµετάσχει στο σχεδιασµό και την ανοικοδόµηση. Η επιτροπή αυτή, µπορεί να φανεί ιδιαιτέρως χρήσιµη και στη διαχείριση της επικοινωνίας µεταξύ των πληγέντων και τον αρµόδιων αρχών. Η κυβέρνηση, χρειάζεται να εκπαιδεύσει άµεσα επαγγελµατίες σχετικά µε την πρόληψη καταστροφών. Σε συνέχεια αυτού του πρώτου βήµατος, οι επαγγελµατίες αυτοί θα αναλάβουν το ρόλο των εκπαιδευτών, δίνοντας προτεραιότητα στις αρχές των περιοχών που θεωρούνται πιο επιρρεπεις στις καταστροφές. Τα µαθήµατα του παρελθόντος, µέχρι στιγµής δεν έχουν αξιοποιηθεί σωστά από εκείνους που λαµβάνουν αποφάσεις. Σε κάθε εγχείρηµα αποκατάστασης, υπάρχουν τα ίδια σηµάδια αποτυχίας. Είναι καιρός, οι υπεύθυνοι, οι διαχειριστές, καθώς επίσης και το κοινό, να αντιληφθούν και να αξιοποιήσουν το τεράστιο δυναµικό των ίδιων των πληγεισών κοινοτήτων και τη δυνατότητα συµµετοχής τους στην αποκατάσταση, στο σχεδιασµό και στη λήψη αποφάσεων.