ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α1 α. Σχολ. Βιβλίο, σελ. 42 «Καθώς η κατοχή γης κοινωνικές συνθήκες» β. Σχολ. Βιβλίο, σελ. 46 «Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης ιδεολογίας στη χώρα» γ. Σχολ. Βιβλίο, σελ. 48 «Στην περίοδο 1910 1922 παραγωγικών δυνάμεων του έθνους» ΘΕΜΑ Α2 1.Σωστό 2.Λάθος 3.Σωστό 4.Λάθος 5.Σωστό ΘΕΜΑ Β1 Σχολ. Βιβλίο, σελ. 43 45 «Το αποφασιστικό βήμα Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λ.π.) ΘΕΜΑ Β2 Σχολ. Βιβλίο, σελ. 50 «Όταν, μετά την επέμβαση δεν άργησαν να φανούν» ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΜΑ Γ1 α. Για την απάντηση του ερωτήματος αντλούμε στοιχεία κατεξοχήν από τα δοθέντα παραθέματα.
Η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας. Οι παράγοντες που επέτρεψαν τη δημιουργία της μετά την ενσωμάτωση των τελευταίων περιοχών στον εθνικό κορμό ήταν: οι ρυθμίσεις της σύμβασης προσάρτησης («Συνέδριο του Βερολίνου») της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος. Μεταξύ άλλων όριζαν πως οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να σεβαστούν τα «κεκτημένα δικαιώματα» όσων είχαν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας σε γαίες ή ακίνητα. Το ελληνικό κράτος εξαιτίας των όρων αυτών αδυνατούσε να εθνικοποιήσει τα οθωμανικά κτήματα και να προβεί σε μία μερική ή καθολική αγροτική μεταρρύθμιση. Επιπλέον, εφόσον ήδη στην υπάρχουσα ελληνική νομοθεσία ίσχυε η απόλυτη ατομική ιδιοκτησία, οι Οθωμανοί ιδιοκτήτες έχαιραν «προνομιακής μεταχείρισης» και έβλεπαν τη θέση τους να ενισχύεται. Οι Τούρκοι κάτοχοι γης έχοντας τίτλους απόλυτης κυριότητας, αναζήτησαν αγοραστές των ιδιοκτησιών τους στις διεθνείς χρηματιστικές αγορές. Ως υποψήφιοι αγοραστές εμφανίστηκαν μεταξύ άλλων και Έλληνες κεφαλαιούχοι της ομογένειας, οι οποίοι στο άκουσμα της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα έσπευσαν να επενδύσουν στην ελληνική γη και έγιναν οι νέοι ιδιοκτήτες του Θεσσαλικού κάμπου. η αδυναμία προώθησης της αγροτικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα, παρά τις διαμαρτυρίες των γηγενών αγροτών. Η στάση αυτή των ελληνικών κυβερνήσεων έβρισκε έρεισμα στην ανάγκη να διατηρηθεί η δανειοληπτική ικανότητα της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του R. Clogg στην πολιτική του Χαρ. Τρικούπη, ο οποίος απέφυγε τη μεταρρύθμιση στη Θεσσαλία για να μην αποθαρρύνει τους Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού που είχαν επενδυτικές βλέψεις για την εγχώρια αγορά από την οποιαδήποτε πρωτοβουλία τους. Η ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας με κεφάλαια προερχόμενα από επενδύσεις θα έδινε άλλη δυναμική στην προσπάθεια της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει δάνεια από χώρες του εξωτερικού, ώστε να υλοποιήσει το κυβερνητικό της πρόγραμμα. β. Σχολ. Βιβλίο, σελ. 43 «Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας αγοράστηκαν ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων». Μπορεί επιπρόσθετα να αξιοποιηθεί από το πρώτο παράθεμα πως οι σχέσεις τσιφλικά και καλλιεργητή επιδεινώθηκαν μετά την αγορά των τσιφλικιών της Θεσσαλίας από Έλληνες ομογενείς, καθώς διατηρήθηκε ο αναχρονιστικός θεσμός των κολίγων και δεν οριοθετήθηκαν τα δικαιώματα των τελευταίων.
ΘΕΜΑ Δ1 Οι πρώτες υποτυπώδεις μονάδες παραγωγής που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, εμφανίστηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξάρτητης Ελλάδας. Αποσκοπώντας κυρίως στην εξυπηρέτηση των εγχώριων αναγκών, οι μικρές αυτές μονάδες αποτελούσαν κατ ουσίαν την εξέλιξη των προεπαναστατικών βυρσοδεψείων, ελαιοτριβείων κ.α. Τα πράγματα αρχίζουν να μεταβάλλονται στο τέλος του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, με τάσεις ανάπτυξης κυρίως της μεταλλουργίας και της ναυπηγικής. Και πάλι όμως ελάχιστα σύγχρονα εργοστάσια υπήρχαν. Στα περισσότερα από αυτά οι εργάτες απασχολούνταν με χειρωνακτική εργασία. Σύμφωνα με τη διήγηση του συγγραφέα του παραθέματος πλάι σε αυτά «... συναντάμε ακόμα κλώστριες, υφαντουργούς και τεχνίτες με λίγα εργαλεία των οποίων η εργασία είναι αποκλειστικά χειρωνακτική... παρασκευάζονται τρόφιμα, όπως ψωμί, ζυμαρικά, ελαιόλαδο ή σταφίδες, ταυτόχρονα με άλλα είδη.» Δεν υπήρχαν στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, ενώ η αξιολύπητη και αρρωστημένη εξωτερική τους όψη απεδείκνυε τον υπερβολικό σκληρό μόχθο που επιβαλλόταν σ αυτούς. Η ημερήσια εργασία διαρκούσε 12 και 14 ώρες, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάποιο επιπρόσθετο επίδομα ή αμοιβή «Εργάζονται για ατελείωτες ώρες μέσα σε θλιβερά σκοτεινά κτίρια, όπου δε βρίσκουν ούτε έστω θέση για να κάτσουν, ή χώρους υγιεινής... δεν ανταμείβονται με κανενός είδους άνεση... η εργασία τους διαρκεί 12 ή 14 ώρες, χωρίς κανενός είδους επίδομα ή επιπλέον αμοιβή». Πριν τους Βαλκανικούς πολέμους δεν υπήρχε ασφάλιση των εργατών ούτε και νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους από ατυχήματα. Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο τραυματίας δεν έπαιρνε αποζημίωση, εκτός αν ο ίδιος ο εργοδότης αναλάμβανε να βοηθήσει «Δεν υπάρχει νόμος στην Ελλάδα που να υποχρεώνει τους εργοδότες να αποζημιώνουν τους εργάτες που έπεσαν θύματα ατυχήματος κάποιας αρρώστιας» Με έκπληξη ο συγγραφέας διαπιστώνει την ανυπαρξία στην Ελλάδα ειδικού νόμου για την παιδική εργασία. Αγόρια και κορίτσια ηλικίας 6 έως και 10 ετών προσέφεραν εργασία για μια ελάχιστη αμοιβή και σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον. Οι πενιχρές αμοιβές ήταν όμως ευπρόσδεκτες από τις οικογένειές τους, που ήταν φτωχές «... η κυβέρνηση οφείλει να εκδώσει έναν ειδικό νόμο για την παιδική εργασία... αγόρια 8 έως 10 χρονών και κορίτσια 6 ή 7 χρονών πενιχρό οικογενειακό εισόδημα». Οι απεργίες για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων ήταν άγνωστες μέχρι το 1909. Στο τέλος του 19ου αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα σοσιαλιστικές ομάδες και εργατικές
ομαδοποιήσεις. Όπως αναφέρεται από τον συγγραφέα του αποσπάσματος την περίοδο αυτή είχαν ιδρυθεί σωματεία και σχεδόν σε όλες τις υπάρχουσες βιομηχανίες είχαν συγκροτηθεί ενώσεις εργαζομένων και επιμέρους αδελφότητές τους. Οι γυναίκες σε όλες αυτές τις συγκεντρώσεις δεν αντιμετωπίζονταν ισότιμα. Η πολιτική και κοινωνική επιρροή αυτών των εργατικών σωματείων ήταν σαφώς μικρότερη από εκείνη που άσκησαν αντίστοιχα κινήματα σε βιομηχανικές και βαλκανικές χώρες. Η απουσία μεγάλων σύγχρονων βιομηχανιών οδήγησε σε αυτήν την καθυστέρηση από κοινού με άλλους παράγοντες. Στα μεγάλα δημόσια έργα της περιόδου, σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού προερχόταν από το εξωτερικό (στη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου εργάστηκαν πολλοί Ιταλοί) ή ήταν πρόσκαιρης, βραχύχρονης απασχόλησης. Πιο σταθερό εργατικό δυναμικό δούλευε στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες καθαρά εργατικές εξεγέρσεις (Λαύριο, 1896). Στον ιδεολογικό τομέα η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας εμπόδιζε την ανάπτυξη και διάδοση ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1913). Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό για τα μέτρα της περιοχής βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.