ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ 1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ INVANZ 1 g κόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Κάθε φιαλίδιο περιέχει 1,0 g ertapenem ισοδύναµο µε 1,046 g ertapenem sodium Για τα έκδοχα, βλ. 6.1 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Kόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση. Λευκή ως υπόλευκη σκόνη. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Θεραπεία των ακόλουθων λοιµώξεων, όταν προκαλούνται από βακτήρια που είναι γνωστό ή πιθανό να είναι ευαίσθητα στο ertapenem και εάν και όταν απαιτείται παρεντερική θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.4 και παράγραφο 5.1): Ενδοκοιλιακές λοιµώξεις Επίκτητος πνευµονία της κοινότητας Οξείες γυναικολογικές λοιµώξεις Θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψιν οι επίσηµες οδηγίες για την κατάλληλη χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων. 4.2 οσολογία και τρόπος χορήγησης Ενήλικες και έφηβοι (ηλικίας 13 ως 17 ετών): Η δόση του INVANZ είναι 1 γραµµάριο (g) µια φορά την ηµέρα µέ ενδοφλέβια ή ενδοµυϊκή χορήγηση. Παιδιά (ηλικίας 3 µηνών έως 12 ετών): Η δόση του INVANZ είναι 15 mg/kg χορηγούµενο δύο φορές ηµερησίως (να µην υπερβαίνεται το 1 g/ηµερησίως) µε ενδοφλέβια χορήγηση. Το INVANZ δεν συνιστάται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 µηνών, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία (βλέπε λήµµα 4.4). Ενδοφλέβια χορήγηση: Το INVANZ θα πρέπει να χορηγείται σε έγχυση σε διάστηµα 30 λεπτών. Η συνήθης διάρκεια της θεραπείας µε INVANZ είναι 3 ως 14 ηµέρες αλλά µπορεί να ποικίλλει, εξαρτώµενη από το είδος και την βαρύτητα της λοίµωξης και το αίτιο παθογόνο (α). Εαν ενδείκνυται κλινικά, µπορεί να γίνει η µεταφορά σε ένα κατάλληλο από του στόµατος χορηγούµενο αντιβακτηριακό φάρµακο, εφόσον έχει παρατηρηθεί κλινική βελτίωση. Νεφρική ανεπάρκεια: Το INVANZ µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την θεραπεία λοιµώξεων σε ενήλικες ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια. Σε ασθενείς στους οποίους η κάθαρση της κρεατινίνης είναι > 30 ml/min/1.73 m 2, δεν είναι απαραίτητη η προσαρµογή της δοσολογίας. εν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητα του ertapenem σε ασθενείς µε προχωρηµένη νεφρική ανεπάρκεια που να υποστηρίζουν µια συνιστώµενη δόση. Για αυτό το λόγο το ertapenem δεν πρέπει να χορηγείται σε αυτούς τους ασθενείς. (Βλ. Παράγραφο 5.2). εν υπάρχουν στοιχεία για παιδιά και έφηβους µε νεφρική ανεπάρκεια. 2
Ασθενείς σε αιµοδιύλιση: εν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητα του ertapenem στους ασθενείς σε αιµοδιύλιση που να υποστηρίζουν µια συνιστώµενη δόση. Για αυτό το λόγο το ertapenem δεν πρέπει να χορηγείται σε αυτούς τους ασθενείς. Ηπατική ανεπάρκεια εν απαιτείται προσαρµογή της δοσολογίας σε ασθενείς µε επηρεασµένη ηπατική λειτουργία (βλ. παράγραφο 5.2). Ηλικιωµένοι Η συνιστώµενη δοσολογία του INVANZ θα πρέπει να χορηγείται, εκτός από τις περιπτώσεις σοβαρής νεφρικής ανεπάρκειας (βλ. Νεφρική ανεπάρκεια). 4.3 Αντενδείξεις υπερευαισθησία στο ertapenem ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα. υπερευαισθησία σε οποιοδήποτε άλλο αντιβακτηριακό παράγοντα που περιέχει καρβαπενέµη σοβαρή υπερευαισθησία (π.χ αναφυλακτική αντίδραση, σοβαρή αντίδραση από το δέρµα)σε οποιοδήποτε άλλο τύπο αντιβακτηριακού παράγοντα της κατηγορίας των β-λακταµών (π.χ.πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες). 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χρήση Έχουν αναφερθεί σοβαρές και περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αναφυλακτικές) σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε β-λακτάµες. Αυτές οι αντιδράσεις είναι περισσότερο πιθανόν να εµφανιστούν σε άτοµα µε ιστορικό υπερευαισθησίας σε ποικίλα αλλεργιογόνα.. Προτού αρχίσει η θεραπεία µε ertapenem θα πρέπει να γίνει προσεκτικός έλεγχος, λαµβάνοντας υπ όψη προηγούµενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε πενικιλίννες, κεφαλοσπορίνες, ή άλλες λακτάµες και άλλα αλλεργιογόνα (βλ Παράγραφο 4.3). Αν εµφανιστεί οποιαδήποτε αλλεργική αντίδραση από το ertapenem, διακόψτε την θεραπεία αµέσως. Σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις απαιτούν άµεση επείγουσα θεραπεία. Όπως µε άλλα αντιβιοτικά, παρατεταµένη χρήση του ertapenem µπορεί να οδηγήσει σε αύξηση µη ευαίσθητων οργανισµών. Είναι αναγκαία η επαναλαµβανόµενη αξιολόγηση της κατάστασης του ασθενούς. Αν εµφανιστεί επιµόλυνση κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα µέτρα. Έχουν αναφερθεί κολίτιδα που σχετίζεται µε τα αντιβιοτικά και ψευδοµεµβρανώδης κολίτιδα σχεδόν µε όλα τα αντιβακτηριακά φάρµακα, συµπεριλαµβανοµένου του ertapenem, και µπορεί να ποικίλλει ως προς τη βαρύτητα από µέτρια ως απειλητική για τη ζωή. Γι αυτό, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη αυτή η διάγνωση σε ασθενείς, οι οποίοι εµφανίζουν διάρροια, ως επακόλουθο χορήγησης αντιβακτηριακών φαρµάκων. Θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν η διακοπή της θεραπείας µε το INVANZ και η χορήγηση ειδικής θεραπείας για το Clostridium.difficile.Φαρµακευτικά προϊόντα τα οποία αναστέλλουν την περισταλτική κίνηση,δεν θα πρέπει να χορηγούνται. Η αποτελεσµατικότητα του INVANZ στη θεραπεία της επίκτητης πνευµονίας της κοινότητας,που οφείλεται σε Streptococcus pneumoniae, δεν έχει τεκµηριωθεί. Υπάρχει σχετικά µικρή εµπειρία µε το ertapenem σε παιδιά ηλικίας κάτω των δύο ετών. Σ αυτή την ηλικιακή οµάδα, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, για να πιστοποιηθεί η ευαισθησία του µολυσµατικού οργανισµού(ών) στο ertapenem. εν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 µηνών. 3
Yπάρχει περιορισµένη εµπειρία στη χορήγηση του ertapenem για τη θεραπεία των σοβαρών λοιµώξεων. Σε κλινικές µελέτες για την θεραπεία της επίκτητης πνευµονίας της κοινότητας, σε ενήλικες, 25 % των αξιολογήσιµων ασθενών, που έλαβαν θεραπεία µε ertapenem είχαν σοβαρή νόσο (ορισµένη ως βαθµός σοβαρότητας της πνευµονίας > III). Σε µία κλινική µελέτη για την θεραπεία οξέων γυναικολογικών λοιµώξεων, σε ενήλικες, 26 % των αξιολογήσιµων ασθενών, που έλαβαν θεραπεία µε ertapenem είχαν σοβαρή νόσο(ορισµένη ως θερµοκρασία 39 C και /ή βακτηραιµία) δέκα(10) ασθενείς έπασχαν από βακτηραιµία. Από τους αξιολογήσιµους ασθενείς, που έλαβαν θεραπεία µε ertapenem σε µία κλινική µελέτη για την θεραπεία ενδοκοιλιακών λοιµώξεων,σε ενήλικες, 30 % είχε γενικευµένη περιτονίτιδα και 39 % είχε λοιµώξεις, που περιλαµβάνουν σηµεία εκτός της σκωληκωειδούς απόφυσης, συµπεριλαµβανοµένων του στοµάχου, του δωδεκαδάκτυλου,του λεπτού εντέρου, του κόλου και της χοληδόχου κύστης; υπήρξε περιορισµένος αριθµός αξιολογήσιµων ασθενών που τυχαιοποιήθηκαν µε βαθµούς APACHE II 15 και η αποτελεσµατικότητα σε αυτούς τους ασθενείς δεν έχει τεκµηριωθεί. 4.5 Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης Αλληλεπιδράσεις που προκαλούνται από την αναστολή της κάθαρσης φαρµάκου µέσω της P- γλυκοπρωτεϊνης ή της κάθαρσης των φαρµακευτικών προϊόντων µέσω του συστήµατος CYP, δεν είναι πιθανές (βλ. παράγραφο 5.2). Αντιβακτηριακοί παράγοντες της κατηγορίας των πενεµών και των καρβαπενεµών µπορεί να µειώσουν τα επίπεδα του βαλπροϊκού οξέος στον ορό.θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν ο έλεγχος των επιπέδων του βαλπροϊκού οξέος στον ορό, όταν πρέπει να συγχορηγηθεί ertapenem µε βαλπροϊκό οξύ. 4.6 Κύηση και γαλουχία Επαρκείς και καλά ελεγχόµενες µελέτες δεν έχουν διεξαχθεί σε εγκυµονούσες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα δεν παρέχουν ενδείξεις άµεσα ή έµµεσα για βλαβερές επιδράσεις όσον αφορά την κύηση, την εµβρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό ή την µετεµβρυϊκή ανάπτυξη. Ωστόσο, το ertapenem δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται κατά την διάρκεια της κύησης εκτός εάν το πιθανόν όφελος υπερτερεί του πιθανού κινδύνου για το έµβρυο. Το ertapenem εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Λόγω της πιθανότητας ανεπιθύµητων ενεργειών για το βρέφος, oι µητέρες δεν θα πρέπει να θηλάζουν τα βρέφη, όταν λαµβάνουν ertapenem. 4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισµού µηχανών Ζάλη και υπνηλία µπορεί να εµφανισθεί (βλ. παράγραφο 4.8) που µπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα ορισµένων ασθενών να οδηγούν και/ή να χειρίζονται µηχανήµατα). 4.8 Ανεπιθύµητες ενέργειες Ενήλικες ηλικίας 18 ετών και άνω: Ο συνολικός αριθµός των ασθενών που θεραπεύθηκαν µε ertapenem σε κλινικές µελέτες, ήταν πάνω από 1.900, από τους οποίους πάνω από 1.850 έλαβαν µία δόση 1 g ertapenem. Έχουν αναφερθεί ανεπιθύµητες ενέργειες (π.χ. που θεωρήθηκαν από τον ερευνητή ως ενδεχοµένως,πιθανόν ή σαφώς σχετιζόµενες µε το φάρµακο) περίπου στο 20 % των ασθενών που θεραπεύθηκαν µε ertapenem. Η θεραπεία διεκόπη, λόγω των ανεπιθύµητων ενεργειών, στο 1,3 % των ασθενών. Για τους ασθενείς που έλαβαν µόνον INVANZοι πιο συχνές,, ανεπιθύµητες ενέργειες, που έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας καθώς και σε διάστηµα παρακολούθησης 14 ηµερών αφού η θεραπεία διεκόπη ήταν: διάρροια (4,8 %), επιπλοκές της φλέβας στο σηµείο έγχυσης (4,5 %), και ναυτία (2,8 %) Για τους ασθενείς που έλαβαν µόνον INVANZ οι ακόλουθες ανεπιθύµητες ενέργειες αναφέρθηκαν κατά τ διάρκεια της θεραπείας καθώς και σε διάστηµα παρακολούθησης 14 ηµερών αφού η θεραπεία διεκόπη: 4
Συχνές = 1/100,< 1/10; Όχι συχνές = > 1/1.000, < 1/100, Σπάνιες = > 1/10.000,< 1/1.000 Μολύνσεις και λοιµώξεις: Όχι συχνές:: Στοµατική καντιντίαση ιαταραχές του αίµατος και του λεµφικού συστήµατος: Σπάνιες:: Ουδετεροπενία, θροµβοκυτοπενία ιαταραχές του µεταβολισµού και της διατροφής: Όχι συχνές:: Ανορεξία Σπάνιες:: Υπογλυκαιµία ιαταραχές του νευρικού συστήµατος: Συχνές: Κεφαλαλγία Όχι συχνές: Ζάλη, αυπνία, υπνηλία, σπασµοί, σύγχυση Σπάνιες: Ανησυχία µετά κινητικών ή ψυχικών διαταραχών, ανησυχία, κατάθλιψη, τρόµος Καρδιακές διαταραχές: Σπάνιες: Αρρυθµία, ταχυκαρδία. Αγγειακές διαταραχές: Συχνές: Φλεβίτιδα/ θροµβοφλεβίτιδα Όχι συχνές: Υπόταση Σπάνιες:: Αιµορραγία, αυξηµένη αρτηριακή πίεση Αναπνευστικές, θωρακικές και µεσοθωρακικές διαταραχές: Όχι συχνές: ύσπνοια, φαρυγγική ενόχληση. Σπάνιες: Ρινική συµφόρηση, βήχας, επίσταξη, πνευµονία, τρίζοντες/ρόγχοι, συριγµός. Γαστρεντερικές διαταραχές: Συχνές: ιάρροια, ναυτία, έµετος Όχι συχνές: υσκοιλιότητα, ψευδοµεµβρανώδης εντεροκολίτιδα, παλινδρόµηση οξέος, ξηροστοµία, δυσπεψία. Σπάνιες: υσφαγία, ακράτεια κοπράνων. Ηπατοχολικές διαταραχές: Σπάνιες: Χολεκυστίτιδα, ίκτερος, ηπατική δυσλειτουργία. ιαταραχές του δέρµατος και του υποδόριου ιστού: Συχνές: Εξάνθηµα, κνησµός Όχι συχνές: Ερύθηµα Σπάνιες: ερµατίτιδα, δερµατοµυκητίαση, απολέπιση, µετεγχειρητική µόλυνση τραύµατος Μυοσκελετικές διαταραχές, διαταραχές των συνδετικών ιστών και των οστών: Σπάνιες: Μυϊκή κράµπα, πόνος στον ώµο ιαταραχές των νεφρών και του ουροποιητικού συστήµατος: Σπάνιες: Λοίµωξη του ουροποιητικού συστήµατος, νεφρική ανεπάρκεια, οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Αναπαραγωγικό σύστηµα και διαταραχές των µαστών: Όχι συχνές: Κολπίτιδα. Σπάνιες: Aποβολή, αιµορραγία των γεννητικών οργάνων Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης: Συχνές: Επιπλοκές από την φλέβα έγχυσης 5
Όχι συχνές: Σπάνιες: Eξαγγείωση, κοιλιακό άλγος, καντιντίαση, εξασθένηση/κόπωση, µυκητιασική λοίµωξη, πυρετός, οίδηµα/εξοίδηση, θωρακικό άλγος, διαταραχές της γεύσης Αλλεργία, σκλήρυνση στο σηµείο της ένεσης, αίσθηµα κακουχίας, πυελική περιτονίτιδα, διαταραχές του σκληρού, συγκοπή Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών): Ο συνολικός αριθµός των ασθενών που έλαβε ertapenem σε κλινικές µελέτες ήταν 384. Η συνολική εικόνα ασφάλειας είναι συγκρίσιµη µε αυτή των ενηλίκων ασθενών. Εχουν αναφερθεί ανεπιθύµητες ενέργειες (που θεωρούνται από τον ερευνητή ως πιθανές, ενδεχόµενες, ή σίγουρα σχετιζόµενες µε το φαρµακευτικό προϊόν) περίπου σε 20,8 %των ασθενών, που έλαβαν ertapenem. Η θεραπεία είχε διακοπεί λόγω ανεπιθύµητων ενεργειών σε 0,5 % των ασθενών. Για τους ασθενείς που έλαβαν µόνο INVANZ, οι πιό συχνές ανεπιθύµητες ενέργειες, που αναφέρθηκαν κατά την θεραπεία και κατά το διάστηµα παρακολούθησης 14 ηµερών µετά την διακοπή της θεραπείας, ήταν: διάρροια (5,2 %) και πόνος στο σηµείο της έγχυσης (6,1 %). Για τους ασθενείς που έλαβαν µόνο INVANZ, οι ακόλουθες ανεπιθύµητες ενέργειες, που αναφέρθηκαν κατά την θεραπεία και κατά το διάστηµα παρακολούθησης 14 ηµερών µετά την διακοπή της θεραπείας, ήταν: ιαταραχές του νευρικού συστήµατος Οχι συχνές: Κεφαλαλγία Αγγειακές διαταραχές: Οχι συχνές: Εξαψη, υπέρταση, πετέχειες. Γαστρεντερικές διαταραχές: Συχνές: ιάρροια, Όχι συχνές: Αποχρωµατισµός των κοπράνων, µέλαινα. ιαταραχές του δέρµατος και του υποδόριου ιστού: Συχνές: ερµατίτιδα που προκαλείται από τη χρήση πάνας Όχι συχνές: Ερύθηµα, εξάνθηµα. Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης: Συχνές: Πόνος στο σηµείο της έγχυσης Όχι συχνές: Καύσος στο σηµείο της έγχυσης, κνησµός στο σηµείο της έγχυσης, ερύθηµα στο σηµείο της έγχυσης, ερύθηµα στο σηµείο της ένεσης, θερµότητα στο σηµείο της έγχυσης, Εµπειρία µετά την κυκλοφορία του φαρµάκου: Εχουν αναφερθεί οι ακόλουθες ανεπιθύµητες ενέργειες µετά την κυκλοφορία του φαρµάκου: Ανοσοποιητικό σύστηµα: αναφυλαξία συµπεριλαµβανοµένων των αναφυλακτοειδών αντιδράσεων (πολύ σπάνια) ιαταραχές του νευρικού συστήµατος: ψευδαισθήσεις (πολύ σπάνια). Εργαστηριακά ευρήµατα:σε ενήλικες ασθενείς που έλαβαν µόνο INVANZ, οι πιο συχνά αναφερθείσες ανωµαλίες στα εργαστηριακά ευρήµατα κατά την θεραπεία και κατά την περίοδο παρακολούθησης 14 ηµερών, µετά την διακοπή της θεραπείας ήταν αυξήσεις ALT (4,6 %), AST (4,6 %), αλκαλικής φωσφατάσης (3,8 %) και του αριθµού των αιµοπεταλίων (3,0 %). Στα παιδιά και τους έφηβους (ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών) που έλαβαν µόνο INVANZ οι πιό συχνές αναφερθείσες ανωµαλίες στα εργαστηριακά ευρήµατα και η αντίστοιχη συχνότητά τους κατά την θεραπεία και κατά την περίοδο παρακολούθησης 14 ηµερών µετά την διακοπή της θεραπείας, ήταν: µειώσεις του αριθµού ουδετερόφιλων (3,0 %), και αυξήσεις της ALT (2,9 %), και της AST (2,8 %). Σε ασθενείς που έλαβαν µόνο INVANZ, οι ακόλουθες ανωµαλίες στα εργαστηριακά ευρήµατα κατά την θεραπεία και κατά την περίοδο παρακολούθησης 14 ηµερών αφού η θεραπεία διεκόπη: 6
Συχνές = 1/100; Όχι συχνές => 1/1.000,< 1/100, Σπάνιες = > 1/10.000,< 1/1.000 Ερευνες: Ενήλικες ηλικίας 18 ετών και άνω: Βιοχηµικές: Συχνές: Aυξήσεις του ALT, του AST, της αλκαλικής φωσφατασης. Οχι Συχνές: Αυξήσεις στην ολική χολερυθρίνη ορού, άµεση χολερυθρίνη ορού, έµµεση χολερυθρίνη ορού, κρεατινίνη ορού, ουρία ορού, γλυκόζη ορού. Σπάνιες: Μειώσεις των διτταναθρακικών του ορού, της κρεατινίνης ορού, και του καλίου ορού, αυξήσεις της LDH ορού, του φωσφόρου ορού και του καλίου ορού. Αιµατολογικές: Συχνές: Αύξηση στον αριθµό των αιµοπεταλίων. Οχι Συχνές: Μειώσεις στα λευκά αιµοσφαίρια, αριθµό αιµοπεταλίων, πολυµορφοπύρηνα ουδετερόφιλα, αιµοσφαιρίνη και αιµατοκρίτης, αυξήσεις στα ηωσινόφιλα, ενεργοποιηµένος χρόνος µερικής θροµβοπλαστίνης, πολυµορφοπύρηνα ουδετερόφιλα, και λευκά αιµοσφαίρια. Σπάνιες: Μειώσεις στα λεµφοκύτταρα, αυξήσεις στα ραβδοπύρηνα ουδετερόφιλα, λεµφοκύτταρα, µεταµυελοκύτταρα, µονοκύτταρα, µυελοκύτταρα, άτυπα λεµφοκύτταρα. Ανάλυση Ούρων: Oχι Συχνές: Αυξήσεις των βακτηρίων στα ούρα, των λευκών αιµοσφαιρίων στα ούρα,,των επιθηλιακών κυττάρων στα ούρα, και των ερυθρών αιµοσφαιρίων στα ούρα, παρουσία σακχαροµυκήτων στα ούρα. Σπάνιες: Αυξηση στο ουροχολινογόνο. ιάφορες: Oχι Συχνές: Θετική Τοξίνη Clostridium difficile. Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών) Βιοχηµικές: Συχνές: Aυξήσεις της ALT και της AST. Αιµατολογικές: Συχνές: Μειώσεις του αριθµού ουδετερόφιλων. Οχι Συχνές: Αυξήσεις του αριθµού αιµοπεταλίων, του ενεργοποιηµένου χρόνου µερικής θροµβοπλαστίνης, χρόνου προθροµβίνης, µειώσεις της αιµοσφαιρίνης. 4.9 Υπερδοσολογία εν υπάρχουν διαθέσιµες ειδικές πληροφορίες για την θεραπεία υπερδοσολογίας µε ertapenem. Yπερδοσολογία του ertapenem δεν είναι πιθανή. Η ενδοφλέβια χορήγηση του ertapenem στη δόση 3 g ηµερησίως για 8 ηµέρες σε υγιείς ενήλικες εθελοντές δεν οδήγησε σε σηµαντική τοξικότητα. Σε κλινικές µελέτες σε ενήλικες η εκ λάθους χορήγηση ως 3 g ηµερησίως δεν οδήγησε σε κλινικά σηµαντικές ανεπιθύµητες ενέργειες. Σε κλινικές µελέτες µε παιδιατρικούς ασθενείς, µία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση των 40 mg/kg ως τη µέγιστη των 2 g, δεν οδήγησε σε τοξικότητα. Παρόλα αυτά, σε περίπτωση υπερδοσολογίας, η θεραπεία µε INVANZ θα πρέπει να διακοπεί και να δοθεί γενική υποστηρικτική θεραπεία εως ότου λάβει χώρα νεφρική απέκκριση. Το ertapenem µπορεί να αποµακρυνθεί σε κάποιο ποσοστό µε αιµοδιύλυση (βλέπε παράγραφο 5.2). Ωστόσο, δεν υπάρχει διαθέσιµη καµµία πληροφορία ως προς τη χρήση αιµοδιάλυσης για την αντιµετώπιση υπερδοσολογίας. 7
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρµακοδυναµικές ιδιότητες Φαρµακοθεραπευτική κατηγορία: καρβαπενέµες, ATC κωδικός: J01D H03 Μηχανισµός δράσης Το Εrtapenem αναστέλλει την σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώµατος ακολουθώντας πρόσδεση µε τις πρωτεϊνες που δεσµεύουν πενικιλλίνη (PBPs). Στο Escherichia coli, η σχέση, πρός τα PBPs 2 και 3 είναι πιο ισχυρή. Μικροβιολογική ευαισθησία Τα NCCLS MIC διαχωριστικά σηµεία είναι τα εξής: Enterobacteriaceae and staphylococci: S 2 mg/ml και R8 mg/l S.pneumoniae: S 1 mg/ml και R4 mg/l Eίδη Streptococcus (µόνο βήτα-αιµολυτικά): S 1 mg/ml Eίδη Ηaemophilus: S 0.5 mg/ml Αναερόβια: S 4 mg/ml και R16 mg/l (Σηµ: οι τιµές των διαχωριστικών σηµείων για τα staphylococci και S.pneumoniae εφαρµόζονται µόνο για τα ευαίσθητα στην µεθικιλλίνη staphylococci και τα ευαίσθητα στην πενικιλλίνη pneumococci, αντίστοιχα). Οι συνταγογράφοι ενηµερώνονται, ότι µπορούν να συµβουλευθούν τα τοπικά MIC διαχωριστικά σηµεία, εφόσον υπάρχουν. Ο επιπολασµός της επίκτητης αντοχής µπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και µε το χρόνο, για επιλεγµένα είδη και τοπικές πληροφορίες ως προς την αντοχή είναι επιθυµητή ιδιαίτερα κατά την θεραπεία σοβαρών λοιµώξεων.εχουν αναφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση τοπικές οµάδες λοιµώξεων που οφείλονται σε οργανισµούς ανθεκτικούς στην καρβαπενέµη. Οι κατωτέρω πληροφορίες δίνουν κατά προσέγγιση καθοδήγηση ως προς την πιθανότητα ευαισθησίας του µικροοργανισµού στο ertapenem ή όχι. 8
Παθογόνο Ευαίσθητα Gram - θετικά αερόβια: Ευαίσθητοι στην µεθικιλλίνη σταφυλόκοκκοι (συµπεριλαµβανοµένου του Staphylococcus aureus Streptococcus agalactiae* Streptococcus pneumoniae* Streptococcus pyogenes* Gram - αρνητικά αερόβια: Citrobacter freundii Enterobacter aerogenes Enterobacter cloacae Escherichia coli* Haemophilus influenzae (* Haemophilus parainfluenzae Klebsiella oxytoca Klebsiella pneumoniae* Moraxella catarrhalis* Morganella morganii Proteus mirabilis* Proteus vulgaris Serratia marcescens Αναερόβια: Bacteroides fragilis και είδη της κατηγορίας B. fragilis Group* Clostridium species*(εξαιρουµένου του C.difficile) Eubacterium species* Fusobacterium species* Peptostreptococcus species* Porphyromonas asaccharolytica* Prevotella species* Ανθεκτικά Gram-θετικά αερόβια Corynebacterium jeikeium Methicillin-resistant staphylococci (συµπεριλαµβανοµένου Staphylococcus aureus) Enterococci συµπεριλαµβανοµένου Enterococcus faecalis και του Entrerococcus faecium Gram-αρνητικά αερόβια: Aeromonas species Acinetobacter species Burkholderia cepacia Pseudomonas aeruginosa Stenotrophomonas maltophilia Αναερόβια: Lactobacillus species Άλλα: Chlamydia species Mycoplasma species Rickettsia species Legionella species Ευρωπαϊκό εύρος παρατηρούµενης αθεκτικότητας 0-5 % 0-20 % *Κλινική αποτελεσµατικότητα έχει δειχθεί για ευαίσθητα στελέχη στις εγκεκριµένες κλινικές ενδείξεις. Η αποτελεσµατικότητα του INVANZ στην θεραπεία της επίκτητης πνευµονίας της κοινότητας που οφείλεται στον ανθεκτικό στην πενικιλλίνη Streptococcus pneumoniae δεν έχει τεκµηριωθεί. 9
Αντοχή Για τα είδη που θεωρούνται ευαίσθητα στο ertapenem, η αντοχή δεν ήταν συχνή σε µελέτες επιτήρησης στην Ευρώπη. Στα ανθεκτικά στελέχη που αποµονώθηκαν, έχει παρατηρηθεί αντοχή σε άλλους αντιβακτηριακούς παράγοντες της κατηγορίας της καρβαπενέµης, σε µερικά άλλα όχι σε όλα τα στελέχη που αποµονώθηκαν. Το ertapenem είναι αποτελεσµατικά σταθερό στην υδρόλυση από τις περισσότερες κατηγορίες των βήτα-λακταµασών, συµπεριλαµβανοµένων των πενικιλλινασών, κεφαλοσπορινών και ευρέος φάσµατος βήτα -λακταµασών, αλλά όχι των µεταλλο-βήτα λακταµασών. Ο µηχανισµός δράσης του ertapenem διαφέρει από αυτό των άλλων κατηγοριών των αντιβιοτικών, όπως κινολόνες, αµινογλυκοσίδες, µακρολίδια και τετρακυκλίνες. εν υπάρχει διασταυρούµενη αντοχή, βασιζόµενη στον τελικό στόχο, µεταξύ του ertapenem και αυτών των ενώσεων. Παρόλα αυτά, οι µικροοργανισµοί µπορεί να αναπτύξουν αντοχή σε περισσότερες από µία κατηγορίες αντιβακτηριακών παραγόντων όταν ο µηχανισµός είναι ή περιλαµβάνει µη διαπερατότητα σε ορισµένες ενώσεις και/ή σε µία αντλία έγχυσης. Το ertapenem αξιολογήθηκε κατά πρώτον για παιδιατρική ασφάλεια και κατά δεύτερον για την αποτελεσµατικότητα σε τυχαιοποιηµένες, συγκριτικές,πολυκεντρικές µελέτες σε ασθενείς ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών µε πνευµονία της κοινότητας (ΠΚ), λοιµώξεις του ουροποιητικού συστήµατος(λοσ), λοιµώξεις του δέρµατος και των µαλακών µορίων (Λ,ΛΜΜ), ενδοκοιλιακές λοιµώξεις (ΕΚΛ) και οξείες λοιµώξεις της πυέλου(ολπ). Η αξιολόγηση κατά την επίσκεψη µετά την θεραπεία του ποσοστού των ασθενών µε επιθυµητή κλινική ανταπόκριση στο κλινικό ΜΙΤΤ πληθυσµό,παρατίθεται ακολούθως: Κατηγορία Ertapenem Ceftriaxone ασθένειας Κατηγορία ηλικίας n/m % n/m % ΠΚ 3 to 23 months 31/35 88.6 13/13 100.0 2 to 12 years 55/57 96.5 16/17 94.1 13 to 17 years 3/3 100.0 3/3 100.0 ΛΟΣ 3 to 23 months 27/31 87.1 11/11 100.0 2 to 12 years 38/45 84.4 15/16 93.8 13 to 17 years 4/4 100.0 2/2 100.0 Λ ΜΜ 3 to 23 months 24/30 80.0 6/6 100.0 2 to 12 years 47/50 94.0 19/19 100.0 13 to 17 years 7/8 87.5 2/2 100.0 Κατηγορία Ertapenem Ticarcillin/clavulanate ασθένειας Κατηγορία ηλικίας n/m % n/m % ΕΚΛ 2 to 12 years 28/34 82.4 7/9 77.8 13 to 17 years 15/16 93.8 4/6 66.7 ΟΛΠ 13 to 17 years 25/25 100.0 8/8 100.0 Συµπεριλαµβάνονται 13 ασθενείς στην οµάδα του ertapenem ( 1ΛΟΣ, 3 Λ, ΛΜΜ, 7 ΠΚ, και 2 ΕΚΛ), 3 ασθενείς στην οµάδα του ceftriaxone (1 Λ, ΛΜΜ, ΠΚ), και 1 ασθενής µε ΕΚΛ στην οµάδα ticarcillin/clavulanate µε δευτερογενή βακτηραιµία κατά την εισαγωγή στην µελέτη. Συµπεριλαµβάνονται 8 ασθενείς στην οµάδα του ertapenem ( 7 Λ, ΛΜΜ και 1 ΛΟΣ ) και κανένας στην οµάδα σύγκρισης µε τον ανθεκτικό στην µεθικιλλίνη Staphylococcus aureus 5.2 Φαρµακοκινητικές ιδιότητες Συγκεντρώσεις στο πλάσµα Οι συγκεντρώσεις στο πλάσµα, κατά µέσο όρο, του ertapenem µέσα από µια εφάπαξ ενδοφλέβια έγχυση 30 λεπτών µε δόση 1 g σε υγιείς νέους ενήλικες(ηλικίας 25 έως 45 ετών) ήταν 155 µicrograms/ml (C max )σε 0.5 της ώρας µετά τη δόση (τέλος της έγχυσης), 9 µicrograms/ml στις 12 ώρες µετά τη δόση, και 1 µicrograms/ml στις 24 ώρες µετά τη δόση. 10
Η περιοχή κάτω από την καµπύλη συγκεντρώσεων στο πλάσµα (AUC) του ertapenem σε ενήλικες αυξάνει σε αναλογία µε τη δόση στο εύρος της δοσολογίας από 0.5 ως 2 g. εν υπάρχει συσσώρευση του ertapenem σε ενήλικες κατόπιν πολλαπλών ενδοφλεβίων δόσεων από 0.5 ως 2 g ηµερησίως Οι κατά µέσο όρο συγκεντρώσεις του ertapenem στο πλάσµα, µετά από µία εφάπαξ δόση ενδοφλέβιας έγχυσης 30 λεπτών, των 15 mg/kg (έως τη µέγιστη δόση του 1 g) σε ασθενείς ηλικίας 3 ως 23 µηνών, ήταν 103,8 micrograms/ml (C max ) µισή ώρα µετά τη χορήγηση (τέλος της έγχυσης), 13,5 micrograms/ml σε 6 ώρες µετά την χορήγηση, και 2,5 micrograms/ml σε 12 ώρες µετά τη χορήγηση. Οι κατά µέσο όρο συγκεντρώσεις του ertapenem στο πλάσµα, µετά από µία εφάπαξ δόση ενδοφλέβιας έγχυσης 30 λεπτών των 15 mg/kg (έως τη µέγιστη δόση του 1 g) σε ασθενείς ηλικίας 2 ως 12 ετών, ήταν 113,2 micrograms/ml (C max ) µισή ώρα µετά τη χορήγηση (τέλος της έγχυσης), 12,8 micrograms/ml σε 6 ώρες µετά τη χορήγηση, και 3,0 micrograms/ml σε 12 ώρες µετά τηχορήγηση. Οι κατά µέσο όρο συγκεντρώσεις του ertapenem στο πλάσµα, µετά από µία εφάπαξ δόση ενδοφλέβιας έγχυσης 30 λεπτών των 20 mg/kg (έως τη µέγιστη δόση του 1 g) σε ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών, ήταν 170,4 micrograms/ml (C max ) µισή ώρα µετά τη χορήγηση (τέλος της έγχυσης), 7,0 micrograms/ml σε 12 ώρες µετά τη χορήγηση, και 1,1 microgram/ml σε 24 ώρες µετά τη χορήγηση. Οι κατά µέσο όρο συγκεντρώσεις του ertapenem στο πλάσµα, µετά από µία εφάπαξ δόση ενδοφλέβιας έγχυσης 30 λεπτών του 1 g σε τρεις ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών, ήταν 155,9 micrograms/ml (C max ) µισή ώρα µετά τη χορήγηση (τέλος της έγχυσης), και 6,2 micrograms/ml σε 12 ώρες µετά τη χορήγηση. Κατανοµή Το ertapenem δεσµεύεται σε µεγάλο βαθµό µε τις ανθρώπινες πρωτεϊνες του πλάσµατος. Σε υγιείς νέους ενήλικες, (ηλικίας 25 έως 45 ετών) η δέσµευση των πρωτεϊνών µε το ertapenem µειώνεται, όσο η συγκέντρωση στο πλάσµα αυξάνεται, περίπου της τάξης από 95 % δέσµευση, σε συγκεντρώσεις στο πλάσµα περίπου της τάξης <50 µicrograms/ml σε 92 % περίπου δέσµευση σε συγκεντρώσεις στο πλάσµα περίπου της τάξης 155 µicrograms/ml (κατά µέσον όρο συγκέτρωση που επιτυγχάνεται στο τέλος της έγχυσης µετά από 1 gενδοφλεβίως). Ο όγκος κατανοµής (V dss ) του ertapenem σε ενήλικες είναι περίπου 8 λίτρα (0,11 liter/kg ) και περίπου 0,2 liter/kg σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών και περίπου 0,16 liter/kg σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών. Οι συγκεντρώσεις του ertapenem που έχουν προσδιοριστεί, σε ενήλικες, στο υγρό των φυσαλίδων του δέρµατος σε κάθε σηµείο λήψης δείγµατος κατά την τρίτη ηµέρα µε 1 g δόσης ηµερησίως ενδοφλέβιας δοσολογίας έδειξαν αναλογία συγκέντρωσης AUC στο υγρό των φυσαλίδων του δέρµατος: AUC στο πλάσµα της τάξης του 0.61. In-vitro µελέτες δεικνύουν ότι η επίδραση του ertapenem στη σύνδεση στις πρωτεϊνες του πλάσµατος φαρµακευτκών προϊόντωνµε υψηλή συγγένεια σύνδεσης στις πρωτεϊνες (βαρφαρίνη, αιθυνιλική οιστραδιόλη, και νορεθινδρόνη) ήταν χαµηλή. Η αλλαγή στην πρόσδεση ήταν < 12 % στην µέγιστη συγκέντρωση στο πλάσµα του ertapenem που ακολουθεί τη δόση του 1 g. In vivo η προβενεκίδη (500 mg κάθε 6 ώρες) µείωσε το κλάσµα πρόσδεσης του ertapenem στο πλάσµα στο τέλος της έγχυσης σε άτοµα που τους χορηγούνταν εφάπαξ δόση 1 g ενδοφλεβίωςαπό περίπου 91 % σε περίπου 87 %. Η επίδραση αυτής της αλλαγής αναµένεται να είναι παροδική. Είναι απίθανη µια σηµαντική κλινικά αλληλεπίδραση λόγω αντικατάστασης κάποιου άλλου φαρµακευτικού προϊόντοςαπό το ertapenem ή αντικατάστασης του ertapenem από κάποιο άλλοφαρµακευτικό προϊόν. 11
In vitro µελέτες δεικνύουν ότι το ertapenem δεν αναστέλλει τη µεταφορά του digoxin και του vinblastine µέσω της γλυκοπρωτεϊνης P και ότι το ertapenem δεν είναι υπόστρωµα για την µεταφορά µέσω της γλυκοπρωτεϊνης P Μεταβολισµός Σε υγιείς νέους ενήλικες (ηλικίας 23 έως 49 ετών) µετά από ενδοφλέβια έγχυση ραδιενεργά σεσηµασµένου 1 g ertapenem, η ραδιενέργεια στο πλάσµα εντοπίζεται κατά το πλείστον (94 %) στο ertapenem. Ο κυριότερος µεταβολίτης του ertapenem είναι το παράγωγο µε ανοιχτό δακτύλιο που δηµιουργείται δια της διϋδροπεπτιδάσης Ι µεσολαβούσας υδρόλυσης του β-λακταµικού δακτυλίου. In vitro µελέτες σε ανθρώπινα ηπατικά µικροσώµατα δείχνουν ότι το ertapenem δεν αναστέλλει τον µεταβολισµό που µεσολαβείται από τα εξι µεγαλύτερα CYP ισόµορφα: 1A2, 2C9, 2C19, 2D6, 2E1 και 3A4 Αποβολή Μετά από χορήγηση ενδοφλέβιας δόσης 1 g ραδιενεργά σεσηµασµένου ertapenem σε υγιείς νέους ενήλικες,(ηλικίας 23 έως 49 ετών), περίπου 80 % ανακτάται στα ούρα και 10 % στα κόπρανα. Από το 80 % του ανακτηθέντος στα ούρα, περίπου 38 % απεκκρίνεται ως αναλλοίωτο ertapenem και περίπου 37 % ως ο µεταβολίτης µε ανοιχτό δακτύλιο. Σε υγιή νεαρά ενήλικα άτοµα,(ηλικίας 18 έως 49 ετών) και σε ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών, που έλαβαν 1 g ενδοφλέβιας δοσολογίας, η µέση ηµίσεια ζωή στο πλάσµα είναι περίπου 4 ώρες. Η µέση ηµίσεια-ζωή στο πλάσµα σε παιδιά ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών είναι περίπου 2,5 ώρες. Οι µέσες συγκεντρώσεις του ertapenem στα ούρα υπερέβησαν τα 984 µg/ml, κατά τη διάρκεια της περιόδου από 0 ως 2 ώρες µετά τη χορήγηση και υπερέβησαν τα 52 µg/ml κατά την περίοδο από 12 ως 24 ώρες µετά την χορήγηση. Ειδικοί πληθυσµοί Γένος Οι συγκεντρώσεις του ertapenem στο πλάσµα είναι συγκρίσιµες στους άνδρες και στις γυναίκες. Ηλικιωµένοι Οι συγκεντρώσεις στο πλάσµα κατόπιν ενδοφλέβιας δόσης 1 g και δόσης 2 g του ertapenem είναι ελαφρώς υψηλότερες (περίπου 39 % και 22 %, αντίστοιχα) στους υγιείς ηλικιωµένους ( 65 ετών) σε σύγκριση µε νέους ενήλικες (< 65 ετών). Κατά την απουσία προχωρηµένης νεφρικής ανεπάρκειας δεν απαιτείται αναπροσαρµογή της δοσολογίας σε ηλικιωµένους ασθενείς. Παιδιατρικοί ασθενείς Οι συγκεντρώσεις του etapenem στο πλάσµα είναι συγκρίσιµες σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών και σε ενήλικες µετά από µία ενδοφλέβια δόση 1 g ηµερησίως. Μετά από µία δόση των 20 mg/kg (ως τη µέγιστη δόση του 1 g), οι τιµές των παραµέτρων φαρµακοκινητικής σε ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών ήταν γενικά συγκρίσιµες µε αυτές των υγιών νέων ενηλίκων. Για να µπορεί να γίνει εκτίµηση των φαρµακικινητικών στοιχείων, εάν όλοι οι ασθενείς αυτής της ηλικιακής οµάδας επρόκειτο να λάβουν δόση του 1 g, τα στοιχεία φαρµακοκινητικής υπολογίσθηκαν µε προσαρµογή στη δόση του 1 g, υποθέτοντας οτι υπάρχει γραµµικότητα. Η σύγκριση των αποτελεσµάτων έδειξε ότι η ηµερήσια δοσολογία του 1 g του ertapenem παρέχει προφίλ φαρµακοκινητικής σε ασθενείς ηλικίας 13 ως 17 ετών συγκρίσιµο µε αυτό των ενηλίκων. Οι αναλογίες (13 ως 17 ετών /ενήλικες) στην AUC, η συγκέντρωση στο τέλος της έγχυσης και η συγκέντρωση στο µέσον της χορήγησης ήταν 0,99, 1,20, και 0,84, αντίστοιχα. Οι συγκεντώσεις στο πλάσµα στο µέσον του διαστήµατος χορήγησης µετά από µία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση ertapenem των 15 mg/kg σε ασθενείς ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών, είναι συγκρίσιµες µε τις συγκεντρώσεις στο πλάσµα στο µέσον του διαστήµατος χορήγησης µετά από µία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση του 1 g µία φορά ηµερησίως σε ενήλικες (βλέπε Συγκεντρώσεις στο πλάσµα). Η κάθαρση στο πλάσµα (ml/min/kg) του ertapenem σε ασθενείς ηλικίας 3 µηνών ως 12 12
ετών είναι περίπου κατά το διπλάσιο µεγαλύτερη όπως συγκρίθηκε µε αυτή των ενηλίκων. Κατά την χορήγηση της δόσης των 15 mg/kg, η τιµή στην AUC και οι συγκεντρώσεις στο πλάσµα στο µέσον του δοσολογικού διαστήµατος σε ασθενείς ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών, ήταν συγκρίσιµες µε αυτές των νέων υγιών ενηλίκων που έλαβαν µία ενδοφλέβια δόση ertapenem του 1 g. Ηπατική ανεπάρκεια Τα στοιχεία της φαρµακοκινητικής του ertapenem σε ασθενείς µε ηπατική ανεπάρκεια δεν έχουν τεκµηριωθεί. Λόγω της περιορισµένης έκτασης του ηπατικού µεταβολισµού του ertapenem, οι φαρµακοκινητικές του ιδιότητες δεν αναµένεται να επηρεάζονται από την ηπατική δυσλειτουργία. Γι αυτό δεν συνίσταται αναπροσαρµογή της δοσολογίας σε ασθενείς µε ηπατική βλάβη. Νεφρική ανεπάρκεια Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση µιας δόσης 1 g ertapenem σε ενήλικες η καµπύλη AUC του συνολικού ertapenem (συνδεδεµένου και µή) και του µη συνδεδεµένου ertapenem είναι παρόµοια σε ασθενείς µε ήπια νεφρική ανεπάρκεια (Cl cr 60 to 90 ml/min/1.73 m 2 ) σε σύγκριση µε υγιή άτοµα (ηλικίας 25 ως 82 ετών). Η συγκέντρωση σύµφωνα µε τις καµπύλες AUC του συνολικού ertapenem και του µη συνδεδεµένου ertapenem αυξήθηκαν σε ασθενείς µε µέτρια ηπατική ανεπάρκεια (Cl cr 31 to 59 ml/min/1.73 m 2 ) περίπου κατά 1.5 φορά και κατά 1.8 φορές, αντίστοιχα σε σύγκριση µε υγιή άτοµα. Η συγκέντρωση σύµφωνα µε την καµπύλες AUC του συνολικού ertapenem και του µη συνδεδεµένου ertapenem αυξάνονται σε ασθενείς µε προχωρηµένη νεφρική ανεπάρκεια (Cl cr 5 to 30 ml/min/1.73 m 2 ) περίπου κατά 2.6 φορές και 3.4φορές, αντίστοιχα, σε σύγκριση µε υγιή άτοµα. Η συγκέντρωση σύµφωνα µε τιςκαµπύλες AUC του συνολικού ertapenem και του συνδεδεµένου ertapenem αυξήθηκαν σε ασθενείς που χρειάζονται αιµοδιύλυση περίπου κατά 2.9 φορές και κατά 6.0 φορές αντίστοιχα, µεταξύ των συνεδριών της αιµοδιύλυσης σε σύγκριση µε υγιή άτοµα. Μετά από ενδοφλέβια εφάπαξ δόση 1 g που χορηγήθηκε αµέσως πριν από την διαδικασία της αιµοδιύλυσης, περίπου 30 % της δόσης ανακτήθηκε στο διήθηµα µετά την αιµοδιύλυση. εν υπάρχουν στοιχεία για παιδιατρικούς ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια. εν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητα του ertapenem σε ασθενείς µε προχωρηµένη νεφρική ανεπάρκεια και σε ασθενείς που χρειάζονται αιµοδιάλυση που να υποστηρίζουν µια συνιστώµενη δόση. Για αυτό το λόγο, το ertapenem δεν πρέπει να χορηγείται σε αυτούς τους ασθενείς. 5.3 Προκλινικά δεδοµένα για την ασφάλεια Τα προκλινικά στοιχεία δεν έδειξαν ειδικό κίνδυνο για τον άνθρωπο, βάσει των συµβατικών µελετών ασφάλειας, φαρµακολογίας, τοξικότητας πολλαπλών δόσεων, γoνοτοξικότητας, και τοξικότητας στην αναπαραγωγή.μειωµένος αριθµός ουδετερόφιλων, παρόλα αυτά, παρατηρήθηκε σε αρουραίους που ελάµβαναν υψηλές δόσεις του ertapenem, το οποίο δεν θεωρήθηκε ως σηµαντικό θέµα ασφάλειας. Μελέτες µακράς διάρκειας σε ζώα για να αξιολογηθεί το ενδεχόµενο καρκινογένεσης µε το ertapenem δεν έχουν διεξαχθεί. 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 6.1 Κατάλογος εκδόχων Sodium bicarbonate (E500). Sodium hydroxide (E524) για την ρύθµιση του ph στο 7.5 Το περιεχόµενο σε sodium είναι περίπου 137 mg (περίπου 6.0 meq). 6.2 Ασυµβατότητες Μη χρησιµοποιείτε διαλύτες ή υγρά έγχυσης που περιέχουν (dextrose) για ανασύσταση ή χορήγηση του ertapenem sodium. 13
Λόγω απουσίας µελετών για ασυµβατότητες, αυτό το φαρµακευτικό προϊον δεν θα πρέπει να αναµυγνύεται µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα. 6.3 ιάρκεια ζωής 2 έτη. 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος Μη φυλάσσετε πάνω από 25 C. Μετά την ανασύσταση: Ανασυσταθέντα διαλύµατα και διαλύµατα προς έγχυση: τα ανασυσταθέντα διαλύµατα, θα πρέπει να αραιώνονται σε διάλυµα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml(0.9 %)αµέσως µετά την παρασκευή (βλ. παράγραφο 6.6). Αραιωµένα διαλύµατα θα πρέπει να χρησιµοποιούνται άµεσα.εάν δεν χρησιµοποιηθούν άµεσα, οι χρόνοι αποθήκευσης κατά τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη.τα αραιωµένα διαλύµατα (περίπου 20 mg/ml ertapenem) είναι φυσικοχηµικά σταθερά για 6 ώρεσ σε θερµοκρασία δωµατίου (25 ο C) ή για 24 ώρες στους 2 ο C έως 8 ο C (στο ψυγείο).τα διαλύµατα πρέπει να χρησιµοποιούνται µέσα σε 4 ώρες µετά την αποµάκρυνση τους από το ψυγείο. Μην καταψύχετε τα διαλύµατα του INVANZ. 6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη 20 ml τύπου Ι γυάλινο φιαλίδιο µε πώµα βουτυλικής σύστασης χρώµατος γκρι και άσπρο πλαστικό καπάκι µε ταινία ασφαλείας αλουµινίου. ιατίθεται στην συσκευασία του 1 ή 10 φιαλιδίων. Μπορεί να µη κυκλοφορoύν όλες οι συσκευασίες. 6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισµού Μόνον για εφάπαξ δόση. Παρασκευή του διαλύµατος για ενδοφλέβια χορήγηση: Το INVANZ θα πρέπει πρώτα να ανασυσταθεί και κατόπιν να αραιωθεί πριν από την χορήγηση. Ενήλικες και έφηβοι (ηλικίας 13 ως 17 ετών) 1. Ανασύσταση: Ανασυστήσατε το περιεχόµενο 1 g του φιαλιδίου INVANZ µε 10 ml ενέσιµου ύδατος ή (διαλύµατος χλωριούχου νατρίου9 mg/ml(0.9 %),έτσι ώστε να προκύψει ένα ανασυσταθέν διάλυµα περίπου 100 mg/ml.ανακινήσατε καλά ώστε να διαλυθεί (Bλ. Παράγραφο 6.4) 2. ιάλυση: Για τον σάκο των 50 ml του διαλύτη: Για µία δόση 1 g, µεταφέρετε αµέσως το περιεχόµενο του ανασυσταθέντος διαλύµατος στο σάκο των σε 50 ml διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %), ή: Για το φιαλίδιο των 50 ml του διαλύτη: Για µία δόση 1 g, αφαιρέστε 10ml από το φιαλίδιο των 50ml διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %) και απορρίψτε τα. Μεταφέρετε αµέσως το περιεχόµενο του ανασυσταθέντος φιαλιδίου του 1g INVANZ στο φιαλίδιο των 50 ml διαλύµατος διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %). 3. Εγχυση: Ολοκληρώστε την διαδικασία έγχυσης µέσα σε 30 λεπτά. 14
Παιδιά (ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών): 1. Ανασύσταση: Ανασυστήσατε το περιεχόµενο 1 g του φιαλιδίου INVANZ µε 10 ml ενέσιµου ύδατος ή διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %), έτσι ώστε να προκύψει ένα ανασυσταθέν διάλυµα περίπου 100 mg/ml. Ανακινήσατε καλά ώστε να διαλυθεί (βλέπε λήµµα 6.4) 2. ιάλυση: Για τον σάκο του διαλύτη: Μεταφέρατε το περιεχόµενο που αντιστοιχεί σε 15 mg/ml του βάρους του σώµατος (να µην υπερβαίνει το 1 g/ηµερησίως) σε ένα σάκο διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %) σε τελική συγκέντρωση των 20 mg/ml ή λιγότερο, ή Για το φιαλίδιο του διαλύτη: Μεταφέρατε το περιεχόµενο που αντιστοιχεί σε 15 mg/ml του βάρους του σώµατος (να µην υπερβαίνει το 1 g/ηµερησίως) σε ένα σάκο διαλύµατος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0.9 %) σε τελική συγκέντρωση των 20 mg/ml ή λιγότερο. 3. Έγχυση: Η διάρκεια της έγχυσης πρέπει να είναι 30 λεπτά. Εχει αποδειχτεί η συµβατότητα του INVANZ µε ενδοφλέβια διαλύµατα που περέχουν νατριούχα ηπαρίνη και χλωριούχο κάλιο. Τα ανασυσταθέντα διαλύµατα θα πρέπει να ελέγχονται οπτικά για σωµατίδια και αποχρωµατισµό πριν από την χορήγηση, αν αυτό είναι δυνατόν από τον περιέκτη. Τα διαλύµατα του INVANZ ποικίλλουν ως προς το χρώµα από άχρωµα ως υποκίτρινα. ιακυµάνσεις του χρώµατος εντός αυτού του εύρους δεν επηρεάζουν την ισχύ Κάθε διάλυµα που δεν χρησιµοποιείται θα πρέπει να απορρίπτεται. 7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Merck Sharp & Dohme Limited Hertford Road, Hoddesdon Hertfordshire EN11 9BU Ηνωµένο Βασίλειο 8. ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ EU/1/02/216/001 EU/1/02/216/002 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ 18 Απριλίου 2002 10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 15
Π. ΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΣ ΡΑΣΤΙΚΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΣ) ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟ ΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΤΙ ΩΝ Β. ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ 16
Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΣ ΡΑΣΤΙΚΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟ ΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΤΙ ΩΝ Όνοµα και διεύθυνση του παρασκευαστή της βιολογικώς δραστικής ουσίας Merck & Co. Inc. Merck Manufacturing Division: Cherokee (Danville) Plant 100 Avenue C Riverside, Pennsylvania, USA 17868 Όνοµα και διεύθυνση τουπαρασκευαστή που είναι υπεύθυνος για την αποδέσµευση των παρτίδων Laboratoire Merck Sharp & Dohme Chibret (Mirabel), Route de Marsat. F-63963 Clermont-Ferrand Cedex 9, Γαλλία Β. ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΙΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΠΟΥ ΒΑΡΥΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΤΟΧΟ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Φαρµακευτικό προϊόν για το οποίο απαιτείται ιατρική συνταγή. ΑΛΛΟΙ ΟΡΟΙ Ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας οφείλει να ενηµερώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το σχέδιο εµπορίας του φαρµακευτικού προϊόντος που εγκρίνεται µε την παρούσα απόφαση. 17
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΟ Ο ΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣHΣ 18
A. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 19
ΕΝ ΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΗΑΕΦΟΣΟΝ ΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩ Η ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ 1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ INVANZ 1 g Κόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση Ertapenem 2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΡΑΣΤΙΚΗ(ΕΣ) ΟΥΣΙΑ(ΕΣ) Κάθε φιαλίδιο περιέχει: 1,0 g ertapenem ισοδύναµο µε 1,046 g ertapenem sodium. 3. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚ ΟΧΩΝ Sodium bicarbonate (E500), Sodium hydroxide (E524) για να ρυθµιστεί το ph στο 7.5. 4. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ 1 φιαλίδιο 5. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣ(ΟΙ) ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ιαβάστε το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης πριν από τη χρήση. Ενδοφλέβια χορήγηση µετά από την ανασύσταση και την αραίωση. Για µία χρήση µόνο. 6. ΕΙ ΙΚΗ ΠΡΟΕΙ ΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΕΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙ ΙΑ Να φυλάσσεται σε θέση που δεν βλέπουν και δεν προσεγγίζουν τα παιδιά. 7. ΑΛΛΗ(ΕΣ) ΕΙ ΙΚΗ(ΕΣ) ΠΡΟΕΙ ΟΠΟΙΗΣΗ(ΕΙΣ), ΕΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ(ΕΣ) 8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ ΛΗΞΗ 9. ΕΙ ΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΦΥΛΑΞΗΣ Μη φυλάσσετε πάνω από 25 C. 20
10. Ι ΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Η ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΑΥΤΑ, ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ 11. ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Merck Sharp & Dohme Limited Hertford Road, Hoddesdon Hertfordshire EN11 9BU Ηνωµένο Βασίλειο 12. ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ EU/1/02/216/001 13. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙ ΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Παρτίδα 14. ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΘΕΣΗ Φαρµακευτικό προϊόν για το οποίο απαιτείται ιατρική συνταγή. 15. Ο ΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ 21
ΕΝ ΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ Η ΕΦΟΣΟΝ ΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩ Η ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ 1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ INVANZ 1 g Κόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση Ertapenem 2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΡΑΣΤΙΚΗ(ΕΣ) ΟΥΣΙΑ(ΕΣ) Κάθε φιαλίδιο περιέχει: 1,0 g ertapenem ισοδύναµο µε 1,046 g ertapenem sodium. 3. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚ ΟΧΩΝ Sodium bicarbonate (E500), Sodium hydroxide (E524) για να ρυθµιστεί το ph στο 7.5. 4. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ 10 φιαλίδια 5. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣ(ΟΙ) ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ιαβάστε το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης πριν από τη χρήση. Ενδοφλέβια χορήγηση µετά από την ανασύσταση και την αραίωση. Για µία χρήση µόνο. 6. ΕΙ ΙΚΗ ΠΡΟΕΙ ΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΕΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙ ΙΑ Να φυλάσσεται σε θέση που δεν βλέπουν και δεν προσεγγίζουν τα παιδιά. 7. ΑΛΛΗ(ΕΣ) ΕΙ ΙΚΗ(ΕΣ) ΠΡΟΕΙ ΟΠΟΙΗΣΗ(ΕΙΣ), ΕΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ(ΕΣ) 8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ ΛΗΞΗ 9. ΕΙ ΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΦΥΛΑΞΗΣ Μη φυλάσσετε πάνω από 25 C. 22
10. Ι ΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Η ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΑΥΤΑ, ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ 11. ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Merck Sharp & Dohme Limited Hertford Road, Hoddesdon Hertfordshire EN11 9BU Ηνωµένο Βασίλειο 12. ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ EU/1/02/216/002 13. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙ ΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Παρτίδα 14. ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΘΕΣΗ Φαρµακευτικό προϊόν για το οποίο απαιτείται ιατρική συνταγή. 15. Ο ΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ 23
ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΕΝ ΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩ ΕΙΣ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ ΕΤΙΚΕΤΑ ΦΙΑΛΙ ΙΟΥ 1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣ(ΟΙ) ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ INVANZ 1 g Κόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση Ertapenem Ενδοφλέβια χορήγηση. 2. ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ιαβάστε το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης πριν από την χρήση. Για µία χρήση µόνο. 3. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ ΛΗΞΗ 4. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙ ΑΣ Παρτίδα 5. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΤΑ ΒΑPΟΣ, ΚΑΤ' ΟΓΚΟ Ή ΚΑΤΑ ΜΟΝΑ Α 24
Β. ΦΥΛΛΟ Ο ΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 25
ΦΥΛΛΟ Ο ΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ Παρακαλώ διαβάστε προσεχτικά αυτό το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης προτού αρχίσετε να παίρνετε αυτό το φάρµακο. - Φυλάξτε αυτό το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης. Ίσως χρειαστεί να το διαβάσετε ξανά. - Εάν έχετε περαιτέρω απορίες, ρωτήστε το γιατρό σας ή το φαρµακοποιό σας. INVANZ 1 g κόνις για πυκνό διάλυµα για την παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση (ertapenem) 1. Τι είναι το INVANZ; Το INVANZ είναι ένα ενέσιµο αντιβιοτικό που θα πρέπει κάθε φορά να ετοιµάζεται και να χορηγείται σε σας από το γιατρό ή άλλο υγειονοµικό προσωπικό Το INVANZ είναι στείρα, λευκή ως υπόλευκη, λυοφιλοποιηµένη κόνις Η δραστική ουσία του INVANZ είναι ertapenem. Τα άλλα συστατικά είναι: sodium bicarbonate (E500) και sodium hydroxide (E524). INVANZ 1 g κόνις για πυκνό διάλυµα για παρασκευή διαλύµατος προς έγχυση διατίθεται σε συσκευασία 1 φιαλίδιου ή 10 φιαλιδίων. Μπορεί να µη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες. Kατόχος Άδειας Κυκλοφορίας Merck Sharp & Dohme Limited Hertford Road, Hoddesdon Hertfordshire E11 9BU Ηνωµένο Βασίλειο Παρασκευαστή Laboratoires Merck Sharp & Dohme-Chibret (Mirabel) Route de Marsat F - 63963 Clermont-Ferrand Cedex 9 Γαλλία 2. Ποιά είναι η χρήση του ΙNVANZ; Το INVANZ περιέχει ertapenem,το οποίο είναι ένα αντιβιοτικό (της κατηγορίας των β-λακταµών). Εχει την ικανότητα να εξοντώνει ένα ευρύ φάσµα βακτηριδίων (σπόρων), που προκαλούν λοιµώξεις σε διάφορα µέρη του σώµατος. Ο γιατρός σας,σας συνταγογράφησε το INVANZ επειδή έχετε µια (ή περισσότερες) από τους ακόλουθους τύπους λοίµωξης: Λοίµωξη στην κοιλιακή χώρα Λοίµωξη που επηρεάζει τους πνεύµονες (πνευµονία) Γυναικολογικές λοιµώξεις. 3. Πριν πάρετε το INVANZ Ποιοί ασθενείς δεν θα πρέπει να λάβουν INVANZ; εν θα πρέπει να πάρετε INVANZ εάν είστε αλλεργικός: στη δραστική ουσία ( ertapenem ) ή σε άλλα συστατικά του INVANZ στα αντιβιοτικά (όπως οι πενικιλλίνες κεφαλοσπορίνες ή καρβαπενέµες). 26
Ποιες είναι οι κατάλληλες προφυλάξεις κατά την χρήση; Πείτε στο γιατρό σας για οποιοδήποτε ιατρικό πρόβληµα έχετε ή είχατε, συµπεριλαµβανοµένων: νεφρικών παθήσεων (βλ. Ασθενείς µε νεφρική πάθηση) αλλεργίας σε οποιοδήποτεφαρµακευτικό προϊόν, συµπεριλαµβανοµένων των αντιβιοτικών κολίτιδας ή οποιαδήποτε άλλης γαστρεντερικής πάθησης. Χρήση του INVANZ µε άλλα φάρµακα Να ενηµερώνετε πάντοτε τον γιατρό σας για όλα τα φάρµακα που πάιρνετε ή που σχεδιάζετε να πάρετε, συµπεριλαµβανοµένων αυτών που χορηγούνται χωρίς συνταγή. Ασθενείς µε νεφρική πάθηση Είναι ιδιαίτερα αναγκαίο να ενηµερωθεί ο γιατρός σας, αν έχετε νεφρική πάθηση και αν υποβάλλεστε σε θεραπεία διύλυσης. Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών) Το INVANZ µπορεί να χορηγηθεί σε παιδιά ηλικίας 3 µηνών και άνω. Η εµπειρία µε το INVANZ είναι περιορισµένη σε παιδιά ηλικίας µικρότερης των δύο ετών. Γι αυτή την ηλικιακή οµάδα ο γιατρός σας θα αποφασίσει για το πιθανό όφελος από την χορήγησή του. Το INVANZ δεν συνιστάται σε παιδιά κάτω των 3 µηνών, διότι δεν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία. Ηλικιωµένοι Το INVANZ ενεργεί καλά και είναι καλά ανεκτό από τους περισσότερους ηλικιωµένους και νέους ενήλικες ασθενείς. Η συνιστώµενη δοσολογία του INVANZ µπορεί να χορηγηθεί ανεξάρτητα από την ηλικία. Κύηση Είναι αναγκαίο να πείτε στο γιατρό σας αν είστε έγκυος ή σκοπεύετε να καταστείτε έγκυος πριν πάρετε το INVANZ. Το INVANZ δεν έχει µελετηθεί σε εγκύους γυναίκες. Το INVANZ δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται στην εγκυµοσύνη εκτός εάν ο γιατρό σας αποφασίσει ότι το πιθανό όφελος υπερτερεί του πιθανού κινδύνου για το έµβρυο. Γαλουχία Είναι αναγκαίο να πείτε στο γιατρό σας εαν θηλάζετε ή σκοπεύετε να θηλάσετε πριν πάρετε το INVANZ Οι γυναίκες που παίρνουν INVANZ δεν θα πρέπει να θηλάζουν,επειδή έχει βρεθείστο ανθρώπινο γάλα και το θηλάζον βρέφος µπορεί να επηρεασθεί από αυτό. Οδήγηση και χειρισµός µηχανών Μην οδηγείτε και µη χειρίζεσθε µηχανές,µέχρι να γνωρίσετε πως αντιδράτε στο φάρµακο. Ορισµένες ανεπιθύµητες ενέργειες όπως ζάλη και υπνηλία έχουν αναφερθεί µε το INVANZ, µπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα ορισµένων ασθενών να οδηγήσουν ή να χειρισθούν µηχανές 27
4. Πως θα πρέπει να χορηγείται το INVANZ; Το INVANZ θα πρέπει πάντοτε να προετοιµάζεται και να χορηγείται σε εσάς από έναν γιατρό ή από άλλο υγιεινοµικό προσωπικό. Το INVANZ χορηγείταιενδοφλέβια (σε µία φλέβα). Η κανονική δόση του INVANZ για ενήλικες και έφηβους ηλικίας 13 ετών και άνω είναι 1 γραµµάριο (1 g) µια φορά ηµερησίως. Η κανονική δόση για παιδιά ηλικίας 3 µηνών ως 12 ετών είναι 15 mg/kg χορηγούµενο δύο φορές ηµερησίως (να µην ξεπερνά το 1 g /ηµερησίως) Το INVANZ δεν συνιστάται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 µηνών, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία. Ο γιατρός σας θα αποφασίσει αποφασίσει πόσες ηµέρες θεραπείας χρειάζεσθε. Είναι ιδιαίτερα αναγκαίο να συνεχίσετε να παίρνετε το INVANZ για όσο διάστηµα σας το συνταγογράφησε ο γιατρός σας. Αν θα πάρετε περισσότερη δόση INVANΖ απ ότι πρέπει: Αν νοµίζετε ότι µπορεί να έχετε λάβει πολύ περισσότερο INVANZ, επικοινωνήστε µε τον γιατρό σας ή µε άλλο υγιεινοµικό πρόσωπο αµέσως. Αν παραλείψετε να πάρετε µια δόση του INVANZ: Αν νοµίζετε ότι µπορεί να έχετε παραλείψει να πάρετε µια δόση, επικοινωνήστε µε το γιατρό σας ή µε άλλο υγιεινοµικό πρόσωπο αµέσως. 5. Ποιες ανεπιθύµητες ενέργειες µπορεί να έχει το INVANZ; Κάποια φάρµακα µπορεί να έχουν µη προσδοκόµενες ή ανεπιθύµητες ενέργειες. Ενήλικες ηλικίας 18 ετών και άνω: Οι πιο συνήθεις ανεπιθύµητες ενέργειες είναι: Πονοκέφαλος ιάρροια, ναυτία, έµετος Εξάνθηµα, κνησµός Προβλήµατα µε την φλέβα από όπου χορηγείται το φάρµακο (συµπεριλαµβανοµένης της φλεγµονής, του σχηµατισµου εξογκώµατος, οιδήµατος στο σηµείο της ένεσης, ή διάχυση του υγρού µέσα στον ιστό και στο δέρµα γύρω από το σηµείο της ένεσης. Λιγότερο συχνές ανεπιθύµητες ενέργειεςείναι: Ζάλη,υπνηλία,αϋπνία,σύγχυση, σπασµός Χαµηλή αρτηριακή πίεση ύσπνοια,πόνος στο λαιµό υσκοιλιότητα, µυκητιασική λοίµωξη, διάρροια που σχετίζεται µε αντιβιοτικά, παλινδρόµηση οξέος, ξηροστοµία,δυσπεψία, απώλεια όρεξης Ερυθρότητα του δέρµατος Κολπικό έκκριµα και ερεθισµός Κοιλιακός πόνος, κόπωση, µυκητιασική λοίµωξη, πυρετός, οίδηµα/πρήξιµο, πόνος στο στήθος, διαταραχές της γεύσης. Ανεπιθύµητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σπάνια είναι: Mείωση των λευκών αιµοσφαιρίων, µείωση του αριθµού των αιµοπεταλίων Χαµηλό σάκχαρο αίµατος Ανησυχία µετά κινητικών ή ψυχικών διαταραχών, αγωνία, κατάθλιψη, τρόµος 28
Μη φυσιολογικός καρδιακός ρυθµός, αυξηµένη αρτηριακή πίεση, αιµορραγία, ταχύς καρδιακός ρυθµός Ρινική συµφόρηση, βήχας, αιµορραγία από την µύτη, πνευµονία, µη φυσιολογικοί ήχοι αναπνοής, συριγµός Φλεγµονή της χοληδόχου κύστης, δυσκολία στην κατάποση, ακράτεια κοπράνων, ίκτερος, δυσλειτουργία του ήπατος Φλεγµονή του δέρµατος, µυκητιασική λοίµωξη του δέρµατος, απολέπιση του δέρµατος, φλεγµονή της πληγής µετά από επέµβαση Μυϊκή κράµπα, πόνος στον ώµο Λοίµωξη του ουροποιητικού, νεφρική ανεπάρκεια Αποβολή, αιµορραγία των γεννητικών οργάνων Αλλεργία, αίσθηµα κακουχίας, πυελική περιτονίτιδα, αλλαγές στο λευκό τµήµα του µατιού, λιποθυµία. Εχουν επίσης γίνει αναφορές για αλλαγές ορισµένων εργαστηριακών αιµατολογικών εξετάσεων. Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας 3 µηνών ως 17 ετών): Οι πιό συχνές ανεπιθύµητες ενέργειες είναι: ιάρροια Εξάνθηµα που προκαλείται από τη χρήση πάνας Πόνος στο σηµείο της έγχυσης Λιγότερο συχνές ανεπιθύµητες ενέργειες είναι: Κεφαλαλγία Εξαψη, υψηλή αρτηριακή πίεση, ερυθρά ή πορφυρά, επίπεδα, στίγµατα µεγέθους κεφαλής καρφίδος, κάτω από το δέρµα Αποχρωµατισµός των κοπράνων, µαύρα κόπρανα παρόµοια της πίσσας Ερυθρότητα δέρµατος, εξάνθηµα δέρµατος. Καύσος, κνησµός, ερυθρότητα και θέρµανση στο σηµείο της έγχυσης, ερυθρότητα στο σηµείο της ένεσης Αύξηση του αριθµού των αιµοπεταλίων. Εχουν επίσης γίνει αναφορές για αλλαγές ορισµένων εργαστηριακών αιµατολογικών εξετάσεων. Μετά την κυκλοφορία του φαρµάκου έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις (αναφυλαξία ) και ψευδαισθήσεις. Τα πρώτα συµπτώµατα σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης µπορεί να περιλαµβάνουν οίδηµα του προσώπου και/ή του λαιµού. Εάν εµφανιστούν αυτά τα συµπτώµατα, πρέπει να ειδοποιήσετε αµέσως το γιατρό ή την νοσοκόµα σας. Ενηµερώστε το γιατρό σας,τον φαρµακοποιό σας ή άλλο εξειδικευµένο ιατρικό πρόσωπο αµέσως, σχετικά µε αυτά ή άλλα ασυνήθιστα συµπτώµατα. 6. ΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ INVANZ Να φυλάσσεται σε θέση την οποία δεν βλέπουν και δεν προσεγγίζουν τα παιδιά. Μη φυλάσσετε πάνω από 25 C. Μην χρησιµοποιείτε αυτό το φάρµακο µετά την ηµεροµηνία λήξης που αναγράφεται πάνω στον περιέκτη. Οι δύο πρώτοι αριθµοί υποδεικνύουν τον µήνα. οι επόµενοι τέσσερις αριθµοί υποδεικνύουν το έτος. 29
ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Belgique/ België/Belgien - Luxembourg/Luxemburg: Merck Sharp & Dohme B.V., Succursale belge/belgisch bijhuis, Chaussée de Waterloo/Waterloosesteenweg 1135, B-1180 Bruxelles/Brussel/Brüssel, Tél/Tel: +32 (0) 2 373 42 11 Česká republika: Merck Sharp & Dohme, IDEA, Inc., Křenova 5, PSČ-162 00 Praha 6, Tel.: +420 233 010 111 Danmark: Merck Sharp & Dohme, Smedeland 8, DK-2600 Glostrup, Tlf: +45 43 28 77 66 Deutschland: MSD SHARP & DOHME GmbH, Lindenplatz 1, D-85540 Haar, Tel: +49 (0) 89 4561 2612 Eesti: Merck Sharp & Dohme OÜ, Peterburi tee 46, EE-11415 Tallinn, Tel.: +372 613 9750 Ελλάδα: BIANEΞ Α.Ε, Οδός Τατοΐου, Ταχ.Θυρ. 52894, GR-146 10 Νέα Ερυθραία, Τηλ: +30 210 80091 11 España: Merck Sharp & Dohme de España, S.A., C/Josefa Valcárcel, 38, E-28027 Madrid, Tel: +34 91 321 06 00 France: Laboratoires Merck Sharp & Dohme Chibret, 3, Avenue Hoche, F-75114 Paris Cedex 08, Tél: +33 (0) 1 47 54 87 00 Ireland - United Kingdom: Merck Sharp and Dohme Limited, Hertford Road, Hoddesdon, Hertfordshire EN11 9BU, UK, Tel: +44 (0) 1992 467272 Ísland: Merck Sharp & Dohme Ísland ehf., Skógarhlíð 12, IS-105 Reykjavík, Tel: +354 520 8600 Italia: Merck Sharp & Dohme (Italia) S.p.A., via G. Fabbroni, 6, I-00191 Roma, Tel: +39 06 361911 Κύπρος: Μ. Σ. Ιακωβίδης & Σια Λτδ., Οδός Αγίου Νικολάου Αρ. 8, CY-1055 Λευκωσία, Τηλ: +357 22757188 Latvija: SIA Merck Sharp & Dohme Latvija, Skanstes iela 13, LV-Rīga 1013, Tel: +371 7364 224 Lietuva: UAB Merck Sharp & Dohme, Geležinio Vilko 18A, LT-01112 Vilnius, Tel.: +370 5 278 02 47 Magyarország: MSD Magyarország Kft., Alkotás u. 50, H-1123 Budapest, Tel.: +361 888 53 00 Malta: A.M.Mangion Ltd, New Street off Valletta Road, MT-Luqa LQA 06, Tel: +356 21 442010 Nederland: Merck Sharp & Dohme B.V., Postbus 581, NL-2003 PC Haarlem, Tel: +31 (0) 23 5153153 Norge: MSD (Norge) AS, Solbakken 1, P.O. Box 458 Brakerøya, N-3002 Drammen, Tlf: +47 32 20 73 00 Österreich: Merck Sharp & Dohme GmbH, Donau-City Strasse 6, A-1220 Wien, Tel: +43 (0) 1 26 044 Polska: MSD Polska Sp. z o.o., ul.puławska 303, PL-02-785 Warszawa, Tel.: +48 22 549 51 00 Portugal: Merck Sharp & Dohme, Lda, Quinta da Fonte, Edifício Vasco da Gama (19), P.O. Box 214, Porto Salvo, P- 2770-192 Paço de Arcos, Tel: +351 21 4465700 Slovenija: Merck Sharp & Dohme, inovativna zdravila d.o.o., Šmartinska cesta 140, SI-1000 Ljubljana, Tel: + 386 1 5204201 Slovenská republika: Merck Sharp & Dohme IDEA, Inc., Mlynské Nivy 43, SK-821 09 Bratislava 2, Tel.: +421 2 58282010 Suomi/Finland: Suomen MSD Oy, Keilaranta 3/Kägelstranden 3, FIN-02150 Espoo/Esbo, Puh/Tel: +358 (0) 9 804650 Sverige: Merck Sharp & Dohme (Sweden) AB, Box 7125, S-192 07 Sollentuna, Tel: +46 (0) 8 626 1400 Το παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης εγκρίθηκε για τελευταία φορα στις --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Οι πληροφορίες που ακολουθούν απευθύνονται µόνο σε γιατρούς ή επαγγελµατίες του τοµέα υγειονοµικής περίθαλψης: Οδηγίες πώς να ανασυσταθεί και να αραιωθεί το INVANZ: 30