ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

Επιδράσεις ΑΞΕ & Μέτρα Προσέλκυσης. Χρυσοβαλάντου Μήλλιου Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για τον μήνα Ιούλιο Πηγή Eurostat -

Πορεία ξένων επενδύσεων στη Γαλλία Στοιχεία εισροών-εκροών και αποθέματος ΑΞΕ έτους 2018

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιανουάριο Πηγή Eurostat -

Εξωτερικό Εμπόριο Γερμανίας 2016

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Οκτώβριο Πηγή Eurostat -

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΡΟΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΞΕΝΕΣ ΑΜΕΣΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ (ΞΑΕ) (Foreign Direct Investment, FDI)

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιούλιο 2011.

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για τον μήνα Σεπτέμβριο Πηγή Eurostat -

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Φεβρουάριο Πηγή Eurostat -

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ;

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

Εξωτερική ανάθεση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Σεπτέμβριο Πηγή Eurostat -

Ο Δείκτης Νέων Εργαζομένων της PwC αξιολογεί το κατά πόσο οι χώρες του ΟΟΣΑ συμβάλουν με επιτυχία στην εξέλιξη των νέων τους

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ

Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Τα αναλυτικά αποτελέσματα από την Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας του IMD

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

Ε π ι σ η µ ά ν σ ε ι ς

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Κεφαλαίου

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ & ΔΙΜΕΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΩΝ (ΔΟΔΟΣ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ; ΠΛΑΤΩΝ ΜΑΡΛΑΦΕΚΑΣ ΛΟΥΞ ΑΒΕΕ

Εξωτερικό Εμπόριο Ρωσικής Ομοσπονδίας Ιανουαρίου-Ιουλίου 2016

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

ΙΝ.ΕΜ.Υ - Ε.Σ.Ε.Ε. Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

10. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕ

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Τα μέσα εμπορικής πολιτικής 1. δασμός

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

INEK ΠΕΟ Ε Τ Η Σ Ι Α Ε Κ Θ Ε Σ Η Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου στην Κύπρο το 2010 ήταν από τις χαμηλότερες σε διεθνή σύγκριση EU 27

Ενημερωτική συνάντηση Δευτέρα 05 Δεκεμβρίου 2016

Εξηγώντας την Ύπαρξη Πολυεθνικών Επιχειρήσεων: Θεωρητικά Υποδείγματα

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Παγκόσμια έρευνα ΕΥ για την εταιρική απάτη Global Fraud Survey 2018 Ευρήματα για την Ελλάδα Ιούλιος 2018

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και αγορά συναλλάγματος

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Διεθνείς Επενδύσεις & Διεθνές Εμπόριο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Mea culpa (?) Γιώργος Η. Οικονομάκης

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

Αναθεωρημένες Προβλέψεις για τον Εισερχόμενο Τουρισμό στην Ελλάδα το 2010 μετά την Κρίση του Απριλίου και τα Γεγονότα του Μαΐου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2011 και η Ελλάδα

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Η δυναμική στο Εμπορικό Ισοζύγιο κατά την κρίση και οι συνθήκες για ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο

Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Ελλάδα- Πολωνία, Συγκριτική Μελέτη

Σύντοµα σηµειώµατα για θέµατα εξαγωγικού ενδιαφέροντος. Η πορεία των εξαγωγών κατά το έτος 2007 Πρωταγωνιστές τα δώδεκα νέα κράτη-µέλη

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

OECD Science, Technology and Industry: Scoreboard Επιστήμη, Τεχνολογία και Βιομηχανία: Πίνακας Αποτελεσμάτων του ΟΟΣΑ 2005.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5. Η ΕΕ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ. Βασικά θέματα προς συζήτηση:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2010 και η Ελλάδα

Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες

Ανακοίνωση Αποτελεσμάτων Διεθνών Ερευνών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Εμπορικό Ισοζύγιο τροφίμων

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας

Με άλλα λόγια, η τράπεζα θέτει τα χρήματά σας σε λειτουργία για να κάνει τους τροχούς της βιομηχανίας και της γεωργίας να γυρίσουν.

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

Transcript:

Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΕΑΣ (Α.Μ. 1990020) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Γ. Η. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΧΙΟΣ 2004 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή σελ. 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Ειδικά θέματα και προσεγγίσεις της μαρξιστικής ανάλυσης.σελ. 6 2.1. Η «περίσσεια κεφαλαίου» σελ.6 2.2. Η ανάλυση του Μπουχάριν..σελ.8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Η εξέλιξή τους και μια πρώτη ερμηνεία τους σελ. 9 3.1. Μια πρώτη προσέγγιση σελ.9 3.2. Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Υπόθεση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών..σελ. 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Βαθύτερες αιτίες πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων: Μισθοί και παραγωγικότητα, εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίου...σελ. 14 4.1. Μισθοί και παραγωγικότητα. Προστατευτισμός..σελ. 14 4.2. Η θεωρία τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά σελ. 17 4.3. Συμπύκνωση των αιτιών πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων..σελ. 20 4.4. Διευκρινήσεις στη σχέση που επικρατεί ανάμεσα στην εξαγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων..σελ. 21 6

4.5. Αποσαφήνιση των ερμηνευτικών παραγόντων.σελ. 23 4.6. Μια εξαίρεση στη σχέση εισροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και Εμπορικού Ισοζυγίου..σελ. 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Η διεθνής θέση και ένταξη της Βουλγαρικής οικονομίας την περίοδο 1990-2004: το γενικό πλαίσιο...σελ. 25 5.1. Γενικά Χαρακτηριστικά σελ. 26 5.2. Μισθοί και παραγωγικότητα της εργασίας...σελ. 27 5.3. Εμπορική Προστατευτική Πολιτική..σελ. 41 5.4. Συναλλαγματικές Ισοτιμίες...σελ. 48 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Επίλογος Συμπέρασμα..σελ. 64 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 66 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Εισαγωγή Το θέμα των άμεσων ξένων επενδύσεων 1 σε μια χώρα έχει απασχολήσει κατά καιρούς οικονομολόγους, πολιτικούς και στατιστικολόγους, εκφράζοντας ο καθένας απ αυτούς διαφορετικές απόψεις κάθε φορά. Από τη μία υπάρχει η προσέγγιση της αστικής ιδεολογίας που ενθαρρύνει τις επενδύσεις, γιατί αυξάνουν την επιχειρηματικότητα, την παραγωγικότητα, τις θέσεις εργασίας και γενικά συντελούν στην ανάπτυξη της συγκεκριμένης χώρας. Από την άλλη υπάρχει η άποψη ανθρώπων και επιστημόνων, που βλέπουν σκεπτικιστικά το ζήτημα και προχωρούν σε μια βαθύτερη κριτική προσέγγιση των επενδύσεων. Στην εργασία αυτή θα πραγματοποιήσουμε μια κριτική προσέγγιση με βάση τη μαρξιστική θεωρία για τους βαθύτερους λόγους που γίνονται οι άμεσες ξένες επενδύσεις, εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στην έκταση που πήραν αυτές, ύστερα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του 90 και εστιάζοντας την έρευνά μας στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Βουλγαρία, που αποτελεί μια χώρα υπό μετάβαση. Στη μελέτη που πραγματοποιούμε οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τους εξωτερικούς παράγοντες που συντέλεσαν στην καθυστέρηση της μετάβασης της στην οικονομία της αγοράς 2. Πιο συγκεκριμένα στην εργασία αυτή θα υπάρξουν οι εξής θεματικές ενότητες: στο κεφάλαιο 2 που ακολουθεί θα αναπτύξουμε τις βασικές μαρξιστικές προσεγγίσεις και θέσεις που αναπτύσσονται γύρω από το ζήτημα των άμεσων ξένων επενδύσεων. Στο κεφάλαιο 3 θα παραθέσουμε την ανάλυσή μας σχετικά με την εξέλιξη των άμεσων ξένων επενδύσεων παγκόσμια από το 1980 2000. Στο κεφάλαιο 4 θα ασχοληθούμε με τους πιθανούς λόγους που ωθούν στην πραγματοποίηση επενδύσεων 1 Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (1996) και το ΔΝΤ (1993) : «Άμεση Ξένη Επένδυση (ΑΞΕ) είναι η κεφαλαιουχική ροή σε μια οικονομία. Συγκεκριμένα η ΑΞΕ απεικονίζει τον αντικειμενικό σκοπό απόκτησης τελικού ενδιαφέροντος από μια οντότητα (φυσική ή νομική) μιας χώρας (άμεσος επενδυτής) σε μια οντότητα η οποία ανήκει σε μια διαφορετική χώρα Το τελικό ενδιαφέρον συνεπάγεται την ύπαρξη μιας μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ του άμεσου επενδυτή και της επιχείρησης και ενός σημαντικού βαθμού επίδρασης στη διοίκηση της επιχείρησης». Επειδή αυτός ο ορισμός είναι γενικός, ο ΟΟΣΑ προχώρησε στην εξειδίκευσή του. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «Ο Άμεσος Ξένος Επενδυτής πρέπει να έχει στην κατοχή του μεγαλύτερο του 10% των κοινών μετοχών» (Παρατίθεται στο Παπαγεωργίου, Χιόνης 2003:104) 2 Επίσημη ιστιοσελίδα Ευρωπαϊκής Ένωσης (www.europa.eu.int, αξιολόγηση μετάβασης της αγοράς της Βουλγαρίας στην οικονομία της αγοράς 2004) : «Η Ρωσική οικονομική κρίση καθώς και ο πόλεμος στο Κόσσοβο είχαν άμεσες επιπτώσεις στη βουλγαρική βιομηχανία, έστω και εάν οι εξαγωγές ελαχιστοποίησαν τις επιπτώσεις αυτές. Από τότε, η οικονομική ανάπτυξη ανέκαμψε». Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι οι ανατροπές στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη προκάλεσαν καταστροφή της βιομηχανικής τους παραγωγής ακόμη και κατά 40-50% (Ημερίδα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ 2000: 15) 8

σε μια ξένη χώρα. Στο κεφάλαιο 5 θα εντάξουμε τη Βουλγαρία μέσα στο διεθνές πλαίσιο και θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των επίσημων στοιχείων που αφορούν σημαντικούς τομείς της οικονομίας της (Ροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, Εμπορικό ισοζύγιο, κόστος εργατικού δυναμικού και παραγωγικότητα της εργασίας κ.λ.π.) και στο τελευταίο κεφάλαιο, το κεφάλαιο 6, θα προχωρήσουμε στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων που έχουν να κάνουν με τους λόγους πραγματοποίησης ξένων επενδύσεων στη Βουλγαρία (τα οφέλη που προκύπτουν από τους επενδυτές συνάμα). ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Ειδικά θέματα και προσεγγίσεις της μαρξιστικής ανάλυσης 3 2.1. Η «Περίσσεια κεφαλαίου» Η θεωρία της «περίσσειας κεφαλαίου» και αυτή των «αποικιακών υπερκερδών» θα λέγαμε ότι συμπυκνώνει το βασικό ερμηνευτικό μοντέλο της μαρξιστικής ανάλυσης, όσον αφορά το ζήτημα των άμεσων ξένων επενδύσεων και γενικότερα της εξαγωγής κεφαλαίου από μια χώρα σε μια άλλη χώρα. Η θεωρία της «περίσσειας κεφαλαίου» μπορεί να αναζητηθεί και μελετηθεί στην ανάλυση του Hilferding (1981: 233-234), ο οποίος ερμηνεύει τις εξαγωγές κεφαλαίων απ τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σαν αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και του περιορισμού τοποθέτησής τους εντός των τειχών της συγκεκριμένης χώρας. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, ο Hilferding θεωρεί ότι λόγω της μονοπωλιοποίησης 4 -καρτελοποίησης 5 της παραγωγής οδηγούμαστε σε μια μόνιμη υπερπαραγωγή κεφαλαίου, δηλαδή σε ένα αδιάθετο τμήμα επενδυμένου 3 Βασίζουμε την ανάλυση αυτής της ενότητας στο Μηλιός 2000: 70-82, 165-174 4 Σύμφωνα με την Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. χ.χ.έ. 286: μονοπωλιοποίηση ή, αλλιώς, μονοπώλια είναι «πολύ μεγάλες κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις ή συνένωση κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων, που συγκεντρώνουν στα χέρια τους τόσο σημαντικό μέρος της παραγωγής ή της πώλησης ενός ορισμένου είδους προϊόντος, που αυτό δίνει τη δυνατότητα περιορισμού του συναγωνισμού και καθορισμού μονοπωλιακά υψηλών τιμών στα εμπορεύματα. Πουλώντας τα εμπορεύματα σε υψηλές τιμές, τα μονοπώλια εξασφαλίζουν την αποκόμιση υψηλών κερδών». Συνεπώς εδώ ο όρος μονοπωλιοποίηση δεν ταυτίζεται με την παραγωγή και πώληση από μια μόνο επιχείρηση ενός συγκεκριμένου είδους προϊόντος. 5 «Καρτέλ είναι μονοπωλιακή ένωση, που τα μέλη της, διατηρώντας τις επιχειρήσεις τους σαν αυτοτελείς μονάδες, συμφωνούν για τους όρους πώλησης, τις προθεσμίες πληρωμής, μοιράζονται μεταξύ τους τις αγορές πώλησης, ορίζουν την ποσότητα των εμπορευμάτων που πρέπει να παραχθούν και καθορίζουν τις τιμές» (στο ίδιο: 287) 9

κεφαλαίου, καθώς, ενώ το καρτελοποιημένο τμήμα έχει τη δυνατότητα περιορισμού της παραγωγής, το δε μη καρτελοποιημένο τμήμα της παραγωγής συνήθως οδηγείται σε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε συνθήκες πάντα καρτελοποιημένης οικονομίας. Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία της υποκατανάλωσης, όπου η προσφορά προϊόντων υπερέχει της κατανάλωσής τους, καθώς η τελευταία δεν μπορεί να ακολουθήσει τη συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή. Μόνη λύση για τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις είναι η εξαγωγή των κεφαλαίων που δεν καταναλώνονται και συνεπώς περισσεύουν. Ο Β. Ι. Λένιν (2001: 72-78), ακολουθώντας την προσέγγιση του Hilferding, θεωρεί ότι η δημιουργία μονοπωλιακών ενώσεων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η μονοπωλιακή θέση λίγων πλουσιότερων χωρών, οδήγησε σε μια τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων στις χώρες αυτές. Το περίσσιο αυτό κεφάλαιο, αντί να δίνεται για την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου του λαού, αποφασίζεται συνήθως να επενδυθεί στο εξωτερικό 6. Αυτή άλλωστε είναι και η λειτουργία του καπιταλισμού κατά τον Λένιν. Πολλές φορές μάλιστα το κεφάλαιο αυτό εξάγεται σε χώρες «καθυστερημένες», όπου ο καπιταλισμός αναπτύσσεται με βραδείς ρυθμούς και οι χώρες αυτές έχουν φθηνό εργατικό κόστος, φθηνές πρώτες ύλες και, πολλές φορές, έχουν λίγα κεφάλαια. Στις χώρες αυτές, βέβαια, πρέπει να έχουν εξασφαλιστεί οι στοιχειώδεις όροι για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, να έχουν γίνει κάποια σημαντικά έργα (σιδηροδρομικό δίκτυο, δρόμοι κ.λ.π.) και γενικότερα να έχουν μπει σε μια τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η θεωρία της περίσσειας κεφαλαίου δημιουργείται, κατά τον Λένιν πάντα, απ την εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, οι οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην κατανάλωση της συνεχώς αυξανόμενης παραγωγής (μιας και τα καρτέλ έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν το ύψος της παραγωγής και τις τιμές πώλησης προϊόντων, που συνήθως εκτοξεύονται στα ύψη) και λόγω του περιορισμένου π.χ. εισοδήματός τους, τα κεφάλαια αυτά μένουν αδιάθετα, οπότε αποφασίζεται η εξαγωγή τους 7. 6 Κατά την Ακαδημία επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. (1986: 139-140), το κεφάλαιο μπορεί να επενδυθεί με δύο τρόπους: είτε με τη μορφή δανείου, όπου «Σ αυτήν την περίπτωση ένα κράτος ή μια ομάδα τραπεζών χορηγεί πιστώσεις σε άλλες χώρες με καθορισμένους όρους και για καθορισμένο διάστημα» είτε με την εγκατάσταση επιχείρησης στο εξωτερικό. 7 Όπως αναφέρει ενδεικτικά η Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. (στο ίδιο: 140) «Η εξαγωγή κεφαλαίου πραγματοποιείται γιατί για ένα μέρος του παραγόμενου κεφαλαίου δεν είναι επικερδής η τοποθέτησή του μέσα στη χώρα τοποθέτηση που να εξασφαλίζει ένα κέρδος μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος». 10

Η Luxemburg, αναθεωρώντας την ανάλυση του Μαρξ στον 2 ο τόμο του Κεφαλαίου (Μαρξ 1979), θεωρεί ότι είναι αδύνατη η διευρυνόμενη ανάπτυξη του καπιταλισμού χωρίς την ύπαρξη ενός μη-καπιταλιστικού περίγυρου. Ο καπιταλισμός, με την επέκτασή του σ αυτόν το μη-καπιταλιστικό περίγυρο, θα τον καταστήσει και αυτόν καπιταλιστικό, οδηγούμενος στην αναπόφευκτη κατάρρευση (Luxemburg 1968 και 1972). Η ανάλυση αυτή της «περίσσειας κεφαλαίου» σχετίζεται άμεσα με τη θεωρία των «αποικιακών υπερκερδών», όχι πάντα όμως βέβαια 8. Το αδιάθετο κεφάλαιο, λόγω της υποκατανάλωσης, εξάγεται σε χώρες όπου έχουν φθηνό εργατικό κόστος και φθηνές πρώτες ύλες και, συνεπώς, αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που εξάγουν κεφάλαιο σ αυτές τις χώρες θα αποκομίσουν τεράστια κέρδη. 2.2. Η ανάλυση του Μπουχάριν Ο Μπουχάριν θα αντιπαρατεθεί στην υποκαταναλωτική ανάλυση της Luxemburg και στην θεωρία της για αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού, αφού πρώτα πραγματοποίησε μία στροφή στην αρχική ανάλυσή του και θέσεις του 9 οι οποίες ήταν βασισμένες στην «περίσσεια κεφαλαίου» διότι υπήρχε «στενότητα της αγοράς». Ο Μπουχάριν βασίζει την ανάλυσή του δικαιολογώντας την εξαγωγή κεφαλαίου στην αναζήτηση ενός πρόσθετου κέρδους. Ωστόσο ο Μπουχάριν αποσυνδέει την θέση του για αναζήτηση ενός πρόσθετου κέρδους από την άποψη ότι το κεφάλαιο εξάγεται λόγω περιορισμού τοποθέτησής του στο εσωτερικό μιας χώρας. Ο Μπουχάριν αναφέρει άλλωστε χαρακτηριστικά ότι «η εξάπλωση του κεφαλαίου καθορίζεται από την κίνηση του κέρδους» (Μπουχάριν 1991: 143, 157). Θα 8 Τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν απ την ανάλυση της θεωρίας της «περίσσειας κεφαλαίου» (κυρίως 1917-1980), συντελέστηκαν πολλές αλλαγές στον κόσμο. Η ταξική πάλη σε πολλά κράτη οδήγησε στη δημιουργία μιας ισχυρής εργατικής τάξης, που πολλές φορές αυτή (η ταξική πάλη) οδήγησε πολλές χώρες σε επαναστατική διαδικασία, με σκοπό την ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού. Πολλές «καθυστερημένες» χώρες την ίδια περίοδο απέκτησαν την πολιτική ανεξαρτησία τους. Η ομάδα των επιστημόνων της Ακαδημίας της Ε.Σ.Σ.Δ., συνεχίζοντας την ανάλυση του Λένιν, επισήμαναν ότι: «τα μονοπώλια για εκείνη την περίοδο, από φόβο μήπως εθνικοποιηθούν τα κεφάλαιά τους, εξήγαγαν κεφάλαιο προς τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες κατά προτίμηση» (στο ίδιο: 142). Επίσης, το λεγόμενο φαινόμενο των «αποικιακών υπερκερδών», παρουσιάστηκε, κυρίως, στα τέλη του 19 ου αιώνα και στις αρχές του 20 ου, όπου το κεφάλαιο, αναζητώντας μια όσο το δυνατόν πιο επικερδή τοποθέτηση, επέλεγε οικονομικά καθυστερημένες χώρες (τέτοιες χώρες ήταν αυτές της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής) στις οποίες υπήρχαν πλούσιες πηγές πρώτων υλών και φτηνή εργατική δύναμη. Στις χώρες αυτές παρουσιαζόταν τεράστια οικονομική και κοινωνική εκμετάλλευση των εργαζομένων. (στο ίδιο: 140-141). 9 Για τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Μπουχάριν βλέπε και Economacis Milios 2001. 11

μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μπουχάριν κινείται στο πλαίσιο της ανάλυσης του Μαρξ, ο οποίος στον Γ Τόμο του Κεφαλαίου αναφέρει ότι το κεφάλαιο επενδύεται στο εξωτερικό, «όχι γιατί δεν μπορεί απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό» και τονίζοντας ότι «Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους» (Μαρξ 1978-β: 324). Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι ο Μπουχάριν δεν βασίζεται στην ανάλυση περί «περίσσειας κεφαλαίου», δηλαδή στην περιορισμένη τοποθέτηση του κεφαλαίου στο εσωτερικό μιας χώρας. Σε περίπτωση βέβαια που υπάρξει μια κρίση υπερπαραγωγής, αυτή δεν θα οδηγήσει στην κατάρρευση του καπιταλισμού 10, θέση απόλυτα ταυτόσημη με τη μαρξιστική ανάλυση, αφού κανένα σύστημα δεν καταρρέει από μόνο του 11. Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ανάλυσης του Μπουχάριν, είναι η σύνδεση που επιχειρεί να πραγματοποιήσει μεταξύ διεθνούς εμπορίου και εξαγωγής κεφαλαίου, όπου αφετηρία και των δύο είναι η απόκτηση πρόσθετου κέρδους, η καπιταλιστική κερδοφορία (Βλ. αναλυτικά Μπουχάριν 1991: 143,157). Ωστόσο η ανάλυση του Μπουχάριν περιέχει κάποιες ασάφειες, αφού δεν αναδεικνύει τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της απόκτησης ενός πρόσθετου κέρδους από την πιο αναπτυγμένη χώρα μέσω εξαγωγής εμπορευμάτων σε μια λιγότερο αναπτυγμένη χώρα 12 ή μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου από την αναπτυγμένη στη λιγότερο αναπτυγμένη χώρα. Αυτή την σύνδεση θα επιχειρήσουμε να την αναδείξουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, παραθέτοντας ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Η εξέλιξή τους και μια πρώτη ερμηνεία τους 3.1. Μια πρώτη προσέγγιση Ας παρατηρήσουμε μαζί τα στοιχεία των πινάκων 1, 2, 3, 4. 10 Μπουχάριν 1991: 140-141 11 Βλ. αναλυτικά Λένιν 1996: 22-29 12 Λέγοντας «Λιγότερο αναπτυγμένη χώρα» εννοούμε μια χώρα που έχει χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας από μια άλλη. 12

Πίνακας 1. Εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (Εκατομμύρια $) 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 Κόσμος 175841 219421 255988 331068 386140 481911 686028 1079083 1392957 823825 651188 (1) Αναπτυγμέ 120294 133850 145135 203462 219908 269654 472265 824642 1120528 589379 460334 νες χώρες (2) % (2) / (1) 68,41 61,00 56,7 61,46 56,95 55,96 68,84 76,42 80,44 71,54 70,69 Πηγή: UNCTAD, Επεξεργασία στοιχείων: Α. Κ. Πίνακας 2. Εκροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (Εκατομμύρια $) 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 Κόσμος 200800 247425 282902 355284 394996 476934 686211 1096554 1200783 711445 647363 (1) Αναπτυγμέ 179984 207378 240487 305847 332395 396057 630891 1021307 1097796 660558 600063 νες χώρες (2) % (2) / (1) 89,63 83,81 85,01 86,09 84,15 83,04 91,94 93,14 91,42 92,85 92,69 Πηγή: UNCTAD, Επεξεργασία στοιχείων: Α. Κ. Πίνακας 3. Συσσωρευμένος όγκος εισροών (Εκατομμύρια $) 1980 1985 1990 1995 1997 1998 1999 2000 2001 2002* Κόσμος 699415 977755 1954152 3002152 3436651 4015258 5196046 6258263 6606855 7122506 (1) Αναπτυγμένες 391946 570901 1399880 2041408 2312383 2690129 3353701 4124261 4277195 4594850 χώρες (2) % (2) / (1) 58,55 58,39 71,63 68,00 67,28 67,00 64,54 65,90 64,74 64,51 Πηγή: UNCTAD, Επεξεργασία στοιχείων: Α. Κ. *Η τιμή δεν περικλείει στοιχεία για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο Πίνακας 4. Συσσωρευμένος όγκος εκροών (Εκατομμύρια $) 1980 1985 1990 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* Κόσμος 563997 743267 1762963 2901059 3115870 3423433 4065798 5004831 6086428 6318861 6866362 (1) Αναπτυγμέ 499391 665090 1629259 2583824 2830918 3072277 3649951 4379976 5316292 5487592 5987746 νες χώρες (2) % (2) / (1) 88,54 89,48 92,42 89,06 90,85 89,74 89,77 87,51 87,35 86,84 87,20 Πηγή: UNCTAD, Επεξεργασία στοιχείων: Α. Κ. *Η τιμή δεν περικλείει στοιχεία για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο 13

Παρατηρώντας τα στοιχεία των πινάκων 1, 2, 3, και 4, βλέπουμε μια σταδιακή αύξηση του συσσωρευμένου όγκου εισροών και εκροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων καθώς και του συνολικού όγκου εισροών και εκροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, με μια μικρή μόνο κάμψη των τελευταίων τη 2ετία 2001-2002. Το φαινόμενο αυτό, βάσει των στοιχείων των πινάκων, οξύνθηκε ιδιαίτερα μέσα στη δεκαετία του 90, ύστερα δηλαδή από την ολοκληρωτική επικράτηση της λεγόμενης «οικονομίας της αγοράς». Ενδεικτικά, το 1980 ο όγκος των παγκόσμιων εκροών ανήλθε στα 53.674 εκατομμύρια δολάρια, το 1990 υπερτετραπλασιάστηκε, ανερχόμενος στα 242.490 εκατομμύρια $, ενώ το 2000 εκτοξεύτηκε στα 1.200.783 εκατομμύρια $ (UNCTAD, επίσημη ιστιοσελίδα). Από τα στοιχεία, επίσης, προκύπτει ότι το ζήτημα των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων είναι υπόθεση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών 13, όχι μόνο ως προς το σκέλος των εκροών (προέλευση), αλλά και ως προς το σκέλος των εισροών (κατεύθυνση). Βέβαια, όσον αφορά τις εκροές, η κυριαρχία των αναπτυγμένων χωρών είναι συντριπτική, αφού το ποσοστό συμμετοχής τους στις παγκόσμιες εκροές κινήθηκε απ το 83-93% για τα χρόνια 1992-2002 και το ποσοστό συμμετοχής τους στον παγκόσμιο συσσωρευμένο όγκο εισροών διακυμάνθηκε στα επίπεδα του 87-93% για τα χρόνια 1980-2002. Στις εισροές δεν προκύπτει μια τόσο συντριπτική κυριαρχία των αναπτυγμένων χωρών, με εξαίρεση δύο χρονιές, το 1999 και το 2000, όπου το ποσοστό συμμετοχής των αναπτυγμένων χωρών στις παγκόσμιες εισροές έφτασε στο 76 και 80% αντίστοιχα. Τις υπόλοιπες χρονιές, το ποσοστό διακυμάνθηκε, με κάποια σταδιακά σκαμπανεβάσματα, στο 55-65%. Στα ίδια περίπου επίπεδα κινείται και το ποσοστό συμμετοχής τους στον συσσωρευμένο όγκο εισροών παγκοσμίως. Εδώ βέβαια, έρχεται να προστεθεί η ανάπτυξη των λεγόμενων «Νέων Βιομηχανικών» χωρών. Θα μελετήσουμε, λοιπόν, στο σημείο αυτό, τη συμμετοχή στην υποδοχή επενδύσεων (στις εισροές δηλαδή) των χωρών που αποκαλούμε Νέες Βιομηχανικές, στις οποίες κατευθύνεται ο κύριος όγκος των άμεσων ξένων επενδύσεων, μετά φυσικά απ τις ανεπτυγμένες χώρες (Μηλιός 1997:75-76). Στο βιβλίο του, ο Ιωακείμογλου αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι από τη δεκαετία του 60 άρχισαν να πραγματοποιούνται επενδύσεις από ανεπτυγμένες καπιταλιστικές 13 Ως αναπτυγμένες χώρες ορίζεται ένα υποσύνολο χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και πιο συγκεκριμένα οι εξής 25 χώρες: Αυστρία, Αυστραλία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Καναδάς, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία, Φινλανδία (UNCTAD 2004) 14

χώρες προς τον Τρίτο Κόσμο. Οι περισσότερες όμως εξ αυτών διακόπηκαν στην πορεία, αφού σ αυτές (τις χώρες του Τρίτου Κόσμου) δεν υπήρχε ένα συλλογικό εργατικό δυναμικό που να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παραγωγής και του χειρισμού των μηχανημάτων. Οι επενδύσεις συνεχίστηκαν μόνο σε ορισμένες χώρες, όπου η εξειδίκευση του εργάτη είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν (όπως π.χ. στη Βραζιλία και το Μεξικό) ή υπήρχαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός συλλογικού εργατικού δυναμικού όπως π.χ. στη Νότια Κορέα, στη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία και διάφορες άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής της Άπω Ανατολής (Ιωακείμογλου 1983: 91). Οι επενδύσεις στις Νέες Βιομηχανικές Χώρες πραγματοποιήθηκαν και για ένα ακόμη λόγο: οι προστατευτικοί τελωνιακοί δασμοί που επέβαλαν οι χώρες αυτέςτουλάχιστον, οι περισσότερες, μέχρι τη δεκαετία του 80-στις εισαγωγές εμπορευμάτων, ανάγκασαν τις μεγάλες πολυεθνικές να περάσουν σε άμεσες επενδύσεις στη μεταποίηση και επεξεργασία προϊόντων των χωρών αυτών. Πέραν των Νέων Βιομηχανικών Χωρών, επενδύσεις πραγματοποιούνται και σε άλλες περιφερειακές χώρες. Οι επενδύσεις αυτές σχετίζονται με την παραγωγή πρώτων υλών (κυριότερα εξόρυξη πετρελαίου και γενικότερα πετρελαιοπαραγωγή) και αποβλέπουν και σε γενικότερο έλεγχο μιας ευρύτερης περιοχής 14. Επίσης, μετά την ανατροπή του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ» και το άνοιγμα της Κίνας προς την υποδοχή επενδύσεων (αρχές δεκαετίας 90), παρατηρείται μια νέα «κατανομή» χωρών υποδοχής επενδύσεων. Οι χώρες αυτές (μιλάμε φυσικά για την Κίνα και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη) βρίσκονται σε μια σταδιακή ανάπτυξη του καπιταλισμού και διαθέτουν μια υψηλή παραγωγικότητα εργασίας, λόγω του σοσιαλιστικού παρελθόντος τους και προστίθενται στις λεγόμενες Νέες Βιομηχανικές χώρες. Η Κίνα, αν και θεωρητικά είναι σοσιαλιστική χώρα, με την προσχώρησή της και τις συμφωνίες που υπόγραψε με διάφορους Διεθνείς Οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) θεμελίωσε πρακτικά και ουσιαστικά την προσχώρησή της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τα ίδια φυσικά ισχύουν για τις χώρες της Κεντροανατολικής Ευρώπης, που ύστερα από μια παρατεταμένη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 90, οι 14 Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιοχή των Βαλκανίων με τους απανωτούς πολέμους που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 90. Τα Βαλκάνια, αν και αποτελούν πολύ μικρή σε μέγεθος αγορά, συγκεντρώνουν όμως το άμεσο ενδιαφέρον των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών γιατί έχουν σημαντικές πηγές ορυκτού πλούτου, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και κυρίως αποτελούν δίοδο (μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, πετρελαίου/φυσικού αερίου) προς τη ζώνη των χωρών της Βαλτικής, του Καυκάσου και της ευρύτερης Εγγύς Ανατολής (Ημερίδα της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. 2000: 27). 15

διαδικασίες μετάβασης στην οικονομία της αγοράς 15 βρίσκονται σε προχωρημένο επίπεδο. Η νέα «κατανομή» χωρών υποδοχής επενδύσεων είναι εύκολο να διαπιστωθεί από τα στοιχεία του UNCTAD: τη δεκαετία του 1980 το ποσοστό συμμετοχής των αναπτυγμένων χωρών στις εισροές κυμάνθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα (75 85%), ενώ τη δεκαετία του 90, κατά τη διάρκεια της οποίας προστέθηκαν στις χώρες υποδοχής επενδύσεων η Κίνα και η Κεντροανατολική Ευρώπη, το ποσοστό συμμετοχής των ανεπτυγμένων χωρών κυμάνθηκε στο επίπεδο του 55 75%. Οι χώρες αυτές, οι οποίες προστίθενται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές, όπως είπαμε και πριν, δεν είναι τριτοκοσμικές, καθώς παρουσιάζουν μια αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας. 3.2. Άμεσες Ξένες Επενδύσεις: Υπόθεση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών Απ τα στοιχεία που παραθέσαμε στην ενότητα 3.2. διαπιστώνουμε ότι οι αναπτυγμένες χώρες πραγματοποιούν και κατά βάση δέχονται άμεσες ξένες επενδύσεις. Με λίγα λόγια, το ξένο κεφάλαιο κατευθύνεται κυρίως στις χώρες που συγκροτούν έναν περισσότερο ή λιγότερο παραγωγικό για το κεφάλαιο συλλογικό εργαζόμενο. Οι εισροές επενδύσεων (γιατί κυρίως αυτές μας ενδιαφέρουν) λοιπόν, είναι υπόθεση των ανεπτυγμένων χωρών. Δημιουργείται εύλογα η απορία για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό. Μια πρώτη απάντηση, βασιζόμενοι και στην ανάλυση του Μαρξ (Μαρξ 1978-β: 324), είναι η αναζήτηση από τις χώρες αυτές ενός μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους. Αυτή η δυνατότητα κέρδους εμφανίζεται, πρώτιστα, μέσα από επενδύσεις μεταξύ αναπτυγμένων χωρών. Η βασική αιτία δηλαδή που οδηγεί το κεφάλαιο στην πραγματοποίηση επενδύσεων στο εξωτερικό είναι η αναζήτηση ενός πρόσθετου κέρδους. 15 Βλέπε αναλυτικά στο Μπαμπανάσης 1997: 58-82 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Βαθύτερες αιτίες πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων: Μισθοί και παραγωγικότητα, εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίου 4.1. Μισθοί και παραγωγικότητα. Προστατευτισμός Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε διεξοδικά, αναλύοντας τα οικονομικά στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας, στο γεγονός ότι οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις αποτελούν υπόθεση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Επιχειρήσαμε λοιπόν να δείξουμε ότι το κεφάλαιο, αναζητώντας ένα πρόσθετο κέρδος, πραγματοποιεί επενδύσεις σε μια χώρα που έχει ανάλογη υψηλή παραγωγικότητα εργασίας. Με λίγα λόγια, αναδείξαμε ότι βασικό κριτήριο για την πραγματοποίηση επενδύσεων είναι η παραγωγικότητα της εργασίας που παρουσιάζει μια χώρα ή το κατά πόσο, σε μια χώρα, μπορούν να μπουν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός συλλογικού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, δημιουργείται εύλογα ένα ερώτημα από την παραπάνω διαπίστωση: για ποιο λόγο το κεφάλαιο μιας ανεπτυγμένης χώρας δεν περιορίζεται σε επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας αυτής, όπου υπάρχει ήδη μια υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά αποφασίζει να εξάγει κεφάλαιο σε μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα; Χρειάζεται, συνεπώς, μια περαιτέρω διερεύνηση του κριτηρίου που διαπιστώσαμε ότι αποτελεί τον πρώτιστο παράγοντα στην πραγματοποίηση ξένων επενδύσεων: την αναζήτηση ενός πρόσθετου κέρδους σε συνάρτηση με την ύπαρξη ενός εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να αναδείξουμε στην ενότητα αυτή δύο πρώτα ζητήματα που οδηγούν στην πραγματοποίηση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων: τη διαφορά στο επίπεδο των μισθών των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και την δασμολογική πολιτική που εφαρμόζουν οι χώρες αυτές στις εισαγωγές εμπορευμάτων, σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Ας εξετάσουμε την πρώτη περίπτωση, εστιάζοντας την ανάλυσή μας στο ζήτημα των μισθών. Προκύπτουν εδώ ορισμένα ερωτήματα γύρω από το ζήτημα των μισθών. Θα παρουσιάσουμε, για το λόγο αυτό, αναλυτικότερα τους παρακάτω συλλογισμούς. Μια πρώτη άποψη αναφέρει ότι οι μισθοί ακολουθούν συνήθως το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, έτσι που «αυξήθηκαν σε κάθε χώρα ακολουθώντας λιγότερο ή περισσότερο την παραγωγικότητα» (Krugman Obstfeld 2002: 59). Με δεδομένη την υψηλή 17

παραγωγικότητα που υπάρχει στις ανεπτυγμένες χώρες, οι χώρες αυτές επιλέγουν πρωτίστως να επενδύσουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες με υψηλούς μισθούς ή, σε ισοδύναμη διατύπωση, το κεφάλαιο δεν ελκύεται πρωτίστως από τους χαμηλούς μισθούς. Αυτό σημαίνει ότι πρωταγωνιστικό ρόλο για την πραγματοποίηση επενδύσεων, βάσει αυτού του σκεπτικού, δεν αποτελεί το κριτήριο των μισθών αλλά αυτό της παραγωγικότητας της εργασίας. Γνωρίζουμε όμως και μέσα απ την Κλασσική Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας (στη σμιθιανή και ιδίως στη ρικαρδιανή εκδοχή της 16 ) αλλά, κυρίως, μέσα από τη Μαρξιστική ανάλυση ότι μισθοί και κέρδη είναι δύο μεγέθη που είναι αντιστρόφως ανάλογα, που βρίσκονται με λίγα λόγια σε έντονη αντίθεση μεταξύ τους. Δημιουργείται εύλογα λοιπόν μια αντίθεση και ταυτόχρονα μια απορία για το λόγο προτίμησης πραγματοποίησης επενδύσεων απ τις ανεπτυγμένες χώρες μεταξύ τους, από τη στιγμή που οι χώρες αυτές έχουν υψηλούς μισθούς λόγω της υψηλής παραγωγικότητας. Αν παρατηρήσουμε πάντως προσεκτικά τη διατύπωση των Krugman και Obstfeld, θα δούμε ότι αφήνουν ανοιχτό ένα ενδεχόμενο με τη φράση ότι οι μισθοί «αυξήθηκαν σε κάθε χώρα ακολουθώντας λιγότερο ή περισσότερο την παραγωγικότητα». Και αυτό δεν είναι άλλο απ το γεγονός ότι οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας πολλές φορές δεν είναι ανάλογες με τις αυξήσεις των μισθών. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις στους μισθούς υπολείπονται πολλές φορές των αυξήσεων στην παραγωγικότητα. Συνεπώς, σ αυτή την περίπτωση έχουμε και πάλι κέρδη για το κεφάλαιο. Χαρακτηριστική για το θέμα αυτό, άλλωστε, είναι η αναφορά του Μαρξ, ο οποίος τονίζει: «Χέρι χέρι όμως με την αναπτυσσόμενη παραγωγικότητα της εργασίας πάει το φτήναιμα του εργάτη, άρα και η αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, ακόμα και στην περίπτωση που ανεβαίνει ο πραγματικός μισθός της εργασίας. Ποτέ ο μισθός της εργασίας δεν ανεβαίνει στην ίδια αναλογία που αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας» (Μαρξ 1978-α : 625-626). Ορθά λοιπόν διαπιστώσαμε ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας πραγματοποίησης επένδυσης είναι η παραγωγικότητα της εργασίας μιας χώρας, που αυξάνεται συνήθως με ταχύτερους ρυθμούς απ ότι οι μισθοί και απ αυτό το χειροπιαστό γεγονός αυξάνεται η κερδοφορία του κεφαλαίου. Μια ακόμα σημαντική παράμετρος του ζητήματος είναι και η διαφορά στο επίπεδο των μισθών στις ξεχωριστές ανεπτυγμένες χώρες που έχουν σχεδόν ανάλογο 16 Βλέπε αναλυτικά Rubin 1994 18

επίπεδο παραγωγικότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του γεγονότος είναι η εργατική τάξη των Η.Π.Α., όπου στις δεκαετίες του 70 και του 80 πέτυχε ένα μισθό εργασίας που ήταν μεγαλύτερος από το μισθό των εργατών της Δυτικής Ευρώπης (π.χ. της Γερμανίας και της Μ. Βρετανίας) 17. Όπως άλλωστε πολύ σωστά παρατηρεί ο Μαυρίκος, «για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Χαμένοι είναι μόνο όσοι αγώνες δεν πραγματοποιήθηκαν» (Μαυρίκος 2001: 24). Αυτό λοιπόν κατάφερε να πετύχει τότε η εργατική τάξη στις Η.Π.Α., μέσω της πίεσης και του εργατικού αγώνα. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένας άλλος παράγοντας, αυτός του ρόλου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και οι διεκδικήσεις του, για τον οποίο δεν θα αναφερθούμε παραπέρα. Σε χώρες με συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας, το επίπεδο των μισθών λοιπόν διαφέρει. Αυτό είναι αποτέλεσμα και των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος κάθε χώρας. Αυτή η διαφορά στο επίπεδο των μισθών μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πραγματοποίηση ξένων επενδύσεων με μια όμως προϋπόθεση: ότι το επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας της χώρας υποδοχής των επενδύσεων είναι ανάλογο με εκείνο της χώρας που πραγματοποιεί την επένδυση ή, τουλάχιστον, η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα υποδοχής να είναι σε τέτοια επίπεδα που να μην εξανεμίζεται το πλεονέκτημα που δημιουργείται από το χαμηλότερο εργασιακό κόστος. Το κεφάλαιο, λοιπόν, έχει κάθε λόγο, αναζητώντας ένα πρόσθετο κέρδος, να επενδύσει σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος. Έχουμε συνεπώς μια πρώτη απάντηση στο γιατί το κεφάλαιο «μεταναστεύει» σε μια άλλη χώρα: η διαφορά στο επίπεδο των μισθών, όταν αυτή δεν αντισταθμίζεται από διαφορά στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο θέσαμε στην αναφορά μας στην ενότητα 3.1. για τις Νέες Βιομηχανικές Χώρες, είναι αυτό της δασμολογικής πολιτικής και του προστατευτισμού στις εισαγωγές εμπορευμάτων. Αυτό το μέτρο λαμβάνεται από χώρες οι οποίες, θέλοντας να προστατεύσουν έναν λιγότερο παραγωγικό κλάδο της οικονομίας τους από ένα περισσότερο παραγωγικό κλάδο διεθνών ανταγωνιστών, αυξάνουν τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα ή/και ποσοστώσεις εισαγωγών. Με αυτό τον τρόπο προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή. Πρόκειται για μια τροποποίηση της 17 Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. 1986: 142 19

διαδικασίας που στο εσωτερικό μιας εθνικής κλαδικής αγοράς οδηγεί στην-κατά Μαρξ-«συγκεντροποίηση» του κεφαλαίου (Μαρξ 1978-α: 648-650). Απόρροια λοιπόν του προστατευτισμού είναι το ξένο κεφάλαιο να μην προχωρά στην εξαγωγή εμπορευμάτων στη χώρα αυτή, αλλά, όντας πιο παραγωγικό, κάτι που είναι πολύ πιθανό όπως επισημάναμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, να προχωρά σε μια άμεση επένδυση κεφαλαίου στη χώρα αυτή, αφού τα κέρδη θα ναι μεγαλύτερα. Έχουμε συνεπώς και μια δεύτερη απάντηση για το λόγο πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων από μια ανεπτυγμένη χώρα σε μια άλλη: ο προστατευτισμός 18. 4.2. Η θεωρία τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά 19 Το ίδιο σκεπτικό απάντησης (την αιτιώδη διασύνδεση μεταξύ εξαγωγής εμπορευμάτων και εξαγωγής κεφαλαίου για άμεση επένδυση) μας δίνει σε ένα κάπως διαφορετικό, αλλά, έχουμε τη γνώμη, ανάλογο επίπεδο «η θεωρία τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά», η οποία, θεωρούμε, ότι θεμελιώνει την προβληματική, που αναπτύξαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, για τη σύνδεση εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Βάσει αυτής της θεωρίας, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου συνυπάρχει με την ύπαρξη εθνικών κρατών. Αυτή ακριβώς η συνύπαρξη, τροποποιεί τη σχέση μεταξύ του διεθνούς και του εθνικού κεφαλαίου. Σημαντικό σημείο αυτής της τροποποίησης, είναι η ύπαρξη εθνικών νομισμάτων και, συνεπώς, συναλλαγματικών ισοτιμιών του εθνικού νομίσματος με εκείνα άλλων χωρών, καθώς και η ύπαρξη εμπορευματικής προστατευτικής πολιτικής. Αποτέλεσμα αυτών των ανασχετικών δεδομένων (συναλλαγματικές ισοτιμίες και εμπορευματική προστατευτική πολιτική), είναι ότι διατηρούνται ανάμεσα στις χώρες διαφορές στα επίπεδα παραγωγικότητας. Ανά κλάδους παραγωγής, αυτό το γεγονός μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε ότι ο διεθνής ανταγωνισμός ο οποίος, όπως είπαμε και στο κεφάλαιο 4.1., μπορεί να 18 Ύστερα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 90 και την πλήρη απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών, τα δασμολογικά μέτρα είναι πλέον περιορισμένα. 19 Για τη θεωρία της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, βλ. σχετικά Busch 1983, Busch, 1984, Busch, 1985, Busch 1986, Busch, 1987: 58 κ.ε, Busch κ.ά. 1985, Μηλιός 1983, Μηλιός 1985, Μηλιός 1997: 93 κ.ε., Μηλιός 2000: 174 κ.ε., Μηλιός - Ιωακείμογλου, 1990: 23 κ.ε., 149 κ.ε. 20

είναι πιο παραγωγικός δεν επηρεάζει ή εκμηδενίζει τα λιγότερο παραγωγικά εθνικά κεφάλαια. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, από τη στιγμή που σε διεθνές επίπεδο υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορους εθνικούς κλάδους ανά προϊόν, ο διεθνής αυτός ανταγωνισμός είναι παρόμοιος με τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας χώρας μεταξύ των κλάδων ομοειδών προϊόντων. Η έκταση των διεθνών εισροών και εκροών κεφαλαίου, δεν δημιουργεί προϋποθέσεις ανάπτυξης διακλαδικού ανταγωνισμού και, επομένως, συγκρότησης ενός παγκόσμιου ενιαίου ποσοστού κέρδους. Η αξία των εμπορευμάτων ενός κλάδου παραγωγής στην παγκόσμια αγορά, δεν καθορίζεται από τους εθνικούς όρους παραγωγής, αλλά από τους διεθνείς. Συνεπώς η εθνική αξία ενός εμπορεύματος διαφέρει απ την διεθνή αξία του. Όπως στο εσωτερικό μιας χώρας η αξία του εμπορεύματος ή η «αγοραία αξία» 20 του καθορίζεται «σαν η μέση αξία των εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί σε μια δεδομένη σφαίρα παραγωγής, και, από την άλλη μεριά, σαν η ατομική αξία των εμπορευμάτων που παράγονται κάτω από τους μέσους όρους αυτής της σφαίρας παραγωγής» (Μαρξ 1978-β: 225), έτσι και στο διεθνές επίπεδο η διεθνής (αγοραία) αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται σαν η μέση αξία των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί σε διεθνές κλαδικό επίπεδο και σαν η ατομική αξία των εμπορευμάτων που παράγονται κάτω από τους μέσους διεθνείς όρους αυτής της σφαίρας παραγωγής. Σε εθνικό επίπεδο «με βάση το νόμο της αξίας συντελείται η αυθόρμητη, η δια μέσου της αγοράς ρύθμιση των αναλογιών μεταξύ των κλάδων της οικονομίας, δηλαδή των αναλογιών στην παραγωγή των διάφορων εμπορευμάτων» (Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. 1986: 54). Η κυριαρχία βέβαια της καπιταλιστικής παραγωγής και, συνεπώς, της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, κάνει αδύνατο τον καθορισμό των αναλογιών αυτών. Επίσης, ο παραγωγός δεν μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς τις ανάγκες της κοινωνίας για να παράγει τον ανάλογο αριθμό εμπορευμάτων. Οι ανάγκες αυτές «φαίνονται μόνο στην αγορά, δια μέσου της ζήτησης. Αν η προσφορά των εμπορευμάτων αντιστοιχεί στη ζήτησή τους, τότε έχουμε σύμπτωση της παραγωγής των εμπορευμάτων με τις ανάγκες της κοινωνίας» (Στο ίδιο: 54-55). Στις περισσότερες περιπτώσεις η προσφορά δεν αντιστοιχεί στη ζήτηση, οπότε αυτό σημαίνει ότι «οι αναγκαίες αναλογίες παραβιάστηκαν» (Στο ίδιο: 55). Αυτή η παραβίαση αντανακλάται στην αγορά, μέσω της διακύμανσης των τιμών, οπότε 20 Η αγοραία αξία είναι «η κοινωνική αξία όλων των εμπορευμάτων δηλαδή ο αναγκαίος χρόνος εργασίας που περιέχεται σ αυτά» (Μαρξ 1978-β: 231). 21

εκείνη (η αγορά) αναγκάζει, με οικονομικά μέσα, τους παραγωγούς να πάρουν μέτρα για την εξάλειψη αυτής της αντιστοιχίας, έως ότου αυτή τελικά εξαλειφθεί. Έτσι ρυθμίζεται λοιπόν η «αγοραία αξία», η οποία είναι η «αγοραία τιμή» 21. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Μαρξ: «Αυτό που πετυχαίνει ο συναγωνισμός σε μια σφαίρα παραγωγής είναι η αποκατάσταση μιας ίσης αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής από τις διάφορες ατομικές αξίες των εμπορευμάτων» (Μαρξ 1978-β: 228). Αντίστοιχα σε διεθνές επίπεδο, η διεθνής αξία αποτελεί το σημείο τομής της προσφοράς και της ζήτησης, διαμορφώνοντας μ αυτό τον τρόπο τη διεθνή αγοραία τιμή ενός εμπορεύματος. Αυτή η διεθνής τιμή δεν θα πρέπει να συγχέεται με την τιμή παραγωγής, που, όπως συμβαίνει και σε εθνικό επίπεδο, θα οδηγούσε στην ανάπτυξη ενός διεθνούς ποσοστού κέρδους. Σε εθνικό επίπεδο «η αγοραία τιμή συμπεριλαμβάνει την προϋπόθεση ότι για τα εμπορεύματα του ίδιου είδους πληρώνεται η ίδια τιμή, παρ όλο που αυτά μπορεί να έχουν παραχθεί κάτω από πολύ διαφορετικούς ατομικούς όρους και επομένως μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές τιμές κόστους» με αποτέλεσμα «ένα πρόσθετο κέρδος για τους παραγωγούς της κάθε ξεχωριστής σφαίρας παραγωγής, που παράγουν κάτω από τους καλύτερους όρους» (στο ίδιο: 251). Αντίστοιχα στο διεθνές κλαδικό επίπεδο, το πιο παραγωγικό εθνικό κεφάλαιο εισπράττει πρόσθετα κέρδη, από τη στιγμή που το εμπόρευμα πωλείται στη διεθνή αγοραία τιμή. Αυτό σημαίνει ότι η πιο ανεπτυγμένη χώρα, από τη στιγμή που έχει τα πιο παραγωγικά κεφάλαια, είναι σε θέση να πραγματοποιεί πρόσθετα κέρδη. Τα πρόσθετα αυτά κέρδη ελαττώνουν τη διεθνή τιμή πώλησης ενός ομοειδούς προϊόντος κάτω από το μέσο επίπεδο, με αποτέλεσμα η ζήτηση για τα προϊόντα της περισσότερο ανεπτυγμένης χώρας να αυξάνεται, ενώ παράλληλα η ζήτηση για τα προϊόντα μιας λιγότερο ανεπτυγμένης χώρας να μειώνεται. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και έχει επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο και στη συναλλαγματική ισοτιμία. Με δεδομένη τη συναλλαγματική ισοτιμία, το εμπορικό ισοζύγιο της περισσότερο ανεπτυγμένης χώρας παρουσιάζει πλεόνασμα, ενώ παράλληλα έχουμε αυξημένη ζήτηση για το συνάλλαγμα αυτής της χώρας. Από την 21 Κατά το Μαρξ «αν εξετάσουμε το αποτέλεσμα της κίνησης μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης χρονικής περιόδου, η προσφορά και η ζήτηση διαρκώς αλληλοκαλύπτονται». Στην ουσία ένα τέτοιο «αποτέλεσμα προκύπτει μόνο σαν μέσος όρος της κίνησης που συντελέστηκε και μόνο σαν μόνιμη κίνηση της αντίφασής τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αγοραίες τιμές που έχουν αποκλίνει από τις αγοραίες αξίες, αν παρθεί ο μέσος όρους τους, ισοσταθμίζονται σε αγοραίες αξίες με την αμοιβαία άρση των αποκλίσεων από αυτές τις τελευταίες, όπως αλληλοαίρονται το συν και το πλην» (στο ίδιο: 240). 22

άλλη μεριά, η λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα παρουσιάζει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο και μια αυξημένη προσφορά συναλλάγματος. Η κατάσταση αυτή οδηγεί, συνήθως, στην υποτίμηση του νομίσματος της λιγότερο ανεπτυγμένης χώρας και στην ταυτόχρονη ανατίμηση του νομίσματος της πιο ανεπτυγμένης χώρας. Η μεταβολή αυτή στη συναλλαγματική ισοτιμία καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα της περισσότερο ανεπτυγμένης χώρας ακριβότερα με συνέπεια να συστέλλεται ή να εξαλείφεται το πλεονέκτημα παραγωγικότητας του πιο αναπτυγμένου κλαδικού εθνικού κεφαλαίου, περιορίζοντας ή/και εξαφανίζοντας τα πρόσθετα κέρδη που πραγματοποιούσε σε σχέση με τους λιγότερο αναπτυγμένους διεθνείς του ανταγωνιστές που παράγουν με χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, και επιτρέποντας, κατά συνέπεια, την αναπαραγωγή του λιγότερο παραγωγικού εθνικού κεφαλαίου. Έτσι για την πιο ανεπτυγμένη χώρα χάνεται το κίνητρο του πρόσθετου κέρδους, μέσω της εξαγωγής εμπορευμάτων, οπότε αποφασίζει την άμεση επένδυση κεφαλαίου στη χώρα εκείνη. Από την παραπάνω ανάλυση μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα τρία συμπεράσματα: α) κατά κύριο λόγο, οι περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες προχωρούν σε επένδυση κεφαλαίου σε μια άλλη χώρα, β) οι κλάδοι που επενδύει κεφάλαιο η πιο ανεπτυγμένη χώρα είναι οι παραγωγικότεροι στο εσωτερικό της και, συνεπώς, οι περισσότερο ανταγωνιστικοί διεθνώς και γ) η χώρα η οποία δέχεται την επένδυση, θα πρέπει να έχει παρουσιάσει μια στοιχειώδη ανάπτυξη στους κλάδους που επενδύει το ξένο κεφάλαιο. Με τα παραπάνω δώσαμε και μια τρίτη εξήγηση στο γεγονός ότι το κεφάλαιο μιας ανεπτυγμένης χώρας θα αποφασίσει να επενδύσει σε μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα: η μεταβολή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. 4.3. Συμπύκνωση των αιτιών πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε επιγραμματικά τα αίτια πραγματοποίησης επενδύσεων κεφαλαίου, ανακεφαλαιώνοντας την ανάλυσή μας: υπάρχουν δύο βασικές αιτίες που το κεφάλαιο μιας ανεπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας θα αποφασίσει να πραγματοποιήσει επένδυση σε μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα, στην προσπάθεια ανάκτησης ενός πρόσθετου κέρδους. Η πρώτη έχει να κάνει με τη σχέση μισθών και παραγωγικότητας της εργασίας. Το κεφάλαιο μιας ανεπτυγμένης χώρας θα επιλέξει να επενδύσει σε μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα με σχετικά υψηλή 23

παραγωγικότητα της εργασίας και χαμηλότερους μισθούς. Η περίπτωση αυτή ισχύει αν οι διαφορές στο επίπεδο των μισθών δεν (υπέρ)αντισταθμίζονται από διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας. Η δεύτερη αιτία αναφέρεται στη σύνδεση της εξαγωγής κεφαλαίου με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Οι μηχανισμοί εμπορικής προστατευτικής πολιτικής (δασμοί επί των εισαγόμενων προϊόντων ή/και ποσοστώσεις εισαγωγών) και η μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών (υποτίμηση του νομίσματος της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας και αντίστοιχα ανατίμηση του νομίσματος της περισσότερο αναπτυγμένης) οδηγούν σε απώλεια των πρόσθετων κερδών που το πιο παραγωγικό εθνικό κεφάλαιο μπορούσε να πραγματοποιεί μέσω της εξαγωγής εμπορευμάτων. Η Άμεση Ξένη Επένδυση είναι μια κίνηση που πραγματοποιεί το κεφάλαιο για την ανάκτηση των πρόσθετων κερδών, που πλέον δεν μπορούν να αποκτηθούν (τα πρόσθετα κέρδη) με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Σε κάθε μια απ αυτές τις αιτιολογίες θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι βασιζόμαστε σε δυο παραδοχές: α) ότι η πραγματοποίηση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων συντελείται μεταξύ ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, δηλαδή μεταξύ χωρών όπου η ταξική πάλη συμπυκνώθηκε ιστορικά στη συγκρότηση ενός περισσότερο ή λιγότερο παραγωγικού για το κεφάλαιο συλλογικού εργαζόμενου και β) ότι διατηρούνται διαφορές στα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας ανάμεσα σ αυτές τις χώρες. 4.4. Διευκρινήσεις στη σχέση που επικρατεί ανάμεσα στην εξαγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων Χρειάζεται στο σημείο αυτό να προχωρήσουμε σε κάποιες περαιτέρω διευκρινήσεις όσον αφορά το δεύτερο ερμηνευτικό παράγοντα πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αυτόν της σχέσης που διέπει την εξαγωγή εμπορευμάτων με την εξαγωγή κεφαλαίου. Οι εξαγωγές κεφαλαίων, ως αποτέλεσμα της μη πραγματοποίησης πρόσθετων κερδών από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, έχουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη χώρα υποδοχής επενδύσεων, η οποία όχι μόνο παράγει τα εισαγόμενα εκ της περισσότερο ανεπτυγμένης χώρας προϊόντα, αλλά, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, θα πρέπει να έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανάπτυξης των εγχώριων κλάδων παραγωγής που δέχονται εισαγωγές ξένου κεφαλαίου. Σε διαφορετική περίπτωση δεν υφίσταται ζήτημα προστασίας από το 24

διεθνή ανταγωνισμό (μέτρα προστατευτικής εμπορικής πολιτικής, υποτίμηση του νομίσματος), ούτε ζήτημα πραγματοποίησης επενδύσεων για την αποφυγή αυτής της προστασίας. Η δεύτερη σχετίζεται με το γεγονός ότι το ξένο κεφάλαιο επενδυμένο στο εσωτερικό μιας άλλης χώρας μπορεί να παράγει αυτά τα προϊόντα με υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας έναντι του εγχώριου κλαδικού κεφαλαίου. Αν η πρώτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται, συνάμα δεν τίθεται καν ζήτημα για τη δεύτερη, οπότε η λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα θα προσελκύει μικρό αριθμό επενδύσεων και ταυτόχρονα θα έχει υψηλό επίπεδο εισαγωγών εμπορευμάτων σ αυτήν από μια περισσότερο ανεπτυγμένη. Εδώ προσθέτουμε και τον ακόλουθο συλλογισμό. Αν δεχτούμε ότι οι διαφορές του επιπέδου ανάπτυξης αποτυπώνονται στις εισοδηματικές ελαστικότητες ζήτησης, δεχτούμε, δηλαδή, ότι η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης συναρτώμενη θετικά με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι υψηλότερη για τα προϊόντα που εξάγει η σχετικά περισσότερο αναπτυγμένη χώρα έναντι αυτών που εξάγει η σχετικά λιγότερο αναπτυγμένη (βλ. Οικονομάκης 2000-α: 289 κ.ε.), το χαμηλό επίπεδο άμεσων ξένων επενδύσεων στη σχετικά λιγότερο αναπτυγμένη χώρα θα συνοδεύεται στην περίπτωση αυτή από διευρυνόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, έναντι της σχετικά περισσότερο αναπτυγμένης, καθώς το εισόδημα αυξάνεται. Εστιάζοντας την προσοχή μας στην ανάλυση του Furtado, θα λέγαμε ότι η χαμηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης των προϊόντων που εισάγουν οι περισσότερο αναπτυγμένοι από τους λιγότερο αναπτυγμένους κοινωνικούς σχηματισμούς και αντίθετα η υψηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης των προϊόντων που εισάγουν οι λιγότερο αναπτυγμένοι από τους περισσότερο αναπτυγμένους κοινωνικούς σχηματισμούς οδηγεί στην επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών των λιγότερο αναπτυγμένων κοινωνικών σχηματισμών 22. Σύμφωνα με τον Furtado, μια ισόποση αύξηση του εισοδήματος σε χώρες με υψηλό και χαμηλό κοινωνικό σχηματισμό, θα προκαλούσε τους χαμηλούς κοινωνικούς σχηματισμούς ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών, κάτι που αναδεικνύει την αδυναμία, σε περιπτώσεις συναλλαγματικής υποτίμησης, να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών. Για να πραγματοποιηθεί μια σημαντική αύξηση των εξαγωγών χαμηλών κοινωνικών 22 Βλ. σχετικά και Hunt 1989: 132-133, Ρέππας 1991: 474 κ.ε. 25

σχηματισμών, οι οποίοι, όπως είπαμε, εξάγουν προϊόντα χαμηλής εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης, απαιτείται μια σημαντική μείωση της τιμής τους, κάτι που σημαίνει μια πολύ μεγάλη υποτίμηση (Furtado 1964: 162 κ.ε.). Σύμφωνα με τους Μηλιό και Ιωακείμογλου «είναι βέβαια προφανές ότι η θεωρία της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά δεν αφορά την περίπτωση του διαφοροποιημένου διεθνούς εμπορίου, που δημιουργείται μεταξύ χωρών με ριζικά διαφορετικές παραγωγικές δομές» (Μηλιός - Ιωακείμογλου, 1990: 30). Θα λέγαμε ωστόσο ότι η θεωρία αυτή μας υποδεικνύει και σε αυτήν την περίπτωση μια κατεύθυνση ερμηνείας - έστω και εμμέσως. 4.5. Αποσαφήνιση των ερμηνευτικών παραγόντων Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η ύπαρξη της πρώτης αιτίας (μισθοί και παραγωγικότητα της εργασίας) για την πραγματοποίηση επενδύσεων δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται ή να συνυπάρχει με τις υπόλοιπες δύο (εμπορική προστατευτική πολιτική, συναλλαγματικές ισοτιμίες). Το χαμηλότερο επίπεδο των μισθών που επικρατεί σε μια ανεπτυγμένη χώρα, θα ωθήσει σίγουρα μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα στην πραγματοποίηση επένδυσης κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας με τους χαμηλότερους μισθούς, αν το πλεονέκτημα αυτό δεν (υπέρ)αντισταθμίζεται από διαφορές στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας ανάμεσα στις δυο χώρες, αν δεν αποκτήσει δηλαδή το κεφάλαιο της χώρας που πραγματοποιεί την επένδυση ένα πρόσθετο κέρδος. Αυτό συμβαίνει, ανεξάρτητα αν η χώρα υποδοχής των επενδύσεων έχει λάβει μέτρα εμπορικής προστατευτικής πολιτικής (βλ. σχετικά Γιαννίτσης 1985: 300-355, Μηλιός Ιωακείμογλου 1990: 158-159). Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το κόστος μεταφοράς. Στην περίπτωση αυτή ceteris paribus το σκέλος των εισαγωγών στη χώρα υποδοχής θα σταθεροποιηθεί, ενώ, ταυτόχρονα, οι εξαγωγές της χώρας θα αυξηθούν λόγω της παραγωγής προϊόντων από το ξένο επενδυτικό κεφάλαιο, που στη συνέχεια εξάγονται (τα νέα αυτά παραγόμενα προϊόντα) προς άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας υποδοχής θα τείνει να βελτιωθεί. 26

4.6. Μια εξαίρεση στη σχέση εισροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και Εμπορικού Ισοζυγίου Στην προηγούμενη ενότητα (4.5.), αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι οι τρεις ερμηνευτικοί παράγοντες των άμεσων ξένων επενδύσεων είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί είτε να συνυπάρχουν είτε όχι, προκειμένου μια ανεπτυγμένη χώρα να πραγματοποιήσει μια άμεση επένδυση σε μια άλλη ανεπτυγμένη χώρα. Επίσης, οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι, με την αύξηση των εισροών των επενδύσεων σε μια χώρα, οι εισαγωγές εμπορευμάτων της συγκεκριμένης χώρας θα σταθεροποιηθούν, ενώ, παράλληλα, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της ίδιας χώρας θα έχουν σταδιακά αυξητική τάση, λόγω της παραγωγής (στο εσωτερικό της χώρας) προϊόντων από το ξένο επενδυτικό κεφάλαιο. Έτσι το εμπορικό της ισοζύγιο θα βελτιώνεται συνεχώς. Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στην περίπτωση της συνύπαρξης της αύξησης των εισροών των επενδύσεων με εκείνης της αύξησης των εισαγωγών. Η αύξηση των εισροών των άμεσων ξένων επενδύσεων, με λίγα λόγια, σε μια χώρα, δεν σημαίνει πάντα ταυτόχρονη σταθεροποίηση των επενδύσεων. Αυτό συμβαίνει διότι το ξένο κεφάλαιο, που αποφασίζει πολλές φορές να επενδύσει σε ένα παραγωγικό κλάδο μιας χώρας, χρειάζεται συγκεκριμένο εξοπλισμό και κάποιες πρώτες ύλες για την περάτωση της εκπαίδευσης. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι μια χώρα είναι ιδιαιτέρως παραγωγική στον κλάδο π.χ. των χημικών και της φαρμακοβιομηχανίας. Το ξένο κεφάλαιο αποφασίζει να επενδύσει στον συγκεκριμένο κλάδο της χώρας αυτής, για οποιονδήποτε από τους τρεις ή λόγω της ύπαρξης και των τριών παραγόντων που αναφέραμε παραπάνω και που ερμηνεύουν την πραγματοποίηση άμεσων ξένων επενδύσεων. Επίσης αποφασίζει να επενδύσει εκεί, γιατί ο κλάδος της άλλης χώρας είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Πολλές φορές όμως, η χώρα στην οποία επενδύει το ξένο κεφάλαιο δεν είναι ιδιαιτέρως παραγωγική σ άλλους τομείς και κλάδους ή, ακόμα, έχει μηδαμινή παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων. Το γεγονός αυτό, θα οδηγήσει το ξένο κεφάλαιο να πραγματοποιήσει εισαγωγές κάποιων προϊόντων (όπως π.χ. πρώτων υλών), που του είναι απαραίτητα για την περάτωση της επένδυσης. Μ αυτόν τον τρόπο, θα υπάρχει μια αύξηση τόσο των εισροών των άμεσων ξένων επενδύσεων όσο και των εισαγωγών εμπορευμάτων στη χώρα αυτή. 27

Την πιθανότητα αυτή παρατηρεί και ο Γιαννίτσης, ότι δηλαδή υπάρχει το ενδεχόμενο οι αυξημένες άμεσες ξένες επενδύσεις να προκαλούν αύξηση των εισαγωγών λόγω του εξαγωγικού προσανατολισμού των ξένων βιομηχανιών στην προμήθεια των ενδιάμεσων εισροών. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εδράζεται «στις ασθενείς διασυνδέσεις [των βιομηχανικών κλάδων όπου συγκεντρώνεται η ξένη επενδυτική δραστηριότητα] με τις λοιπές δραστηριότητες (κλάδους)» στο εσωτερικό της χώρας επένδυσης. «Έτσι, η ανάπτυξη και η δραστηριότητα των πολυεθνικών συμβαδίζει με μια αύξηση των εισαγωγών» (Γιαννίτσης 1985: 353). Η διερεύνηση αυτής της περίπτωσης, όπως σημειώνει ο ίδιος, απαιτεί να εξεταστεί «αν μετά την εγκατάσταση [της ξένης επιχείρησης], η χρησιμοποίηση εισαγωγών γίνεται σε εντονότερο βαθμό ή όχι απ ότι π.χ. αν η εταιρία ήταν εγχώρια ή οι συνθήκες της οικονομίας το επιβάλλουν» (στο ίδιο). Συνεπώς, η αύξηση των εισροών των επενδύσεων σε μια χώρα δεν συνάδει πάντα με μια σταθεροποίηση ή μείωση των εισαγόμενων εμπορευμάτων στη χώρα αυτή. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Η διεθνής θέση και ένταξη της Βουλγαρικής οικονομίας την περίοδο 1990-2004: το γενικό πλαίσιο Στα προηγούμενα κεφάλαια ερμηνεύσαμε και αναλύσαμε τους παράγοντες πραγματοποίησης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Εδώ θα επιχειρήσουμε να εντάξουμε την βουλγαρική οικονομία της περιόδου 1990-2004, της περιόδου δηλαδή μετάβασής της από τη σοσιαλιστική οικονομία στην οικονομία της αγοράς, σε αναφορά με τους παράγοντες αυτούς που οδηγούν στην πραγματοποίηση επενδύσεων, επιδιώκοντας να αντιληφθούμε ποιοι απ αυτούς τους παράγοντες «ελκύουν» το ξένο κεφάλαιο. Αφού πραγματοποιήσουμε μια γενική εισαγωγή αναφορικά με τη Βουλγαρία, θα ασχοληθούμε με τα εξής τρία ζητήματα: Πρώτον: στη σχέση μισθών και παραγωγικότητας της εργασίας. Δεύτερον: στο ζήτημα των μέσων εμπορικής προστατευτικής πολιτικής. Τρίτον: στο ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Θα δώσουμε στη συνέχεια τις βασικές γραμμές που προσδιορίζουν το στίγμα της βουλγαρικής οικονομίας σε κάθε ένα από τα τρία αυτά ζητήματα. 28