ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ, ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΤΩΝ Α ΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ, ΤΙΣ ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΤΙΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΕΣ, ΤΗΝ Ο Ο ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ 1
Φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν φαιντερµίνη στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Κράτος µέλος Αυστρία Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας Gerot Pharmazeutika GmbH Arnethgasse 3 A-1160 Wien Αυστρία Ονοµασία προϊόντος Adipex Retard- Kapseln Φαρµακοτεχνι κή µορφή Περιεκτικότη τα Οδός χορήγησης Καψάκιο 75 mg από στόµατος Περιγραφή και συσκευασία 100 Bio-Therabel SA Rue Egide Van Ophem 110 B-1180 Bruxelles Panbesy Nyscaps Καψάκιο 15,18 mg από στόµατος φιάλη 20 50 Ιρλανδία Fisons Pharmaceuticals Ireland LTD Lake Drive 04 City West Naas Rd Co. Dublin Ιρλανδία Ionamin Καψάκιο 15 mg mg από στόµατος περιέκτης από πολυπροπυλένιο 100 Λουξεµβούργο Bio-Therabel SA Rue Egide Van Ophem 110 B-1180 Bruxelles Panbesy Nyscaps Καψάκιο 15 mg από στόµατος φιάλη 50 Ηνωµένο Βασίλειο Cambridge Healthcare Suppliers Limited 57-58 King Street Ionamin Καψάκιο τροποποιηµένης αποδέσµευσης 15 mg mg από στόµατος πλαστικός περιέκτης µε βιδωτό πώµα 2
Κράτος µέλος Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας Great Yarmouth Norfolk NR 2PW Ονοµασία προϊόντος Φαρµακοτεχνι κή µορφή Περιεκτικότη τα Οδός χορήγησης Περιγραφή και συσκευασία 100 28 4 3
Κράτος µέλος Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας Medeva Pharma S.A. Avenue du Commerce, 23 B-1420 Braine L'alleud Ονοµασία προϊόντος Φαρµακοτεχνι κή µορφή Περιεκτικότη τα Οδός χορήγησης Ionamin-15 Καψάκιο 75 mg από στόµατος Περιγραφή και συσκευασία Medeva Pharma S.A. Avenue du Commerce, 23 B-1420 Braine L'alleud Ionamin Forte* Καψάκιο 150 mg από στόµατος Λουξεµβούργο Medeva Pharma S.A. Avenue du Commerce, 23 B-1420 Braine L'alleud Ionamin-15* Καψάκιο 15 mg από στόµατος Λουξεµβούργο Medeva Pharma S.A. Avenue du Commerce, 23 B-1420 Braine L'alleud Ionamin Forte* Καψάκιο mg από στόµατος Ηνωµένο Βασίλειο 3M Health Care 1 Morley Street Loughborough Leicestershire LE11 1EP Ηνωµένο Βασίλειο Duromine* καψάκιο ελεγχόµενης αποδέσµευσης 15 mg mg από στόµατος φιάλη ρητινική φαιντερµίνη (Phentermine resinate) 4
5
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΕΑ 6
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ EMEA ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΦΑΙΝΤΕΡΜΙΝΗ Ύστερα από αναφορές παθήσεων των καρδιακών βαλβίδων σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε φαιντερµίνη και αµφεπραµόνη σε συνδυασµό µε άλλα ανορεξιογόνα, το παρέπεµψε, στις 7 Νοεµβρίου 1997, το θέµα στη CPMP, δυνάµει του άρθρου 15α της οδηγίας 75/319 του Συµβουλίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Θεραπευτική αποτελεσµατικότητα για την αντιµετώπιση της παχυσαρκίας σηµαίνει σηµαντική και µακροπρόθεσµη µείωση του σωµατικού βάρους (τουλάχιστον επί ένα έτος). Αυτό βασίζεται σε συσσωρευµένες επιστηµονικές γνώσεις που έχουν αποκτηθεί µε την πάροδο των ετών και αναφέρεται στις τρέχουσες ιατρικές συστάσεις, αντικατοπτρίζεται δε στο έγγραφο «Note for Guidance on Clinical Investigation of Drugs Used in Weight Control» (CPMP/EWP/281/96). Η άποψη αυτή εκφράζεται και σε τρέχουσες κατευθυντήριες γραµµές, π.χ. στην κατευθυντήρια γραµµή της Σκωτίας (1996), σε µια κατευθυντήρια γραµµή του Royal College of Physicians (1998) και σε µια κατευθυντήρια γραµµή της American Society for Clinical Nutrition (1998). Η απώλεια σωµατικού βάρους έχει αποδειχθεί σε µια σειρά βραχυπρόθεσµων µελετών που περιελάµβαναν σχετικά µικρό αριθµό ασθενών. Γενικά, οι µελέτες αυτές δεν είναι πρόσφατες και από µεθοδολογική άποψη δεν πληρούν τα τρέχοντα επιστηµονικά κριτήρια που υπάρχουν στον τοµέα αυτό: - Με τη φαιντερµίνη µπορεί να επιτευχθεί µικρή µόνον απώλεια βάρους. - εν υπάρχουν διαθέσιµες µελέτες σχετικά µε τις επιπτώσεις της φαιντερµίνης στον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων ή σε άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου που συνεπάγεται η παχυσαρκία (π.χ. στην πίεση του αίµατος, την καρδιακή λειτουργία, τις βιοχηµικές παραµέτρους όπως η συγκέντρωση λιπιδίων ή γλυκόζης στον ορό) Ορισµένοι κάτοχοι αδειών κυκλοφορίας υπέβαλαν τα αποτελέσµατα µίας νέας κλινικής µελέτης, η οποία δεν έχει δηµοσιευθεί ακόµη. Η µελέτη αυτή δεν παρέχει καµιά άλλη πρόσθετη σχετική πληροφορία. Ορισµένοι κάτοχοι αδειών κυκλοφορίας προέβαλαν το επιχείρηµα ότι µια βραχυπρόθεσµη µείωση του σωµατικού βάρους στο πλαίσιο ενός προγράµµατος καταπολέµησης της παχυσαρκίας µπορεί να είναι ωφέλιµη. Το απολεσθέν βάρος ανακτάται ταχύτατα µόλις διακοπεί η αγωγή, ενώ δεν υπάρχουν ελεγχόµενες µελέτες που να αποδεικνύουν ότι ένα περιορισµένο βραχυπρόθεσµο αποτέλεσµα έχει κάποια κλινικής σηµασίας µακροπρόθεσµη επίδραση στο σωµατικό βάρος, ούτε ότι παρέχει κλινικό όφελος στο πλαίσιο ενός προγράµµατος καταπολέµησης της παχυσαρκίας. Η φαιντερµίνη δεν έχει µελετηθεί στο πλαίσιο µακροχρόνιων κλινικών δοκιµών, ούτε υπάρχουν δεδοµένα σχετικά µε τα µακροχρόνια αποτελέσµατα της ουσίας, ιδίως δε σχετικά µε τη διατήρηση του απολεσθέντος βάρους. Παρά το γεγονός ότι η παχυσαρκία θεωρείται σήµερα ως χρόνια διαταραχή και ότι η αντιµετώπισή της πρέπει να αποτελεί µακροπρόθεσµη στρατηγική, η φαιντερµίνη αποδείχθηκε ότι επιφέρει µόνο µικρές βραχυπρόθεσµες µειώσεις του βάρους, των οποίων η σχέση προς την έκβαση της διαταραχής είναι αµφίβολη και µη αποδεδειγµένη. Επιπλέον, οι ισχυρισµοί ότι ενδέχεται να διευκολύνει ή να βελτιώνει τις µακροπρόθεσµες στρατηγικές όταν χρησιµοποιείται συµπληρωµατικά δεν τεκµηριώνονται επαρκώς. Με βάση τα διαθέσιµα στοιχεία σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα, δεν µπορεί πλέον να θεωρείται ότι η φαιντερµίνη είναι αποτελεσµατική από θεραπευτική άποψη για την αντιµετώπιση της παχυσαρκίας. 7
ΑΣΦΑΛΕΙΑ Τα κυριότερα θέµατα ασφάλειας που εξετάστηκαν, υπό κανονικές συνθήκες ς, ήταν οι σοβαρές παρενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστηµα (ΚΝΣ), η πρωτοπαθής πνευµονική υπέρταση και οι παθήσεις των καρδιακών βαλβίδων. Επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό σύστηµα (ΚΝΣ) Η φαιντερµίνη, ως ουσία συγγενής µε τις αµφεταµίνες, έχει χαρακτηριστικές επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό σύστηµα, όπως διέγερση και απώλεια του ύπνου καθώς και σοβαρές επενέργειες όπως ψυχωσικές αντιδράσεις ή ψύχωση, κατάθλιψη και σπασµούς. Η δυνατότητα κατάχρησης και δηµιουργίας εξάρτησης είναι ιδιαίτερα γνωστή για τους συγγενείς προς τις αµφεταµίνες παράγοντες µε κεντρική δράση. Οι κάτοχοι αδειών κυκλοφορίας, στους λόγους της προσφυγής και κατά τις προφορικές εξηγήσεις που έδωσαν στη συνεδρίαση της CPMP του Ιουλίου του 1999, αµφισβήτησαν την παραδοχή της CPMP η οποία θεώρησε τη φαιντερµίνη ως ουσία συγγενή µε την αµφεταµίνη, µε τις ίδιες ανεπιθύµητες ενέργειες µε αυτήν. Μετά από συζητήσεις του θέµατος αυτού, η CPMP έκρινε ότι τα αναφερθέντα περιστατικά κατάχρησης και εξάρτησης µε φαιντερµίνη είναι τα καλύτερα διαθέσιµα στοιχεία για την τεκµηρίωση της άποψης ότι η ουσία µπορεί να παρουσιάζει αυτό το ενδεχόµενο. εν έχει πραγµατοποιηθεί επιδηµιολογική µελέτη για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου. Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία, ως σύνολο, υποδηλώνουν ότι ο κίνδυνος κατάχρησης και εξάρτησης, µολονότι ενδέχεται να είναι χαµηλότερος από τον αντίστοιχο κίνδυνο που παρουσιάζει η ίδια η αµφεταµίνη, είναι πραγµατικός και πρέπει να ληφθεί υπόψη. Ο κίνδυνος κατάχρησης και δηµιουργίας εξάρτησης αποκλείει τη δυνατότητα ς της φαιντερµίνης για µακροχρόνια αγωγή. Πρωτοπαθής πνευµονική υπέρταση Το Μάρτιο του 1995, η έκθεση σχετικά µε τη διεθνή µελέτη για την πρωτοπαθή πνευµονική υπέρταση (International Primary Pulmonary Hypertension Study, IPPHS) επιβεβαίωσε ότι η ανορεξιογόνων σχετίζεται ιδιαίτερα µε αυξηµένο κίνδυνο πρωτοπαθούς πνευµονικής υπέρτασης (PPH). Στην έκθεση προσδιορίζονται ειδικοί παράγοντες κινδύνου, όπως µεταξύ άλλων ΣΜ>kg/m 2 και συνολική διάρκεια αγωγής µεγαλύτερη από 3 µήνες. Ο κίνδυνος αυτός εξετάστηκε διεξοδικά στο πλαίσιο της προηγούµενης διαδικασίας παραποµπής βάσει του άρθρου 12 και αντικατοπτρίζεται στις τροποποιήσεις της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος όπως εγκρίθηκαν από την CPMP. Όσον αφορά τα δεδοµένα από τις αυθόρµητες αναφορές, έχουν αναφερθεί διάφορα περιστατικά πρωτοπαθούς πνευµονικής υπέρτασης µε τη φαιντερµίνη, αλλά τα δεδοµένα αυτά δεν µπορούν να χρησιµοποιηθούν για να εκφραστεί η συχνότητα εµφανίσεως της πάθησης. Στους λόγους της προσφυγής, οι κάτοχοι αδειών κυκλοφορίας ισχυρίστηκαν ότι δεν δικαιολογείται επιστηµονικά η άµεση εφαρµογή των αποτελεσµάτων της µελέτης IPPHS και όσον αφορά την φαιντερµίνη. Η CPMP παραδέχθηκε ότι η µελέτη IPPHS δεν είχε συµπεριλάβει την φαιντερµίνη στην οµάδα των ουσιών που χρησιµοποιήθηκαν και ότι, συνεπώς, οι επιδηµιολογικές µελέτες δεν παρέχουν τυπικές αποδείξεις σχετικά. Ωστόσο, από την αξιολόγηση των διαθέσιµων στοιχείων δεν προκύπτουν εγγυήσεις ότι δεν υπάρχει σχέση µεταξύ της φαιντερµίνης και της PPH και, ως εκ τούτου, δεν µπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα αυξηµένου κινδύνου PPH η οποία να συνδέεται µε την φαιντερµίνη. 8
Βαλβιδοπάθειες Στις 8 Ιουλίου 1997, ο οργανισµός φαρµάκων (FDA) των ΗΠΑ, εξέδωσε µια οδηγία για τη δηµόσια υγεία («Public Health Advisory») ύστερα από αναφορές περιστατικών βαλβιδοπαθειών σε ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε ταυτόχρονη αγωγή µε φαινφλουραµίνη και φαιντερµίνη. Στη συνέχεια, ο FDA έλαβε πολλές αναφορές παθήσεων των καρδιακών βαλβίδων που σχετίζονταν κυρίως µε τη φαινφλουραµίνης σε συνδυασµό µε φαιντερµίνη. Επιπλέον, αναφέρθηκαν πέντε περιστατικά βαλβιδοπαθειών που σχετίζονταν µε µονοθεραπεία µε φαιντερµίνη. Σε δύο από αυτά τα πέντε περιστατικά, η διάρκεια αγωγής ήταν µικρότερη από 3 µήνες. Στα συστήµατα αυθόρµητης αναφοράς της ΕΕ δεν κοινοποιήθηκε κανένα περιστατικό βαλβιδοπάθειας που να σχετίζεται µε µονοθεραπεία µε φαιντερµίνη. Ωστόσο, υπάρχουν δέκα αναφορές από το σχετικά µε τη συνδυασµένη φαιντερµίνης µε άλλα ανορεξιογόνα. Η συγκεκριµένη συνεισφορά της φαιντερµίνης στις περιπτώσεις συνδυασµένης αγωγής δεν έχει τεκµηριωθεί. Από τα λίγα αναφερθέντα περιστατικά µε µονοθεραπεία µε φαιντερµίνη, δεν µπορεί να αποκλεισθεί το γεγονός ότι η φαιντερµίνη µπορεί να προκαλέσει βαλβιδοπάθειες. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δυνάµει του άρθρου 15α, δηµοσιεύθηκαν στο περιοδικό New England Journal of Medicine δύο επιδηµιολογικές µελέτες σχετικά µε το θέµα αυτό (Khan et al 1998, Jick et al 1998). Η CPMP κατέληξε στο συµπέρασµα ότι, µολονότι δεν υπάρχουν επρκείς αποδείξεις οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι η φαιντερµίνη αυξάνει τον κίνδυνο βαλβιδοπάθειας, προς το παρόν η υπόθεση αυτή δεν µπορεί να αποκλεισθεί. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Η CPMP, αφού εξέτασε τους λόγους της προσφυγής που υπέβαλαν οι κάτοχοι των αδειών κυκλοφορίας καθώς και όλα τα διαθέσιµα στοιχεία, κατέληξε στα ακόλουθα συµπεράσµατα σχετικά µε τη συνολική ασφάλεια και αποτελεσµατικότητα: Όσον αφορά την αποτελεσµατικότητα, παρά το γεγονός ότι η παχυσαρκία θεωρείται σήµερα ως χρόνια διαταραχή και ότι η αντιµετώπισή της πρέπει να αποτελεί µακροπρόθεσµη στρατηγική, η φαιντερµίνη αποδείχθηκε ότι επιφέρει µόνο µικρές βραχυπρόθεσµες µειώσεις του βάρους, των οποίων η σχέση προς την έκβαση της διαταραχής είναι αµφίβολη και µη αποδεδειγµένη. Επιπλέον, οι ισχυρισµοί ότι ενδέχεται να διευκολύνει ή να βελτιώνει τις µακροπρόθεσµες στρατηγικές όταν χρησιµοποιείται συµπληρωµατικά δεν τεκµηριώνονται επαρκώς. Με βάση τα διαθέσιµα στοιχεία σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα, δεν µπορεί πλέον να θεωρείται ότι η φαιντερµίνη είναι αποτελεσµατική από θεραπευτική άποψη για την αντιµετώπιση της παχυσαρκίας ή (κατά συνέπεια) ότι η σχέση ωφέλειας/κινδύνου που παρουσιάζει είναι θετική. Όσον αφορά την ασφάλεια, µολονότι τα διαθέσιµα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η δυνατότητα δηµιουργίας εξάρτησης της φαιντερµίνης είναι χαµηλότερη από την αντίστοχη της αµφεταµίνης, ένα ποσοστό κινδύνου θεωρείται ρεαλιστικό και πρέπει να ληφθεί υπόψη. Επιπλέον, οι ανησυχίες που δηµιουργεί η πιθανή σχέση της φαιντερµίνης µε την πρωτογενή πνευµονική υπέρταση και τις βαλβοδοπάθειες δεν τεκµηρώνονται από τυπικές επιδηµιολογικές µελέτες, χωρίς να µπορεί να αποκλεισθεί πιθανός κίνδυνος. Περαιτέρω κλινικές δοκιµές µε αυτές τις δραστικές ουσίες θα πρέπει όχι µόνο να καταδείξουν τη µακροπρόθεσµη αποτελεσµατικότητα, αλλά επίσης να αποδείξουν ότι οι ανησυχίες σχετικά µε την ασφάλεια (ιδίως η δυνατότητα κατάχρησης) δεν επηρεάζουν τα ενδεχόµενα οφέλη. Μία κλινική δοκιµή για κάθε ουσία προφανώς δεν θα αρκεί χρειάζεται µάλλον να εφαρµοστεί κλινικό πρόγραµµα το οποίο θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. 9
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η σχέση οφέλους/κινδύνου των φαρµακευτικών προϊόντων που περιέχουν φαιντερµίνη είναι δυσµενής. ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΩΝ Α ΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Τον Απρίλιο του 1999 - η επιτροπή εξέτασε την παραποµπή για τα φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν φαιντερµίνη, η οποία έγινε βάσει του άρθρου 15α της οδηγίας 75/319/ΕΟΚ του Συµβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί - η επιτροπή συµφώνησε ότι τα φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν φαιντερµίνη δεν είναι αποτελεσµατικά από θεραπευτική άποψη για την αντιµετώπιση της παχυσαρκίας, ύστερα από αξιολόγηση µε βάση τις συσσωρευµένες επιστηµονικές γνώσεις που έχουν αποκτηθεί µε την πάροδο των ετών και τις τρέχουσες ιατρικές συστάσεις - η επιτροπή συµφώνησε ότι υπάρχουν ανησυχίες ως προς τα χαρακτηριστικά ασφάλειας των φαρµακευτικών προϊόντων που περιέχουν φαιντερµίνη σχετικά µε τον κίνδυνο βαλβιδοπαθειών ύστερα από µονοθεραπεία µε φαιντερµίνη, τον κίνδυνο πρωτοπαθούς πνευµονικής υπέρτασης και άλλων σοβαρών ανεπιθύµητων ενεργειών στο καρδιαγγειακό και το ΚΝΣ, όπως η εξάρτηση - η επιτροπή, κατά συνέπεια, έκρινε ότι η σχέση ωφέλειας/κινδύνου των φαρµακευτικών προϊόντων που περιέχουν φαιντερµίνη είναι δυσµενής και κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αυτά τα φαρµακευτικά προϊόντα δεν πρέπει να εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν στην αγορά και ότι, για το λόγο αυτό, οι άδειες κυκλοφορίας τους πρέπει να ανακληθούν Το Μάιο του 1999, οι κάτοχοι των αδειών κυκλοφορίας άσκησαν προσφυγή κατά της γνώµης της CPMP. Η CPMP εξέτασε τους λόγους της προσφυγής και άκουσε τις προφορικές εξηγήσεις των κατόχων των αδειών κυκλοφορίας κατά τη συνεδρίασή της του Ιουλίου του 1999. Η CPMP ενέκρινε τελική γνώµη την 31η Αυγούστου 1999, εισηγούµενη εκ νέου την ανάκληση των αδειών κυκλοφορίας όλων των φαρµακευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν φαιντερµίνη και την αναθεώρηση του παραρτήµατος Ι της γνώµης της τής 22ας Απριλίου 1999. Κατά συνέπεια, ο EMEA εισηγείται την ανάκληση των αδειών κυκλοφορίας των φαρµακευτικών προϊόντων που περιέχουν φαιντερµίνη. 10