ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/2076(INI)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ αριθ. o SA (C 11/2004)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2014-2019 Επιτροπή Αναφορών 29.4.2015 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 1153/2009, του Gino Trevisanato, ιταλικής ιθαγένειας, σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση της οδηγίας 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις από την ιταλική νομοθεσία 1. Περίληψη της αναφοράς Ο αναφέρων διατείνεται ότι η μεταφορά στην ιταλική νομοθεσία της οδηγίας 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις αντιβαίνει στην ίδια την οδηγία. Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, το διοικητικό προσωπικό δεν χρειάζεται να συμμετέχει στις διαβουλεύσεις με τις συνδικαλιστικές ενώσεις πριν τις ομαδικές απολύσεις. Αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποζημίωση απολύσεως. Ο αναφέρων ζητεί την υποστήριξη όλων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ώστε να διασφαλισθεί ότι η ιταλική νομοθεσία θα συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 27 Νοεμβρίου 2009. Η Επιτροπή εκλήθη να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 216 παράγραφος 6 του Κανονισμού). 3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 25 Μαρτίου 2010 Ο αναφέρων υποστηρίζει ότι ο ιταλικός νόμος 223/1991, που μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία την οδηγία 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις, δεν προστατεύει όλες τις κατηγορίες εργαζομένων που επιβάλλει η οδηγία, ιδίως όσους απασχολούνται βάσει συμβάσεων διευθυντικών στελεχών. Σύμφωνα με τον αναφέροντα, η ιταλική νομοθεσία περιλαμβάνει μεν τους διευθυντές («dirigenti») στον υπολογισμό του εργατικού δυναμικού μιας επιχείρησης, τους αποκλείει CM\1059907.doc PE440.060v09-00 Ενωμένη στην πολυμορφία

όμως από τον υπολογισμό των εργαζομένων που απολύονται. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων μπορεί να παρακαμφθεί, απολύοντας έναν ορισμένο αριθμό διευθυντών, μεταξύ άλλων εργαζομένων, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η απαραίτητη απαρτία για την κίνηση της διαδικασίας. Ο αναφέρων διαπιστώνει εδώ μια ανακολουθία με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση 385/05 (CGT), στην οποία σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη απαγορεύει «εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού κατά την έννοια της διατάξεως αυτής». Ο αναφέρων θεωρεί επίσης ότι το ιταλικό κράτος φέρει την ευθύνη για το ότι δεν υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 9, του νόμου 223/91. Το αρχικό πρόβλημα Το αρχικό πρόβλημα αφορούσε δύο διαφορετικά ζητήματα: το πρώτο αφορά τη μεταφορά και εφαρμογή στην Ιταλία της οδηγίας 98/59/ΕΚ σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις το δεύτερο τις δυνατότητες προσφυγής στο εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα. - Ο αναφέρων ήταν στέλεχος (κατηγορία διευθυντών "dirigenti") στην Ι.Β.Μ. Italia spa και απολύθηκε κατόπιν συλλογικών απολύσεων τον Νοέμβριο του 1994. Το εφετείο του Μιλάνου απεφάνθη επί της υποθέσεως του αναφέροντος τον Ιανουάριο του 2007 ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 9, του νόμου αριθ. 223/1991, το περιεχόμενο του οποίου με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις μεταφέρει την οδηγία 98/59 σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις, η κατηγορία των διευθυντών δεν μπορεί να αξιώσει να τύχει της προστασίας βάσει των διαδικαστικών κανόνων που ορίζει ο νόμος 223/1991. Ως εκ τούτου, ο αναφέρων διαπιστώνει μια αντίφαση μεταξύ της ιταλικής νομοθεσίας που μεταφέρει τον νόμο, αφενός, και των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-385/05 (CGT) και της οδηγίας 98/59/ΕΚ, αφετέρου. Σύμφωνα με το άρθρο 360 του ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, μια απόφαση του εφετείου μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή για εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 365 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η προσφυγή που απευθύνεται στο ανώτατο δικαστήριο πρέπει, προκειμένου να γίνει παραδεκτή, να υπογραφεί από εγγεγραμμένο δικηγόρο. Ο αναφέρων διατείνεται ότι δεν μπόρεσε να βρει δικηγόρο διατεθειμένο να υπερασπιστεί την υπόθεσή του ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου. Οι δικηγόροι ανακάλεσαν την εντολή τους και ο Δικηγορικός Σύλλογος, το Εθνικό Συμβούλιο Δικηγόρων, οι συνδικαλιστικές ενώσεις και η οργάνωση «Συμβούλιο για ευρωπαϊκή δικαιοσύνη υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου» δεν έδωσαν συνέχεια στο αίτημά του για βοήθεια. PE440.060v09-00 2/12 CM\1059907.doc

Ο αναφέρων έθεσε την υπόθεσή του υπόψη του γενικού εισαγγελέα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, ώστε το εν λόγω ίδρυμα να μπορέσει να ασκήσει αναίρεση υπέρ του δικαίου, ανεπιτυχώς όμως. Ο αναφέρων δήλωσε ότι ένας δικηγόρος τον ενημέρωσε εγγράφως ότι οι κατευθυντήριες γραμμές από τα ανώτερα δικαστήρια συνιστούν να μην ασκείται αναίρεση λόγω του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 9, του νόμου αριθ. 223/1991. Ο αναφέρων θεωρεί ότι το ιταλικό κράτος ευθύνεται για τη μη άσκηση αναίρεσης. Ο αναφέρων εκτιμά ότι το κράτος θα έπρεπε να είχε αποδεχτεί την άσκηση αναίρεσης υπέρ του δικαίου και στη συνέχεια να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 9, του νόμου 223/91 στο ΕΔ. Δράσεις παρακολούθησης Μετά την πρώτη επικοινωνία τον Ιούλιο του 2007, ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και του αναφέροντος, καθώς και μεταξύ της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών προκειμένου να εξακριβωθούν τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό πλαίσιο. Σε μία από τις επιστολές του, το ιταλικό Υπουργείο Εργασίας, Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής επιβεβαίωσε ότι βάσει της ιταλικής νομοθεσίας η κατηγορία των «dirigenti» αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τη γενική κατηγορία «εργαζόμενοι» ως προς τις ατομικές και τις ομαδικές απολύσεις, τον χρόνο εργασίας, τις άδειες και τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επομένως, σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης, ούτε η διαδικαστική προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 9, του νόμου αριθ. 223 του 1991 σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις ούτε η γενική προστασία που προβλέπεται για τους εργαζομένους σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη βάσει των νόμων 604 του 1966, 300 του 1970 και 108 του 1990 ισχύουν για τους «dirigenti». Ωστόσο, το θέμα της καταγγελίας αφορούσε την παύση από την εργασία ενός «dirigente», η οποία διαφέρει πολύ από την παύση ενός απλού εργαζόμενου. Εξάλλου, το Υπουργείο παρέπεμψε σε ιταλική νομολογία του τέλους της δεκαετίας του 1960: τα δικαστήρια είχαν αποφανθεί ότι, λόγω του ότι οι «dirigenti» συνδέονται με τον εργοδότη με σχέση προσωπικής δέσμευσης (intuitu personae) και λόγω του επιπέδου αρμοδιοτήτων όσον αφορά τη διοίκηση της επιχείρησης, μπορεί συνεπώς να είναι πιο θεμιτό να προβλέπονται πιο ασθενείς ουσιαστικοί και διαδικαστικοί περιορισμοί σχετικά με τη λύση σύμβασης με «dirigenti» από ό,τι με εργαζομένους. Άλλωστε, σχετικά με το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, στην απάντηση αναφερόταν ότι οι «dirigenti» δεν δύνανται να απολυθούν χωρίς να υποπέσουν σε σοβαρά σφάλματα ή χωρίς να συντρέχουν σοβαροί οργανωτικοί λόγοι. Ωστόσο, οι συνέπειες μιας τέτοιας παράνομης απόλυσης ήταν μόνο οικονομικές (αποζημίωση που έπρεπε να καταβληθεί) και δεν περιλάμβαναν την υποχρέωση του εργοδότη να προσλάβει εκ νέου τους παράνομα απολυμένους «dirigenti», σε αντίθεση με τους κανόνες που διέπουν τους εργαζόμενους. Η Επιτροπή, η οποία δεν έμεινε ικανοποιημένη με τις εξηγήσεις που έλαβε, συγκεκριμένα ως προς την ισχύουσα νομική βάση στην οποία στηρίζονται οι διαφορές μεταξύ της μεθόδου CM\1059907.doc 3/12 PE440.060v09-00

υπολογισμού του συνολικού εργατικού δυναμικού και του αριθμού των απολυόμενων εργαζομένων κατηγορίας επιπέδου διευθυντικών στελεχών τόσο στην ιταλική νομοθεσία όσο και στη νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, απέστειλε προς την ιταλική κυβέρνηση στις 26 Ιουνίου 2009 προειδοποιητική επιστολή. Στην επιστολή ανέφερε ότι η διαφορετική μεταχείριση που έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν να συμπεριλαμβάνονται οι «dirigenti» στον υπολογισμό του ανθρώπινου δυναμικού μιας επιχείρησης αφετέρου δε αυτοί να αποκλείονται όταν πρόκειται για υπολογισμό των απολύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 98/59, δεν έμοιαζε να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 1 της οδηγίας. Στην απάντησή της της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, η Ιταλία επέμεινε στην προηγούμενη θέση της. Υποστήριξε ότι ένας «dirigente» διέθετε εξουσία λήψης αποφάσεων και από τη θέση απουσίαζε η γνήσια ιεραρχική εργασιακή σχέση, επιπλέον δε η θέση εμπιστοσύνης που κατείχε ο «dirigente» δικαιολογούσε διαφορετική μεταχείριση, η οποία καλύπτει και τις ομαδικές απολύσεις και τις ατομικές συμβάσεις. Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές σημείωσαν ότι η πλέον πρόσφατη νομολογία έκανε διάκριση μεταξύ ανώτερου «dirigente» και «pseudo dirigente» («ψευδοδιευθυντή»), με τον τελευταίο να ενεργεί υπό την καθοδήγηση ενός επικεφαλής επιχειρηματία ή ενός «dirigente» και να έχει περιορισμένες εξουσίες. Από την απάντηση της Ιταλίας δεν ήταν δυνατόν να εξεταστεί πραγματικά η ουσία της νομολογίας, ιδίως όσον αφορά τις νομικές επιπτώσεις της διαφοράς μεταξύ ανώτερου «dirigente» και «pseudo dirigente», καθώς και της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται ο αποκλεισμός των dirigenti από την κατηγορία των εργαζομένων. Για να τονίσουν τη θέση τους, οι ιταλικές αρχές παρέπεμψαν στην απόφαση αριθ. 17965 του Ανώτατου δικαστηρίου, της 9ης Αυγούστου 2006, η οποία απέκλειε το προσωπικό με ανώτερες διοικητικές εξουσίες από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αυτής. Η Επιτροπή ενημέρωσε τον αναφέροντα σχετικά με το περιεχόμενο της απάντησης και έλαβε τις παρατηρήσεις του τον Νοέμβριο του 2009. Καθώς η απάντηση περιείχε νέες πληροφορίες, και προκειμένου να γίνει περισσότερο κατανοητή η κατάσταση στην Ιταλία, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις από τις ιταλικές αρχές σχετικά με την αναφερθείσα στην επιστολή τους πρόσφατη ιταλική νομολογία, συγκεκριμένα σχετικά με τη διάκριση μεταξύ ανώτερου «dirigente» και «pseudo-dirigente» και την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου αριθ. 17965 της 9ης Αυγούστου 2006. Η επιστολή αυτή εστάλη στις 8 Δεκεμβρίου 2009 και δεν έχει ληφθεί ακόμη απάντηση (οι ιταλικές αρχές έχουν προθεσμία δύο μηνών μετά την παραλαβή της επιστολής για να απαντήσουν). Η Επιτροπή ενημέρωσε και πάλι τον αναφέροντα σχετικά με την αποστολή της επιστολής και το περιεχόμενό της. Σχετικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην εθνική δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος άσκησης προσφυγών και των αποφάσεων εθνικών δικαστών. Η οδηγία 98/59/ΕΚ για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Μετά από ανάλυση των πληροφοριών που ελήφθησαν από τον αναφέροντα και τις ιταλικές PE440.060v09-00 4/12 CM\1059907.doc

αρχές σχετικά με τον ορισμό των αποκαλούμενων «dirigenti» δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Προκειμένου να διαλυθεί κάθε παρανόηση σχετικά με τις ημερομηνίες που αναφέρονται ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι παρότι η υπόθεση αφορά γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1994 και η εθνική νομοθεσία μεταφοράς θεσπίστηκε το 1991 ενώ η οδηγία έπρεπε να εφαρμοσθεί από το 1998, η καταγγελία εξακολουθεί να είναι παραδεκτή για τους εξής λόγους: Η οδηγία 98/59/ΕΚ ενοποιεί την πρώτη οδηγία 75/129/ΕΟΚ της 17ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις και την οδηγία 92/56/ΕΟΚ που την τροποποιεί. Η οδηγία 75/129/ΕΟΚ περιείχε την ίδια διάταξη σχετικά με τα όρια για τον υπολογισμό των ομαδικών απολύσεων και είχε ουσιαστικά το ίδιο πεδίο εφαρμογής, εκτός από μια εξαίρεση στο πεδίο εφαρμογής που δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση 1. Συνεπώς, η παραπομπή στην οδηγία 98/59/ΕΚ μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο ιταλικός νόμος 223/1991 και οι τροποποιήσεις του περιέχουν τις διατάξεις μεταφοράς των οδηγιών αυτών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ η οδηγία 2002/14/ΕΚ σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση χρησιμοποιεί τον όρο «εργαζόμενος» («employee» στα αγγλικά) με την έννοια «κάθε πρόσωπο, το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής», η οδηγία 98/59/ΕΚ δεν περιλαμβάνει κανέναν ορισμό για τον «εργαζόμενο» («worker» στα αγγλικά). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί σχετικά με τον ορισμό που περιέχεται στη συγκεκριμένη οδηγία αλλά έχει ήδη αποφανθεί, σχετικά με άλλες οδηγίες, ότι ο όρος "εργαζόμενος ("employee" ή "worker") δεν έχει την ίδια έννοια σε όλα τα κράτη μέλη στο πλαίσιο οδηγιών σχετικά με το εργατικό δίκαιο και πρέπει πάντα να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τα συμφραζόμενα και τον σκοπό του εκάστοτε νομικού μέσου. Το γεγονός ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, περιέχει εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59/ΕΚ περιλαμβάνει όλους τους εργαζομένους εκτός από συγκεκριμένες κατηγορίες που παρατίθενται σε εξαντλητικό κατάλογο στο άρθρο 1, παράγραφος 2. Ωστόσο, η παράγραφος αυτή δεν περιλαμβάνει τους «dirigenti» και το προσωπικό με διευθυντικά καθήκοντα, υπ'αυτήν τους την ιδιότητα. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από την παρακάτω νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου: C-215/83 (Επιτροπή κατά Βελγίου, σημ. 21), C-32/02 (Επιτροπή κατά Ιταλίας, σημ. 22) και C-385/05 (Γενική συνομοσπονδία εργασίας, σημ. 47). Εξάλλου, η οδηγία αποσκοπεί στην προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις διαδικασίες ομαδικών απολύσεων στα κράτη μέλη θεσπίζοντας ελάχιστες απαιτήσεις, και όχι σε λεπτομερή εναρμόνιση των νομοθεσιών που ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι διατάξεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των κρατών μελών. Το καθεστώς των διευθυντών καθορίζεται συχνά μέσω συμβάσεων αστικού δικαίου 1 Η οδηγία 92/56/ΕΟΚ διέγραψε από τις εξαιρέσεις το σημείο «επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητος της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως». CM\1059907.doc 5/12 PE440.060v09-00

(συμπεριλαμβανομένων κανόνων περί ευθύνης, ειδικών όρων απασχόλησης και ρητρών απόλυσης) στα διάφορα κράτη μέλη. Συνεπώς δεν ισχύουν όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου για αυτήν τη συγκεκριμένη κατηγορία. Αυτό δεν είναι ασύνηθες, π.χ. στις περιπτώσεις των ανώτερων διευθυντικών στελεχών. Από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν δεν καθίσταται σαφές εάν οι συμβάσεις διοικητικών στελεχών στην Ιταλία καλύπτονται από το εργατικό δίκαιο ή το αστικό δίκαιο ή από συνδυασμό των δύο αυτών δικαίων. Συνεπώς, είναι εξίσου δύσκολο να εξεταστεί το καθεστώς των διοικητικών στελεχών («dirigenti») και οι νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν για αυτούς στην Ιταλία, με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαιρέσεις που εισήχθησαν κυρίως μέσω της νομολογίας και στη διαφορά που πηγάζει από τη διττή ταξινόμηση των διοικητικών στελεχών: πραγματικοί «dirigenti» ή «pseudo-dirigenti». Αυτή η διαφορά και η ενδεχόμενη σημασία της στην παρούσα υπόθεση χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων ιδίως αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση του αναφέροντος. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι εάν οι «dirigenti» θεωρούνται σε δεδομένη στιγμή εργαζόμενοι δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας, πρέπει να συγκαταλέγονται στον υπολογισμό του εργατικού δυναμικού, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που απολύονται. Συνεπώς, η ιταλική νομοθεσία μεταφοράς, εάν αφενός μεν συνυπολογίζει τους «dirigenti» στο εργατικό δυναμικό μιας επιχείρησης αφετέρου δε τους αποκλείει κατά τον υπολογισμό του αριθμού απολύσεων, φαίνεται να μην συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 1 της οδηγίας 98/59/ΕΚ. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ορισμός των «dirigenti» δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας είναι εξαιρετικά ασαφής και φαίνεται να εξαρτάται από την κατά περίπτωση εκτίμηση υποθέσεων από τα ιταλικά δικαστήρια βάσει των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση, το εάν το καθεστώς του αναφέροντος προστατεύεται ή όχι δυνάμει της οδηγίας εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της θέσης του βάσει της ιταλικής νομοθεσίας. Το εάν ο αναφέρων είναι «dirigente» ή «pseudo-dirigente» με σύμβαση αστικού ή εργατικού δικαίου και το εάν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργαζόμενος πρόκειται για πραγματικό περιστατικό το οποίο υπόκειται στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου. Σχετικά με τον ισχυρισμό του αναφέροντος ότι τα ιταλικά δικαστήρια όφειλαν να έχουν υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνουμε ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης δεν προβλέπει καμία τέτοια υποχρέωση για τα εθνικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρέμβει υπέρ του αναφέροντος σχετικά με αυτό το σημείο της αναφοράς του. 4. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ.), που ελήφθη στις 13 Ιανουαρίου 2011 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στις 26 Ιουνίου 2009 είχε στείλει προειδοποιητική επιστολή στην Ιταλία σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2009. Η απάντηση αυτή, καθώς και άλλες επιστολές του αναφέροντα περιέχουν νέα στοιχεία όσον αφορά την κατηγορία των διευθυντών («dirigenti») και τη σχετική ιταλική νομολογία τα PE440.060v09-00 6/12 CM\1059907.doc

οποία χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων. Κατόπιν τούτου, στις 8 Δεκεμβρίου 2009, απεστάλη στην Ιταλία επιστολή ζητώντας διευκρινίσεις. Η Ιταλία απάντησε στις 17 Μαρτίου 2010 με επιστολή, στην οποία επισύναπτε την απόφαση της 9ης Αυγούστου 2006, αριθ. 17965 του Ανώτατου Δικαστηρίου. Στην απάντηση επιβεβαιώνεται ότι ενώ οι «dirigenti» υπολογίζονται στο συνολικό εργατικό δυναμικό μιας επιχείρησης, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατωτάτου ορίου ομαδικών απολύσεων. Η εξαίρεση αυτή, βασιζόμενη στην ιταλική νομοθεσία μεταφοράς, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία, δεν φαίνεται να συνάδει με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 της οδηγίας 98/59/ΕΚ. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή έστειλε επιστολές 2 στον αναφέροντα ενημερώνοντάς τον για την πρόοδο που σημειώθηκε στο θέμα αυτό και του ζήτησε αντίγραφα των δύο αποφάσεων που εξέδωσαν τα δικαστήρια του Μιλάνου σχετικά με την υπόθεσή του. Ο αναφέρων διαβίβασε, στις 2 Νοεμβρίου 2010, τις αποφάσεις που του ζητήθηκαν. Στη συνέχεια, στις 22 Νοεμβρίου 2010, ενημέρωσε δι επιστολής την Επιτροπή ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή του μη παραδεκτή και προσέθεσε ότι παρέλαβε μόνο το διατακτικό μέρος αλλά όχι το σκεπτικό με τα επιχειρήματα που αιτιολογούν την απόφαση αυτή. Η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος την υπόθεση επί τη βάσει των στοιχείων που διαθέτει και θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ευθύς μόλις λάβει σχετική απόφαση. 5. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 10 Ιουνίου 2011 (ΑΝΑΘ ΙΙ) Όπως αναφέρεται στην προηγούμενη ανακοίνωση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν εξετάσει εξονυχιστικά την υπόθεση. Κατά τη διενέργεια της εξέτασης αυτής, δεν βασίστηκαν μόνο στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον αναφέροντα και τις ιταλικές αρχές, αλλά πραγματοποίησαν και εκτεταμένη έρευνα τεκμηρίωσης και ζήτησαν τη γνώμη ιταλού εμπειρογνώμονα επί νομικών θεμάτων. Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κύριο πρόβλημα έγκειτο στην ιταλική νομολογία η οποία από τη μια πλευρά αποκλείει τους διευθυντές («dirigenti»), παρά το καθεστώς τους ως εργαζομένων, από τα διαδικαστικά οφέλη που προβλέπει η οδηγία και, από την άλλη, ερμηνεύει την κατηγορία των «dirigenti» με μια ευρεία έννοια, στην οποία περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, στελέχη τα οποία δεν διαθέτουν ευρείες εξουσίες λήψης αποφάσεων (βλ. συναφώς την απόφαση του ιταλικού Ανώτατου Δικαστηρίου της 30ης Μαρτίου 2007 στην υπόθεση αριθ. 7880). Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι «dirigenti» δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατωτάτου ορίου συλλογικών απολύσεων δεν φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου ότι η ιταλική νομοθεσία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο είναι περισσότερο προστατευτική από την οδηγία ως προς το θέμα αυτό (ο νόμος 223/1991 προβλέπει κατώτατο όριο 5 εργαζομένων 2 Η τελευταία εστάλη στις 26 Οκτωβρίου 2010. CM\1059907.doc 7/12 PE440.060v09-00

ενώ η οδηγία απαιτεί όριο 20 εργαζομένων). Ούτε αμφισβητεί η Επιτροπή την κατάσταση των ανώτερων διευθυντικών στελεχών που μπορούν να θεωρηθούν ως το alter ego του εργοδότη. Αυτό αφορά, για παράδειγμα, «dirigenti» στους οποίους ο εργοδότης έχει αναθέσει εκτεταμένες εξουσίες λήψης αποφάσεων, ιδίως τη δυνατότητα να απολύουν εργαζομένους εν πλήρη αυτονομία. Εναπόκειται στις ιταλικές εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, να εκτιμήσουν κατά πόσον ένα συγκεκριμένο διευθυντικό στέλεχος εμπίπτει στην κατηγορία αυτή με βάση όλα τα συναφή στοιχεία της εκάστοτε περίπτωσης. Η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στον αναφέροντα με την οποία τον ενημερώνει για τις προαναφερθείσες εξελίξεις. Στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαδικασίας επί παραβάσει σχετικά με την παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή σκοπεύει να επικοινωνήσει με τις ιταλικές αρχές για μια ακόμη φορά και να επικεντρωθεί στα ανωτέρω ζητήματα, να τονίσει τη συναφή νομολογία (ιδίως την προαναφερθείσα απόφαση της 30ης Μαρτίου 2007) και να ζητήσει τις απόψεις της Ιταλίας επί του θέματος. Η Επιτροπή θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις εξελίξεις. 6. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 16 Δεκεμβρίου 2011 (ΑΝΑΘ. ΙΙΙ) Η Επιτροπή, όπως επισήμανε στην προηγούμενη ανακοίνωσή της, απηύθυνε προς την Ιταλική Δημοκρατία, στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει που έχει κινήσει για τη συγκεκριμένη υπόθεση, συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, με την οποία καλεί τις ιταλικές αρχές να της αποστείλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τη θέση που παρουσιάζεται στην εν λόγω επιστολή. Επίσης, η Επιτροπή συνέταξε επιστολή προς τον αναφέροντα, ενημερώνοντάς τον ενδελεχώς για τις εξελίξεις. Η Επιτροπή, στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή της, επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της προειδοποιητικής επιστολής της τής 26ης Ιουνίου 2009, ήτοι ότι ο αποκλεισμός των «dirigenti» από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας κινητικότητας του άρθρου 4 του νόμου 223/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου, δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 98/59, και ότι, ως εκ τούτου, αυτή η διάταξη της οδηγίας δεν έχει μεταφερθεί ορθά στην ιταλική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημείωσε ότι η έννοια «εργαζόμενος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 98/59 για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της ίδιας, οφείλει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα και η ερμηνεία της δεν μπορεί να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Υπό το φως των στόχων προστασίας των εργαζομένων στο πλαίσιο της οδηγίας καθώς και του άρθρου 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και των παραγράφων 7, 17 και 18 του χάρτη κοινωνικών δικαιωμάτων, θα μπορούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι «dirigenti» που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας, ήτοι οι «dirigenti» που έχουν όντως ρόλο «alter ego» του επιχειρηματία. Πράγματι, PE440.060v09-00 8/12 CM\1059907.doc

αυτοί οι «dirigenti» διαθέτουν διακριτική εξουσία όσον αφορά τη διοίκηση της επιχείρησης και τα παραγωγικά της μέσα, συμπεριλαμβανομένης εξουσίας λήψης αποφάσεων ως προς τον αριθμό, το είδος, ακόμη και την ταυτότητα των εργαζομένων που θα υπαχθούν σε διαδικασία ομαδικής απόλυσης. Επομένως, προφανώς, δεν έχουν ανάγκη να απολαύουν της προστασίας που προσφέρει αυτή η διαδικασία. Ωστόσο, οι «dirigenti» που αποκλείστηκαν, βάσει της νομολογίας του ακυρωτικού δικαστηρίου, από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας κινητικότητας του άρθρου 4, του νόμου 223/1991 δεν περιορίζονται στους «dirigenti» που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας. Πράγματι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, μετά την απόφαση αριθ. 17965 του 2006, σημειώθηκε εξέλιξη της νομολογίας του ακυρωτικού δικαστηρίου, βάσει της οποίας η ιδιότητα των πραγματικών «dirigenti» αναγνωρίζεται στο εξής σε όλους τους εργαζομένους που ορίζονται ως τέτοιοι στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Επομένως, αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει όχι μόνο τους «dirigenti» που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας, αλλά επίσης τους μέσους και ελάσσονες «dirigenti», ήτοι τους «dirigenti» οι οποίοι, χωρίς να έχουν ρόλο «alter ego» του επιχειρηματία και χωρίς να έχουν καμία εξουσία ως προς τη διαχείριση των μέσων παραγωγής της επιχείρησης, διαθέτουν επαγγελματική γνώση πολύ υψηλού επιπέδου, η οποία τους προσδίδει ιδιαίτερα ισχυρή θέση στην αγορά εργασίας. Βάσει αυτής της ερμηνείας, δεν δικαιούνται προστασίας, μέσω της διαδικασίας κινητικότητας του άρθρου 4 του νόμου 223/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου, όχι μόνον οι «dirigenti» που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας, που διαθέτουν διακριτική εξουσία λήψης αποφάσεων ως προς τη διοίκηση του προσωπικού, μεταξύ άλλων και ως προς τις ομαδικές απολύσεις, αλλά επίσης οι «dirigenti» που έχουν οριστεί ως τέτοιοι από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, λαμβάνοντας μόνον υπόψη τα επαγγελματικά τους προσόντα ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Ωστόσο, σύμφωνα με την Επιτροπή αυτός ο αποκλεισμός δεν συνάδει με την οδηγία. Όπως φαίνεται από την παραπάνω περιγραφή της ιταλικής νομοθεσίας μεταφοράς της οδηγίας 98/59 στην εθνική νομοθεσία, ο αποκλεισμός των «dirigenti» από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας κινητικότητας του άρθρου 4 του νόμου 223/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου δεν συνεπάγεται μόνον τη στέρηση της προστασίας που προκύπτει από την εν λόγω διαδικασία για αυτήν την κατηγορία εργαζομένων. Καθιστά επίσης πιο δύσκολη την επίτευξη του κατώτατου ορίου απολύσεων το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 24 του ίδιου νόμου με σκοπό τον καθορισμό των επιχειρήσεων που υπάγονται στην εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας και, επομένως, περιορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής της διαδικασίας εις βάρος των άλλων κατηγοριών εργαζομένων. Εντούτοις, αληθεύει ότι τα κατώτατα όρια ανθρώπινου δυναμικού και απολύσεων που προβλέπονται από αυτήν τη διάταξη είναι κατά πολύ κατώτερα από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 α) της οδηγίας για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της. Λαμβάνοντας υπόψη τον ευρύ ορισμό της έννοιας «dirigenti» από τη νομολογία του ακυρωτικού δικαστηρίου, δεν θα μπορούσε ωστόσο να αποκλειστεί, αναλόγως των συνθηκών, το γεγονός ότι η μη συμπερίληψη αυτής της κατηγορίας στον υπολογισμό του κατώτερου ορίου απολύσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 24 του νόμου 223/1991, συνεπάγεται παραβίαση των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος CM\1059907.doc 9/12 PE440.060v09-00

1 α) της οδηγίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αποκλεισμός των «dirigenti» από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του νόμου 223/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου, δεν συνίσταται μόνο σε αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος των «dirigenti», αλλά επίσης σε αδικαιολόγητη μείωση της προστασίας των άλλων κατηγοριών εργαζομένων. Η Επιτροπή δεν θα παραλείψει να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για τη συνέχεια που θα δοθεί σε αυτήν την υπόθεση. 7. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 30 Αυγούστου 2012 (ΑΝΑΘ ΙV) Η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλία αιτιολογημένη γνώμη στις 22 Ιουνίου 2012 3 αναφέρων ενημερώθηκε για την εν λόγω εξέλιξη. και ο Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία να θέσει τέλος στην εξαίρεση των διευθυντικών στελεχών (dirigenti) από τις διαδικαστικές εγγυήσεις για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στον τόπο εργασίας, όπως προβλέπονται από την οδηγία 98/59/ΕΚ. Δόθηκε στη χώρα προθεσμία δύο μηνών για να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα τα οποία έχει λάβει ώστε να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση που δεν θα υπάρξει απάντηση εκ μέρους της Ιταλίας, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει την Ιταλία στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θα ενημερώσει την Επιτροπή Αναφορών σχετικά με τη εξέλιξη της εν λόγω υπόθεσης. 8. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ. V), που ελήφθη στις 27 Νοεμβρίου 2012 Η Επιτροπή αποφάσισε στις 24.10.2012 να παραπέμψει την Ιταλία στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του ότι δεν έλαβε μέτρα για την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού νόμου σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις 4. Η ιταλική νομοθεσία και η σχετική νομολογία της χώρας αποκλείουν σήμερα τα διευθυντικά στελέχη («dirigenti») από τη διαδικασία εγγυήσεως σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εκπροσώπων των εργαζομένων στον τόπο εργασίας. Η κατηγορία των «dirigenti» συμπεριλαμβάνει, σύμφωνα με την ιταλική νομολογία, όχι μόνο το υψηλόβαθμο διοικητικό προσωπικό που ασκεί σημαντικές εξουσίες λήψεως αποφάσεων - συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης του προσωπικού - αλλά επίσης το μεσαίο και νέο διοικητικό προσωπικό που έχει υψηλό επίπεδο επαγγελματικής γνώσης, αλλά που δεν ασκεί τον ρόλο alter ego του εργοδότη και δεν έχει πραγματική εξουσία να διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής εντός της εταιρείας. 3 http://europa.eu/rapid/press-release_ip-12-665_fr.htm 4 http://europa.eu/rapid/press-release_ip-12-1145_fr.htm PE440.060v09-00 10/12 CM\1059907.doc

Για να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας, ο ορισμός των «εργαζομένων», δεν μπορεί να παραμείνει στην διακριτική εξουσία των κρατών μελών. Αντιθέτως, οι «εργαζόμενοι» θα πρέπει να ορίζονται κατά ενιαίο τρόπο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους στόχους της οδηγίας, την αρχή της ισότητας και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εξέλιξη της εν λόγω υπόθεσης. 9. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 27 Μαρτίου 2013 (ΑΝΑΘ. VI) Σε συνέχεια της απόφασής της να παραπέμψει την Ιταλία στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 5, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία στις 20/12/2012 6. Η Επιτροπή θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ ευθύως ως αυτή δημοσιευτεί 7. 10. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ. VII), που ελήφθη στις 30 Απριλίου 2014 Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ επί της υποθέσεως C-596/12 εκδόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 2014. Το Δικαστήριο έκρινε ότι: «Η Δημοκρατία της Ιταλίας, εξαιρώντας, με το άρθρο 4, παράγραφος 9, του νόμου αριθ. 223, για τους κανόνες περί αργίας για τεχνικούς λόγους, κινητικότητας, επιδομάτων ανεργίας, εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών, τοποθετήσεως εργατικού δυναμικού και για άλλες διατάξεις σχετικά με την αγορά εργασίας, (legge n. 223 Norme in materia di cassa integrazione, mobilita, trattamenti di disoccupazione, attuazione di direttive della Comunita europea, avviamento al lavoro ed altre disposizioni in materia di mercato del lavoro), της 23ης Ιουλίου 1991, την κατηγορία των «dirigenti» από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής.» Ο αναφέρων, ο οποίος είχε υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή παράλληλα με την παρούσα αναφορά, ενημερώθηκε για την προαναφερθείσα απόφαση με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2014. 5 λόγω του ότι η χώρα δεν έλαβε μέτρα για την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού νόμου σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις. http://europa.eu/rapid/press-release_ip-12-1145_fr.htm 6 Υπόθεση C-596/12 (Επιτροπή κατά Ιταλίας). 7 Η απόφαση θα δημοσιευθεί επίσης στην ιστοθέση του Δικαστηρίου της ΕΕ (βλέπε): http://curia.europa.eu/juris/recherche.jsf?pro=&nat=or&oqp=&dates=&lg=&language=el&jur=c%2ct%2cf&c it=none%252cc%252ccj%252cr%252c2008e%252c%252c%252c%252c%252c%252c%252c%252c% 252C%252Ctrue%252Cfalse%252Cfalse&td=%3BALL&pcs=Oor&avg=&mat=or&jge=&for=&cid=308513 CM\1059907.doc 11/12 PE440.060v09-00

Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει τη συνέχεια που θα δοθεί στην απόφαση από τις ιταλικές αρχές. 11. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ. VIII), που ελήφθη στις 29 Απριλίου 2015 Κατόπιν της με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της υποθέσεως C-596/12, η Ιταλία ενέκρινε στις 21 Οκτωβρίου 2014 τον Legge europea 2013-α" προκειμένου να συμμορφωθεί προς την ενωσιακή νομοθεσία. Η τροποποιημένη νομοθεσία φαίνεται να επιλύει τα ζητήματα που εγείρονται με την παρούσα αναφορά και εξομαλύνει την κατάσταση ευθυγραμμίζοντάς την προς την οδηγία 98/59/ΕΚ, όπως αυτή ερμηνεύεται από την προαναφερθείσα απόφαση. Στις 17 Νοεμβρίου 2014 απεστάλη στον αναφέροντα ο οποίος, παράλληλα με την παρούσα αναφορά, είχε υποβάλει και καταγγελία, επιστολή με την οποία του ανεκοινώνετο ότι επρόκειτο να περατωθεί η εξέταση της υπόθεσής του και του εδίδετο προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για να απαντήσει και, ενδεχομένως, να προσκομίσει νέα στοιχεία. Απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 7 Δεκεμβρίου 2014, το οποίο συμπλήρωσε με επιστολή του στις 30 Δεκεμβρίου 2014, υποστηρίζοντας ότι ναι μεν με τον νέο νόμο η κατάσταση θα εξομαλύνετο μελλοντικά, καθώς θα είναι σύμφωνη με την οδηγία, προσέθετε όμως ότι έκρινε την περάτωση της εξέτασης πρόωρη, λαμβανομένης υπόψη της προσφυγής του κατά της Ιταλίας για ζημία λόγω παράβασης του ενωσιακού νόμου, η οποία εκκρεμεί. Ωστόσο, τέτοια ζητήματα μεμονωμένων προσφυγών δεν εμπίπτουν στο πεδίο της νομοθεσίας της ΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να κλείσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως στις 26 Φεβρουαρίου 2015. PE440.060v09-00 12/12 CM\1059907.doc