ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΩΝ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ, ΙΔΙΩΣ ΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Άρθρο 28 5 Ν.1650/1986) ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ - ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ ΣΥΜΕΛΑ (ΑΕΜ: 600749) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017 1
Πηγή Φωτογραφίας Εξωφύλλου: www.lorenzoquinn.com Η εικόνα αναπαριστά ένα εντυπωσιακό έργο του Ιταλού καλλιτέχνη Lorenzo Quinn για την Biennale της Βενετίας 2017, που αναπαριστά την άνοδο των νερών, ως συνέπεια της οικολογικής καταστροφής και της κλιµατικής αλλαγής, που θα µπορούσε να εξαφανίσει την ιταλική πόλη. Το έργο αποκαλείται Support και αναπαριστά δύο γιγαντιαία χέρια που βγαίνουν από τα βάθη της θάλασσας και κρατούν τον τοίχο του ξενοδοχείου Ca Sagredo µέσα στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας. Το έργο του αυτό, λειτουργεί σαν κάλεσµα για την προστασία του περιβάλλοντος και του πλανήτη όπως επίσης και των µνηµείων πολιτιστικής κληρονοµιάς. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πίνακας Συντοµογραφιών.σελ. 5 Πρόλογος.σελ. 6 Εισαγωγή.σελ. 8 Μέρος Πρώτο: Βασικά Δογµατικά προβλήµατα των εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη.. σελ. 10 1. Κριτήριο τέλεσης εγκληµάτων µε ενέργεια, παράλειψη ή σύνθετη συµπεριφορά.....σελ. 10 2. Πότε η παράλειψη ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο.σελ. 12 3. Λόγοι τιµώρησης εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη.. σελ. 15 4. Διάκριση Εγκληµάτων Παράλειψης.σελ. 17 i. Εγκλήµατα γνήσιας παράλειψης..σελ. 18 ii. Εγκλήµατα µη γνήσιας παράλειψης... σελ. 19 5. Προϋποθέσεις Τέλεσης Εγκλήµατος µε Παράλειψη Το άρθρο 15 ΠΚ.....σελ. 21 6. Οι συλλογικές οντότητες ως φορείς ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης, ειδικότερα - Διοικητική ευθύνη συλλογικής οντότητας..σελ. 33 Μέρος Δεύτερο: Η ποινική ευθύνη προσώπων που κατέχουν ιθύνουσα θέση σε συλλογικές οντότητες... σελ. 48 1. Στον Ποινικό Κώδικα i. Ευθύνη ιεραρχικά ανωτέρων στο Στρατό και την Αστυνοµία για τέλεση βασανιστηρίων από υφισταµένους τους-ά.137βπερ.δ ΠΚ...σελ. 48 ii. Ευθύνη διευθυντών επιχείρησης ή προσώπων που έχουν εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχειρήσεις, όταν πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους τελέσει πράξη δωροδοκίας - ά. 235 4 ΠΚ σελ. 50 2. Σε άλλα νοµοθετήµατα i. Ευθύνη ιεραρχικά ανωτέρων για εγκλήµατα υπαγόµενα στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που τελέσθηκαν από ιεραρχικά κατώτερους - ά. 28 ΚΔΠΔ σελ. 53 ii. Ευθύνη συγκεκριµένων επιχειρησιακών στελεχών ανάλογα µε τη νοµική µορφή οργάνωσης της επιχείρησης για παραβιάσεις φορολογικών υποχρεώσεων του νοµικού προσώπου - ά. 20 1-3 Ν. 2523/1997. σελ. 57 iii. Ευθύνη διευθυντικών στελεχών επιχείρησης για µη καταβολή χρεών της στο Δηµόσιο - ά. 25 2 Ν. 1882/1990 σελ. 60 3
iv. Ευθύνη διευθυντικών στελεχών νοµικού προσώπου για αξιόποινες πράξεις νοµιµοποίησης ε σ ό δ ω ν α π ό ε γ κ λ η µ α τ ι κ έ ς δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ ε ς - α. 5 1 Ν. 3691/2008...σελ. 62 v. Ευθύνη διευθυντών επιχειρήσεων για αδικήµατα κατά των οικονοµικών συµφερόντων της ΕΕ - ά. 7 Ν. 2803/2000.σελ. 63 vi. Άλλες περιπτώσεις.σελ. 66 Μέρος Τρίτο: Ευθύνη Διευθυνόντων στα εγκλήµατα κατά του περιβάλλοντος (άρθρο 28 5 Ν. 1650/1986)..σελ. 68 1. Η ευρωπαϊκή προέλευση της ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος, ηοδηγία 2008/99 ΕΚ και το ισχύον εθνικό δίκαιο..σελ. 68 2. Προστατευόµενο έννοµο αγαθό...σελ. 73 3. Τα α. 28 1 και α. 28 2 εδ. α Ν. 1650/1986, έτσι όπως τροποποιήθηκαν από το ά. 7 1 και 7 2 Ν. 4042/2012....σελ. 79 i. Η υπόσταση της χωρίς την έκδοση ή καθ υπέρβαση ατοµικών διοικητικών πράξεων πρόκλησης υποβάθµισης του περιβάλλοντος (α. 28 1 Ν. 1650/1986) σελ. 79 ii. Η υπόσταση της κατά παράβαση κανονιστικών διατάξεων πρόκλησης ρύπανσης ή υποβάθµισης του περιβάλλοντος (ά. 28 2 εδ. α Ν. 1650/1986). σελ. 83 iii. Προνοµιούχες και διακεκριµένες παραλλαγές.σελ. 90 4. Ποινική ευθύνη νοµικών προσώπων (άρθρο 5 Ν. 4042/2012) σελ. 91 5. Οι κυρώσεις κατά διευθυντικών στελεχών νοµικών προσώπων (άρθρο 7 4 Ν. 4042/2012)..σελ. 96 i. Η ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση ελέγχου και εποπτείας - Άρθρο 28 5.1 Ν. 1650/1986.σελ. 96 ii. Η παράλειψη από πρόθεση ή αµέλεια και η τιµώρηση ως αυτουργών - Άρθρο 28 5.2 Ν. 1650/1986....σελ. 100 Μέρος Τέταρτο: Κριτική Επισκόπηση Συµπεράσµατα Προτάσεις σελ. 106 Επίλογος... σελ. 111 Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία.... σελ. 114 4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ Βλ. βουλ. Εδ. ΕΔΔΑ ΕΣΔΑ Εισ. έκδ. επ. ΚΠΔ Άρειος Πάγος Βλέπε Βούλευµα Εδάφιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου Ευρωπαϊκή Σύµβαση Δικαιωµάτων του Ανθρώπου Εισαγγελέας έκδοση επόµενα Κώδικας Ποινικής Δικονοµίας Ν. Νόµος ΝοΒ Ολ. ό.π. παρ. περ. ΠοινΔικ ΠΚ ΠοινΛογ ΠοινΧρον σελ. ΣυµβΕφ ΣυµβΠληµ Νοµικό Βήµα Ολοµέλεια όπως παραπάνω παράγραφος περίπτωση Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Κώδικας Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά σελίδα Συµβούλιο Εφετών Συµβούλιο Πληµ/κών 5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ραγδαία αύξηση των κινδύνων που απειλούν τον άνθρωπο και το περιβάλλον, η οποία οφείλεται στην καταχρηστική αξιοποίηση των επιτευγµάτων της τεχνολογικής προόδου από τις µεγάλες βιοµηχανικές µονάδες µε σκοπό την αύξηση των κερδών τους, που µάλιστα επιδεινώνεται εξαιτίας του σοβαρού ελλείµµατος ουσιαστικού κρατικού ελέγχου της επιχειρηµατικής πολιτικής στο σύστηµα των παραγωγικών διαδικασιών 1. Με άλλα λόγια, αναφύονται νέες µορφές εγκληµατικής συµπεριφοράς, που συνδέονται µε την ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογικής προόδου, και απειλούν το περιβάλλον. Παρατηρείται, λοιπόν, µια ολοένα αυξανόµενη ωφελιµιστική, µε την έννοια του οικονοµισµού, χρήση της τεχνογνωσίας στις οικονοµικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων, προς την επίτευξη του σκοπού αυτού. Συνηθέστατοι υπόλογοι της τεχνολογικής αυτής απειλής είναι οικονοµικοί κολοσσοί συγκροτηµένοι σε νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που εκµεταλλεύονται τα εν λόγω επιτεύγµατα που στοχεύουν στην εφαρµογή προηγµένων, χαµηλού κόστος και µαζικής παραγωγικής ικανότητας µεθόδων στη βιοµηχανική διαδικασία παραγωγής προϊόντων οποιασδήποτε κατηγορίας. Μια τέτοια νοοτροπία στην επιχειρηµατική πρακτική οδηγεί σε ακόµη µεγαλύτερη εξάπλωση των ήδη απειλητικών διαστάσεων της οικολογικής καταστροφής που συντελείται στον πλανήτη και στην ανατροπή των περιβαλλοντικών όρων που θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπου 2. Από την άλλη πλευρά όµως, η οικονοµική ανάπτυξη τόσο των ιδιωτών όσο και του κράτους θα πρέπει να έχει ως όριο την αδήριτη ανάγκη να προστατευθεί όχι µόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά και η πολιτιστική κληρονοµιά και η ζωή επί του πλανήτη εν γένει. Το δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, πράγµατι, ρυθµίζει κυρίως τη λειτουργία των εργοστασίων και των εργαστηρίων 3. Ένα από τα δυσχερέστερα, εντούτοις, προβλήµατα µε το οποίο έρχεται αντιµέτωπος και καλείται να επιλύσει ο σύγχρονος ποινικός νοµοθέτης, είναι η αναγνώριση ποινικής ευθύνης σε νοµικά πρόσωπα, που σχετίζεται µε τη δραστηριότητα των σύγχρονων επιχειρήσεων, όταν µε αυτή θίγονται βασικά έννοµα αγαθά 4, όπως εν προκειµένω το περιβάλλον. Αυτό προστατεύεται µάλιστα και από το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, το οποίο εγγυάται το σεβασµό της 1 Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νοµικών Προσώπων, Νοµική βιβλιοθήκη, 2012, σελ. ΙΧ-ΧΙ 2 Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νοµικών Προσώπων, Νοµική βιβλιοθήκη, 2012, σελ. ΙΧ-ΧΙ 3 Α. Τάχος, Η προστασία περιβάλλοντος ως πρόβληµα νοµοθετικό και διοικητικό, 1983, σελ. 11-14. 4 Π. Μπρακουµάτσος, «Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νοµικών προσώπων. Νοµοθετική αντιµετώπιση των αξιοποίνων προσβολών του περιβάλλοντος που εκδηλώνονται από τις δραστηριότητες των νοµικών προσώπων», ΠοινΔικ2000, σελ. 1251επ. 6
ιδιωτικής ζωής καθενός και συνακόλουθα το δικαίωµα καθενός να ζει σε ένα ασφαλές και υγιές περιβάλλον 5. Πάντως η αναγνώριση ποινικής ευθύνης σε νοµικά πρόσωπα συγκρούεται µε τα δογµατικά θεµέλια του παραδοσιακού ποινικού δικαίου, και κυρίως µε την αρχή του καταλογισµού σε ενοχή, ιδίως όταν πρόκειται για αξιόποινες πράξεις που τελούνται στο πλαίσιο της επιχειρηµατικής δραστηριότητας των νοµικών προσώπων 6. Ο Έλληνας νοµοθέτης δεν καθιέρωσε την ποινική ευθύνη των νοµικών προσώπων, όπως συνέβη σε άλλες έννοµες τάξεις (Αγγλία, Αµερική, Γαλλία, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία), αλλά προσπάθησε να ελέγξει ποινικά τη δράση τους καθιερώνοντας την ποινική ευθύνη των εκπροσώπων αυτών 7. Τέτοια ευθύνη προβλέπεται και δια µέσω του άρθρου 28 5 Ν. 1650/1986 (όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 7 4 του Ν. 4042/2012), η οποία είναι και το αντικείµενο µελέτης της παρούσας εργασίας, που στόχο έχει να εντοπίσει τις δογµατικές δυσχέρειες που συνεπάγεται η εφαρµογή της διάταξης αυτής, και να προτείνει λύσεις για τον υπερκερασµό τους, κάτι που επιβάλλεται τη στιγµή που επιτάσσεται σε κάθε περίπτωση ο ρυπαίνων να πληρώνει 8. 5 EΔΔΑ, 19-02/1998, Guerra κλπ κατά Ιταλίας, Προστασία περιβάλλοντος και δικαίωµα πληροφόρησης του κοινού Οδηγία 82/501/ΕΟΚ, ΕΕΕΔ 1999, σελ. 423: Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η παράλειψη των αρµόδιων αρχών να παράσχουν στον ενδιαφερόµενο πληθυσµό πληροφορίες για τη λειτουργία βιοµηχανίας «υψηλού κινδύνου» που προκαλεί σοβαρή ατµοσφαιρική ρύπανση και ενέχει πιθανότητα ατυχηµάτων, δεν παραβιάζει το άρθρο 10 ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης), αλλά το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, ο οποίο εγγυάται το σεβασµό της ιδιωτικής ζωής καθενός και συνακόλουθα το δικαίωµα καθενός να ζει σε ένα ασφαλές και υγιές περιβάλλον. 6 Α. Παπανεοφύτου, Ποινική Ευθύνη Νοµικών Προσώπων, Νοµική βιβλιοθήκη, 2012, σελ. ΧΙ 7 Π. Μπρακουµάτσος, «Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νοµικών προσώπων. Νοµοθετική αντιµετώπιση των αξιοποίνων προσβολών του περιβάλλοντος που εκδηλώνονται από τις δραστηριότητες των νοµικών προσώπων», ΠοινΔικ2000, σελ. 1251επ. 8 Άρθρο 191 2 ΣΛΕΕ 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία απαρτίζεται από 4µέρη: το πρώτο αφορά τα βασικά δογµατικά προβλήµατα των εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη, όπως το κριτήριο τέλεσης εγκληµάτων µε ενέργεια, παράλειψη ή σύνθετη συµπεριφορά, οι λόγοι που η παράλειψη ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, η διάκριση σε εγκλήµατα γνήσιας και µη γνήσιας παράλειψης, οι προϋποθέσεις τέλεσής τους αλλά και η προβληµατική των συλλογικών οντοτήτων ως φορέων ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης. Στο δεύτερο µέρος εξετάζεται η ποινική ευθύνη προσώπων που κατέχουν ιθύνουσα θέση σε συλλογικές οντότητες, δεδοµένου ότι ο Έλληνας νοµοθέτης δεν καθιέρωσε την ποινική ευθύνη νοµικών προσώπων, αλλά επέλεξε να ρυθµίσει ποινικά τη δραστηριότητα αυτών δια µέσω της θεσπίσεως ευθύνης στο πρόσωπο του προϊσταµένου ή του εκπροσώπου του νοµικού προσώπου. Τέτοια ευθύνη, λοιπόν, εκτός από το ά. 28 5 Ν. 1650/1986, ιδίως όπως ισχύει µετά την τροποποίησή του από το άρθρο 7 Ν. 4042/2012, εντοπίζεται και στο ά.137β περ.δ ΠΚ (ευθύνη ιεραρχικά ανωτέρων στο Στρατό και την Αστυνοµία για τέλεση βασανιστηρίων από υφισταµένους τους), στο ά. 235 4 ΠΚ (ευθύνη διευθυντών επιχείρησης ή προσώπων που έχουν εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχειρήσεις, όταν πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους τελέσει πράξη δωροδοκίας), στο ά. 28 ΚΔΠΔ (ευθύνη ιεραρχικά ανωτέρων για εγκλήµατα υπαγόµενα στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που τελέσθηκαν από ιεραρχικά κατώτερους), στο ά. 67 Ν. 4174/2014 (ευθύνη συγκεκριµένων επιχειρησιακών στελεχών ανάλογα µε τη νοµική µορφή οργάνωσης της επιχείρησης για παραβιάσεις φορολογικών υποχρεώσεων του νοµικού προσώπου), στο ά. 25 2 Ν. 1882/1990 (ευθύνη διευθυντικών στελεχών επιχείρησης για µη καταβολή χρεών της στο Δηµόσιο), στο ά. 51 Ν. 3691/2008 (ευθύνη διευθυντικών στελεχών νοµικού προσώπου για αξιόποινες πράξεις νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες), και στο ά. 7 Ν. 2803/2000 (ευθύνη διευθυντών επιχειρήσεων για αδικήµατα κατά των οικονοµικών συµφερόντων της ΕΕ - ά. 7 Ν. 2803/2000. Στο τρίτο µέρος εξετάζεται ειδικότερα η ευθύνη των διευθυνόντων νοµικά πρόσωπα για εγκλήµατα κατά του περιβάλλοντος, (ά. 28 5 Ν. 1650/1986), όπου αφού αναλύεται η ευρωπαϊκή προέλευση της σηµερινής µορφής της εν λόγω διάταξης - η οποία τροποποιήθηκε µε το άρθρο 7 Ν. 4042/2012, µε τα άρθρα 2 εως 9 της Ενότητας Α του οποίου εναρµονίστηκε το εθνικό δίκαιο προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 17ης Νοεµβρίου 2008 «σχετικά µε την προστασία του περιβάλλοντος µέσω του ποινικού δικαίου»- 8
και αφού εξετάζεται το προστατευόµενο έννοµο αγαθό και αναλύονται τα άρθρα 7 1 και 7 2 Ν. 4042/2012, εξετάζονται οι προϋποθέσεις µε τις οποίες συντρέχει στο πρόσωπο του διευθύνοντος ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση, αλλά και η τιµώρησή του ως αυτουργού. Ταυτόχρονα, παρατίθεται αλλά και σχολιάζεται σχετική νοµολογία σε κάθε ένα από αυτά τα σηµεία. Τέλος, στο τέταρτο µέρος λαµβάνει χώρα µια κριτική επισκόπηση όσων έχουν προεκτεθεί στα προηγούµενα τρία µέρη, και διατυπώνονται συµπεράσµατα και προτάσεις προς άρση των δογµατικών δυσχερειών που αναφύονται. 9
Μέρος Πρώτο: Βασικά δογµατικά προβλήµατα των εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη 1. Κριτήριο τέλεσης εγκληµάτων µε ενέργεια, παράλειψη ή σύνθετη συµπεριφορά Εγκλήµατα κίνησης είναι εκείνα που στην τυποποίησή τους περιγράφεται µια αυτοκυβερνούµενη µυϊκή κίνηση, η οποία αιτιακά προκαλεί (ως αιτιακή ενέργεια) το αποτέλεσµα που πραγµατώνει την αντικειµενική υπόσταση. Εγκλήµατα γνήσιας παράλειψης είναι εκείνα που η αντικειµενική τους υπόσταση, όπως τυποποιείται στον ποινικό νόµο, περιλαµβάνει ως τρόπο τέλεσης όχι κίνηση, αλλά αδράνεια (παράλειψη), η οποία λειτουργεί ως αιτιακή συνθήκη στην πρόκληση του αποτελέσµατος της βλάβης ή της διακινδύνευσης του εννόµου αγαθού. Εγκλήµατα µικτά (κίνησης και παράλειψης) είναι εκείνα που στην αντικειµενική τους υπόσταση, όπως τυποποείται στον ποινικό νόµο, ο τρόπος τέλεσης αναφέρεται διαζευκτικά είτε σαν κίνηση είτε σαν παράλειψη ή αθροιστικά περιλαµβάνει και κίνηση και παράλειψη. Εγκλήµατα µη γνήσιας παράλειψης είναι εκείνα στα οποία ο τρόπος τέλεσής τους περιγράφεται στην αντικειµενική υπόσταση, όπως τυποποιείται στον ποινικό νόµο, µε λέξεις που είτε µπορούν να ταιριάξουν και σε παράλειψη, οπότε θα ανήκαν στην κατηγορία των µη γνήσιων µικτών εγκληµάτων κίνησης και παράλειψης είτε ταιριάζουν µόνο σε κίνηση, οπότε θα ανήκαν στην κατηγορία των γνήσιων εγκληµάτων κίνησης. Έχουν όµως αποσπαστεί από τις κατηγορίες αυτές που κανονικά θα ανήκαν, ανάλογα µε την περίπτωση, γιατί έχουν αποτέλεσµα µε τη στενή, τεχνική του όρου έννοια 9. Το κριτήριο τέλεσης των εγκληµάτων µε ενέργεια, παράλειψη ή σύνθετη συµπεριφορά αναζητείται στην ίδια την παραβατική συµπεριφορά: Πράξη θα υπάρχει όταν η µυϊκή κίνηση είναι εκείνη που παράγει τον κίνδυνο που οδηγεί στη βλάβη του εννόµου αγαθού, ενώ παράλειψη όταν αυτός οφείλεται σε µυϊκή αδράνεια 10. Έχει επίσης υποστηριχθεί 11 ότι αυτό µπορεί να αναζητηθεί και στο κριτήριο του κανόνα επιµέλειας που παραβιάζεται, δηλαδή όταν πρόκειται για απαγορευτικό πρωτεύοντα κανόνα (π.χ. Ου φονεύσεις ), τότε ο κανόνας αυτός παραβιάζεται µε τη θετική συµπεριφορά εκείνου που θανατώνει άλλον, συνεπώς το έγκληµα τελείται µε ενέργεια. Ενώ, όταν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα (π.χ. Βοήθει τον πλησίον σου ),τότε ο κανόνας παραβιάζεται µε παράλειψη εκείνου που δεν παρέχει βοήθεια σε άλλον κινδυνεύοντα και έτσι το έγκληµα τελείται µε παράλειψη. Ένα τέτοιο, όµως, κριτήριο κρίνεται εν πολλοίς 9 Μ. Καϊάφα - Γκµπάντι σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 353-354. 10 Σ. Τοπάλη/Χ.Χοβαρδά σε: Κ. Γώγος, Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Λ. Παπαδοπούλου, Κ. Φουντεδάκη, (Επιµ.), Η ιατρική ευθύνη στην πράξη, Νοµολογιακές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας, Νοµική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 13. 11 Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 153. 10
προβληµατικό 12. Ο προσδιορισµός του ειδικότερου χαρακτήρα της πράξης διατηρεί εξαιρετική σηµασία, από τη στιγµή που τα µη γνήσια εγκλήµατα παράλειψης, τιµωρούνται µόνο εφόσον ο παραλείψας είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση 13 να παρεµποδίσει την επέλευση του εγκληµατικού αποτελέσµατος, (όπως ορίζεται στο άρθρο 15 ΠΚ) 14. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις, στις οποίες κανείς περιέρχεται σε απορία σε σχέση µε το είδος της προκείµενης συµπεριφοράς: είναι αυτή η πράξη (ενέργεια) ή παράλειψη; Όταν, για παράδειγµα, ένας οδηγός οδηγεί το αυτοκίνητό του στο αριστερό ρεύµα του δρόµου, δεν παραλείπει να το οδηγήσει στο δεξιό; Όταν «το σκάει» ύστερα από ένα τροχαίο δυστύχηµα που προκάλεσε, δεν παραλείπει να µείνει επί τόπου; Στις περιπτώσεις αυτές έχουµε πράξη ή παράλειψη; Η απάντηση είναι σύνθετη συµπεριφορά: πράξη η οποία φέρει αναγκαία και νόηµα παράλειψης, παράλειψη η οποία φέρεται αναγκαία από µία δεδοµένη ενέργεια. Και αυτό συµβαίνει κάθε φορά που κάποιος συµπεριφέρεται παίρνοντας θέση πάνω σε ένα σύνθετο δίληµµα, σε αντίθεση µε το απλό δίληµµα (να το πράξω αυτό ή να µην το πράξω;), επί του οποίου παίρνει κανείς θέση µε µια απλή (όχι σύνθετη) συµπεριφορά, είτε πράττοντας είτε παραλείποντας. Το δε σύνθετο δίληµµα αφορά στην επιλογή ανάµεσα σε δύο πόλους συµπεριφοράς (να πατήσω το φρένο ή γκάζι;) αν δεν κάνω το ένα θα κάνω το άλλο. Το απλό δίληµµα αφορά σε µια ορισµένη ενέργεια και άρνησή της (να ρίξω το σωσίβιο ή να µην το ρίξω;). Αν, δε, επιλέξω να µην προχωρήσω στην ενέργεια, µπορεί να κάνω οτιδήποτε άλλο και τίποτε. 15 Έτσι, λοιπόν, σύνθετη συµπεριφορά16υφίσταται όταν ο δράστης θέτει σε κίνηση (µε µια εξωτερικά αµελή ενέργεια) µια αιτιώδη διαδροµή που καταλήγει στο αποτέλεσµα, στη συνέχεια δε, και πριν την επέλευση του αποτελέσµατος, παραλείπει να το αποτρέψει, ή µε την παράλειψή του, επιτείνει τον κίνδυνο 17. Όπως προειπώθηκε, η διευκρίνιση του ζητήµατος εάν έχουµε έγκληµα ενέργειας ή έγκληµα παράλειψης έχει πρακτική σηµασία. Συγκεκριµένα, εαν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για µη-γνήσιο έγκληµα παράλειψης, η κατάφαση της ποινικής ευθύνης προϋποθέτει ιδιαίτερη νοµική 12 Σ. Τοπάλη/Χ.Χοβαρδά σε: Κ. Γώγος, Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Λ. Παπαδοπούλου, Κ. Φουντεδάκη, (Επιµ.), Η ιατρική ευθύνη στην πράξη, Νοµολογιακές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας, Νοµική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 13. 13 Βλέπε παρακάτω, σχετικό κεφάλαιο 14 Σ. Τοπάλη/Χ. Χοβαρδά σε: Κ. Γώγος, Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Λ. Παπαδοπούλου, Κ. Φουντεδάκη, (Επιµ.), Η ιατρική ευθύνη στην πράξη, Νοµολογιακές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας, Νοµική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 13. 15 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 164. 16 Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 373 επ. 17 Σ. Τοπάλη/Χ. Χοβαρδά σε: Κ. Γώγος, Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Λ. Παπαδοπούλου, Κ. Φουντεδάκη, (Επιµ.), Η ιατρική ευθύνη στην πράξη, Νοµολογιακές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας, Νοµική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 13. 11
υποχρέωση του δράστη. Αντίθετα εάν έχουµε έγκληµα ενέργειας, η πλήρωση της οικείας αντικειµενικής υπόστασης είναι δεδοµένη. Εαν η παράλειψη εµφανίζεται ως συνέχεια της θετικής ενέργειας, έχουµε δηλαδή αλληλουχία στοιχείων ενέργειας και στοιχείων παράλειψης, τότε έχουµε έγκληµα ενέργειας, εκτός αν η θετική ενέργεια 18 δεν ήταν άδικη ή ήταν άδικη αλλά όχι και καταλογιστή σε ενοχή του δράστη ή µπορεί να αποδοθεί µόνο σε αµέλεια ενώ η επακολουθήσασα παράλειψη ήταν δόλια. Στην περίπτωση της σύνθετης συµπεριφοράς όπου στην ίδια συµπεριφορά έχουν συνδυασµένα στοιχεία ή πλευρές ενέργειας και παράλειψης, ο δράστης - εφόσον πράττει εκ προθέσεως- τελεί έγκληµα ενέργειας. Η ίδια λύση θα πρέπει να δοθεί και στα εγκλήµατα εξ αµελείας, αφού εκεί η πλευρά της παράλειψης αποτελεί ουσιαστικά πάντοτε το σφάλµα της ενέργειας, που µας οδηγεί σε αµελή συµπεριφορά 19. 2. Πότε η παράλειψη ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο Σύµφωνα µε το άρθρο 14 2 ΠΚ Στις διατάξεις των ποινικών νόµων ο όρος πράξη περιλαµβάνει και τις παραλείψεις 20. Από αυτή τη διατύπωση συνάγεται ότι υπάρχουν παραλείψεις που έχουν ισοδύναµο κοινωνικό νόηµα µε τις πράξεις. Χρειάζεται όµως να καταβάλλεται κάθε φορά περισσή προσοχή, µε δεδοµένο ότι ενώ η κίνηση είναι ένα θετικό µέγεθος που τη συλλαµβάνουµε εµπειρικά, η παράλειψη µπορεί να κατασκευαστεί κυριολεκτικά από το τίποτα, 18 Αξιοσηµείωτη σ αυτό το σηµείο είναι η άποψη του Ν. Μπιτζιλέκη, σύµφωνα µε την οποία εάν µεταξύ µιας παράλειψης και ενός αποτελέσµατος παρεµβάλλεται µια θετική ενέργεια τρίτου, τότε η παράλειψη αποκτά το χαρακτήρα µιας εξαρτηµένης βοηθητικής συµπεριφοράς. Και αυτό γιατί βάσει του στοιχείου της κυριαρχίας στη πράξη η θετική ενέργεια είναι εκείνη που κυριαρχεί στην αιτιώδη διαδροµή, επεµβαίνοντας σ αυτήν και διαµορφώνοντάς την, ενώ αντίθετα η παράλειψη αφήνει την πρώτη να επιφέρει το αποτέλεσµα. Η παράλειψη χάνει εδώ την αυτονοµία της, στο βαθµό που αυτός που επεµβαίνει µε θετική ενέργεια καθορίζει τόσο το αν θα υπάρξει η παράλειψη, όσο και το στάδιο στο οποίο θα περιοριστεί η ευθύνη του παραλείποντα (απόπειρα ή ολοκληρωµένο έγκληµα). Αν δηλαδή λείπει η θετική πράξη, λείπει τότε και η παράλειψη. Στην άποψη αυτή αντιτίθεται η Μ. Καϊάφα-Γκµπάντι, σύµφωνα µε την οποία η παράλειψη λειτουργεί µεν πάντα ως αιτιακή συνθήκη, που επιτρέπει σε άλλους όρους, δηλαδή σε φυσικά γεγονότα ή ενέργειες τρίτων, να επιφέρουν το αποτέλεσµα, ωστόσο αυτό δεν την υποβιβάζει εξ ορισµού σε ρόλο βοηθητικό, γιατί διαφορετικά κανείς δεν θα µπορούσε να τη συλλάβει ως αυτουργική πράξη Η παράλειψη µπορεί να διατηρεί κάποτε ισοδύναµη προς την ενέργεια διάσταση στην πρόκληση του αποτελέσµατος παρά την παρεµβολή της τελευταίας στην αιτιώδη διαδροµή. Και καταλήγει στο ότι η παράλειψη µπορεί να διατηρεί τον αυτουργικό της χαρακτήρα, αρκεί το περιεχόµενο της ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης να αποτελεί στην κρινόµενη κάθε φορά περίπτωση και η παρεµπόδιση προσβλητικών ενεργειών τρίτων προσώπων, που στρέφονται κατά του εννόµου αγαθού, όπως αυτό χαρακτηριστικά συµβαίνει µε την υποχρέωση των γονιών για την προστασία της ζωής του παιδιού τους και να υπάρχει δυνατότητα ενέργειας του παραλείποντος, που θα µπορούσε να αποτρέψει αυτοτελώς το αποτέλεσµα, όσο διαρκεί η ενέργεια του τρίτου. Αν δεν συµβαίενι είτε το ένα είτε το άλλο, τότε η παράλειψη µόνο ω βοηθητική συµπεριφορά θα µπορούσε να κριθεί, γιατί στερείται τα χαρακτηριστικά ενός συγκυρίαρχου ρόλου στην αιτιώδη διαδροµή, που την εµφανίζουν ως ισοδύναµο προς την ενέργεια µέγεθος. Βλ. αναλυτικά: Υπερ.1997, σελ. 401 19 Λ. Κοτσαλής, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 225-227. 20 Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 153 και Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 186. 12
από το µηδέν 21. Μπορεί πράγµατι αυτή να κατασκευαστεί από το µηδέν, πλην όµως, δεν είναι δυνατό να ισούται µε µηδέν. Είναι κάτι, έχει τη δική της θετική υπόσταση. Στην αντίθετη περίπτωση θα ήταν εξάλλου εντελώς αδιανόητο να γίνεται λόγος για εγκλήµατα παράλειψης και για ποινές που επιβάλλονται για το τίποτα 22. Πράγµατι όταν αδρανώ (δεν ενεργώ), θα µπορούσα την ίδια στιγµή να κάνω πολλά άλλα πράγµατα, και δίδεται ένα άπειρο πλήθος ενδεχόµενων ενεργειών που θα µπορούσα να πράξω αλλά δεν έπραξα. Ποιά είναι όµως αυτή η ενδεχόµενη ενέργεια, που θα γεµίσει την παράλειψή µου και θα µετατρέψει το αρνητικό µέγεθος του µηδενός σε θετικό κάτι, σε κοινωνική πράξη; Προφανώς, όχι η αδράνεια αυτή καθαυτή, αλλά η παράλειψη να κάνω κάτι µπορεί µόνο να εξισωθεί µε την ενέργεια και να αποτελέσει κοινωνική πράξη. Παράλειψη στο ποινικό δίκαιο υπάρχει όχι όταν δεν κάνω τίποτα, αλλά όταν δεν κάνω µια συγκεκριµένη µυϊκή ενέργεια 23. Η παράλειψη ως έλλειψη (απουσία) µιας φυσικά δυνατής πράξης δεν είναι συµπεριφορά που ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, αφού η έλλειψη αυτή δεν βρίσκεται αναγκαία σε σύνδεσµο µε τον ψυχικό κόσµο του εκάστοτε υποκειµένου, και εποµένως δεν τον εξωτερικεύει 24. Η παράλειψη δεν είναι µια απλή λογική άρνηση κάποιας πράξης (non-a), αλλά µια πραγµατική ανυπαρξία της, µια έλλειψή της στην κοινωνική πραγµατικότητα 25. Παράλειψη δεν µπορεί να είναι οποιαδήποτε αδράνεια ή απραξία του ανθρώπινου σώµατος, έστω και συνειδητή, αλλά µόνο εκείνη η αδράνεια που έχει κάποιο κοινωνικό νόηµα, εκείνη δηλαδή που εµφανίζεται στο κοινωνικό περιβάλλον ως αποχή από ορισµένη, δηλαδή από κοινωνικώς προσδοκώµενη ενέργεια. Από όλες τις καταστάσεις αδράνειας του ανθρώπου, ως παράλειψη νοείται µόνο εκείνη που υπάρχει εν όψει κάποιας ανάγκης ενέργειας, της οποίας υπάρχει γνώση και αντικειµενική/υλική δυνατότητα ενέργειας 26. Ας υποθέσουµε για παράδειγµα, ότι µια µητέρα παραλείπει να δώσει τροφή στο νεογέννητο βρέφος της, και αυτό πεθαίνει από την έλλειψη αυτή. Σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουµε µια µυϊκή ενέργεια (κίνηση), αλλά µια µυϊκή αδράνεια που οδηγεί σε ένα φυσικό αποτέλεσµα (θάνατο του παιδιού) µε αντίστοιχο κοινωνικό νόηµα (προσβολή του εννόµου αγαθού της ανθρώπινης ζωής). Αναµφίβολα η αδράνεια αυτή µπορεί να εξισωθεί καθ όλα µε οποιαδήποτε κίνηση που 21 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 186. 22 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 160. 23 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 186. 24 Ν. Ανδρουλάκης, Η παράλειψη ως µορφή αξιόποινης συµπεριφοράς, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κοµοτηνή 1983, σελ. 62. 25 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 165. 26 Xρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 114. 13
επιφέρει το ίδιο αποτέλεσµα, και συνιστά ανθρωποκτονία 27.Πρέπει δε να σηµειωθεί, ότι η παράλειψη αυτή, ως στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης, δεν είναι παράλειψη οποιασδήποτε πράξης, δεν ταυτίζεται µε την αδράνεια, αλλά είναι παράλειψη της συγκεκριµένης, επιβεβληµένης και ενδεδειγµένης ενέργειας(να δώσει τροφή στο παιδί), της αναγκαίας προς αποτροπή του αποτελέσµατος, εκείνης δηλαδή που θα µπορούσε να αποτρέψει το αποτέλεσµα 28. Βέβαια, όπως στα εγκλήµατα κίνησης, έτσι και στην αξιόποινη παράλειψη-πράξη, η αφετηρία της, δηλαδή η ως άνω αναφερόµενη αδράνεια, πρέπει να είναι αυτοκυβερνούµενη (εκούσια). Ως εκ τούτου αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της παράλειψης είναι να υπάρχει αντικειµενικά η δυνατότητα δράσης 29. Παράλειψη των αδυνάτων, παράλειψη χωρίς δυνατότητα ενέργειας, είναι αδιανότητη 30. Επιπρόσθετα, η παράλειψη (όπως και η πράξη) ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο µόνο όταν επιτρέπει να επέλθει µια µεταβολή στον εξωτερικό κόσµο που η αναµενόµενη µυϊκή ενέργεια θα µπορούσε να αποτρέψει (φυσικό αποτέλεσµα). Τέλος, κρίσιµο είναι το επερχόµενο αποτέλεσµα να έχει κοινωνικό νόηµα, να αφορά ένα ή περισσότερα άλλα άτοµα (κοινωνικό αποτέλεσµα). Όπως δηλαδή µέσα από το άπειρο πλήθος των µυϊκών κινήσεων που κάνουµε καθηµερινά, ορισµένες µόνο ξεχωρίζουν και αποτελούν πράξεις, εξαιτίας ακριβώς του κοινωνικού τους νοήµατος, έτσι και µέσα από το άπειρο πλήθος των παραλείψεων ενδεχόµενων ενεργειών µας ξεχωρίζουν οι παραλείψεις κάποιας ενέργειας, οι παραλείψεις δηλαδή µε κοινωνικό νόηµα, που ανάγονται σε (κοινωνικές) πράξεις (14 2ΠΚ). Κοινωνικό νόηµα έχει µια αδράνεια όταν κοινωνικά αναµένεται στη θέση της συγκεκριµένη κίνηση, όταν δηλαδή πρόκειται για παράλειψη κοινωνικά αναµενόµενης κίνησης. Και φυσικά κοινωνικά αναµενόµενη είναι η µυϊκή ενέργεια όταν ο παραλείπων έχει αντίληψη των αξιώσεων που προβάλλει η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αναµεµιγµένος 31. Απαιτείται, µε άλλα λόγια, ο παραλείπων να τελεί εν γνώσει όσων συµβαίνουν, να έχει αντίληψη των αξιώσεων που προβάλλει η κατάσταση αυτή 32. Θα πρέπει συνεπώς να διαπιστώνονται κάποια αντικειµενικά δεδοµένα, των οποίων η ύπαρξη στηρίζει την παραδοχή µιας κατά κανόνα - όπως µε τη σωµατική κίνηση προς έτερον 27 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 186, και Ν. Ανδρουλάκης, Η παράλειψη ως µορφή αξιόποινης συµπεριφοράς, 1983, σελ. 16 επ. 28 Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 369. 29 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 187. 30 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 161. 31 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 187. 32 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 162. 14
στην περιοχή της πράξης - εξωτερίκευσης του ψυχικού κόσµου του δράστη. Τέτοια αντικειµενικά δεδοµένα είναι: α) η βίωση µιας κατάστασης, το κοινωνικό νόηµα της οποίας προκαλεί σε αντίληψη-γνώση και περαιτέρω σε ενέργεια (τα δυστυχήµατα λ.χ. ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία καταστάσεων), και β) µια πρόκληση σε ενέργεια (πηγάζουσα από τη βίωση της προαναφερθείσας κατάστασης) χαρακτηριζόµενη από ετερονοµία και δραστικότητα. Το πρώτο σηµαίνει ότι η παρώθηση για πράξη δεν αποτελεί απλή εσωτερική υπόθεση του υποκειµένου που µπορεί κατά το κέφι του να την αφήσει κατά µέρος ή να την αγνοήσει. Το δεύτερο ότι η εν λόγω παρώθηση είναι κατά κανόνα τέτοια, ώστε αν δεν παρεµβληθεί µια αντίθετη ψυχική τάση, οδηγεί κατά µόνας σε τέλεση της οικείας πράξης 33. Συνοψίζοντας, η παράλειψη ως µέγεθος του ποινικού δικαίου συνίσταται σε 34: Α) Ανάσχεση µιας µυϊκής ενέργειας της οποίας η πραγµάτωση είναι αντικειµενικά εφικτή (αδράνεια). Β) Η ανάσχεση αυτή επιτρέπει την επέλευση ενός αποτελέσµατος, µε την ευρεία έννοια του όρου, στον εξωτερικό κόσµο (φυσικό αποτέλεσµα). Γ) Η µυϊκή ενέργεια είναι κοινωνικά αναµενόµενη καθώς η µη τέλεσή της επιτρέπει την προσβολή έννοµων αγαθών άλλων προσώπων (κοινωνικό αποτέλεσµα). 3. Λόγοι τιµώρησης εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη Η δέσµευση κάθε κοινωνού για αποχή από ενέργειες πρόκλησης βλαβών στα αγαθά των άλλων αποτελεί τη σηµαντικότερη συνθήκη για να ευδοκιµήσει η συµβίωση των ανθρώπων σε οργανωµένους κοινωνικούς σχηµατισµούς. Έτσι, το πρώτο που αναµένεται από όλα τα πρόσωπα που εντάσσονται σε έναν τέτοιο µηχανισµό είναι να απέχουν, κατά την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, από ενέργειες που βλάπτουν αγαθά των άλλων (αρxή της µη πρόκλησης βλάβης σε αγαθά άλλων). Πάνω και πέρα από την παραπάνω συνεισφορά, αναµένεται επίσης από τα µέλη κάθε κοινωνικού σχηµατισµού να επιδίδονται και σε απευθείας (χωρίς παρέµβαση δηλαδή κάποιου συλλογικού µηχανισµού) ωφέλιµες ενέργειες υπέρ των αγαθών άλλων κοινωνιών, ιδίως σε περιπτώσεις που η άµεση αυτή προστασία δεν µπορεί να παρασχεθεί από τους συλλογικούς 33 Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 163. 34 Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 188. 15
µηχανισµούς, στους οποίους προσήκει καταρχήν αυτός ο ρόλος (αρχή της ανάπτυξης άµεσα ωφέλιµης δράσης υπέρ των αγαθών άλλων). Δυο ακόµη αρχές που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση και έρχονται να συµπληρώσουν τα προηγούµενα, είναι η αρχή της συνεισφοράς στη λειτουργία µηχανισµών παροχής συλλογικής προστασίας και η αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών αλλά και της ιδιωτικής αυτονοµίας, στα πλαίσια των οποίων οι υποχρεώσεις που γεννιούνται είναι καταρχήν προϊόν της ελεύθερης βούλησης των κοινωνών, έστω και αν προσλαµβάνουν και αυτές τελικά τα χαρακτηριστικά της ετερονοµίας. Με άλλα λόγια, δεν νοείται από άποψη ορθολογικής δόµησης οργανωµένος κοινωνικός σχηµατισµός, ο οποίος να µην ενσωµατώνει στους βασικούς κανόνες συγκρότησης και λειτουργίας του, ήδη σε εξωδικαιϊκό επίπεδο (κοινωνική ηθική, χρηστά ήθη, συναλλακτικές πρακτικές), ως συµπληρωµατικά στοιχεία και επιταγές ωφέλιµων ενεργειών υπέρ των αγαθών των άλλων, είτε µε τη µορφή της συνεισφοράς στη λειτουργία µηχανισµών παροχής συλλογικής προστασίας είτε µε τη µορφή της ανάπτυξης άµεσα προστατευτικής δράσης 35. Στο ερώτηµα εάν υφίστανται επαρκή ουσιαστικά ερείσµατα για τη θέσπιση δικαιϊκών υποχρεώσεων ανάπτυξης ωφέλιµης δράσης υπέρ των αγαθών άλλων και για την ποινικοποίηση των αντίστοιχων παραλείψεων, παρατίθεται η ακόλουθη άποψη: το δίκαιο, ως κανονιστικό σύστηµα εξαναγκαστικής ρύθµισης της συµβίωσης σε κρατικά οργανωµένους κοινωνικούς σχηµατισµούς, νοµιµοποιείται, υιοθετώντας και υλοποιώντας τις κοινωνικές οργανωτικές αρχές τόσο της µη πρόκλησης βλάβης σε αγαθά άλλων όσο και της ανάπτυξης ωφέλιµης δράσης υπέρ των αγαθών αυτών, όχι µόνο να απαγγέλλει απαγορεύσεις βλαπτικών ενεργειών, αλλά και να επιτάσσει ωφέλιµες ενέργειες υπέρ των αγαθών άλλων κοινωνών. Αναφορικά δε µε την πλαισίωση των επιταγών ωφέλιµων ενεργειών µε ποινικές κυρώσεις, αυτή χρήζει κάθε φορά µιας ακόµη πιο ενδελεχούς κριτικής εξέτασης, σε σύγκριση µε τις απαγορεύσεις βλαπτικών ενεργειών, υπό το φως των αρχών της αναγκαιότητας (ultima ratio) και της αναλογικότητας αδίκου-ποινής36υπό στενή έννοια 37. Στο ερώτηµα αν είναι επιτρεπτή η απαξιολογική εξίσωση παραλείψεων και ενεργειών µέσω της υπαγωγής τους στο ίδιο πλαίσιο απειλούµενης ποινής, πρέπει να πούµε ότι στις περιπτώσεις εννόµων αγαθών, η εµπειρική όψη των οποίων δεν σχετίζεται µε συγκεκριµένο υλικό 35 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717. 36 Για την αρχή της αναλογικότητας, βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατοµικά και Κοινωνικά Δικαιώµατα, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 90-95 37 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717. 16
αντικείµενο, και των οποίων η προσβολή, κατ επέκταση, δεν προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα τη µεταβολή κάποιου υλικού αντικειµένου, η απαξιολογική εξίσωση ενεργειών και παραλείψεων δεν προσκρούει κατ ανάγκη σε κάποιο σοβαρό εµπόδιο. Στις περιπτώσεις όµως εννόµων αγαθών, η εµπειρική όψη των οποίων σχετίζεται άµεσα µε συγκεκριµένο υλικό αντικείµενο (πχ ζωή, σωµατική ακεραιότητα, ιδιοκτησία, περιβάλλον), και η βλάβη των οποίων προϋποθέτει, ως εκ τούτου, τη µεταβολή ενός υλικού αντικειµένου (πχ παύση λειτουργιών ανθρωπίνου σώµατος, λύση συνοχής δέρµατος, αλλοίωση ύλης πράγµατος, αλλαγή ιδιοσυστασίας εδάφους), η απαξιολογική εξίσωση ενεργειών και παραλείψεων είναι καταρχήν προβληµατική, γιατί οι παραλείψεις, αν και κοινωνικά υπαρκτά µεγέθη που µπορούν να συνιστούν παράβαση κοινωνικοηθικών και δικαιϊκών επιτακτικών κανόνων, να επισύρουν δικαιολογηµένα (κοινωνική και) δικαιϊκή αποδοκιµασία και ενίοτε να προσβάλλουν και άµεσα ορισµένα έννοµα αγαθά, µε την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, δεν µπορούν, αυτές καθαυτές, να µεταβάλλουν φυσιοκρατικά την ύλη αντικειµένων (εγγενές έλλειµµα φυσιοκρατικού συνδέσµου µεταξύ παραλείψεων και µεταβολών υλικών αντικειµένων). Με άλλα λόγια, όταν η βλάβη ενός εννόµου αγαθού περνά κατ αναγκη - λόγω της φύσης του εννόµου αγαθού - µέσα από τη µεταβολή ενός υλικού αντικειµένου, τότε η δυνατότητα απαξιολογικής εξίσωσης ενεργειών που προκαλούν τη µεταβολή και παραλείψεων κλονίζεται ισχυρά. Το φυσιοκρατικό έλλειµµα των παραλείψεων δεν επηρεάζει βέβαια τη δυνατότητα του νοµοθέτη να θεσπίζει, καταρχήν, εντός των ορίων που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, επιταγές παροχής προστασίας και για τα αγαθά που εξατοµικεύονται σε συγκεκριµένα υλικά αντικείµενα, προβλέποντας, αντίστοιχα, ποινικές κυρώσεις για όποιον δεν ανταποκρίνεται στις σχετικές επιταγές. Για τη δικαιοπολιτική και δικαιοκρατική νοµιµοποίηση της εξίσωσης απαιτείται, ωστόσο, η αντιστάθµιση του ελλείποντος φυσιοκρατικού συνδέσµου µε κάποιο άλλο ισοβαρές (από άποψη απαξιολογικής δυναµικής) κριτήριο. Το ρόλο αυτό καλείται να τον επιτελέσει το κριτήριο της ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης, που εισάγεται µε το άρθρο 15ΠΚ ως προϋπόθεση της ποινικής απαξιολογικής εξίσωσης ενεργειών και παραλείψεων 38. 4. Διάκριση Εγκληµάτων Παράλειψης Η ποινική δογµατική στο χώρο των εγκληµάτων παράλειψης έρχεται αντιµέτωπη µε δυο βασικά προβλήµατα: αφενός αυτό της τυπικής (υπό το πρίσµα των αρχών τηςlex scripta και lex 38 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717. 17
certa) και αφετέρου µε αυτό της ουσιαστικής νοµιµοποίησης (υπό το πρίσµα της αρχής της αναλογικότητας µεταξύ αδίκου και ποινής) της ποινικής ευθύνης για παραλείψεις. Η µέθοδος που κατά την οριοθέτηση των κατηγοριών γνήσιο και µη γνήσιο έγκληµα παράλειψης δίνει έµφαση στο κριτήριο της ρητής νοµοθετικής τυποποίησης µιας παράλειψης, βοηθά λειτουργικά πιο πολύ στην ανάδειξη των προβληµάτων τυπικής νοµιµοποίησης. Αντίθετα, η µέθοδος εκείνη που δίνει έµφαση στην τελική απαξιολογική εξίσωση µιας παράλειψης αποτροπής µε µια ενέργεια πρόκλησης ορισµένου αποτελέσµατος, συµβάλλει δηµιουργικότερα στην ανάδειξη των προβληµάτων ουσιαστικής νοµιµοποίησης. Μια λειτουργική νοηµατοδότηση των κατηγοριών γνήσιο και µη γνήσιο έγκληµα παράλειψης οφείλει να αναδεικνύει, κατά την οριοθέτηση των σχετικών κατηγοριών, εκείνα κυρίως τα προβλήµατα που συνδέονται µε την τυπική (υπό το πρίσµα των αρχών της lex scripta και lex certa) νοµιµοποίηση του αξιοποίνου. Τα προβλήµατα που συνδέονται µε την ουσιαστική νοµιµοποίηση της ποινικής απαξιολογικής εξίσωσης των παραλείψεων µε ενέργειες, ενόψει της επέλευσης ορισµένου αποτελέσµατος, δεν υπολείπονται βέβαια σε σπουδαιότητα, µπορούν όµως να αναδεικνύονται εξίσου αποτελεσµατικά και µέσω παραπέρα υποδιαιρέσεων της κατηγορίας των γνήσιων εγκληµάτων παράλειψης. Με βάση την παραπάνω µεθοδολογική επιλογή, και λαµβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη όσα έγινα δεκτά αναφορικά µε την έννοια του όρου αποτέλεσµα κατά το άρθρο 15 ΠΚ και τη χρήση του κριτηρίου της ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης ως ουσιαστικού νοµιµοποιητικού ερείσµατος για την ποινική απαξιολογική εξίσωση παραλείψεων και ενεργειών, ορθότερη προβάλλει η νοηµατοδότηση των συζητούµενων κατηγοριών µε τον εξής τρόπο 39: i. Εγκλήµατα γνήσιας παράλειψης Γνήσια εγκλήµατα παράλειψης που αντιστοιχούν απαξιολογικά σε εγκλήµατα ενέργειας (πχ άρθρα 224 2, 225, 226, 256, 259, 306 1περ.2η, 312περ.β, 334 1, 386 1 και 390 ΠΚ, άρθρα 17 και 18 Ν. 2523/1997, άρθρο 6 Ν. 3213/2003) ειναι τα εγκλήµατα εκείνα το αξιόποινο των οποίων στηρίζεται σε διατάξεις που περιγράφουν ως δυνατό τρόπο πραγµάτωσης του εγκλήµατος, ρητά, ή έστω, µε επαρκή σαφήνεια, και παραλείψεις, εξισώνοντας αυτές απαξιολογικά (µε 39 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717. 18
κριτήριο το απειλούµενο πλαίσιο ποινής) µε ενέργειες 40. Για την ένταξη σε αυτήν την κατηγορία είναι αδιάφορο αν η νοµοτυπική περιγραφή των εγκληµάτων περιλαµβάνει παράλληλα και κάποιο αποτέλεσµα, µε την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ. Ακόµη και όταν περιλαµβάνεται τέτοιο αποτέλεσµα, η θεµελίωση του αξιοποίνου τους δεν προϋποθέτει καταρχήν τη συνεφαρµογή του άρθρου 15ΠΚ,αλλά γίνεται αποκλειστικά µε βάση τη διάταξη που τα τυποποιεί. Στα εγκλήµατα αυτά, πάντως, όταν τούτα έχουν και αποτέλεσµα µε την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, είναι αναγκαίο να διερευνάται -στο πλαίσιο της συνταγµατικής επιλογής της αναλογικότητας- αν η διάταξη που τα τυποποιεί περιλαµβάνει στοιχεία που µπορούν που να µπορούν να στοιχειοθετήσουν µια ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση του παραλείποντα κατά την έννοια του άρθρου 15ΠΚ και να δικαιολογήσουν έτσι τη νοµοθετική απαξιολογική εξίσωση. Διαφορετικά, ο δικαστής οφείλει να προβαίνει σε µια τελολογική συστολή του πεδίου εφαρµογής της διάταξης που τα τυποποιεί, εφαρµόζοντας αναλογικά το άρθρο 15 ΠΚ και συµπληρώνοντας ερµηνευτικά τα αναγκαία στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση µιας ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ. Γνήσια εγκλήµατα παράλειψης που δεν αντιστοιχούν απαξιολογικά σε εγκλήµατα ενέργειας (πχ άρθρα 232, 288 2 και 307ΠΚ), είναι τα εγκλήµατα εκείνα το αξιόποινο των οποίων στηρίζεται σε διατάξεις που περιγράφουν ως τρόπο πραγµάτωσης του εγκλήµατος µόνο παραλείψεις, χωρίς να τις εξισώνουν (µε κριτήριο το απειλούµενο πλαίσιο ποινής) µε ενέργειες. Για την ένταξη σε αυτήν την κατηγορία είναι αδιάφορο αν η νοµοτυπική περιγραφή των εγκληµάτων περιλαµβάνει παράλληλα και κάποιο αποτέλεσµα, µε την έννοια του άρθρου 15ΠΚ. Ακόµη και όταν περιλαµβάνεται τέτοιο αποτέλεσµα, η θεµελίωση του αξιοποίνου τους δεν προϋποθέτει τη συνεφαρµογή του άρθρου 15 ΠΚ, αλλά γίνεται αποκλειστικά µε βάση τη διάταξη που τα τυποποιεί 41. ii. Εγκλήµατα µη γνήσιας παράλειψης Στα µη γνήσια εγκλήµατα παράλειψης (πχ άρθρα 299, 306 1περ.1η, 308, 381, 264, 268, 270 ΠΚ σε συνδυασµό κάθε φορά µε το άρθρο 15 ΠΚ) ή εναλλακτικά, δια παραλείψεως 40 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717, Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 351, Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 153, Κ. Βαθιώτης, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 70, Αρ. Χαραλαµπάκης, Επιτοµή Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2016, σελ.142, και Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 179-180. 41 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 721-724. 19
τελούµενα εγκλήµατα ενέργειας, εντάσσονται τα εγκλήµατα εκείνα, το αξιόποινο των οποίων στηρίζεται σε διατάξεις που περιγράφουν την επέλευση κάποιου αποτελέσµατος, µε την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ (µεταβολή υλικού αντικειµένου ή πρόκληση πράξης άλλου ανθρώπου ή µεταβολή στον εξωτερικό κόσµο άλλου ανθρώπου, διάφορου του υποκειµένου του εγκλήµατος), χωρίς να τυποποιούν παράλληλα (ρητά, ή έστω µε επαρκή σαφήνεια), και παραλείψεις ως δυνατό τρόπο παραγωγής του αποτελέσµατος 42. Η θεµελίωση του αξιοποίνου αυτών των εγκληµάτων προϋποθέτει τη συνεφαρµογή του άρθρου 15 ΠΚ και τη διαπίστωση ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης του παραλείποντα προς αποτροπή αποτελέσµατος. Διατάξεις που περιγράφουν την επέλευση κάποιου αποτελέσµατος, µε την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εξειδικεύοντας και τον τρόπο πρόκλησής του µε χρήση όρων που υποδηλώνουν αποκλειστικά ενέργεια ή ίδια σωµατική επαφή του υποκειµένου του εγκλήµατος µε το θύµα, µπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη συγκρότηση µη γνήσιου εγκλήµατος παράλειψης, µε συνεφαρµογή του άρθρου 15 ΠΚ (αυτουργική ευθύνη), µόνο σε περιορισµένο βαθµό. Διατάξεις που περιγράφουν την επέλευση κάποιου αποτελέσµατος, µε την έννοια του άρθρου 15ΠΚ, χωρίς να τυποποιούν παράλληλα (ρητά, ή έστω µε επαρκή σαφήνεια) και παραλείψεις ως δυνατό τρόπο παραγωγής του αποτελέσµατος, και χωρίς να κάνουν χρήση όρων που υποδηλώνουν αποκλειστικά ενέργεια, είναι και οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 ΠΚ που τυποποιούν τις συµµετοχικές πράξεις. Δυνάµει της εφαρµογής αυτών (σε συνδυασµό µε τις διατάξεις που τυποποιούν κάποιο έγκληµα του Ειδικού Μέρους ή ειδικού ποινικού νόµου) και της συνεφαρµογής του άρθρου 15 ΠΚ είναι δυνατή η θεµελίωση συµµετοχικής ευθύνης δια παραλείψεως για όλα τα εγκλήµατα 43. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σηµαντικό να παρατεθούν ορισµένες µόνο πληροφορίες σχετικά µε την δια παραλείψεως τέλεση εγκληµάτων, και συγκεκριµένα σχετικά µε τα «µη γνήσια εγκλήµατα παράλειψης» 44. Σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 15 ΠΚ, προϋπόθεση για την τέλεση ενός εγκλήµατος µε παράλειψη είναι η παραβίαση, από το δράστη, µιας ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης, η οποία κατατείνει στην τέλεση µίας ενέργειας προς αποτροπή του 42 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 711-717, Ε. Συµεωνίδου - Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 351, Χρ. Μυλωνόπουλος., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 153, Κ. Βαθιώτης, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Νοµική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ.70, Αρ. Χαραλαµπάκης, Επιτοµή Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2016, σελ. 143, και Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μερος [I. Θεωρία για το έγκληµα], Β έκδοση, 2006, σελ. 179-180. 43 Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της Ποινικής Ευθύνης για Παραλείψεις - Πηγές και περιεχόµενο ιδιαίτερων νοµικών υποχρεώεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, εκδ.σάκκουλα, 2014, σελ. 722-723. 44 Μ. Καϊάφα Γκµπάντι σε:. Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 354. 20
αποτελέσµατος. Πρόκειται για µια νοµική (και όχι ηθική υποχρέωση), η οποία µάλιστα πρέπει να είναι ειδική. Γι αυτό βαρύνει όχι τον οποιονδήποτε κοινωνό αλλά µόνο πρόσωπα που φέρουν ιδιαίτερες ιδιότητες ή τελούν σε σχέση εγγύτητας µε τον παθόντα 45. Με τον όρο, λοιπόν, «ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση», εννοούµε ειδική υποχρέωση που πηγάζει από ουσιαστικό νόµο (κανόνα δικαίου) ή έθιµο που ισχύει, ενώ αποκλείεται η ηθική υποχρέωση και οι γενικής φύσης (όχι δηλαδή ιδιαίτερες) νοµικές υποχρεώσεις (όπως των άρθρων 232 και 307 ΠΚ). Ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πηγάζει και από τις συµβάσεις, αφού η εκτέλεσή τους επιβάλλεται από το νόµο. Ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πηγάζει επίσης και από την de facto ανάληψη καθηκόντων / ειδικές σχέσεις κοινωνικής αβροφροσύνης, όπως η εκούσια πραγµατική ανάληψη µιας υποχρέωσης (λ.χ. φιλικής µεταφοράς κάποιου µε το αυτοκίνητο, φιλικής διδασκαλίας κολύµβησης σε ξένο παιδί) που η καλή πίστη και τα κοινωνικά ήθη εξοµοιώνουν µε νοµικές συµβάσεις. Τέλος, θεωρία και νοµολογία 46 έχουν αποδεχτεί σαν «ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση» και την υποχρέωση που πηγάζει από προηγούµενη παράβαση νοµικής διάταξης (λ.χ. της οικοδοµικής, αγορανοµικής, υγειονοµικής κλπ. νοµοθεσίας), και φυσικά και από προηγούµενη εγκληµατική ενέργεια ή επικίνδυνη πράξη/κοινότητα κινδύνου, για την εξάλειψη, µείωση ή πρόληψη των δυσµενών συνεπειών που αιτιακά δηµιουργούνται από αυτή τη συµπεριφορά 47. 5. Προϋποθέσεις Τέλεσης Εγκλήµατος µε Παράλειψη Το άρθρο 15 ΠΚ Tα µη γνήσια εγκλήµατα παραλείψεως είναι εγκλήµατα αποτελέσµατος, τα οποία κατά κανόνα µεν τελούνται µε ενέργεια, κατ εξαίρεση όµως µπορεί να τελεστούν και µε παράλειψη, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος (άρθρο 15ΠΚ) 48. Αυτό που έκανε το νοµοθέτη να διαπλάσει τα εγκλήµατα «µε παράλειψη τελούµενα» («δια παραλείψεως τελούµενα» ή «µη γνήσια εγκλήµατα παράλειψης») στο άρθρο 15 ΠΚ είναι ίσως η σκέψη ότι εφόσον το αποτέλεσµα των εγκληµάτων αυτών «αποτελέσµατος» (µε την τεχνική έννοια του όρου) µπορεί να προκληθεί και από µη ανθρώπινη ενέργεια (από µια φυσική αιτία, δηλαδή) και τούτο είναι η ουσία του «αποτελέσµατος» µε την τεχνική έννοια του όρου δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί από το χαρακτηρισµό ως εγκλήµατος η 45 Σ. Τοπάλη/ Χ. Χοβαρδά σε: Κ. Γώγος, Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Λ. Παπαδοπούλου, Κ. Φουντεδάκη, (Επιµ.), Η ιατρική ευθύνη στην πράξη, Νοµολογιακές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας, Νοµική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 28. 46 ΑΠ 562/1998, ΑΠ 678/1998, ΠοινΧρον 1999, σελ.320 και 322. 47 Μ. Καϊάφα Γκµπάντι σε:. Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 357. 48 Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 356. 21
θεληµατική ή από αµέλεια πρόκληση του αποτελέσµατος µε ανθρώπινη παράλειψη, ως αιτιακή συνθήκη τούτου, µε µόνη τη δικαιολογία ότι η περιγραφή του τρόπου τέλεσης στην αντικειµενική υπόσταση ταιριάζει µόνο σε κίνηση ή και δηµιουργεί σχετική αµφιβολία. Ώστε για να υπάρχει έγκληµα µε παράλειψη («δια παραλείψεως») τελούµενο κατά το άρθρο 15 ΠΚ θα πρέπει 49: 1. Να έχει προκληθεί ένα αποτέλεσµα (µε τη στενή, τεχνική έννοια του όρου), το οποίο ως µεταβολή του εξωτερικού κόσµου θα µπορούσε να πραγµατωθεί και µε µια εξωανθρώπινη επενέργεια, µία επενέργεια των στοιχείων της φύσης (φυσικό αποτέλεσµα) όπως λ.χ. θάνατος, σωµατική βλάβη, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, περιουσιακή βλάβη, στέρηση ελευθερίας κ.ά. που περιγράφεται στην τυποποιηµένη αντικειµενική υπόσταση κάποιου εγκλήµατος. Με άλλα λόγια, να υπάρχει νοµική πρόβλεψη για το ίδιο ακριβώς αποτέλεσµα όταν προκαλείται αιτιακά µε κίνηση. 2. Το αποτέλεσµα αυτό να έχει προκληθεί αιτιακά µε παράλειψη, η οποία όµως να µην είναι ως παράλειψη τυποποιηµένη σε αντικειµενική υπόσταση εγκλήµατος. 3. Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος ανάµεσα στην παράλειψη και στο αποτέλεσµα. Να αποτελεί δηλαδή η πρώτη «αιτιακή συνθήκη» του δεύτερου. 4. Η παράλειψη (δηλαδή η ανάσχεση µιας µυϊκής ενέργειας της οποίας η πραγµάτωση είναι αντικειµενικά εφικτή 50) να αποτελεί πράξη 51, µε την έννοια ότι όπως στα εγκλήµατα κίνησης η αφετηρία της πράξης, δηλαδή η µυϊκή κίνηση πρέπει να είναι αυτοκυβερνούµενη (εκούσια), έτσι και στην αξιόποινη παράλειψη-πράξη η αφετηρία της, δηλαδή η αδράνεια, πρέπει να είναι αυτοκυβερνούµενη (εκούσια) 52 και να έχει τόσο φυσικό όσο και κοινωνικό αποτέλεσµα 53. Πιο συγκεκριµένα, η παράλειψη να αποτελεί παράλειψη κοινωνικά αναµενόµενης µυϊκής κίνησης, που ήταν σε θέση να κάνει ο δράστης, να υπάρχει δηλαδή 49 Μ. Καϊάφα Γκµπάντι σε:. Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 355-356. 50 Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 188. 51 Μ. Καϊάφα Γκµπάντι σε:. Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 177 επ. 52 Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 187-188. 53 Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου σε: Ι. Μανωλεδάκη, Επιτοµή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, (Επιµ. Μ. Καϊάφα Γκµπάντι, Ε. Συµεωνίδου Καστανίδου), ζ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 189: Δηλαδή, η ανάσχεση αυτή να επιτρέπει την επέλευση ενός αποτελέσµατος µε την ευρεία του όρου έννοια, στον εξωτερικό κόσµο (φυσικό αποτέλεσµα), και η µυϊκή ενέργεια να είναι κοινωνικά αναµενόµενη καθώς η µη τέλεσή της επιτρέπει την προσβολή εννόµων αγαθών άλλων προσώπων (κοινωνικό αποτέλεσµα). 22