ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία στο αστικό δικονομικό δίκαιο με θέμα: Το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 650/2012 Της Ευτυχίας Αθ. Γόντη (Α.Ε.Μ.: 100610) Επιβλέπων Καθηγητής: Παρασκευάς Αρβανιτάκης Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2017
Προλογικό σημείωμα Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, ενός καινοτόμου θεσμού που εισήχθη με τον Κανονισμό (ΕΕ) 650/2012. Πρόκειται για ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό, το οποίο διευκολύνει την απόδειξη της ιδιότητας, των δικαιωμάτων και των εξουσιών που πηγάζουν από διασυνοριακές κληρονομικές διαδοχές εντός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη καθιέρωσής του προέκυψε ενόψει του ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν με διαφορετικούς τρόπους το εν λόγω ζήτημα, με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι πολίτες να συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων τους από κληρονομικές διαδοχές με διασυνοριακές επιπτώσεις. Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε η παρουσίαση των διατάξεων του προαναφερόμενου Κανονισμού που σχετίζονται με το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο, με τη σημείωση, ωστόσο, ότι λόγω του ότι ο Κανονισμός είναι σχετικά πρόσφατος δεν εντοπίζεται ακόμα σημαντική νομολογία του ΔΕΕ προς αποσαφήνιση ορισμένων ζητημάτων. Έτσι, εισαγωγικά παρουσιάζεται η πορεία προς τη θέσπιση του εν λόγω Κανονισμού και μια σύντομη επισκόπηση των σημαντικότερων ρυθμίσεών του, ενώ εν συνεχεία επιχειρείται η παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών του Κληρονομητηρίου. Κατόπιν, αναλύεται η διαδικασία έκδοσης του εν λόγω πιστοποιητικού από το στάδιο υποβολής της αίτησης έως την έκδοση σχετικής απόφασης. Τέλος, παρουσιάζονται οι δυνατότητες διόρθωσης, τροποποίησης, ανάκλησης και αναστολής ισχύος του Κληρονομητηρίου, αλλά και η άσκηση ενδίκων μέσων. * Σημείωση: Οι αναφορές σε άρθρα χωρίς ειδικότερη ένδειξη υποδηλώνουν άρθρα του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, ενώ οι όροι «Κληρονομητήριο» και «Κανονισμός» με τη χρήση κεφαλαίου πρώτου γράμματος υποδηλώνουν το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο και τον προαναφερόμενο κανονισμό αντίστοιχα. 1
Κυριότερες συντομογραφίες ΑΚ αναλ. αντίθ. ΑΠ αριθμ. Αρμ άρθρ. Βλ. ΔΕΕ εδ. ΕΕ ΕΚ ΕλλΔνη ενδεικτ. επ. ΕΠολΔ ΕφΑδ ΚΠολΔ ΝοΒ ό.π. παρ. πρβλ. ΣΕΕ ΣΕΚ σελ. ΣΕΟΚ ΣΛΕΕ στοιχ. ΣυμβΒρυξ σχ. ΤΝΠ ΧρΙδ Αστικός Κώδικας αναλυτικά αντίθετα Άρειος Πάγος αριθμός Αρμενόπουλος άρθρο βλέπε Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης εδάφιο Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ελληνική Δικαιοσύνη ενδεικτικά επόμενα Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας Εφαρμογές Αστικού Δικαίου Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Νομικό Βήμα όπως παραπάνω παράγραφος παράβλεπε Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη Ευρωπαϊκής Κοινότητας σελίδα Συνθήκη Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στοιχείο Σύμβαση Βρυξελλών σχετικά Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2
Περιεχόμενα Προλογικό σημείωμα. 1 Κυριότερες συντομογραφίες 2 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Η πορεία προς τη θέσπιση του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012. 2. Σύντομη επισκόπηση του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012. 4 8 ΙΙ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟΥ 1. Έννοια και νομοθετικός λόγος θέσπισης του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. 2. Σκοπός και πεδίο ισχύος.. 3. Δυνητικός χαρακτήρας του Ευρωπαϊκού Κληρονομητηρίου και η σχέση του προς τα εθνικά κληρονομητήρια.. ΙΙΙ. ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟΥ 1. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα 2. Πρόσωπα νομιμοποιούμενα στην υποβολή της αίτησης. 3. Περιεχόμενο της αίτησης και διαδικασία υποβολής της 4. Εξέταση της αίτησης. 14 21 23 30 35 40 43 ΙV. ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟΥ 1. Κρίση επί της αίτησης.. 2. Περιεχόμενο του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. 3. Αποτελέσματα V. ΔΙΟΡΘΩΣΗ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟΥ 1. Διόρθωση. 2. Τροποποίηση ή ανάκληση 3. Αναστολή ισχύος. 47 51 54 62 64 67 VI. ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ.. 70 Καταληκτικές σκέψεις 74 Βιβλιογραφία.. 76 3
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Η πορεία προς τη θέσπιση του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 Η έντονη διαδραστικότητα μεταξύ των κρατών της Γηραιάς Ηπείρου ανέδειξε από νωρίς την ανάγκη δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς στην οποία θα διακινούνταν ελεύθερα πρόσωπα, αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια. Η ανάγκη αυτή αποτυπώθηκε αρχικά στην ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (άρθρο 2 ΣΕΟΚ) 1, η οποία υπεγράφη το 1957 μεταξύ των κρατών μελών της Δυτικής Ευρώπης. Επόμενο ήταν από την εξέλιξη αυτή να επηρεαστεί και το δίκαιο, δεδομένου ότι η πραγμάτωση του στόχου μιας ενιαίας αγοράς απαιτεί προηγουμένως τη δημιουργία ενός κοινού νομοθετικού πλαισίου. Η προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών κρίθηκε συνεπώς απαραίτητη «στο βαθμό που απαιτείται για τη λειτουργία της κοινής αγοράς 2». Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999) 3, τα άρθρα 61 στοιχ. γ και 65 της οποίας προέβλεπαν τη θέσπιση μέτρων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, με στόχο την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στον κοινοτικό χώρο 4. Σε βραχύ χρονικό διάστημα από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ακολούθησε η έκδοση αρκετών κοινοτικών πράξεων προς τον σκοπό της εναρμόνισης του ευρωπαϊκού αστικού δικονομικού δικαίου. Σημαντικά επιτεύγματα προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσαν μεταξύ άλλων ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) 5 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές 1 Σαχπεκίδου Ρ. Ευγενία, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2013, σελ. 34-36, αριθμ. 9-10. 2 Άρθρο 3 ΣΕΟΚ. 3 Προηγήθηκε βέβαια και η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993), με την οποία η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα απέκτησε περισσότερο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και «εκφράστηκε η βούληση να μη περιοριστεί η ενοποιητική προσπάθεια στο επίπεδο ενός νομικού μορφώματος, που θα εικονίζει απλώς μια προωθημένη εκδοχή του δικαίου των διεθνών οργανισμών, αλλά να προχωρήσει στη δημιουργία μιας αυθεντικής, κοινοτικής έννομης τάξεως». Βλ. Νίκα Θ. Νικόλαο, Πρόσφατες νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό αστικό δικονομικό δίκαιο, Αρμ 2009, σελ. 1481 επ. 4 Βλ. αναλυτικά Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, Το Κληρονομητήριο, 2013, σελ. 192. 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22 ης Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθμ. L 012 της 16.01.2001, σελ. 1-23. 4
και εμπορικές υποθέσεις - ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 - αλλά και ο θεσμικός διάδοχός του, ήτοι ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 (Βρυξέλλες Ibis) 6,7. Ωστόσο, οι ανωτέρω κοινοτικές πράξεις εξαιρούσαν ρητά από το πεδίο εφαρμογής τους τις κληρονομικές σχέσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. στ του Κανονισμού 1215/2012 ορίζεται ρητά ότι «εξαιρούνται από την εφαρμογή του: στ) οι κληρονομικές σχέσεις, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων διατροφής που προκύπτουν λόγω θανάτου» 8. Στο σημείο αυτό αξίζει χαρακτηριστικά να αναφερθεί ότι το κληρονομικό δίκαιο δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης ούτε ενόψει της δημιουργίας ενός κοινού Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα, μια πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήδη από το 1989 9. Η εξαίρεση αυτή οφείλεται στο ότι ο χώρος του κληρονομικού δικαίου χαρακτηρίζεται από έντονα εθνικά στοιχεία - παρά τις κοινές αξίες μεταξύ των κρατών μελών που καθιστούν δύσκολη την υιοθέτηση ενός κοινού νομικού πλαισίου 10. Εντούτοις, δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί η αυξημένη κινητικότητα των πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διασυνοριακών υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής που έχουν υπολογιστεί ότι ξεπερνούν σε αριθμό τις 450.000 ετησίως και υπερβαίνουν σε αξία τα 120 δισ. 6 Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12 ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθμ. L 351 της 20.12.2012, σελ. 1-32. 7 Με χρονική σειρά τα βήματα προς την εναρμόνιση του ευρωπαϊκού αστικού δικονομικού δικαίου έχουν ως εξής: προηγήθηκε η Σύμβαση των Βρυξελλών της 27 ης Σεπτεμβρίου 1968, η οποία ίσχυσε καταρχάς μεταξύ των έξι αρχικών κρατών μελών και στη συνέχεια με διαδοχικές προσχωρήσεις, πρωτόκολλα και συμβάσεις επέκτεινε την ισχύ της και σε άλλα κράτη μέλη. Κατόπιν ακολούθησε ο Κανονισμός 44/2001, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1 η Μαρτίου 2002 και ουσιαστικά «κοινοτικοποίησε» τη Σύμβαση των Βρυξελλών, δηλαδή την μετασχημάτισε από μια διακρατική σύμβαση σε κοινοτικό εργαλείο. Τέλος, ακολούθησε ο Κανονισμός 1215/2012, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 10.01.2015 και αναθεώρησε τον Κανονισμό 44/2001. Βλ. αναλυτικά Παμπούκη Π. Χάρη, Διεθνής Δικαιοδοσία, Αναγνώριση και Εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές - Ο νέος αναθεωρημένος Κανονισμός 1215/2012 Βρυξέλλες (Ibis), 2014, σελ. 1 επ. 8 Πρβλ. αρθρ. 1 στοιχ. 1 ΣυμβΒρυξ και αρθρ. 1 παρ. 2, στοιχ. α του Κανονισμού 44/2001 στα οποία επίσης ορίζεται ότι οι κληρονομικές σχέσεις εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τους. 9 Σημειωτέον ότι οι εργασίες για τη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα κατέληξαν πάντως τον Οκτώβριο του 2009 στη έκδοση του Ακαδημαϊκού Σχεδίου Κοινού Πλαισίου Αναφοράς (DCFR), στο οποίο πάντως δεν συμπεριλαμβάνεται το κληρονομικό δίκαιο. Βλ. αναλυτικά Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 193 με τις εκεί παραπομπές. 10 Βλ. αναλυτικά Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Προς έναν κοινό Ευρωπαϊκό Αστικό Κώδικα: Ουτοπία ή πιθανότητα;, Αρμ 2008 (8), σελ. 1153 επ. 5
ευρώ. Η δε ανομοιομορφία που επικρατεί στις εθνικές νομοθεσίες ως προς την κληρονομική διαδοχή, τη διεθνή δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανυπερβλήτων εμποδίων στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών επί της ιδιοκτησίας τους, όταν η κληρονομική διαδοχή είχε διεθνή χαρακτήρα 11. Εξάλλου δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (άρθρ. 3 παρ. 2 ΣΕΕ και άρθρ. 67 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Η επίτευξη του στόχου αυτού θα ήταν δυσχερής χωρίς την καθιέρωση της δικαστικής συνεργασίας σε διασυνοριακές αστικές υποθέσεις και ιδίως χωρίς την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων (άρθρα 67 παρ. 4 και 81 παρ.1 ΣΛΕΕ). Προς τον σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν την εξουσία να «λαμβάνουν μέτρα, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (άρθρο 81 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λήψη νομοθετικών μέτρων στο πεδίο του διεθνούς κληρονομικού δικαίου, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Ένωσης και εξαλείφονται τα κωλύματα ως προς την διασυνοριακή άσκηση των κληρονομικών τους δικαιωμάτων 12. Ο στόχος αυτός επετεύχθη με τον Κανονισμό (ΕΕ) 650/2012, ο οποίος αποτέλεσε τον επίλογο μιας μακρόχρονης προσπάθειας εναρμόνισης των κανόνων που διέπουν τις διασυνοριακές κληρονομικές σχέσεις. Συγκεκριμένα 13 : 11 Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 194. 12 Βλ. Ποδηματά Ν. Ευαγγελία, Το Ευρωπαϊκό Κληρονομητήριο κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 650/2012, Αρμ 2014 (3), σελ 424 επ. (425, 426), όπου μάλιστα επισημαίνεται ότι από την αντιπαραβολή των άρθρων 81 παρ. 2 ΣΕΕ κατά το οποίο «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν μέτρα ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς..» και του προϊσχύσαντος άρθρου 65 ΣΕΚ, το οποίο προέβλεπε ότι «Τα μέτρα τα οποία θα ληφθούν στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις και στο μέτρο που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς..», προκύπτει η αναμφισβήτητη αρμοδιότητα της Ένωσης για τη λήψη νομοθετικής πρωτοβουλίας στον χώρο του κληρονομικού δικαίου. Κι αυτό διότι η ύπαρξη της λέξης ιδίως στο κείμενο της ΣΕΕ υποδηλώνει ότι τα ληπτέα μέτρα δεν είναι απαραίτητο να συναρτώνται πλήρως με την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Έτσι, κάμπτονται τυχόν αντιδράσεις περί της αρμοδιότητας της Ένωσης για νομοθετική επέμβαση στον χώρο του κληρονομικού δικαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα ότι μια τέτοια κοινοτική πρωτοβουλία δεν παρουσιάζει επαρκή συνάφεια ως προς την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. 13 Για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες που οδήγησαν στη θέσπιση του Κανονισμού 650/2012 βλ. αναλυτικά Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 191-199. 6
Ήδη από το 1998 στα πλαίσια του προγράμματος δράσης της Βιέννης είχε επισημανθεί η ανάγκη ρύθμισης της κληρονομικής διαδοχής διεθνούς χαρακτήρα 14. Στις 30 Νοεμβρίου 2000 το Συμβούλιο και η Επιτροπή θέσπισαν πρόγραμμα μέτρων, τα οποία προέβλεπαν μεταξύ άλλων και την κατάρτιση νομικής πράξης στον τομέα της διαθήκης και της κληρονομικής διαδοχής 15. Κατόπιν, ενόψει του προγράμματος της Χάγης για «την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση» 16, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2004 στη σύνοδό του στις Βρυξέλλες, αναδείχθηκε η ανάγκη ρύθμισης μέχρι το 2011 των θεμάτων διεθνούς κληρονομικής διαδοχής και ειδικότερα των θεμάτων που άπτονται της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου, της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων και της καθιέρωσης του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. Εν συνεχεία, ακολούθησε το πρόγραμμα της Στοκχόλμης για «μια ανοιχτή και ασφαλή Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» 17, το οποίο θεσπίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη σύνοδο του στις Βρυξέλλες στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009. Στο σημείο αυτό τονίστηκε για ακόμη μια φορά ότι η αμοιβαία αναγνώριση πρέπει να επεκταθεί σε τομείς οι οποίοι δεν καλύπτονται ακόμη από τις κοινοτικές πράξεις, αλλά είναι ουσιώδεις για την καθημερινή ζωή, όπως λ.χ. η κληρονομική διαδοχή και οι διαθήκες, λαμβανομένων βέβαια υπόψη των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, καθώς και της πολιτικής τους στον τομέα της δημόσιας τάξης και των σχετικών εθνικών παραδόσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω προσπάθειες και ιδίως τα πορίσματα της μελέτης που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Συμβολαιογράφων της Γερμανίας και δημοσιεύτηκε την 01.03.2005 στην Πράσινη Βίβλο για την κληρονομική διαδοχή και τη διαθήκη, ετάχθη με ψήφισμά του στις 16.11.2006 υπέρ της έκδοσης κοινοτικής πράξης σχετικής με θέματα κληρονομικής διαδοχής. Είχε βέβαια προηγηθεί στις 26.10.2005 και η σύμφωνη γνώμη της 14 ΕΕ C 19 23.01.1999, σελ. 1. 15 ΕΕ C 12 15.02.2001, σελ. 1. 16 ΕΕ C 53 03.03.2005, σελ. 1. 17 EE C 115 04.05.2010, σελ. 1. 7
Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 18, ενώ στις 14.10.2009 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου 19». Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε στις 13.03.2012 την ανωτέρω πρόταση, η οποία στις 07.06.2012 εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης. Την 04.07.2012 υπεγράφη το τελικό κείμενο του Κανονισμού, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 27.07.2012 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20, ως χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ορίζεται δε η 20 η μέρα από την ανωτέρω δημοσίευση. 2. Σύντομη επισκόπηση του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012. Ο ανωτέρω Κανονισμός είναι δεσμευτικός για την Ελλάδα και έχει άμεση ισχύ, ενώ σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του (84) τέθηκε σε εφαρμογή στις 17.08.2015. Εξαίρεση αποτελούν το άρθρο 77, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή ήδη από τις 16.01.2014 και τα άρθρα 79, 80 και 81, τα οποία εφαρμόζονται από την 05.07.2012. Ορθά προβλέφθηκε ότι ο Κανονισμός τίθεται σε εφαρμογή τρία χρόνια μετά από την έναρξη ισχύος του, δεδομένου ότι απαιτούνταν ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την πληροφόρηση και κατανόηση του περιεχομένου του, αλλά και για την κατάλληλη προετοιμασία των κρατών μελών ως προς την ορθή εφαρμογή του 21. Η εν λόγω κοινοτική πράξη εφαρμόζεται σε περιπτώσεις θανάτων που επέρχονται κατά ή μετά την 17η Αυγούστου 2015 και δεσμεύει όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη 18 ΕΕ C 28/03.02.2006, σελ. 1-5. 19 http://eur-lex.europa.eu/legal-content/el/txt/pdf/?uri=celex:52009pc0154&from=en 20 Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4 ης Ιουλίου 2012, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθμ. L 201 της 27.07.2012 σελ. 107-134. 21 Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 198. 8
Δανία 22, οι οποίες θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο στις διεθνείς κληρονομικές διαδοχές. Οι λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εφαρμόζουν τους εθνικούς κανόνες για την αναγνώριση και την εκτέλεση στις αποφάσεις που εκδίδονται σε αυτές τις τρεις χώρες. Αναφορικά δε με το πεδίο εφαρμογής του προαναφερόμενου Κανονισμού αξίζει να σημειωθεί συνοπτικά ότι αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα αστικά θέματα που άπτονται της κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές επιπτώσεις (άρθρ. 1 παρ. 1) 23. Δεν εφαρμόζεται όμως σε φορολογικά, τελωνειακά ή διοικητικά ζητήματα. Τομείς αστικού δικαίου, πέραν της κληρονομικής διαδοχής, όπως είναι μεταξύ άλλων οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων 24, θέματα σχετικά με την αφάνεια, δωρεές και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα δεν εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (άρθρ. 1 παρ. 2) 25. Στόχος του Κανονισμού είναι η διευκόλυνση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής 22 Προοίμιο Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, αιτιολ. αριθμ. 82 και 83. 23 Βλ. επίσης Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 9. 24 Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων θα ρυθμίζονται πλέον από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1103/2016 του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2016 «για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθμ. L 183 της 08.07.2016 σελ. 1-29. Ο ανωτέρω κανονισμός τίθεται σε εφαρμογή στις 29.01.2019. Αντίστοιχα, οι περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων θα ρυθμίζονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1104/2016 του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2016 «για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθμ. L 183 της 08.07.2016 σελ. 30-56. Σημειωτέον ότι και αυτός ο κανονισμός τίθεται σε εφαρμογή την ίδια χρονική στιγμή με τον παραπάνω. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε αμφότερους τους ανωτέρω κανονισμούς, σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συζύγων ή καταχωρισμένων συντρόφων, προκειμένου το επιλαμβανόμενο δικαστήριο να έχει μια συνολική εποπτεία της υπόθεσης, δηλαδή να εξετάσει τόσο την κληρονομική διαδοχή του προαποβιώσαντος συζύγου ή συντρόφου όσο και την εκκαθάριση της συζυγικής περιουσίας, προβλέπεται ότι: όταν δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται υπόθεσης κληρονομικής διαδοχής συζύγου ή καταχωρισμένου συντρόφου σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 650/2012, τα δικαστήρια αυτού του κράτους έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί θεμάτων περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ή καταχωρισμένων συντρόφων, τα οποία ανακύπτουν σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση κληρονομικής διαδοχής (άρθρ. 4 του Κανονισμού 1103/2016 και άρθρ. 4 του Κανονισμού 1104/2016). Βλ. αναλυτικά Πίψου Λήδα-Μαρία, Πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των διεθνών ζευγαριών, ΕΠολΔ 2015, σελ. 419 επ. 25 Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 10-14. 9
που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις 26. Παρέχει, συνεπώς, ασφάλεια δικαίου στους δικαιούχους διεθνών κληρονομικών διαδοχών, αποφεύγει την έκδοση αντικρουόμενων αποφάσεων και απλουστεύει τη διαδικασία. Κατά αυτόν τον τρόπο διευκολύνει τους δικαιούχους σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απολαύουν δικαιώματα που απορρέουν από την κληρονομική διαδοχή. Για την πραγμάτωση του στόχου αυτού ο Κανονισμός: α) Θεσπίζει κατά πρώτο λόγο κοινούς κανόνες για τη διεθνή δικαιοδοσία (Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρ. 4-19) και το εφαρμοστέο δίκαιο (Κεφάλαιο ΙΙΙ άρθ. 20-38) που διέπει τα θέματα κληρονομικής διαδοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ο θανών συνήθιζε να διαμένει κατά τον χρόνο του θανάτου του έχουν τη δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της (άρθ. 4). Στον Κανονισμό δεν προσδιορίζεται επακριβώς η έννοια της συνήθους διαμονής. Ωστόσο, στο Προοίμιο του Κανονισμού, αιτιολ. αριθμ. 23 και 24 τίθενται κατευθυντήριες αρχές για τον καθορισμό της. Έτσι, στην σκέψη υπ αριθμ. 23 προβλέπεται ότι «για να προσδιορίζει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος, καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατά αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού». Κατανοώντας, όμως, ο Ευρωπαίος νομοθέτης ότι ο καθορισμός της συνήθους διαμονής κατά τα ανωτέρω θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος σε ορισμένες περιπτώσεις, υπογραμμίζει στην σκέψη υπ αριθμ. 24 του Προοιμίου ότι εάν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του, τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομούμενος διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο 26 Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 7. 10
κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής. Συνεπώς, σε κάθε, πάντως, περίπτωση ο καθορισμός του τόπου συνήθους διαμονής κρίνεται in concreto και θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας - και μάλιστα αυτόνομης - δεδομένου ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κατευθυντήριες αρχές που έχει θέσει το ΔΕΕ 27. β) Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, στην κληρονομική διαδοχή εφαρμοστέο δίκαιο είναι κατά κανόνα το δίκαιο της χώρας στην οποία ο θανών συνήθιζε να διαμένει κατά τον χρόνο του θανάτου του (άρθ. 21 παρ 1) 28. Αυτό μπορεί να είναι το δίκαιο είτε μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε μιας τρίτης χώρας (άρθ. 20). Το εφαρμοστέο δίκαιο που προσδιορίζεται κατά τα ανωτέρω ισχύει για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής (αρχή ενότητας της κληρονομίας), ανεξάρτητα από τον τύπο των σχετικών περιουσιακών στοιχείων (κινητών ή ακινήτων) ή την χώρα εγκατάστασής τους (άρθρ. 21 παρ. 1 και 22 παρ. 1). Ο τόπος της συνήθους διαμονής αποτελεί, επομένως, βασικό σύνδεσμο τόσο για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Εντούτοις, η εφαρμογή του δικαίου της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου δεν είναι απαρέγκλιτη. Ειδικότερα: i) στο άρθρ. 21 παρ. 2 εισάγεται η λεγόμενη ρήτρα εξαιρέσεως ή διαφυγής, η οποία υιοθετεί έναν ευέλικτο μηχανισμό για την εύρεση του καταλληλότερου εφαρμοστέου δικαίου. 27 Βλ. αναλυτικά Παμπούκη Π. Χάρη, Κληρονομικό Διεθνές Δίκαιο, Κατ άρθρον ερμηνεία του Κανονισμού ΕΕ 650/2012, 2016, σελ. 107. 28 Ο Κανονισμός 650/2012 εισάγει ένα διαφορετικό σύνδεσμο για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου σε σχέση με αυτόν που προβλέπει το άρθρ. 28 ΑΚ. Ειδικότερα επιλέγεται το δίκαιο της συνήθους διαμονής του θανόντος για τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων και όχι το δίκαιο της ιθαγένειας. Επιχείρημα υπέρ της επιλογής αυτής αποτελεί το γεγονός ότι κατά κανόνα ο κληρονομούμενος, οι κληρονόμοι, οι κληροδόχοι, οι δανειστές της κληρονομίας και το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας βρίσκονται κατά κανόνα στον τόπο της συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου και όχι στον τόπο της ιθαγένειάς του. Με τον τρόπο αυτό προωθείται η κινητικότητα, επιτυγχάνεται η ομαλότερη ενσωμάτωση των πολιτών σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της ιθαγένειάς τους και διασφαλίζεται ότι το δικαστήριο της κληρονομίας, ήτοι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του θανόντος, θα εφαρμόσει επί της κληρονομικής διαδοχής το δικό του ουσιαστικό δίκαιο (σύμπτωση της lex fori με την lex causae). Βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη Γεωργίου-Αλεξάνδρου, Το νέο εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις σύμφωνα με τον Κανονισμό «Ρώμη IV», Αρμ 2013 (4), σελ. 703 επ. (704). Βέβαια είχαν διατυπωθεί προβληματισμοί αναφορικά με τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου βάσει της συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα forum shopping, υπό την έννοια ότι παρείχε στον κληρονομούμενο τη δυνατότητα να εγκατασταθεί σε ένα κράτος μέλος τα τελευταία προ του θανάτου του έτη με στόχο την εφαρμογή του δικαίου του κράτους αυτού στην κληρονομική του διαδοχή και τον αποκλεισμό λ.χ. των νόμιμων μεριδούχων. Εντούτοις, η πρόβλεψη του άρθρ. 21 παρ. 2 περί της ρήτρας διαφυγής κρίνεται αρκετή για την αποτροπή τέτοιων μεθοδεύσεων. Για τον εν λόγω προβληματισμό βλ. Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 203-204. 11
Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, το δίκαιο της συνήθους διαμονής που υποδεικνύεται από τον βασικό κανόνα του άρθρ. 21 παρ. 1 δεν θα εφαρμόζεται, εφόσον προκύπτει από το σύνολο των πραγματικών περιστατικών ότι ο θανών είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του στενότερους δεσμούς με άλλο κράτος 29. Η ρήτρα διαφυγής κατορθώνει, συνεπώς, να εξισορροπήσει την αντιπαράθεση ανάμεσα στην συνήθη διαμονή και στην ιθαγένεια ως επιλέξιμων συνδέσμων για τον καθορισμού του δικαίου που θα διέπει την κληρονομική διαδοχή 30. ii) Σε κάθε πάντως περίπτωση, ένα πρόσωπο μπορεί πριν από το θάνατό του να επιλέξει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής του ή κατά το χρόνο του θανάτου του (αντί του δικαίου του τόπου συνήθους διαμονής του). Η επιλογή αυτή είτε δηλώνεται ρητά στη διάταξη τελευταίας βούλησης του θανόντος είτε συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης (άρθρ. 22). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κληρονομούμενος μπορεί να επιλέξει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ακόμη κι αν δεν είναι Ευρωπαίος πολίτης, υπό την προϋπόθεση βέβαια της θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Έτσι, π.χ. Ρώσος πολίτης με συνήθη διαμονή στην Ελλάδα μπορεί να επιλέξει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο της ιθαγένειάς του, οπότε τα ελληνικά δικαστήρια θα αποφανθούν επί της κληρονομικής διαδοχής του βάσει του ρωσικού δικαίου 31. Εάν πάντως ο θανών επέλεξε ως εφαρμοστέο δίκαιο κατά τα ανωτέρω το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εμπλεκόμενα στην κληρονομική διαδοχή μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους θα έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής και όχι τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου συνήθιζε να διαμένει ο θανών (άρθρ. 5). Προβλέπεται, δηλαδή, ότι η επιλογή ενός εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να επηρεάσει τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας. Το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει ενδεικτικά: τον καθορισμό των δικαιούχων και της αντίστοιχης κληρονομικής μερίδας τους την κληρονομική ικανότητα τις εξουσίες 29 Βλ. αναλ. Παμπούκης Π. Χάρης, ό.π., σημ. 27, σελ. 199. 30 Βασιλακάκης Ευάγγελος, Το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή κατά τον Κανονισμό 650/2012 (Ρώμη IV), Αρμ 2014 (3), σελ. 377 επ. (380). 31 Είναι προφανές ότι στις ανωτέρω περιπτώσεις εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής και της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου εκ μέρους του διαθέτη κάμπτεται η σύμπτωση νομοθετικής και δικαιοδοτικής αρμοδιότητας (forum και ius), υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου που έχει διεθνή δικαιοδοσία καλείται να εφαρμόσει διαφορετικό δίκαιο από αυτό της τελευταίας συνήθους διαμονής του. Βλ. αναλ. Βασιλακάκης Ευάγγελος, ό.π., σημ. 30, σελ. 379. 12
των κληρονόμων, των εκτελεστών διαθηκών και των λοιπών διαχειριστών της περιουσίας την ευθύνη που απορρέει από τα χρέη της κληρονομίας τη διανομή της κληρονομίας (άρθρ. 23). Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι με την θέσπιση κοινών κανόνων καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου επιτυγχάνεται η ελάχιστη αναγκαία δικαιϊκή σύγκλιση στο πεδίο των κληρονομικών σχέσεων, εξομαλύνοντας τις ανομοιομορφίες των εκάστοτε εθνικών ουσιαστικών ρυθμίσεων κληρονομικού δικαίου, αλλά και των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με ανώδυνο σχετικά τρόπο, ήτοι χωρίς δραστικές επεμβάσεις στον ευαίσθητο εθνικά και ιστορικά χώρο του κληρονομικού δικαίου 32. γ) Παράλληλα, ο Κανονισμός θέτει κανόνες για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κεφάλαιο IV, άρθρα 39 58) και την αποδοχή και την εκτέλεση των επίσημων νομικών εγγράφων (Κεφάλαιο V, άρθρα 59-61). Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι η εφαρμογή ενός ενιαίου δικαίου από μια ενιαία αρχή στη διεθνή κληρονομική διαδοχή συμβάλλει στην αποφυγή διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών, ενδεχομένως με αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις. Επίσης, διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να απαιτείται καμία ειδική διαδικασία (άρθρ. 39). Οι αποφάσεις που είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου έχουν εκδοθεί, καθίστανται εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές από το αρμόδιο τοπικά δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου μέρους (άρθρ. 43). Όλες οι ανωτέρω ρυθμίσεις έθεσαν την κατάλληλη βάση για την κατάστρωση ενός νέου ευρωπαϊκού θεσμού, του Ευρωπαϊκού Κληρονομητηρίου, το οποίο διευκολύνει τους κληρονόμους, τους κληροδόχους, τους εκτελεστές διαθήκης και τους διαχειριστές της κληρονομιαίας περιουσίας να αποδεικνύουν ευχερώς την ιδιότητα ή/και να ασκούν τα δικαιώματα και τις εξουσίες τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα χαρακτηριστικά του θεσμού αυτού παρουσιάζονται αναλυτικά παρακάτω. 32 Ποδηματά Ν. Ευαγγελία, ό.π., σελ. 427. 13
ΙΙ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟΥ 1. Έννοια και νομοθετικός λόγος θέσπισης του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου Στο Κεφάλαιο VI (άρθρα 62 έως 73) του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 προβλέπεται η καθιέρωση του Eυρωπαϊκού Kληρονομητηρίου. To τελευταίο αποτελεί έναν νέο ευρωπαϊκό θεσμό 33 και ειδικότερα ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό, το οποίο εκδίδεται από ένα κράτος μέλος επί διασυνοριακής διαδοχής, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος από τον αναγραφόμενο σε αυτό κληρονόμο, κληροδόχο, εκτελεστή διαθήκης ή διαχειριστή κληρονομιαίας περιουσίας 34. Ως προς τη νομική του φύση, αποτελεί ένα sui generis αποδεικτικό μέσο του κληρονομικού δικαιώματος, το οποίο αναπτύσσει άμεσα και κατά ενιαίο τρόπο τα οριζόμενα στο άρθρο 69 του ανωτέρω Κανονισμού αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη, δίχως όμως να αποτελεί αυτοδικαίως εκτελεστό τίτλο 35. Βάση για την κατάστρωσή του αποτέλεσε το γερμανικό κληρονομητήριο, με αποτέλεσμα το το σχετικό ευρωπαϊκό πιστοποιητικό να μην παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις από το ελληνικό (άρθρ. 1956-1965 ΑΚ και 819-824 ΚΠολΔ), το οποίο επίσης βασίστηκε στο γερμανικό πρότυπο 36. O στόχος του Ευρωπαϊκού Κληρονομητηρίου είναι διπλός: αφενός να διευκολύνει τους κληρονόμους, κληροδόχους, εκτελεστές διαθήκης ή διαχειριστές της κληρονομίας στην ευχερή απόδειξη της ιδιότητας και των δικαιωμάτων τους σε άλλο κράτος μέλος 37 και αφετέρου η προστασία των καλόπιστων τρίτων που συναλλάσσονται με κάποιο από τα προαναφερόμενα και αναγραφόμενα στο Κληρονομητήριο πρόσωπα 38. 33 Σημειωτέον ότι με την Σύμβαση της Χάγης της 02.10.1973 επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η θέσπιση ενός διεθνούς πιστοποιητικού για την απόδειξη του προσώπου και των εξουσιών του διαχειριστή της κληρονομίας επί διεθνών κληρονομικών διαδοχών. Ωστόσο η Σύμβαση αυτή δεν έτυχε ιδιαίτερης απήχησης, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην παράλειψη εναρμόνισης των κανόνων συγκρούσεως των κρατών μελών αναφορικά με το εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο. Βλ. Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 200 Andrea Bonomi et Patrick Wautelet, Le droit européen des successions, Commentaire du Règlement n o 650/2012 du 4 juillet 2012, 2013, σελ. 702-703, αριθμ. 3. 34 Για τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα Βλ. παρακάτω υπό ΙΙΙ 2, σελ. 35. 35 Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 71. 36 Ποδηματά Ν. Ευαγγελία, ό.π., σελ. 430. 37 Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 67. 38 Προοίμιο, αιτιολ. αριθμ. 71. 14
Είναι γεγονός ότι ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της διασυνοριακής χρήσης των αντίστοιχων εθνικών εργαλείων κάθε κράτους μέλους. Κι αυτό διότι αν και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη απαντούν ρυθμίσεις σχετικές με την πιστοποίηση της κληρονομικής ιδιότητας, αυτές παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους 39. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επικαλούμενοι την κληρονομική ιδιότητα που διεκδικούσαν περιουσιακά στοιχεία στην αλλοδαπή να αναγκάζονται να προσφεύγουν στη συνδρομή των δικηγόρων, δικαστηρίων και δημοσίων αρχών της εκάστοτε πολιτείας ύπαρξης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, με αναπόφευκτη συνέπεια την αύξηση του οικονομικού και χρονικού κόστους, αλλά και την πρόκληση σημαντικής προσωπικής ταλαιπωρίας. Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων που υιοθετούνται από τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη ως προς τη νομιμοποίηση των προσώπων που επικαλούνται την ιδιότητα του κληρονόμου, αλλά και της προστασίας των καλόπιστων τρίτων, εντοπίζονται κυρίως στα εξής σημεία: α) στους αρμόδιους για την έκδοση των σχετικών εγγράφων φορείς, β) στο επίπεδο ελέγχου της σχετικής δήλωσης του αιτούντος το κληρονομητήριο ή παραπλήσιο έγγραφο στο οποίο προβαίνει ο αρμόδιος για την έκδοσή του φορέας και γ) στις λειτουργίες που αυτό επιτελεί 40. Αξίζει συνοπτικά να αναφερθεί: α) ως προς τους αρμόδιους για την έκδοση των κληρονομητηρίων ή άλλων σχετικών εγγράφων φορείς: Στις περισσότερες έννομες τάξεις υιοθετείται ο θεσμός του κληρονομητηρίου (ή άλλος παραπλήσιος θεσμός), το οποίο εκδίδεται από το δικαστήριο της κληρονομίας, δημιουργώντας τεκμήριο για το κληρονομικό δικαίωμα του κατονομαζόμενου σε αυτό προσώπου, αλλά και για τη μη ύπαρξη άλλων περιοριστικών του εν λόγω δικαιώματος διατάξεων πλην των αναγραφομένων οι δε καλόπιστοι τρίτοι που συναλλάσσονται με τα αναγραφόμενα στο κληρονομητήριο πρόσωπα προστατεύονται. Ο θεσμός αυτός συναντάται στην Ελλάδα 41, Γερμανία 42, Ελβετία, Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γαλλία (στην Αλσατία και στη 39 Οι διαφορές αυτές συνήθως αντανακλούν τις αποκλίσεις του ουσιαστικού κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος. Βλ. Ποδηματά Ν. Ευαγγελία, ό.π., σελ. 429. 40 Βλ. αναλυτικά για τις παρακάτω αναφερόμενες διαφορές (υπό ά έως γ) Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 199-200 Παμπούκη Π. Χάρη, Κληρονομικό Διεθνές Δίκαιο (-Σταματιάδης Δ.), Κατ άρθρον ερμηνεία του Κανονισμού ΕΕ 650/2012, 2016, 565-569. 41 Άρθρ. 1956 1966 ΑΚ και 819-824 ΚΠολΔ. 42 Πρόκειται για το γερμανικό «Erbschein», βλ. σχ. 2353 επ. γερμακ (BGB). 15
Λωρραίνη), Ιταλία (σε ορισμένες επαρχίες, όπως στο Νότιο Τυρόλο, Trento, Gorizia και σε ορισμένα τμήματα των επαρχιών Belluno και Udine). Εντούτοις, ορισμένες νομοθεσίες απαιτούν την έκδοση δικαστικής απόφασης για την παράδοση της κληρονομίας στους κληρονόμους (Αυστρία 43, με διάφορες παραλλαγές και η Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία). Αντί του δικαστικού πιστοποιητικού ή της δικαστικής απόφασης, σε άλλες έννομες τάξεις η ιδιότητα του κληρονόμου αποδεικνύεται με ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου (Γαλλία 44, Ολλανδία 45, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ιταλία 46, Ισπανία 47 ), ενώ σε άλλα δικαιϊκά συστήματα απαιτείται απογραφή της κληρονομίας για την απόδειξη της κληρονομικής ιδιότητας (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία). Όσον αφορά δε τις χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου (Αγγλία, Ιρλανδία αλλά και Κύπρος) απαιτείται εκκαθάριση της κληρονομίας, η οποία διενεργείται όχι από τους κληρονόμους, αλλά από έναν προσωπικό εκπρόσωπο διοριζόμενο με δικαστική διάταξη, τον διαχειριστή (administrator) ή εκτελεστή της διαθήκης (executor). Tέλος, στη Μάλτα αποδεικνύεται η κληρονομική ιδιότητα μόνο μέσω της σχετικής έρευνας στο μητρώο κληρονομιών. β) Όπως προαναφέρθηκε, οι διαφορές ως προς την απόδειξη της κληρονομικής ιδιότητας μεταξύ των κρατών δεν εντοπίζονται μόνο στα νομικά εργαλεία που αυτά χρησιμοποιούν ή στους αρμόδιους για την έκδοσή τους φορείς, αλλά επεκτείνονται και στο επίπεδο ελέγχου του προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού που αυτοί οι φορείς πραγματοποιούν. Έτσι, σε ορισμένες έννομες τάξεις, όπως είναι η ελληνική, υιοθετείται το ανακριτικό σύστημα αναφορικά με την έρευνα των προϋποθέσεων χορήγησης του κληρονομητηρίου 48. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1959 εδ. α ΑΚ 49 «ο 43 Βλ. σχ. 799 ABGB. 44 Τέτοιο συμβολαιογραφικό έγγραφο αποτελεί και το γαλλικό «acte de notoriété», για τη σύνταξη του οποίου συμπράττουν δύο μάρτυρες. 45 Πρόκειται για το ολλανδικό «verklaring van erfrecht». Βλ. αναλ. Andrea Bonomi et Patrick Wautelet, ό.π., σελ. 706, αριθμ. 9. 46 Στην ιταλική συναλλακτική πρακτική τέτοιο έγγραφο αποτελεί το «atto di notorietà», το οποίο εκδίδεται επίσης από συμβολαιογράφο με τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων δύο μαρτύρων. 47 Πρόκειται για το ισπανικό «acta de notoriedad». 48 Γεωργιάδης Απ., Κληρονομικό Δίκαιο, 2013, σελ. 849 Μαργαρίτης Μιχαήλ - Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, 2016, σελ. 1392 Ψούνη Δ. Νίκη, Κληρονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 745. Βλ. επίσης σχ. ΕφΑθ 2182/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΜΠρΑθ 1011/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΜΠρΚεφ 146/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 16
ειρηνοδίκης έχει δικαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο για να εξακριβώσει τις δηλώσεις εκείνου που ζητεί το κληρονομητήριο και ιδίως να διατάξει να δημοσιευθεί η αίτηση, καθορίζοντας και τον τρόπο δημοσίευσής της». Σύμφωνα δε με το άρθρο 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία εκδόσεως κληρονομητηρίου, «το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο Έλληνας νομοθέτης υιοθετεί ρητώς ως προς τη διαδικασία έκδοσης κληρονομητηρίου το σύστημα της αυτεπάγγελτης ενέργειας του ειρηνοδίκη ως προς τη συλλογή αποδείξεων (ανακριτικό σύστημα), σε αρμονία μάλιστα με τα γενικώς ισχύοντα στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 744 ΚΠολΔ). Έτσι, ο ειρηνοδίκης διατάσσει την παροχή του κληρονομητηρίου μόνο εφόσον, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα προς εξακρίβωση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση του αιτούντος το κληρονομητήριο, κρίνει, χωρίς να δεσμεύεται από τις περί απόδειξης κοινές δικονομικές διατάξεις, ότι αποδεικνύονται πλήρως τα γεγονότα που θεμελιώνουν το αξιούμενο κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος. Αν αντιθέτως ύστερα από παρόμοια έρευνα, το δικαστήριο κρίνει ότι τα γεγονότα που θεμελιώνουν το αξιούμενο δικαίωμα δεν αποδεικνύονται πλήρως ή, ότι με βάση τα αποδεικνυόμενα γεγονότα το δικαίωμα αυτό είναι αμφίβολο ή ασαφές, οφείλει να αρνηθεί την παροχή του κληρονομητηρίου και να απορρίψει την αίτηση λόγω του τεκμηρίου που κατά τα άρθρα 1962 ΑΚ και 821 ΚΠολΔ, παράγεται από αυτό για το κληρονομικό δικαίωμα αυτού που κατονομάζεται ως κληρονόμος. Κι αυτό διότι στην περίπτωση που το δικαίωμα αυτό είναι ασαφές και αμφίβολο, εγκυμονεί κινδύνους όχι μόνο για τον αληθή κληρονόμο αλλά και για τους τρίτους, οι οποίοι συναλλάσσονται με αυτόν που κατονομάζεται σε αυτό ως κληρονόμος 50. Στο ίδιο πνεύμα κινείται τόσο η γερμανική έννομη τάξη, όσο και η γαλλική, αλλά και η ολλανδική, μολονότι στις δύο τελευταίες η απόδειξη της κληρονομικής ιδιότητας επιτυγχάνεται μέσω συμβολαιογραφικού εγγράφου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές ο συμβολαιογράφος είναι αυτός ο οποίος δικαιούται να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διακρίβωση της 49 Όπως το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 4055/2012. 50 ΕφΑθ 6591/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 5061/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 17
ορθότητας του υπό έκδοση εγγράφου και δεν υποχρεούται να περιοριστεί στις δηλώσεις των μαρτύρων 51. Αντιθέτως, στην ιταλική νομοθεσία ο συμβολαιογράφος στο πλαίσιο έκδοσης της «atto di notorietà» περιορίζεται μόνο στην έγγραφη επιβεβαίωση των ενόρκων δηλώσεων των μαρτύρων και στην απλή αναφορά των προσκομισθέντων εγγράφων, χωρίς να επεκτείνεται περαιτέρω στη διερεύνηση της ορθότητας του περιεχομένου τους 52. γ) Αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών εντοπίζονται, όπως προαναφέρθηκε, και ως προς τις λειτουργίες που επιτελεί το εκάστοτε υιοθετούμενο νομικό εργαλείο για την απόδειξη της κληρονομικής ιδιότητας. Ειδικότερα, στην ελληνική έννομη τάξη το κληρονομητήριο επιτελεί διπλή λειτουργία, ήτοι τόσο νομιμοποιητική όσο και αποδεικτική 53. Έτσι, με την απόκτηση του κληρονομητηρίου ο αναγραφόμενος δικαιούχος (κληρονόμος, κληροδόχος, καταπιστευματοδόχος ή εκτελεστής διαθήκης) νομιμοποιείται στη επιχείρηση κάθε συναλλαγής που αφορά την κληρονομιαία περιουσία όσο και στη διεξαγωγή (ενεργητικά και παθητικά 54 ) κάθε σχετικής δίκης. Η νομιμοποιητική λειτουργία του κληρονομητηρίου σε σχέση με το αναγραφόμενο σε αυτό πρόσωπο ενισχύεται από τη δημόσια πίστη που περιβάλλει το κληρονομητήριο σύμφωνα με τα άρθρα 1963 ΑΚ και 822 ΚΠολΔ. Όσον αφορά δε την αποδεικτική λειτουργία 55 του κληρονομητηρίου, αυτή προβλέπεται από το άρθρο 1962 ΑΚ, το οποίο εισάγει νόμιμο μαχητό 56 τεκμήριο προβλέποντας ότι «αυτός που στο κληρονομητήριο κατονομάζεται κληρονόμος 51 Σταματιάδης Δ., ό.π., σημ. 40, σελ. 568. 52 Σταματιάδης Δ., ό.π., σημ. 40, σελ. 568. 53 Γεωργιάδης Απ., ό.π., σημ. 48, σελ. 861-864 Ψούνη Δ. Νίκη, ό.π., σελ. 763. 54 Έτσι, από την έναρξη ισχύος του τεκμηρίου δύνανται λ.χ. οι δανειστές της κληρονομίας να στραφούν κατά του αναγραφόμενου στο κληρονομητήριο ως κληρονόμου. 55 Κατά την κρατούσα άποψη το κληρονομητήριο αποτελεί αποδεικτικό μέσο με αυξημένη αποδεικτική δύναμη. Βλ. σχ. Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 121 Γεωργιάδης Απ., ό.π., σημ. 48, σελ. 861 Κωνσταντάκου Αναστασία, Κληρονομητήριο, ΕφΑΔ 2008 (5), σελ. 611 επ. Σταματιάδης Δ., ό.π., σημ. 40, σελ. 568. Κατά άλλη δε άποψη συνιστά κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης. Βλ. σχ. Κιτσαρά σε Γεωργιάδη Σ. Απόστολου-Σταθόπουλου Π. Μιχάλη, Αστικός Κώδιξ (Ερμηνεία κατ άρθρο-νομολογία-βιβλιογραφία), τόμος 9 ος : Κληρονομικό Δίκαιο, 1996, άρθρο 1962 αριθμ. 6-10, σελ. 552-554. 56 Το μαχητό αυτό τεκμήριο ενεργεί erga omnes, επιδέχεται όμως ανταπόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ. Βλ. αναλ. Γεωργιάδης Απ., ό.π., σημ. 48, σελ. 859-860. 18
τεκμαίρεται ότι έχει το κληρονομικό δικαίωμα που αναφέρεται σ αυτό και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται στο κληρονομητήριο». Το άρθρο αυτό του ΑΚ συμπληρώνεται από το άρθρο 821 ΚΠολΔ, το οποίο επεκτείνει τα υποκειμενικά όρια του τεκμηρίου και υπέρ του καταπιστευματοδόχου, κληροδόχου και εκτελεστή διαθήκης, συμμορφούμενο έτσι με το άρθρο 819 ΚΠολΔ που αναγνώρισε τη δυνατότητα χορήγησης του κληρονομητηρίου και στα πρόσωπα αυτά. Σημειωτέον ότι το ανωτέρω τεκμήριο επιτελεί τόσο θετική όσο και αρνητική λειτουργία, δεδομένου ότι αποδεικνύει μεν θετικά ότι αυτός υπέρ του οποίου εκδόθηκε έχει το βεβαιούμενο σε αυτό δικαίωμα με τους περιορισμούς που τυχόν αναφέρονται σε αυτό, αρνητικά δε αποδεικνύει ότι εκτός από τους αναφερόμενους περιορισμούς δεν υπάρχουν άλλοι που θα έπρεπε κατά το νόμο να αναφέρονται 57. Ίδια νομιμοποιητική και αποδεικτική λειτουργία επιφυλάσσει στο κληρονομητήριο και η γερμανική έννομη τάξη 58, αλλά και η γαλλική ως προς το αντίστοιχο «acte de notoriété» 59. Αντίθετα, στο ιταλικό δικαϊικό σύστημα το «atto di notorietà» έχει μειωμένη αποδεικτική ισχύ, περιοριζόμενο στην πιστοποίηση των γεγονότων που έγιναν από τον συμβολαιογράφο ή έλαβαν χώρα ενώπιόν του. Πρόκειται συνεπώς για ένα δημόσιο έγγραφο απλής αποτύπωσης πραγματικών γεγονότων 60. Στις προεκτεθείσες αποκλίσεις πρέπει να προστεθούν και οι δυσχέρειες αναφορικά με την αναγνώριση και τη διακίνηση των κληρονομητηρίων ή των συναφών εγγράφων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι απουσίαζε η υιοθέτηση από το σύνολο των κρατών μελών μιας ipso jure διαδικασίας αναγνώρισης ενός αλλοδαπού κληρονομητηρίου. Η έλλειψη αυτή δεν θα μπορούσε να αναπληρωθεί μέσω της εφαρμογής των άρθρων 39 επ. του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 για την αναγνώριση των αποφάσεων άλλου κράτους μέλους ή μέσω του άρθρου 59 για τη διασυνοριακή αποδοχή δημοσίων εγγράφων. Κι αυτό διότι αντικείμενο αναγνώρισης σε άλλο κράτος μέλος αποτελούν μόνο ενέργειες παραγόμενες από το εκάστοτε εθνικό πιστοποιητικό σύμφωνα με το δίκαιο έκδοσής του (lex fori). Κατά συνέπεια, αποτελέσματα άγνωστα κατά το δίκαιο του 57 Βάρκα - Αδάμη Αλεξάνδρα, ό.π., σελ. 121-123. 58 2365 BGB. 59 Art 730-3 C.C. 60 Σταματιάδης Δ., ό.π., σημ. 40, σελ. 569. 19
κράτους έκδοσης δεν θα μπορούσαν να αναγνωριστούν στο κράτος υποδοχής, ακόμα και αν προσνέμονται σε αντίστοιχους θεσμούς του τελευταίου 61. Η παραδοχή αυτή αποτελεί γενικότερο κανόνα του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 780 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στην ελληνική έννομη τάξη για την αναγνώριση αλλοδαπών κληρονομητηρίων ελλείψει διεθνών συμβάσεων 62. Σύμφωνα λοιπόν με το προαναφερόμενο άρθρο «με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά τα ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και 2) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη». Έτσι, έχει κριθεί νομολογιακά ότι το γαλλικό «acte de notoriété» δεν ισοδυναμεί με κληρονομητήριο και κατά συνέπεια δεν παράγει τεκμήριο ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα αυτός που αξιώνει τα κληρονομικά δικαιώματα να υποχρεούται να αποδείξει τα γεγονότα που τα θεμελιώνουν 63. Το ίδιο κρίθηκε και αναφορικά με κληρονομητήριο εκδοθέν κατά το τουρκικό δίκαιο, δεδομένου ότι το τελευταίο επίσης δεν δημιουργεί τεκμήριο κληρονομικής ιδιότητας ως προς τα αναγραφόμενα σε αυτό πρόσωπα. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί τέτοιο τεκμήριο στην Ελλάδα, αφού εδώ κατά το άρθρο 780 ΚΠολΔ αναγνωρίζεται μόνο η ισχύς που το κληρονομητήριο έχει κατά το δίκαιο έκδοσής του 64. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής η διασυνοριακή κυκλοφορία των εθνικών κληρονομητηρίων (ή συναφών θεσμών) και 61 Ποδηματά Ν. Ευαγγελία, ό.π., σελ. 429. Βλ. και Προοίμιο Κανονισμού, αιτιολ. αριθμ. 71, όπου επισημαίνεται ότι το κληρονομητήριο θα πρέπει να παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη. 62 Βλ. αναλ. για το άρθρο 780 ΚΠολΔ Κεραμέα Κ.Δ./ Κονδύλη Δ.Γ./ Νίκα Ν.Θ.(-Αρβανιτάκη), Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, σελ. 1537-1540. 63 ΑΠ 192/1981, ΝοΒ 1981, σελ. 1393 επ. Βλ. σχ. και Βασιλακάκη Ευάγγελου, Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που άνηκε σε Γάλλο κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου (γνωμοδότηση), Αρμ 1997 (3), σελ. 455 επ. 64 ΕφΔωδ 369/1985, Αρμ 1986, σελ. 1081 επ. Βλ. όμως ΜπρΡοδ 472/2013, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ και ΜπρΚω 295/1988 ΕλλΔνη 1989, σελ. 646 επ., οι οποίες αναγνωρίζουν την ισχύ κληρονομητηρίου εκδοθέντος στην Τουρκία. 20
κατά συνέπεια η επιχείρηση διασυνοριακών συναλλαγών στο πλαίσιο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η σύνθετη αυτή νομική πραγματικότητα αναφορικά με την απόδειξη της κληρονομικής ιδιότητας απαιτούσε, συνεπώς, την εξεύρεση μιας αποτελεσματικότερης λύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λύση που δόθηκε με τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κληρονομητηρίου ως ενιαίου ευρωπαϊκού θεσμού 65. 2. Σκοπός και πεδίο ισχύος Ο ενωσιακός νομοθέτης ήδη από το Προοίμιο του Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 66 επισημαίνει ότι «η γρήγορη, ομαλή και αποτελεσματική διευθέτηση των διαδοχών με διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι κληρονόμοι, οι κληροδόχοι, οι εκτελεστές διαθήκης και οι διαχειριστές της κληρονομιαίας περιουσίας θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν ευχερώς την ιδιότητα ή/και τα δικαιώματα και τις εξουσίες τους σε άλλο κράτος μέλος, π.χ. στο κράτος μέλος στο οποίο υπάρχει κληρονομιαία περιουσία». Είναι προφανές, λοιπόν ότι σκοπός της καθιέρωσης του Κληρονομητηρίου είναι η διευκόλυνση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Πράγματι, μέσω της πρόβλεψης ενός ενιαίου ευρωπαϊκού πιστοποιητικού περιορίζονται οι δυσκολίες που συναντούν οι κληρονόμοι κατά την απόδειξη της ιδιότητάς τους σε αλλοδαπές δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες κ.λπ., καθώς δεν χρειάζεται πλέον να ακολουθούν τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες που προβλέπει το εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Ο σκοπός αυτός ορίζεται ρητά στο άρθρ. 63 του Κανονισμού, στην παρ. 1 του οποίου συγκεκριμενοποιείται και ο κύκλος των προσώπων 67 που δύνανται να 65 Πέρα από τη δυνατότητα να αναγνωρίζονται τα αλλοδαπά κληρονομητήρια είτε ως αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις κατά τα άρθρ. 39 επ. του Κανονισμού ΕΕ 650/2012 είτε ως αλλοδαπά δημόσια έγγραφα κατά το άρθρο 59 του τελευταίου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα διασφάλιζε την κατά ενιαίο τρόπο επέκταση των αποτελεσμάτων τους στα κράτη μέλη που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, άλλη δυνατότητα, σε θεωρητικό βέβαια επίπεδο, θα ήταν η ενοποίηση του ουσιαστικού δικαίου της κληρονομικής διαδοχής και της απόδειξης της κληρονομικής ιδιότητας. Μια τέτοια πρωτοβουλία θεωρήθηκε όμως υπερβολική ενόψει του νομοθετικού και πολιτικού πλαισίου που διέπει προς το παρόν την ΕΕ. Βλ. Σταματιάδη Δ., ό.π., σημ. 40, σελ. 573 υποσημ. 31. 66 Αιτιολ. αριθμ. 67. 67 Βλ. παρακάτω υπό ΙΙΙ 2, σελ. 35. 21