VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Μιλούκα Συγγραφέας: Ντίνος Πετράκης Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ανδρονίκη Μαστοράκη Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2018 Εκδόσεις Βακχικόν & Ντίνος Πετράκης Πίνακα Εξωφύλλου: Janice Hunter (Portrait of a man) ISBN: 978-618-5286-43-9 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 80/24 Πρώτη Έκδοση: Ιανουάριος 2018 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
1 Κ αλό βράδυ, κύριε Βασίλη» και του έριξε μια λοξή εξεταστική ματιά από πάνω μέχρι κάτω. «Καλό βράδυ, κυρία Αμαλία» κι άνοιξε την πόρτα του μικρού παντοπωλείου. Κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα αριστερά, για λίγα δεξιά και κατέβηκε το σκαλοπάτι. Ξανακοίταξε στιγμιαία αριστερά και δεξιά και πέρασε βιαστικά απέναντι, ελέγχοντας τις σκοτεινές εισόδους των πολυκατοικιών. Κατηφόρισε τα είκοσι μέτρα μέχρι την κεντρική πόρτα, έχοντας βρει μέσα στην τσέπη το κλειδί της και κρατώντας το σφιχτά ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα. Είχε τελειοποιήσει αυτή την τεχνική τους τελευταίους μήνες και μπορούσε πολύ γρήγορα, διαβάζοντας με τα δάχτυλα το μάκρος, το πάχος και τις εγκοπές, να βρίσκει ποιο κλειδί έπιανε χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει. Οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι αφότου έπεφτε το σκοτάδι, έτσι έλεγαν, κι έπρεπε να είναι λίγος ο χρόνος που βρισκόσουν έξω. Έβγαλε το κλειδί αποφασιστικά, ξεκλείδωσε, άνοιξε, μπήκε, άναψε το φως χωρίς να κοιτάξει τον διακόπτη, έκλεισε, ξανακλείδωσε δύο φορές, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά έξω. Ανέβηκε τα πρώτα σκαλιά δυο δυο, κάνοντας μια στάση στο πλάτωμα του ημιώροφου. Η νάιλον τσάντα με τα λίγα ψώνια σταμάτησε να τρίζει κι ο
4 ΝΤΙΝΟΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ Βασίλης αφουγκράστηκε την ησυχία, με το βλέμμα να παίζει από τις εξώπορτες στο κλιμακοστάσιο καθόδου προς τον λέβητα και ανόδου προς τα άλλα διαμερίσματα. Ένας ξύλινος ήχος πίσω από μια πόρτα έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά και το χέρι στην τσέπη βρήκε αμέσως το κλειδί της εξώπορτάς του. Ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο ένα ένα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μπροστά στην πόρτα σταμάτησε, κοίταξε πίσω και προς τα πάνω τη σκάλα κι έβγαλε το κλειδί. Η παλάμη του ήταν ιδρωμένη και δεν μπόρεσε να το βάλει στην κλειδαριά με την πρώτη. Όχι ρε γαμώτο, είμαι τόσο κοντά. Όχι, όχι. Η ησυχία είχε διαλυθεί από τον θόρυβο της τσάντας, το χτυποκάρδι και τον ζωηρό φόβο. Μια ακόμη ματιά πίσω του και μια τυφλή απόπειρα στόχευσης. Τίποτα. Όχι, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Μια τρίτη προσπάθεια και το κλειδί μ ένα μεταλλικό γουργουρητό μπήκε στη θέση του. Το γύρισε πέντε φορές, μπήκε γρήγορα μέσα και το ξαναγύρισε άλλες πέντε. Έμεινε εκεί, προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του. Εντάξει, όλα εντάξει, δεν ακούγεται τίποτα. Οπ, κι αυτό τι είναι; Έμεινε ακίνητος κι εστίασε. Αν είχε ουρά, θα ήταν τεντωμένη προς τα πίσω. Α, ο από πάνω είναι που σέρνει τις παντόφλες του. Σιγά σιγά ησύχασε, κρέμασε το παλτό του κι έστησε αυτί στο κενό που άφηνε η συρόμενη πόρτα που χώριζε το χολ από το σαλόνι: το μουρμουρητό από την τηλεόραση των διπλανών ήταν εκεί και στη γνωστή ένταση. Ωραία, ωραία, τι ωραία δηλαδή, μήπως ξέρω ποιοι βρίσκονται πίσω απ τα χαμόγελα και τις καλημέρες; Και τι πάει να πει πως μένουν χρόνια εδώ; Α μπα, είναι όλοι ύποπτοι. Και προπάντων αυτός ο νεαρός κι αυτή η οικογένεια μεταναστών που μπήκαν μερικούς μήνες τώρα στα δύο διαμερίσματα στον
ΜΙΛΟΥΚΑ 5 ημιώροφο. Τόσο καιρό ήταν ανοίκιαστα, πώς νοικιάστηκαν και τα δύο με δυο-τρεις μήνες διαφορά; Απομακρύνθηκε από τον τοίχο, έπιασε τη σακούλα με τα ψώνια, πήγε στην κουζίνα, έβγαλε τα μακαρόνια, τη σάλτσα ντομάτας και το μπουκάλι με το μισόκιλο κρασί. Ο περισσότερος κόσμος έτρωγε με τα κουπόνια φαγητού που αφαιρούνταν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, από τη μισθοδοσία. Τα φαγητά ήταν σε πακέτα που πουλούσαν τα κιόσκια και σε υπερκατεψυγμένες συσκευασμένες μερίδες, που πουλούσαν τα σουπερμάρκετ. Κι αυτός δεν τρεφόταν διαφορετικά, όμως εδώ και κάποιο διάστημα είχε αλλάξει λίγο. Ήταν τότε που επιβλήθηκε σε ολόκληρη την ύπαιθρο η καλλιέργεια μεταλλαγμένων που δεν έδιναν σπόρο για την άλλη χρονιά, όταν είχαν μπει στους ακάλυπτους των πόλεων και ξερίζωσαν ό,τι φυτό και δέντρο υπήρχε, τοποθετώντας στη θέση τους μόνο καλλωπιστικά. Λίγο καιρό μετά, ο Βασίλης από το μπαλκόνι του είχε δει έναν βλαστό που ξεπετάχτηκε σ ένα κενό σημείο του δικού τους ακάλυπτου, κατέβηκε και τον έβγαλε προσεκτικά, βάζοντάς τον μαζί με το χώμα σ ένα μπολάκι. Τον πότιζε και, όταν μεγάλωσε, πήρε ένα μικρό δοχείο, το γέμισε με χώμα από την αυλή και τον μεταφύτεψε. Τον έβαζε κοντά στην μπαλκονόπορτα για να τον βλέπει λίγο ο ήλιος, κρυμμένο πίσω από μια σίτα, μην τον δει κανείς και τον καρφώσει. Ήταν μια πιπεριά και, παρά το μικρό μέγεθος που κατάφερε να φτάσει, είχε βγάλει μερικές πράσινες πιπερίτσες. Είχε κρατήσει τις δύο τελευταίες και τις αποξήρανε. Οι μήνες πέρασαν και τώρα κοίταζε την τελευταία. Καθώς την έκοβε σκέφτηκε να κρατήσει τη μισή να την απολαύσει μία φορά ακόμα. Έτσι έκανε, έφτιαξε τη μακαρονάδα κι έφαγε, διαπιστώνοντας την ευχαρίστηση που του έδινε αυτή η μικρή ποσότητα ενός φυσικού λαχανικού. Τελείωσε το κρασί στο ποτήρι, σηκώθηκε κι ακούμπησε το πιάτο στον νεροχύτη, κοιτώντας από ένα μικρό άνοιγμα που
6 ΝΤΙΝΟΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ άφηνε η κουρτίνα προς τις πίσω πλευρές των απέναντι πολυκατοικιών. Έμεινε εκεί για λίγο, δεν παρατήρησε κάτι ύποπτο και πήρε το μπουκάλι και το ποτήρι πηγαίνοντας στο σαλόνι. Γύρισε πίσω για να ελέγξει ότι είχε κλείσει τα μάτια της κουζίνας, ότι είχε σφαλίσει την μπαλκονόπορτα και ότι το παράθυρο ήταν κλειστό. Άφησε το μπουκάλι με το ποτήρι στο τραπέζι και πήγε στο μπάνιο να ελέγξει τη σιδεριά στο παραθυράκι του φωταγωγού και μετά στο υπνοδωμάτιο για να δει ότι οι σύρτες της μπαλκονόπορτας ήταν στη θέση τους. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα άφησε κολλητά, με τις μύτες να ακουμπούν στο σοβατεπί. Έβγαλε το παντελόνι και το δίπλωσε κάθετα, ακουμπώντας το μετά στην πλάτη της καρέκλας, έτσι ώστε να κρέμεται χωρίς να ακουμπάει στο πάτωμα. Έβαλε τη φόρμα και τις παντόφλες. Έβγαλε το ζιβάγκο και το άφησε ανοιχτό, επίσης στην πλάτη της καρέκλας. Έβαλε το πρόχειρο πουλόβερ του σπιτιού. Γυρνώντας, κοίταξε από το ματάκι της εξώπορτας και τσέκαρε ότι το κλειδί δεν γυρνούσε άλλο. Στο σαλόνι έλεγξε τους σύρτες της μπαλκονόπορτας και ξαναγύρισε στην κουζίνα να πάρει το μπουκάλι και το ποτήρι. Πιάνοντάς τα, σκέφτηκε να ξανατσεκάρει το παράθυρο και την πόρτα, αλλά το άφησε, κοίταξε όμως άλλη μία φορά τα μάτια. Όχι, όχι, φτάνει, τέλος για σήμερα. Με εμφανή τα σημάδια της αυτολύπησης στο βλέμμα, κάθισε στην πολυθρόνα. Απέναντί του βρισκόταν μια τεράστια κυρτή τηλεόραση με μικρό προφίλ την οποία πλαισίωναν γιγάντια ηχεία. Ηχεία βρίσκονταν και δίπλα του, ακόμα και στις γωνίες ψηλά. Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα, η οποία ήταν ηχομονωμένη απ άκρη σ άκρη. Η μπαλκονόπορτα με τα τριπλά τζάμια άφηνε να περάσει μόνο ένας μικρός βόμβος, ενώ τοίχοι και ταβάνι ήταν μονωμένοι σαν στούντιο ηχογράφησης. Το πάτωμα καλυπτόταν από χοντρή μοκέτα. Ναι, σήμερα είχε μπάλα η ομάδα του έπαιζε στο κύπελλο πρωταθλητριών και η ένταση