VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Ο Δαίμονας της Μνήμης Συγγραφέας: Άγγελος Φιλύδης Επιμέλεια - Διορθώσεις: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2017 Εκδόσεις Βακχικόν & Άγγελος Φιλύδης Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Ιφιγένεια Γρατσία ISBN: 978-618-5144-99-9 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Πεζογραφία Αριθμός Σειράς: 58 Πρώτη Έκδοση: Φεβρουάριος 2017 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
I Σ τέκεσαι απέναντί μου ισχυρός, υπέροχος, λίγα μόνο μέτρα μακριά. Είσαι καλυμμένος με μαύρο σάβανο, όμως ξεχωρίζω τη φιγούρα σου μες στο σκοτάδι. Γελάς, απολαμβάνοντας την άσχημη όψη μου, τα κοκκαλιάρικα χέρια και τις δυσμορφίες μου. Γελάς και αυτό είναι το χειρότερο για εμένα, για εμένα που ζω για εσένα, που ζω με εσένα, που ζω μόνο και μόνο επειδή υπάρχεις. Εσύ, ο ένας και μοναδικός μου έρωτας. Πάντα μαζί. Αχώριστοι. Σε έχω χαράξει με ανεξίτηλο μελάνι στα μυωπικά μου μάτια, στα άκομψα χαρακτηριστικά και στα μακριά λιγδιασμένα μου μαλλιά. Όπου πάω εσύ εκεί, να επιδεικνύεις τη μορφή σου που μόνο δέος μου προκαλεί, που με ένα βλέμμα της με χώνει στο χώμα και με εξαφανίζει κάτω από τόνους μαύρης ουσίας. Με κάνεις ό,τι θέλεις. Είμαι ό,τι θέλεις. Λέω ό,τι θέλεις ή σωπαίνω όταν εσύ το προστάζεις. Σκύβω το κεφάλι όταν το ζητάς και το σηκώνω ελάχιστα, μερικές φορές. Ίσα για να δω κάτι παραπάνω από τις ατέλειωτες σειρές πελμάτων που βαδίζουν γύρω μου. «Γιατί;» Η φωνή μου είναι μικρή, λες και μιλάει κάποιος
4 ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΥΔΗΣ κοριός. Δεν έχω ιδέα αν με άκουσες. Στέκεσαι ακόμα μπροστά μου, αγέρωχος. Δεν σε βλέπω, αισθάνομαι όμως το βαρύ σου βλέμμα να χτυπάει το σώμα μου σε όλα τα σημεία που βρίσκονται μπροστά σου, απροκάλυπτα και αδύναμα. «Μίλα μου», σε ικετεύω ακόμα πιο σιωπηρά. Σηκώνω μια στιγμή το βλέμμα και έπειτα το κατεβάζω και το στυλώνω πάνω στις χαραγματιές του πατώματος. Γελάς. «Γιατί αυτό σού πρέπει». Και έχεις δίκιο. Τι ξέρω εγώ, άλλωστε; Ποιος είμαι εγώ που θα μπορούσα να σου αντισταθώ. Εσύ με κάνεις ό,τι θέλεις. Είμαι ο πηλός και εσύ μου δίνεις το σχήμα που επιθυμείς με το βλέμμα σου και με τα λόγια και τις κελεύσεις σου. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από παρανάλωμα της φλογερής σου όψης. Πάντοτε. Εγώ και εσύ. Μαζί. Έξω ακούω φωνές. Ίσως είναι τα παιδιά της γειτονιάς που τρέχουν πάνω-κάτω ή οι παρέες των εφήβων που περνούν δίπλα από την αυλή μας, κρατώντας μπύρες και τσιγάρα και συζητούν καλύπτοντας με τις φωνές τους το μουσικό χαλί που δημιουργούν τα κινητά τους. Ίσως να είναι κάποιοι γέροι που αποφάσισαν να ξαποστάσουν στο παγκάκι του πάρκου, απέναντι από την εξώπορτά μας. Ίσως και να είναι οι φωνές της μητέρας μου που πνίγονται από χίλια χέρια που σφίγγουν τον λαιμό της σαν χοντρά σκοινιά. Ίσως είναι οι παρακλητικές άναρθρες κραυγές που παγιδεύονται ανάμεσα στα δόντια της και τα ματωμένα χείλη. Ίσως και να είναι ο ήχος μιας καρέκλας που διαλύεται ή ενός βάζου που σπάζει σε κομμάτια από τη σύγκρουση με το πρόσωπο του μικρού μου αδερφού. Καθημερινότητα. Αναρωτιέμαι αν και των άλλων οι ζωές είναι έτσι ή αν απλά ο βίος μου είναι ένας και μοναδικός κύκλος που δεν έχει τίποτα κοινό με τους άλλους, που δεν τέμνει ποτέ τις γραμμές από τις ζωές των άλλων. Των άλλων.
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 5 Νομίζω πως αυτό θα ήθελα να είμαι. «Ένας άλλος». Οι λέξεις ξέφυγαν από το στόμα μου, λες και δεν έλεγχα τα χείλη μου. Κουνήθηκες αμυδρά στη γωνία όπου ήσουν κρυμμένος και τρόμαξα. Τινάχτηκα προς τα πίσω και η πλάτη μου χτύπησε στον τοίχο. Ένα σκουριασμένο καρφί μπήχτηκε στο μπράτσο μου και από το σκισμένο δέρμα έτρεξε κόκκινο υγρό, που έβαψε τα βρώμικα ρούχα μου. Νόμιζα πως θα μου ορμούσες, όμως δεν το έκανες. Άλλωστε, ελάχιστες φορές κουνιόσουν έστω και λίγο. Πάντοτε στέκεσαι απέναντι και με ελέγχεις. Τσεκάρεις την κάθε μου κίνηση και με καθοδηγείς, λες και έχεις τα σκοινιά στα χέρια σου, τις κλωστές που κινούν την ύπαρξή μου, που διατάζουν το σώμα και την ψυχή μου. Αναρωτιέμαι αν με αγαπάς. Αν όλο αυτό το αρρωστημένο πάθος για εμένα είναι έρωτας, τότε γιατί πρέπει να πονάω; Όμως, ξέρω τον λόγο. Ξέρω ποιος είμαι ή, καλύτερα, ποιος δεν είμαι. Είμαι το τίποτα, την οντότητα του οποίου έχω αφήσει στα χέρια σου για να ελέγχεις. Φέρνω την παλάμη πάνω στον δεξί μου ώμο και τον ψηλαφίζω. Το σημάδι είναι εκεί. Η στάμπα. Το διακριτικό αυτό σχήμα που σφράγισε την πορεία μου μες στον βάλτο της μιζέριας. Δεν σε γνώριζα τότε ακόμα. Δεν είχα την αμυδρή υποψία ότι κάτι τόσο τρομερό θα μπορούσε να υπάρξει. Δεν είχα ιδέα. Είναι αστείο, έτσι δεν είναι; Πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα; Εσύ, ο ένας μου έρωτας, δεν θα υπήρχες χωρίς αυτό το σημάδι και τις πολλές, πολλές πληγές που με σημάδεψαν έκτοτε. Γεννήθηκες εκείνη την ημέρα, πριν από τόσα χρόνια. Πόσα; «Δεν ξέρεις πότε ήταν;» με ρωτάς. Πόσα; Πότε ήταν; «Πριν. Παλιά. Πριν ανοίξω τα μάτια μου και γευτώ την ευτυχία».
6 ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΥΔΗΣ Ευτυχία; Τι είναι αυτό; «Δεν θα μάθεις ποτέ, δεν θα θυμηθείς ποτέ πώς είναι». Τα λόγια σου θα μπορούσαν να είναι μαχαίρια που με πλήγωναν. Όμως, δεν μπορούν να με αγγίξουν, γιατί δεν υπάρχει ούτε μία ίντσα πάνω στο σώμα μου που να μην την έχουν μαστιγώσει χτυπήματα, τρυπήσει καρφιά, διαλύσει λόγια. Αν ήμουν άνθρωπος, αν είχε μείνει πάνω μου έστω υποψία από αυτό που λένε ανθρωπιά, ίσως να μπορούσα να νιώσω πόνο ή θλίψη ή και κάτι χειρότερο. Όμως, δεν μπορώ. «Το ξέρω», μου λες. Για να ευτυχήσεις, πρέπει να βιώσεις τη μιζέρια. Και για να κλάψεις από οδύνη, πρέπει να έχεις χορέψει τον χορό της χαράς. Όμως, η ασχήμια και ο πόνος δεν θα αφήσουν ποτέ πια πάνω σου τα στίγματά τους, όταν θα έχει καθαιρεθεί κάθε υπόνοια ομορφιάς. Όταν ο κήπος της ψυχής σου θα έχει γίνει νεκροταφείο, όλα θα είναι ίδια και άραχλα. «Λοιπόν, πότε;» με ρωτάς. Ο τόνος σου είναι απαιτητικός, αν και γνωρίζεις την απάντηση. Με ξέρεις πιο καλά από όσο εγώ θα με μάθω ποτέ, επειδή εσύ είσαι το εγώ που έχασα και που ποτέ δεν θα πάρω πίσω. Πότε; Πότε ήταν; Πότε με χάραξαν; Πότε με έκαναν αυτό που είμαι; «Θυμήσου, διάολε!» αναφώνησες. Η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια μου και το κεφάλι μου βάρυνε. Έπεσα πάλι κάτω, με τα μούτρα. Χώθηκα ανάμεσα σε κομμάτια από γυαλί. Κάποιο κομμάτι έσκισε το δέρμα μου σε ένα σημείο. Δεν ένιωσα τίποτε. Είμαι ξύλο με τη μορφή ανθρώπου. Μπορείς να με κόψεις, να με σπάσεις, να με κάψεις και δεν θα νιώσω τίποτε.