ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΤΕΙ) ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η Παραοικονομία στην Ελλάδα και τρόποι αντιμετώπισης της ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ



Σχετικά έγγραφα
ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Δρ. Αικατερίνη Γριμάνη Αρχές Οικονομικής ΙΙ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ «Η

ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27) -Πηγή Eurostat -

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΜΕ ΕΤΟΣ ΒΑΣΗΣ ΤΟ 2000


Στις παρακάτω προτάσεις να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της πρότασης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Τεράστια η αύξηση της φορολογίας στους ελεύθερους επαγγελματίες

Έκθεση Ανάλυσης Φορολογικών Δαπανών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΙΟΝ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει o μαθητής

Από τον καθηγητή Γεώργιο Αγαπητό, πρώην υπηρ. Υπουργό Οικονομικών

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Οικονομικές επιπτώσεις από την αύξηση των συντελεστών ΕΦΚ στα προϊόντα καπνού και πετρελαίου

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2018 ΤΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΚΤΩ (8) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Ιούνιος 2017

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2006

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 2: Η μέτρηση του ΑΕΠ και τα προβλήματα μέτρησης. Γεώργιος Μιχαλόπουλος Τμήμα Λογιστικής-Χρηματοοικονομικής

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Θέσεις και Προτάσεις της ΕΕΝΕ για την Αποκατάσταση της Σταθερότητας και την Ανάπτυξη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος Πειραιάς,

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ


ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 4 ΣΕΛΙ ΕΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Νοέμβριος 2017

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος 2016

Η Ελληνική Οικονομία και η κρίση: Προκλήσεις και Προοπτικές

γ) την ποιοτική σύνθεση του πληθυσμού με βάση την οποία αναλαμβάνονται υποχρεώσεις δημοσίων δαπανών G.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ Ο.Ο.Σ.Α.

Μακροοικονομική. Ενότητα 2: Η μέτρηση των Βασικών Μακροοικονομικών Αγαθών. Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Σεπτέμβριος 2017

Φορολογικό Δίκαιο. Φορολογία εισοδήματος. Α. Τσουρουφλής

Έλλειµµα

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος 2015

ΑΟΘ-ΙΙ ΕΠΑΛ 15/06/2017 ΘΕΜΑ Α

Φορολογική μεταρρύθμιση: Φορολογική Διοίκηση και Κοινωνικό περιβάλλον

Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΚΩΝ, ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΚΩ ΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Αύγουστος 2017

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

Γράφημα 1. Συγκριτικά στοιχεία βασικών οικονομικών μεγεθών αλλοδαπών συνδεόμενων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που ελέγχονται από την Ελλάδα, 2015

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 1: Βασικές Έννοιες. Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Μάρτιος 2017

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Μάιος 2017


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 14 Οκτωβρίου 2011 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

ΑΤΚΕ ΕΞ 2017 /

β. i) Τα κέρματα, ii) Τα χαρτονομίσματα, iii) Οι τραπεζικές επιταγές, iv) Οι πιστωτικές κάρτες

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Οι επιπτώσεις της πρόσφατης ασφαλιστικής και φορολογικής μεταρρύθμισης στους παράγοντες της επιχείρησης

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2016

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

1. Η αναδιανομή του εισοδήματος δεν είναι μία από τις βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους.

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009

ΤΡΙΜΗΝΟ ,1 +29,3 +6,8. 18 η ΕΡΕΥΝΑ. 2ο TΡΙΜΗΝΟ 2018

Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές

Φορολογικό Δίκαιο. Φόρος εισοδήματος. Θ. Φορτσάκης Α. Τσουρουφλής Κ. Πέρρου Π. Πανταζόπουλος. ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

1 η ΟΜΑΔΑ ΘΕΜΑ Α. Α1. α) Σωστό β) Λάθος γ) Λάθος δ) Σωστό ε) Λάθος. Α2. 1 ε 2 γ 3 α 4 β Α2. ΘΕΜΑ Β

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Οκτώβριος 2017

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Α. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΔΡΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ: Έτος 2015

Οικονομικά του Τουρισμού & του Πολιτισμού

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΤΕΙ) ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Η Παραοικονομία στην Ελλάδα και τρόποι αντιμετώπισης της ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Επιβλέπων : Πουλιόπουλος Λεωνίδας Καθηγητής Εφαρμογών Καστοριά Οκτώβριος 2009

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΤΕΙ) ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Η Παραοικονομία στην Ελλάδα και τρόποι αντιμετώπισης της ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Επιβλέπων : Πουλιόπουλος Λεωνίδας Καθηγητής Εφαρμογών Εγκρίθηκε από την τριμελή εξεταστική επιτροπή την 31 η Μήνα Έτος.... Ον/μο Μέλος Ε.Π Ιδίοτητα Μέλους Ε.Π... Ον/μο Μέλος Ε.Π Ιδίοτητα Μέλους Ε.Π... Ον/μο Μέλος Ε.Π Ιδίοτητα Μέλους Ε.Π Καστοριά Οκτωμβριος 2009

Copyright 2009 Κωνσταντίνος Αναγνωστέλος Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα Οι απόψεις και τα συμπεράσματα που περιέχονται σε αυτό το έγγραφο εκφράζουν αποκλειστικά τον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας

1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην ακολουθεί εργασία παρουσιάζεται το φαινόμενο της παραοικονομίας, παραθέτονται οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της και επεξήγονται οι βασικές έννοιες της. Επιπλέον εξηγείται η σχέση που υπάρχει μεταξύ της οικονομίας με την παραοικονομία αλλά και η σύνδεση της με τη φοροδιαφυγή τη διαφθορά και το οικονομικό έγκλημα. Επιπρόσθετα αναγράφονται μελέτες και εκτιμήσεις της παραοικονομίας στην Ελλάδα, από διάφορους οικονομολόγους και ανεξάρτητους επίσημους φορείς από το 1970 μέχρι σήμερα. Τέλος προτείνονται κάποιοι τρόποι αντιμετωπίσεις της παραοικονομίας αν και καταπολέμηση είναι δύσκολη και προβληματίζει πολλές τις οικονομίες παγκόσμιος Λέξεις κλειδιά:οικονομία, ΑΕΠ, φοροδιαφυγή, διαφθορά, οικονομικό έγκλημα, παραεμπόριο 1

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη 1 Εισαγωγή 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Πως ορίζεται η παραοικονομία 1.1 Ορισμός της παραοικονομίας 6 1.2 Προσδιοριστικοί παράγοντες της παραοικονομίας 8 1.3 Οι διάφορες επιδράσεις της παραοικονομίας 10 1.4 Η μέτρηση της παραοικονομίας 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Παραοικονομία και φοροδιαφυγή 2.1 Ορισμός και εισαγωγικές έννοιες 16 2.2 Πως εξηγείται η φοροδιαφυγή. Παράγοντες που επηρεάζουν 18 2.3 Η φοροδιαφυγή στη Ελλάδα 20 2.4 Οι προϋπόθεσης κάτω από τις οποίες η παραοικονομία και φοροδιαφυγή ταυτίζονται 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.Το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα 3.1 Μετρήσεις-εκτιμήσεις ύψους παραοικονομίας 27 3.2 Το μέγεθος της παραοικονομίας σήμερα 31 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Παραοικονομία και διαφθορά 4.1 Ορισμός και εισαγωγικές έννοιες 34 4.2 Οικονομικοί παράγοντες που ενισχύουν τη διαφθορά 37 4.3 Επιπτώσεις της διαφθοράς στην επίσημη οικονομία και παραοικονομία 40 2

3 ΚΕΦΑΛΑΙ0 5. Παραοικονομία, παράνομες οικονομικές δραστηριότητες και οικονομικό έγκλημα 5.1 Ορισμός και εισαγωγικές έννοιες 44 5.2 Εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας που συνδέεται με παράνομες οικονομικές δραστηριότητες 47 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.Τρόποι αντιμετώπισης της παραοικονομίας 50 Συμπεράσματα 53 Βιβλιογραφία 55 3

4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ακαθάριστο Εγχώριο ή Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αποτελεί τον οικονομικό εκείνο δείκτη που εκφράζει τη συνολική παραγωγή ή το συνολικό εισόδημα. Ως ένα βαθμό εκφράζει επίσης το βιοτικό επίπεδο και την οικονομική ανάπτυξη της συγκεκριμένης οικονομίας στην οποία αναφέρεται. Παράλληλα, το ΑΕΠ επηρεάζει άλλες οικονομικές μεταβλητές, με πολλές από αυτές, εκφραζόμενες ως ποσοστό τον, να αξιολογούνται με βάση αυτή την συμμετοχή τους στο ΑΕΠ. 'Οταν όμως γίνεται αναφορά στο βασικό αυτό μακροοικονομικό μέγεθος, αυτή περιορίζεται στο καταγραφόμενο ή μετρουμενο ή επίσημο ΑΕΠ της οικονομίας. Αγνοείται έτσι ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, πού, για διάφορους λόγους, δεν καταγράφεται και δε συνυπολογίζεται στο επίσημο ΑΕΠ της χώρας. Η διαφευγουσα οικονομική δραστηριότητα αποτελεί το προϊόν της παραοικονομίας. Το θέμα της παραοικονομίας άρχισε να απασχολεί τους ερευνητές και να εμφανίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία από τα τέλη της δεκαετίας τον '70 και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας τον '80. Στα τέλη της δεκαετίας τον '80 το ενδιαφέρον για το φαινόμενο της παραοικονομίας άρχισε να μεταφέρεται από τα ερευνητικά ιδρύματα στις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και στην Eurostat, αφου η βελτίωση των τεχνικών κατάρτισης των εθνικών λογαριασμών, πον οδηγεί στην πληρέστερη μέτρηση τον ΑΕΠ, συμβάλλει στον περιορισμό της παραοικονομίας. Πρόσφατα, παρατηρείται και πάλι μια στροφή της ερευνητικής κοινότητας στην ανάλυση τον φαινομένου της παραοικονομίας. Αυτό το διαχρονικό ενδιαφέρον για την παραοικονομία δικαιολογείται από το γεγονός ότι το φαινόμενο δημιονργεί σημαντικές, κυρίως αρνητικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Στη χώρα μας, αν και ιδιαίτερα εκτεταμένη, άρχισε να απασχολεί τους φορείς της οικονομικής πολιτικής, πιο συστηματικά, μόλις από τις αρχές της δεκαετίας τον '90, όταν ο περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων και τον δημόσιου χρέους άρχισαν να αποτελούν βασικούς σκοπούς της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων, λόγω της ανάγκης ικανοποίησης αρχικά των όρων χορήγησης του δανείου από την Ευρωπαϊκή 'Ένωση (Ε.Ε.) για τη στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών και στη συνέχεια των κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης τον Μάαστριχτ και συγκεκριμένα του κριτηρίου της 4

5 δημοσιονομικής πειθαρχίας. Μόνον τότε άρχισε να συνειδητοποιείται από τους φορείς της οικονομικής πολιτικής ότι η σημαντική περιστολή του φαινομένου της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής με την οποία συνδέεται στενά, ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ανισορροπιών.τα τελευταία έτη πον γίνεται περισσότερο έντονη η προσπάθεια επίτευξης δημοσιονομικής ισορροπίας, δίνεται και μεγαλύτερη έμφαση στην περιστολή της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, κυρίως μέσω της εισαγωγής νέων ελεγκτικών μηχανισμών και λογισμικών προγραμμάτων κεντρικής παρακολονθησης και διασταύρωσης των φορολογικών στοιχείων που βρίσκονται σε διαφορετικές βάσεις δεδομένων. Παρακάτω εξετάζεται το πρόβλημα της παραοικονομίας, γίνεται μια συνοψη της βιβλιογραφίας για τις μεθόδους εκτίμησης τον μεγέθους της μη καταγραφόμενης οικονομικής δραστηριότητας, παρουσιάζονται εκτιμήσεις που αφορουν της σχέσεις της παραοικονομίας με τη διαφθορά και το οικονομικό έγκλημα, διερευνώνται οι σχέσεις της παραοικονομίας με τη φοροδιαφυγη και, τέλος, διατυπώνονται ορισμένες προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση τον φαινομένου. 5

6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ Η ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Όσον αφορά την παραοικονομία (αλλά και την φοροδιαφυγή η οποία στενά συνδέεται με την παραοικονομία) υπάρχει μεγάλη σύγχυση στον εννοιολογικό της προσδιορισμό με αποτέλεσμα ο κάθε ερευνητής να αποδίδει και διαφορετική έννοια στην παραοικονομία. εν υπάρχει ένας γενικώς αποδεκτός ορισμός της παραοικονομίας, έτσι ώστε οι διάφοροι ορισμοί να καλύπτουν τις ίδιες ακριβώς δραστηριότητες (Blades,17 1982, McAfee, 1980) Πρέπει πρώτα να δούμε ποιος είναι ο εννοιολογικός προσδιορισμός της παραοικονομίας (hidden (κρυφή), black (μαύρη), unrecorded (μη καταγραφόμενη), moonlight (οικονομία του λυκόφωτος), parallel (παράλληλη)).σε αντίθεση με την φοροδιαφυγή η παραοικονομία σχετίζεται αποκλειστικά με την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα. Η παραοικονομία περιλαμβάνει: (α) την αδήλωτη νόμιμη παραγωγή, (β) την αδήλωτη παραγωγή σε είδος που αναφέρεται σε κλοπές από τους εργαζομένους σε χώρους εργασίας και (γ) την παράνομη παραγωγική δραστηριότητα που δημιουργεί προστιθεμένη αξία. Κατά τον Feige (1979, σελ. 6) παραοικονομία είναι οι οικονομικές αυτές δραστηριότητες που δεν δηλώνονται ή δεν μετριούνται από τις υπάρχουσες τεχνικές μέτρησης της οικονομικής δραστηριότητας της κοινωνίας, ενώ κατά τον Tanzi (1980) παραοικονομία είναι το τμήμα εκείνο του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (GNP) το οποίο δεν νοείται σε μέτρηση από τις αρμόδιες υπηρεσίες επειδή είτε δεν δηλώνεται καθόλου, είτε δηλώνεται μερικώς. Παρόμοιος με τον Feige είναι και ο ορισμός του Schneider (1986, σελ.643), ο οποίος ως παραοικονομία θεωρεί τις οικονομικές δραστηριότητες που δημιουργούν προστιθεμένη αξία και κατά συνέπεια θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο εθνικό εισόδημα, ωστόσο όμως δεν καταγράφονται από 6

7 τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες μέτρησης. Κατά τον Gutmann (1979, σελ. 4) παραοικονομία είναι το σύνολο των αποκρυπτόμενων εισοδημάτων που δεν φορολογούνται. Κατά τους Βαβούρα και Κούτρη (1991, σελ. 17) παραοικονομία είναι το άθροισμα των αποκρυπτόμενων εισοδημάτων των συντελεστών παραγωγής που περιλαμβάνονται στους εθνικούς λογαριασμούς, και των αποκρυπτόμενων εισοδημάτων των συντελεστών παραγωγής που δεν περιλαμβάνονται στους εθνικούς λογαριασμούς., δηλαδή είναι Κατά τον καθηγητή Παυλόπουλο (1987) ως παραοικονομία θεωρείται το τμήμα εκείνο της παραγωγικής δραστηριότητας, το οποίον αν και θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στο εθνικό προϊόν αφού δημιουργεί προστιθεμένη αξία, ωστόσο λόγω διαφόρων λόγων δεν είναι δυνατόν να τύχει καταγραφής από τις αρμόδιες υπηρεσίες μέτρησης. Επομένως κατά τον ορισμό αυτό για να υπάρχει παραοικονομία θα πρέπει η παραγωγική δραστηριότητα να δημιουργεί προστιθεμένη αξία, η οποία όμως είναι αναγκαία συνθήκη όχι όμως και ικανή συνθήκη, διότι υπάρχουν δραστηριότητες που δεν καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς (unrecorded economic income), όπως είναι οι δραστηριότητες της άτυπης οικονομίας (informal economy) δηλαδή οι δραστηριότητες που είναι έξω από το σύστημα της αγοράς (το σύστημα των τιμών) (π.χ. οι δραστηριότητες τουνοικοκυριού, η φροντίδα των παιδιών κ.ά.). Τέλος, κατά τον Blades (1982, σελ. 30), η παραοικονομία περιλαμβάνει τις οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες θα έπρεπε να καλύπτονται από το GNP, και οι οποίες στην πράξη παραλείπονται γιατί αποκρύπτονται από τις δημόσιες αρχές. Γίνεται φανερό από τα προηγούμενα, ότι όπως και η άτυπη οικονομία, έτσι και η επίσημη οικονομία (δηλαδή η νόμιμη δηλωμένη παραγωγική δραστηριότητα) δεν έχει καμία σχέση με την παραοικονομία. Κατά τους Smith και Wied-Nebbeling (1986) η παραοικονομία μαζί με την άτυπη οικονομία συνθέτουν την σκιώδη οικονομία (shadow economy). Βέβαια θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, κάτι που με μεγάλη σαφήνεια τονίσθηκε από τους Tanzi (1982) και Feige (1985, 1987, 1989), ωστόσο όμως ορισμένοι οικονομολόγοι ταυτίζουν την φοροδιαφυγή με την παραοικονομία (Pyle, 1989), ενώ ο ερμενάκης (1987) 7

8 σε σχετική εργασία του με τον όρο παραοικονομία αναφέρεται μόνο στην φοροδιαφυγή, όπου σύμφωνα με τον Feige (1985) με τον όρο φοροδιαφυγή (Tax Evasion) νοείται το "μη δηλούμενο δημοσιονομικό εισόδημα" (unreported fiscal income), και αναφέρεται τόσο στην τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα, όσο και στην μη τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα. Είναι δυνατόν να έχουμε φοροδιαφυγή χωρίς παραοικονομία όπως συμβαίνει στην αγροτική παραγωγή, όπως επίσης και παραοικονομία χωρίς φοροδιαφυγή (π.χ. φοροδιαφυγή στις μεταβιβαστικές πληρωμές, στην φορολογία κληρονομιών, γονικών παροχών και τελών κυκλοφορίας) (Βλ. Μανεσιώτης, 1990). 1.2. ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η συνολική οικονομική δραστηριότητα αποτελείται από την επίσημη ή ορατή οικονομική δραστηριότητα, την παραοικονομία, και από την άτυπη οικονομική δραστηριότητα. Επομένως οι παράγοντες που προσδιορίζουν την συνολική οικονομική δραστηριότητα επηρεάζουν και την παραοικονομία. α) Το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές άμεσης και έμμεσης φορολογίας (Φ.Π.Α., φόρος κύκλου εργασιών) και το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης, απόρροια του διογκωμένου δημοσίου τομέα, θεωρούνται ότι αποτελούν βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της παραοικονομίας (Παυλόπουλος, 1987, Smith, 1986). Οι παραγωγικές μονάδες προκειμένου να αποφύγουν υψηλή φορολογική επιβάρυνση αποκρύπτουν ένα σημαντικό τμήμα της οικονομικής τους δραστηριότητας. Αν και χα δύο είδη φορολογίας (άμεσοι και έμμεσοι φόροι) συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραοικονομίας, ωστόσο οι έμμεσοι φόροι αποτελούν πιο ισχυρό κίνητρο, συγκριτικά με τους άμεσους φόρους, για την ανάπτυξη της παραοικονομίας, και αυτό διότι η φοροδιαφυγή με την οποία σχετίζεται η παραοικονομία ωφελεί συγχρόνως τόσο τους πωλητές, όσο και τους αγοραστές (Παυλόπουλος, 1987, σελ. 47). Όσον αφορά το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης τονίζεται ότι από το επίπεδο αυτό 8

9 εξαρτάται η ροπή (τάση) των φορολογουμένων για φοροδιαφυγή και επομένως το μέγεθος της φοροδιαφυγής (Βαβούρας και Κούτρης, 1991, σελ. 26) β) Το μέγεθος της ανεργίας Τα κίνητρα προς αναζήτηση εργασίας επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από το ύψος της ανεργίας, και τα κίνητρα αυτά είναι περισσότερο ισχυρά, όταν στους ανέργους παρέχονται επιδόματα ανεργίας. Αυτό συμβαίνει διότι όταν οι άνεργοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας είναι περισσότερο πρόθυμοι να δεχθούν προτάσεις για προσφορά των υπηρεσιών τους στην παραοικονομία με μικρότερη αμοιβή. Αλλά και ο βαθμός ελαστικότητας (δυσκαμψίας) της αγοράς εργασίας επηρεάζει το μέγεθος της παραοικονομίας και αυξάνει το κόστος εργασίας. Αυτό οδηγεί τις επιχειρήσεις στην ανεύρεση ανειδίκευτης εργασίας στην μη επίσημη αγορά εργασίας. Σε αγορές εργασίας που διακρίνονται για την δυσκαμψία τους, όπως συμβαίνει στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό ανεργίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η παραοικονομία (Παυλόπουλος 1987, σελ. 50, Frey και Weck, 1983). γ) Θεσμικοί περιορισμοί και έλεγχοι Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες θεσμικού χαρακτήρα για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (π.χ. προστασία εργασίας κ.ά.) ή επειδή ορισμένες δραστηριότητες είναι μη νόμιμες (π.χ. λαθρεμπόριο, πορνεία, τοκογλυφία, κ.ά.) συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραοικονομίας ακόμα και όταν δεν υπάρχει φορολογία. Οι περιορισμοί αυτοί αυξάνουν το κόστος εργασίας με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αναζητούν εργασία από την δευτερεύουσα αγορά εργασίας (π.χ. παράνομοι μετανάστες, συνταξιούχοι κ.ά.) δ) Το μέγεθος της παρεχομένης κοινωνικής ασφάλισης Κατά τον Parker (1983, σελ. 32-35) το μέγεθος της παραοικονομίας επηρεάζεται σημαντικά από τις εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες και τους εργαζομένους. Είναι αναμενόμενο οι υψηλές εισφορές από την πλευρά των εργοδοτών να οδηγούν σε αύξηση της παραοικονομίας. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων έχει κίνητρο να δραστηριοποιείται στην παραοικονομία και να δηλώνει ότι ανήκει στην 9

10 κατηγορία των χαμηλών εισοδημάτων, προκειμένου να καρπώνεται τις κοινωνικές παροχές. ε) Ο βαθμός ανάπτυξης της οικονομίας Ο βαθμός της οικονομικής ανάπτυξης συμβάλλει στην ανάπτυξη της παραοικονομίας. Όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι χαμηλό, τότε τα άτομα οδηγούνται στην παραοικονομία -κυρίως του τριτογενούς τομέα (τομέα υπηρεσιών)- για την αύξηση του εισοδήματος τους (Frey και Weck-Hanneman, 1984). στ) Ο ρόλος του κράτους και ο βαθμός αποδοχής της κρατικής εξουσίας εν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια από τους αρμόδιους φορείς της οικονομικής πολιτικής περιορισμού του φαινομένου της παραοικονομίας. Ωστόσο, πολλές φορές οι κρατικές υπηρεσίες ανέχονται την παραοικονομία, διότι αφ' ενός εξυπηρετεί τα συμφέροντα ορισμένων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων που επηρεάζουν τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της κρατικής πολιτικής, και αφ' ετέρου διότι μέσω της παραοικονομίας ικανοποιούνται βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής (π.χ. οικονομική ανάπτυξη, αύξηση απασχόλησης, κ.ά.). Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται στις περιπτώσεις όπου οι έλεγχοι και οι απαγορεύσεις ατονούν, όπως συμβαίνει κυρίως τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με την περίπτωση της παράνομης μετανάστευσης. Κατά τους Frey και Weck-Hanneman (1984, σελ 37-38) το άτομο λογικό είναι να δρα στο πλαίσιο της παραοικονομίας όταν διαπιστώνει ότι οι φορείς της κρατικής πολιτικής δεν ενδιαφέρονται για την αύξηση της ευημερίας του, αλλά στην καταπίεση του με την αφαίρεση του εισοδήματος που κερδίζει από την εργασία του. 10

11 1.3 ΟΙ ΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙ ΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η εκτεταμένη παραοικονομία ασκεί σημαντικές επιδράσεις τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, επηρεάζοντας τον καθορισμό των στόχων και των μέσων της, καθώς και των περιορισμών του οικονομικού συστήματος. Πιο αναλυτικά η παραοικονομία κυρίως επιδρά: Στην αξιοπιστία των επίσημων στατιστικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής. Είναι προφανές ότι όσο περισσότερο εκτεταμένη είναι η παραοικονομία σε μια χώρα, τόσο αυτή περιορίζει την αξιοπιστία των επίσημων στατιστικών στοιχείων, τα οποία καλύπτουν τμήμα μόνον της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, σημαντικά πραγματικά μακροοικονομικά μεγέθη όπως το ΑΕΠ, η κατανάλωση, η αποταμίευση, οι επενδύσεις και η απασχόληση, είναι κατά κανόνα υψηλότερα από τα επίσημα εκτιμούμενα. Τα ανακριβή επίσημα στατιστικά στοιχεία περιορίζουν παράλληλα την αξιοπιστία και των δεικτών παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που εκτιμούνται από αυτά και είναι ιδιαίτερης σημασίας στην οικονομική ανάλυση και το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής. Τα ανακριβή στατιστικά στοιχεία και οι περιορισμένης αξιοπιστίας οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες ασκούν αρνητικές επιδράσεις στη διαδικασία του οικονομικού προγραμματισμού, κυρίως γιατί δεν επιτρέπουν την ορθή σύλληψη της υφιστάμενης κατάστασης της οικονομίας, όπως και τις ορθές εκτιμήσεις ως προς τις δυνατότητες του οικονομικού συστήματος, οδηγώντας έτσι τους φορείς της οικονομικής πολιτικής στην επιλογή διαφορετικών μέσων και στόχων από ότι υπαγορεύουν οι πραγματικές οικονομικές συνθήκες Σε όλους τους επιμέρους τομείς της οικονομικής πολιτικής. Η παραοικονομία επιδρά καταρχήν στη δημοσιονομική πολιτική και μάλιστα τόσο στην πλευρά των δημόσιων εσόδων όσο και στην 11

12 πλευρά των δημοσίων δαπανών περιορίζοντας τα έσοδα και αυξάνοντας τις δαπάνες. Σημαντικές επιδράσεις ασκεί η παραοικονομία και νομισματοπιστωτική πολιτική κυρίως διαμέσου της παρααγοράς χρήματος που αναπτύσσεται παράλληλα με την παρααγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Η παραοικονομία επηρεάζει εξάλλου και την πολιτική διανομής του εισοδήματος, αφού οδηγεί στην επιλογή στρατηγικών απασχόλησης, κλαδικής πολιτικής και αναδιανομής του εισοδήματος διαφορετικών από εκείνες που υπαγορεύει η οικονομική πραγματικότητα. 1.4 Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Οι προσπάθειες για την μέτρηση της παραοικονομίας επιχειρούν «να ορίσουν το μη ορατό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας». Χρησιμοποιούνται, για αυτό, τρόποι και μέθοδοι που έμμεσα, και συχνά με τη βοήθεια ηρωικών υποθέσεων, πείθουν ότι είναι σε θέση να εκτιμήσουν μικρότερο η μεγαλύτερο ποσοστό της αντιοικονομικής δραστηριότητας. Γενικά γίνεται δεκτό πως οι πολυάριθμες μέθοδο-εκτίμησης της παραοικονομίας υποεκτιμούν. Μια αναλυτική ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας παρουσιάζεται στους Blades (1982), Frey and Pommerehne(1982,1984), Giles(1997) και Schneider and Enste(2000). Η βασική διάκριση σε άμεσες μεθόδους και έμμεσες μεθόδους στηρίζεται στο αν η συγκεκριμένη μέθοδος προσπαθεί να προσεγγίσει το μέγεθος της παραοικονομίας άμεσα η έμμεσα, μέσα από τα ίχνη που αφήνει το φαινόμενο σε διάφορες σφαίρες της μετρούμενης οικονομικής πραγματικότητας. Κοινό χαρακτηριστικό των άμεσων μεθόδων είναι ότι στηρίζονται στη δειγματοληπτική έρευνα( συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια).η εκτίμηση της παραοικονομίας προσδιορίζεται από απαντήσεις που δίνουν τα επιλεγέντα άτομα του δείγματος (είτε εθελοντικά είτε εξαναγκαζόμενα υπό την απειλή ποινών και φορολογικών ελέγχων), σε σχέση με το κατά πόσο ανέπτυξαν μακροοικονομική δραστηριότητα σε μία δεδομένη περίοδο. Οι μέθοδοι των εκούσιων ερωτηματολογίων έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες, όπως στη 12

13 Νορβηγία από τους Isachsen, Klonland and Dtorm(1982), Isachsen and strom (1985) και στη ανία από τους Morgensen, Kvist, Kormendi and Pedersen (1995). Η μέθοδος των φορολογικών ελέγχων έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες, όπως στις ΗΠΑ από τοirs91979, 1983), Simon and Witte(1982), Witte (1987) και Feige(1986) Αντίθετα, κοινό χαρακτηριστικό των έμμεσων μεθόδων είναι ότι στηρίζουν την εκτίμηση της παραοικονομίας στα ίχνη που αφήνει το φαινόμενο σε διάφορες σφαίρες της μετρούμενης οικονομικής πραγματικότητας και στηρίζονται στη χρησιμοποίηση δεικτών (η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ εισοδήματος και δαπάνης, η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ επίσημου και πραγματικού εργατικού προσωπικού και η συναλλακτική μέθοδος).τέλος, η τρίτη κατηγορία στηρίζεται στη χρησιμοποίηση οικονομικών αιτιωδών υποδειγμάτων ( η μέθοδος ζήτησης χρήματος, η μέθοδος της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και η μέθοδος των υποδειγμάτων με πολυμεταβλητά συστήματα). Πιο αναλυτικά Η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ εισοδήματος και δαπάνης στηρίζεται στο γεγονός ότι, με βάση το σύστημα των εθνικών λογαριασμών, το ΑΕΠ που υπολογίζεται από την πλευρά της δαπάνης ισούται με το ΑΕΠ που υπολογίζεται από την πλευρά των εισοδημάτων. Η πιθανή απόκλιση μεταξύ των δυο αυτών προσεγγίσεων εκτίμησης του ΑΕΠ αποτελεί μια ένδειξη μη δηλούμενων εισοδημάτων των συντελεστών παραγωγής. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τους Franz (1979) για την Αυστρία, O`Higgins(1989) για το Ηνωμένο Βασίλειο, Petersoen (1982) για την Γερμανία,Park(1979) για τις ΗΠΑ και Yoo and Hyun (1998) για Κορέα, Ταϊβάν, Ιταλία, σπανία και Ουγγαρία. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται σε δύο βασικές υποθέσεις. Πρώτον, ότι τα μεγέθη του ΑΕΠ από την πλευρά της δαπάνης και από την πλευρά των εισοδημάτων έχουν εκτιμηθεί αξιόπιστα με τρόπους μεταξύ τους ανεξάρτητους, και δεύτερον, ότι, ακόμη και όταν η παραοικονομία επηρεάζει την εκτίμηση του συνολικού εισοδήματος, η εκτίμηση της συνολικής δαπάνης είναι σχετικά ακριβής. Η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ επισήμου και θεωρούμενου ως πραγματιστικού ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι η παραοικονομία μπορεί να εκτιμηθεί με 13

14 βάση τα ίχνη που αφήνει στην αγορά εργασίας, τα ποια παρουσιάζονται με τη μορφή χαμηλών επίσημων ποσοστών συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στο συνολικό πληθυσμό. Με την υπόθεση ότι το συνολικό ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην οικονομία παραμένει διαχρονικά σταθερό, η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ επίσημου και πραγματικού στην οικονομία παραμένει διαχρονικά σταθερό, η μέθοδος των αποκλίσεων μεταξύ επίσημου και πραγματικού εργατικού δυναμικού στηρίζεται στην υπόθεση ότι μια μείωση του ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην επίσημη οικονομία είναι μια ένδειξη της αύξησης του ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην παραοικονομία, τέτοιες, προσεγγίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Contini (1981,1982) για την Ιταλία και O`Neil(1983) για τις ΗΠΑ Η συναλλακτική μέθοδος αναπτύχθηκε από τον Feige (1979,1989,1996), Στηρίζετε στην εξίσωση ανταλλαγής του Fisher. Η μέθοδος υποθέτει ότι, αν δεν υπήρχε παραοικονομία, ο λόγος μεταξύ της συνολικής αξίας των συναλλαγών και του επίσημου ΑΕΠ, θα παρέμενε διαχρονικά σταθερός. Έτσι εκτιμάται το συνολικό εισόδημα ( επίσημο και παραοικονομίας) με βάση το μέγεθος των συναλλαγών που από το ΑΕΠ που εκτιμούν οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελεί το μέγεθος της παραοικονομίας. Εκτός από τον Feige που χρησιμοποίησε τη μέθοδο του για την εκτίμηση της παραοικονομίας στις ΗΠΑ εφαρμογή της μεθόδου έγινε και από τους Boeschoten and Fase(1984) για την Ολλανδία και Langfeldt(1984) για την Γερμανία. Τα οικονομετρικά υποδείγματα που στηρίζονται στη μέθοδο της αναζήτησης χρήματος εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία. Η βασική ιδέα όλων αυτών των υποδειγμάτων είναι ότι οι συναλλαγές που σχετίζονται με την παραοικονομία διενεργούνται εξολοκλήρου σε μετρητά. Έτσι, κάθε αύξηση του λόγου μέτρησης προς καταθέσεις, αύξησης που δεν εξηγείται από παράγοντες όπως η μεταβολή των επιτοκίων, η αύξηση του εισοδήματος, οι αλλαγές στις συνήθειες πληρωμών κτλ, οφείλεται στην αύξηση της παραοικονομίας. Επειδή τα υποδείγματα αυτά μετρούν τη μεταβολή της παραοικονομίας και όχι το απόλυτο μέγεθος της, κάνουν υποθέσεις για το ύψος της σε κάποιο έτος εντός της περιόδου εκτίμησης. Η συνήθης υπόθεση που γίνεται είναι ότι η παραοικονομία ήταν μηδενική στο έτος βάσης. Η μέθοδος της ζητήσεις χρήματος ξεκίνησε από τον Cagan (1958) και αναπτύχθηκε από τον Tanzi 14

15 (1980,1983). Οι Bhattacharyya et al.(1986), Giles (1999) και Bhattacharyya (1999),χρησιμοποιώντας σύγχρονες οικονομετρικές τεχνικές, βελτίωσαν το υπόδειγμα του Tanzi σε πολλά σημεία που του είχε ασκηθεί κριτική. Η μέθοδος ζήτησης χρήματος έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για την εκτίμηση της παραοικονομίας σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, όπως από τον Schneider (1997,1998), Johnson, Kaufmann and Zoido-Lobaton(1998) κ.α. 'Eνα επίσης συχνά χρησιμοποιούμενο υπόδειγμα είναι αυτό της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρέματος, που υποθέτει ότι το πραγματικό ΑΕΠ (καταγραμμένο και παραοικονομίας) αυξάνει παράλληλα με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Και αυτά τα υποδείγματα απαιτούν κάποια υπόθεση για το ύψος της παραοικονομίας σε κάποιο έτος βάσης. Τα πιο σημαντικά υποδείγματα σε αυτή την κατηγορία είναι των Kaufmann-Kaliberda (1996)- και Lacko (1996, 1998, 1999). Τα υποδείγματα των πολυμεταβλητών συστημάτων εξισώσεων συσχετίζουν ορισμένους από τους προσδιοριστικός παράγοντες της παραοικονομίας (πχ. υψηλή φορολογία, υπερβολικό κανονιστικό πλαίσιο κλπ) με μεταβλητές στις οποίες η παραοικονομία ασκεί επιδράσεις (παραγωγή, αγορές εργασίας και χρήματος). Η εμπειρική εκτίμηση του υποδείγματος στηρίζεται στη θεωρία της μη παρατηρήσιμης μεταβλητής και χρησιμοπιοιται η παραγοντική αναλυτική μέθοδος. Οι θεωρητικοί πρόδρομοι της μεθόδου αυτής είναι οι Weck (1983), Frey and Weck (1983) και Frey and Weck-Hannemann (1984), ενώ τα υποδείγματα αυτά βελτιώθηκυν από τους Giles (1999) κα Giles, Tedds and Werkneh (1999). 15

16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟ ΙΑΦΥΓΗ 2.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Ο όρος φοροδιαφύγή αναφέρεται σε κάθε παράνομη πράξη, με σκοπό τη μείωση της νόμιμης φορολογικής υποχρέωσης και την αποφυγή της καταβολής του φόρου από τον υπόχρεο. Συγγενείς έννοιες με τη "φοροδιαφυγή" (tax evasion) είναι και η έννοιες της "φοροαποφυγής" (tax avoidance), που αναφέρεται στη προσπάθεια μείωσης της φορολογικής υποχρέωσης χρησιμοποιώντας νόμιμα μέσα και της φυγής για φορολογικούς λόγους" (tax flight), που αναφέρεται στην αλλαγή τον τόπου εγκατάστασης μιας επιχείρησης για την αποφυγή πληρωμής φόρων. Παραδείγματα φοροδιαφυγής είναι η απόκρυψη ή υποεκτίμηση τον εισοδήματος των φορολογουμένων, η απόκροψη ή ύποεκτίμηση των πωλήσεων ή κερδών μιας εηιχείρησης, η λαθραία εισαγωγή εμπορευμάτων, η απόκροψη περιουσιακών στοιχείων, κλπ. Ο Μανεσιώτης (1990) θεωρεί ότι στον ορισμό της φοροδιαφυγής πρέπει να περιλαμβάνονται: (1) Το τμήμα τον εισοδήματος πού θα έπρεπε, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, να δηλώνεται εθελοντικα, και για διάφορους λόγους δε δηλώνεται και δε φορολογείται. (2) Το τμήμα των έμμεσων φόρων και λοιπών άμεσων φόρων που θα έπρεπε, με βάση την ισχυονσα νομοθεσία, να εισπράτεται και να αποδίδεται εθελοντικά στο κρακτος και για διάφορους λόγους αυτό δε συμβαίνει. (3) Οι τόκοι πον αντιστοιχουν στο τμήμα εκείνο των φόρων που καταβάλλονται με καθυστέρηση και συνήθως μετά από κάποια ρυθμιση. (4) Οι φόροι πον δεν καταβλήθηκαν στο κράτος λόγω απαλλαγών ή κινήτρων, χωρίς όμως να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πολλοί ταυτίζουν τη φοροδιαφυγή με την παραοικονομία. Η αλήθεια είναι ότι οι δυο αυτές έννοιες δεν ταυτίζονται. Σε μεγάλο βαθμό όμως, τα δύο αυτά φαινόμενα συνυπάρχουν. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν: 16

17 Να συνυπάρχουν φοροδιαφυγή και παραοικονομία. Σε αυτήν την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται τα δημιουργούμενα από παραοικονομικές δραστηριότητες εισοδήματα, τα οποία δε δηλώνονται στις αρμόδιες φορολογικές αρχές, όπως για παράδειγμα το αποκρυπτόμενο από τις φορολογικές αρχές εισόδημα ενός εργαζομένου από δευτερη απασχόληση που δεν την δηλώνει και δεν καταγράφεται από τη στατιστικη υπηρεσία. Να υπάρχει φοροδιαφυγή, χωρίς να υπάρχει παραοικονομία. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει κάθε οικονομιική δραστηριότητα που καταγράφεται ως προστιθέμενη αξία, αλλά τα εισοδήματα που δημιουργεί δε δηλώνονται. Για παράδειγμα, στην κατασκευή μιας οικοδομής, μπορεί η προστιθέμενη αξία παραγωγής που δημιουργείται να καταγράφεται από τη στατιστική υπηρεσία, αλλά μπορεί οι εργαζόμενοι σε αυτή να αποκρύπτουν ή να υποεκτιμουν τα εισοδήματα που απέκτησαν. Άλλο κλασικό παράδειγμα στην περίπτωση της χώρας μας είναι ο αγροτικός τομέας, η παραγωγή του οποίου καταγράφεται από τις υπηρεσίες του Υπουργείων Γεωργίας και στη συνέχεια από την ΕΣΥΕ. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει περίπτωση παραοικονομίας. Αυτοί όμως πού αποκτούν τα αντίστοιχα εισοδήματα φοροδιαφευγουν σε μεγάλη έκταση. Να υπάρχει παραοικονομία, χωρίς να υπάρχει φοροδαιφυγη. Σε αυτήν την κατηγορία μπορούν να συμπεριληφθούν οι δραστηριότητες;, που για διάφορους λόγους, δεν καταγράφονται από τις στατιστικές υπηρεσίες, όμως τα αντίστοιχα εισοδήματα που αποκτώνται δηλώνονται κανονικα στις αρμόδιες φορολογικές αρχές. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως ορισμένες νέες οικονομικές δραστηριότητες η προστιθέμενη αξία των οποίων δεν καταγράφεται από τις στατιστικές υπηρεσίες, οι φορείς τους όμως ανταποκρίνονται στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. 17

18 2.2 ΠΩΣ ΕΞΗΓΕΙΤΑΙ Η ΦΟΡΟ ΙΑΦΥΓΗ. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη μελέτη και εκτίμηση των αιτίων και των παραγόντων πού επηρεάζουν τη φοροδιαφυγή είναι μεγάλο. Μεταξύ των παραγόντων πού έχει διαπιστωθεί ότι επηρεάζουν τη φοροδιαφυγή είναι και οι εξής: Η δομή τον φορολογικού συστήματος και το ύψος τον φορολλογικού βάρους: Το είδος των επιβαλλόμενων φόρων τρόπος οργάνωσης των φορολογικών υπηρεσιών και η δικαιοσύνη στη κατανομή των φορολογικών βαρών είναιβασικοί παράγοντες που ωθούν ή αποθαρρύνουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις για φοροδιαφυγή. Η οργάνωση της οικονομίας και της αγοράς: Όσο πιο οργανωμένη είναι μια οικονομία τόσο μικρότερη είναι και η φοροδιαφυγή, ενώ όσο μικρότερο είναι το μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε μια χώρα, τόσο δυσκολότερος είναι και ο έλεγχος για την αποτροπή της φοροδιαφυγής. Η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η κυβέρνηση για τις πράξεις της: Εάν Θεωρούν οι πολίτες ότι η κυβέρνηση είναι "τίμια", συνετή στις δημόσιες δαπάνες και γενικότερα ότι διαχειρίζεται προς όφελος των πολιτών τα εισπρατόμενα έσοδα, τότε περιορίζεται η τάση των πολιτών για φοροδιαφυγή. Το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των πολιτών: Εχει διαπιστωθεί ότι όσο χαμηλότερο είναι το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο, τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση για φοροδιαφυγή. Πιο αναλυτικά: Ο Wintrobe (2001), για την εξήγηση της ύπαρξης της φοροδιαφυγής, συνδέει τις έννοιες της ικανοποίησης από το κράτος των αναγκών των πολιτών και της τιμιότητας της κυβέρνησης και αναφέρεται σε τέσσερις διαφορετικές περυτττώσεις: 18

19 Α)Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δε μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους, και ακόμα και εάν τη θεωρούν τίμια, Θα προσπαθήσονν να φοροδιαφυγουν. Β)Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις δεν εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους και έτσι δεν είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν φόρους. Γ)Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις υποθέτουν ότι άλλοι ιδιώτες και επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν και προσπαθούν και οι ίδιοι να φοροδιαφύγουν. )Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι το φορολογικό σύστημα είναι δίκαιο και έτσι είναι πρόθυμοι ναπληρώνονν τους φόρους τους. Οι Feld and Freγ (2000) θεωρούν ότι ένας άλλος παράγοντας που εξηγεί τη φοροδιαφυγή είναι η φορολογική ηθικη των πολιτών, που τη συνδέουν με θεσμικά θέματα. Οι Gerxhani Schram (2002), εξετάζοντας την φοροδιαφυγή σε μια αναπτυγμένη χώρα και σε μια λιγότερο αναπτυγμένη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η φοροδιαφυγή διαφοροποιείται μεταξυ ομάδων και χωρών. Για τον Gerxhani (2002), οι διαφορές αυτές αποδίδονται στη διασύνδεση που υπάρχει μεταξύ των μη επίσημων θεσμών (π.χ. νόμοι και κανόνες) και των μη επίσημων θεσμών (π.χ. πρότυπα και πολιτισμός). Οι Cowell and Gordon (1988) βρήκαν ότι, σε ένα περιβάλλον φθίνουσας αποστροφής των πολιτών για τον κίνδυνο εντοπισμού και τιμωρίας τους και περιορισμένης παροχής δημόσιων αγαθών από το κράτος, μια αύξηση από την κυβέρνηση τον φορολογικού σνντελεστή θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της φοροδιαφυγής από τους ιδιώτες. Η θετική σχέση μεταξύ του φορολογικού συντελεστή και της φοροδιαφυγής επαλυθεύεται σε πολλές εμπειρικές εργασίες, όπως των Clotf (1983), Crane and Nourzad (1986) και Baldry (1987). Τέλος ο Bordingnon (1992) εκτιμά ένα υπόδειγμα στο οποίο η συμμόρφωση ή όχι στις φορολογικές υποχρεώσεις ενός φορολογγούμενου εξαρτάται από τη δομή τον φορολογικού συστήματος, το μέγεθος των δημόσιων δαπανών και την αντίληψη που υπάρχει για την ύπαρξη φοροδιαφυγής από άλλους φορολογούμενος. Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων δείχνουν να αυξάνει η φοροδιαφυγή με την αύξηση τον φορολογικού σνντελεστή επίσης η αίσθηση που υπάρχει για την εντιμότητα που διακρίνει τις δημόσιες δαττάνες είναι μια ακόμη μεταβλητή που επηρεάζει τη φοροδιαφυγή. 19

20 2.3 Η ΦΟΡΟ ΙΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Αγαπητός σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας με τίτλο «Το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα» υποστηρίζει ότι οι κυριότερες αιτίες αύξησης της φοροδιαφυγής είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η κακή διάρθρωση της οικονομίας, η ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών και ειδικότερα των φοροτεχνικών υπηρεσιών, η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου, ο μη δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης, η σπάταλη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, οι επιεικείς ποινές για τις φορολογικές παραβάσεις, η ύφεση και ο μεγάλος δημόσιος τομέας ο οποίος συνεπάγεται υψηλό βαθμό κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομική δραστηριότητα. Το μέγεθος της φοροδιαφυγής : Είναι κοινά παραδεκτό ότι στην Ελλάδα το μέγεθος της φοροδιαφυγής είναι εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί κοινοτοπία και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το μεγάλο μέγεθος της φοροδιαφυγής έχουν καταγραφεί στο παρελθόν: είναι το υψηλό μέγεθος της παραοικονομίας, το οποίο κατά άλλους φθάνει το 35% του ΑΕΠ και κατ' άλλους το 30%, οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας, οι οποίοι υπερβαίνουν το ποσοστό 40%, η χαμηλή παραγωγικότητα των ελεγκτικών υπηρεσιών και ο μεγάλος αριθμός των αυτοαπασχολουμένων. Μέθοδοι μέτρησης της φοροδιαφυγής υπάρχουν πολλές. Όλες όμως παρουσιάζουν δυσκολίες οι οποίες οδηγούν σε πλάνες και παραλείψεις. Η συνήθης μέθοδος μέτρησης της φοροδιαφυγής είναι αυτή των εθνικών λογαριασμών με την οποία υπολογίζεται η απόκλιση μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε στις φορολογικές αρχές και του εισοδήματος που κατεγράφη στους εθνικούς λογαριασμούς. Η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα και για την οποία γίνεται πολύς λόγος δεν επιχειρεί τη μέτρηση της φοροδιαφυγής. Καταγράφει κατά κατηγορία φόρου, οικονομικό τομέα ή 20

21 επαγγελματική δραστηριότητα τους συνηθέστερους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνονται τα φαινόμενα της φοροδιαφυγής στην πράξη και εξετάζει τη σύνδεση παραοικονομίας και φοροδιαφυγής με τη διαφθορά στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Μέτρηση του μεγέθους της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα επιχειρεί ο καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Αγαπητός στη μελέτη του «Το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα». Για τον προσδιορισμό του ύψους της φοροδιαφυγής χρησιμοποιείται η μέθοδος των εθνικών λογαριασμών. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής, με τις επιεικέστερες υποθέσεις η φοροδιαφυγή στον τομέα του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων το 1996 υπερέβαινε τα 530 δισ. δρχ. και το 1997 τα 570 δισ. δρχ., δηλαδή άνω του 40% του εισπραττόμενου φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ενώ η φοροδιαφυγή στον Φόρο Προστιθεμένης Αξίας ανήλθε το 1997 σε 1.130 δισ. δρχ. Συμπερασματικά η φοροδιαφυγή στο σύνολο του φόρου το 1997 υπερέβη τα 2 τρισ. δρχ., γεγονός που σημαίνει ότι κατά το έτος αυτό φοροδιέφυγαν 26% επιπλέον έσοδα. Ποιοι φοροδιαφεύγουν : Όπως καταγράφεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ και ακόμη στη μελέτη του καθηγητή κ. Γ. Αγαπητού, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι έχουν ελάχιστες δυνατότητες φοροδιαφυγής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο φόρος εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες παρακρατείται στην πηγή. Παρ' όλα αυτά πολλοί μισθωτοί και συνταξιούχοι κατορθώνουν να αποκρύψουν μέρος του εισοδήματός τους είτε για να αποφύγουν τη φορολόγησή του είτε για άλλους λόγους. Το φαινόμενο παρατηρείται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει πολλαπλή απασχόληση, οπότε ανακύπτει θέμα καταβολής φόρου πέραν του παρακρατηθέντος. Η φοροδιαφυγή στον φόρο εισοδήματος εντοπίζεται κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους αυτοαπασχολουμένους, στις μικρές επιχειρήσεις, στους εργολάβους ανέγερσης οικοδομών και στις υπο ή υπερτιμολογήσεις των ανωνύμων εταιρειών. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η φοροδιαφυγή στα ελευθέρια επαγγέλματα παρατηρείται κυρίως με τη μη έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών ή με την έκδοση αυτού του δελτίου με ανακριβές τίμημα. Στον 21

22 κατασκευαστικό τομέα η φοροδιαφυγή εκδηλώνεται με την εμφάνιση εικονικών τιμολογίων που έχουν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση των δαπανών σε επίπεδα πολύ υψηλότερα των πραγματικών, ενώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες στερούνται επαρκούς λογιστικής οργάνωσης η φοροδιαφυγή διαπράττεται με ποικίλους τρόπους. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της μελέτης του ΙΟΒΕ, φοροδιαφυγή εκδηλώνεται στα εισοδήματα από ενοίκια και στο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση, στους εισοδηματίες και στους γεωργούς, στην ενοικίαση αυτοκινήτων, στα τέλη κυκλοφορίας, στη φορολογία μεταβίβασης, στον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, στον Φόρο Προστιθεμένης Αξίας, ουσιαστικά παντού όπου υπάρχει δυνατότητα απόκρυψης εισοδήματος. Τι πρέπει να γίνει : Σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή κ. Γ. Αγαπητού, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να επιτευχθεί με ευκαιριακά μέτρα. Χρειάζονται συστηματική μεθόδευση και προγραμματισμός ενεργειών. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, να παύσει το κράτος να ασκεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα και τον υψηλό βαθμό παρεμβάσεων, να μειωθούν οι συντελεστές φορολογίας και να υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση του προϊόντος της φορολογίας. Θα πρέπει εξάλλου, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, να παύσει το φορολογικό σύστημα να είναι συγκεντρωτικό και να επηρεάζεται ως προς τα έσοδα από τις πολιτικές εξελίξεις αφού έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο τις παραμονές εκλογών οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να βρίσκονται σε ύπνωση. Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πολύπλοκο και δαιδαλώδες με αποτέλεσμα να συμβάλει στην εμφάνιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής. Θα πρέπει να αποκτήσει απλότητα και διαφάνεια. 22

23 2.4 ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑOΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟ ΙΑΦΥΓΗ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ Το υπόβαθρο της παρακάτω ανάλυσης βασίζεται σε δυο σημαντικά άρθρα του Βασίλειου Μανεσιώτη (1990) (1994).Αρχικά η φοροδιαφυγή διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Πρώτον η φοροδιαφυγή που σχετίζεται με την τρέχουσα συνολική οικονομική δραστηριότητα (εισόδημα συντελεστών παραγωγής του τρέχοντος οικονομικού έτους κ.λπ.) και δεύτερον, φοροδιαφυγή που δε σχετίζεται με την τρέχουσα συνολική οικονομική δραστηριότητα (φορολογία μεταβιβάσεως κληρονομιών κλπ.). Αρχικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εφόσον η φοροδιαφυγή σχετίζεται με την τρέχουσα και μη-τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα και η παραοικονομία μόνο με την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι δυο υπό εξέταση έννοιες ταυτίζονται. Αλλά 23

24 οι μεγαλύτερες και πιο περίπλοκες διαφορές μεταξύ της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής δεν στρέφονται στη μη-τρέχουσα συνολική οικονομική δραστηριότητα αλλά στην περίπτωση της τρέχουσας οικονομικής δραστηριότητας. Οι διαφορές αυτές γίνονται κατανοητές με τη βοήθεια του παρακάτω πίνακα. Ο ανωτέρω πίνακας εξηγεί τη σχέση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Πιο συγκεκριμένα η οριζόντια διάσταση επεξηγεί την τρέχουσα δραστηριότητα που πρέπει να καταγραφεί σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνονται παραπάνω αλλά για κάποιους λόγους ένα κομμάτι αυτής δεν καταγράφεται. Έτσι έχουμε δύο διαστάσεις της παραοικονομίας (καταγραφόμενη και μη καταγραφόμενη). Η κάθετη διάσταση περιλαμβάνει τα εισοδήματα που προκύπτουν από τη συνολική οικονομική δραστηριότητα και φορολογούνται άμεσα και τις τρέχουσες συναλλαγές που φορολογούνται έμμεσα. Από την παραπάνω ταξινόμηση μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα τεταρτημόρια. Στο πρώτο τεταρτημόριο (Ι) έχουμε την ιδανική κατάσταση χωρίς φοροδιαφυγή και παραοικονομία. Στην περίπτωση αυτή οι φορολογικές αρχές είναι ενήμερες και μπορούν να ανιχνεύσουν ολόκληρη την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα κάθε υπόχρεος είναι τόσο 24

25 γενναιόδωρος που δεν αποκρύπτει το πραγματικό εισόδημα (ή οι οικονομικές υπηρεσίες είναι τόσο αποτελεσματικές που μπορούν ελέγξουν τον καθένα φορολογούμενο). Με άλλες λέξεις το πρώτο τεταρτημόριο είναι η περίπτωση που δεν υπάρχει ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ δυνητικού παραοικονομούντα και του ρυθμιστή(regulator). Στο δεύτερο τεταρτημόριο (ΙΙ) μπορούμε να διακρίνουμε μια όχι και τόσο κοινή περίπτωση κατά την οποία αν και η προστιθέμενη αξία μερικών δραστηριοτήτων, για διάφορους λόγους, δεν καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς εντούτοις τα αντίστοιχα εισοδήματα που αποκτώνται δηλώνονται κανονικά και οι φόροι που αντιστοιχούν σε αυτά τα εισοδήματα πληρώνονται από τους υπόχρεους. Στην περίπτωση ΙΙ εμπίπτουν κυρίως νέες οικονομικές δραστηριότητες για τις οποίες δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα κατάλληλο θεσμικόπλαίσιο με αποτέλεσμα να μην παρακολουθούνται από τις στατιστικές υπηρεσίες. Στο τρίτο τεταρτημόριο(ιιι) μπορούμε να δούμε την περίπτωση φοροδιαφυγής χωρίς παραοικονομία. Σε αυτήν την περίπτωση οι Εθνικοί Λογαριασμοί καταγράφουν την προστιθέμενη αξία στην οικονομία από κάποιες δραστηριότητες αλλά τα εισοδήματα και οι συναλλαγές από αυτές τις δραστηριότητες δεν δηλώνονται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και αρκετά επίκαιρο λόγω της ραγδαίας αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας είναι η εκτεταμένη απόκρυψη εισοδημάτων από τους οικοδόμους. Η προστιθέμενη αξία μιας οικοδομής μπορεί να καταγραφεί αυτοί όμως που καρπώνονται τα αντίστοιχα εισοδήματα φοροδιαφεύγουν σε μεγάλη κλίμακα. Στο IV τεταρτημόριο συναντάμε την περίπτωση συνύπαρξης φοροδιαφυγής και παραοικονομίας. Στην περίπτωση IV τα εισοδήματα που κερδίζονται στην παραοικονομία όχι μόνο διαφεύγουν από τις στατιστικές υπηρεσίες αλλά και οι αντίστοιχοι φόροι αυτών των εισοδημάτων δεν εισπράττονται από τις οικονομικές υπηρεσίες. 25

26 Γενικά, εάν συμβολίσουμε τη συνολική φοροδιαφυγή με F, το υποσύνολο της φοροδιαφυγής που συσχετίζεται με την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα με Φ, και την παραοικονομία με Π, διαγραμματικά έχουμε: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι Φ Π. Αυτό αντιστοιχεί στην περίπτωση IV. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι Φ Π = IV είναι διαφορετικό από χώρα σε χώρα και εξαρτάται από το θεσμικό πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα, το βαθμός κρατικής παρέμβασης, την τεχνολογία των φορολογικών υπηρεσιών, από τις μεθόδους υπολογισμού των εθνικών λογαριασμών κλπ. Έτσι a priori δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτεθεί ότι Φ =Π. Επίσης F Π. Σε πολλές χώρες οι εθνικοί Λογαριασμοί δεν διαμορφώνονται σύμφωνα με τις φορολογικές επιστροφές. 26

27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α 3.1 ΜΕΛΕΤΕΣ-ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΥΨΟΥΣ ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 'Όλες οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα δείχνουν ότι οι μη καταγραφόμενες οικονομικές δραστηριότητες παραμένουν ένα αρκετά υψηλό ποσοστό του επίσημου ΑΕΠ, χωρίς να παρατηρούνται τάσεις διαχρονικής μείωσης τον. Στον παρακάτω πίνακα γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων μελετών και των εκτιμήσεων τους για το ύψος της παραοικονομίας στην Ελλάδα. ΜΕΛΕΤΗ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ Παυλόπουλος 1987 30% του ΑΕΠ το1984 Νεγρεπόντη- ελιβάνη,1990 4,5% του αστικού ΑΕΠ το1970, 11% το 1980 και 25% το 1985 Βαβουρας,Καραβίτης και 25% του ΑΕΠ το 1960. 22,8% το Τσούχλου, 1990 1970, 23% 1980 και 31,6 α 5το 1988 Κανελλόπουλος, Κουσουλάκος, 27,6% του ΑΕΠ το 1982 και 34,6% Ράπανος, (ΚΕΠΕ),1995 το 1988 Schneider and Enste, 2000 29.6% του ΑΕΠ το 1994-95,30,1% το1996-97 Μανολάς και Βαβούρας, 2001 33,9% του ΑΕΠ το 1961, 28,7% το 1970, 30,5% το 1980, 33,1% το 1990 και 29,1 %το 1998 Τάτσος (ΙΟΒΕ), 2001 26,1% του ΑΕΠ το 1360, 28,3% το 1970, 28,3% το 1980, 32,3% το 1990 και 36,7% το 1997 CESifo 26% του ΑΕΠ το 1994, 28,5% το 2001/2002 ΟΟΣΑ 25-30 του ΑΕΠ το 2006 ΟΟΣΑ 25-37% του ΑΕΠ 2009 27

28 Η πρώτη συστηματική προσπάθεια εκτίμησης της έκτασης του φαινομένου της παραοικονομίας στην Ελλάδα έγινε από τον Παυλόπουλο (l987). Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε συνίσταται στη συστηματική διερεύνηση του τρόπου υπολογισμού της παραγωγής όλων των κλάδων καιι υποκλάδων της οικονομίας πού συνιστούν το ΑΕΠ, με σκοπό τον εντοπισμό εκείνων των περιπτώσεων όπου είναι πιθανή η σημαντική υποεκτίμηση της προστιθέμενης αξίας και κατά συνέπεια η ύπαρξη εκτεταμένης παραοικονομίας. Ουσιαστικά δηλαδή επανεκτιμήθηκαν οι Εθνικοί Λογαριασμοί. Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, οι οποίες αφορούσαν το έτος 1984, το μέγεθος της παραοικονομίας ωs ποσοστό του επίσημου ΑΕΠ ανερχόταν στο 30%. Σημειώνεται ότι κατά τις εκτιμήσεις αυτές, η παραοικονομία εμφάνιζε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστα όσον αφορά το δευτερογενή τομέα, στον κλάδο των κατασκευών (71,1%), ενώ όσον αφορά τον τριτογενή τομέα, στους κάδους των κατοικιών (90,9%), των διαφόρων υπηρεσιών (64,9%), της υγείας-εκπαίδευσης (30,1%) και των μεταφορών -επικοινωνιών (29,7%). Επισημαίνεται όμως στη μελέτη ότι το ποσοστό του 30% ενδέχεται να βρίσκεται πλησιέστερα προς το ελάχιστο παρά προς το μέγιστο μέγεθος της παραοικονομίας εξαιτίας της ηθελημένης, ευσυνείδητης τάσης υιοθέτησης συντηρητικών παραδοχών στις περιοχές αυξημένης αβεεβαιότητας. Το 1990 δημοσιεύτηκαν δνο μελέτες οι οποίες αποσκοπούσαν στη διαχρονική εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας στην Ελλαδα. Η μία ήταν της Νεγρεπόντη- ελιβάνη και η άλλη των Βαβούρα, Καραβίτη και Τσούχλου. Η μελέτη της Νεγρεπόντη- ελιβάνη (1990) στηρίζεται στην εκτίμηση ενός μακροοικονομικού υποδείγματος στο οποίο η εξαρτημένη μεταβλητή της παραοικονομίας δίνεται από το ποσό που πρέπει vα προστεθεί κάθε χρόνο στα επίσημα εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων, ώστε η τιμή του "α" στη συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas να ισούται με 0,75 (όπου η τιμή τον "α" δίνεται από το λόγο δυο ποσοστών και συγκεκριμένα, της συμμετοχής των μισθών στο συνολικό εισόδημα των αστικών τομέων διά της συμμετοχής των μισθωτών στο σύνολο της αστικής απασχόλησης). Με βάση τη μέθοδο αυτή έγινε εκτίμηση τον μεγέθους της παραοικονομίας για την περίοδο 1970-85. Συγκεκριμένα, η παραοικονομία εκτιμήθηκε ως ένα πολύ χαμηλό ποσοστό τον 28

29 ΑΕΠ μέχρι το έτος 1976 (από 0% - 4,5 %), ενώ για την περίοδο 1977-85, ως ένα αυξημένο ποσοστό, το οποίο μάλιστα κατά την περίοδο 1980-85 έβαινε σταθερά αυξανόμενο (από 10,9% του ΑΕΠ το 1980, σε 24,9%ο το 1985). Οι Βαβουρας, Καραβίτης και Τσούχλου (1990), ακολουθώντας τη νομισματική προσέγγιση της παραοικονομίας, εξειδίκευσαν ένα υπόδειγμα ζήτησης χρήματος, από το οποίο προκύπτει η εκτίμηση της διαχρονικής εξέλιξης της παραοικονομίας, στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1958-88. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, κατά τη δεκαετία τον '60 η παραοικονομία παρέμεινε ένα σταθερό ποσοστό τον ΑΕΠ, το οποίο κνμαινόταν γύρω στο 24%, ενώ κατά τις αρχές της δεκαετίας τον '70 σημείωσε μια μικρή πτώση (από 23% σε 20% του ΑΕΠ) και κατόπιν αυξανόταν σταθερά. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1973-88 εκτιμάται ότι αυξήθηκε από το 20% στο 32% του επίσημου ΑΕΠ. Το 1995 δημοσιευτηκε από μελετητική ομάδα τον ΚΕΠΕ (Κανελλόττονλος et α1., 1995) εκτίμηση της παραοικονομίας στην Ελλάδα. Η μελέτη ακολούθησε τη μέθοδο της σύγκρισης των αποκλίσεων μεταξύ ανεξάρτητων εκτιμήσεων της ίδιας μακροοικονομικής μεταβλητής. Συγκεκριμένα, συγκρίνονταν τα κονδύλια ιδιωτικής κατανάλωσης των Εθνικών Λογαριασμών με τα αντίστοιχα των Ερευνών Οικογενειακων Προυπολογισμών. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η παραοικονομία εκτιμήθηκε στο 27,6% του ΑΕΠ για το 1982 και στο 34,6% για το 1988. 'Οσον αφορά το 1982, τα υψηλοτερα ποσοστά της παραοικονομίας εκτιμάται ότι σημειώθηκαν στους κλάδους της μεταποίησης (785), της υγείας-εκπαίδευσης-αναψυχής (42,1%), των κατοικιών (34,3%) και του εμπορίου (33,1%), ενώ το 1988 στους κλάδος της μεταποίησης (85,9%), της υγείας-εκπαίδευσης-αναψυχής (84,7%), των μεταφορών-επικοινωνιών (43,8%) και του εμπορίου (43,5%). Η μελέτη των Manolas and Vavouras (2001) ακολούθησε επίσης τη νομισματική προσέγγιση της παραοικονομίας, αλλά χρησιμοποίησε τα αναθεωρημένα στοιχεία τού ΑΕΠ βασισμένα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών. Στη μελέτη γίνεται αποδεκτό ότι το ύψος της παραοικονομίας επηρεάζεται από το μέγεθος του μετρούμενου εισοδήματος, το ύψος της μέσης φορολογικής επιβάρυνσης στην οικονομία, την απόκλιση των καταβαλλόμενων φόρων από τους αναμενόμενους, πού αποτελή ένα μέτρο της προσδοκημένης μεταβολής της φορολογικής επιβάρυνσης, καθώς και από την 29

30 αύξηση τον επιπέδου των τιμών. Σύμφωνα με την εργασία αυτή, το μέσο ποσοστό της παραοικονομίας ήταν 33,1% στη δεκαετία τον '60, 29,0% στη δεκαετία τον '70, 32,1 % στη δεκαετία τον '80 και 31,7% στη δεκαετία τον '90. Αξιοσημείωτο είναι ότι το συμπέρασμα της μελέτης ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα φαίνεται ότι επηρεάζεται από τους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους και ότι μετά το 1994 παρατηρείται μια σαφής τάση σταδιακής μείωσης τον ποσοστού της παραοικονομίας. Από 33,1% πού εκτιμήθηκε ότι ήταν το 1993, η παραοικονομία μειώθηκε σε 29,1% το 1998. Το 2001 δημοσιεύτηκε και μια μελέτη τον ΙΟΒΕ πον έγινε από ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Ν. Τάτσο (Τάτσος et α1.. 2001). Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, το ποσοστό της παραοικονομίας εκτιμάται ότι ξεπερνά το 35%ο τον ΑΕΠ (το 1997) και διαχέεται σχεδόν σε όλους τους κλάδους και δραστηριότητες της οικονομικής ζωής. Οι διαχρονικές εκτιμήσεις τον μεγέθους της παραοικονομίας, που στηρίζονται σε μια νομισματική προσέγγιση της παραοικονομίας, δείχνουν μια επιταχυνόμενη τάση της παραοικονομίας. Συγκεκριμένα το ποσοστό της μη καταγραφόμενης οικονομικής δραστηριότητας εκτιμήθηκε ότι ήταν 26,1% τον ΑΕΠ το 1960, 28,3% το 1970, 28,3% το 1980, 32,3% το 1990 χαι 36,7% το 1997.. Ο Παυλόπουλος (2002) θεωρεί ιδιαίτερα χαμηλά τα ποσοστά παραοικονομίας πον εκτιμά η μελέτη και ιδιαίτερα την εκτίμηση για μακροπρόθεσμη ανοδική τάση του προκύπτοντας ποσοστού της παραοικονοιας Με βάση αυτό, αμφισβητεί την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των έμμεσων μεθόδων, καθ' όσον τουλάχιστον αφορά τις εφαρμογές αυτών στην Ελλαδα και θεωρεί απίθανο, μετά την αναθεώρηση προς τα άνω τον ΑΕΠ, να παραμένει στατιστικώς διαφευγονσα οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα πού να υπερβαίνει το 15%. Όσον αφορά την κατανομή των παραοικονομουντων νοικοκυριών κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, οι απασχολούμενοι στη "γεωργία", στις "μεταποιητικές βιομηχανίες" και στο "χονδρικό και λιανικό εμπόριο", με αντίστοιχα ποσοστά 11,2%, 11,1% και 9,6% καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις. Υψηλά ποσοστά παραοικονομίας και μάλιστα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή 'Ένωση και στον ΟΟΣΑ, δείχνουν και συγκριτικές μελέτες πού έχουν γίνει για την παραοικονομία στον Ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο χώρο. Για παράδειγμα, μελέτη των Schrιeider and Enste (2000), κατατάσσει την Ελλάδα 30