Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006 Θέμα 2 ον : Η δικαστική λειτουργία αποτελεί μία από τις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους. Ειδικότερα, η διοικητική δικαιοσύνη παρέχει έννομη προστασία στον πολίτη απέναντι στη δημόσια εξουσία και ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων και τη νομιμότητα της διοίκησης. Α) Αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της διοικητικής δικαιοσύνης. Σχέσεις της διοικητικής δικαιοσύνης προς τις άλλες κρατικές λειτουργίες (νομοθετική εκτελεστική) στο πλαίσιο της αρχής διάκρισης των εξουσιών. Β) Θεωρείτε ότι η υπέρβαση των ορίων γενικά της δικαστικής λειτουργίας αφενός και οι περιπτώσεις διαφθοράς δικαστικών λειτουργών αφετέρου επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία μιας φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και με ποιον τρόπο; Πως νομίζετε ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα παραπάνω φαινόμενα; (Ενδεικτικός) Πρόλογος: Η δικαστική λειτουργία είναι άμεσα συνυφασμένη με την έννοια της δικαιοσύνης, η οποία στα πλαίσια του Συντάγματος νοείται με διττό τρόπο. Η δικαιοσύνη γίνεται κατ αρχάς αντιληπτή ως το θεμελιώδες δικαίωμα έννομης προστασίας του ατόμου, ταυτίζεται παρόλα αυτά και με την τρίτη θεμελιώδη λειτουργία του κράτους (Αρθρ.26 3), τη δικαστική λειτουργία. Η δικαστική λειτουργία εμφανίστηκε ήδη στις πρώτες ανθρώπινες οργανωμένες κοινωνίες ως απαγόρευση της αυτοδικίας και ρύθμιση των διαφορών που προέκυπταν μεταξύ των ατόμων. Όμως μετά τον 18 ο αιώνα, η δικαστική λειτουργία με την ανεξάρτητη δράση της αποτέλεσε συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου ενώ η υπεροχή του Νόμου έναντι όλων και ο περιορισμός της
κρατικής δράσης οδήγησαν στη διεύρυνση του περιεχομένου της και στην εμφάνιση της διοικητικής δικαιοσύνης. Κυρίως Θέμα: Η έννοια και το περιεχόμενο της διοικητικής δικαιοσύνης. Το διοικητικό δίκαιο. Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα σήμερα ασκείται από τα διοικητικά δικαστήρια (διοικητικά πρωτοδικεία, διοικητικά εφετεία, ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο). Εκτός της συγκεκριμένης καθ ύλην αρμοδιότητάς της, η διοικητική δικαιοσύνη ακολουθεί τις αρχές και απολαμβάνει τα προνόμια που αναγνωρίζονται στο σύνολο της δικαστικής λειτουργίας και των λειτουργών της. Η απονομή δικαιοσύνης ως θεμελιώδες δικαίωμα: Αναφορές γίνονται στα Αρθρ.6 1, 9 1, 14, 17, 23 2. Παρόλα αυτά η (διοικητική) δικαιοσύνη ως θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρώνεται κυρίως στα Αρθρ.20 και Αρθρ.8. Άρθρ.20: Το δικαίωμα στη δικαστική προστασία (ή δικαίωμα ακρόασης) θεσπίζει το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια. Αποτελεί κατ αρχήν ατομικό δικαίωμα, με την έννοια της (αγώγιμης) αξίωσης έναντι της πολιτείας να μην εμποδίζει, με νομοθετικούς ή άλλους περιορισμούς, την επιδίωξη δικαστικής ακρόασης και προστασίας σε διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή κανόνων του δημοσίου δικαίου. Παράλληλα, το δικαίωμα ακρόασης έχει και κοινωνική διάσταση, με την έννοια ότι δημιουργεί την (μη αγώγιμη) υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει στους πολίτες μια σειρά μέτρων και προϋποθέσεων, που αφενός αφορούν θεσμικές εγγυήσεις οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης (ύπαρξη δικαιοδοτικού μηχανισμού, διασφάλιση πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής οριστικής και προσωρινής- προστασίας, ύπαρξη διοικητικών δικαστηρίων για διοικητικές διαφορές, ποινικών για ποινικές, πολιτικών για αστικές κλπ.) και αφετέρου οργάνωσης της δίκης (εξασφάλιση έκδοσης «ορθής» απόφασης σε εύλογο χρόνο κλπ). Αρθρ.8: Η αρχή του «νόμιμου δικαστή». Επίσης ατομικό δικαίωμα με κοινωνική διάσταση, αφορά στην απαγόρευση αφαίρεσης υπόθεσης από δικαστή που ορίζεται εκ των προτέρων ως αρμόδιος από τον νόμο και την υπαγωγή της υπόθεσης σε δικαστή ορισμένο εκ των υστέρων και επί τούτου (ad hoc). Μέσα έννομης προστασίας ακυρώσεως, προσφυγή, αγωγή. του διοικούμενου (ένδικα βοηθήματα): Αίτηση
Παράλληλα και όχι δευτερεύοντος, η διοικητική δίκη υπηρετεί και τον έλεγχο τήρησης της αρχής της νομιμότητας της Διοίκησης καθώς και τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Δικαστικός έλεγχος νομιμότητας της Δημόσιας Διοίκησης: Ορισμός αρχής νομιμότητας της διοίκησης ως βασικής αρχής του (τυπικού) κράτους δικαίου. Ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων (ή παραλείψεων) της διοίκησης συνεπάγεται την ακύρωσή (όχι την τροποποίηση) τους. Ασκείται δικαστικά στα πλαίσια της διοικητικής δικαιοσύνης και αφορά στις ακυρωτικές διαφορές (και όχι διαφορές ουσίας), βάσει των οποίων ελέγχεται εάν η διοικητική πράξη ή παράλειψη είναι σύμφωνη με τους κανόνες δικαίου. Το Αρθρ.95 Σ. αναφέρεται στην (αποκλειστική) αρμοδιότητα ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου. Ο ακυρωτικός έλεγχος ακριβώς αφορά στον έλεγχο νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας- μιας διοικητικής πράξης. Λόγοι ακυρώσεως της πράξης μπορεί να είναι η αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, η παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης, η παράβαση νόμου, η κατάχρηση εξουσίας. Θεσμός δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων (Αρθρ.93 4 του Συντάγματος) Αντικείμενο της δικαστικής λειτουργίας στην περίπτωση αυτή δεν είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά δικαιϊκή ποιότητα ενός κανόνα δικαίου με κριτήριο το Σύνταγμα (συνταγματική δικαιοσύνη, 20 ος αιώνας). Χαρακτηριστικά ελέγχου: κατασταλτικός, διάχυτος (όχι μόνο από τα διοικητικά δικαστήρια), παρεμπίπτων, ουσιαστικός. Η κρίση ενός δικαστηρίου για τη συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου δεν δεσμεύει τυπικά τα υπόλοιπα δικαστήρια. Στην πράξη παρόλα αυτά είθισται τα ανώτατα δικαστήρια (και ιδίως το ΣτΕ) να δεσμεύουν με τις αποφάσεις τους τα κατώτερα. Τέλος, να σημειωθεί ότι ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να παραμερίσει ή ακόμα και να θέσει σε αχρησία ένα νόμο, δεν μπορεί παρόλα αυτά να τον ακυρώσει ή να τον τροποποιήσει. Το έργο αυτό αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη (Βουλή). Ο θεσμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η απονομή δικαιοσύνης στα πλαίσια του άρθρου 26 περί διάκρισης λειτουργιών. Η αρχή διάκρισης των λειτουργιών είναι καθοριστική για την οργάνωση της Πολιτείας (εξουσία+ κοινωνία). Αποτελεί την οργανωτική βάση του πολιτεύματος που σκοπό έχει την πολιτική ελευθερία των κρατικών οργάνων, αλλά και των έλεγχο της νομιμότητας των λειτουργιών.
Συνταγματικά κατοχυρώνεται με το Αρθρ.26 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Αρθρ.26 1), η εκτελεστική λειτουργία από την Κυβέρνηση και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (Αρθρ.26 2) και η δικαστική λειτουργία από τα δικαστήρια (Αρθρ.26 3). Ως λειτουργία του κράτους, η απονομή δικαιοσύνης αναφέρεται στο Τμήμα Ε, Αρθρ.87-100 του Συντάγματος. Αρθρ.87: Το περιεχόμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι η απονομή δικαιοσύνης. Ως τέτοια στο παρόν τμήμα του Συντάγματος νοείται το θετικό, ισχύον δίκαιο, η εφαρμογή δηλαδή των υπαρχόντων κανόνων δικαίου. Η δικαιοσύνη διακρίνεται άλλοτε εύκολα, άλλοτε λιγότερο εύκολα από τις άλλες δύο κρατικές λειτουργίες τη νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία. Νομοθετική λειτουργία: διακρίνεται από τη δικαστική γιατί στην πρώτη αναφερόμαστε σε παραγωγή δικαίου ενώ στη δεύτερη σε εφαρμογή αυτού. Ακόμα και όταν η δικαστική λειτουργία παράγει δίκαιο διακρίνεται από τη νομοθετική στη βάση της προθέσεως. Στην περίπτωση της δικαστικής λειτουργίας ο στόχος είναι η εφαρμογή του δικαίου και η απόδοση δικαιοσύνης, στην περίπτωση της νομοθετικής λειτουργίας οι παραγωγή δικαίου είναι αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης. Εκτελεστική λειτουργία: δυσκολότερη διάκριση εφόσον και εδώ γίνεται λόγος για εφαρμογή κανόνων δικαίου. Τα κριτήρια διάκρισης των δύο λειτουργιών είναι και εδώ τελολογικά. Στην περίπτωση της εκτελεστικής λειτουργίας οι αποφάσεις λαμβάνονται με πολιτικά, όχι νομικά, κριτήρια και σκοπό έχουν την διαμόρφωση πολιτικής για την ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος. Δημοκρατική νομιμοποίηση των δικαστικών λειτουργών και της δικαιοδοτικής λειτουργίας αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο διάκρισης από τις άλλες δύο κρατικές λειτουργίες. Το Αρθρ.87 επίσης κατοχυρώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και το ανέλεγκτο των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων. Αναφορά στο Αρθρ.93 2,3, όπου καθιερώνεται η αρχή διαφάνειας ως θεσμικό αντίβαρο στο ανέλεγκτο της δικαστικής λειτουργίας (αρχή δημοσιότητας της δίκης, αρχή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης αποφάσεων, αρχή υποχρεωτικής δημοσίευσης μειοψηφούσας γνώμης). Β Μέρος: Ορισμός & χαρακτηριστικά του φαινομένου της διαφθοράς γενικά:
Ως διαφθορά ορίζεται η χρήση της δημόσιας εξουσίας κατά τρόπο που να αποτελεί παράβαση του νόμου ή παράβαση δημοσίου καθήκοντος ή απομάκρυνση από τους κανόνες της ηθικής, με αντάλλαγμα ή με προσδοκία προσωπικού χρηματικού κέρδους, ισχύος ή γοήτρου ή προς όφελος μιας ομάδας ή τάξης. Χαρακτηριστικά: Μετέχουν κατά κανόνα πολιτικοί, κρατικοί ή ευρύτερα δημόσιοι αξιωματούχοι ή και απλοί υπάλληλοι. Υπεύθυνοι όμως είναι όλοι: πολιτειακά όργανα, Δημόσια Διοίκηση, κοινωνία, οικονομία, ομάδες πίεσης, απλοί πολίτες, Δεν αναφέρεται σε ιδιωτικές συναλλαγές, αλλά σε δημόσια δράση, Παρατηρείται σε περιπτώσεις που οι κατέχοντες την εξουσία θέλουν να αποκομίσουν προσωπικά κέρδη ή πολιτικά οφέλη, Ενίοτε η διαφθορά οργανώνεται σε κυκλώματα ή δίκτυα, Σύνδεση του φαινομένου της διαφθοράς στη Δημόσια Διοίκηση με τα φαινόμενα κομματικής και πολιτικής διαφθοράς. Ειδική αναφορά στη διαφθορά στη δικαστική λειτουργία και στους λόγους εμφάνισης του φαινομένου Επιπτώσεις του φαινομένου στην κοινοβουλευτική δημοκρατία - Διάβρωση συνταγματικών αρχών: Δημοκρατική αρχή: μέσω της ευθείας παραβίασης ή παρέκκλισης από τους κανόνες δικαίου που θεσπίζει το Κοινοβούλιο και επί της ουσίας εκφράζουν τη λαϊκή κυριαρχία και την υπέρτατη εξουσία του λαού και μέσω της κρίσης της πολιτικής ισότητας που συνεπάγεται η συγκέντρωση των πολιτικών πόρων σε κάποιους πολίτες κλπ. Τα παραπάνω στοιχεία επιφέρουν υποβάθμιση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και σχετικοποίηση και ποιοτική υποβάθμιση της ουσιαστικής νομιμοποίησης που οφείλει να διαθέτει κάθε δημοκρατική διακυβέρνηση (κρίση κοινοβουλευτισμού). Αρχή διαφάνειας και δημοσιότητας της κρατικής δράσης Αρχή κοινωνικού κράτους δικαίου: Στα πλαίσια του κράτους δικαίου η διαφθορά καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας και άλλα δομικά χαρακτηριστικά της όπως την αρχή της νομιμότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η διαφθορά στρέφεται εναντίον και του περιεχομένου της αρχής κοινωνικού κράτους που αφορά στην αναδιανομή με γνώμονα τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής (ουσιαστικής) ισότητας. Αρχή ισότητας: (υπό την τυπική και την ουσιαστική της διάσταση) Αρχή αξιοκρατίας
Αρχές σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Τρόποι αντιμετώπισης: Αρχή διαφάνειας (ειδική αναφορά στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση και ιδίως στο Αρθρ.98) Κατοχύρωση Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (Αρθρ.101Α), λειτουργεί ως θεσμός ελέγχου της διοικητικής δράσης (Συνήγορος του Πολίτη, ΑΣΕΠ κλπ.) και περιορίζει τις διοικητικές υποθέσεις που φτάνουν στα διοικητικά δικαστήρια (σεισάχθεια και αποτελεσματικότητα) Μισθολογική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών Καταπολέμηση της πολυνομίας, κωδικοποίηση των κανόνων δικαίου Χρήση νέων τεχνολογιών για επιτάχυνση των διαδικασιών και καταπολέμηση της γραφειοκρατίας Επίλογος: Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς σε κάθε έκφανση και λειτουργία του κράτους απαιτείται σαφώς ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και διακομματική συναίνεση ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα. Τα ενδεδειγµένα μέτρα πρέπει να έχουν τρεις στόχους, της πρόληψης, της καταστολής και της εκπαίδευσης των πολιτών (ρόλος Κοινωνίας των Πολιτών). Καλαντώνη Παναγιώτα Πολιτικός Επιστήμων LLM Νομική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ