ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΑΠΟ ΤΗ ΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ 2004 Καθ. ρ. h. c., Νίκος Γ. Ηγουµενάκης Ο Τουρισµός στην Ελλάδα αποτελεί σηµαντική οικονοµική δραστηριότητα, αφού η συµβολή του στη διαµόρφωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της χώρας είναι µεγαλύτερη από πολλούς άλλους κλάδους οικονοµικής δραστηριότητας. Παρ όλα αυτά, όµως, ο ελληνικός τουρισµός ήδη από τη δεκαετία του 1990 άρχισε να εισπράττει το τίµηµα των µεγάλων λαθών που διαπράχθηκαν από τα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1970 και µετά και που κατά ένα µεγάλο µέρος οφείλονταν στην αδυναµία των εκάστοτε πολιτικών εξουσιών της χώρας να χαράξουν και εφαρµόσουν µία ρεαλιστική τουριστική πολιτική, που θα οδηγούσε στην ορθολογιστική ανάπτυξη του ελληνικού τουρισµού. Τα προβλήµατα που αντιµετώπιζε και εξακολουθεί να αντιµετωπίζει η τουριστική προσφορά στην Ελλάδα είναι εδώ και χρόνια γνωστά. υστυχώς, όµως, οι προσπάθειες που έγιναν µέχρι σήµερα προς το σκοπό της αποτελεσµατικής αντιµετώπισής τους τόσο εκ µέρους των εκάστοτε πολιτικών εξουσιών, όσο και εκ µέρους των φορέων της τουριστικής προσφοράς δεν τελεσφόρησαν και αυτό γιατί τα µέτρα που πάρθηκαν κατά καιρούς αποδείχθηκαν στην πράξη λίγο πολύ ανεπαρκή και αναποτελεσµατικά, επειδή τις περισσότερες φορές ήταν αποσπασµατικά. Σε αυτό συνέτεινε µεταξύ άλλων και η ανυπαρξία ενός ολοκληρωµένου προγράµµατος τουριστικής
ανάπτυξης µε εφικτούς στόχους, που θα εξασφάλιζε από τη µία πλευρά την ορθολογιστική και απρόσκοπτη ανάπτυξη του τουρισµού και από την άλλη θα έδινε λύσεις σε πολλά από τα χρόνια προβλήµατά του. Αποτελεί κοινό µυστικό ότι ο τόσο σηµαντικός αυτός κλάδος οικονοµικής δραστηριότητας της ελληνικής οικονοµίας δίνει σήµερα έναν αγώνα για την επιβίωσή του σε µακριά ιστορική προοπτική, αλλά ταυτόχρονα και για την ένταξή του σε ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο µε το πέρασµα του χρόνου θα γίνεται ολοένα και ανταγωνιστικότερο. Σε αυτό συνηγορούν από τη µία πλευρά τα πρωτογενή στατικά µεγέθη, τα οποία κάθε άλλο παρά να δικαιολογήσουν µπορούν τον εφησυχασµό ορισµένων κύκλων και από την άλλη µία προσπάθεια που διαφαίνεται να καταβάλλεται από τους ιθύνοντες στον τουρισµό αποβλέπει στην ενίσχυση των τουριστικών υποδοµών, γενικά. Ειδικότερα δε εκείνων που θα βελτιώσουν αισθητά τη νοερή του εικόνα και θα τον καταστήσουν ανταγωνιστικό διεθνώς, όπως για παράδειγµα η δηµιουργία θεσµικών πλαισίων τόσο για την παραπέρα ανάπτυξή του, όσο και για τον εκσυγχρονισµό της υφιστάµενης τουριστικής υποδοµής και ανωδοµής για την αύξηση της ανταποδοτικότητας του τουριστικού προϊόντος, για την ανάπτυξη ειδικών και εναλλακτικών µορφών τουρισµού, που συµβάλλουν από τη µία πλευρά στην επιµήκυνση της τουριστικής περιόδου και από την άλλη στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, η οποία µέχρι σήµερα πραγµατοποιείται µε αργούς ρυθµούς. Αυτό είχε
αναπόφευκτα ως αποτέλεσµα η θέση του ελληνικού τουρισµού διεθνώς να εµφανίζει σηµεία στασιµότητας. Έχοντας ως δεδοµένη την υπάρχουσα τουριστική υποδοµή και ανωδοµή στον Ελλαδικό χώρο και µε βάση την αποκτηµένη διεθνή εµπειρία, συνειδητοποιήθηκε εκ µέρους των κρατούντων ότι θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό να καθοριστούν οι αναπτυξιακοί στόχοι του ελληνικού τουρισµού και να επιλεγούν κατάλληλα µέτρα και όχι ηµίµετρα για να επιχειρηθεί η ανάπτυξή τους. Έτσι, λοιπόν, θα µπορέσουν επιτέλους να δοθούν λύσεις στα προβλήµατα του τουρισµού στην Ελλάδα, ώστε να δηµιουργηθεί µία σύγχρονη και ανταγωνιστική νοερή εικόνα του, όπως το απαιτούν οι καιροί και το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Η ανάθεση της διοργάνωσης και τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004 στην πόλη της Αθήνας θεωρήθηκε από πολλούς η µεγάλη ευκαιρία για να αντιµετωπιστούν στο µέτρο του εφικτού πολλά από τα κακώς κείµενα στον τουρισµό, αρχής γενοµένης από την Αθήνα, ο τουρισµός της οποίας είχε πληγεί ανεπανόρθωτα εδώ και αρκετά χρόνια. Εκτιµήθηκε ότι η διοργάνωση της κορυφαίας αυτής αθλητικής εκδήλωσης, θα είχε ως φυσική συνέπεια χιλιάδες άτοµα απ όλα τα µέρη του κόσµου να επισκεφτούν την Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Ολυµπιακούς Αγώνες, πολλά από τα οποία θα συνδύαζαν την επίσκεψή τους αυτή µε την πραγµατοποίηση των καλοκαιρινών τους διακοπών στην Αθήνα ή εκτός αυτής σε διάφορους τουριστικούς προορισµούς στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα.
Η τουριστική εικόνα της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, που, όπως είναι γνωστό, επωµίστηκε το κύριο βάρος της υποδοχής και φιλοξενίας τόσο των αθλητών και των αθλητριών, που έλαβαν µέρους στους Ολυµπιακούς Αγώνες του 2004, όσο και αυτών που ήρθαν στην Αθήνα για να τους παρακολουθήσουν, δεν διέφερε πολύ από αυτήν της υπόλοιπης Ελλάδας. Η Αθήνα, όπως είναι γνωστό, υπήρξε ανέκαθεν πόλος έλξης διάφορων κατηγοριών τουριστών, λόγω της πληθώρας των τουριστικών και πολιτιστικών θελγήτρων της. Παρ όλα αυτά, όµως, δεν ήταν πριν τους Ολυµπιακούς Αγώνες σε θέση να προσφέρει υψηλής ποιοτικής στάθµης υπηρεσίες φιλοξενίας στους επισκέπτες της και ειδικότερα σε αυτούς που για οποιουσδήποτε λόγους θα ήθελαν να παραµείνουν στην Αθήνα για χρονικά διαστήµατα µεγαλύτερα του συνήθους. Τα προβλήµατα της Αθήνας, ως τουριστικού προορισµού είναι αναµφίβολα πολλά και ποικίλα, η δε αντιµετώπισή τους εκτός από χρονοβόρα είναι οπωσδήποτε και δαπανηρή. Αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως οι ιθύνοντες στον τουρισµό, πλην όµως σε αυτή τη φάση επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην πραγµατοποίηση έργων τουριστικής υποδοµής, που αναβάθµιζαν ποιοτικά µάλλον την ολιγοήµερη παραµονή των επισκεπτών της Αθήνας παρά την πολυήµερη. Τέτοιου είδους έργα τουριστικής και όχι µόνο υποδοµής ήταν η κατασκευή του Μετρό, του Τραµ, του Προαστιακού σιδηροδρόµου και του ιεθνούς Αεροδροµίου της Αθήνας στα Σπάτα, η κατασκευή
περιφερειακών αυτοκινητόδροµων και ανισόπεδων κόµβων, η πεζοδρόµηση εµπορικών δρόµων, η ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, η καταπολέµηση της µόλυνσης της ατµόσφαιρας και της ηχορύπανσης, η βελτίωση των κάθε είδους συγκοινωνιών και ο εκσυγχρονισµός των συγκοινωνιακών µέσων κ.α. Ειδικώς η κατασκευή του Μετρό, του Τραµ και του Προαστιακού σιδηροδρόµου συνέβαλαν αποφασιστικά στην ποιοτική αναβάθµιση της µετακίνηση των ατόµων στην Αθήνα και την ευρύτερη περιφέρειά της, ενώ παράλληλα αποσυµφόρησε αισθητά το Κέντρο της, το οποίο ειδικότερα κατά τους θερινούς µήνες µεταβαλλόταν σε πραγµατική κόλαση. Ας σηµειωθεί ότι η αποσυµφόρηση του Κέντρου της Αθήνας θα ήταν περισσότερο αισθητή, αν ταυτόχρονα πλησίον των σταθµών του Μετρό, εκτός του ακτυλίου, είχαν δηµιουργηθεί µεγάλοι χώροι στάθµευσης αυτοκινήτων. Ευνοηµένα από την ανάθεση της διοργάνωσης των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004, από την πόλη της Αθήνας, ήταν οπωσδήποτε και τα τουριστικά της καταλύµατα αλλά και γενικότερα της Αττικής, τα περισσότερα εκ των οποίων πριν τους Αγώνες ήταν ξεπερασµένα χρονικά, χαµηλών κατηγοριών και σε πολλές περιπτώσεις εγκαταστηµένα σε υποβαθµισµένες περιοχές της πρωτεύουσας. Για να µπορέσουν, λοιπόν, τα καταλύµατα αυτά να προσφέρουν στην πελατεία τους αξιοπρεπείς και ανταποδοτικές των χρηµάτων, που θα δαπανούσε αυτή για υπηρεσίες φιλοξενίες, καταρτίστηκαν ειδικά προγράµµατα για την
επέκταση, ανακαίνιση ή συντήρησή τους, τα οποία χρηµατοδοτήθηκαν µε τους αναγκαίους χρηµατικούς πόρους. Από τα προγράµµατα αυτά αποκλείστηκαν ξενοδοχειακές µονάδες της Αθήνας, οι παρεχόµενες υπηρεσίες φιλοξενίας των οποίων ήταν χαµηλού επιπέδου, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούν µία πολύ αρνητική νοερή εικόνα του ελληνικού τουρισµού. Οι ξενοδοχειακές µονάδες αυτές αντιπροσώπευαν το 27% περίπου του συνόλου, που λειτουργούσαν στην περιοχή της Αθήνας. Σχετικά µε τις προβλεπόµενες δαπάνες διοργάνωσης και τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων της Αθήνας αυτές µπορούσαν να διακριθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες και συγκεκριµένα σε δαπάνες γενικής διεύθυνσης των αγώνων, σε κατασκευαστικές δαπάνες και σε λειτουργικές δαπάνες. Στην πρώτη από αυτές τις κατηγορίες δαπανών είχε προϋπολογιστεί να δαπανηθούν 235 εκατοµµύρια δολάρια, δηλαδή ποσοστό 12,43% επί του συνόλου, στη δεύτερη προϋπολογίστηκε να δαπανηθούν 624 εκατοµµύρια δολάρια, δηλαδή ποσοστό 33,01% επί του συνόλου και στην τρίτη προϋπολογίστηκε να δαπανηθούν 981 εκατοµµύρια δολάρια, δηλαδή ποσοστό 51,91% επί του συνόλου. Επίσης είχε προβλεφθεί και µία τέταρτη κατηγορία για απρόβλεπτες δαπάνες ύψους 50 εκατοµµυρίων δολαρίων, που αντιπροσώπευαν ποσοστό 2,65% επί του συνόλου των δαπανών, που προϋπολογίστηκαν για την οργάνωση και τέλεση των Ολυµπιακών Αγώνων. Συνολικά δηλαδή το κόστος διοργάνωσης και τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων προϋπολογίστηκε σε 1 δισεκατοµµύριο, 910 εκατοµµύρια δολάρια.
Τελικά, όµως, το κόστος αυτό ανήλθε σε 9 περίπου δισεκατοµµύρια δολάρια. Μία σηµαντική υπέρβαση του προϋπολογισθέντος κόστους, την οποία ο ελληνικός λαός θα πληρώνει για πολλά χρόνια. Σε ό,τι αφορά τα έσοδα από την τέλεση των Ολυµπιακών Αγώνων της Αθήνα, αυτά εκτιµήθηκε ότι θα ανέλθουν σε 1,89 περίπου δισεκατοµµύρια δολάρια. Το ακριβές ποσό των εσόδων δεν έχει γίνει µέχρι σήµερα γνωστό, αφού ο «ΑΘΗΝΑ 2004» δεν έχει δώσει ακόµα στη δηµοσιότητα τον τελικό Ισολογισµό του. Τέλος σε ό,τι αφορά την αύξηση των διεθνών τουριστικών αφίξεων και κατ επέκταση των διεθνών τουριστικών εισπράξεων θα πρέπει να ειπωθεί ότι στις διάφορες προβλέψεις που είχαν γίνει, διακρινόταν στις περισσότερες µία υπερεκτίµηση που θα πρέπει να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στην υπεραισιοδοξία αυτών που τις έκαναν. Ουδείς αρνείται ότι την περίοδο τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων, δηλαδή τον Αύγουστο του 2004, σίγουρα σηµειώθηκαν αυξήσεις τόσο στις διεθνείς τουριστικές αφίξεις στην Αθήνα, όσο και στις διεθνείς τουριστικές εισπράξεις, πλην όµως οι αυξήσεις αυτές δεν ήταν κατακόρυφες, όπως υποστήριζαν ορισµένοι. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν, µπορεί συµπερασµατικά να ειπωθεί ότι: 1. Οι Ολυµπιακοί Αγώνες του 2004 στην Αθήνα υπήρξαν αναµφίβολα οι καλύτεροι που έγιναν ποτέ, πλην όµως τις τεράστιες υπερβάσεις του προϋπολογισθέντος κόστους τους,
που αποτελούν χωρίς άλλο παγκόσµιο ρεκόρ, καλείται να πληρώσει ο ελληνικός λαός. 2. Εξ αιτίας της ανάληψης της διοργάνωσης και τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων της Αθήνας εκτελέστηκαν σηµαντικά έργα τουριστικής και αθλητικής υποδοµής και ανωδοµής που άλλαξαν την όψη της πρωτεύουσας και έκαναν τη διαβίωση των κατοίκων της και των επισκεπτών της πιο ανθρώπινη. 3. Προβλήθηκε ο τουρισµός της Αθήνας και γενικότερα της Ελλάδας διεθνώς, πλην όµως τουριστικά ωφελήθηκε, τουλάχιστον για το 2004, κατά κύριο λόγο η Αθήνα. 4. Σε καµία περίπτωση οι Ολυµπιακοί Αγώνες της Αθήνας δεν µπόρεσαν να βγάλουν τον ελληνικό τουρισµό από το τέλµα που βρίσκεται εδώ και µερικά χρόνια. Οι ευθύνες γι αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση πρέπει να καταλογισθούν στους επανωτούς λαθεµένους χειρισµούς τόσο των εκάστοτε πολιτικών εξουσιών, όσο και των παραγόντων της τουριστικής προσφοράς, ιδιαίτερα δε τα τελευταία τριάντα χρόνια, στην επιβράδυνση της παγκόσµιας οικονοµίας από το 2001 και µετά, στην έξαρση της διεθνούς τροµοκρατίας και την ακρίβεια γενικά µετά την έλευση του υρώ, καθώς επίσης στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, που πριν από την έλευση του υρώ εξασφαλιζόταν µε τη διολίσθηση της δραχµής.