#8 Οι Περσικοί Πόλεμοι Mαραθώνας - Θερμοπύλες - Σαλαμίνα - Πλαταιές
Οι Περσικοί Πόλεμοι Mαραθώνας - Θερμοπύλες - Σαλαμίνα - Πλαταιές ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 3
περιεχομενα 8-43 Η Περσική Αυτοκρατορία και ο ελληνικός κόσμος μέχρι το 480 π.χ. Η διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων και η σχέση της Περσικής Αυτοκρατορίας με τους λαούς της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική Επανάσταση. Η διάρθρωση του αθηναϊκού πολιτεύματος. Η πρώτη περσική εκστρατεία και η Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.χ. του ΙΩΑΝΝΗ Κ. ΞΥΔΟΠΟΥΛΟυ 44-81 Η Ελλάδα σε κίνδυνο - Ο Μεγάλος Βασιλιάς επιτίθεται Η νέα εκστρατεία και οι στρατηγικές επιλογές των Περσών. Η τεράστια αριθμητική τους δύναμη. Η ηρωική αντίσταση των 300 του Λεωνίδα και των 700 Θεσπιέων στις Θερμοπύλες. Η Nαυμαχία στο Αρτεμίσιο και η τακτική υποχώρηση του ελληνικού στόλου. ΤΟΥ Κλεάνθη Ζουμπουλάκη 4 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
περιεχομενα 82-117 Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ Η ερμηνεία της ανέλπιστης νίκης. Η τεχνική ανωτερότητα της ελληνικής τριήρους. Η απόφαση για ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Οι κινήσεις των δύο στόλων και το στρατήγημα του Θεμιστοκλή. Oλες οι φάσεις της ναυμαχίας. Η καταστροφή του άνθους του περσικού στόλου. του Στέφανου Αποστόλου 118-156 Η οριστική απόκρουση της περσικής εισβολής. Η αρχή της «Πεντηκονταετίας» Η συνέχιση της εκστρατείας του Μαρδόνιου και η συγκρότηση του ελληνικού συμμαχικού στρατού. Η καθοριστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές το 479 π.χ. υπό τον αρχιστράτηγο Παυσανία. Ο «χρυσός αιώνας του Περικλέους». Η Αθηναϊκή Συμμαχία και η αντίδραση της Σπάρτης. ΤΟΥ Κλεάνθη Ζουμπουλάκη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 5
Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Εκδότες Δημήτρης Μπενέκος, Αλέξης Σκαναβής Διευθυντής Πάνος Αμυράς Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Κλεάνθης Ζουμπουλάκης, Ιωάννης Ξυδόπουλος, Στέφανος Αποστόλου Art director Νικήτας Φραγκάκης Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη Εμπορική διεύθυνση Ελσα Σοϊμοίρη Διεύθυνση διαφήμισης Λουκάς Παπανικολάου Υπεύθυνος κυκλοφορίας Κώστας Μπαλής Εκτύπωση Καραπαναγιώτης α.ε. Διανέμεται με τον Τύπο της Κυριακής 6 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
προλογοσ Αν και έχουν παρέλθει πάνω από 25 αιώνες από την εποχή των Περσικών Πολέμων, το ιστορικό πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει αδιάπτωτο -μπορούμε να πούμε πως βαίνει αυξανόμενο- όχι μόνο μεταξύ των επιστημόνων (ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλοσόφων), αλλά και για το μέσο άνθρωπο, τον Ελληνα, τον Ευρωπαίο, τον πολίτη του κόσμου. Το διακύβευμα της κρισιμότατης δεκαετίας των Ελληνοπερσικών Πολέμων ήταν αν ο ελλαδικός - ευρωπαϊκός χώρος θα ακολουθούσε ή όχι την τύχη της Ιωνίας, η οποία υποτάχθηκε το 493 π.χ. στις περσικές στρατιές. Η Μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.χ., αν και δεν κρίνεται ως αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του Ελληνοπερσικού Πολέμου, αποτέλεσε έναν ευοίωνο πρόλογο για τις μάχες που ακολούθησαν. Εληξε με αποφασιστική νίκη των 10.000 Ελλήνων (Αθηναίων και Πλαταιέων) χάρη στη στρατιωτική ευφυΐα του Μιλτιάδη. Μπροστά στον κίνδυνο της νέας περσικής εισβολής, οι Ελληνες στο Συνέδριο της Κορίνθου το 481 π.χ. παραμερίζουν τις έριδες και τους ανταγωνισμούς τους και συνασπίζονται εναντίον των Ασιατών. Στις Θερμοπύλες (480 π.χ.), οι Ελληνες - αντιπροσωπευόμενοι από 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς- γνώρισαν την ήττα. Ομως, το όνομα του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του γράφτηκε με χρυσά γράμματα για το σθένος που επέδειξαν μπροστά στον εχθρό. Ο θάνατος των οπλιτών στις Θερμοπύλες και η αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο επιστεγάστηκαν από τον πολεμικό άθλο της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.χ.), όπου κατίσχυσε η στρατηγική του Θεμιστοκλή με τα «ξύλινα τείχη» και τη συντριπτική νίκη των Ελλήνων υπό τον Παυσανία στις Πλαταιές (479 π.χ.). Δεν προσχωρούμε στην «εύπεπτη» θεωρία ότι επρόκειτο περί μιας σύγκρουσης «πολιτισμού βαρβαρότητας», με την έννοια πως ο περσικός πολιτισμός είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα -πέραν της στρατιωτικής ισχύος-, τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά. Από την ασιατική δεσποτεία, όμως, απουσίαζε η πεμπτουσία που όριζε τον ελληνικό πολιτισμό: η αμφιβολία, η αναζήτηση, η έρευνα, το συμπέρασμα. Αυτό, δηλαδή, που αποτέλεσε το «άλας» της μεταγενέστερης δυτικής σκέψης. Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την απόφανση του θεμελιωτή της νεότερης Φιλοσοφίας Φρίντριχ Χέγκελ: «Με τις νίκες αυτές, απαλλάχθηκε η Ελλάδα από το άχθος που απειλούσε να την κατακτήσει ( ) Πράγματι εδώ ζύγισε η Παγκόσμια Ιστορία τη σημασία των δύο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά, την ασιατική δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο αυθέντη, και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα, πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα ατομικής ιδιοσυστασίας ( ) Ο πόλεμος αυτός και η εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν συνθέτουν την πιο λαμπρή ιστορική περίοδο της Ελλάδας: όλα τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος θα αναπτυχθούν πλέον απρόσκοπτα, για να καταστήσουν ολοζώντανη την παρουσία τους». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 7
Ο Ηρόδοτος, συγγραφέας της Ιστορίας των Περσικών Πολέμων, σε αμφιπρόσωπη προτομή με τον Θουκυδίδη. 8 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΙΩΑΝΝΗσ Κ. ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΣ Επίκουρος καθηγητής στον τομέα Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Η Περσική Αυτοκρατορία και ο ελληνικός κόσμος μέχρι το 480 π.χ. Η διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων και η σχέση της Περσικής Αυτοκρατορίας με τους λαούς της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική Επανάσταση. Η διάρθρωση του αθηναϊκού πολιτεύματος. Η πρώτη περσική εκστρατεία και η Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.χ. 1. Ελληνες και βάρβαροι Ο «εαυτός» απαρτίζεται από πολλαπλές ταυτότητες και ρόλους οικογενειακούς, τοπικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή καθορισμένους από το φύλο, όπως έδειξε ο A. Smith. Από πολιτική άποψη στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ένα «έθνος» αλλά ένα πλήθος πόλεωνκρατών, η καθεμία από τις οποίες προστάτευε ζηλότυπα την αυτονομία της. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν προηγηθεί αρκετές συζητήσεις σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη (από την πλευρά των αρχαίων Ελλήνων) της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία που αυτοί ανέπτυξαν σχετικά (οι αναφορές εδώ στους όρους Ελλην, βάρβαρος, έθνος, εθνότητα, εθνικότητα δεν έχουν εθνολογικό χαρακτήρα, καθώς δεν μπορούν να τεθούν με τους σύγχρονους όρους. Αυτονόητη είναι η καταχρηστική τους χρήση, καθώς δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις σύγχρονες έννοιες περί έθνους στην αρχαιότητα). Η E. Hall προχώρησε σε μία κατηγοριοποίηση των τεσσάρων κύριων υποθέσεων: (1) Οι έννοιες του Ελληνος και του βαρβάρου προϋπήρχαν της ολοκλήρωσης της «Ιλιάδος». (2) Η εμφάνιση των δύο εννοιών ήταν ταυτόχρονη και αφετηρία της κάποια στιγμή μεταξύ του ογδόου και του ύστερου έκτου αιώνος. (3) Οι Περσικοί Πόλεμοι δημιούργησαν μία συλλογική πανελλήνια ταυτότητα. (4) Μολονότι προϋπήρχε μία αίσθηση εθνότητας στην αρχαϊκή περίοδο, η πόλωση μεταξύ ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε ύστερα από τους Περσικούς Πολέμους. Η τελευταία αυτή υπόθεση είναι, κατά τη γνώμη μου, και η πιο σωστή. Η ελληνική πρόσληψη του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορία των γεγονότων. Το πρώτο κύριο γεγονός ήταν οι Περσικοί Πόλεμοι, χωρίς να αποτελούν και τη μοναδική αιτία αυτής της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και την αύξηση της συνείδησης του βαρβάρου. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η εικόνα των βαρβάρων ως μίας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση περί απίστευτου πλούτου των ανατολικών μοναρχιώνπροϋπήρχαν των Περσικών Πολέμων. Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων -συγκεκριμένα η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού- δεν είχαν τονισθεί πριν από αυτήν τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί Πόλεμοι οργάνωσαν στερεότυπα για την Ανατολή, οξύνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού και της Δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην ελληνική ανωτερότητα. Η ελληνοπερσική πόλωση είχε ξεκάθαρα αθηναϊκά χαρακτηριστικά. Οι Πέρσες που ήλθαν στον Μαραθώνα το 490 είχαν ως σύμβουλο/οδηγό τους τον εξόριστο τύραννο Ιππία. Η συνακόλουθη ανάπτυξη του αντιβαρβα- ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 9
Ο Πίνδαρος σε μαρμάρινη προτομή (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη). 10 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ρικού συναισθήματος στην αθηναϊκή φαντασία σημειώθηκε παράλληλα με τη δαιμονοποίηση των Αθηναίων τυράννων του 6ου αιώνα, τους Πεισιστρατίδες, και την ανάπτυξη μιας αυτοσυνειδητοποιημένης δημοκρατικής ιδεολογίας. Ως το 500 π.χ., ένα βασικό τμήμα του αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων δεν βασιζόταν σε κάποια κοινή πανελλήνια αίσθηση μιας συλλογικής ταυτότητας. Με πολιτικούς όρους, οι Ελληνες είχαν μια αποκλειστική υποχρέωση απέναντι στην πόλιν, στην οποία αυτοί και μόνο είχαν δικαίωμα να ανήκουν ως πλήρη μέλη της (πολίται). Με την έννοια αυτή, Ελληνες που ανήκαν σε διαφορετικές ελληνικές πόλεις ήταν το ίδιο ξένοι, ως προς την πρόσληψη του άλλου, όσο και οι μη Ελληνες. Οι Περσικοί Πόλεμοι μετέβαλαν το τοπίο ως ένα βαθμό, αρκετά όμως ώστε να δημιουργήσουν τη δεύτερη παράμετρο που θα καθόριζε την αρνητική εικόνα του βαρβάρου. Εκτοτε, το να είναι κάποιος Ελληνας απέκτησε και μία πολιτική χροιά, η οποία προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιδεολογικοπολιτιστική. Αυτό το παράδειγμα μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης απέκτησε σύντομα μια γλωσσική έκφραση - αναπόφευκτα, καθώς για τους Ελληνες η γλώσσα αποτελούσε ένα κριτήριο και όχι απλά μία ένδειξη για την εθνική ταυτότητα κάποιου. Οι μη Ελληνες μετετράπησαν τώρα σε βαρβάρους και οι βάρβαροι εύκολα θεωρήθηκαν βαρβαρικοί. Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων τροφοδότησε τον Ηρόδοτο με το θέμα του απετέλεσε, επίσης, την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο πλευρών στη μορφή «ελληνική ελευθερία-βαρβαρικός ανατολικός δεσποτισμός», η οποία οδήγησε τον Ηρόδοτο στην έκθεση της «Ιστορίης» του. Παρ όλα αυτά, μολονότι ο Ηρόδοτος δεν ήταν υπεράνω της έρευνας αυτής της πολωτικής διχοτόμησης, δεν ήταν και ο μυθολόγος μιας επίσημης ελληνικής εικόνας. Ηταν αντικειμενικός, κυρίως εξαιτίας της κανονιστικής πολιτιστικής σχετικότητάς του, που είχε γεννηθεί από τη συμπάθεια που είχε προς το κίνημα των σοφιστών, των οποίων το κέντρο ήταν η πόλη των Αθηνών. Για το μέσο Ελληνα, όπως και για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές, αυτό το οποίο ο πολιτισμός του πίστευε ως δεδομένο ήταν φυσιολογικό και το φυσιολογικό ήταν σωστό. Απαιτείτο, επομένως, μία εξαιρετικά ισχυρή αυτοπεποίθηση, όσον αφορά στη διανόηση, για να σταθεί κάποιος κριτικά απέναντι στην καθημερινότητά του και να αμφισβητήσει ότι τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα ήταν εξ ορισμού υποδεέστερα και ανάξια λόγου. Την εποχή που ο Ηρόδοτος καταγράφει την «Ιστορίη» του έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Ελλάδα η διαδικασία της διαμόρφωσης του «άλλου» και της επινόησης του «βαρβάρου» ως ομογενοποιημένου στερεοτύπου, εξαιτίας ακριβώς της περιφανούς νίκης των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες εισβολείς. Για το λόγο αυτό, η στάση του απέναντι στο ξένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Ο Ηρόδοτος περιγράφει μία, με ακρίβεια καθορισμένη, εικόνα της οικουμένης και των κατοίκων της. Τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών ποικίλλουν και παρουσιάζουν διαφορές από τα αντίστοιχα ελληνικά, σε ορισμένες δε περιπτώσεις οι διαφορές αυτές είναι ακραίες. Εξίσου σημαντικό ρόλο στην περιγραφή του Ηροδότου παίζουν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των άλλων λαών. Υπάρχει ένας βασικός τρόπος περιγραφής αυτών, βασισμένος στο φαινότυπο, στο χρώμα του τριχωτού μέρους της κεφαλής, στα στολίδια του και τα είδη ένδυσης. Ο Ηρόδοτος γνωρίζει αυτές τις κατηγορίες. Στη μεγάλη παρέλαση του στρατού του Ξέρξη, η στολή και ο οπλισμός ήταν τα σημαντικότερα σημάδια αναγνώρισης και εθνικής ταύτισης του κάθε Συντάγματος (7.61 κ. εξ.). Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν κριτήριο εθνογραφικού προσδιορισμού των ξένων λαών. Αυτός καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής τους (ή την έλλειψη αυτών). Οπως έγραψε ένας Πολωνός μετρ του ρεπορτάζ, «η σπουδαιότερη ανακάλυψη του Ηροδότου είναι ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι και ότι καθένας είναι διαφορετικός. Και πρέπει να τους γνωρίσεις, γιατί αυτοί, οι άλλοι κόσμοι, οι άλλοι πολιτισμοί, είναι καθρέφτες, μέσα στους οποίους κοιτάζουμε τον εαυτό μας και αυτό που αντιπροσωπεύουμε». Αυτόν τον καθρέφτη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 11
Ο Μέγας Βασιλεύς Δαρείος Α σε ανάγλυφο από το ανάκτορο της Περσέπολης. 12 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
υψώνει ο Ηρόδοτος στους αποδέκτες του (Ελληνες ακροατές ή αναγνώστες του), εγκαινιάζοντας την περίφημη τα τελευταία χρόνια ρητορική της ετερότητας. Μέσα από αυτήν, παρουσιαζόταν στους Ελληνες μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες αλλά όχι πανομοιότυπες εικόνες του βάρβαρου «άλλου», στην προσπάθεια να αναγνωριστεί η «ελληνική ταυτότητα». Πρόκειται για τους περίφημους βαρβαρικούς λόγους του, δηλαδή εθνογραφικές περιγραφές λαών, όπως οι Πέρσες. Εμφανώς προβάλλεται αυτή η εικόνα της βασικής κατάστασης αγριότητας, μέσω των προαναφερθέντων παραδειγμάτων. Στην «Ιστορία» του υπάρχει συνέχεια το θέμα της ετερότητας: το «εμείς» από τη μία, δηλαδή οι Ελληνες, και το «αυτοί» από την άλλη, μολονότι το πλαίσιο διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο. Ακόμη και όταν το «εμείς» δεν είναι άμεσα παρόν, παρ όλα αυτά υπάρχει αδιόρατα. Οι εθνογραφικοί λόγοι του Ηροδότου είναι ένας έμμεσος τρόπος να εστιάσει το ελληνικό ακροατήριό του στο «εμείς». Στα πρώτα τέσσερα βιβλία του ως και την αρχή του πέμπτου (5.27) καθορίζει την ελληνικότητα προβάλλοντας το βαθμό διαφορετικότητας των άλλων. Ως Ελληνας ενδιαφερόταν ορισμένες φορές να εξηγήσει τις διαφορές, παρά να περιγράψει τα γεγονότα αυτά καθ εαυτά. Οι Ελληνες σύγχρονοί του, βέβαιοι για την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως υπεροπτικά τους ξένους λαούς. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος, παρά τη -φυσιολογική- εθνοκεντρική του τάση, δεν παρασύρεται σε μία αφ υψηλού αντιμετώπιση αυτής της αγριότητας. Η ανθρωπολογική οπτική του, σε σχέση με την ιστορική μέθοδο και την εθνογραφική ερμηνεία που χρησιμοποίησε, απεικονίζεται ξεκάθαρα στο τρίτο του βιβλίο (3.38), όταν περιγράφει το ακόλουθο ανέκδοτο: όταν ο Μέγας Βασιλεύς, Δαρείος Α (522-486), κάλεσε στα Σούσα, τη βασιλική πρωτεύουσα, μερικούς Ελληνες και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καταβροχθίσουν τους νεκρούς γονείς τους, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι κανένα ποσό στον κόσμο δεν θα τους οδηγούσε σε μία τόσο αποτρόπαιη πράξη. Δεν θα δέχονταν ποτέ να φάνε, και να μην κάψουν, τους νεκρούς τους. Αφού οι Ελληνες καλεσμένοι τού απάντησαν, ο Δαρείος κάλεσε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι είχαν το έθιμο να τρώνε τους νεκρούς τους. Επανέλαβε το ερώτημα, παρουσία των Ελλήνων, αντιστρέφοντας την πρακτική: με πόσα χρήματα θα δέχονταν να κάψουν, αντί να φάνε, τους νεκρούς γονείς τους. Οι Ινδοί αντέδρασαν με ακόμη μεγαλύτερη φρίκη και αποτροπιασμό στην πρόταση αυτή (Ηρόδ. 3.38). Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και ο ίδιος, ως Ελληνας, την απέχθειά του απέναντι στην ινδική ταφική πρακτική, χειραγωγώντας με τον τρόπο αυτό και το ελληνικό του ακροατήριο (ή αναγνωστικό κοινό). Δεν το κάνει, όμως. Αντ αυτού, παραθέτει ένα στίχο του Πινδάρου (νόμον πάντων βασιλέα φήσας είναι), δηλώνοντας με τον έμμεσο αυτόν τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι, και οι Ελληνες και οι βάρβαροι, κυβερνώνται από το έθιμο (νόμος) και πιστεύουν πως οι δικές τους συνήθειες είναι καλύτερες και ανώτερες από εκείνες των υπολοίπων. Τα ήθη και έθιμα όχι μόνο σημειώνονται εμφαντικά σε όλο το έργο του Ηροδότου, αλλά, επιπλέον, στο επεξηγηματικό σχήμα του ιστορικού φαίνεται να εξηγούν σχεδόν τα πάντα. Παρ όλα αυτά, τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο αντίθετο προς τα αντίστοιχα της γεωγραφίας και του φυσικού περιβάλλοντος, ως τμήμα μιας ιστορικής εικόνας, στην οποία ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει μικρότερη σημασία. Στο παράδειγμα με τους Ελληνες και τους Ινδούς και τη μεταχείριση των νεκρών τους, όταν γράφει ότι ο νόμος είναι βασιλιάς όλων, φαίνεται να υπονοεί μία εναλλακτική άποψη: μήπως ο νόμος αντιτίθεται σε κάτι άλλο; Παραθέτει το απόσπασμα από τον Πίνδαρο στο τέλος της εξιστόρησης, γεγονός που μπορεί να αποτελεί και το καταφύγιο στην παραδοσιακή άποψη. Ωστόσο, όχι μόνο δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη φράση με διαφορετική έννοια από τον Πίνδαρο, αλλά και η φράση αυτή καθ εαυτή για την εξουσία του νόμου φαίνεται να ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στα τέλη του πέμπτου αιώνα. 2. Ιωνες και Λυδοί Κατά τον 7ο και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, η σημαντικότερη δύναμη που γειτνίαζε με τις ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 13
Ο φαραώ της Αιγύπτου Αμασις σε προτομή από βασάλτη (Μουσείο Τέχνης Walters). 14 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας ήταν η Λυδία. Οι σχέσεις μεταξύ τους και της Λυδίας δεν ήταν πάντα καλές. Ο Γύγης είχε καταλάβει την Κολοφώνα, ο διάδοχός του Αρδυς κυρίευσε την Πριήνη και, δύο γενιές αργότερα, ο Αλυάττης τη Σμύρνη. Και οι τρεις αυτοί Λυδοί βασιλείς επιτέθηκαν στη Μίλητο, ωστόσο δεν την κατέλαβαν. Αυτοί οι πόλεμοι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τους πολέμους ανάμεσα σε γειτονικές ελληνικές πόλεις οι Λυδοί δεν διατηρούσαν, σε καμία περίπτωση, σταθερά εχθρικές σχέσεις με τους Ελληνες. Πληροφορίες για τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στους δύο λαούς προκύπτουν από την ιστορία της νομισματικής. Είναι πολύ πιθανό τα πρώτα νομίσματα στον κόσμο να κόπηκαν από τους Λυδούς γύρω στο 600, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχαίων συγγραφέων. Τα παλαιότερα γνωστά νομίσματα ανακαλύφθηκαν στο Ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο και η χρήση νομισμάτων εξαπλώθηκε ταχύτατα στον ελληνικό κόσμο. Οι σχέσεις των Λυδών και των ελληνικών επιθαλασσίων πόλεων κυμαίνονταν μεταξύ του οικονομικού πλαισίου (ενδεικτική είναι η ίδρυση της πόλεως της Αβύδου από τους κατοίκους της Μιλήτου, με λυδική βοήθεια: Στράβων 13.590) και του πολιτικού (εδώ εννοούνται κυρίως οι συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν εξαιτίας των αντιθέσεων μεταξύ του δήμου των πόλεων αυτών και της λυδικής αριστοκρατίας). Ενδείξεις, ωστόσο, των στενών πολιτιστικών επαφών μεταξύ του βασιλικού οίκου της Λυδίας και της ιωνικής αριστοκρατίας είναι αφενός τα πλούσια λυδικά αναθήματα σε πανελλήνια ιερά και, από την άλλη, οι επιγαμίες μεταξύ Λυδών και Ιώνων (μία από τις συζύγους του Αλυάττη, πατέρα του Κροίσου, ήταν ιωνικής καταγωγής Ηρόδοτος, 1.92). Στα μέσα του 6 ου αιώνα, ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος αποφάσισε να επιτεθεί στη μεγάλη δύναμη που εκτεινόταν στα ανατολικά του, την Περσία. Μεγάλο τμήμα του πρώτου βιβλίου του Ηροδότου καταλαμβάνει η ιστορία του Κροίσου, η απόπειρά του να γνωρίσει το μέλλον συμβουλευόμενος χρησμούς, η απάντηση που έλαβε από το Μαντείο των Δελφών ότι, αν επιτίθετο στους Πέρσες, θα κατέστρεφε μια μεγάλη αυτοκρατορία τη δική του. Οταν ο Κροίσος προετοίμαζε την επίθεσή του εναντίον του Κύρου, οι ιωνικές πόλεις ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν φόρο, αλλά και να ακολουθούν τον Λυδό μονάρχη στον πόλεμο. Ο Ηρόδοτος είναι καυστικός (1.6) όταν σημειώνει ότι οι Ιωνες είχαν απολέσει την προηγούμενη ελευθερία τους, καθώς τώρα ήταν αναγκασμένοι να συντάσσονται με τις επιθυμίες του Κροίσου. Βέβαια, δεν ίσχυαν οι ίδιες συνθήκες για όλες τις πόλεις: ο Ηρόδοτος και πάλι μας πληροφορεί ότι οι σχέσεις τους προς το μονάρχη διαφοροποιούνταν. Η Μίλητος και η Εφεσος, για παράδειγμα, είχαν συνάψει ειδικές συμφωνίες (Ηρόδοτος 1.22 και Πολύαινος 6.50, αντίστοιχα), άλλες πόλεις βρίσκονταν στα χέρια έντονα λυδιζόντων πολιτικών και κάποιες είχαν λυδικές φρουρές στο έδαφός τους, με τις οποίες διασφαλιζόταν η υπακοή τους. Η πλήρης υποταγή της Σάμου και της Χίου αποτράπηκε εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά του λυδικού στόλου (Ηρόδοτος 1.27). Παρά την αυστηρότερη σε σχέση με εκείνη των προκατόχων του πολιτική, ο Κροίσος δεν αντιμετώπισε τη συνασπισμένη αντίδραση των ιωνικών πόλεων. Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στον έντονο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των τελευταίων, καθώς και στις συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ αυτών. Για τους ίδιους λόγους, η ιωνική θρησκευτική ένωση με έδρα τη Μυκάλη δεν εξελίχθηκε ποτέ σε μία πολιτική ένωση των πόλεων που την απάρτιζαν. Στο πλαίσιο διασφάλισης της εξουσίας του στις ιωνικές πόλεις ανήκουν και οι καλές σχέσεις που διατηρούσε ο Κροίσος με τα πανελλήνια ιερά των Δελφών (αναθήματα του Γύγη -Ηρόδοτος 1.14- και του Κροίσου - Ηρόδοτος 1.50-51) και των Διδύμων, τη Θήβα (Ηρόδοτος 1.46), καθώς και η σύναψη συνθήκης με τη Σπάρτη (Ηρόδοτος, 1.69-79). Η κατάσταση στη Μικρά Ασία χαρακτηρίζεται από την ίδρυση του μεγάλου περσικού κράτους, υπό την ηγεσία του Κύρου Β (559-530), η προσωπικότητα του οποίου απετέλεσε βασικό παράγοντα της περσικής εξάπλωσης. Κατά του Κύρου δημιουργήθηκε μία ένωση, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο Κροίσος, ο ηγεμόνας των Χαλδαίων Ναβονίδης και ο φαραώ της Αιγύπτου Αμασις. Ο Λυδός βασι- ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 15
Ο ηγεμόνας των Χαλδαίων Ναβονίδης σε ανάγλυφο που τον δείχνει να προσεύχεται στον ουρανό και τη Σελήνη (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο). 16 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Παράσταση του Κροίσου από αμφορέα του 500 π.χ. (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι). Ο βασιλιάς των Λυδών αποφάσισε να επιτεθεί στα μέσα του 6ου αιώνα εναντίον των Περσών. λεύς, πεπεισμένος για την υπεροχή του, ξεκίνησε τις εχθροπραξίες εναντίον των Περσών. Ωστόσο, οι τελευταίοι αντεπιτέθηκαν και ανάγκασαν τους Λυδούς να επιστρέψουν στο αρχικό όριο μεταξύ των δύο κρατών, δυτικά του ποταμού Αλυος. Στο πλευρό του Κροίσου, κατά τη μάχη στον Αλυ το 547, πολέμησαν ιωνικές δυνάμεις, όπως άλλωστε είχε συμβεί και κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Μήδων, το 585. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (1.76), ο Κύρος προσπάθησε πριν από τη μάχη στον Αλυ να παρασύρει τους Ιωνες στο μέρος του, αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό. Η νίκη στεφάνωσε τελικά τα περσικά όπλα και οι υπήκοοι του Κροίσου υπέκυψαν. Οταν το 547 ο Κύρος κυρίευσε το λυδικό κράτος, κληρονόμησε και τις σχέσεις των ελληνικών πόλεων με τη Λυδία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ήδη από τον 7ο αιώνα και οι οποίες σαφώς προϋπήρχαν της σύγκρουσης μεταξύ Περσών και Ιώνων στα τέλη του 6ου αιώνα. Το βέβαιο είναι ότι η νίκη των Περσών αποδείχθηκε αποφασιστική για το ρου της ελληνικής Ιστορίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 17
Ερείπια του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. 3. Η περσική κατάληψη της μικρασιατικής ακτής Το σύνολο των πληροφοριών μας σχετικά με την περσική κατοχή της Ιωνίας αντλείται από τον Ηρόδοτο (1.141-176) και τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 547-544. Η νίκη των Περσών κατά των δυνάμεων του Κροίσου (το 547) ήταν ομολογουμένως μία μεγάλη ανατροπή του status στη Μικρά Ασία. Οι Ιωνες βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και βίωσαν πρώτοι τις συνέπειες της αλλαγής: σχεδόν το σύνολο των παραλίων ιωνικών πόλεων υποτάχθηκε με τη βία. Εξαίρεση στους επαχθείς όρους υποταγής απετέλεσε η κραταιά Μίλητος, η οποία έπεισε τους Πέρσες να δεχθούν την ανανέωση της συνθήκης που είχε συνάψει η πόλη με τους Λυδούς (Ηρόδοτος 1.169). Ισως, η ευνοϊκή αντιμετώπισή της να οφείλεται στην άρνησή της να παρασυρθεί στον αντιπερσικό αγώνα του Λυδού Πακτύη, πρώην βασιλικού θησαυροφύλακα του Κροίσου, ο οποίος ξεσηκώθηκε εναντίον του Κύρου αμέσως μετά την αποχώρηση των κύριων περσικών στρατιωτικών δυνάμεων το 546. Με τους θησαυρούς τού πάλαι ποτέ κραταιού Λυδού μονάρχη, ο Πακτύης κατόρθωσε να κινητοποιήσει Λυδούς και Ελληνες της Ιωνίας, οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τις Σάρδεις, στις οποίες είχε απομείνει μία μικρή περσική φρουρά. Η αποτυχία του όλου εγχειρήματος και η τιμωρία των υπαιτίων συνοδεύτηκαν από τη συστηματική ερήμωση των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η φιλοπερσική στάση της Μιλήτου στην εξέγερση του Πακτύη θα πρέπει να οφείλεται στους μηδίζοντες πολιτικούς της, για τους οποίους δυστυχώς δεν γνωρίζουμε κάτι. 18 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Παράλληλα, ιδρύθηκαν δύο νέες σατραπείες, της Λυδίας-Ιωνίας στον Νότο (νομός Λύδιος και νομός Ιωνικός) και του Δασκυλείου στον Βορρά (νομός Φρύγιος), στις οποίες εντάχθηκαν οι Ελληνες της Ιωνίας και της Αιολίδος. Οι έδρες των Περσών σατραπών βρίσκονταν στις Σάρδεις και τη Μαγνησία στον Μαίανδρο, αντίστοιχα. Σχετικά με την ανάμιξη των Περσών στις εσωτερικές υποθέσεις των ελληνικών πόλεων δεν γνωρίζουμε κάτι από τις πηγές. Προφανώς, δεν υπήρχαν αντιπερσικές τάσεις, καθώς ακόμη και ο φόρος που πλήρωναν οι πόλεις στους Πέρσες ήταν μικρότερος από εκείνον που απέδιδαν στους Λυδούς. Ως αποτέλεσμα, παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα που επιθυμούσαν διακαώς να διασφαλίσουν τη θέση τους στις πόλεις τους προσέβλεπαν στην περσική υποστήριξη, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν υπερβολική τοπική αντίσταση. 4. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα Η Σπάρτη κυριαρχούσε στη Λακωνία και, με την πάροδο των ετών, στη Μεσσηνία μέσω κατακτήσεων. Η Αθήνα κυριαρχούσε στην Αττική παραχωρώντας το δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη παρέμειναν κατά πολύ μικρότερες και η Σπάρτη με την Αθήνα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όρια πέραν των οποίων δεν μπορούσαν να επεκταθούν. Ωστόσο, οι πόλεις-κράτη θεώρησαν πρόσφορη τη σύναψη διαφόρων ειδών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ τους και υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης μεγαλύτερων συνόλων, εφόσον δεν καταπιεζόταν πλήρως η ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών οι οποίες απάρτιζαν αυτά τα σύνολα. Θρησκευτικές ενώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν, όπως η Αμφικτιονία εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το Ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς. Σε ορισμένες περιοχές, όπου καμία πόλη-κράτος δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο της Σπάρτης και της Αθήνας, γειτονικές πόλεις απώλεσαν τμήμα της ανεξαρτησίας τους, σχηματίζοντας ένα ομόσπονδο κράτος. Η Σπάρτη, όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τις προσπάθειες επέκτασής της προς τα βόρεια κατά τον 6ο αιώνα, ξεκίνησε την ένωση με άλλες πόλεις-κράτη μέσω συμμαχιών, στις οποίες αυτή ήταν στην ουσία (αν όχι θεωρητικά) ο ισχυρότερος εταίρος, και στα τέλη του αιώνα προσέδωσε σε αυτή την ομάδα των συμμάχων της την οργανωτική δομή που αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η Σπάρτη συνήψε μία σειρά συνθηκών με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι συνθήκες ενδεχομένως περιείχαν μία ρήτρα που καθόριζε ότι οι συμβαλλόμενοι θα έπρεπε «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους», η οποία κατέληξε να αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο έκφρασης της πλήρους επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. Μία ρήτρα αυτού του είδους δεν σήμαινε απαραίτητα την υποταγή της μίας πόλης στην άλλη, αλλά, εάν στη διατύπωση λεγόταν ότι η άλλη πόλη θα έπρεπε να έχει κοινούς φίλους και κοινούς εχθρούς με τη Σπάρτη, κάποιοι φιλόδοξοι Λακεδαιμόνιοι ίσως να σκέφτονταν ότι η Σπάρτη θα μπορούσε να αποφασίζει ποιοι θα ήταν οι φίλοι και οι εχθροί. Σε ένα επεισόδιο του 506 περίπου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης φαίνεται απλά να δίνει διαταγές μετά την αποχώρηση της Κορίνθου και του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, αποφασίστηκε ότι στο μέλλον μόνον ένας βασιλιάς θα συμμετείχε σε κάθε εκστρατεία και η Σπάρτη οργάνωσε τους συμμάχους της στη λεγόμενη από τους σύγχρονους μελετητές Πελοποννησιακή Συμμαχία, μέσω της οποίας θα δέχονταν εκ των προτέρων συμβουλές, αλλά θα δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας. Εκείνη την περίοδο η Συμμαχία αναφερόταν ως «οι Πελοποννήσιοι» ή «οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους». Μπορούμε να δούμε τη Συμμαχία σε λειτουργία περίπου το 504, όταν η Σπάρτη εισηγήθηκε την αποκατάσταση του πρώην τυράννου Ιππία στην Αθήνα, στο κείμενο του Ηροδότου που ακολουθεί: Οι Σπαρτιάτες αναζήτησαν το γιο του Πεισίστρατου, τον Ιππία από το Σίγειο, στον Ελλήσποντο και, όταν απάντησε στην πρόσκλησή τους, κάλεσαν αγγελιαφόρους από τις υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν: «Σύμμαχοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πράξαμε ορθά. Παρακινημένοι από ψεύτικους χρησμούς, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 19
διώξαμε από τη χώρα τους άνδρες που ήταν οι πιο κοντινοί μας φίλοι και που θα έκαναν την Αθήνα υποτελή μας και, αφού τους διώξαμε, παραδώσαμε την πόλη στον αχάριστο δήμο, ο οποίος, αφού κέρδισε την ελευθερία του και ύψωσε τ ανάστημά του χάρη σε μας, έδιωξε με τον πιο προσβλητικό τρόπο εμάς και το βασιλιά μας ( ) Γι αυτόν το λόγο καλέσαμε εδώ τον Ιππία και εσάς από τις διάφορες πόλεις, έτσι ώστε μετά από κοινή διαβούλευση και συνδυασμένη επιχείρηση να τον εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και συνεπώς να πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας». Αυτά λοιπόν έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά η πλειοψηφία των συμμάχων δεν συμφωνούσε με το επιχείρημά τους. Οι υπόλοιποι δεν σηκώνονταν να μιλήσουν, αλλά ο Σωκλής από την Κόρινθο μίλησε ως εξής: «( ) Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο απεσταλμένος των Κορινθίων. Ο δε Ιππίας τού απάντησε, καλώντας τους ίδιους θεούς για μάρτυρες, ότι οι Κορίνθιοι περισσότερο από κάθε άλλον θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, τότε που θα τους ταλαιπωρούν οι Αθηναίοι, και απάντησε μιας και ήταν άνθρωπος που είχε βαθιά γνώση των χρησμών. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι στην αρχή ήταν βουβοί, αλλά, όταν άκουσαν τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, όλοι τους εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους στη γνώμη του Κορίνθιου και κάλεσαν τους Λακεδαιμόνιους να μην προβούν σε τίποτα το ριζοσπαστικό απέναντι σε ελληνική πόλη. Ετσι έκλεισε το θέμα αυτό» (Ηρόδοτος, 5.91-94.1). 5. Αθήνα, τύραννοι και Κλεισθένης Οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων. Αντίγραφο (του χαμένου πρωτοτύπου) των γλυπτών Κριτίου και Νησιώτη (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης). Οι Πεισιστρατίδες Η Αθήνα αυτήν την περίοδο χαρακτηρίζεται από την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών. Για την αθηναϊκή δυναστεία των Πεισιστρατιδών διαθέτουμε πολύ πιο πλούσιες και ακριβείς πληροφορίες. Ανατρέχοντας και πάλι στον Ηρόδοτο, αναφέρεται κάποιος μύθος για μια επίφοβη γέννηση που ένας οιωνός φανέρωσε σε κάποιον Ιπποκράτη. Αυτός δεν έδωσε σημασία και απέκτησε γιο, τον Πεισίστρατο, που έγινε τύραννος των Αθηνών. Στη συνέχεια, ο ιστορικός αναλύει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αττική, όπου συγκρούονταν δύο παρατάξεις: οι παράλιοι με αρχηγό τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή και οι πεδιακοί με αρχηγό τον Λυκούργο. Ο Πεισίστρατος επενέβη στη σύγκρουση ως επικεφαλής των ορεινών (υπερακρίων) και, για να καταλάβει την εξουσία, μηχανεύτηκε τα εξής: αυτοτραυματίστηκε, ισχυρίστηκε πως του επιτέθηκαν οι εχθροί του για να τον σκοτώσουν και έπεισε τη συνέλευση να του επιτρέψει να έχει σωματοφύλακες οπλισμένους με ρόπαλα. Με τη βοήθειά τους κατέλαβε την Ακρόπολη και αυτοανακηρύχθηκε τύραννος. Μεταγενέστερες πηγές αποδίδουν χω- 20 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ριστές ιδεολογίες στις τρεις φατρίες, σε γλώσσα η οποία είναι αναμφίβολα αναχρονιστική, στην οποία όμως υποβόσκουν αληθινά στοιχεία (σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλουμε ότι ο Πεισίστρατος προβλήθηκε ως υπερασπιστής των μη προνομιούχων): Οι φατρίες ήταν τρεις: μία των κατοίκων των ακτών, με επικεφαλής τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνα, οι οποίοι φαίνονταν ότι επεδίωκαν τη μέση μορφή του πολιτεύματος. Η δεύτερη των κατοίκων των πεδιάδων, οι οποίοι επιζητούσαν την ολιγαρχία. Αρχηγός τους ήταν ο Λυκούργος. Η τρίτη ήταν εκείνη διακρίων [η λοφώδης περιοχή στα ΒΑ της Αττικής. Ωστόσο, το όνομα που δίνει ο Ηρόδοτος για την τρίτη φατρία είναι πιθανόν το σωστό], των οποίων ηγέτης ήταν ο Πεισίστρατος, ένας άνδρας που θεωρούνταν κατεξοχήν φίλος του λαού [(Αριστοτέλης), Αθηναίων Πολιτεία, 13. iv]. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, αν και ο Ηρόδοτος λέει ότι συμπεριφέρθηκε καλά. Ετσι, πριν περάσει πολύς καιρός εκδιώχθηκε από μια συντονισμένη ενέργεια των δύο άλλων κομμάτων. Μόλις απομακρύνθηκε, τα δύο άλλα κόμματα άρχισαν τις διαμάχες μεταξύ τους και ο Μεγακλής, που αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες, έφερε τον Πεισίστρατο πίσω ως τύραννο, με την προϋπόθεση αυτός να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή. Το σχετικό χωρίο από τον Ηρόδοτο (1. 60) αποκαλύπτει το βαθιά προσωπικό χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες και τον ασήμαντο ρόλο που έπαιζαν οι πολιτικοί θεσμοί στην οργάνωση της εξουσίας. Το τέχνασμα με το Αναπαράσταση σε ερυθρόμορφο αγγείο της θανάτωσης του Ιππαρχου από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα (Langtotz, Griechische Vasen in Wurzburg). οποίο οι δύο σύμμαχοι έπεισαν τους Αθηναίους να δεχτούν την επιστροφή του Πεισιστράτου ήταν τόσο απλοϊκό, ώστε να προβληματίζει τον Ηρόδοτο γιατί φαινόταν ασυμβίβαστο με τη μεταγενέστερη φήμη των Αθηναίων για την ευφυΐα τους. Ο Πεισίστρατος παντρεύτηκε την κόρη του Μεγακλή, αλλά η συμμαχία δεν κράτησε πολύ. Μετά τη ρήξη με τον Μεγακλή, ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αττική για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για περισσότερο από δέκα χρόνια συγκέντρωνε τις δυνάμεις του. Βάση του ήταν η Ερέτρια κι έτσι είναι αναμφισβήτητο πως με τη βοήθεια των Ερετριέων, που διέθεταν πολλές αποικίες στον Βορρά, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Ραίκηλο και έπειτα στην περιοχή των μεταλλείων αργύρου της Θράκης. Στην τρίτη απόπειρά του να γίνει τύραννος, ο Πεισίστρατος, επωφελούμενος από τις διαμάχες των αριστοκρατικών φατριών, κατέλαβε την Ακρόπολη αφού εκμεταλλεύτηκε το κύρος που είχε αποκτήσει στην επαφή του με το δήμο, ο οποίος όμως δεν συμμετείχε διόλου στο εγχείρημα. Ενώ τώρα, έντεκα χρόνια αργότερα, καθώς προχωρεί εναντίον των Αθηνών επικεφαλής στρατού, δέχεται βοήθεια από τους χωρικούς και συγκρούεται με τους κατοίκους της πόλης, που στο σύνολό τους είναι εναντίον του. Αυτή τη φορά λοιπόν δεν πρόκειται για ανταγωνισμό των αριστοκρατικών, αλλά των κοινωνικών ομάδων: από τη μια, οι άνθρωποι των δήμων, οι χωρικοί, και από τη άλλη οι αριστοκράτες που ζουν στην πόλη, έστω ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 21
κι αν οι περιουσίες τους είναι ουσιαστικά κτηματικές. Κύριος πια της εξουσίας, ο Πεισίστρατος συνιστά και στις δύο παρατάξεις να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να αφήσουν τις υποθέσεις της πόλης στα χέρια του. Η εξουσία του στηρίχτηκε τόσο στα μισθοφορικά στρατεύματα όσο και Οστρακα με τα οποία οι Αθηναίοι ψήφιζαν για τον εξοστρακισμό πολιτικών. Από πάνω προς τα κάτω αναφέρονται τα ονόματα: Περικλής Ξανθίππου, Κίμων Μιλτιάδου και Αριστείδης Λυσιμάχου. στα έσοδα από τα μεταλλεία στο Παγγαίο. Πιθανόν να δήμευσε και τις περιουσίες των αντιπάλων του που είχαν πάρει το δρόμο της εξορίας. Αυτοί οι σημαντικοί πόροι επέτρεψαν στον Πεισίστρατο να βοηθήσει τους φτωχούς χωρικούς. Πέθανε γέρος το 527 και τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Ιππίας, η διακυβέρνηση του οποίου ήταν το ίδιο ειρηνική ως το 514, οπότε δολοφονήθηκε ο αδελφός του Ιππαρχος από τους συνωμότες Αρμόδιο και Αριστογείτονα, που αργότερα τιμήθηκαν ως τυραννοκτόνοι. Τον επόμενο χρόνο, μερικοί εξόριστοι, με την καθοδήγηση των Αλκμεωνιδών, προσπάθησαν να εκδιώξουν τον Ιππία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά, οι Αλκμεωνίδες πέτυχαν την υποστήριξη της Σπάρτης και, παρόλο που η πρώτη σπαρτιατική εκστρατεία κατά των Αθηνών έληξε με ήττα των Σπαρτιατών, μια μεγαλύτερη στρατιά με ηγέτη τον βασιλιά Κλεομένη το 510 έδιωξε τον Ιππία και έβαλε τέλος στη διακυβέρνηση της δυναστείας του. Οι πηγές μας δεν παρέχουν περισσότερες ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την τυραννίδα του Πεισιστράτου. Φαίνεται όμως ότι η περίοδος της διακυβέρνησής του, καθώς και των διαδόχων του χαρακτηρίζεται από αξιόλογη ανάπτυξη, ιδιαίτερα του κέντρου της πόλης των Αθηνών. Χτίζεται ο πρώτος μεγάλος ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη και ξεκινά η κατασκευή του Ολυμπιείου. Ο Θουκυδίδης γράφει σχετικά: «Γιατί η εξουσία του γενικά δεν ήταν βαριά για το λαό και την ασκούσε με τρόπο που δεν προκαλούσε αντιπάθειες Αυτοί οι τύραννοι επέδειξαν σύνεση και αρετή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και ενώ εισέπρατταν μόνο το ένα εικοστό της παραγωγής από τους Αθηναίους, διακόσμησαν όμορφα την πόλη τους. διεξήγαν με επιτυχία τους πολέμους. και στα ιερά θυσίαζαν. Γενικά, η πόλη εξακολουθούσε να διέπεται από τους προηγούμενους νόμους, εκτός από το γεγονός ότι οι τύραννοι φρόντιζαν να έχουν τους ανθρώπους της οικογένειάς τους στα αξιώματα. Ανάμεσα σε αυτούς που άσκησαν το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα ήταν και ο Πεισίστρατος, ο γιος του τυράννου Ιππία, που έφερε το όνομα του παππού του [ιδρυτή της τυραννίδας] και ο οποίος (κατά το διάστημα που ήταν άρχοντας) αφιέρωσε το βωμό των δώδεκα θεών στην αγορά και εκείνον του Απόλλωνα στο Πύθιο (Θουκυδίδης, 6.54.v-vi). 22 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
6. Ο Κλεισθένης και το μεταρρυθμιστικό του έργο Οι δομές του αθηναϊκού πολιτεύματος κατά την κλασική εποχή διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Κλεισθένη, στα τέλη του 6ου αιώνα. Δυνάμωσε τις τάσεις της πολιτικής που είχε χαράξει ο Σόλων στις αρχές του αιώνα και αξίζει να ονομαστεί ο θεμελιωτής της Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα. Ηταν γιος του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και της Αγαρίστης και εγγονός του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην εξορία, καθώς η οικογένειά του είχε εκδιωχθεί από την πόλη των Αθηνών εξαιτίας της περίφημης υπόθεσης του Κυλωνείου Αγους (αποτυχημένη απόπειρα του Κύλωνα να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα και δολοφονία του ιδίου και οπαδών του στο ανατολικό άκρο του Αρείου Πάγου από τον Μεγακλή, προπάππου του Κλεισθένη). Τα μέλη της επέστρεψαν στην Αθήνα μετά την αμνηστεία που παρείχε ένας νόμος του Σόλωνος, αλλά εξορίσθηκαν και πάλι ύστερα από την οριστική ανάληψη της εξουσίας από τον Πεισίστρατο. Οι Αλκμεωνίδες επέστρεψαν στην πόλη των Αθηνών το 527 και ο Κλεισθένης εξελέγη άρχων το 525/4. Η οικογένειά του κέρδισε την εύνοια του δελφικού Απόλλωνα, καθώς βοήθησε γενναιόδωρα στην ανοικοδόμηση του ναού, ο οποίος είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Η δολοφονία του Ιππάρχου, γιου του Πεισιστράτου, το 514 και η σκληρή στάση που επέδειξε προς τους ευγενείς ο Ιππίας ανάγκασαν και πάλι το γένος του Κλεισθένη να πάρει το δρόμο της εξορίας. Κατόπιν άσκησης πιέσεων από το Μαντείο των Δελφών στη Σπάρτη (ανταπόδοση για τη βοήθεια των Αλκμεωνιδών), οι Σπαρτιάτες και οι Αλκμεωνίδες ένωσαν τις δυνάμεις τους και τελικά πέτυχαν την εκδίωξη του Ιππία από την Αθήνα το 511/0. Οι εξόριστοι ευγενείς άρχισαν να κυβερνούν υπεροπτικά, αναθεωρώντας παράλληλα τους παλαιότερους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, οι οποίοι είχαν συγκροτηθεί από τον Σόλωνα και τον Πεισίστρατο, σβήνοντας τα ονόματα πολλών. Σκοπός των ευγενών ήταν να επιστρέψουν στα παλιά αριστοκρατικά ιδανικά. Ο Κλεισθένης διεκδίκησε με τον αρχηγό των ευγενών, τον Ισαγόρα, την εξουσία. Οταν επικράτησε τελικά ο Ισαγόρας και εξελέγη άρχων το 508/7, ο Κλεισθένης πρότεινε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, προκειμένου να ξεπεράσει τον Ισαγόρα σε δημοτικότητα και να αποδώσει εκ νέου στο λαό τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο Ισαγόρας στράφηκε στο βασιλιά Κλεομένη Α της Σπάρτης, ο οποίος χρησιμοποίησε την κατάρα των Αλκμεωνιδών για να εκδιώξει τον Κλεισθένη και τους οπαδούς του από την Αθήνα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι συνωμότησαν εναντίον του Ισαγόρα, επιτρέποντας έτσι στον Κλεισθένη να επιστρέψει και να εφαρμόσει τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια. Δεν γνωρίζουμε κάτι άλλο για τον Κλεισθένη. Προφανώς, πέθανε λίγο αργότερα. Ο Κλεισθένης, θεωρούμενος ως πατέρας της αθηναϊκής Δημοκρατίας, σε σύγχρονη προτομή (Ohio State House). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 23
Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια του Κλεισθένη, τα οποία χρονολογούνται στο 507, προορίζονταν ίσως να εξασφαλίσουν και την επιρροή του (ή την εξουδετέρωση της επιρροής των αντιπάλων του), θα είχαν μείνει όμως χωρίς αποτέλεσμα αν ο λαός δεν τα είχε ανάγκη. Πυρήνας αυτών των μεταρρυθμίσεων υπήρξε το ότι ο Κλεισθένης, κατά το πρότυπο των τυράννων, διέλυσε τις παλαιότερες φυλετικές ενώσεις (τις τέσσερις ιωνικές φυλές), οι οποίες είχαν αποστερηθεί κάθε πολιτικής σημασίας, και συγκρότησε νέες μονάδες με τον ακόλουθο τρόπο: Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις περιφέρειες (Αστυ, Παραλία και Μεσογαία). Καθένα από αυτά τα τμήματα αποτελούνταν με τη σειρά του από δέκα τμήματα (που ονομάζονταν Τριττύες), φτάνοντας στο συνολικό αριθμό των τριάντα. Ο πληθυσμός μιας Τριττύος από κάθε γεωγραφική περιφέρεια συνενωνόταν με τον πληθυσμό μιας Τριττύος από καθεμία από τις άλλες δύο περιφέρειες, συναποτελώντας έτσι μία νέα φυλή. Επαναπροσδιορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ των νέων πληθυσμιακών και εδαφικών μονάδων, με πιθανό στόχο την εξάλειψη παλαιότερων θρησκευτικών ή προσωπικών δεσμών ευπείθειας. Διαμορφώθηκαν, με τον τρόπο αυτό, δέκα νέες φυλές, απαρτιζόμενες από άτομα που κατοικούσαν σε όλα τα τμήματα της Αττικής, ενώ καθεμία από τις φυλές αυτές είχε πλέον τις δικές της λατρείες και τους δικούς της ήρωες. Ο Κλεισθένης διατήρησε τους δήμους, δηλαδή χωριά με την εδαφική Ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλων. Ρωμαϊκό αντίγραφο (αρχές 3ου αιώνα π.χ. ) χάλκινης προτομής (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης). τους επικράτεια, ως την αμέσως επόμενη (μετά τις τριττύες) εδαφική και πληθυσμιακή μονάδα. Κάθε Τριττύα συμπεριελάμβανε έναν ή περισσότερους από τους 139 Δήμους. Οι Δήμοι αποτελούσαν σημαντική παράμετρο για την εφαρμογή των μέτρων του Κλεισθένη, καθώς για να είναι κάποιος πολίτης μέλος μιας φυλής έπρεπε να κατοικεί μόνιμα σε ένα Δήμο, ενώ παράλληλα στους Δήμους συγκροτούνταν οι κατάλογοι των πολιτών, αποτελώντας έτσι τη βάση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκτοτε, και στο πλαίσιο της πολιτικής ισότητας των Αθηναίων, το όνομα καθενός από αυτούς θα αποτελούνταν από το όνομα και το δημοτικό, δηλαδή το επίθετο του δήμου από τον οποίο καταγόταν. Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι κάθε φυλή περιελάμβανε ένα αρκετά διασταυρωμένο τμήμα του πληθυσμού και ήταν αδύνατο για τους ευγενείς να ελέγχουν την κατάσταση. Είναι επίσης πιθανό ότι ο Κλεισθένης προσπάθησε, πίσω από το προσωπείο της ισότητος και με το πρόσχημα ότι επιθυμούσε να διασπείρει το λαό, να κερδίσει πλεονεκτήματα για την οικογένειά του και να υποβιβάσει άλλες ηγέτιδες οικογένειες. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του Κλεισθένη, η συγκρότηση αυτών των ενώσεων είχε ως τελικό αποτέλεσμα να σπάσει η επιρροή της αριστοκρατίας στο λατρευτικό και πολιτικό επίπεδο, να υπονομευθούν οι όποιες πελατειακές σχέσεις είχαν δημιουργηθεί και να οργανωθεί εκ νέου ο αθηναϊκός λαός. Η νέα οργάνωση κατέστη το θεμέλιο της δημόσιας 24 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ζωής: κάθε Αθηναίος έπρεπε να ανήκει σε ένα Δήμο, καθώς και σε μία από τις ευρύτερες μονάδες, στις οποίες έπρεπε να ανήκει ο Δήμος του. Κάθε μονάδα είχε τις δικές της συνελεύσεις και τους αντίστοιχους αξιωματούχους. Η πόλις στο σύνολό της κατένειμε τα στρατιωτικά, διοικητικά και πολλά δημόσια αξιώματα σύμφωνα με αυτές τις μονάδες. Η προαναφερθείσα οργάνωση απαιτούσε και προήγαγε ένα μεγάλο βαθμό συμμετοχής από το μέσο πολίτη. Ουσιαστικά, ο Κλεισθένης παρείχε στους Αθηναίους έναν πολιτικό μηχανισμό σε τοπικό επίπεδο, η εφαρμογή του οποίου ήταν καθοριστική για τη Δημοκρατία. Στον Κλεισθένη αποδίδεται επίσης και η υιοθέτηση του οστρακισμού, του μέσου που θεωρητικά θα απέκλειε την εκ νέου πιθανότητα εγκαθίδρυσης της τυραννίδος από φιλόδοξους πολιτικούς. Κάθε χρόνο ο λαός συγκεντρωνόταν στην Αγορά, έπειτα από απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου, και ψήφιζε εναντίον οποιουδήποτε ατόμου θεωρούσε επικίνδυνο για το κράτος. Πιθανότατα, το μέτρο αυτό στην πράξη στόχευε αρχικά στην επίλυση των διαφορών μεταξύ του Ισαγόρα και του Κλεισθένη. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η ανασυγκρότηση της Βουλής, εξαιτίας της αναδιάρθρωσης των φυλών: τη Βουλή των τετρακοσίων Αθηναίων (εκατό από καθεμία από τις αρχικές τέσσερις φυλές) αντικατέστησε η Βουλή των Πεντακοσίων (πενήντα Αθηναίοι από καθεμία από τις δέκα νέες φυλές), πιθανότατα με διευρυμένες αρμοδιότητες, καθώς αποτελούσε το διαβουλευτικό και κυβερνητικό σώμα του κράτους. Στη διοικητική της δικαιοδοσία ήταν υπεύθυνη για τις οικονομικές και εξωτερικές υποθέσεις. Ο στρατός οργανώθηκε και αυτός με βάση τις φυλές, ενώ σχηματίστηκε ένα σώμα από δέκα στρατηγούς, το οποίο σταδιακά αναδείχτηκε το ισχυρότερο στην Αθήνα. Τέλος, έγινε ένα βήμα προς την ενοποίηση των δημόσιων οικονομικών, με την ίδρυση ενός σώματος από δέκα αποδέκτας, το οποίο συγκέντρωνε όλα τα έσοδα, υπό την επίβλεψη της Βουλής των Πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε προφανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν επρόκειτο να επέλθει ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των συμπολιτών του, εάν δεν προέβαινε στη ρηξικέλευθη κίνηση ανάμιξης των διαφορετικών πληθυσμιακών στοιχείων της Αττικής. Τόσο η προηγούμενη αποτυχία του Σόλωνος (παρά τα μέτρα του) όσο και η εμπειρία της τυραννίδος αποτελούσαν κίνητρα προς την κατεύθυνση αυτή. Τα μέτρα που εισηγήθηκε βασίζονταν επίσης και στην προθυμία των Αθηναίων για μία νέα αρχή. Αυτή είναι και η σημαντικότερη συμβολή του. Παραδοσιακά αντίθετος προς την τυραννίδα, δημιούργησε μία πυραμίδα εξουσίας, η οποία είχε στην κορυφή της (θεωρητικά, τουλάχιστον) το λαό και όχι ένα μεμονωμένο άτομο. Η ενεργοποίηση του πολιτικού και στρατιωτικού πνεύματος του λαού στους Δήμους, στη Βουλή των Πεντακοσίων, στην Εκκλησία του Δήμου είχε καταπληκτικά αποτελέσματα. Οι κοινοί πολίτες συμμετείχαν στη διοίκηση του κράτους, ενώ παράλληλα τους δίνονταν ευκαιρίες να διακριθούν στην πολιτική και να αποκτήσουν μόρφωση. Σημαντικότερη είναι, όμως, η επίτευξη της ηρεμίας στο κράτος, η οποία βοήθησε την Αθήνα να αναδειχθεί σε πρωταγωνίστρια στον ελληνικό κόσμο κατά τον 5ο αιώνα. 7. Τύραννοι, βασιλείς και Περσία: Πολυκράτης και Αμύντας Α Για ένα μεγάλο διάστημα του 5ου αιώνα, οι Ελληνες τύραννοι των μικρασιατικών πόλεων διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις με την Περσία. Ο Ηρόδοτος (4.136-137) παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των σχέσεων: κατά την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία, στην προτελευταία δεκαετία του 6 ου αιώνα, αρκετοί τύραννοι ιωνικών πόλεων είχαν επιστρατευθεί για να συνδράμουν τους Πέρσες. Στους τυράννους αυτούς ανατέθηκε η φύλαξη της γέφυρας του Δούναβη, ενώ ο βασιλιάς Δαρείος προήλαυνε με τα περσικά στρατεύματα ακόμη βορειότερα. Καθώς ο Δαρείος δεν επέστρεψε έγκαιρα, οι Σκύθες τούς προτείνουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους και συνεπώς να εγκαταλείψουν τον Δαρείο στην τύχη του. Αλλά ο τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος τονίζει στους υπόλοιπους ότι, αν σκοτωθεί ο Δαρείος, το ίδιο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 25
πλευρά, προκριμένου να ελέγξει καλύτερα τις ελληνικές πόλεις. Αντίθετα, μάλιστα, η περίπτωση του Πολυκράτη της Σάμου είναι ενδεικτική της περσικής τάσης να εξοντώνονται όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για τα συμφέροντα της Περσίας: ο Πολυκράτης δολοφονήθηκε από τους άνδρες του Πέρση σατράπη των Σάρδεων Οροίτη, γύρω στο 522. Ο βασιλιάς των Περσών Καμβύσης στην Αίγυπτο. Ανιστορική γκραβούρα. θα συμβεί και στους ίδιους: η θέση τους εξαρτάται από τις καλές σχέσεις τους με την περσική αυλή και τη δυνατότητά τους να έχουν υπό τις διαταγές τους ανάλογες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο τύραννος της Μιλήτου σαφώς εννοούσε πως θα έπρεπε όλοι οι Ιωνες τύραννοι να ευχαριστούν το Μέγα Βασιλέα, καθώς, αν δεν ήταν αυτός, δεν θα βρίσκονταν στη θέση εξουσίας που κατείχαν στις πόλεις τους. Ωστόσο, ο όρος τύραννος εδώ μάλλον χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι κάποιοι από τους δώδεκα Ιωνες που συμμετείχαν στη σκυθική εκστρατεία ήταν διοικητές του στόλου που συνόδευε το Μέγα Βασιλέα και όχι τύραννοι με την πολιτειακή έννοια του όρου. Από τις πόλεις που αναφέρει ο Ηρόδοτος, η Μίλητος, η Χίος, η Σάμος, η Φώκαια και η Κύμη είχαν εμπειρία τυράννων πριν από την υποταγή τους στους Πέρσες, επομένως δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η τυραννίδα καλλιεργήθηκε από την περσική Η τυραννίδα του Πολυκράτη στη Σάμο εντάσσεται στο σχήμα που περιγράφει ο Θουκυδίδης, όπου η εξουσία του τυράννου συνδέεται με μία ναυτική ηγεμονία, την οποία στηρίζει ένας σημαντικός στόλος. Η θέση της Σάμου, κοντά στην περσική ηπειρωτική χώρα, ήταν τέτοια που θα μπορούσε να αναπτύξει μια ισχυρή ναυτική δύναμη μόνο σαν εξάρτηση της Περσίας ή σαν ηγεσία της αντίστασης κατά της Περσίας. Ο Πολυκράτης διάλεξε το δεύτερο ρόλο και, επομένως, η γοργή αύξηση της δύναμής του θα πρέπει να οφείλεται στους πολέμους που αναγκάστηκε να διεξαγάγει κατά το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησής του. Η Ρόδος και η Αίγυπτος έγιναν σύμμαχοί του εναντίον των Περσών. Στο εσωτερικό ακολούθησε εχθρική πολιτική απέναντι σε μια μερίδα της σαμιακής αριστοκρατίας. Αυτή, ωστόσο, η μερίδα ήταν που ζήτησε τη βοήθεια της Σπάρτης για να απαλλαγεί από τον τύραννο. Στην έκκληση αυτή πρέπει να έπαιξε ρόλο και η αλλαγή της πολιτικής του τυράννου: ο Πολυκράτης από το 525 είχε συμμαχήσει με τον Πέρση βασιλιά, Καμβύση, είτε γιατί είχαν ασκηθεί πιέσεις επάνω του είτε γιατί συμπέρανε ότι ο Καμβύσης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος για τους Ελληνες. Εστειλε εκστρατευτικό σώμα, επικουρικό του περσικού στρατού, στην Αίγυπτο, διαλύοντας έτσι τη συμμαχία μαζί της. Στο Σώμα αυτό είχε συμπεριλάβει τους πιο επικίνδυνους πολιτικούς του αντιπάλους, τους οποίους ήλπιζε με τον τρόπο αυτό να ξεφορτωθεί. Αυτοί, όμως, λιποτάκτησαν, γύρισαν στη Σάμο, απέτυχαν στην προσπάθεια απόβασής τους στο νησί, έπλευσαν στην Ελλάδα και ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης για την ανατροπή του τυράννου. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι στην ιστορία της Σάμου παρεμβάλλεται και ο εξωτερικός παράγοντας: ο περσικός κίνδυνος. 26 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Λίγο αργότερα ξέσπασε μια εξέγερση εναντίον του Καμβύση. Κατά την επιστροφή του στην Περσία από την Αίγυπτο, ο Πέρσης βασιλιάς πέθανε στις αρχές του 522. Η σύγχυση που ακολούθησε το θάνατό του έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να επωφεληθούν. Ανάμεσά τους και ο Οροίτης, Πέρσης σατράπης της Λυδίας, ο οποίος αρνήθηκε την υποταγή του στον Δαρείο. Με αυτόν σχετίζεται κι η δολοφονία του Πολυκράτη, δεν γνωρίζουμε όμως λεπτομέρειες. Στη Σάμο, ο διάδοχος του Πολυκράτη, Μαιάνδριος, διατήρησε την εξουσία, καθώς έκρινε πως η εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού καθεστώτος θα ήταν επικίνδυνη για τη ζωή του. Τελικά ο αδελφός του Πολυκράτη, Συλοσών, εξασφάλισε τη βοήθεια του Δαρείου και το νησί πέρασε στα χέρια των Περσών το 517. Η προαναφερθείσα εκστρατεία στη Σκυθία, το 513/2, ήταν ασφαλώς ένα σημείο καμπής στις ελληνο-περσικές σχέσεις. Σκοπός του Δαρείου Α ήταν να εξαλείψει τον κίνδυνο επιδρομών στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας του από τις εισβολές των Σκυθών. Πέρα από το γεγονός ότι η εκστρατεία στο σύνολό της ήταν αποτυχημένη, παρά τις τεράστιες προετοιμασίες, οι Πέρσες εξασφάλισαν το απαραίτητο προγεφύρωμα στην ευρωπαϊκή ακτή, κατέλαβαν τη Θράκη και φρόντισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέχρι τη Θεσσαλία. Χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, είναι το δεύτερο παράδειγμα σχέσεων μεταξύ Περσίας και Ελλήνων ηγετών, το οποίο συνδέεται με την παραχώρηση της περιοχής του Ανθεμούντα στον Ιππία από τον Μακεδόνα βασιλέα Αμύντα Α. Πρόκειται για μία περίπτωση η οποία συνδυάζει την περσική παρουσία στην περιοχή της Θράκης με την πρότερη ίδρυση του οικισμού της Ραικήλου από τον Πεισίστρατο, ενώ φωτίζει πτυχές της πολιτικής του Μακεδόνα βασιλέα, ο οποίος ήταν υποτελής των Περσών ήδη από το 512/11. Η έρευνα έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα, στο πλαίσιο της περσικής παρουσίας στη Θράκη. Εφόσον η περσική επίνευση για την όποια κίνηση του Μακεδόνα βασιλέα κρινόταν απαραίτητη, θα πρέπει να τοποθετήσουμε την υπαγωγή της Μακεδονίας (ως υποτελούς περιοχής και όχι ως τμήματος μιας σατραπείας) στο περσικό κράτος Ο απαγχονισμός του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη. Τέμπερα (1415) από το εργαστήριο Boucicaut (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 27