ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ TOMEAΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μελέτη των αναδασώσεων στο δάσος της Στροφιλιάς ΒΔ Πελ/σου ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Σ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΔΑΣΟΛΟΓΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΠΑΤΡΑ 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5 1.1. Σκοπός της εργασίας 5 1.2. Γενικά για τις αναδασώσεις 5 1.3. Στοιχεία βιολογίας και οικολογίας για τα μελετώμενα είδη 10 1.3.1. Κουκουναριά (Pinus pinea) 10 1.3.2. Χαλέπιος πεύκη (P. halepensis) 13 1.3.3. Βελανιδιά (Quercus ithaburensis) 14 1.4. Οι αναδασώσεις ως μέσο αποκατάστασης φυσικών οικοσυστημάτων 16 1.4.1. Αναδασώσεις σε προστατευόμενες περιοχές 16 1.4.2. Πότε γίνονται οι αναδασώσεις 18 1.4.3. Κριτήρια επιλογής ειδών 19 2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 21 2.1. Γεωγραφική θέση 21 2.2. Ιστορικά στοιχεία 22 2.3. Φυσιογραφία μορφολογία 23 2.4. Μετεωρολογικά δεδομένα - κλιματολογικές συνθήκες 23 2.5. Έδαφος υδρολογικές συνθήκες 26 2.6. Χλωρίδα και βλάστηση 30 2.7. Ισχύον καθεστώς 40 2.8. Σημαντικότητα της περιοχής 40 2.9. Παρούσα κατάσταση των δασών-προβλήματα 43 2.9.1. Κατάσταση των δασών προβλήματα και κίνδυνοι 43 2.9.1.1. Δάσος κουκουναριάς 43 2.9.1.2. Δάσος χαλεπίου πεύκης 47 2.9.1.3. Δάσος βελανιδιάς 49 2.10. Αναγκαιότητα των αναδασώσεων 50 2.11. Πυρκαγιές 53 2.11.1. Επικινδυνότητα 53 2.11.2. Αντιπυρικές ζώνες 55 3. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 58 4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 59 4.1. Αναδασώσεις στην περιοχή της Στροφιλιάς 59 4.1.1. Αναδασώσεις με P. pinea 59 4.1.2. Γενικά στοιχεία για τις δειγματοληπτικές επιφάνειες 60 4.1.3. Στατιστική ανάλυση αποτελεσμάτων 62 4.1.4. Επιτυχία των αναδασώσεων, συσχέτιση με την ποιότητα τόπου 65 4.1.5. Ο ανταγωνισμός από την υποβλάστηση 72 4.1.6. Κριτική επί των έως τώρα αναδασώσεων 72-1-
4.2. Η διαχείριση της βελανιδιάς και των αείφυλλων σκληρόφυλλων θάμνωνβιοποικιλότητα 73 4.2.1. Διαχείριση δάσους βελανιδιάς 73 4.2.2. Προστασία και αποκατάσταση του δρυοδάσους 74 4.2.3. Τα είδη των θάμνων 77 4.2.4. Ο οικολογικός ρόλος των θάμνων στο οικοσύστημα 80 4.3. Προτάσεις επί των μελλοντικών αναδασώσεων 82 4.3.1. Γενικές αρχές 82 4.3.2. Τεχνική των αναδασώσεων 87 4.3.2.1. Φύτευση σπορά 87 4.3.2.2. Απομάκρυνση του εδαφοκαλύμματος 88 4.3.2.3. Προετοιμασία του εδάφους 89 4.3.2.4. Φύτευση 89 4.3.2.5. Περιποίηση της νεοφυτείας 90 4.3.3. Η φυσική αναγέννηση 91 4.4. Η επίδραση των αναδασώσεων στην ορνιθοπανίδα 93 4.4.1. Νομικό καθεστώς (οδηγία 79/409) 93 4.4.2. Μεσογειακά δάση και πτηνά 94 4.4.3. Η ορνιθοπανίδα στην ευρύτερη περιοχή της Στροφιλιάς 95 4.4.4. Η επίδραση των αναδασώσεων 96 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 100 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 103 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 106-2-
ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Επιβλέπων: Καθηγητής Θεόδωρος Γεωργιάδης Καθηγητής Δημήτριος Τζανουδάκης Καθηγητής Δημήτριος Χριστοδουλάκης -3-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Θεόδωρου Γεωργιάδη. H λήψη των στοιχείων υπαίθρου έγινε το χειμώνα του 2006-2007 ενώ είχαν προηγηθεί και επισκέψεις στην περιοχή το καλοκαίρι του 2006 αλλά και πρωτύτερα. Η επιλογή της Στροφιλιάς για την εκπόνηση της διατριβής προήλθε από την απασχόλησή μου στην περιοχή ήδη από το 2004 στα πλαίσια του προγράμματος «Διατήρηση, αποκατάσταση και αναγέννηση του παραθαλάσσιου δάσους κουκουναριάς στην περιοχή Στροφιλιά Ν. Αχαϊας» με αντικείμενο τη συλλογή στοιχείων πεδίου, υπό την καθοδήγηση του Λέκτορα δασολογίας κ. Πέτρου Γκανάτσα, τον οποίο και ευχαριστώ για την άψογη συνεργασία. Προς τον επιβλέποντα Καθηγητή κ. Θεόδωρο Γεωργιάδη θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου για το ενδιαφέρον και την υπομονή που έδειξε κατά την εκπόνηση της παρούσας διατριβής, για τις χρήσιμες οδηγίες και συμβουλές που μου παρείχε καθώς και για το χρόνο που αφιέρωσε για το σκοπό αυτό. Επίσης,, ευχαριστώ τον Γιώργο Δημητρέλο για τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις του και την Σοφία Σπανού για την παροχή πληροφοριών. Θερμές ευχαριστίες οφείλω και στο Δασολόγο του Δασαρχείου Πατρών κ. Παναγιώτη Σμηλιωτόπουλο για τις σημαντικότατες πληροφορίες που μου παρείχε, καθώς και στο Δασάρχη Πατρών κ. Χρήστο Τσακανίκα και τους άλλους υπαλλήλους της υπηρεσίας για την πρόθυμη εξυπηρέτηση. Επίσης, ευχαριστώ τον αδελφό μου Παναγιώτη για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε στη συλλογή των στοιχείων πεδίου. Πάτρα Ιούλιος 2007-4-
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Σκοπός της εργασίας Η εργασία αυτή αποτελεί μελέτη του δάσους της Στροφιλιάς (Αχαϊας) με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη δυνατότητα, τους τρόπους και τη χρησιμότητα της τεχνητής αναδάσωσης. Επίσης, θα διερευνηθούν οι αλλαγές που είναι πιθανόν να προκαλέσει μια εκτεταμένη αναδάσωση Εικόνα 1. Πανοραμική άποψη του δάσους στο οικοσύστημα. Παράλληλα θα αναφερθούν οι παράγοντες που υποβαθμίζουν το οικοσύστημα, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει και με πιο τρόπο οι αναδασώσεις μπορούν να ωφελήσουν την περιοχή, αλλά και οι πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις από λανθασμένες αναδασωτικές πρακτικές. Για το λόγο αυτό θα γίνει αναφορά τόσο στις θεωρητικές αρχές που διέπουν τις αναδασώσεις όσο και στον τεχνικό τρόπο που αυτές οι αρχές θα εφαρμοστούν στην πράξη, προσαρμοζόμενες στις ιδιαιτερότητες της περιοχής. 1.2. Γενικά για τις αναδασώσεις Η αναδάσωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό της δασικής πρακτικής, αλλά είναι μέσο που χρησιμοποιείται για την επίτευξη διάφορων στόχων. Ως αναδάσωση νοείται η τεχνητή δημιουργία ή επανίδρυση μιας δασικής συστάδας με φύτευση ή σπορά. Ο αρχικός σκοπός των αναδασώσεων ήταν η επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγής ξύλου για να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες. Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες που η προστασία του περιβάλλοντος έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα σε όλο τον κόσμο, οι αναδασώσεις εξυπηρετούν και άλλες ανάγκες όπως: αποκατάσταση κατεστραμμένων ή υποβαθμισμένων περιοχών, αισθητική βελτίωση του τοπίου, -5-
ρύθμιση του μικροκλίματος σε αστικές περιοχές, προστασία από τη διάβρωση, ρύθμιση των υδρολογικών συνθηκών και αντιπλημμυρική προστασία, δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την πανίδα, Από τεχνικής πλευράς οι αναδασώσεις γίνονται με πολλούς τρόπους αναλόγως του αναγλύφου του εδάφους, του δασικού είδους που φυτεύεται, των διατιθέμενων οικονομικών και τεχνικών μέσων και οπωσδήποτε τον σκοπό για τον οποίο γίνεται η αναδάσωση. Με την αναδάσωση δεν επιδιώκεται η αλλαγή των φυσικών, οικολογικών συνθηκών που υπάρχουν σε μία περιοχή ούτε η αντικατάσταση των φυσικών διεργασιών. Το ζητούμενο, όπως και γενικότερα στην αειφόρο δασοκομία, είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών που ούτως ή άλλως θα γίνονταν χωρίς ανθρώπινη επέμβαση. Έτσι, η αναδάσωση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εχθρική ενέργεια προς το περιβάλλον ακόμα και αν πρόκειται για προστατευόμενη περιοχή, αλλά ως ένα χρήσιμο εργαλείο διαχείρισης. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι πρέπει να χρησιμοποιείται και να εκτελείται με ορθολογικό τρόπο κατόπιν μελέτης των συνθηκών και ύστερα από εξέταση της αναγκαιότητάς της (βλ. Κεφ. 2). Τα δάση που προκύπτουν από τις αναδασώσεις μπορεί να διαφέρουν ως προς τη δομή τους, αναλόγως του τρόπου που γίνεται η αναδάσωση. Έτσι σε περίπτωση που ο σκοπός της αναδάσωσης είναι η παραγωγή ξυλείας, δημιουργείται ομήλικο δάσος φυτεύοντας όλη την αναδασωτέα έκταση ταυτόχρονα. Τα ομήλικα δάση πλεονεκτούν ως προς τη διαχείρισή τους, η οποία είναι πολύ εύκολη και οικονομική, αλλά είναι αφύσικα και έχουν μικρή οικολογική αξία. Αντιστοίχως, η υλοτομία γίνεται όταν η συστάδα φτάσει στην κατάλληλη ηλικία, η οποία καθορίζεται με οικονομικά κριτήρια. Ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών υλοτομιών είναι ο περίτροπος χρόνος της συστάδας Το ιδανικό πρότυπο του φυσικού δάσους είναι το κηπευτό, όπου σε κάθε συστάδα του υπάρχουν άτομα όλων των ηλικιών. Τα δάση αυτά αναγεννώνται συνεχώς και είναι σταθερά οικοσυστήματα ανθεκτικά σε κινδύνους (άνεμος, ασθένειες κ.τ.λ.), αλλά η διαχείρισή τους είναι δύσκολη, δαπανηρή και απαιτεί γνώσεις. Για κάθε κηπευτή συστάδα δεν υπάρχει περίτροπος χρόνος, όπως στα ομήλικα δάση, αλλά χρόνος περιφοράς, ήτοι ελαφρές επεμβάσεις ανά τακτά χρονικά -6-
διαστήματα (συνήθως 10 έτη), κατά τις οποίες αφαιρείται μικρό ποσοστό του ξυλαποθέματος και έτσι η διαταραχή είναι μικρή. Η κηπευτή δομή είναι μια θεωρητική κατάσταση που σπάνια συναντάται, άλλωστε μερικά φωτόφιλα είδη δεν είναι ικανά να σχηματίσουν τέτοια δομή, αφού τα νεαρά άτομα πάντα σκιάζονται από τα μεγαλύτερα. Η δομή που εμφανίζεται συνήθως είναι η υποκηπευτή, στην οποία η κάθε συστάδα συγκροτείται από ομήλικα αθροίσματα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της ομήλικης και της κηπευτής με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε μικρότερο βαθμό. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα φυσικά δάση έχουν υποκηπευτή μορφή. -7-
Οι αναδασώσεις στην Ελλάδα (1941 2001) ΕΤΟΣ Αναδασώσεις σε στρέμματα Φυτευθέντα Δενδρύλλια σε χιλιάδες 1941-1950 247.061 40.978 1951-1960 543.531 104.055 1961-1970 366.132 103.265 1971 49.917 14.975 1972 61.867 18.560 1973 43.301 12.900 1974 35.274 4.468 1975 30.908 7.088 1976 33.345 6.651 1977 39.889 6.060 1978 39.066 6.770 1979 35.870 5.841 1980 47.383 6.785 1981 36.776 5.368 1982 297.527 5.435 1983 43.308 5.783 1984 49.971 8.364 1985 56.614 8.353 1986 54.801 9.618 1987 51.001 9.000 1988 44.883 6.425 1989 46.508 6.793 1990 46.571 6.264 1991 41.395 5.002 1992 45.918 7.393 1993 46.534 7.829 1994 44.058 7.794 1995 33.204 5.597 1996 19.631 2.763 1997 25.320 3.218 1998 18.566 2.596 1999 24.544 2.979 2000 14.916 2.055 2001 18.364 1.569 Πίνακας 1. ΠΗΓΗ : Δ/νση Αναδασώσεων και Ορεινής Υδρονομίας. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2002-8-
Γραφική αναπαράσταση των αναδασώσεων στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1971-2001 Αναδασώσεις Αναδασώσεις (στρέμματα) 350.000 300.000 250.000 200.000 150.000 100.000 50.000 20.000 18.000 16.000 14.000 12.000 10.000 8.000 6.000 4.000 2.000 φυτευθέντα δενδρύλλια (χιλιάδες) 0 0 1972 1974 1976 1978 1980 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 Έτος Εικόνα 2. * Στο έτος 1982 υπάρχει μία προφανής αναντιστοιχία μεταξύ του αριθμού των φυτευθέντων δενδρυλλίων και της αναδασωθείσας έκτασεως η οποία οφείλεται σε ανακρίβεια των σχετικών στοιχείων του Υπουργείου Γεωργίας -9-
1.3. Στοιχεία βιολογίας και οικολογίας για τα μελετώμενα είδη 1.3.1. Pinus pinea (Κουκουναριά) Δένδρο ύψους μέχρι 25m. Η κόμη του στην αρχή είναι σφαιρική, ενώ αργότερα γίνεται ομπρελοειδής ώστε να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο φως. Οι βελόνες είναι ανοικτοπράσινες παχιές και μακρυές (10-15cm), είναι δε μεγαλύτερες από τις βελόνες των άλλων πεύκων του Εικόνα 3. Κουκουναριά ( P. pinea) ελλαδικού χώρου. Οι βελόνες έχουν στόματα και στις δύο πλευρές και ζουν 2 3 χρόνια ενίοτε δε έως και 4. Τα αρσενικά άνθη βρίσκονται στη βάση των ετήσιων βλαστών και περιέχουν κίτρινη γύρη, η οποία διασκορπίζεται με τον άνεμο. Η γονιμοποίηση λαμβάνει χώρα 2 έτη μετά την επικονίαση και οι κώνοι ωριμάζουν σε 3 έτη. Συγκεκριμένα η επικονίαση λαμβάνει χώρα την άνοιξη (1 ο έτος) και το καλοκαίρι του μεθεπόμενου έτους (3 ο έτος) γίνεται η γονιμοποίηση (B. Abellanas et al, 1989). Η ωρίμανση των σπερμάτων γίνεται χειμώνα του αυτού έτους. Η κουκουναριά παρουσιάζει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας και καρποφορεί σχεδόν ανά τριετία (Γεωργιάδης και Χριστοδουλάκης, 1984). Οι ώριμοι κώνοι είναι ευμεγέθεις με μήκος 8 14 cm και με σχήμα ωοειδές. Κάθε βράκτιο του κώνου φέρει 2 μεγάλα σπέρματα μήκους 1-1,5cm. Τα σπέρματα είναι μεγάλα, βαριά και φέρουν μικρό πτερύγιο που Εικόνα 4. Σπέρμα και το πτερύγιό του σε αποκολλάται εύκολα, γι αυτό δεν μεγέθυνση. διασπείρονται σε μεγάλη απόσταση από τον άνεμο, αλλά συνήθως πέφτουν κάτω από την κόμη του μητρικού δένδρου. Η σποροπαραγωγή ξεκινάει στην ηλικία των 15-20 ετών. Τα δένδρα που είναι απομονωμένα και δέχονται άπλετο φως καρποφορούν ακόμα νωρίτερα στην ηλικία των 5-10 ετών. Είναι είδος αδιάφορο ως προς το -10-
μητρικό πέτρωμα αν και ευδοκιμεί συνήθως σε ελαφρώς όξινα ή ουδέτερα εδάφη, ενώ ανέχεται και ελαφρά ασβεστολιθικό (βασικό) υπέδαφος. Προτιμάει εδάφη ελαφριάς ή μέτριας μηχανικής σύστασης (αμμώδη-αργιλοαμμώδη), ενώ αποφεύγει τα βαριά αργιλώδη εδάφη που δεν στραγγίζονται εύκολα. Είναι η πλέον φωτόφιλη από όλες τις πεύκες και συνεπώς οι απαιτήσεις της σε φως είναι αυξημένες. Στον ελληνικό χώρο είναι αυτόχθονο είδος και απαντάται σε χαμηλά υψόμετρα και παραθαλάσσιες εκτάσεις, όπου σχηματίζει και δάση. Αν και συνήθως φύεται σε χαμηλά υψόμετρα και παραθαλάσσιες περιοχές, εξαπλώνεται μέχρι και το υψόμετρο των 1400m ιδίως στην ανατολική μεσόγειο, ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν μεμονωμένα άτομα τεχνητώς φυτευθέντα και σε πολύ καλή κατάσταση σε υψόμετρο 800m (Καλάβρυτα). Εικόνα 5. Γεωγραφική κατανομή της κουκουναριάς.(fady B. et al, 2004) Εξαπλώνεται κυρίως γύρω από τη Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, Αλβανία, Τουρκία, Π. Γιουγκοσλαβία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σαρδηνία, Σικελία, Βαλεαρίδες και Κορσική. Στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη και απαντάται κυρίως στις ακόλουθες περιοχές: Δυτική Πελοπόννησος, Κρήτη, Ίος, Νάξος, Σκιάθος, Λέσβος, Σάμος, Ρόδος, Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, ακτές Στερεάς Ελλάδας, Εύβοια, Χαλκιδική, Άθως. Στα Κύθηρα και στην Κέρκυρα είναι καλλιεργημένη όπως και σε κάποιες άλλες περιοχές. Το γεγονός ότι τα σπέρματα της κουκουναριάς είναι εδώδιμα έχει συντελέσει στην καλλιέργεια του είδους ήδη από τα -11-
αρχαία χρόνια και συνεπώς στην εισαγωγή του σε διάφορες περιοχές από τον άνθρωπο. Αυτό καθιστά δύσκολο τον ακριβή προσδιορισμό της φυσικής του εξάπλωσης. Η πιο πιθανές περιοχές προέλευσης είναι η Ανατολία, ο Λίβανος και η Ιβηρική χερσόνησος. Στην Ισπανία έχουν βρεθεί κώνοι και κομμάτια από ξυλάνθρακα P. pinea σε παλαιολιθικούς οικισμούς ηλικίας 50000 ετών. Πέρα από τη Μεσογειακή λεκάνη που είναι ο φυσικός χώρος εξάπλωσής της έχει εισαχθεί με επιτυχία στην Αργεντινή και στη Ν. Αφρική. Ένα χαρακτηριστικό της κουκουναριάς είναι η σχεδόν παντελής απουσία ποικιλότητας μέσα στο είδος, γεγονός που έχει πιστοποιηθεί από μελέτες. Στη βιβλιογραφία δεν υπάρχουν περιγραφές για γεωγραφικές ποικιλίες ή οικοτύπους. Σε πείραμα που έγινε, φυτεύθηκε υλικό από 15 διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές σε επιφάνειες στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Μαρόκο, στην Τυνησία και στην Τουρκία την περίοδο 1994-1996. Από τις μετρήσεις που ακολούθησαν δεν προέκυψαν διαφορές σε χαρακτηριστικά όπως η ευρωστία. Η έλλειψη ενδοειδικής ποικιλότητας ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι επειδή το είδος εκτιμάτο για τους εδώδιμους καρπούς του μεταφερόταν το ίδιο γενετικό υλικό για φύτευση σε διάφορα μέρη της Μεσογείου με αποτέλεσμα να προκύψει γενετική ομοιομορφία. Πάντως η έλλειψη ποικιλότητας δημιουργεί ανησυχία για τη μελλοντική επιβίωση του είδους καθώς θα είναι δύσκολο να προσαρμοστεί σε μεταβολές του περιβάλλοντος και σε παράγοντες όπως η μόλυνση. Σε περιπτώσεις που η κουκουναριά καλλιεργείται για τα σπέρματά της, η παραγωγή αυξάνεται με εγκεντρισμούς και με τις κλασσικές τεχνικές παραγωγής. Στην Ελλάδα συνήθως φύεται σε αμμώδεις περιοχές αλλά σε άλλες χώρες (π.χ. Τουρκία) βρίσκεται και επί ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Στην περιοχή της Στροφιλιάς πιθανώς η κουκουναριά να είναι αυτοφυής καθώς προκύπτει και από παλαιές πηγές, όπως ο χάρτης του B. Randolph (1864) όπου φαίνεται το δάσος να καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από την σημερινή. Επίσης, το έδαφος και το κλίμα της περιοχής ανταποκρίνονται πλήρως στις οικολογικές απαιτήσεις του είδους. Το θέμα αυτό πάντως δεν είναι ξεκαθαρισμένο και πρέπει να διατηρούμε επιφυλάξεις καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις για το αν είναι αυτοφυής στην περιοχή ή όχι. Η αισθητική του αξία είναι υψηλή λόγω του χαρακτηριστικού σχήματος της κόμης του, αλλά και επειδή δεν προσβάλλεται έντονα από την πευκοκάμπια (Thaumetopoea -12-
pityocampa), για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως ως διακοσμητικό φυτό σε πάρκα και κήπους. 1.3.2. Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη) Είναι δένδρο ύψους 10-20m σπάνια 30m. O κορμός του είναι στρεβλός και η διακλάδωση δεν γίνεται αυστηρά σε σπονδύλους. Είναι ιδιαιτέρως ευπροσάρμοστο είδος και έχει λίγες απαιτήσεις. Για το λόγο αυτό αναπτύσσεται σε ποικίλα εδάφη που πολλές φορές είναι Εικόνα 6. Χαλέπιος πεύκη (P. halepensis) ξηρά, αβαθή και άγονα. Όπως και η κουκουναριά είναι και αυτό φωτόφιλο και θερμόβιο. Είναι από τις πλέον συνηθισμένες πεύκες στην Ελλάδα και καλύπτει μεγάλες εκτάσεις, ιδίως στη δυτική Ελλάδα. Αναπτύσσεται πολύ καλά στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων και είναι πυρόφιλο είδος καθώς έχει διάφορους μηχανισμούς που το βοηθούν να αντεπεξέρχεται στις συχνές πυρκαγιές (κλειστοί κώνοι, παχύ ξηρόφλοιο). Δεν ενδείκνυται για παραγωγή ξυλείας λόγω του στρεβλού κορμού του, αλλά παλαιότερα είχε μεγάλη οικονομική σημασία λόγω της παραγωγής ρητίνης. Είναι στενά συγγενικό είδος με την P. brutia, η οποία εξαπλώνεται στην ανατολική Ελλάδα. Τα δύο είδη σπανιότατα υβριδίζουν στη φύση λόγω του διαφορετικού χρόνου ανθοφορίας (εποχική απομόνωση) και της διαφορετικής τους εξάπλωσης (γεωγραφική-οικολογική απομόνωση) (Πανέτσος, 1986). Απαντάται σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Στην Ελλάδα βρίσκεται στην Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Χαλκιδική, Πήλιο, Εύβοια, Σκύρο και σε μερικά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Γενικά, το είδος ευδοκιμεί περισσότερο στη Δυτική Ελλάδα παρά στην Ανατολική. -13-
1.3.3. Quercus ithaburensis ssp. macrolepis (Βελανιδιά) Είδος θερμοξηρόβιο και φιλόφωτο. Εν τούτοις παρατηρήθηκε ότι στους ισχυρούς παγετούς του χειμώνα 2001-2002 η βελανιδιά υπέφερε λιγότερο από τα θερμόβια κωνοφόρα και από αρκετά αείφυλλα πλατύφυλλα είδη (Α.Μ. Παπαδόπουλος κ.ά.). Είναι αρκετά ανθεκτικό στους παγετούς. Οι απαιτήσεις του ως προς το έδαφος είναι μικρές και μπορεί να αναπτυχθεί σε Εικόνα 7. Bελανιδιά (Q. μετρίως βαθιά ως αβαθή, αργιλλώδη εδάφη. Οι ithaburensis ssp macrolepis θρεπτικοί καρποί του αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για πολλά άγρια θηλαστικά και πτηνά (αγριόχοιροι, σκίουροι, κίσσες κ.ά.) ενώ χρησιμοποιούνται και για τη διατροφή των ήμερων χοίρων. Επίσης, δίνει ξυλεία πολύ καλής ποιότητας. Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ σημαντικό είδος από οικονομικής άποψης. Είναι βραδυαυξές, αλλά αποκτάει μεγάλες διαστάσεις. Εικόνα 8. Ο καρπός της βελανιδιάς αποτελεί τροφή Τα άνθη του είναι μονογενή και είναι φυτό μόνοικο. Η άνθηση λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο Μάιο. Ο καρπός ωριμάζει το Σεπτέμβριο του δευτέρου έτους από την άνθηση και πέφτει μόλις ωριμάσει. Είναι είδος φυλλοβόλο με φύλλα δερματώδη, τα οποία διατηρούνται μέχρι αργά το χειμώνα ή και μέχρι την αρχή της άνοιξης, γι αυτό αποκαλείται και ημιφυλλοβόλο. Εξαπλώνεται στη Ν. Ιταλία, στη Ν. Αλβανία, στην Τουρκία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν παντού: Κρήτη, Πελοπόννησο, Αττική, Αιτωλοακαρνανία, Κεφαλληνία, Κέρκυρα, Ήπειρο, Κυκλάδες, νησιά Β. Αιγαίου και Θράκη. Η γεωγραφική της εξάπλωση είναι μεγάλη -14-
αλλά η έκταση που καταλαμβάνει είναι μικρή, διότι τα περισσότερα δένδρα που έχουν απομείνει από τα αρχαία δάση είναι μεμονωμένα. Η ύπαρξή τους ανάμεσα σε αγρούς ή λιβάδια οφείλεται στην ανθρώπινη διαχείριση καθώς τα δένδρα αυτά παρείχαν βελανίδια και σκιά για τα αιγοπρόβατα. -15-
1.4. Οι αναδασώσεις ως μέσο αποκατάστασης των φυσικών οικοσυστημάτων 1.4.1. Αναδασώσεις σε προστατευόμενες περιοχές Οι έννοιες αναδάσωση και προστατευόμενη περιοχή ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνονται αλληλοσυγκρουόμενες καθώς η αναδάσωση, με όποιον τρόπο κι αν γίνει, δεν παύει να είναι μια ανθρώπινη επέμβαση σε ένα φυσικο οικοσύστημα. Ίσως, όμως, το πρόβλημα να είναι θέμα ορισμού του τι είναι φυσικό οικοσύστημα όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Η Εταιρεία για την Οικολογική Αποκατάσταση δίνει τον εξής ορισμό για τον όρο αποκατάσταση οικοσυστήματος: Η διαδικασία της σκόπιμης αλλαγής ενός τόπου για την εγκατάσταση ενός καθορισμένου, ιθαγενούς και ιστορικού οικοσυστήματος. Σκοπός είναι να εξομοιωθεί η δομή, η ποικιλία και η δυναμική του ορισμένου οικοσυστήματος (Newton, 1992). Έτσι, σκοπός της αναδάσωσης σε αυτήν την περίπτωση είναι η επαναφορά του οικοσύστηματος στην αρχική του αδιατάρακτη μορφή. Όμως, το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιά είναι η πρωταρχική μορφή του οικοσυστήματος; Το ερώτημα αυτό ίσως απαντάται εύκολα όταν έχουμε να κάνουμε με έντονες και απότομες αλλοιώσεις ενός οικοσυστήματος, όπως είναι μια καταστροφική πυρκαγιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχοντας υπόψη πως ήταν το οικοσύστημα πριν τη διαταραχή, μπορούμε να το αποκαταστήσουμε. Όμως, πολλές διαταραχές είναι μικρής έντασης και μεγάλης διάρκειας όπως π.χ. η μακροχρόνια βόσκηση, η οποία υπαβαθμίζει σταδιακά το οικοσύστημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πάντα εύκολο να γνωρίζουμε πως ήταν το οικοσύστημα αρχικά, ιδίως σε περιοχές που η ανθρώπινη παρουσία και η επίδρασή της στο οικοσύστημα πάει δεκαετίες ή και αιώνες πίσω. Για το λόγο αυτό οποιαδήποτε επέμβαση, συνεπώς και η αναδάσωση, θα πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά και αφού αποκτηθεί η καλύτερη δυνατή γνώση του ιστορικού της περιοχής. Συνήθως, ένα οικοσύστημα θεωρείται υποβαθμισμένο όταν έχει μειωθεί είτε η δομή του είτε η λειτουργία του. Η μεν δομή χαρακτηρίζεται από τη βιοποικιλότητα και την πολυπλοκότητα, η δε λειτουργία από τη βιομάζα και τον κύκλο των θρεπτικών στοιχείων. Τα παραπάνω μπορούν να παρασταθούν γραφικά σύμφωνα με το παρακάτω μοντέλο (Bradshaw 1987). -16-
Πρωταρχικό οικοσύστημα Πορεία Αποκατάστασης Λειτουργία Υποβαθμισμένο οικοσύστημα Δομή Εικόνα 9. Η πορεία αποκατάστασης υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων. Συνεπώς, όταν γίνονται αναδασώσεις με σκοπό την αποκατάσταση ενός οικοσυστήματος δεν πρέπει να τίθεται ως στόχος η δημιουργία ενός κατά το δυνατόν πυκνότερου και συμπαγέστερου δάσους, αφού αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της βιοποικιλότητας και συνεπώς σε μερική μόνο αποκατάσταση. Η πλήρης δασοκάλυψη μιας περιοχής πρέπει να επιδιώκεται μόνο αν γνωρίζουμε ότι η φυσική και αδιατάρακτη μορφή του οικοσυστήματος είναι η δασική. Ιδιαιτέρως δε, σε προστατευόμενες περιοχές οι αναδασώσεις μπορούν να είναι συντηρητικές και να μην καλύπτουν όλη την προς αποκατάσταση έκταση. Με την προϋπόθεση ότι οι παράγοντες υποβάθμισης έχουν αρθεί, το δάσος θα ανακάμψει με φυσική αναγέννηση από τα δένδρα που φυτεύθηκαν. Έτσι, το επιθυμητό αποτέλεσμα θα αργήσει, σε σχέση με το αν γινόταν αναδάσωση παντού, αλλά θα είναι φυσικότερο και οικονομικότερο. Άλλωστε, οι εκτεταμένες αναδασώσεις θα δημιουργήσουν ομήλικο δάσος, το οποίο είναι χαμηλής οικολογικής αξίας και είναι κατάλληλο μόνο για ξυλοπαραγωγή. Πρόκειται ουσιαστικά για δενδροφυτεία και όχι για φυσικό οικοσύστημα και έχει πολλά προβλήματα όπως τρωτότητα στις ασθένειες και μικρή αντοχή στους ανέμους. -17-
1.4.2. Πότε γίνονται οι αναδασώσεις Όπως ήδη αναφέρθηκε οι αναδασώσεις είναι ένα μέτρο που λαμβάνεται μόνο αν η φυσική αναγέννηση είναι αδύνατη ή δεν δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Έτσι πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε αναδασωτική προσπάθεια πρέπει να γίνει λεπτομερής εξέταση των συνθηκών για να διαπιστωθεί αν η αναδάσωση είναι απαραίτητη. Παρακάτω αναφέρονται κάποιες από τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις που εμφανίζονται στην Ελλάδα: A. Έλλειψη δένδρων σπορέων μετά από εκτεταμένη πυρκαγιά. Η περίπτωση αυτή εμφανίζεται όταν καταστραφεί μία πολύ μεγάλη έκταση από φωτιά και τα σπέρματα που παράγονται από τα δένδρα που έχουν παραμείνει στις παρυφές της έκτασης αυτής δεν μπορούν να μετακινηθούν τόσο μακρυά ώστε να καλύψουν όλη την καμένη έκταση. Όσο πιο βαρέα είναι τα παραγόμενα σπέρματα τόσο λιγότερη είναι και η απόσταση που μεταφέρονται κατά κανόνα. Αυτό οφείλεται στο ότι τα σπέρματα σχεδόν όλων των δασοπονικών ειδών μεταφέρονται με τον άνεμο. Στις περιπτώσεις αυτές γνωρίζοντας την απόσταση που μεταφέρονται τα σπέρματα από τους ανέμους, κατά μέσο όρο, γίνονται αναδασώσεις στις περιοχές που είναι μακρυά από τα δένδρα σπορείς. B. Επαναλαμβανόμενη καταστροφή σε πυκνά χρονικά διαστήματα. Τα περισσότερα δασικά είδη και ιδίως αυτά των μεσογειακών κωνοφόρων έχουν την ικανότητα να αναγεννώνται μετά από πυρκαγιές, κυρίως χάρη στην τράπεζα σπερμάτων που διατηρείται στο έδαφος και τα οποία μετά τη φωτιά δίνοιυν νέα άτομα. Σε περίπτωση, όμως, που ενσκήψει νέα πυρκαγιά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είναι πολύ πιθανό τα νέα δένδρα να μην έχουν φτάσει ακόμα σε ηλικία καρποφορίας και επομένως δεν θα υπάρχουν σπέρματα. Έτσι, τα νεαρά δένδρα θα καταστραφούν μεν από τη φωτιά, αλλά δεν θα υπάρχουν σπέρματα για να δώσουν την επόμενη γενεά. Γι αυτό είναι σημαντικό να τηρούνται αρχεία των δασικών πυρκαγιών, ούτως ώστε να είναι πάντα γνωστό αν η καείσα περιοχή έχει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί φυσικώς. Γ. Καταστροφή του εδάφους. Υπάρχουν περιπτώσεις που το έδαφος είναι ευάλωτο στη διάβρωση όταν χάσει το προστατευτικό κάλυμμα της βλάστησης. Το πρόβλημα είναι πιο έντονο όσο πιο απότομο είναι το -18-
ανάγλυφο και όσο ελαφρότερο είναι το έδαφος (μεγάλη περιεκτικότητα σε άμμο). Σε τέτοιες περιπτώσεις μετά από μια διαταραχή στη βλάστηση από φωτιά, υλοτομία, ανεμορριψίες κ.τ.λ. επιβάλλεται η άμεση αποκατάσταση του εδαφοκαλύμματος. Εάν η αποκατάσταση δεν γίνει ή αργήσει πολύ μπορεί τα αποτελέσματα να είναι μη αναστρέψιμα αν στο μεταξύ ενσκήψει δυνατή βροχή, το νερό της οποίας μπορεί να παρασύρει μεγάλες ποσότητες από το επιφανειακό γόνιμο έδαφος. Σε αυτήν την περίπτωση υποβαθμίζεται δραστικά το έδαφος και οι συνθήκες για τη βλάστηση χειροτερεύουν. Εαν δε, συμβεί παρόμοια καταστροφή σε σύντομο διάστημα, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η πλήρης απομάκρυνση του εδάφους και η αποκάλυψη του μητρικού πετρώματος, οπότε η επανεγκατάσταση του δάσους είναι αδύνατη τόσο φυσικά όσο και τεχνητά. 1.4.3. Κριτήρια επιλογής ειδών Η επιλογή του είδους ή των ειδών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε μια αναδάσωση πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά. Μία λανθασμένη επιλογή μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη στο οικοσύστημα, η οποία ίσως να εμφανιστεί μετά από πολλά χρόνια ή δεκαετίες. Άλλωστε, οι χρόνοι στη δασοκομία είναι πολύ μεγάλοι και ένα σφάλμα δεν διορθώνεται γρήγορα. Ο βασικός κανόνας είναι η χρησιμοποίηση ειδών που υπάρχουν στο οικοσύστημα της περιοχής. Έτσι, εξασφαλίζεται, ως ένα βαθμό, η επιτυχία της αναδάσωσης ενώ παράλληλα δεν αλλοιώνεται το οικοσύστημα και η φυσιογνωμία του τοπίου. Η φύτευση ειδών που φύονται σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επικρατούν στην περιοχή της αναδάσωσης είναι απαράδεκτη και καταδικασμένη σε αποτυχία. Αντιθέτως, η φύτευση ξενικών Εικόνα 10. Ατυχής φύτευση ευκαλύπτων ειδών που φύονται σε περιοχές με παρόμοιες και άλλων ξενικών ειδών στην περιοχή της Στροφιλιάς κλιματεδαφικές συνθήκες μπορεί να έχει -19-
μεγάλη επιτυχία και τα νέα είδη να εγκλιματιστούν καλά. Σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος δεν αφορά την αναδάσωση, αλλά το ίδιο το οικοσύστημα. Τα εισαχθέντα είδη μπορεί να εκτοπίσουν με τον καιρό την ιθαγενή βλάστηση και να διαταράξουν τις οικολογικές ισορροπίες ευνοώντας για παράδειγμα την επιβίωση κάποιων ζώων εις βάρος άλλων. Ακόμα και όταν τα νέα είδη συμβάλλουν στην αύξηση της βιοποικιλότητας ή στη δημιουργία καλύτερου οπτικού αποτελέσματος, η χρήση τους πρέπει να αποφεύγεται, διότι οι μακροχρόνιες συνέπειες και οι παρενέργειες στο οικοσύστημα είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Τα είδη που φυτεύονται είναι συνήθως αυτά που σχηματίζουν την φυτοκοινωνία κλίμαξ της συγκεκριμένης περιοχής. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως είναι ορθότερο να ακολουθείται η φυσική διαδοχή της βλάστησης καθώς μερικά είδη δεν ευδοκιμούν σε ψιλή επιφάνεια, αλλά απαιτούν την ύπαρξη πρόδρομης βλάστησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φύτευση μαύρης πεύκης ως πρόδρομο είδος για την μετέπειτα εγκατάσταση της ελάτης, η οποία είναι σκιόφιλο είδος και σε νεαρή ηλικία δεν θέλει άμεσο ηλιακό φως. Η επιλογή των φυτών δεν σταματάει στο επίπεδο του είδους, αλλά πρέπει να υπεισέρχεται στο υποείδος και στην ποικιλία. Η χρησιμοποίηση διαφορετικού υποείδους από αυτό που φύεται στην περιοχή, μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση υβριδίων και στην εξαφάνιση των τοπικών γενοτύπων και φαινοτύπων, προκαλώντας έτσι γενετική μόλυνση. Αλλά και η ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί παίζει ρόλο, διότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στις ιδιότητες των δασικών ειδών που φύονται από τόπο σε τόπο καθώς τα δένδρα κάθε περιοχής είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν. Για το λόγο αυτό καλό είναι τα δενδρύλλια να προέρχονται από φυτώρια της περιοχής και τα σπέρματα να έχουν συλλεχθεί από εντόπια δένδρα Επίσης. -20-
2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 2.1. Γεωγραφική θέση Το δάσος της Στροφιλιάς βρίσκεται στη ΒΔ Πελοπόννησο, περίπου 38km ΝΔ της Πάτρας και 3km από τα δημοτικά διαμερίσματα Μετοχίου και Μανωλάδας. Το δάσος εξαπλώνεται κατά μήκος της παραλίας με κατεύθυνση Ν-ΝΔ σε μήκος περίπου 15km ενώ το πλάτος κυμαίνεται μεταξύ 500m και 3500m. Η συνολική επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι δασικές Εικόνα 11. Γεωγραφική θέση της περιοχής μελέτης. εκτάσεις υπολογίζεται σε 1900ha και η ευρύτερη περιοχή έχει έκταση περίπου 3800ha (η περιοχή Natura 2000: 3523ha). Βόρεια συνορεύει με λοφώδεις σχηματισμούς που ονομάζονται Μαύρα Βουνά και με τη λιμνοθάλασσα Πρόκοπος, Δυτικά με το Ιόνιο πέλαγος, ανατολικά με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις του Μετοχίου και της Μανωλάδας καθώς και με το έλος της Λάμιας και νοτίως με την αγροτική περιφέρεια της Νέας Μανωλάδας και το δρόμο Ν. Μανωλάδας Φάλαρης. Διοικητικά υπάγεται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος, στους νομούς Αχαίας και Ηλείας και στους δήμους Λαρισσού και Βουπρασίας αντίστοιχα. -21-
Τοπογραφικός Χαρτης Γεωλογικός Χαρτης Υδρολιθολογικός Χάρτης Εικόνα 12. Χάρτες της περιοχής 2.2. Ιστορικά στοιχεία Αποσπασματικές αναφορές για το δάσος της Στροφιλιάς έχουμε ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους. Από το 1766 και 1797 υπάρχουν τίτλοι που πιστοποιούν ότι το δάσος αγοράστηκε από την Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων έναντι του ποσού των 15000 γροσίων από τρεις Οθωμανούς ιδιοκτήτες του που κατοικούσαν στην Πάτρα. Φαίνεται ότι και η κοινότητα Μετοχίου αναπτύχθηκε γύρω από οικήματα της Μονής που υπήρχαν στην περιοχή, εξ ου και το όνομα. Το ελληνικό κράτος δεν αναγνώρισε το καθεστώς αυτό και ακολούθησαν δικαστικές διαμάχες με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί το δάσος ως διακατεχόμενο από την Ιερά Μονή και μάλιστα μόνο για ένα μικρό κομμάτι. Το αποτέλεσμα ήταν η αποσπασματική διαχείριση του δάσους με σποραδικές υλοτομίες, οι οποίες γίνονταν με την έγκριση του Υπουργείου Γεωργίας και τη συγκατάθεση της Ιεράς Μονής. Το 1930 περιήλθε στον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) και από το 1988 ανήκει οριστικά στο Δημόσιο (Ν. 1700/87 & Ν. 1811/88 Περί εκκλησιαστικής περιουσίας ). -22-
2.3. Φυσιογραφία μορφολογία Το ανάγλυφο της περιοχής είναι γενικά ήπιο χωρίς εξάρσεις και έχει διαμορφωθεί κυρίως από την απόθεση ιζημάτων από τον ποταμό Λαρισσό και άλλους μικρότερους ποταμούς -ρέματα και από την επίδραση των δυτικών ανέμων από την θάλασσα που δημιουργούν τις αμμοθίνες. Η περιοχή περιλαμβάνει μία ποικιλία γεωομορφολικών σχηματισμών που συνθέτουν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ύπαρξη υδάτινων επιφανειών όπως η λιμνοθάλασσα Πρόκοπος, το ελώδες σύστημα της Λάμιας, καθώς και μεγάλες εκτάσεις περιοδικά κατακλυζόμενες ή λιβάδια που παραμένουν υγρά για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ιδιαιτέρως εκτεταμένες είναι οι θίνες που τείνουν να επεκτείνονται με τη βοήθεια των ανέμων. Το ύψος τους είναι περίπου 6m, από το επίπεδο της θάλασσας, ενώ στο βόρειο τμήμα φθάνουν και τα 10m. Οι πεδινές εκτάσεις που εκτείνονται πίσω από τις θίνες έχουν σχεδόν μηδενικό υψόμετρο ενώ σε πολλά σημεία είναι αρνητικό. Οι μοναδικές βραχώδεις εξάρσεις βρίσκονται βορείως και νοτίως της περιοχής και κατά κάποιον τρόπο την οριοθετούν. Πρόκειται για τα Μαύρα Βουνά (βόρεια) με υψόμετρο 240m και έναν λοφίσκο στα Λουτρά Κουνουπελίου (νότια) με υψόμετρο 47m. Από γεωλογική άποψη, η ευρύτερη περιοχή ανήκει στην Ανδριατικοϊόνιο ζώνη. 2.4. Μετεωρολογικά δεδομένα - κλιματολογικές συνθήκες Τα μετεωρολογικά δεδομένα δύνανται να προέρχονται από τους σταθμούς των αεροδρομίων του Αράξου (υψόμετρο 14m) και της Ανδραβίδας (υψόμετρο 10m) ευρισκόμενων 5km ΒΑ και 20km ΝΔ αντιστοίχως. Προτιμήθηκε όμως ο σταθμός της Ανδραβίδας, ο οποίος αν και είναι πιο μακρυά, είναι πιο αντιπροσωπευτικός, διότι μεταξύ αυτού και της μελετώμενης περιοχής δεν παρεμβάλλονται φυσικά εμπόδια. Αντιθέτως μεταξύ του Αράξου και της Στροφιλιάς υψώνονται τα Μαύρα Βουνά που πιθανώς να έχουν κάποια επίδραση στο μικροκλίμα. Παρακάτω αναφέρονται μερικά βασικά κλιματικά στοιχεία, προερχόμενα από το Μ. Σ. Ανδραβίδας, που αφορούν την περίοδο 1959-1997 (Εθν. Μετεωρολογική Υπηρεσία, 1999) Μέση ετήσια θερμοκρασία : 17,2 ο C Απόλυτη μέγιστη θερμοκρασία : 39,8 ο C -23-
Απόλυτη ελάχιστη θερμοκρασία : -5,0 ο C Μέση ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία : 5,1 ο C (Ιανουάριος) Μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία : 31,0 ο C (Αύγουστος) Mέσο ετήσιο ύψος βροχής : 805mm Μέση ετήσια σχετική υγρασία αέρος : 71,9% Μια πιο εποπτική εικόνα για το κλίμα της περιοχής δίνεται από το ομβροθερμικό διάγραμμα που παρατίθεται: -24-
Από το ομβροθερμικό διάγραμμα προκύπτει ότι η περιοχή χαρακτηρίζεται από μακρά ξηροθερμική περίοδο που διαρκεί από 10 Μαΐου μέχρι 20 Σεπτεμβρίου. Επίσης, οι περισσότερες βροχοπτώσεις πέφτουν κατά την εποχή του φθινοπώρου. Για τον προσδιορισμό του βιοκλίματος χρησιμοποιήθηκε επίσης η διάκριση των βιοκλιματικών ορόφων βάσει του ομβροθερμικού πηλίκου του Emberger και το κλιματικό διάγραμμα των Emberger-Sauvage. Το ομβροθερμικό πηλίκο του Emberger δίνεται από τον παρακάτω τύπο: 1000P Q 2 = M + m 2 ( M m) Όπου Ρ = μέσο ετήσιο ύψος βροχής σε mm Μ = μέσος όρος των μεγίστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς m = μέσος όρος των ελαχίστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς άρα Q 2 = 128,86-25-
Ανδραβίδα Εικόνα 14. Κλιματικό διάγραμμα των Emberger-Sauvage. Άρα η ευρύτερη περιοχή του δάσους της Στροφιλιάς ανήκει στον ύφυγρο μεσογειακό όροφο με ήπιο χειμώνα. 2.5. Έδαφος υδρολογικές συνθήκες Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως στην περιοχή εκβάλλουν πολλοί χείμαρροι όπως ο Λαρισσός, ο Βουπράσιος, και ο χείμαρρος Μανωλάδος. Η έξοδος τους προς τη θάλασσα εμποδίζεται από τις θίνες, οι οποίες σχηματίζουν φυσικό ανάχωμα με αποτέλεσμα τα ύδατα να συγκεντρώνονται στη λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου και να -26-
δημιουργούν έλη (Λάμια). Επιπλέον, κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων πλημμυρίζει μεγάλη έκταση (περίπου 90ha) από τις επίπεδες περιοχές καθώς τα όμβρια ύδατα δεν βρίσκουν δίοδο διαφυγής. Το βάθος του νερού φθάνει έως και τα 60cm. Η υδρολογία της περιοχής επηρεάζεται και από τα Μαύρα Βουνά που αποτελούνται από ασβεστόλιθο, διότι απορροφούν νερό. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος εμφανίζονται πηγές στις ΝΑ πλευρές των λόφων, οι οποίες αναβλύζουν κοντά στη λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου. Κυρίαρχο στοιχείο του υγροτοπικού συστήματος της περιοχής είναι η λιμνοθάλασσα Πρόκοπος, εκτάσεως περίπου 150ha και βάθους 1,5m. Η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω του κύριου καναλιού (μήκους 2300m, πλάτους 6m και ελάχιστο βάθος 0,8m) καθώς και δύο μικρότερων στομίων. Κατά μήκος της ακτής και παράλληλα με αυτήν εκτείνονται δύο αύλακες ο Εικόνα 15. Ο αύλακας «Κέντρος» Κέντρος και η Σελινίτσα, οι οποίοι εκτείνονται σχεδόν σε όλο το μήκος από την ακτή της Καλόγριας (Βόρεια) έως το Κουνουπέλι (Νότια). Πίσω από τους αύλακες βρίσκονται ελώδης εκτάσεις με υφάλμυρο νερό, του οποίου η αλατότητα ποικίλλει. Χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί η διείσδυση του θαλασσινού νερού στο υπέδαφος. Αυτό οφείλεται αφ ενός στο μικρό υψόμετρο και αφ ετέρου στο γεγονός ότι τα εδάφη είναι ιδιαίτερα διαπερατά λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς τους σε άμμο. Για το λόγο αυτό το δάσος εξαπλώνεται σε περιοχές με υψόμετρο μεγαλύτερο από 1,5m ούτως ώστε να υπάρχει ένα στρώμα γλυκού νερού, προερχόμενο από τις βροχές, που θα ικανοποιεί τις ανάγκες των δένδρων. Τα εδάφη της περιοχής είναι ως επί το πλείστον αμμώδη λόγω της μετακινήσεως της άμμού από την ακτή προς το εσωτερικό με τους ανέμους. Επίσης, σημαντικός είναι και ο ρόλος υλικών που έχουν αποτεθεί στην περιοχή από τη δράση των χειμάρρων που υπάρχουν (αλλουβιακές αποθέσεις). Γενικά, τα εδάφη δεν είναι -27-
εξελιγμένα. Πιο εξελιγμένα και με καλύτερη δομή είναι τα απομακρυσμένα από την ακτή εδάφη ενώ αυτά που βρίσκονται στην παραλία δεν έχουν καν τα χαρακτηριστικά εδάφους, αλλά είναι απλώς αποθέσεις αμμώδους υλικού χωρίς συνοχή. Στις επιφάνειες που αναπτύσσονται τα δάση απαντώνται και τα πιο εξελιγμένα εδάφη με την κουκουναριά να βρίσκεται σε πιο εξελιγμένα εδάφη από τη χαλέπιο πεύκη. Σε γενικές γραμμές τα δασικά εδάφη έχουν αμμώδη έως πηλοαμμώδη μηχανική σύσταση και το ποσοστό ιλύος και αργίλου δεν ξεπερνά το 16%. Επίσης, έχουν χαλαρή δομή εκτός από το επιφανειακό στρώμα όπου υπάρχει οργανική ουσία σε ποσοστό περίπου 3%. Ο δασικός τάπητας είναι λίγος και στις καλύτερες περιπτώσεις σε συστάδες κουκουναριάς δεν ξεπερνάει τα 3cm. Η αντίδραση των εδαφών είναι αλκαλική (ph>7) και το ph αυξάνεται με το βάθος καθώς αυξάνεται και η περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο. Σε πολλές περιπτώσεις το ph είναι μεγαλύτερο από 8. -28-
Εικόνα 16. Χάρτης χρήσεων γης -29-
2.6. Χλωρίδα και Βλάστηση Η βλάστηση της περιοχής με βάση τις φυτοκοινωνικές μονάδες του συστήματος Braun-Blanquet ανήκει στη θερμομεσογειακή ζώνη βλάστησης Oleo-Ceratonion (ζώνη ελιάς-χαρουπιάς) και στον αυξητικό χώρο της φυτοκοινωνίας Oleolentiscetum. Ζώνη Οleo-Ceratonion (θερμομεσογειακή ζώνη βλάστησης): Η θερμομεσογειακή ζώνη βλάστησης χαρακτηρίζεται κλιματολογικά από μέση ετήσια θερμοκρασία ανωτέρα των 16 ο C, από ύψος βροχοπτώσεων που κυμαίνεται μεταξύ 250-550mm ετησίως και από παρατεταμένη ξηρά περίοδο. Εμφανίζεται σε μια περισσότερο ή λιγότερο συνεχή λωρίδα κατά μήκος των ακτών της νοτίου και ανατολικής Ελλάδας, στην Κρήτη, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και σε μερικά νησιά του Ιονίου και δεν περιλαμβάνει το ύψος των 300-400 μ. στις νοτιότερες περιοχές της Ελλάδας. Η ζώνη αυτή αποτελεί το χώρο ανάπτυξης της Ελιάς και της Χαρουπιάς. Οι φυσικές αυτές φυτοκοινωνίες έχουν προ πολλού υποβαθμιστεί και αντικατασταθεί σχεδόν παντού από δευτερογενή βλάστηση, η οποία στην περιοχή της Ελλάδας αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο, τη φρυγανώδη βλάστηση. Οι τυπικότεροι αντιπρόσωποί της είναι ακανθώδη φρύγανα, όπως Sarcopoterium spinosum, Genista acanthoclada, Euphorbia acanthothamnos, διάφορα είδη της οικογένειας Labiatae, όπως Corydothymus capitatus, Phlomis fruticosa, είδη του γένους Cistus κ.ά. Μεταξύ άλλων φύεται πλήθος μονοετών ή πολυετών βολβωδών φυτών, από τα οποία, τα γένη Ophrys και Orchis έχουν εντυπωσιακή παρουσία. Ενίοτε η ζώνη αυτή αντικαθίσταται από την Pinus halepensis η οποία φτάνει μέχρι το υψόμετρο των 500-600m. Στη γεωργική εκμετάλλευση κυριαρχεί η καλλιέργεια της ελιάς των εσπεριδοειδών κ.τ.λ. Αυξητικός χώρος Oleo-lentiscetum: Είναι η ύφυγρη όψη της Oleo-Ceratonion. Οι κυριότερες μονάδες βλάστησης που εμφανίζονται στην περιοχή της Στροφιλιάς είναι οι εξής: Τα δάση που συγκροτούνται από τα είδη P. pinea, P. halepensis και Q. macrolepis. Η βλάστηση των αμμωδών ακτών και των θινών που ανήκει στους αυξητικούς χώρους (φυτοκοινωνίες) των Ammophiletum arenarie και Agropyretum mediterrraneum. -30-
Η βλάστηση των υγροτόπων με αλμυρό ή γλυκό νερό, των υγρών λιβαδιών, των υδρόφιλων φυσικών φρακτών και θάμνων, τα φρύγανα και η νιτρόφιλη βλάστηση. Στην περιοχή διακρίνονται πάρα πολλοί τύποι βιοτόπων και πολλές εναλλαγές της βλάστησης. Αυτό οφείλεται στις διαφορές της υγρασίας του εδάφους και της μηχανικής σύστασης αυτού. Έτσι, δημιουργούνται πολλά στάδια διαδοχής της βλάστησης και πολλοί οικοτόνοι. Τα οικοσυστήματα που διακρίνονται στην περιοχή είναι τα εξής: Δάση Αμμώδεις παραλίες και αμμοθίνες Αλίπεδα, υγρότοποι και υγρά λιβάδια Θαμνώνες και υδρόφιλη βλάστηση(κυρίως στα κράσπεδα των δασών) Φρύγανα και θάμνοι Νιτρόφιλη βλάστηση (συνήθως σε πρώην καλλιεργούμενα εδάφη) Η μεγάλη ποικιλία της βλάστησης αντανακλάται και στον πλούτο της χλωρίδας η οποία περιλαμβάνει 435 είδη Πτεριδοφύτων και Σπερματοφύτων (Παπαμίχος κ.α., 1986). Ανάμεσά τους έχουν καταγραφεί και τα ενδημικά είδη της Ελλάδος Colchicum parlatoris, Centaurea niederi, Petrorhagia graminea και Limonium brevipetiolatum. Α) Δάση Τα δάση αποτελούνται από τα είδη P. pinea, P. halepensis και Q. ithaburensis. Τα δύο πρώτα σχηματίζουν αμιγείς ή και μικτές συστάδες, ενώ η βελανιδιά εμφανίζεται ως αμιγής με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα άτομα που βρίσκονται διάσπαρτα. Το κάθε είδος καταλαμβάνει την έκταση που φαίνεται παρακάτω: Εικόνα 17. Άποψη του δάσους κουκουναριάς. -31-
Έκταση (εκτάρια) Ποσοστό Pinus halepensis 988,04 71,65% Pinus pinea 329,27 23,88% Quercus macrolepis 61,60 4,47% (Georgiadis et. al. 1990) Quercus macrolepis 4% Pinus pinea 24% Pinus halepensis 72% Εικόνα 18. Το ποσοστό συμμετοχής των δασικών δένδρων στη συγκρότηση του δάσους. Ο υπώροφος συγκροτείται κυρίως από θάμνους της μακκίας βλάστησης και από φρύγανα. Η παρεδαφιαία βλάστηση, που αποτελείται κυρίως από αγρωστώδη, είναι πολύ υποβαθμισμένη λόγω της βόσκησης, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την έντονη παρουσία του ασφόδελου. Πιο συγκεκριμένα στο δάσος της Pinus halepensis, η ποώδης βλάστηση αποτελείται από τα παρακάτω κυρίαρχα είδη: Stipa bromoides, Brachypodium sylvaticum, Piptatherum miliaceum, Briza maxima, Lagurus ovatus, Carlina -32-
corymbosa, Linum bienne, Bellis perennis, Anemone coronaria, Pulicaria vulgaris, Hypochoeris achyrophorus, Pteridium aquilinum. Η φυτοκάλυψη του ορόφου των θάμνων κυμαίνεται μεταξύ 50% και 70% και κυριαρχείται από τα εξής είδη: Myrtus communis, Quercus coccifera, Juniperus phoenicia (κυρίως κοντά στην παραλία), Smilax aspera, Ruscus aculeatus, Rubus ulmifolius, Erica manipuliflora, Olea europea var. Sylvestris. Σε κάποιες περιπτώσεις όπου η συγκόμωση είναι πολύ μικρή κυριαρχούν κάποια φρυγανικά είδη όπως: Salvia fruticosa, Teucrium capitatum, Satureya graeca, Anthyllis hermaniae, Cistus creticus, Cistus salviifolius, Coridothymus capitatus. Στις μικτές συστάδες από χαλέπιο και κουκουναριά η παρεδαφιαία βλάστηση αποτελείται από: Dactylis glomerata, Stipa bromoides, Cynosurus echinatus, Briza maxima, Lagurus ovatus, Anthoxanthum odoratum, Brachypodium retusum, Asphodelus microcarpus, Romulea bulbocodium, Romulea linaresii, carlina corymbosa, Anemone pavonina, Anemone coronaria, Hypochoeris achyrophorus, Daucus carota, Knautia integrifolia, Rubia peregrine, Pteridium aquilinum. Η φυτοκάλυψη του ορόφου των θάμνων είναι έως 30% και αποτελείται από: Pistacia lentiscus, Quercus coccifera, Myrtus communis, Smilax aspera, Ruscus aculeatus, Juniperus phoenicia, Pistacia terebinthus, Phillyrea latifolia. H παρεδαφιαία βλάστηση των αμιγών συστάδων της Pinus pinea κυριαρχείται από τα εξής είδη: Stipa bromoides, Briza maxima, Carlina corymbosa, Linum bienne, Ranunculus ficaria, Romulea linaresii, Romulea bulbocodium, Asphodelus aestivus, Lagurus ovatus, Torilis nodosa, Dactylis glomerata,anemone pavonina, Anemone coronaria, Pulicaria vulgaris, Verbascum blattaria, Erodium cicutarium, Bellis perennis, Pteridium aquilinum, Arisarum vulgare. Η φυτοκάλυψη των θάμνων φτάνει μέχρι και το 30% και αποτελείται από τα είδη: Myrtus communs, Pistacia lentiscus, Smilax aspera, Juniperus phoenicia, Ruscus aculeatus, Rubus ulmifolius, Prasium majus. Σε κάποιες εκτάσεις στο βόρειο τμήμα του δάσους η έντονη βόσκηση έχει καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό την ποώδη βλάστηση με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ο Asphodelus aestivus. Το ίδιο συμβαίνει και στον υπώροφο της Quercus macrolepis όπου η παρεδαφιαία βλάστηση είναι ισχνή και κυριαρχεί ο ασφόδελος. Άλλα είδη είναι: Pteridium aquilinum, Carlina corymbosa, Asparagus acutifolius, Anthoxanthum -33-
odoratum, Briza maxima, Cynosurus echinatus, Dactylis glomerata, Dasypyrum villosum, Desmazeria rigida, Lagurus ovatus, Hordeum murinum, Smyrnium rotundifolium, Ranunculus ficaria, B;ellis perennis, Erodium cicutarium, Romulea linaresii, Salvia verbenaca, Verbascum sinuatum, Rhagadiolus stellatus, trifolium pretense, Knautia integrifolia, Anemone coronaria. Όροφος θάμνων δεν υπάρχει. Η κατά χώρο διαδοχή των τριών δασικών ειδών δεν είναι τυχαία, αλλά καθορίζεται από τις οικολογικές απαιτήσεις του κάθε είδους. Έτσι η χαλέπιος πεύκη καλύπτει την εξωτερική ζώνη που είναι κοντά στη θάλασσα και τα εδάφη είναι πτωχά. Ακολουθεί μια περιοχή όπου η χαλέπιος και η κουκουναριά σχηματίζουν μικτές συστάδες, ενώ προς το εσωτερικό όπου οι συνθήκες είναι καλύτερες η κουκουναριά σχηματίζει αμιγείς συστάδες. Στα καλύτερα εδάφη που είναι μακριά από τη θάλασσα αναπτύσσεται η βελανιδιά που είναι και το πιο απαιτητικό είδος. Εικόνα 19. Η διαδοχή της δασικής βλάστησης στο δάσος της Στροφιλιάς (Georgiadis et. al.) -34-
Β) Αμμώδεις παραλίες και αμμοθίνες Σε απόσταση 50m από την ακτή δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βλάστηση εξ αιτίας των ανέμων που μετακινούν συνέχεια την άμμο, αλλά και των κυμάτων που συχνά καλύπτουν μέρος αυτής της έκτασης το χειμώνα. Στις θίνες που εκτείνονται πίσω από αυτή την έρημη ζώνη Εικόνα 20. Αμμοθίνες με χαλέπιο πεύκη επικρατεί ο αυξητικούς χώρους (φυτοκοινωνία) Ammophiletum areneriae και τα συνηθέστερα είδη είναι: Ammophila arenaria, Pseydorlaya pumila, Ononis variengata, Echinophora spinosa, Medicago marina, Pancratium maritimum, Eryngium maritimum, Euhorbia paralias, Otanthus maritimus. Πίσω από τις θίνες επικρατεί ο αυξητικούς χώρους (φυτοκοινωνίες) Agropyretum mediterraneum με κυρίαρχα είδη τα εξής: Elymus farctus, Sporobolus pungens, Echinophora spinosa, Otanthus maritimus κ.ά. Γ) Αλίπεδα, υγρότοποι και υγρά λιβάδια Στα υγροτοπικά συστήματα που εκτείνονται κυρίως πίσω από το δάσος υπάρχει μεγάλη ποικιλία βλάστησης λόγω των διαφοροποιήσεων στο ανάγλυφο (πχ κοιλώματα που συγκρατούν νερό) και στις εδαφικές συνθήκες. Σε εκτάσεις που η συγκέντρωση άλατος είναι μεγάλη επικρατεί Εικόνα 21. Αλίπεδα και υγρά λιβάδια. αλόφιλα είδη όπως Arthrocnemum macrostachium, Puccinelia festuciformis, Limonium brevipetiolatum, Limonium -35-
virgatum, Sarcocornia perennis, Sarcocornia fruticosa, Juncus acutus, Plantango crassifolia, Cressa cretica, Aeluropus littoralis, Salicornia europaea, Suaeda maritime, Parapholis filiformis, Inula crithmoides, Atriplex portulacoides κ.ά. Στους εποχικούς νερόλακκους που σχηματίζονται από τις βροχές του χειμώνα αναπτύσσεται η Ruppia maritime, Sarcocornia perennis και Aeluropus littoralis. Στις άκρες αναπτύσσονται είδη του γένους Chara. Επίσης, στα υγρά λιβάδια αναπτύσσονται τα εξής είδη: Triglochin bulbosa, Limonium brevipetiolatum, Sarcocornia perennis, Sarcocornia fruticosa, Arthrocnemum macrostachium και Juncus acutus. H φυτοκάλυψη σε αυτά τα λιβάδια είναι συνήθως 100%, ενώ είναι έντονη και η παρουσία του ασφόδελου ως αποτέλεσμα της βόσκησης. Στη λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου κυριαρχούν τα είδη Phragmites australis και Scirpus maritimus. Στα έλη της Λάμιας αναπτύσσονται (φυτοκοινωνία)(association) Scirpetum maritime, Scirpetum litoralis, Alismetum καθώς και αμιγείς πληθυσμοί από Scirpus maritimus, Eleocharis palustris, Scirpus litoralis και Beckmannia eruciformis. Δ) Θαμνώνες και υδροφιλοι φράκτες Ένα από τα χαρακτηριστικά της περιοχής της Στροφιλιάς είναι η ύπαρξη κοιλωμάτων και υψωμάτων του αναγλύφου, τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις υδατικές συνθήκες στο έδαφος. Στις χαμηλές περιοχές αναπτύσσεται το Arthrocnemum ενώ στις υψηλότερες τα Pistacia lentiscus και Juniperus Εικόνα 22. Υγρόφιλος φράκτης σε κοίλωμα του εδάφους με Ulmus minor, Vitex agnus-castus κ.α. Phoenicia. Στα κράσπεδα του δάσους αναπτύσσονται διάφορα είδη από σκληρόφυλλους και υδρόφιλους θάμνους, οι οποίοι σχηματίζουν πυκνές λόχμες δημιουργώντας έτσι φυσικούς φράκτες. Τα κυριότερα είδη είναι: Myrtus communis, Juncus acutus, Tamarix hampeana, Mentha microphylla, Oeanthe fistulosa, Althaea officinalis, Cynanchum acutum, Smilax -36-
aspera, Vitex agnus-castus, Phillyrea latifolia, Juncus heldreichianus, Schoenus nigricans, Prasium majus. Επίσης, στην περιοχή υπάρχουν και τα υπολείμματα από υδροχαρή δάση αποτελούμενα από Fraxinus angustifolia και Ulmus minor τα οποία κοντά σε αλμυρούς υγρότοπους αντικαθίστανται από Tamarix hampeana. Ε) Φρύγανα και θάμνοι Τα φρύγανα εμφανίζονται κυρίως στη λοφώδη περιοχή βορείως της λιμνοθάλασσας του Πρόκοπου. Στους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς όπου η διάβρωση είναι έντονη και οι κλίσεις μεγάλες κυριαρχεί η φρυγανική βλάστηση και ιδίως το είδος Phlomis fruticosa. Άλλα είδη είναι τα εξής: Salvia fruticosa, Phagnalon graecum, Satureja Εικόνα 23. Φρύγανα στις νότιες πλαγιές graeca, Satureja Juliana, Lagurus ovatus, των Μαύρων Βουνών. Urginea maritima, Asphodelus aestivus, Hyparrhenia hirta, Carlina corymbosa, Coridothymus capitatus, Psoralea bituminosa, Reichardia picroides. Σε καλύτερες θέσεις αναπτύσσονται θάμνοι και κυρίως Pistacia lentiscus και Juniperus Phoenicia. Στα Μαύρα Βουνά εμφανίζονται και τα ελληνικά ενδημικά Centaurea niederi και Petrorhagia graminea. Επίσης, υπάρχουν και μεμονωμένα άτομα βελανιδιάς, η παρουσία των οποίων δεν μεταβάλλει την παρεδαφιαία βλάστηση. -37-
ΣΤ) Νιτρόφιλη βλάστηση Η ευρύτερη περιοχή της Στροφιλιάς περιβάλλεται από καλλιεργούμενες εκτάσεις ενώ υπάρχουν και πολλές εκτάσεις που καλλιεργούνταν στο παρελθόν και τώρα είναι εγκαταλελειμμένες. Σε αυτές ακριβώς τις εκτάσεις αλλά και στα υγρά λιβάδια αναπτύσσεται Εικόνα 24. Νιτρόφιλη βλάστηση με Scolymus νιτρόφιλη βλάστηση. Τα κυριότερα hispanicus κοντά σε σταύλους. είδη είναι: Lolium rigidum, Galactites tomentosa, Scolymus hispanicus, Ononis spinosa, Petrorhagia veluntina, Trifolium campestre, T. resupinatum, T. scabrum, Avena sterilis, Daucus carota, Dactylis glomerata, Dasypyrum villosum, Verbascum sinuatum, Bellardia trixago, Rumex pulcher, Lolium multiflorum, Raphnus raphanistrum, Silene gallica, Cynodon dactylon, Anthemis arvensis κα. -38-
Εικόνα 25. Χάρτης τύπων οικοτόπων -39-
2.7. Ισχύον καθεστώς Η περιοχή του δάσους της Στροφιλιάς, το έλος της Λάμιας, η λιμνοθάλασσα Καλόγριας (Πρόκοπος) και ο Άραξος προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar (μαζί με τη λιμνοθάλασσα Κοτύχι). Επίσης, έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 (GR2320001) ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας της ορνιθοπανίδας (Οδηγία 79/409) και Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (Οδηγία 92/43). Μάλιστα ο οικότοπος κουκουναριάς πάνω σε θίνες είναι χαρακτηρισμένος ως τόπος προτεραιότητας «Θίνες με Δάσος Κουκουναριάς Pinus pinea (2270)» σύμφωνα με την οδηγία 92/43. Από το 1993 έχει εκδοθεί η ΚΥΑ 66289 (ΦΕΚ 506/9-7-1993) που καθόρισε ζώνες προστασίας για την ευρύτερη περιοχή. Το δάσος της Στροφιλιάς εντάχθηκε στη Ζώνη Α υψηλής προστασίας, περιβαλλόμενο από τη Ζώνη Β (περιφερειακή ζώνη προστασίας) και τη Ζώνη Γ που περιλαμβάνει την ευρύτερη λεκάνη απορροής για τη Στροφιλιά και τη λ/θ Κοτύχι. Το δάσος της Στροφιλιάς ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο και διαχειρίζεται από το Δασαρχείο Πατρών. 2.8. Σημαντικότητα της περιοχής Το δάσος της Στροφιλιάς αλλά και η ευρύτερη περιοχή αποτελεί ένα οικοσύστημα με πολύ μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, οι οποίοι εναλλάσσονται διαδοχικά σε περιορισμένο σχετικά χώρο, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό μωσαϊκό. Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας περιοχής δεν πρέπει να εκτιμηθεί από έναν παράγοντα, αλλά από το σύνολο των χαρακτηριστικών που προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία. Ο εντοπισμός των στοιχείων εκείνων που δίδουν αξία στην περιοχή πέρα από την καταγραφή της πραγματικότητας, έχει και μεγάλη πρακτική σημασία καθώς οιαδήποτε διαχειριστικά μέτρα, που πιθανόν να ληφθούν, θα λαμβάνουν υπόψη αυτά τα δεδομένα. Α) Ποικιλία οικοσυστημάτων Όπως έχει αναλυθεί διεξοδικά σε προηγούμενα κεφάλαια στην περιοχή υπάρχουν πολλά οικοσυστήματα και κάποια από αυτά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα όπως οι αμμοθίνες. -40-