Unit 1 Films 1.1 candidate [n] υποψήφιος 1.2 attempt [v] προσπαθώ 1.3 rely [v] βασίζομαι 1.4 directly [adv] αμέσως 1.5 gap [n] κενό 1.6 passage [n] πέρασμα 1.7 gist [n] γενικό νόημα 1.8 educated [adj] (εδώ μόνο) βασισμένη σε γνώση 1.9 guess [n] εικασία 1.10 ιtem [n] αντικείμενο, κομμάτι 1.11 blank [adj] κενός, άδειος 1.12 sight [n] όραση 1.13 audience [n] ακροατήριο 1.14 crowd [n] πλήθος 1.15 mob [n] όχλος 1.16 event [n] γεγονός 1.17 observer [n] παρατηρητής 1.18 attraction [n] έλξη 1.19 viewer [n] θεατής, αυτός που βλέπει τηλεόραση 1.20 spectator [n] θεατής σε ζωντανό αγώνα 1.21 onlooker [n] θεατής, κάποιος που μένει αμέτοχος 1.22 inspector [n] επιθεωρητής 1.23 sightseer [n] αυτός που βλέπει αξιοθέατα 1.24 watcher [n] παρατηρητής 1.25 witness [n] μάρτυρας σε ατύχημα 1.26 glimpse [v] βλέπω κάτι κατά λάθος 1.27 stare [v] κοιτάζω κάτι έντονα 1.28 notice [v] προσέχω, παρατηρώ κάτι για πρώτη φορά 1.29 view [v] βλέπω, παρακολουθώ (ταινία, κλπ) 1.30 glance [v] κοιτάζω κάτι χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη προσοχή 1.31 observe [v] παρατηρώ κάτι προσεκτικά 1.32 search [v] ψάχνω 1.33 catch sight of [phr] πιάνει κάτι το μάτι μου 1.34 vision [n] όραση 1.35 watch [v] παρακολουθώ, βλέπω με προσοχή 1.36 inspect [v] παρατηρώ, εξετάζω κάτι 1.37 experience [n] εμπειρία 1.38 isolated [adj] απομονωμένος 1.39 disappear [v] εξαφανίζομαι 1.40 shot [n] πυροβολισμός 1
1.41 exciting [adj] συναρπαστικός 1.42 examine [v] εξετάζω 1.43 movement [n] κίνηση 1.44 luxury [adj] πολυτελές 1.45 cruise [n] κρουαζιέρα 1.46 passage [n] πέρασμα 1.47 pace [n] ρυθμός 1.48 speed [n] ταχύτητα 1.49 round-the-world [phr] γύρος του κόσμου 1.50 trip [v] ταξιδεύω 1.51 lose your way [phr] χάνω το δρόμο μου 1.52 route [n] διαδρομή 1.53 tour [n] γύρος, τουρνέ 1.54 voyage [n] ταξίδι στη θάλασσα 1.55 sudden [adj] ξαφνικός 1.56 burst [n] ξέσπασμα 1.57 velocity [n] ταχύτητα 1.58 direction [n] κατεύθυνση 1.59 excursion [n] εκδρομή 1.60 cross [v] διασχίζω 1.61 border [n] σύνορο 1.62 limit [n] όριο 1.63 lose [v] χάνω (ένα πράγμα) 1.64 miss [v] χάνω (μου ξεφεύγει) 1.65 set off [phr v] ξεκινώ, φεύγω 1.66 set up [phr v] εγκαθιστώ, ιδρύω 1.67 full speed [phr] ολοταχώς 1.68 prepared [adj] προετοιμασμένος 1.69 pant [v] λαχανιάζω 1.70 breath [n] αναπνοή 1.71 powerful [adj] δυναμικός, δυνατός 1.72 executive [n] επιχειρηματίας 1.73 force [v] εξαναγκάζω 1.74 certain [adj] σίγουρος 1.75 thought [n] σκέψη 1.76 opinion [n] γνώμη 1.77 critic [n] κριτικός 1.78 appeal [v] αρέσω 1.79 conclusion [n] συμπέρασμα 1.80 violence [n] βία 1.81 be in a hurry [phr] βιάζομαι 1.82 poverty [n] φτώχια 1.83 suitable [adj] κατάλληλος 2
1.84 shot [n] λήψη 1.85 flow [v] κυλάω 1.86 initial [adj] αρχικός 1.87 take up [phr v] παίρνω, καταλαμβάνω 1.88 fill out [phr v] γεμίζω, συμπληρώνω 1.89 considerable [adj] σημαντικός, μεγάλος 1.90 lasting [adj] που διαρκεί πολύ 1.91 absolute [adj] απόλυτος 1.92 charge [v] χρεώνω 1.93 renew [v] ανανεώνω 1.94 income [n] εισόδημα 1.95 industrial [adj] βιομηχανικός 1.96 in trouble [phr] είμαι μπλεγμένος, έχω πρόβλημα 1.97 expense [n] έξοδο 1.98 producer [n] παραγωγός 1.99 commercial [adj] εμπορικός 1.100 pensioner [n] συνταξιούχος 1.101 fee [n] αμοιβή 1.102 fortune [n] περιουσία 1.103 annoyed [adj] ενοχλημένος 1.104 attend [v] παραβρίσκομαι 1.105 fund [n] χρηματοδοτώ 1.106 economical [adj] οικονομικός 1.107 survey [n] έρευνα 1.108 increase [v] αυξάνω 1.109 profit [n] κέρδος 1.110 incredibly [adv] απίστευτα 1.111 subscription [n] συνδρομή 1.112 invest [v] επένδυση 1.113 wealthy [adj] πλούσιος 1.114 drop [v] μειώνομαι, πέφτω 1.115 be in for a treat [phr]περνώ καλά 1.116 industry [n] βιομηχανία 1.117 disguised [adj] μεταμφιεσμένος 1.118 tramp [n] αλήτης 1.119 equal [v] εξισώνω 1.120 national [adj] εθνικός 1.121 attempt [n] προσπάθεια 1.122 finances [n] τα οικονομικά 1.123 co-operative [n] συνεργατικός 1.124 commence [v] αρχίζω 1.125 co-ordinated [adj] συγχρονισμένος 1.126 settle in [phr v] εγκαθίσταμαι 3
1.127 turn up [phr v] εμφανίζομαι ξαφνικά 1.128 put out [phr v] σβήνω 1.129 edge [n] άκρη 1.130 face [v] αντιμετωπίζω 1.131 scene [n] σκηνή 1.132 script [n] σενάριο 1.133 habitual [adj] συνηθισμένος 1.134 temporary [adj] προσωρινός 1.135 express [v] εκφράζω 1.136 annoyance [n] ενόχληση 1.137 imaginary [adj] φανταστικό 1.138 developing [adj] εξελισσόμενος 1.139 breaking into [phr v] εισβάλλω 1.140 fame [n] φήμη 1.141 glamour [n] δόξα 1.142 hopeful [n] εύελπις 1.143 combination [n] συνδυασμός 1.144 failure [n] αποτυχία 1.145 eventually [adv] τελικά 1.146 occasional [adj] περιστασιακός 1.147 circuit κύκλωμα 1.148 expedition επιστημονική αποστολή 1.149 stroll βόλτα Unit 2 Occupations 2.1 occupation [n] απασχόληση 2.2 unemployed [adj] άνεργος 2.3 experience [n] πείρα 2.4 prefer [v] προτιμώ 2.5 necessary [adj] απαραίτητος 2.6 refuse [v] αρνούμαι 2.7 prevent [v] εμποδίζω 2.8 opportunity [n] ευκαιρία 2.9 accountant [n] λογιστής 2.10 accuse [v] κατηγορώ 2.11 apply [v] κάνω αίτηση 2.12 regard [v] θεωρώ 2.13 colleague [n] συνάδελφος 2.14 rely [v] βασίζομαι 2.15 recognise [v] αναγνωρίζω 2.16 apologise [v] ζητώ συγγνώμη 4
2.17 application [n] αίτηση 2.18 applicant [n] αιτών 2.19 beat [v] νικώ, κερδίζω 2.20 congratulate [v] συγχαίρω 2.21 vet [n] κτηνίατρος 2.22 fond [adj] μου αρέσει κάτι 2.23 deal [v] ασχολούμαι, αντιμετωπίζω 2.24 capable [adj] ικανός 2.25 media [n] μέσα (μαζικής ενημέρωσης) 2.26 bin [n] σκουπιδοτενεκές 2.27 promote [v] προάγω 2.28 job satisfaction [phr] ευχαρίστηση στη δουλειά 2.29 circumstances [n] περιστάσεις 2.30 permission [n] άδεια (να γίνει κάτι) 2.31 emergency [n] κατάσταση ανάγκης 2.32 exhausted [adj] εξαντλημένος 2.33 proud [adj] περήφανος 2.34 trend [n] τάση, μόδα 2.35 enormous [adj] τεράστιος 2.36 demand [n] ζήτηση 2.37 track [n] μουσικό κομμάτι 2.38 indefinite [adj] απροσδιόριστος 2.39 duration [n] διάρκεια 2.40 perfume [n] άρωμα 2.41 alcoholic [adj] αλκοούχος 2.42 solution [n] διάλειμμα 2.43 essential oils [n] βασικά έλαια 2.44 obtain [v] αποκτώ 2.45 sandalwood [n] σανδαλόξυλο 2.46 rosemary [n] δενδρολίβανο 2.47 variety [n] ποικιλία 2.48 steam [n] ατμός 2.49 solvent [n] διαλύτης 2.50 mechanical [adj] μηχανικός 2.51 process [n] διαδικασία 2.52 citrus fruit [n] εσπεριδοειδές 2.53 peel [n] φλούδα 2.54 crush [v] συνθλίβω 2.55 manufacturer [n] κατασκευαστής 2.56 create [v] δημιουργώ 2.57 fragrance [n] άρωμα, ευωδιά 2.58 fixative [n] στερεωτικό 2.59 note [n] νότα 5
2.60 base [adj] βασικός 2.61 sage [n] θυμάρι 2.62 marjoram [n] μαντζουράνα 2.63 illustration [n] εικονογράφηση 2.64 horse-drawn [adj] που τραβιέται από άλογα 2.65 cab [n] άμαξα 2.66 coast [n] ακτή 2.67 comprise [v] αποτελείται 2.68 compose [v] συνθέτω 2.69 demonstrate [v] δείχνω 2.70 display [v] επιδεικνύω 2.71 offer [v] προσφέρω 2.72 wolves [n] λύκοι 2.73 ancestor [n] πρόγονος 2.74 domestic [adj] οικιακός 2.75 highly [adv] εξαιρετικά 2.76 intelligent [adj] έξυπνος 2.77 hunter [n] κυνηγός 2.78 pack [n] αγέλη 2.79 territory [n] περιοχή 2.80 bark [v] γαυγίζω 2.81 howl [v] ουρλιάζω 2.82 food supply [n] παροχή τροφής 2.83 trap [v] παγιδεύω 2.84 deer [n] ελάφι 2.85 moose [n] άλκη 2.86 source [n] πηγή 2.87 poisoning [n] δηλητηριάση 2.88 contribute [v] συνεισφέρω 2.89 decline [v] μείωση 2.90 population [n] πληθυσμός 2.91 extinct [adj] έχει εκλείψει 2.92 habitat [n] ο φυσικός τόπος όπου ζει ένα ζώο 2.93 mammal [n] θηλαστικό 2.94 threat [n] απειλή 2.95 activity [n] δραστηριότητα 2.96 instructions [n] οδηγίες 2.97 admire [v] θαυμάζω 2.98 exception [n] εξαίρεση 2.99 responsibility [n] ευθύνη 2.100 criticise [v] κριτικάρω 2.101 unfamiliar [adj] άγνωστος 2.103 groom [n] γαμπρός 6
2.104 nail [n] νύχι 2.105 bride [n] νύφη 2.106 tear [n] δάκρυ 2.107 vicar [n] ιερέας 2.108 service [n] ιεροτελεστία 2.109 honeymoon [n] μήνας του μέλιτος 2.110 get ahead [phr. v] προοδεύω 2.111 ambition [n] φιλοδοξία 2.112 encourage [v] ενθαρρύνω 2.113 secure [adj] ασφαλής 2.114 train [v] εκπαιδεύω 2.115 qualify [v] έχω προσόντα 2.116 stick [v] κολλώ, παραμένω 2.117 in the end [phr] τελικά Unit 3 Education 3.1 education [n] εκπαίδευση 3.2 instrument [n] όργανο 3.3 fees [n] αμοιβές 3.4 treat [v] αντιμετωπίζω 3.5 well off [adj] πλούσιος 3.6 can t afford sth [phr] δεν έχω αρκετά χρήματα για κάτι 3.7 graduation [n] αποφοίτηση 3.8 blame [v] κατηγορώ 3.9 despite [adv] παρ όλο που 3.10 in spite of παρ όλο που 3.11 although αν και 3.12 facilities [n] ευκολίες, παροχές 3.13 bad temper [phr] κακή διάθεση 3.14 popular [adj] δημοφιλής 3.15 P.E. [n] γυμναστική (στο σχολείο) 3.16 trainers [n] αθλητικά παπούτσια 3.17 staff room [n] δωμάτιο καθηγητών 3.18 headmaster [n] γυμνασιάρχης, λυκιάρχης 3.19 repair [v] επιδιορθώνω 3.20 on condition [phr] υπό την προϋπόθεση 7
Unit 4 Sport 4.1 take up [phr. v] ξεκινώ, αρχίζω ένα σπορ, χόμπι 4.2 take part [phr. v] παίρνω μέρος 4.3 in shape [phr] σε φόρμα 4.4 pretty [adv] αρκετά 4.5 bungee jumping [n] μπάντζι τζάμπινγκ 4.6 mountaineer [n] ορειβάτης 4.7 measure [n] μέτρο 4.8 impression [n] εντύπωση 4.9 take down [phr v] γράφω, σημειώνω 4.10 queue [n] ουρά, σειρά 4.11 hand over [phr v] περνώ, δίνω κάτι 4.12 hand down [phr v] δίνω κάτι μεταχειρισμένο στον επόμενο 4.13 retire [v] παίρνω σύνταξη 4.14 make sth up [phr v] φτιάχνω κάτι φανταστικό 4.15 coach [n] προπονητής 4.16 origin [n] προέλευση 4.17 janitor [n] επιστάτης 4.18 attached [adj] συννημένος 4.19 fall out [phr v] διαφωνώ, καυγαδίζω 4.20 take up [phr v] πέρνω χρόνο 4.21 arrow [n] βέλος 4.22 archery [n] τοξοβολία 4.23 pull off [phr v] καταφέρνω 4.24 victory [n] νίκη 4.25 cut down [phr v] μειώνω 4.26 supporter [n] οπαδός, υποστηρικτής 4.27 council [n] συμβούλιο 4.28 hold up [phr v] καθυστερώ 4.29 delay [n] καθυστέρηση 4.30 put off [phr v] αναβάλλω 4.31 secretary [n] γραμματέας 4.32 pay off [phr v] αποδίδω 4.33 find out [phr v] βρίσκω 4.34 pull down [phr v] κατεδαφίζω 4.35 work out [phr v] γυμνάζομαι 4.36 bet [v] στοιχηματίζω 4.37 sign off [phr v] τελειώνω ένα γράμμα 4.38 apparently [adv] προφανώς 4.39 wonder [v] αναρωτιέμαι 4.40 prediction [n] πρόβλεψη 4.41 evidence [n] στοιχεία, αποδείξεις 8
4.42 javelin [n] ακόντιο 4.43 intention [n] πρόθεση 4.44 arrangement [n] οργανωμένη κατάσταση, σχέδιο 4.45 put together [phr v] δημιουργώ 4.46 compete [v] συναγωνίζομαι 4.47 high jump [n] άλμα εις ύψος 4.48 represent [v] αντιπροσωπεύω 4.49 take off [phr v] απογειώνομαι 4.50 technique [n] τεχνική 4.51 pressure [n] πίεση 4.52 Alaska [n] Αλάσκα 4.53 huge [adj] τεράστιος 4.54 seal [n] φώκια 4.55 Inuit [n] Εσκιμώος 4.56 government [adj] κυβερνητικός 4.57 earthquake [n] σεισμός 4.58 mild [adj] ήπιος 4.59 remote [adj] απομακρυσμένος 4.60 location [n] περιοχή 4.61 hire [v] προσλαμβάνω 4.62 body [n] σώμα 4.63 native [adj] ιθαγενής, γηγενής 4.64 claim [v] ισχυρίζομαι 4.65 occupy [v] απασχολώ 4.66 focus [v] εστιάζω, συγκεντρώνομαι 4.67 residence [n] κατοικία 4.68 collapse [v] καταρρέω 4.69 destroy [v] καταστρέφω 4.70 fetch [v] πηγαίνω και φέρνω κάτι 4.71 major [adj] μεγάλος, σπουδαίος 4.72 broad [adj] φαρδύς 4.73 plentiful [adj] εν αφθονία 4.74 let down [phr v] απογοητεύω 4.75 fork [n] πηρούνι 4.75 knife [n] μαχαίρι 4.76 common [adj] κοινός 4.78 spoon [n] κουτάλι 4.79 rare [adj] σπάνιος 4.80 exist [v] υπάρχω 4.81 introduce [v] εισάγω, φέρνω για πρώτη φορά 4.82 spread [v] εξαπλώνομαι 4.83 sew [v] ράβω 4.84 persuade [v] πείθω 9
4.85 disaster [n] καταστροφή 4.86 awful [adj] φρικτός, απαίσιος 4.87 shortly [adv] σύντομα 4.88 loud [adj] δυνατός (για ήχους) 4.89 bang [n] χτύπημα 4.90 flat [adj] επίπεδος, σκασμένος 4.91 tyre [n] λάστιχο (αυτοκινήτου) 4.92 wet [adj] βρεγμένος, υγρός 4.93 ruined [adj] κατεστραμμένος 4.94 sympathetic [adj] συμπάσχων 4.95 honest [adj] τίμιος, ειλικρινής 4.96 sense of humour [phr] αίσθηση χιούμορ 4.97 rapid [adj] γοργός, γρήγορος 4.98 puppeteer [n] μαριονετίστας Unit 5 People 5.1 attraction [n] έλξη 5.2 attractive [adj] ωραίος, θελκτικός 5.3 impatient [adj] ανυπόμονος 5.4 impatience [n] ανυπομονησία 5.5 abnormally [adv] αφύσικα 5.6 approval [n] επιδοκιμασία 5.7 legal [adj] νόμιμος 5.8 accurate [adj] ακριβής 5.9 obedience [n] υπακοή 5.10 tidiness [n] νοικοκυροσύνη 5.11 belief [n] πεποίθηση 5.12 certainty [n] βεβαιότητα 5.13 prefix [n] πρόθεμα 5.14 screw [v] βιδώνω 5.15 imprisoned [adj] φυλακισμένος 5.16 distrust [v, n] δεν εμπιστεύομαι 5.17 disturb [v] ενοχλώ 5.18 inefficient [adj] αναποτελεσματικός 5.19 invaluable [adj] ανεκτίμητος 5.20 abused [adj] κακοχρησιμοποιημένος 5.21 aboriginal [adj] ιθαγενής της Αυστραλίας 5.22 illustrated [adj] εικονογραφημένος 5.23 illogical [adj] παράλογος 5.24 suffix [n] κατάληξη (λέξης) 5.25 lazy [adj] τεμπέλης 10
5.26 spot [n] σπυράκι 5.27 enemy [n] εχθρός 5.28 enthusiasm [n] ενθουσιασμός 5.29 comfort [n] κονφόρ, άνεση 5.30 recognisable [adj] αναγνωρίσιμος 5.31 self [n] εαυτός 5.32 comparative [adj] συγκριτικός 5.33 superlative [adj] υπερθετικός 5.34 syllable [n] συλλαβή 5.35 determiner [n] άρθρο (γραμματικής) 5.36 organisation [n] οργάνωση 5.37 likely [adv] πιθανόν 5.38 skill [n] ικανότητα 5.39 profession [n] επάγγελμα 5.40 in terms of [phr] όσον αφορά 5.41 fool [n] ανόητος 5.42 deal with [phr v] αντιμετωπίζω 5.43 logic [n] λογική 5.44 out of hand [phr] εκτός ελέγχου 5.45 handle [v] χειρίζομαι Unit 6 Travel 6.1 travel agent [n] ταξιδιωτικός πράκτορας 6.2 accurate [adj] ακριβής 6.3 brochure [n] φυλλάδιο 6.4 package holiday [n] πακέτο διακοπών 6.5 departure lounge [n]αίθουσα αναχωρήσεων 6.6 terminal building [n] κυρίως κτίριο αεροδρομίου 6.7 crisis [n] δύσκολη κατάσταση 6.8 bankrupt [adj] χρεωκοπημένος 6.9 immediate [adj] άμεσος 6.10 refund [n] επιστροφή χρημάτων 6.11 compensation [n] αποζημίωση 6.12 affected [adj] επιρρεασμένος 6.13 lifejacket [n] σωσίβιο 6.14 shark [n] καρχαρίας 6.15 basis [n] βάση 6.16 announce [v] ανακοινώνω 6.17 pretend [v] προσποιούμαι 6.18 convince [v] πείθω 6.19 inform [v] πληροφορώ 11
6.20 mention [v] αναφέρω (με λίγα λόγια) 6.21 achieve [v] καταφέρνω, επιτυγχάνω 6.22 book [v] κλείνω, κάνω κράτηση 6.23 in advance [adv] προκαταβολικά 6.24 lead [v] καθοδηγώ 6.25 fault [n] σφάλμα 6.26 charge [v] κατηγορώ 6.27 overbooking [n] διπλοκράτηση 6.28 overcharge [v] χρεώνω υπερβολικά 6.29 tour operator [n] οργανωτής διακοπών 6.30 knowingly [adv] εν γνώση του/ της 6.31 spokesperson [n] εκπρόσωπος 6.32 indication [n] ένδειξη 6.33 occur [v] συμβαίνει 6.34 incident [n] γεγονός 6.35 break down [phr v] σπάω, χαλάω 6.36 fluently [adv] με ευφράδεια 6.37 necessity [n] ανάγκη 6.38 current [n] παρών, τωρινός 6.39 destination [n] προορισμός 6.40 foreign climes [phr] ξένα κλίματα 6.41 descendant [n] απόγονος 6.42 aristocrat [n] αριστοκράτης 6.43 forefather [n] πρόγονος 6.44 bad press [phr] κακή δημοσιότητα 6.45 alternative [n] εναλλακτική λύση 6.46 resort [n] θέρετρο 6.47 succession [n] εναλλαγή 6.48 activity [n] δραστηριότητα 6.49 range [n] γκάμα, κλίμακα 6.50 affordable [adj] αρκετά φτηνός 6.51 architecture [n] αρχιτεκτονική 6.52 devoted [adj] αφοσιωμένος 6.53 eager [adj] πρόθυμος 6.54 comprise [v] αποτελώ 6.55 accomplish [v] καταφέρνω 6.56 Boer [n] Μπόερ 6.57 settler [n] έποικος 6.58 stiff [adj] άκαμπτος 6.59 snout [n] μουσούδα 6.60 eyelash [n] βλεφαρίδα 6.61 dig [v] σκάβω 6.62 termite [n] τερμίτης 12
6.63 colony [n] αποικία 6.64 saliva [n] σάλιο 6.65 construct [v] χτίζω, κατασκευάζω 6.66 mound [n] λοφάκι, είσοδος μυρμηγκοφωλιάς 6.67 concrete [n] τσιμέντο 6.68 soldier [n] στρατιώτης 6.69 attacker [n] επιτιθέμενος 6.70 nocturnal [adj] νυκτόβιος 6.71 burrow [n] υπόγεια φωλιά σαν τούνελ 6.72 hunt [v] κυνηγώ 6.73 resemble [v] μοιάζω 6.74 surround [v] περικυκλώνω 6.75 enable [v] δίνω τη δυνατότητα 6.76 equip [v] εφοδιάζω 6.77 primary [adj] πρωταρχικός 6.78 soil [n] έδαφος 6.79 surface [n] επιφάνεια 6.80 entirely [adv] εντελώς 6.81 volcano [n] ηφαίστειο 6.82 stable [adj] σταθερός 6.83 current [n] ρεύμα 6.84 tropics [n] οι τροπικοί 6.85 fertile [adj] γόνιμος 6.86 pineapple [n] ανανάς 6.87 ban [v] απαγορεύω 6.88 species [n] είδος (ζώου ή φυτού) 6.89 import [v] εισάγω 6.90 spot [n] μέρος 6.91 deserve [v] αξίζει 6.92 tendency [n] τάση 6.93 lid [n] καπάκι 6.94 lick [v] γλείφω 6.95 permanent [adj] μόνιμος Unit 7 Food and Drink 7.1 junk food [n] φαγητό χωρίς θρεπτική αξία 7.2 allergic [adj] αλλεργικός 7.3 nuts [n] ξηροί καρποί 7.4 label [n] ετικέτα 7.5 recipe [n] συνταγή μαγειρικής 7.6 vegetarian [adj] χορτοφάγος 13
7.7 aubergine [n] μελιντζάνα 7.8 mushroom [n] μανιτάρι 7.9 dish [n] πιάτο (φαγητό) 7.10 spoil [v] καταστρέφω, χαλώ 7.11 ignore [v] αγνοώ 7.12 influence [n] επιρροή 7.13 chop [v] ψιλοκόβω 7.14 plankton [n] πλανκτόν 7.15 chain [n] αλυσίδα 7.16 slightly [adv] ελαφρά 7.17 float [v] επιπλέω 7.18 depend [v] εξαρτώμαι 7.19 curry [n] κάρι 7.20 spicy [adj] καφτερό (με πολλά μπαχαρικά) 7.21 degrees centigrade [ph]βαθμοί εκατονταβάθμιου θερμομέτρου 7.22 whereas [adv] ενώ, σε αντίθεση 7.23 fascinate [v] συναρπάζω 7.24 frog [n] βάτραχος 7.25 peel [v] ξεφλουδίζω 7.26 place [v] μέρος 7.27 positive [adj] θετικός 7.28 exporter [n] εξαγωγέας 7.29 unique [adj] μοναδικός 7.30 authentic [adj] αυθεντικός 7.31 suffer [v] υποφέρω 7.32 indigestion [n] δυσπεψία 7.33 snake [n] φίδι 7.34 constrictor [n] συσφιγκτήρας 7.35 wrap [v] τυλίγω 7.36 squeeze [v] πιέζω 7.37 viper [n] οχιά 7.38 fang [n] μακρύ, μυτερό δόντι φιδιού 7.39 inject [v] κάνω ένεση 7.40 poison [n] δηλητήριο 7.41 victim [n] θύμα 7.42 jaw [n] σαγόνι 7.43 wide [adv] φαρδιά 7.44 swallow [v] καταπίνω 7.45 unpredictable [adj] απρόβλεπτος 7.46 evolve [v] εξελίσσομαι 7.47 unavailable [adj] μη διαθέσιμος 7.48 judge [v] κρίνω 7.49 pork [n] χοιρινώ 14
7.50 majority [n] πλειοψηφία 7.51 roll [v] κυλάω 7.52 cell [n] κύτταρο 7.53 release [v] απελευθερώνω 7.54 absorb [v] απορροφώ 7.55 bright [adj] λαμπερός 7.56 copper [adj] χάλκινος 7.57 sample [n] δείγμα Unit 8 The Media 8.1 right [n] σωστό 8.2 celebrity [n] διασημότητα 8.3 journalist [n] δημοσιογράφος 8.4 editor [n] εκδότης 8.5 reorganisation [n] αναδιοργάνωση 8.6 station [v] σταθμός 8.7 fancy [v] μου αρέσει 8.8 correspondent [n] ανταποκριτής 8.9 publication [n] έκδοση 8.10 demolish [v] κατεδαφίζω 8.11 tolerate [v] ανέχομαι 8.12 accommodation [n] στέγη (μέρος να μείνω) 8.13 rudeness [n] αγένεια 8.14 ceremony [n] τελετή 8.15 solve [v] λύνω (μυστήριο) 8.16 panel [n] ομάδα ομιλητών 8.17 issue [n] θέμα 8.18 editorial [n] εκδοτικός επιμελητής 8.19 punctual [adj] ακριβής στην ώρα μου 8.20 battle [n] μάχη 8.21 unsinkable [adj] αβύθιστος 8.22 run a bath [phr] ετοιμάζω το μπάνιο 8.23 witness [n] μάρτυρας 8.24 overseas [adj] από άλλες χώρες 8.25 purchase [n] αγορά 8.26 cheque [n] επιταγή 8.27 indispensable [adj] απαραίτητος 8.28 remainder [n] υπόλειμα 8.29 subsequent [adj] επόμενος 8.30 debt [n] χρέος 8.31 reputation [n] υπόληψη 15
8.32 shoplifter [n] αυτός που κλέβει από τα μαγαζιά 8.33 consumer [n] καταναλωτής 8.34 coinage [n] ψιλά, κέρματα 8.35 bothering [adj] ενοχλητικός 8.36 disrupting [adj] που διασπά την προσοχή 8.37 cultivate [v] καλλιεργώ 8.38 inedible [adj] μη βρώσιμο 8.39 bitter [adj] πικρός 8.40 mature [adj] ώριμος 8.41 brine [n] άρμη 8.42 harvest [v] μαζεύω τη σοδειά 8.43 racquet [n] ρακέτα 8.44 save up [phr v] αποταμιεύω 8.45 plot [n] πλοκή 8.46 line [n] ρόλος 8.47 duty [n] καθήκον 8.49 breed [v] αναπαράγω ζώα 8.50 release [v] απελευθερώνω 8.51 fund [v] χρηματοδοτώ 8.52 captivity [n] αιχμαλωσία 8.53 keeper [n] φύλακας 8.54 vary [v] διαφέρω, έχω ποικιλία 8.55 doubt [n] αμφιβολία 8.56 existence [n] ύπαρξη Unit 9 The Weather 9.1 shower [n] μπόρα 9.2 thunderstorm [n] καταιγίδα 9.3 lake [n] λίμνη 9.4 repair [v] επισκευάζω 9.5 fence [n] φράκτης 9.6 constantly [adv] διαρκώς 9.7 fine [adj] καλός 9.8 lightening [n] αστραπή 9.9 stock room [n] αποθήκη 9.10 data [n] στοιχεία 9.11 meteorologist [n] μετεωρολόγος 9.12 record [v] καταγράφω 9.13 satellite [n] δορυφόρος 9.14 North Pole [n] Βόρειος Πόλος 9.15 forecaster [n] μετεωρολόγος που κάνει προβλέψεις για τον καιρό 16
9.16 analyse [v] αναλύω 9.17 pattern [n] σχέδιο που επαναλαμβάνεται 9.18 reject [v] απορρίπτω 9.19 damp [adj] υγρός 9.20 mood [n] διάθεση 9.21 depressed [adj] σε κατάθλιψη 9.22 rough [adj] άσχημος (καιρός) 9.23 cut off [phr v] αποκλείομαι (λόγω καιρού) 9.24 deep [adj] βαθύς 9.25 flood [v] πλημυρίζω 9.26 bolt of lightening [phr] αστραπή 9.27 strike [v] χτυπώ 9.28 daydream [v] ονειροπολώ 9.29 call off [phr v] αναβάλλω 9.30 crack of thunder [phr] κεραυνός 9.31 cancel [v] ακυρώνω Unit 10 The Environment 10.1 emptiness [n] κενό 10.2 specialise [v] ειδικεύομαι 10.3 persuasion [n] πειθώ 10.4 lively [adj] με ζωντάνια 10.5 various [adj] διάφορα 10.6 boredom [n] βαριεστημάρα 10.7 inhabitant [n] κάτοικος 10.8 reliant [adj] εξαρτώμενος 10.9 tighten [v] σφίγγω 10.11 wooden [adj] ξύλινος 10.12 secondary [adj] δευτερεύων 10.13 avoidance [n] αποφυγή 10.14 appreciate [v] εκτιμώ 10.15 argue [v] καυγαδίζω, επιχειρηματολογώ 10.16 associate [v] ενώνω συνειρμικά 10.17 converse [v] συνομιλώ 10.18 embarrass [v] φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 10.19 oblige [v] υποχρεώνω 10.20 qualify [v] έχω τα προσόντα 10.21 correspond [v] ανταποκρίνομαι 10.22 differ [v] διαφέρω 10.23 refer [v] αναφέρω 10.24 resident [n] κάτοικος 17
10.25 anxious [adj] αγχωμένος 10.26 secure [v] ασφαλής 10.27 willing [adj] πρόθυμος 10.28 unforeseen [adj] απρόβλεπτος 10.29 fossil fuels [n] ορυκτά καύσιμα 10.30 recycling point [n] εγκατάσταση ανακύκλωσης 10.31 conservationist [n] οικολόγος επιστήμονας 10.32 investment [n] επένδυση 10.33 waste [n] απόβλητα 10.34 bottle bank [n] ανακύκλωση μπουκαλιών 10.35 oil spill [n] πετρελαιοκηλίδα 10.36 dominate [v] κυριαρχώ 10.37 fumes [n] αναθυμίαση 10.38 draw attention [phr] τραβώ την προσοχή 10.39 reluctant [adj] απρόθυμος 10.40 attachment [n] προσκόληση 10.41 hanging [adj] κρεμαστός 10.42 layer [n] στρώμα 10.43 multi-storey [adj] πολυόροφος 10.44 terrace [n] ταράτσα, βεράντα 10.45 tiled [adj] στρωμένος με πλακάκια 10.46 magnificent [adj] θαυμάσιος 10.47 brass [n] μπρούντζος 10.48 decade [n] δεκαετία 10.49 era [n] εποχή 10.50 assemble [v] συγκεντρώνω 10.51 adorable [adj] αξιαγάπητος 10.52 drag [v] σέρνω 10.53 pump [v] αντλώ 10.54 shadow [n] σκιά (με καθορισμένο σχήμα) 10.55 shade [n] σκιά 10.56 gloom [n] μισοσκόταδο 10.57 glow [n] λάμπω 10.58 globe [n] σφαίρα 10.59 combine [v] συνδυάζω 10.60 mechanism [n] μηχανισμός 10.61 hammer [n] σφυρί 10.62 keyboard [n] πληκτρολόγιο 10.63 revolutionary [adj] επαναστατικός 10.64 pedal [n] πεντάλι 10.65 abandoned [adj] παρατημένος 10.66 switchboard [n] τηλεφωνικό κέντρο 10.67 exception [n] εξαίρεση 18
10.68 bring up [phr v] μεγαλώνω, αναθρέφω 10.69 correspond [v] αλληλογραφώ Unit 11 Technology 11.1 primitive [adj] πρωτόγονος 11.2 regardless [adv] άσχετα 11.3 invention [n] εφεύρεση 11.4 advance [n] πρόοδος 11.5 axe [n] τσεκούρι 11.6 effectively [adv] αποτελεσματικά 11.7 nevertheless [adv] παρ όλα αυτά 11.8 genetic engineering [phr] γενετική 11.9 telescope [n] τηλεσκόπιο 11.10 keep up [phr v] παραμένω ενήμερος 11.11 bother [v] ενοχλώ 11.12 laptop [n] φορητό κομπιούτερ 11.13 console [n] κονσόλα 11.14 graphics [n] γραφικά 11.15 break into a sweat [phr ]ιδρώνω 11.16 challenge [n] πρόκληση 11.17 artificial [adj] τεχνητός 11.18 capture [v] συλλαμβάνω 11.19 image [n] εικόνα 11.20 complicated [adj] περίπλοκος 11.21 reproduce [v] αναπαράγω 11.22 mass [adj] μαζικός 11.23 shiny [adj] γυαλιστερός 11.24 smooth [adj] απαλός 11.25 rival [n] ανταγωνιστής 11.26 opponent [n] αντίπαλος Unit 12 Health and Fitness 12.1 fitness [n] καλή φόρμα 12.2 treatment [n] θεραπεία 12.3 ill [adj] άρρωστος 12.4 pity [n] έλεος 12.5 nightmare [n] εφιάλτης 12.6 mess [n] χάλια 12.7 body-builder [n] μπόντι-μπίλντερ 12.8 overdo [v] παράκανω 19
12.9 injure [v] τραυματίζω 12.10 glad [adj] χαρούμενος 12.11 workout [n] γυμναστική 12.12 carry on [phr v] συνεχίζω 12.13 cut off [phr v] κόβω το τηλέφωνο 12.14 disabled [adj] ανάπηρος 12.15 sold out of [phr v] τέλειωσε το στοκ 12.16 put down [phr v] κάνω ευθανασία σε ζώο 12.17 come down with [phr v] αρρωσταίνω 12.18 sort out [phr v] λύνω ένα πρόβλημα 12.19 get over [phr v] αναρρώνω 12.20 schedule [v] πρόγραμμα 12.21 Community centre [n] πολιτιστικό κέντρο 12.22 disease [n] ασθένεια 12.23 elderly [adj] ηλικιωμένος 12.24 ambulance [n] ασθενοφόρο 12.25 laughter [n] γέλιο 12.26 clinic [n] κλινική 12.27 virus [n] ιός 12.28 miserable [adj] πολύ θλιμμένος 12.29 recovery [n] ανάρρωση 12.30 session [n] συνεδρία 12.31 stressed [adj] με πολύ άγχος 12.32 physiotherapy [n] φυσιοθεραπεία 12.33 physician [n] γιατρός 12.34 acupuncture [n] βελονισμός 12.35 hypnotise [v] υπνοτίζω 12.36 trip [v] ταξίδι 12.37 ankle [n] αστράγαλος 12.38 prescribe [v] συνταγογραφώ 12.39 flu [n] γρίπη 12.40 jab [n] ενβόλιο, ένεση 12.41 plaster [n] γύψος 12.42 saw [n] πριόνι 12.43 insert [v] τοποθετώ μέσα σε κάτι 12.44 needle [n] βελόνα 12.45 rotate [v] στριφογυρίζω 12.46 cure [v] γιατρεύω 12.47 relieve [v] ανακουφίζω 12.48 surgical [adj] χειρουργικός 12.49 anaesthetise [v] χορηγώ αναισθητικό 12.50 adequate [adj] επαρκής 12.51 research [n] επιστημονική έρευνα 20
12.52 publicity [n] δημοσιότητα 12.53 rush [v] πηγαίνω κάπου βιαστικά 12.54 transmit [v] μεταδίδω 12.55 wire [n] σύρμα 12.56 light bulb [n] λάμπα 12.57 simplify [v] απλοποιώ 12.58 transmission [n] μετάδοση 12.59 link [n] σύνδεση 12.60 distinguish [v] διακρίνω 12.61 procession [n] παρέλαση 12.62 assembly [n] συγκέντρωση 12.63 gathering [n] μάζωξη 12.64 observation [n] παρατήρηση 12.65 awareness [n] συνείδηση ενός πράγματος 12.66 hollow [adj] κούφιος 12.67 spine [n] σπονδυλική στήλη 12.68 peculiar [adj] περίεργος 12.69 mainland [n] ενδοχώρα 12.70 fin [n] πτερύγιο 12.71 decompose [v] αποσυντίθομαι 12.72 presume [v] υποθέτω 12.73 souvenir [n] σουβενίρ 12.74 court [v] φλερτάρω 12.75 abuse [v] χρησιμοποιώ με λάθος τρόπο 12.76 break a story [phr] ανακαλύπτω Unit 13 Transport 13.1 seat belt [n] ζώνη αυτοκινήτου 13.2 speed [adj] ταχύτητα 13.3 limit [n] όριο 13.4 convinced [adj] πεπεισμένος 13.5 instructor [n] εκπαιδευτής 13.6 skateboard [v] σκέιτμπορντ 13.7 hang-glide [v] κάνω ανεμοπτερισμό 13.8 high time [phr] είναι καιρός (να γίνει κάτι) 13.9 caravan [n] τροχόσπιτο 13.10 fit [v] προσαρμόζω, τοποθετώ 13.11 detergent [n] απορρυπαντικό 13.12 luggage [n] αποσκευές 13.13 submarine [n] υποβρύχιο 21
Unit 14 Fashion 14.1 fashion [n] μόδα 14.2 shrink [v] συρρικνώνω 14.3 gently [adv] απαλά 14.4 stretch [v] τεντώνω, τραβώ 14.5 fashion show [n] επίδειξη μόδας 14.6 exchange [v] ανταλάσσω 14.7 collection [n] (εδώ) κολλεξιόν 14.8 fire alarm [n] συναγερμός πυρκαγιάς 14.9 gear [n] σπορ ρούχα και εξοπλισμός 14.10 design [v] σχεδιάζω 14.11 kit [n] αθλητική στολή 14.12 ideal [adj] ιδανικός 14.13 booklet [n] βιβλιαράκι 14.14 agency [n] πρακτορείο 14.15 knitting [n] πλέξιμο 14.16 pattern [n] σχέδιο 14.17 send off for [phr v] ζητάω κάτι δι αλληλογραφίας 14.18 shoot [n] γύρισμα 14.19 quarry [n] λατομείο 14.20 mail-order [phr] (αγοράζω κάτι) δι αλληλογραφίας 14.21 pose [v] ποζάρω, στέκομαι 14.22 frame [v] κορνιζώνω 14.23 fancy dress [adj] στολή μεταμφιεσμένων 14.24 ironing [n] σιδέρωμα 14.25 wardrobe [n] γκαρνταρόμπα 14.26 grow into [phr v] μεγαλώνω μέχρι να μου κάνει ένα ρούχο 14.27 costume [n] στολή (μεταμφίεσης) 14.28 trendy [adj] μοδάτος 14.29 nonsense [n] ανοησία 14.30 trim [v] κόβω τις άκρες των μαλλιών 14.31 high-heeled [adj] ψηλοτάκουνος 14.32 try on [phr v] δοκιμάζω 14.33 dye [v] βάφω 14.34 necklace [n] κολιέ 14.35 charity [adj] φιλανθρωπία 14.36 spill [v] χύνω κατά λάθος 14.37 ink [n] μελάνι 14.38 second-hand [adj] μεταχειρισμένος 14.39 denim [adj] τζην 14.40 lamb [n] αρνί 14.41 calf [n] μοσχάρι 22
14.42 protein [n] πρωτεϊνη 14.43 calcium [n] ασβέστιο 14.44 acid [n] οξύ 14.45 reindeer [n] τάρανδος 14.46 bacteria [n] βακτήρια 14.47 ripen [v] ωριμάζω 14.48 mould [n] μούχλα 14.49 distribution [n] διανομή 14.50 peer [n] ισάξιοι, ίσοι 14.51 substance [n] ουσία 14.52 noteworthy [adj] αξιοσημείωτος 14.53 significant [adj] σημαντικός 14.54 derive [v] προέρχομαι 14.55 intrepid [adj] ατρόμητος 14.56 explorer [n] εξερευνητής 14.57 tangled [adj] μπερδεμένος 14.58 ground level [phr] επίπεδο εδάφους 14.59 dense [adj] πυκνός 14.60 region [n] περιοχή 14.61 temperate [adj] εύκρατος 14.62 desert [n] έρημος 14.63 categorise [v] κατηγοριοποιώ 14.64 hectare [n] εκτάριο 14.65 mandarin [adj] μανδαρίνος 14.66 salary [n] μισθός 14.67 birthplace [n] ιδιαίτερη πατρίδα 14.68 commercial [n] εμπορικός 14.69 promotion [n] προώθηση 14.70 market share [n] μερίδιο της αγοράς Unit 15 Crime 15.1 prison [n] φυλακή 15.2 proposal [n] πρόταση 15.3 fraud [n] απάτη 15.4 blurred [adj] θολός 15.5 apprehend [v] συλλαμβάνω 15.6 claustrophobic [adj] κλειστοφοβικός 15.7 launch [v] ξεκινώ, αρχίζω 15.8 campaign [n] καμπάνια 15.9 prison sentence [phr] ποινή φυλάκισης 15.10 behaviour [n] συμπεριφορά 23
15.11 convict [n] κατάδικος 15.12 prison break [phr] δραπέτευση 15.13 police forces [phr] αστυνομικές δυνάμεις 15.14 defend [v] υπερασπίζω 15.15 furnish [v] επιπλώνω 15.16 permit [v] επιτρέπω 15.17 evident [adj] προφανής 15.18 benefit [n] πλεονέκτημα 15.19 terror [n] τρόμος 15.20 social [adj] κοινωνικός 15.21 In short [phr] εν συντομία 15.22 punish [v] τιμωρώ 15.23 wrongdoer [n] αυτός που έχει διαπράξει αδίκημα 15.24 error of your ways [phr]το σφάλμα των πράξεων σου 15.25 law-abiding [adj] αυτός που σέβεται το νόμο 15.26 citizen [n] πολίτης 15.27 conditions [n] συνθήκες 15.28 tricks of the trade [phr] κόλπα της δουλειάς 15.29 re-offend [v] εγκληματώ ξανά 15.30 commit a crime [phr] διαπράττω έγκλημα 15.31 productive [adj] παραγωγικός 15.32 matter [n] θέμα 15.33 expel [v] αποβάλλω από το σχολείο 15.34 community service [phr] κοινωνικό έργο (αντί για ποινή) 15.35 fine [n] πρόστιμο 15.36 terrorist [n] τρομοκράτης 15.37 justice [n] δικαιοσύνη 15.38 bury [v] θάβω 15.39 burglar [n] διαρήκτης 15.40 kidnapper [n] απαγωγέας 15.41 captive [n] αιχμάλωτος 15.42 getaway car [phr] αυτοκίνητο διαφυγής 15.43 investigation [n] έρευνα της αστυνομίας 15.44 prosecution [n] προσαγωγή 15.45 culprit [n] αυτός που διαπράττει αδίκημα 15.46 eye-witness [n] μάρτυρας σε έγκλημα 15.47 track down [phr v] ψάχνω και βρίσκω (κάποιον) 15.48 approach [v] προσεγγίζω 15.49 line-up [n] στην ίδια γραμμή 15.50 pick out [phr v] διαλέγω, ξεχωρίζω 15.51 potential [adj] πιθανός, δυνατόν να γίνει 24
Unit 16 Shopping 16.1 payment [n] πληρωμή 16.2 bill [n] λογαριασμός 16.3 quality [n] ποιότητα 16.4 antibiotic [n] αντιβιοτικό 16.5 cheer [v] ζητωκραυγάζω 16.6 court [n] γήπεδο 16.7 put together [phr v] συνθέτω 16.8 come forward [phr v] προσέρχομαι 16.9 paramedic [n] τραυματιοφορέας 16.10 load [v] φορτώνω 16.11 stretcher [n] φορείο 16.12 performance [n] παράσταση 16.13 newsagent s [n] πρακτορείο τύπου 16.14 wages [n] ημερομίσθια 16.15 lawyer [n] δικηγόρος 16.16 purse [n] τσάντα γυναικεία 16.17 hand in [phr v] παραδίδω 16.18 razor [n] ξυράφι 16.19 crisps [n] πατατάκια 16.20 security tag [n] ετικέτες ασφαλείας 16.21 appalling [adj] φρικτός 16.22 outrageous [adj] άνω ποταμών 16.23 on-line [adv] μέσω κομπιούτερ 16.24 court case [phr] δικαστική υπόθεση 16.25 shopaholic [n] εθισμένος στα ψώνια 16.26 bargain [n] ευκαιρεία 16.27 suit [v] ταιρίαζει 16.28 valid [adj] ισχύων 16.29 discount [n] έκπτωση 16.30 frantic [adj] πανικόβλητος 16.31 chess [n] σκάκι 16.32 element [n] στοιχείο 16.33 legend [n] θρύλλος 16.34 document [v] έγγραφο 16.35 literature [n] λογοτεχνία 16.36 checkmate [n] ρουά ματ 16.37 trustworthy [adj] άξιος εμπιστοσύνης 16.38 notoriety [n] διασημότητα για κακό λόγο 16.39 oversee [v] επιβλέπω 16.40 owe [v] χρωστώ 16.41 faith [n] πίστη 25