Skills for First Certificate Use Of English Wordlist



Σχετικά έγγραφα
1. 1. Emergency=επείγουσα ανάγκη 2. Food=φαγητό 3. Medicine=φάρμακα 4. Natural disaster=φυσική καταστροφή 5. Charity=φιλανθρωπία 6.

2016 Πάρης Ανδρέου Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

ask after ρωτώ για κάποιον (να μάθω νέα του) back down υποχωρώ, εγκαταλείπω (κάποια απαίτησή μου) back out υπαναχωρώ, αθετώ (υπόσχεση, δέσμευση) bank

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Βυζαντινός Ρεπαντής Κολλέγιο Αθηνών 2010

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΛΗΣΗ

Παιχνίδια στην Ακροθαλασσιά

ΨΗΦΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΚΙΝΗΤΗΣ

«Δουλεύω Ηλεκτρονικά, Δουλεύω Γρήγορα και με Ασφάλεια - by e-base.gr»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Πανεπιστήμιο Πατρών Μεταπτυχιακό Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά και τα αποτελέσματα τους είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού της χώρας.

Κατανοώντας την επιχειρηματική ευκαιρία

Market Brief: Ιανουάριος Genova Barcelona? -? Το αποτέλεσμα ενός «ποδοσφαιρικού αγώνα»

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Οι γνώμες είναι πολλές

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Copyright 2012: υπό Παναγιώτη Αθανασόπουλου Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή και μεταβίβαση τμήματος ή ολόκληρου του παρόντος έργου με

Τουρισμός Η επόμενη μέρα του Τουρισμού, σήμερα. Πρόεδρος Δ.Σ., Ψηφιακές Ενισχύσεις Α.Ε.

Μισελ ντε Μονταιν ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ (απόσπασμα από την αρχή) Τα συναισθήματα μας επεκτείνονται πέρα από εμάς

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Είναι το Life Coaching για εσένα;

Συμπτώματα συνεξάρτησης

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ

ΣΤΡΕΣ -ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Μ Α Θ Η Μ Α 9 Φ Ι Ο Ρ Ε Ν Τ Ι Ν Α Π Ο Υ Λ Λ Η

e-seminars Εξυπηρετώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

= το να βοηθάς τους έχοντες ανάγκη = άγριος ανταγωνισμός

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Η συνεισφορά της εφοδιαστικής αλυσίδας στην επιτυχία της επιχείρησης. Senior SC optimisation consultant Mantis Group

Το Ελληνικό Λιανεμπόριο Τροφίμων και ο σημερινός Καταναλωτής. Τίτλος. «Μια Κρίσιμη Σχέση»

Online(?) Communities Management...σε ανοιχτή επικοινωνία με τους fans...

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Η συνεργασία του σχολείου και της οικογένειας για την αντιμετώπιση της επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών

Παρουσιάσεις με Αντίκτυπο (High Impact Presentations) Χαρίκλεια Τσαλαπάτα 11/10/2017

e-seminars Πουλάω 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Μαγεμένοι από το Ford Performance Event!

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

Step 1: environmental PROBLEMS on our island

Εμείς, μαθητές και δάσκαλοι συμφωνούμε με όλα τα πιο πάνω.

Παρουσιάσεις με Αντίκτυπο (High Impact Presentations) Χαρίκλεια Τσαλαπάτα 19/10/2015

Φάνια Παπαϊωάννου. Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό

Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό!

ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Οικολογική Αγοραστική Συµπεριφορά Τµήµα 1 Τµήµα 2 Τµήµα 3

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Επιλογή επαγγέλματος

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Βελώνης Γεώργιος ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ. Μάθημα 2ο. Βελώνης Γεώργιος - 1ο Τ.Ε.Ε. Κατερίνης. Καθηγητής Πληροφορικής ΠΕ20 2-1

Γίνομαι. Φρουρός Αειφορίας. Αειφορία θέλω και μπορώ Να φέρω εγώ στον πλανήτη αυτό! Εγώ και Εσύ Μαζί πιο δυνατοί!

«Πως επηρεαζονται οι ανθρωποι απο τη δοξα, τα χρηματα και την επιτυχια»


ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑ. Ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί;

Σώστε τη γη. Κρεσφόντης Χρυσοσπάθης

Μήπως είστε υπερπροστατευτικοί γονείς;

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Cyprus ISSP 2007 Leisure Time and Sports Questionnaire

Το φυλλάδιο αναφέρεται σε προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζεις στο χώρο του σχολείου και προτείνει λύσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν...

Βρυξέλλες, 21 Αυγούστου 2013

Πρόληψη Ατυχημάτων για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Ermis Digital. Κατηγορία: Websites 6. Travel & Tourism. Τίτλος Συμμετοχής: travelplan.gr Website Redesign. Προϊόν/Υπηρεσία ( Brand Name): Travelplan

Ο δάσκαλος που με εμπνέει

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΓΕΛ ΚΑΤΩ ΑΧΑΪΑΣ Β ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

ΦΥΣΑ ΑΕΡΑΚΙ ΦΥΣΑ ΜΕ!

ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

Πώς περνάμε τη μέρα μας;

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Επιτελική Σύνοψη. Χρόνια Κινητή Τηλεφωνία στην Ελλάδα

Στη Ζάκυνθο με το νέο MINI Countryman

Βασικές Αρχές Marketing. Μαίρη Κατσαπρίνη Events Marketing Director Skywalker.gr

Cambridge International Examinations Cambridge International General Certificate of Secondary Education

Έργο ΠΛΕΙΑΔΕΣ/ Νηρηίδες, Γ ΚΠΣ 21 ΕΑ.ΙΤΥ / Υπ.Ε.Π.Θ.

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Όταν προκαλούν, μας εκπαιδεύουν! Τρίτη, 10 Ιούλιος :16

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

The Keele STarT Back Screening Tool

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ

Η κωμωδία του Μολιέρου Ο Αρχοντοχωριάτης

Σώμα Πρoσκόπων Κύπρου. Κλάδος Λυκοπούλων Γ.Ε. Παιχνίδι Προσκοπικής Χρονιάς ΧΑΛΚΙΝΗ Αγέλη Λυκοπούλων ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ.

Agile Προσέγγιση στη Διαχείριση Έργων Λογισμικού

Σπίτι μας είναι η γη

Συμβουλευτική Καθοδήγηση (Mentoring) ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΜΠΕΙΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ΜΕΝΤΟΡΑ: Οφέλη & Ερωτήσεις

Επιμέλεια: Χρήστος Κάτσικας

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ & ΠΕΤΡΟΣ ΣΟΦΙΚΙΤΗΣ:

Το ταξίδι των ευκαιριών ξεκινά!

911 λόγοι για να ζεις

Ζώντας με Πνευμονική Αρτηριακή Υπέρταση

Το παιδί μου κι εγώ: Πώς να κερδίσω το «παιχνίδι» του σχολείου

Τα μυστικά της αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης

Co-funded by the European Union Quest. Quest

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΕΤΕΡΟΑΝΑΦΟΡΩΝ

SMD Power Inductor. - SPRH127 Series. Marking. 1 Marking Outline: 1 Appearance and dimensions (mm)

Transcript:

Unit 1 Films 1.1 candidate [n] υποψήφιος 1.2 attempt [v] προσπαθώ 1.3 rely [v] βασίζομαι 1.4 directly [adv] αμέσως 1.5 gap [n] κενό 1.6 passage [n] πέρασμα 1.7 gist [n] γενικό νόημα 1.8 educated [adj] (εδώ μόνο) βασισμένη σε γνώση 1.9 guess [n] εικασία 1.10 ιtem [n] αντικείμενο, κομμάτι 1.11 blank [adj] κενός, άδειος 1.12 sight [n] όραση 1.13 audience [n] ακροατήριο 1.14 crowd [n] πλήθος 1.15 mob [n] όχλος 1.16 event [n] γεγονός 1.17 observer [n] παρατηρητής 1.18 attraction [n] έλξη 1.19 viewer [n] θεατής, αυτός που βλέπει τηλεόραση 1.20 spectator [n] θεατής σε ζωντανό αγώνα 1.21 onlooker [n] θεατής, κάποιος που μένει αμέτοχος 1.22 inspector [n] επιθεωρητής 1.23 sightseer [n] αυτός που βλέπει αξιοθέατα 1.24 watcher [n] παρατηρητής 1.25 witness [n] μάρτυρας σε ατύχημα 1.26 glimpse [v] βλέπω κάτι κατά λάθος 1.27 stare [v] κοιτάζω κάτι έντονα 1.28 notice [v] προσέχω, παρατηρώ κάτι για πρώτη φορά 1.29 view [v] βλέπω, παρακολουθώ (ταινία, κλπ) 1.30 glance [v] κοιτάζω κάτι χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη προσοχή 1.31 observe [v] παρατηρώ κάτι προσεκτικά 1.32 search [v] ψάχνω 1.33 catch sight of [phr] πιάνει κάτι το μάτι μου 1.34 vision [n] όραση 1.35 watch [v] παρακολουθώ, βλέπω με προσοχή 1.36 inspect [v] παρατηρώ, εξετάζω κάτι 1.37 experience [n] εμπειρία 1.38 isolated [adj] απομονωμένος 1.39 disappear [v] εξαφανίζομαι 1.40 shot [n] πυροβολισμός 1

1.41 exciting [adj] συναρπαστικός 1.42 examine [v] εξετάζω 1.43 movement [n] κίνηση 1.44 luxury [adj] πολυτελές 1.45 cruise [n] κρουαζιέρα 1.46 passage [n] πέρασμα 1.47 pace [n] ρυθμός 1.48 speed [n] ταχύτητα 1.49 round-the-world [phr] γύρος του κόσμου 1.50 trip [v] ταξιδεύω 1.51 lose your way [phr] χάνω το δρόμο μου 1.52 route [n] διαδρομή 1.53 tour [n] γύρος, τουρνέ 1.54 voyage [n] ταξίδι στη θάλασσα 1.55 sudden [adj] ξαφνικός 1.56 burst [n] ξέσπασμα 1.57 velocity [n] ταχύτητα 1.58 direction [n] κατεύθυνση 1.59 excursion [n] εκδρομή 1.60 cross [v] διασχίζω 1.61 border [n] σύνορο 1.62 limit [n] όριο 1.63 lose [v] χάνω (ένα πράγμα) 1.64 miss [v] χάνω (μου ξεφεύγει) 1.65 set off [phr v] ξεκινώ, φεύγω 1.66 set up [phr v] εγκαθιστώ, ιδρύω 1.67 full speed [phr] ολοταχώς 1.68 prepared [adj] προετοιμασμένος 1.69 pant [v] λαχανιάζω 1.70 breath [n] αναπνοή 1.71 powerful [adj] δυναμικός, δυνατός 1.72 executive [n] επιχειρηματίας 1.73 force [v] εξαναγκάζω 1.74 certain [adj] σίγουρος 1.75 thought [n] σκέψη 1.76 opinion [n] γνώμη 1.77 critic [n] κριτικός 1.78 appeal [v] αρέσω 1.79 conclusion [n] συμπέρασμα 1.80 violence [n] βία 1.81 be in a hurry [phr] βιάζομαι 1.82 poverty [n] φτώχια 1.83 suitable [adj] κατάλληλος 2

1.84 shot [n] λήψη 1.85 flow [v] κυλάω 1.86 initial [adj] αρχικός 1.87 take up [phr v] παίρνω, καταλαμβάνω 1.88 fill out [phr v] γεμίζω, συμπληρώνω 1.89 considerable [adj] σημαντικός, μεγάλος 1.90 lasting [adj] που διαρκεί πολύ 1.91 absolute [adj] απόλυτος 1.92 charge [v] χρεώνω 1.93 renew [v] ανανεώνω 1.94 income [n] εισόδημα 1.95 industrial [adj] βιομηχανικός 1.96 in trouble [phr] είμαι μπλεγμένος, έχω πρόβλημα 1.97 expense [n] έξοδο 1.98 producer [n] παραγωγός 1.99 commercial [adj] εμπορικός 1.100 pensioner [n] συνταξιούχος 1.101 fee [n] αμοιβή 1.102 fortune [n] περιουσία 1.103 annoyed [adj] ενοχλημένος 1.104 attend [v] παραβρίσκομαι 1.105 fund [n] χρηματοδοτώ 1.106 economical [adj] οικονομικός 1.107 survey [n] έρευνα 1.108 increase [v] αυξάνω 1.109 profit [n] κέρδος 1.110 incredibly [adv] απίστευτα 1.111 subscription [n] συνδρομή 1.112 invest [v] επένδυση 1.113 wealthy [adj] πλούσιος 1.114 drop [v] μειώνομαι, πέφτω 1.115 be in for a treat [phr]περνώ καλά 1.116 industry [n] βιομηχανία 1.117 disguised [adj] μεταμφιεσμένος 1.118 tramp [n] αλήτης 1.119 equal [v] εξισώνω 1.120 national [adj] εθνικός 1.121 attempt [n] προσπάθεια 1.122 finances [n] τα οικονομικά 1.123 co-operative [n] συνεργατικός 1.124 commence [v] αρχίζω 1.125 co-ordinated [adj] συγχρονισμένος 1.126 settle in [phr v] εγκαθίσταμαι 3

1.127 turn up [phr v] εμφανίζομαι ξαφνικά 1.128 put out [phr v] σβήνω 1.129 edge [n] άκρη 1.130 face [v] αντιμετωπίζω 1.131 scene [n] σκηνή 1.132 script [n] σενάριο 1.133 habitual [adj] συνηθισμένος 1.134 temporary [adj] προσωρινός 1.135 express [v] εκφράζω 1.136 annoyance [n] ενόχληση 1.137 imaginary [adj] φανταστικό 1.138 developing [adj] εξελισσόμενος 1.139 breaking into [phr v] εισβάλλω 1.140 fame [n] φήμη 1.141 glamour [n] δόξα 1.142 hopeful [n] εύελπις 1.143 combination [n] συνδυασμός 1.144 failure [n] αποτυχία 1.145 eventually [adv] τελικά 1.146 occasional [adj] περιστασιακός 1.147 circuit κύκλωμα 1.148 expedition επιστημονική αποστολή 1.149 stroll βόλτα Unit 2 Occupations 2.1 occupation [n] απασχόληση 2.2 unemployed [adj] άνεργος 2.3 experience [n] πείρα 2.4 prefer [v] προτιμώ 2.5 necessary [adj] απαραίτητος 2.6 refuse [v] αρνούμαι 2.7 prevent [v] εμποδίζω 2.8 opportunity [n] ευκαιρία 2.9 accountant [n] λογιστής 2.10 accuse [v] κατηγορώ 2.11 apply [v] κάνω αίτηση 2.12 regard [v] θεωρώ 2.13 colleague [n] συνάδελφος 2.14 rely [v] βασίζομαι 2.15 recognise [v] αναγνωρίζω 2.16 apologise [v] ζητώ συγγνώμη 4

2.17 application [n] αίτηση 2.18 applicant [n] αιτών 2.19 beat [v] νικώ, κερδίζω 2.20 congratulate [v] συγχαίρω 2.21 vet [n] κτηνίατρος 2.22 fond [adj] μου αρέσει κάτι 2.23 deal [v] ασχολούμαι, αντιμετωπίζω 2.24 capable [adj] ικανός 2.25 media [n] μέσα (μαζικής ενημέρωσης) 2.26 bin [n] σκουπιδοτενεκές 2.27 promote [v] προάγω 2.28 job satisfaction [phr] ευχαρίστηση στη δουλειά 2.29 circumstances [n] περιστάσεις 2.30 permission [n] άδεια (να γίνει κάτι) 2.31 emergency [n] κατάσταση ανάγκης 2.32 exhausted [adj] εξαντλημένος 2.33 proud [adj] περήφανος 2.34 trend [n] τάση, μόδα 2.35 enormous [adj] τεράστιος 2.36 demand [n] ζήτηση 2.37 track [n] μουσικό κομμάτι 2.38 indefinite [adj] απροσδιόριστος 2.39 duration [n] διάρκεια 2.40 perfume [n] άρωμα 2.41 alcoholic [adj] αλκοούχος 2.42 solution [n] διάλειμμα 2.43 essential oils [n] βασικά έλαια 2.44 obtain [v] αποκτώ 2.45 sandalwood [n] σανδαλόξυλο 2.46 rosemary [n] δενδρολίβανο 2.47 variety [n] ποικιλία 2.48 steam [n] ατμός 2.49 solvent [n] διαλύτης 2.50 mechanical [adj] μηχανικός 2.51 process [n] διαδικασία 2.52 citrus fruit [n] εσπεριδοειδές 2.53 peel [n] φλούδα 2.54 crush [v] συνθλίβω 2.55 manufacturer [n] κατασκευαστής 2.56 create [v] δημιουργώ 2.57 fragrance [n] άρωμα, ευωδιά 2.58 fixative [n] στερεωτικό 2.59 note [n] νότα 5

2.60 base [adj] βασικός 2.61 sage [n] θυμάρι 2.62 marjoram [n] μαντζουράνα 2.63 illustration [n] εικονογράφηση 2.64 horse-drawn [adj] που τραβιέται από άλογα 2.65 cab [n] άμαξα 2.66 coast [n] ακτή 2.67 comprise [v] αποτελείται 2.68 compose [v] συνθέτω 2.69 demonstrate [v] δείχνω 2.70 display [v] επιδεικνύω 2.71 offer [v] προσφέρω 2.72 wolves [n] λύκοι 2.73 ancestor [n] πρόγονος 2.74 domestic [adj] οικιακός 2.75 highly [adv] εξαιρετικά 2.76 intelligent [adj] έξυπνος 2.77 hunter [n] κυνηγός 2.78 pack [n] αγέλη 2.79 territory [n] περιοχή 2.80 bark [v] γαυγίζω 2.81 howl [v] ουρλιάζω 2.82 food supply [n] παροχή τροφής 2.83 trap [v] παγιδεύω 2.84 deer [n] ελάφι 2.85 moose [n] άλκη 2.86 source [n] πηγή 2.87 poisoning [n] δηλητηριάση 2.88 contribute [v] συνεισφέρω 2.89 decline [v] μείωση 2.90 population [n] πληθυσμός 2.91 extinct [adj] έχει εκλείψει 2.92 habitat [n] ο φυσικός τόπος όπου ζει ένα ζώο 2.93 mammal [n] θηλαστικό 2.94 threat [n] απειλή 2.95 activity [n] δραστηριότητα 2.96 instructions [n] οδηγίες 2.97 admire [v] θαυμάζω 2.98 exception [n] εξαίρεση 2.99 responsibility [n] ευθύνη 2.100 criticise [v] κριτικάρω 2.101 unfamiliar [adj] άγνωστος 2.103 groom [n] γαμπρός 6

2.104 nail [n] νύχι 2.105 bride [n] νύφη 2.106 tear [n] δάκρυ 2.107 vicar [n] ιερέας 2.108 service [n] ιεροτελεστία 2.109 honeymoon [n] μήνας του μέλιτος 2.110 get ahead [phr. v] προοδεύω 2.111 ambition [n] φιλοδοξία 2.112 encourage [v] ενθαρρύνω 2.113 secure [adj] ασφαλής 2.114 train [v] εκπαιδεύω 2.115 qualify [v] έχω προσόντα 2.116 stick [v] κολλώ, παραμένω 2.117 in the end [phr] τελικά Unit 3 Education 3.1 education [n] εκπαίδευση 3.2 instrument [n] όργανο 3.3 fees [n] αμοιβές 3.4 treat [v] αντιμετωπίζω 3.5 well off [adj] πλούσιος 3.6 can t afford sth [phr] δεν έχω αρκετά χρήματα για κάτι 3.7 graduation [n] αποφοίτηση 3.8 blame [v] κατηγορώ 3.9 despite [adv] παρ όλο που 3.10 in spite of παρ όλο που 3.11 although αν και 3.12 facilities [n] ευκολίες, παροχές 3.13 bad temper [phr] κακή διάθεση 3.14 popular [adj] δημοφιλής 3.15 P.E. [n] γυμναστική (στο σχολείο) 3.16 trainers [n] αθλητικά παπούτσια 3.17 staff room [n] δωμάτιο καθηγητών 3.18 headmaster [n] γυμνασιάρχης, λυκιάρχης 3.19 repair [v] επιδιορθώνω 3.20 on condition [phr] υπό την προϋπόθεση 7

Unit 4 Sport 4.1 take up [phr. v] ξεκινώ, αρχίζω ένα σπορ, χόμπι 4.2 take part [phr. v] παίρνω μέρος 4.3 in shape [phr] σε φόρμα 4.4 pretty [adv] αρκετά 4.5 bungee jumping [n] μπάντζι τζάμπινγκ 4.6 mountaineer [n] ορειβάτης 4.7 measure [n] μέτρο 4.8 impression [n] εντύπωση 4.9 take down [phr v] γράφω, σημειώνω 4.10 queue [n] ουρά, σειρά 4.11 hand over [phr v] περνώ, δίνω κάτι 4.12 hand down [phr v] δίνω κάτι μεταχειρισμένο στον επόμενο 4.13 retire [v] παίρνω σύνταξη 4.14 make sth up [phr v] φτιάχνω κάτι φανταστικό 4.15 coach [n] προπονητής 4.16 origin [n] προέλευση 4.17 janitor [n] επιστάτης 4.18 attached [adj] συννημένος 4.19 fall out [phr v] διαφωνώ, καυγαδίζω 4.20 take up [phr v] πέρνω χρόνο 4.21 arrow [n] βέλος 4.22 archery [n] τοξοβολία 4.23 pull off [phr v] καταφέρνω 4.24 victory [n] νίκη 4.25 cut down [phr v] μειώνω 4.26 supporter [n] οπαδός, υποστηρικτής 4.27 council [n] συμβούλιο 4.28 hold up [phr v] καθυστερώ 4.29 delay [n] καθυστέρηση 4.30 put off [phr v] αναβάλλω 4.31 secretary [n] γραμματέας 4.32 pay off [phr v] αποδίδω 4.33 find out [phr v] βρίσκω 4.34 pull down [phr v] κατεδαφίζω 4.35 work out [phr v] γυμνάζομαι 4.36 bet [v] στοιχηματίζω 4.37 sign off [phr v] τελειώνω ένα γράμμα 4.38 apparently [adv] προφανώς 4.39 wonder [v] αναρωτιέμαι 4.40 prediction [n] πρόβλεψη 4.41 evidence [n] στοιχεία, αποδείξεις 8

4.42 javelin [n] ακόντιο 4.43 intention [n] πρόθεση 4.44 arrangement [n] οργανωμένη κατάσταση, σχέδιο 4.45 put together [phr v] δημιουργώ 4.46 compete [v] συναγωνίζομαι 4.47 high jump [n] άλμα εις ύψος 4.48 represent [v] αντιπροσωπεύω 4.49 take off [phr v] απογειώνομαι 4.50 technique [n] τεχνική 4.51 pressure [n] πίεση 4.52 Alaska [n] Αλάσκα 4.53 huge [adj] τεράστιος 4.54 seal [n] φώκια 4.55 Inuit [n] Εσκιμώος 4.56 government [adj] κυβερνητικός 4.57 earthquake [n] σεισμός 4.58 mild [adj] ήπιος 4.59 remote [adj] απομακρυσμένος 4.60 location [n] περιοχή 4.61 hire [v] προσλαμβάνω 4.62 body [n] σώμα 4.63 native [adj] ιθαγενής, γηγενής 4.64 claim [v] ισχυρίζομαι 4.65 occupy [v] απασχολώ 4.66 focus [v] εστιάζω, συγκεντρώνομαι 4.67 residence [n] κατοικία 4.68 collapse [v] καταρρέω 4.69 destroy [v] καταστρέφω 4.70 fetch [v] πηγαίνω και φέρνω κάτι 4.71 major [adj] μεγάλος, σπουδαίος 4.72 broad [adj] φαρδύς 4.73 plentiful [adj] εν αφθονία 4.74 let down [phr v] απογοητεύω 4.75 fork [n] πηρούνι 4.75 knife [n] μαχαίρι 4.76 common [adj] κοινός 4.78 spoon [n] κουτάλι 4.79 rare [adj] σπάνιος 4.80 exist [v] υπάρχω 4.81 introduce [v] εισάγω, φέρνω για πρώτη φορά 4.82 spread [v] εξαπλώνομαι 4.83 sew [v] ράβω 4.84 persuade [v] πείθω 9

4.85 disaster [n] καταστροφή 4.86 awful [adj] φρικτός, απαίσιος 4.87 shortly [adv] σύντομα 4.88 loud [adj] δυνατός (για ήχους) 4.89 bang [n] χτύπημα 4.90 flat [adj] επίπεδος, σκασμένος 4.91 tyre [n] λάστιχο (αυτοκινήτου) 4.92 wet [adj] βρεγμένος, υγρός 4.93 ruined [adj] κατεστραμμένος 4.94 sympathetic [adj] συμπάσχων 4.95 honest [adj] τίμιος, ειλικρινής 4.96 sense of humour [phr] αίσθηση χιούμορ 4.97 rapid [adj] γοργός, γρήγορος 4.98 puppeteer [n] μαριονετίστας Unit 5 People 5.1 attraction [n] έλξη 5.2 attractive [adj] ωραίος, θελκτικός 5.3 impatient [adj] ανυπόμονος 5.4 impatience [n] ανυπομονησία 5.5 abnormally [adv] αφύσικα 5.6 approval [n] επιδοκιμασία 5.7 legal [adj] νόμιμος 5.8 accurate [adj] ακριβής 5.9 obedience [n] υπακοή 5.10 tidiness [n] νοικοκυροσύνη 5.11 belief [n] πεποίθηση 5.12 certainty [n] βεβαιότητα 5.13 prefix [n] πρόθεμα 5.14 screw [v] βιδώνω 5.15 imprisoned [adj] φυλακισμένος 5.16 distrust [v, n] δεν εμπιστεύομαι 5.17 disturb [v] ενοχλώ 5.18 inefficient [adj] αναποτελεσματικός 5.19 invaluable [adj] ανεκτίμητος 5.20 abused [adj] κακοχρησιμοποιημένος 5.21 aboriginal [adj] ιθαγενής της Αυστραλίας 5.22 illustrated [adj] εικονογραφημένος 5.23 illogical [adj] παράλογος 5.24 suffix [n] κατάληξη (λέξης) 5.25 lazy [adj] τεμπέλης 10

5.26 spot [n] σπυράκι 5.27 enemy [n] εχθρός 5.28 enthusiasm [n] ενθουσιασμός 5.29 comfort [n] κονφόρ, άνεση 5.30 recognisable [adj] αναγνωρίσιμος 5.31 self [n] εαυτός 5.32 comparative [adj] συγκριτικός 5.33 superlative [adj] υπερθετικός 5.34 syllable [n] συλλαβή 5.35 determiner [n] άρθρο (γραμματικής) 5.36 organisation [n] οργάνωση 5.37 likely [adv] πιθανόν 5.38 skill [n] ικανότητα 5.39 profession [n] επάγγελμα 5.40 in terms of [phr] όσον αφορά 5.41 fool [n] ανόητος 5.42 deal with [phr v] αντιμετωπίζω 5.43 logic [n] λογική 5.44 out of hand [phr] εκτός ελέγχου 5.45 handle [v] χειρίζομαι Unit 6 Travel 6.1 travel agent [n] ταξιδιωτικός πράκτορας 6.2 accurate [adj] ακριβής 6.3 brochure [n] φυλλάδιο 6.4 package holiday [n] πακέτο διακοπών 6.5 departure lounge [n]αίθουσα αναχωρήσεων 6.6 terminal building [n] κυρίως κτίριο αεροδρομίου 6.7 crisis [n] δύσκολη κατάσταση 6.8 bankrupt [adj] χρεωκοπημένος 6.9 immediate [adj] άμεσος 6.10 refund [n] επιστροφή χρημάτων 6.11 compensation [n] αποζημίωση 6.12 affected [adj] επιρρεασμένος 6.13 lifejacket [n] σωσίβιο 6.14 shark [n] καρχαρίας 6.15 basis [n] βάση 6.16 announce [v] ανακοινώνω 6.17 pretend [v] προσποιούμαι 6.18 convince [v] πείθω 6.19 inform [v] πληροφορώ 11

6.20 mention [v] αναφέρω (με λίγα λόγια) 6.21 achieve [v] καταφέρνω, επιτυγχάνω 6.22 book [v] κλείνω, κάνω κράτηση 6.23 in advance [adv] προκαταβολικά 6.24 lead [v] καθοδηγώ 6.25 fault [n] σφάλμα 6.26 charge [v] κατηγορώ 6.27 overbooking [n] διπλοκράτηση 6.28 overcharge [v] χρεώνω υπερβολικά 6.29 tour operator [n] οργανωτής διακοπών 6.30 knowingly [adv] εν γνώση του/ της 6.31 spokesperson [n] εκπρόσωπος 6.32 indication [n] ένδειξη 6.33 occur [v] συμβαίνει 6.34 incident [n] γεγονός 6.35 break down [phr v] σπάω, χαλάω 6.36 fluently [adv] με ευφράδεια 6.37 necessity [n] ανάγκη 6.38 current [n] παρών, τωρινός 6.39 destination [n] προορισμός 6.40 foreign climes [phr] ξένα κλίματα 6.41 descendant [n] απόγονος 6.42 aristocrat [n] αριστοκράτης 6.43 forefather [n] πρόγονος 6.44 bad press [phr] κακή δημοσιότητα 6.45 alternative [n] εναλλακτική λύση 6.46 resort [n] θέρετρο 6.47 succession [n] εναλλαγή 6.48 activity [n] δραστηριότητα 6.49 range [n] γκάμα, κλίμακα 6.50 affordable [adj] αρκετά φτηνός 6.51 architecture [n] αρχιτεκτονική 6.52 devoted [adj] αφοσιωμένος 6.53 eager [adj] πρόθυμος 6.54 comprise [v] αποτελώ 6.55 accomplish [v] καταφέρνω 6.56 Boer [n] Μπόερ 6.57 settler [n] έποικος 6.58 stiff [adj] άκαμπτος 6.59 snout [n] μουσούδα 6.60 eyelash [n] βλεφαρίδα 6.61 dig [v] σκάβω 6.62 termite [n] τερμίτης 12

6.63 colony [n] αποικία 6.64 saliva [n] σάλιο 6.65 construct [v] χτίζω, κατασκευάζω 6.66 mound [n] λοφάκι, είσοδος μυρμηγκοφωλιάς 6.67 concrete [n] τσιμέντο 6.68 soldier [n] στρατιώτης 6.69 attacker [n] επιτιθέμενος 6.70 nocturnal [adj] νυκτόβιος 6.71 burrow [n] υπόγεια φωλιά σαν τούνελ 6.72 hunt [v] κυνηγώ 6.73 resemble [v] μοιάζω 6.74 surround [v] περικυκλώνω 6.75 enable [v] δίνω τη δυνατότητα 6.76 equip [v] εφοδιάζω 6.77 primary [adj] πρωταρχικός 6.78 soil [n] έδαφος 6.79 surface [n] επιφάνεια 6.80 entirely [adv] εντελώς 6.81 volcano [n] ηφαίστειο 6.82 stable [adj] σταθερός 6.83 current [n] ρεύμα 6.84 tropics [n] οι τροπικοί 6.85 fertile [adj] γόνιμος 6.86 pineapple [n] ανανάς 6.87 ban [v] απαγορεύω 6.88 species [n] είδος (ζώου ή φυτού) 6.89 import [v] εισάγω 6.90 spot [n] μέρος 6.91 deserve [v] αξίζει 6.92 tendency [n] τάση 6.93 lid [n] καπάκι 6.94 lick [v] γλείφω 6.95 permanent [adj] μόνιμος Unit 7 Food and Drink 7.1 junk food [n] φαγητό χωρίς θρεπτική αξία 7.2 allergic [adj] αλλεργικός 7.3 nuts [n] ξηροί καρποί 7.4 label [n] ετικέτα 7.5 recipe [n] συνταγή μαγειρικής 7.6 vegetarian [adj] χορτοφάγος 13

7.7 aubergine [n] μελιντζάνα 7.8 mushroom [n] μανιτάρι 7.9 dish [n] πιάτο (φαγητό) 7.10 spoil [v] καταστρέφω, χαλώ 7.11 ignore [v] αγνοώ 7.12 influence [n] επιρροή 7.13 chop [v] ψιλοκόβω 7.14 plankton [n] πλανκτόν 7.15 chain [n] αλυσίδα 7.16 slightly [adv] ελαφρά 7.17 float [v] επιπλέω 7.18 depend [v] εξαρτώμαι 7.19 curry [n] κάρι 7.20 spicy [adj] καφτερό (με πολλά μπαχαρικά) 7.21 degrees centigrade [ph]βαθμοί εκατονταβάθμιου θερμομέτρου 7.22 whereas [adv] ενώ, σε αντίθεση 7.23 fascinate [v] συναρπάζω 7.24 frog [n] βάτραχος 7.25 peel [v] ξεφλουδίζω 7.26 place [v] μέρος 7.27 positive [adj] θετικός 7.28 exporter [n] εξαγωγέας 7.29 unique [adj] μοναδικός 7.30 authentic [adj] αυθεντικός 7.31 suffer [v] υποφέρω 7.32 indigestion [n] δυσπεψία 7.33 snake [n] φίδι 7.34 constrictor [n] συσφιγκτήρας 7.35 wrap [v] τυλίγω 7.36 squeeze [v] πιέζω 7.37 viper [n] οχιά 7.38 fang [n] μακρύ, μυτερό δόντι φιδιού 7.39 inject [v] κάνω ένεση 7.40 poison [n] δηλητήριο 7.41 victim [n] θύμα 7.42 jaw [n] σαγόνι 7.43 wide [adv] φαρδιά 7.44 swallow [v] καταπίνω 7.45 unpredictable [adj] απρόβλεπτος 7.46 evolve [v] εξελίσσομαι 7.47 unavailable [adj] μη διαθέσιμος 7.48 judge [v] κρίνω 7.49 pork [n] χοιρινώ 14

7.50 majority [n] πλειοψηφία 7.51 roll [v] κυλάω 7.52 cell [n] κύτταρο 7.53 release [v] απελευθερώνω 7.54 absorb [v] απορροφώ 7.55 bright [adj] λαμπερός 7.56 copper [adj] χάλκινος 7.57 sample [n] δείγμα Unit 8 The Media 8.1 right [n] σωστό 8.2 celebrity [n] διασημότητα 8.3 journalist [n] δημοσιογράφος 8.4 editor [n] εκδότης 8.5 reorganisation [n] αναδιοργάνωση 8.6 station [v] σταθμός 8.7 fancy [v] μου αρέσει 8.8 correspondent [n] ανταποκριτής 8.9 publication [n] έκδοση 8.10 demolish [v] κατεδαφίζω 8.11 tolerate [v] ανέχομαι 8.12 accommodation [n] στέγη (μέρος να μείνω) 8.13 rudeness [n] αγένεια 8.14 ceremony [n] τελετή 8.15 solve [v] λύνω (μυστήριο) 8.16 panel [n] ομάδα ομιλητών 8.17 issue [n] θέμα 8.18 editorial [n] εκδοτικός επιμελητής 8.19 punctual [adj] ακριβής στην ώρα μου 8.20 battle [n] μάχη 8.21 unsinkable [adj] αβύθιστος 8.22 run a bath [phr] ετοιμάζω το μπάνιο 8.23 witness [n] μάρτυρας 8.24 overseas [adj] από άλλες χώρες 8.25 purchase [n] αγορά 8.26 cheque [n] επιταγή 8.27 indispensable [adj] απαραίτητος 8.28 remainder [n] υπόλειμα 8.29 subsequent [adj] επόμενος 8.30 debt [n] χρέος 8.31 reputation [n] υπόληψη 15

8.32 shoplifter [n] αυτός που κλέβει από τα μαγαζιά 8.33 consumer [n] καταναλωτής 8.34 coinage [n] ψιλά, κέρματα 8.35 bothering [adj] ενοχλητικός 8.36 disrupting [adj] που διασπά την προσοχή 8.37 cultivate [v] καλλιεργώ 8.38 inedible [adj] μη βρώσιμο 8.39 bitter [adj] πικρός 8.40 mature [adj] ώριμος 8.41 brine [n] άρμη 8.42 harvest [v] μαζεύω τη σοδειά 8.43 racquet [n] ρακέτα 8.44 save up [phr v] αποταμιεύω 8.45 plot [n] πλοκή 8.46 line [n] ρόλος 8.47 duty [n] καθήκον 8.49 breed [v] αναπαράγω ζώα 8.50 release [v] απελευθερώνω 8.51 fund [v] χρηματοδοτώ 8.52 captivity [n] αιχμαλωσία 8.53 keeper [n] φύλακας 8.54 vary [v] διαφέρω, έχω ποικιλία 8.55 doubt [n] αμφιβολία 8.56 existence [n] ύπαρξη Unit 9 The Weather 9.1 shower [n] μπόρα 9.2 thunderstorm [n] καταιγίδα 9.3 lake [n] λίμνη 9.4 repair [v] επισκευάζω 9.5 fence [n] φράκτης 9.6 constantly [adv] διαρκώς 9.7 fine [adj] καλός 9.8 lightening [n] αστραπή 9.9 stock room [n] αποθήκη 9.10 data [n] στοιχεία 9.11 meteorologist [n] μετεωρολόγος 9.12 record [v] καταγράφω 9.13 satellite [n] δορυφόρος 9.14 North Pole [n] Βόρειος Πόλος 9.15 forecaster [n] μετεωρολόγος που κάνει προβλέψεις για τον καιρό 16

9.16 analyse [v] αναλύω 9.17 pattern [n] σχέδιο που επαναλαμβάνεται 9.18 reject [v] απορρίπτω 9.19 damp [adj] υγρός 9.20 mood [n] διάθεση 9.21 depressed [adj] σε κατάθλιψη 9.22 rough [adj] άσχημος (καιρός) 9.23 cut off [phr v] αποκλείομαι (λόγω καιρού) 9.24 deep [adj] βαθύς 9.25 flood [v] πλημυρίζω 9.26 bolt of lightening [phr] αστραπή 9.27 strike [v] χτυπώ 9.28 daydream [v] ονειροπολώ 9.29 call off [phr v] αναβάλλω 9.30 crack of thunder [phr] κεραυνός 9.31 cancel [v] ακυρώνω Unit 10 The Environment 10.1 emptiness [n] κενό 10.2 specialise [v] ειδικεύομαι 10.3 persuasion [n] πειθώ 10.4 lively [adj] με ζωντάνια 10.5 various [adj] διάφορα 10.6 boredom [n] βαριεστημάρα 10.7 inhabitant [n] κάτοικος 10.8 reliant [adj] εξαρτώμενος 10.9 tighten [v] σφίγγω 10.11 wooden [adj] ξύλινος 10.12 secondary [adj] δευτερεύων 10.13 avoidance [n] αποφυγή 10.14 appreciate [v] εκτιμώ 10.15 argue [v] καυγαδίζω, επιχειρηματολογώ 10.16 associate [v] ενώνω συνειρμικά 10.17 converse [v] συνομιλώ 10.18 embarrass [v] φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 10.19 oblige [v] υποχρεώνω 10.20 qualify [v] έχω τα προσόντα 10.21 correspond [v] ανταποκρίνομαι 10.22 differ [v] διαφέρω 10.23 refer [v] αναφέρω 10.24 resident [n] κάτοικος 17

10.25 anxious [adj] αγχωμένος 10.26 secure [v] ασφαλής 10.27 willing [adj] πρόθυμος 10.28 unforeseen [adj] απρόβλεπτος 10.29 fossil fuels [n] ορυκτά καύσιμα 10.30 recycling point [n] εγκατάσταση ανακύκλωσης 10.31 conservationist [n] οικολόγος επιστήμονας 10.32 investment [n] επένδυση 10.33 waste [n] απόβλητα 10.34 bottle bank [n] ανακύκλωση μπουκαλιών 10.35 oil spill [n] πετρελαιοκηλίδα 10.36 dominate [v] κυριαρχώ 10.37 fumes [n] αναθυμίαση 10.38 draw attention [phr] τραβώ την προσοχή 10.39 reluctant [adj] απρόθυμος 10.40 attachment [n] προσκόληση 10.41 hanging [adj] κρεμαστός 10.42 layer [n] στρώμα 10.43 multi-storey [adj] πολυόροφος 10.44 terrace [n] ταράτσα, βεράντα 10.45 tiled [adj] στρωμένος με πλακάκια 10.46 magnificent [adj] θαυμάσιος 10.47 brass [n] μπρούντζος 10.48 decade [n] δεκαετία 10.49 era [n] εποχή 10.50 assemble [v] συγκεντρώνω 10.51 adorable [adj] αξιαγάπητος 10.52 drag [v] σέρνω 10.53 pump [v] αντλώ 10.54 shadow [n] σκιά (με καθορισμένο σχήμα) 10.55 shade [n] σκιά 10.56 gloom [n] μισοσκόταδο 10.57 glow [n] λάμπω 10.58 globe [n] σφαίρα 10.59 combine [v] συνδυάζω 10.60 mechanism [n] μηχανισμός 10.61 hammer [n] σφυρί 10.62 keyboard [n] πληκτρολόγιο 10.63 revolutionary [adj] επαναστατικός 10.64 pedal [n] πεντάλι 10.65 abandoned [adj] παρατημένος 10.66 switchboard [n] τηλεφωνικό κέντρο 10.67 exception [n] εξαίρεση 18

10.68 bring up [phr v] μεγαλώνω, αναθρέφω 10.69 correspond [v] αλληλογραφώ Unit 11 Technology 11.1 primitive [adj] πρωτόγονος 11.2 regardless [adv] άσχετα 11.3 invention [n] εφεύρεση 11.4 advance [n] πρόοδος 11.5 axe [n] τσεκούρι 11.6 effectively [adv] αποτελεσματικά 11.7 nevertheless [adv] παρ όλα αυτά 11.8 genetic engineering [phr] γενετική 11.9 telescope [n] τηλεσκόπιο 11.10 keep up [phr v] παραμένω ενήμερος 11.11 bother [v] ενοχλώ 11.12 laptop [n] φορητό κομπιούτερ 11.13 console [n] κονσόλα 11.14 graphics [n] γραφικά 11.15 break into a sweat [phr ]ιδρώνω 11.16 challenge [n] πρόκληση 11.17 artificial [adj] τεχνητός 11.18 capture [v] συλλαμβάνω 11.19 image [n] εικόνα 11.20 complicated [adj] περίπλοκος 11.21 reproduce [v] αναπαράγω 11.22 mass [adj] μαζικός 11.23 shiny [adj] γυαλιστερός 11.24 smooth [adj] απαλός 11.25 rival [n] ανταγωνιστής 11.26 opponent [n] αντίπαλος Unit 12 Health and Fitness 12.1 fitness [n] καλή φόρμα 12.2 treatment [n] θεραπεία 12.3 ill [adj] άρρωστος 12.4 pity [n] έλεος 12.5 nightmare [n] εφιάλτης 12.6 mess [n] χάλια 12.7 body-builder [n] μπόντι-μπίλντερ 12.8 overdo [v] παράκανω 19

12.9 injure [v] τραυματίζω 12.10 glad [adj] χαρούμενος 12.11 workout [n] γυμναστική 12.12 carry on [phr v] συνεχίζω 12.13 cut off [phr v] κόβω το τηλέφωνο 12.14 disabled [adj] ανάπηρος 12.15 sold out of [phr v] τέλειωσε το στοκ 12.16 put down [phr v] κάνω ευθανασία σε ζώο 12.17 come down with [phr v] αρρωσταίνω 12.18 sort out [phr v] λύνω ένα πρόβλημα 12.19 get over [phr v] αναρρώνω 12.20 schedule [v] πρόγραμμα 12.21 Community centre [n] πολιτιστικό κέντρο 12.22 disease [n] ασθένεια 12.23 elderly [adj] ηλικιωμένος 12.24 ambulance [n] ασθενοφόρο 12.25 laughter [n] γέλιο 12.26 clinic [n] κλινική 12.27 virus [n] ιός 12.28 miserable [adj] πολύ θλιμμένος 12.29 recovery [n] ανάρρωση 12.30 session [n] συνεδρία 12.31 stressed [adj] με πολύ άγχος 12.32 physiotherapy [n] φυσιοθεραπεία 12.33 physician [n] γιατρός 12.34 acupuncture [n] βελονισμός 12.35 hypnotise [v] υπνοτίζω 12.36 trip [v] ταξίδι 12.37 ankle [n] αστράγαλος 12.38 prescribe [v] συνταγογραφώ 12.39 flu [n] γρίπη 12.40 jab [n] ενβόλιο, ένεση 12.41 plaster [n] γύψος 12.42 saw [n] πριόνι 12.43 insert [v] τοποθετώ μέσα σε κάτι 12.44 needle [n] βελόνα 12.45 rotate [v] στριφογυρίζω 12.46 cure [v] γιατρεύω 12.47 relieve [v] ανακουφίζω 12.48 surgical [adj] χειρουργικός 12.49 anaesthetise [v] χορηγώ αναισθητικό 12.50 adequate [adj] επαρκής 12.51 research [n] επιστημονική έρευνα 20

12.52 publicity [n] δημοσιότητα 12.53 rush [v] πηγαίνω κάπου βιαστικά 12.54 transmit [v] μεταδίδω 12.55 wire [n] σύρμα 12.56 light bulb [n] λάμπα 12.57 simplify [v] απλοποιώ 12.58 transmission [n] μετάδοση 12.59 link [n] σύνδεση 12.60 distinguish [v] διακρίνω 12.61 procession [n] παρέλαση 12.62 assembly [n] συγκέντρωση 12.63 gathering [n] μάζωξη 12.64 observation [n] παρατήρηση 12.65 awareness [n] συνείδηση ενός πράγματος 12.66 hollow [adj] κούφιος 12.67 spine [n] σπονδυλική στήλη 12.68 peculiar [adj] περίεργος 12.69 mainland [n] ενδοχώρα 12.70 fin [n] πτερύγιο 12.71 decompose [v] αποσυντίθομαι 12.72 presume [v] υποθέτω 12.73 souvenir [n] σουβενίρ 12.74 court [v] φλερτάρω 12.75 abuse [v] χρησιμοποιώ με λάθος τρόπο 12.76 break a story [phr] ανακαλύπτω Unit 13 Transport 13.1 seat belt [n] ζώνη αυτοκινήτου 13.2 speed [adj] ταχύτητα 13.3 limit [n] όριο 13.4 convinced [adj] πεπεισμένος 13.5 instructor [n] εκπαιδευτής 13.6 skateboard [v] σκέιτμπορντ 13.7 hang-glide [v] κάνω ανεμοπτερισμό 13.8 high time [phr] είναι καιρός (να γίνει κάτι) 13.9 caravan [n] τροχόσπιτο 13.10 fit [v] προσαρμόζω, τοποθετώ 13.11 detergent [n] απορρυπαντικό 13.12 luggage [n] αποσκευές 13.13 submarine [n] υποβρύχιο 21

Unit 14 Fashion 14.1 fashion [n] μόδα 14.2 shrink [v] συρρικνώνω 14.3 gently [adv] απαλά 14.4 stretch [v] τεντώνω, τραβώ 14.5 fashion show [n] επίδειξη μόδας 14.6 exchange [v] ανταλάσσω 14.7 collection [n] (εδώ) κολλεξιόν 14.8 fire alarm [n] συναγερμός πυρκαγιάς 14.9 gear [n] σπορ ρούχα και εξοπλισμός 14.10 design [v] σχεδιάζω 14.11 kit [n] αθλητική στολή 14.12 ideal [adj] ιδανικός 14.13 booklet [n] βιβλιαράκι 14.14 agency [n] πρακτορείο 14.15 knitting [n] πλέξιμο 14.16 pattern [n] σχέδιο 14.17 send off for [phr v] ζητάω κάτι δι αλληλογραφίας 14.18 shoot [n] γύρισμα 14.19 quarry [n] λατομείο 14.20 mail-order [phr] (αγοράζω κάτι) δι αλληλογραφίας 14.21 pose [v] ποζάρω, στέκομαι 14.22 frame [v] κορνιζώνω 14.23 fancy dress [adj] στολή μεταμφιεσμένων 14.24 ironing [n] σιδέρωμα 14.25 wardrobe [n] γκαρνταρόμπα 14.26 grow into [phr v] μεγαλώνω μέχρι να μου κάνει ένα ρούχο 14.27 costume [n] στολή (μεταμφίεσης) 14.28 trendy [adj] μοδάτος 14.29 nonsense [n] ανοησία 14.30 trim [v] κόβω τις άκρες των μαλλιών 14.31 high-heeled [adj] ψηλοτάκουνος 14.32 try on [phr v] δοκιμάζω 14.33 dye [v] βάφω 14.34 necklace [n] κολιέ 14.35 charity [adj] φιλανθρωπία 14.36 spill [v] χύνω κατά λάθος 14.37 ink [n] μελάνι 14.38 second-hand [adj] μεταχειρισμένος 14.39 denim [adj] τζην 14.40 lamb [n] αρνί 14.41 calf [n] μοσχάρι 22

14.42 protein [n] πρωτεϊνη 14.43 calcium [n] ασβέστιο 14.44 acid [n] οξύ 14.45 reindeer [n] τάρανδος 14.46 bacteria [n] βακτήρια 14.47 ripen [v] ωριμάζω 14.48 mould [n] μούχλα 14.49 distribution [n] διανομή 14.50 peer [n] ισάξιοι, ίσοι 14.51 substance [n] ουσία 14.52 noteworthy [adj] αξιοσημείωτος 14.53 significant [adj] σημαντικός 14.54 derive [v] προέρχομαι 14.55 intrepid [adj] ατρόμητος 14.56 explorer [n] εξερευνητής 14.57 tangled [adj] μπερδεμένος 14.58 ground level [phr] επίπεδο εδάφους 14.59 dense [adj] πυκνός 14.60 region [n] περιοχή 14.61 temperate [adj] εύκρατος 14.62 desert [n] έρημος 14.63 categorise [v] κατηγοριοποιώ 14.64 hectare [n] εκτάριο 14.65 mandarin [adj] μανδαρίνος 14.66 salary [n] μισθός 14.67 birthplace [n] ιδιαίτερη πατρίδα 14.68 commercial [n] εμπορικός 14.69 promotion [n] προώθηση 14.70 market share [n] μερίδιο της αγοράς Unit 15 Crime 15.1 prison [n] φυλακή 15.2 proposal [n] πρόταση 15.3 fraud [n] απάτη 15.4 blurred [adj] θολός 15.5 apprehend [v] συλλαμβάνω 15.6 claustrophobic [adj] κλειστοφοβικός 15.7 launch [v] ξεκινώ, αρχίζω 15.8 campaign [n] καμπάνια 15.9 prison sentence [phr] ποινή φυλάκισης 15.10 behaviour [n] συμπεριφορά 23

15.11 convict [n] κατάδικος 15.12 prison break [phr] δραπέτευση 15.13 police forces [phr] αστυνομικές δυνάμεις 15.14 defend [v] υπερασπίζω 15.15 furnish [v] επιπλώνω 15.16 permit [v] επιτρέπω 15.17 evident [adj] προφανής 15.18 benefit [n] πλεονέκτημα 15.19 terror [n] τρόμος 15.20 social [adj] κοινωνικός 15.21 In short [phr] εν συντομία 15.22 punish [v] τιμωρώ 15.23 wrongdoer [n] αυτός που έχει διαπράξει αδίκημα 15.24 error of your ways [phr]το σφάλμα των πράξεων σου 15.25 law-abiding [adj] αυτός που σέβεται το νόμο 15.26 citizen [n] πολίτης 15.27 conditions [n] συνθήκες 15.28 tricks of the trade [phr] κόλπα της δουλειάς 15.29 re-offend [v] εγκληματώ ξανά 15.30 commit a crime [phr] διαπράττω έγκλημα 15.31 productive [adj] παραγωγικός 15.32 matter [n] θέμα 15.33 expel [v] αποβάλλω από το σχολείο 15.34 community service [phr] κοινωνικό έργο (αντί για ποινή) 15.35 fine [n] πρόστιμο 15.36 terrorist [n] τρομοκράτης 15.37 justice [n] δικαιοσύνη 15.38 bury [v] θάβω 15.39 burglar [n] διαρήκτης 15.40 kidnapper [n] απαγωγέας 15.41 captive [n] αιχμάλωτος 15.42 getaway car [phr] αυτοκίνητο διαφυγής 15.43 investigation [n] έρευνα της αστυνομίας 15.44 prosecution [n] προσαγωγή 15.45 culprit [n] αυτός που διαπράττει αδίκημα 15.46 eye-witness [n] μάρτυρας σε έγκλημα 15.47 track down [phr v] ψάχνω και βρίσκω (κάποιον) 15.48 approach [v] προσεγγίζω 15.49 line-up [n] στην ίδια γραμμή 15.50 pick out [phr v] διαλέγω, ξεχωρίζω 15.51 potential [adj] πιθανός, δυνατόν να γίνει 24

Unit 16 Shopping 16.1 payment [n] πληρωμή 16.2 bill [n] λογαριασμός 16.3 quality [n] ποιότητα 16.4 antibiotic [n] αντιβιοτικό 16.5 cheer [v] ζητωκραυγάζω 16.6 court [n] γήπεδο 16.7 put together [phr v] συνθέτω 16.8 come forward [phr v] προσέρχομαι 16.9 paramedic [n] τραυματιοφορέας 16.10 load [v] φορτώνω 16.11 stretcher [n] φορείο 16.12 performance [n] παράσταση 16.13 newsagent s [n] πρακτορείο τύπου 16.14 wages [n] ημερομίσθια 16.15 lawyer [n] δικηγόρος 16.16 purse [n] τσάντα γυναικεία 16.17 hand in [phr v] παραδίδω 16.18 razor [n] ξυράφι 16.19 crisps [n] πατατάκια 16.20 security tag [n] ετικέτες ασφαλείας 16.21 appalling [adj] φρικτός 16.22 outrageous [adj] άνω ποταμών 16.23 on-line [adv] μέσω κομπιούτερ 16.24 court case [phr] δικαστική υπόθεση 16.25 shopaholic [n] εθισμένος στα ψώνια 16.26 bargain [n] ευκαιρεία 16.27 suit [v] ταιρίαζει 16.28 valid [adj] ισχύων 16.29 discount [n] έκπτωση 16.30 frantic [adj] πανικόβλητος 16.31 chess [n] σκάκι 16.32 element [n] στοιχείο 16.33 legend [n] θρύλλος 16.34 document [v] έγγραφο 16.35 literature [n] λογοτεχνία 16.36 checkmate [n] ρουά ματ 16.37 trustworthy [adj] άξιος εμπιστοσύνης 16.38 notoriety [n] διασημότητα για κακό λόγο 16.39 oversee [v] επιβλέπω 16.40 owe [v] χρωστώ 16.41 faith [n] πίστη 25