L Ladder strategy O όρος αναφέρεται στην στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου ομολόγων, κατά την οποία το χαρτοφυλάκιο δημιουργείται με τρόπο ώστε να περιέχει επενδεδυμένα καφάλαια περίπου ίσης αξίας για κάθε ημερομηνία λήξης των ομολόγων, μέσα σε μία δεδομένη χρονική περίοδο. Lamfalussy standards Ένα πλαίσιο κανόνων που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με έξη ελάχιστες αρχές που πρέπει να διέπουν το σχεδιασμό και τη λειτουργία των διασυνοριακών και πολυνομισματικών συστημάτων καθαρού διακανονισμού αξιών (netting systems - NS). Oι έξη κανόνες είναι : Τα NS πρέπει να έχουν μία σαφή νομική βάση Οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν μία ακριβή εικόνα του χρηματοδοτικού κινδύνου που επάγεται το συγκεκριμένο σύστημα Πρέπει να διαθέτουν σαφώς καθορισμένη διαδικασία διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας Οφείλουν τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την ολοκλήρωση των καθημερινών διακανονισμών, στην περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων συμμετόχου με τη μεγαλύτερη χρεωστική θέση Θα έχουν αντικειμενικά και δημοσιευμένα κριτήρια συμμετοχής νέων μελών, ώστε η είσοδος να είναι ανοιχτή σε όλους που πληρούν τα όρια χωρίς διακρίσεις. Θα εξασφαλίζουν τη λειτουργική αξιοπιστία των τεχνικών συστημάτων και τη διαθεσιμότητα υποστήριξης, προκειμένου να επιτυγχάνεται η ομαλή ολοκλήρωση της καθημερινής διαδικασίας. Large Exposure Directive - LRD Oδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εκδόθηκε στις 1 Ιανουαρίου 1994 και αφορά τον καθορισμό ορίων στην έκθεση κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες κατά τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο ανεξάρτητων εταιριών ή σε γκρούπ επιχειρηματικών ομίλων. Lead manager O επικεφαλής μιάς έκδοσης ενός κοινοπρακτικού ή ενός νέου ομολογιακού δανείου.είναι συνήθως τράπεζα ή ειδικός χρηματοπιστωτικός φορέας και αναλαμβάνει να οργανώσει μία ομάδα χρηματοοικονομικών οργανισμών οι οποίοι αναλαμβάνουν τον κίνδυνο μιάς έκδοσης. LEAPS (Βλέπε Long-term Equity Anticipation Securities) Legal bonds Μακροπρόθεσμες ομολογίες, για τις οποίες καθορίζεται από το θεσμικό πλαίσιο μιας αγοράς να τοποθετηθούν στα χαρτοφυλάκια τραπεζών, ταμιευτηρίων, ασφαλιστικών εταιρίων ή και καθορισμένων θεσμικών επενδυτών. Συνώνυμο με το (Bank eligible bonds) Legal continuity of contracts Ο όρος αφορά την νομική συνέχεια των συμβάσεων, θέμα που προκύπτει από τη μετάβαση στο Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμισμα, το Ευρώ, από 1/1/99 ημερομηνία στην οποία θα καταργηθεί επίσημα το ECU. Για τις χρηματοοικονομικές συμβάσεις που λήγουν μετά την 1/1/99 η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργάζεται θεσμικό πλαίσιο διαδικασίας υποκατάστασης και ισοτιμίας μετατροπής του ECU σε Ευρώ, μετατροπής των επιτοκίων από το ένα νόμισμα στο άλλο και πρόβλεψη για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη μή κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν δεσμεύονται από το καθεστώς της. Legal delivery
Η επίσημη μεταφορά χρεογράφων, η οποία είναι πραγματοποιήσιμη όταν ολοκληρώνεται η διαδικασία της καταχώρησης (registration) στον εξουσιοδοτημένο γι αυτό φορέα και ολοκληρώνεται η παράδοση των πιστοποιητικών από τον εκκαθαριστή όταν πρόκειται για χρεόγραφα σε φυσική μορφή. Legal list Ένας κατάλογος χρεογράφων στα οποία επιτρέπεται σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, να επενδύουν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, τα ταμεία συντάξεων, οι ασφαλιστικές εταιρείες και άλλα ειδικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Legal rate of interest Το ανώτατο επιτεπόμενο όριο καθορισμού επιτοκίου από τις αρχές ή από κανονιστικές ρυθμίσεις. LED - (Βλέπε Large Exposure Directive) Lettered Stock Εκδοση νέων μετοχών οι οποίες πωλούνται υπό το άρτιο σε μεγάλους επενδυτές πριν αρχίσει η διάθεσή τους στο ευρύ κοινό. Οι αγοραστές των μετοχών αυτών αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην πουλήσουν τους τίτλους τους για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα. Letter of attorney Το πληρεξούσιο έγγραφο, μέσω του οποίου εξουσιοδοτείται ένα πρόσωπο να εκπροσωπεί ή να προβαίνει σε συναλλαγές για λογαριασμό άλλου προσώπου. Είναι συμβολαιογραφικό έγγραφο. Letter of credit Πιστωτική επιστολή. Τραπεζικό έγγραφο που αποστέλλεται από μία τράπεζα σε άλλη, με το οποίο την εξουσιοδοτεί να καταβάλει ένα συγκεκριμένο ποσό στο πιστωτή, κάτω από ορισμένους όρους. Letter of guarantee Εγγυητική επιστολή. Τραπεζικό έγγραφο που εκδίδεται από μία τράπεζα με το οποίο εγγυάται η πληρωμή ενός συγκεκριμένου ποσού προς τρίτους, για λογαριασμό του κομιστή της, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Leverage factor Συντελεστής μόχλευσης. Η σχέση των δανειακών υποχρεώσεων προς τα επενδυτικά κεφάλαια ή των δανειακών υποχρεώσεων προς τα ίδια κεφάλαια. Leveraged lease Ο εκμισθωτής πληρώνει μόνο μικρό μέρος του κόστους του εκμισθωμένου εξοπλισμού και δανείζεται τα υπόλοιπα χρήματα από άλλον χρηματοδότη. Leveraged portfolio Χαρτοφυλάκιο υψηλής μόχλευσης. Ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο περιλαμβάνει υψηλού κινδύνου τοποθετήσεις στο ενεργητικό του, οι οποίες έχουν αγοραστεί σε μεγάλο βαθμό με δανεικά κεφάλαια. LIBOR (Βλέπε London Interbank Offered Rate) Liability Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ενός χρηματοπιστωτικού φορέα.to παθητικό του ισολογισμού. Αφορά κυρίως τις καταθέσεις,τα ομόλογα που έχει εκδόσει ο φορέας, το μετοχικό κεφάλαιο κλπ. Lien Εμπράγματο δικαίωμα. Η απαίτηση ενός χρεώστη σε περιουσιακά στοιχεία που είχαν δοθεί σε ασφάλεια ενός δανείου. Life
Η χρονική περίοδος μεταξύ της έκδοσης ενός χρεογράφου και της ημερομηνίας λήξης του. Life to call Η χρονική περίοδος που απομένει μέχρι την πρώτη ημερομηνία άσκησης ενός χρηματοοικονομικού δικαιώματος αγοράς (call option). Life to contract Η περίοδος μεταξύ της έναρξης του εμπορίου ενός χρηματοοικονομικού προθεσμιακού συμβολαίου (future) στο χρηματιστήριο και της ημερομηνίας εκπνοής του, συνήθως κατά τον μήνα μέσα στον οποίο πρέπει να διακανονισθεί. Life to put Η χρονική περίοδος που απομένει μέχρι την πρώτη ημερομηνία άσκησης ενός χρηματοοικονομικού δικαιώματος πώλησης (put option). LIFFE (Βλέπε London International Financial Futures Exchange) LIFO (Last In First Out) Μέθοδος αποτίμησης στοιχείων ενεργητικού/παθητικού όπου στο λογιζόμενο κόστος υπολογίζεται πρώτα η τιμή κτήσης του νεώτερου στοιχείου ή σε περίπτωση πώλησης ενός στοιχείου του ενεργητικού πχ δάνειο,χρεόγραφο αφαιρούνται τα λογιζόμενα κόστη αρχίζοντας από το τελευταίο στη σειρά απόκτησής τους. Lifting a leg Το κλείσιμο του ενός σκέλους μιας διπλής κερδοσκοπικής συναλλαγής του τύπου πώλησης χρεογράφων τα οποία ο πωλητής δεν έχει ακόμα στην κατοχή του ή αγοράς χρεογράφων σε ποσότητα μεγαλύτερη από τις υποχρεόσεις που έχει αναλάβει χρηματιστής, πριν από το κλείσιμο του δευτέρου σκέλους. Limit move Η μεγαλύτερη διακύμανση στην τιμή μιας προθεσμιακής σύμβασης που μπορεί να επιτευχθεί, σε μια εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του χρηματιστηρίου. Limit order Εντολή που δίδεται σε χρηματιστή και η εκτέλεση της οποίας υπόκειται σε περιορισμούς. Π.χ. ο πελάτης ορίζει μια τιμή και η εντολή εκτελείται μόνο αν επιτευχθεί αυτή η τιμή ή καλύτερη. Limit up (down) Το ανώτατο (κατώτατο) επιτρεπόμενο όριο ανόδου ή πτώσης της τιμής ενός χρεογράφου, κατά τη διάρκεια μιάς συνεδρίασης ενός χρηματιστηρίου. Line of credit Πιστωτικό όριο. Μια συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (τράπεζα ή ασφαλιστική εταιρεία) αναλαμβάνει την υποχρέωση δανεισμού μιας επιχείρησης με ένα συγκεκριμένο μέγιστο ποσό κεφαλαίων για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.το ποσό της εγκεκριμένης πίστωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον πελάτη κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου. Liquidation 1. Κάθε συναλλαγή που εκκαθαρίζει ή ισοσκελίζει μια ανοιχτή (short) ή θετική (long) θέση σε ένα χρηματοοικονομικό μέσο (νόμισμα, χρεόγραφο κλπ). 2. Η ρευστοποίηση των επενδυτικών θέσεων. Σχετιζόμενοι όροι : Buy in, Evening up, offset. Liquidating value
Αξία εκκαθάρισης. Το ποσό που θα μπορούσε να εισπραχτεί αν ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια ομάδα τέτοιων στοιχείων (π.χ. το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης) πουλιόταν ξεχωριστά από την επιχειρηματική οργάνωση που τα χρησιμοποιεί. Liquidity Ρευστότητα. Η ταμιακή κατάσταση μιας επιχείρησης και η ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Μετρητά ή χρεόγραφα που είναι τόσο εύκολα ρευστοποιήσημα, ώστε να μπορούν να μετατραπούν, οποτεδήποτε, σε μετρητά με ελάχιστο κίνδυνο ζημίας. Liquidity diversification Διαφοροποίηση ή διασπορά της ρευστότητας σαν επενδυτική τακτική. Ο όρος αναφέρεται στις επενδύσεις σε χαρτοφυλάκιο με προϊόντα διαφορετικής ημερομηνίας λήξης, με σκοπό τη μείωση του σχετικού 0κινδύνου στον οποίο εκτίθεται ο επενδυτής. Liquidity ratio Το ποσοστό που δείχνει τη σχέση μεταξύ των ρευστών διαθεσίμων μιας τράπεζας σε σχέση με το παθητικό της. Liquidity risk Kίνδυνος ρευστότητας. 1. Ο κίνδυνος μιάς χρηματοπιστωτικής επιχείρησης να βρεθεί χωρίς χρηματοοικονομική ρευστότητα, για να καλύψει τις τρέχουσες ή μελλοντικές υποχρεώσεις της. 2. Ο κίνδυνος ενός επενδυτή σε χρεόγραφα ( πχ ομόλογα) από την πιθανή αδυναμία του εκδότη να τα εξοφλήση στην λήξη τους, εξ αιτίας έλλειψης χρηματοοικονομικής ρευστότητας Liquid market Αγορά στην οποία οι αγοραπωλησίες γίνονται με ευχέρεια επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός ενδιαφερόμενων αγοραστών και πωλητών, που είναι διατεθειμένοι να κάνουν μεγάλες συναλλαγές με μικρές διαφορές τιμών. Listed securities Εισηγμένα χρεόγραφα. Χρεόγραφα που είναι διαπραγματεύσιμα σε ένα οργανωμένο χρηματιστήριο. Listing H αποδοχή της έκδοσης ενός χρεογράφου από ένα οργανωμένο χρηματιστήριο αξιών, προκειμένου να είναι διαπραγματεύσιμο σ αυτό σύμφωνα με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί. Locals O όρος χρησιμοποιείται στην αργκό των χρηματιστηρίων και αναφέρεται στους εμπόρους (traders) χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι οποίοι παίζουν στο χρηματιστήριο για δικό τους λογαριασμό σαν κερδοσκόποι. Lock box plan Σύστημα ταχυδρομικών θυρίδων. Μία διαδικασία που χρησιμοποιείται για επίσπευση των εισπράξεων. Lombard rate 1. To επιτόκιο με το οποίο δανείζει η κετρική τράπεζα της Γερμανίας, η Bundesbank, τις εμπορικές τράπεζες στην διατραπεζική αγορά. Το επιτόκιο αυτό είναι βαρόμετρο για τις διεθνείς χρηματαγορές. 2. To επιτόκιο με το οποίο δανείζει μια Κεντρική Τράπεζα, με ενέχυρο χρεόγραφα. Lombard type facility Ο όρος αναφέρεται στη διαδικασία αναχρηματοδότησηςτων πιστωτικών ιδρυμάτων από την Κεντρική Τράπεζα έναντι ενεχύρου τίτλων, η οποία συνήθως αφορά βραχυπρόθεσμη δανειοδότηση έναντι ειδικού επιτοκίου, με σκοπό την
ταμειακή διευκόλυνση των εμπορικών τραπεζών. Ο όρος LOMBARD προέρχεται από την ομώνυμη οδό του Λονδίνου, στην οποία βρίσκονται οι έδρες πολλών και μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Longer-term refinancing operations Ο όρος αναφέρεται στις διαδικασίες μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Είναι καθορισμένο να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος των πράξεων ανοιχτής αγοράς, μέσω του συστήματος. Χρησιμεύουν για τον επηρεασμό των επιτοκίων και όχι για τη μετάδοση νομισματικών μηνυμάτων. Έχουν τις εξής ιδιότητες : Εκτελούνται κανονικά μία φορά το μήνα Έχουν λήξη τριών μηνών Εκτελούνται με αποκεντρωμένο τρόπο από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες μέσω τυποποιημένων δημοπρασιών. London Interbank Offered Rate - LIBOR Το μέσο επιτόκιο δανεισμού που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου. Οι όροι LIBID (London Interbank Bid Rate) και LIMEAN (London Interbank Mean Rate) αναφέρονται στο μέσο επιτόκιο ζήτησης και στο μέσο σταθμικό όρο του LIBOR & LIBID αντίστοιχα. To Libor είναι το πιο σημαντικό επιτόκιο στην διεθνή αγορά. Είναι βαρόμετρο γι όλες τις χρηματοοικονομικές αγορές του κόσμου, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς σε ομολογιακά δάνεια και σε ρήτρες χρηματοοικονομικών συμβολαίων. London International Financial Futures Exchange - LIFFE To διεθνές χρηματιστήριο προθεσμιακών συμβολαίων ( futures) του Λονδίνου. Ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια παραγώγων συμβολαίων στον κόσμο και το σημαντικότερο στην Ευρωπαϊκή αγορά. Long 1. Η κατοχή οικονομικών μέσων (χρεόγραφα κ.λ.π.), είτε για επενδυτικούς σκοπούς, είτε σε αναμονή αύξησης των τιμών, είτε λόγω προσωρινής αδυναμίας πώλησής των. Το ίδιο με LONG POSITION. 2. Η κατοχή ή αγορά χρεογράφων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει χρηματιστής. Long bonds Ομολογίες με μεγάλη διάρκεια ζωής. Long coupon 1. Ομολογίες ή γραμμάτια με μεγάλη διάρκεια ζωής. 2. Ομολογία της οποίας η μία περίοδος λήξης (συνήθως η πρώτη) είναι μεγαλύτερη από τις άλλες. Long-term Equity Anticipation Securities - LEAPS Μακροπρόθεσμα τυποποιημένα συμβόλαια χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων σε μετοχές ή χρηματιστηριακούς δείκτες (stock options / indexed stock options), τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήρια παραγώγων. Το χαρακτηριστικό των δικαιωμάτων τύπου LEAPS, είναι ότι έχουν ημερομηνία λήξης πάνω από τρία χρόνια και όπως όλα τα αντίστοιχα συμβόλαια δικαιωμάτων (options) είναι διαθέσιμα σε δύο τύπους, τα δικαιώματα αγοράς (calls) και τα δικαιώματα πώλησης (puts). Long hedging Επιχειρηματική τακτική αντιστάθμισης του κινδύνου, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των επενδύσεων ενός χαρτοφυλακίου από ενδεχόμενη ανατίμηση συναλλάγματος, επιτοκίων ή τιμών χρεογράφων. Σύμφωνα με την τακτική αυτή ο διαχειριστής αγοράζει προθεσμιακά συμβόλαια (futures), συνάπτει αντίστοιχες προθεσμιακές τραπεζικές συμβάσεις (forward agreements) ή αγοράζει χρηματοοικονομικά δικαιώματα (options), με σκοπό να καλυφθεί από τον κίνδυνο μελλοντικής ανόδου των τιμών σε χρηματοοικονομικά εργαλεία, τα οποία έχει στην κατοχή του, σύμφωνα με τις προβλέψεις που κάνει. Για παράδειγμα η προθεσμιακή αγορά χρεογράφων, έχοντας την προσδοκία ότι η τιμή τους θα ανέβει.
Long position Η κατοχή τίτλων ή χρηματοοικονομικών εργαλείων. Η θέση που βρίσκεται ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όταν έχει στην κατοχή του συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά μέσα πχ χρεόγραφα, νομίσματα κλπ. Long term credit Ο όρος αναφέρεται στον μακροπρόθεσμο δανεισμό. Η μακροπρόθεσμη πίστωση. Lookback option Τύπος συμβολαίου χρηματοοικονομικού δικαιώματος (option), σύμφωνα με το οποίο η τιμή εξάσκησης (exercise price), είναι η μεγαλύτερη τιμή του υποκειμένου χρηματοοικονομικού μέσου κατά τη διάρκεια του option προκειμένου για αγορά (call) ή η μικρότερη προκειμένου για πώληση (put). Loro Ο όρος είναι συνώνυμος με το vostro και χαρακτηρίζει τους λογαριασμούς που τηρεί μια τράπεζα, ως ανταποκριτής άλλων τραπεζών στο εξωτερικό.