Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΡΑΠΤΗΣ ΘΑΝΟΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Ευστρατίου Νίκος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

2 Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant Ράπτης Θάνος Επιβλέπων Καθηγητής: Ευστρατίου Νίκος Η έγκριση της παρούσας Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα (Ν. 5343/1932, άρθρο 22, παρ. 2). 1

3 πίνακας περιεχομένων Ευχαριστίες....σελ. 6 εισαγωγή.. σελ. 7 κεφάλαιο α Α.1 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ LEVANT ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ Α Η ιστορική πορεία των ερευνών στο χώρο του Levant σελ. 12 Α Θεωρητικές προσεγγίσεις και μεθοδολογία χρονολόγησης σελ. 15 Α.2 ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΕΥΡΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥΣ Α Πρώιμοι, Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι σελ. 18 Α Το γεωγραφικό εύρος των εγκαταστάσεων σελ. 19 Α.3 ΟΙ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ Α Οι περιβαλλοντικές συνθήκες της Τελικής Επιπαλαιολιθικής Περιόδου και το κλιματικό επεισόδιο της Νεότερης Δρυάδας (Younger Dryas).. σελ. 21 Α Οι διατροφικές πηγές της περιοχής του Levant σελ. 27 Α α. Άγρια χλωρίδα. Η εντατικοποίηση της συλλογής άγριων δημητριακών και η παράλληλη συνέχιση προηγούμενων διατροφικών τακτικών σελ. 27 Α β. Άγρια πανίδα. Το κυνήγι.συνεχίζεται.σελ. 31 Α Ο μεταβαλλόμενος υλικός πολιτισμός. Τεχνολογία και αρχιτεκτονικά μοντέλα.σελ. 33 2

4 Α α. Η λιθοτεχνία κι η αρχιτεκτονική δομή Πρώιμων και Μέσων Νατούφιων.σελ. 38 Α β. Η λιθοτεχνία κι η αρχιτεκτονική δομή των Ύστερων Νατούφιων.σελ. 39 Α γ. Οι ενδείξεις των διακοινοτικών ανταλλαγών, οι εκφράσεις συμβολισμού και η παρουσία των ειδωλίων.σελ. 40 κεφάλαιο β Β.1 ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΤΑΦΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΟ LEVANT Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου ( χρόνια πριν από σήμερα).... σελ Σπήλαιο Kebarah σελ Σπήλαιο Erq el-ahmar σελ Ain el-saratan (Azraq 18).σελ Wadi Hammeh 27...σελ. 50 Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης της Μέσης και Ύστερης Νατούφιας περιόδου ( / χρόνια πριν από σήμερα)....σελ Nahal Oren (Wadi Fallah).σελ Hayonim Terrace σελ Σπήλαιο Shukbah σελ Σπήλαιο Raqefet... σελ Σπήλαιο Hilazon Tachtit σελ Hatula.σελ Salibiya I σελ. 72 Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης με διάρκεια στο χρόνο (Πρώιμης ως Ύστερης Νατούφιας περιόδου, ως χρόνια πριν από σήμερα)....σελ Σπήλαιο Hayonim..σελ Mugharet el-wad..σελ Ain Mallaha (Eynan).σελ. 82 Β.2 ΝΑΤΟΥΦΙΕΣ ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Β Κατασκευαστικά στοιχεία και τρόποι ενταφιασμού.σελ. 89 Β Η τοποθέτηση των νεκρών. σελ. 90 Β Πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές. Ατομικές και συλλογικές ταφές..σελ. 91 3

5 Β Ο διάκοσμος των ενταφιασμών και τα συνοδευτικά ταφικά αντικείμενα.σελ. 92 Β Αποκοπές κρανίων, ενδείξεις συστηματικής καύσης και βίαιων θανάτων σελ. 92 Β Οι αναλύσεις των εργαστηριακών μετρήσεων του ανθρωπολογικού υλικού.σελ. 93 Β Η μεταχείριση των νεκρών. Διαφοροποιήσεις ανά φύλο και ηλικία και οι σχέσεις συγγένειας.σελ. 95 κεφάλαιο γ Γ.1 ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΩΝ. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ Γ Η έννοια του θανάτου μέσα από το αρχαιολογικό υλικό. Οι εξελίξεις στη μεθοδολογία και την ερμηνεία των ταφικών καταλοίπων....σελ. 98 Γ Ο φόβος του θανάτου στο έργο του S. Freud και οι αρχετυπικές αναπαραστάσεις στο έργο του C. Jung σελ. 103 Γ Η θεωρία της έκρηξης των συμβόλων του J. Cauvin....σελ. 108 κεφάλαιο δ Δ.1 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΦΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΟΜΑΔΩΝ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Δ Τα νεκροταφεία. Προγονική λατρεία ή πιθανοί λατρευτικοί χώροι;..σελ. 117 Δ Ο συμβολισμός. Εκφραστικό μέσο ή ένδειξη διαχωρισμού;.σελ. 119 Δ α. Οι πρωτογενείς ταφές. Τελετή μετάβασης ή σύνδεση με τον οίκο ;...σελ. 122 Δ β. Οι δευτερογενείς ταφές. Συλλογική μνήμη ή δεύτερος θάνατος;.σελ. 123 Δ γ. Η μέθοδος της καύσης και των αποκοπών. Τυπικό τελετουργίας ή διαφορά; σελ. 126 βιβλιογραφία.....σελ

6 παράρτημα....σελ. 151 Πίνακες Νατούφιων ταφικών θέσεων.....σελ. 152 Λίστα χαρτών και εικόνων....σελ

7 Ευχαριστίες Στον καθηγητή προϊστορίας του Α.Π.Θ. και υπεύθυνό μου κ. Ευστρατίου. Πρώτα απ όλα για την κατανόηση. Στους υπόλοιπους καθηγητές του μεταπτυχιακού προγράμματος κ. κ. Ανδρέου, Βαλαμώτη, Κωτσάκη, Παπανθίμου, Τριανταφύλλου. Σε καθηγητές των σπουδών κλασικής, βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Για τη φυσική τους παρουσία, τους ορίζοντες που μου ανοίξανε και την ενθάρρυνση. Στην κλειστή μεταπτυχιακή ομάδα (Ελένη, Ευγενία-Τζένη, Μαρία, Νίκη) και τα παιδιά στο πατάρι της βιβλιοθήκης του τομέα σ ένα δύσκολο απ όλες τις απόψεις χειμώνα (Αιμιλία, Γιάννη, Έλλη, Καλλιόπη, Μαρκέλλα κι άλλους που σίγουρα ξεχνάω Νικολέττα). Για τη βοήθεια, την προθυμία και την εκτόνωση στο γέλιο. Στους φίλους μου και στον ανεψιό μου Παύλο. Χωρίς αυτούς θα ήμουν κάποιος άλλος. Στους ξένους που ζουν στην πατρίδα μου. Σ όσους αισθάνονται ξένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα. 6

8 εισαγωγή What I m saying, in effect, is that archaeologists still do not know what causes complex societies, what brings them into being L. Binford 1983 Ο γεωγραφικός χώρος της Εύφορης Ημισελήνου και ιδιαίτερα το τμήμα της που απαρτίζουν τα εδάφη του Levant, με συνεχές και εντεινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες το επιστημονικό ενδιαφέρον, αποτελεί, διόλου αναίτια, το κέντρο της παγκόσμιας αρχαιολογικής προσήλωσης στο χώρο της προϊστορίας. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής, στις ημέρες μας, συνιστά την κύρια περιοχή αναζήτησης των αρχαιολογικών δεδομένων που οδηγούν στη μετάβαση από την τροφοσυλλογή της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, με τη συνεχή κινητικότητα των πληθυσμιακών ομάδων, στην καλλιέργεια της γης, την εξημέρωση των ζώων και τη σταθερότητα της εγκατάστασης, σηματοδοτώντας, έτσι, το καταλυτικό πέρασμα στη Νεολιθική εποχή. Η σπουδαιότητα του Levant, παρά τα όποια αρχαιολογικά κενά και τις διαφορετικές ερμηνείες, έγκειται στη διαδικασία εμφάνισης ημιμόνιμων ανοικτών θέσεων της Τελικής Επιπαλαιολιθικής περιόδου σε σχέση με εγκαταστάσεις άλλων περιοχών. Γεωργικές εγκαταστάσεις έχουν εντοπιστεί στα εδάφη της νοτιοανατολικής Ανατολίας, στο Ζάγρο και το Levant, κυρίως, μέσω της ερευνητικής δραστηριότητας ξένων αρχαιολογικών αποστολών. Έτσι, οι Αμερικανοί εστίασαν το αρχαιολογικό τους ενδιαφέρον στο Ζάγρο ενώ οι Βρετανοί και Γερμανοί στο Levant και την Ανατολία αντίστοιχα. Μετά το 1950 με τις συστηματικές ανασκαφικές προσπάθειες της K. M. Kenyon στην Ιεριχώ, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών σε πλήθος θέσεων της ευρύτερης περιοχής του Levant, με τη συμβολή σύγχρονων ερευνητικών μεθόδων και την εμπλοκή διεπιστημονικών ομάδων, ο χώρος της Μέσης Ανατολής καθίσταται και παραμένει ο τόπος αναζήτησης των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν την εικόνα της επαναστατικής, κατά τον G. Childe, μετάβασης του ανθρώπινου είδους από την τροφοσυλλογή και το κυνήγι στην καλλιέργεια δημητριακών και άγριων καρπών καθώς και την εξημέρωση των ζώων. Το αποφασιστικό αυτό βήμα πολυεπίπεδων ανατροπών της ανθρώπινης ζωής και των κοινωνικών σχέσεων, της ιδεολογίας, των πρακτικών και της εγκατάστασης, με τα ως τώρα τεκμηριωμένα αρχαιολογικά δεδομένα, φαίνεται να έλαβε χώρα σε πολιτισμικές ομάδες οι οποίες κατοικούν την περιοχή που σήμερα απαρτίζουν τα εδάφη της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ και της Τουρκίας. Μέχρι πρόσφατα οι επιστημονικές προσεγγίσεις ερμηνείας των σύνθετων κοινωνιών που προσδιορίζονταν ως Νεολιθικές απέκλειαν τη μελέτη των ομάδων της Τελικής Επιπαλαιολιθικής περιόδου με μόνο τους Νατούφιους να εμφανίζονται ως φορείς των πρώτων σταδίων του κοινωνικού μετασχηματισμού. Με βάση τα νέα 7

9 ερευνητικά δεδομένα και στα πλαίσια της αναζήτησης των ποιοτικών κριτηρίων που οδηγούν στην εμφάνιση της γεωργίας η επιστημονική κοινότητα τείνει να θεωρεί πλέον τους Νατούφιους ως τις τελευταίες ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μιας μακρόχρονης και σύνθετης εξέλιξης η οποία περιλαμβάνει και παλαιότερες χρονικά πολιτισμικές ενότητες που εμφανίζονται στην περιοχή. Έτσι, το σύνολο των ενδείξεων του υλικού πολιτισμού που προέρχεται από αρχαιολογικές θέσεις της Μέσης Ανατολής σήμερα στοιχειοθετεί μια εικόνα πολυεπίπεδων μεταβολών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι ενδείξεις μονιμότητας στην κατοίκιση και οι μεταβολές στην αρχιτεκτονική δομή των κτισμάτων, ο πειραματισμός με την καλλιέργεια ειδών και η εμφάνιση νέου τύπου εργαλείων, η διακίνηση πρώτων υλών και αντικειμένων με την παρουσία οψιανού, οστρέων και άλλων αντικειμένων από ακτές της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας τα οποία υποδηλώνουν αλληλεπίδρασεις στην περιοχή καθώς και οι ταφικές πρακτικές - ενταφιασμοί κάτω από δάπεδα, ύπαρξη οριοθετημένων νεκρικών χώρων με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σχέση με ζητήματα διαχείρισης του παρελθόντος - φαίνεται να διαφοροποιούν τις τελευταίες κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές ομάδες (Kebaran, Natufians). Ό,τι περικλείει ο όρος Νεολιθικοποίηση, από τη 12 η ως τα τέλη της 10 η χιλιετίας Π. Χ., φαίνεται να έλαβε χώρα στο Levant ως δυναμική διαδικασία μακράς διάρκειας και με πολλαπλά κέντρα διάδοσης. Έτσι, σήμερα η πλειονότητα των ερευνητών συμφωνεί ως προς τη σπουδαιότητα και τον καθοριστικό ρόλο της παρουσίας αυτών των κυνηγητικών-τροφοσυλλεκτικών πληθυσμών της Τελικής Επιπαλαιολιθικής περιόδου. Τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η απαρχή της εποχής αυτής κυριαρχείται από την παρουσία και δραστηριοποίηση κυρίως των Νατούφιων ομάδων, των τελευταίων δηλαδή κυνηγών της περιοχής, στους οποίους καταγράφεται μια αυξανόμενη κοινωνική συνθετότητα και περιπλοκότητα στις συμβολικές εκφράσεις και μια σταδιακή αλλαγή στις παραγωγικές πρακτικές. Τα χρονολογικά πλαίσια της Νατούφιας περιόδου, μέσα στα οποία θα κινηθούμε στην εργασία μας, εκτείνονται από τη 12 η ως το τέλος της 10 ης χιλιετίας Π. Χ. ( χρόνια περίπου πριν από σήμερα). Αυτά οριοθετούνται με βάση τις παλαιότερες σχετικές χρονολογήσεις που προκύπτουν από τη μελέτη των λιθοτεχνιών της περιοχής αλλά και τις νεότερες απόλυτες τιμές των εργαστηρίων. Αναμφίβολα, σημαντική συν τω χρόνω υπήρξε η συμβολή των σύγχρονων ερευνητικών μεθόδων με την αξιοπιστία των μετρήσεων και των αποτελεσμάτων της ραδιοχρονολόγησης. Τα χαρακτηριστικά της Πρώιμης Νατούφιας φάσης εγκατάστασης είναι αρχικά το ψυχρό κλίμα και οι αρνητικές περιβαλλοντικές συνθήκες οι οποίες σταδιακά και με την πάροδο των ετών βελτιώνονται (κλιματικό επεισόδιο Bolling/Allerod, χρόνια περίπου πριν από σήμερα) δημιουργώντας ένα πλαίσιο περιβαλλοντικής σταθερότητας με ζώνες πλούσιας βλάστησης. Κατά τη διάρκεια της 12 ης χιλιετίας Π. Χ. οι ομάδες αυτές φαίνεται να διαβιούν σε ημιμόνιμες εγκαταστάσεις περιοχών με υγροτόπους και δάση, στα γεωγραφικά όρια εδαφών γύρω από τα παράλια της Μεσογείου, σε ευνοημένα περιβάλλοντα, όσον αφορά την πανίδα και τη χλωρίδα, με αποτέλεσμα η τροφοσυλλογή και το κυνήγι να αποτελούν τις βασικές στρατηγικές επιβίωσης τους. 8

10 Αντίθετα, οι ομάδες της Μέσης και Ύστερης Νατούφιας περιόδου της 11 ης και 10 ης χιλιετίας Π. Χ. καλούνται να διαχειριστούν αρνητικές κλιματικές συνθήκες, ως αποτέλεσμα του φαινομένου της Νεότερης Δρυάδας (Yunger Dryas, χρόνια περίπου πριν από σήμερα), με τις χαμηλές θερμοκρασίες και τις περιβαλλοντικές μεταβολές που αυτές επιφέρουν. Οι επιπτώσεις του φαινομένου αυτού δεν αφήνουν τους τοπικούς πληθυσμούς ανεπηρρέαστους. Έτσι, το κλίμα μετατρέπεται ψυχρό, με πτώση της θερμοκρασίας, περιορισμό των ζωνών βλάστησης και πτώση της στάθμης της θάλασσας, οδηγώντας τους Νατούφιους σε μεγαλύτερη κινητικότητα και αλλαγή των πρακτικών κατοίκισης, οικονομίας και κοινωνικής οργάνωσης. Είναι, πλέον, αποδεκτό από όλους ότι το κλιματικό φαινόμενο της Νεότερης Δρυάδας αποτέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, τη βασική αιτία για τις σημαντικές αλλαγές που αρχίζουν να χαρακτηρίζουν το νέο τρόπο ζωής των τελευταίων κυνηγητικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με τις πρώτες αλλαγές σε ζητήματα συμπεριφοράς και πρακτικών που θα ολοκληρωθούν με την αρχή του Ολόκαινου. Έτσι, η προσπάθεια των Νατούφιων ομάδων να διαχειριστούν τις επιπτώσεις του κλιματικού επεισοδίου της Νεότερης Δρυάδας (Yunger Dryas) πιστεύεται ότι υπήρξε η αφετηρία για την εμφάνιση των πρώτων γεωργικών πρακτικών (καλλιέργεια) οι οποίες στη συνέχεια θα οδηγήσουν στο φαινόμενο της εξημέρωσης (γεωργία). Ιδιαίτερα σημαντικές φαίνεται ότι είναι οι αλλαγές στις επιλογές εγκατάστασης των ομάδων αυτών (τελευταίες κυνηγητικές τροφοσυλλεκτικές ομάδες) οι οποίες αρχίζουν σταδιακά να εγκαθίστανται περισσότερο μόνιμα σε συγκεκριμένα σημεία στο χώρο και να κατασκευάζουν αντίστοιχα κτίσματα περισσότερο σταθερά. Η σχέση ανάμεσα στην αυξανόμενη αυτή μονιμότητα των εγκαταστάσεων και τις πρακτικές κυνηγιού αλλά και καλλιέργειας δημιουργεί ένα ενδιαφέρον πλαίσιο αρχαιολογικής αναζήτησης και έρευνας καθώς καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και σε άλλες πτυχές της καθημερινότητας και της ιδεολογικής συγκρότησης των ομάδων αυτών. Τις τελευταίες δεκαετίες η συζήτηση για τα χαρακτηριστικά της έναρξης της γεωργίας, όπως λόγου χάρη η αναζήτηση των κριτηρίων που οδήγησαν στην καλλιέργεια των δημητριακών και την υιοθεσία νέων πρακτικών, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τις παλαιότερες παραδοσιακές προσεγγίσεις. Έτσι, η θεωρία των οάσεων του G. Childe, των πυρηνικών ζωνών του R. Braidwood και της έκρηξης των συμβόλων του J. Cauvin, αν και αποδυναμωμένες ως ερμηνευτικές προσεγγίσεις, εξακολουθούν να συνιστούν, μαζί με τη μελέτη του περιβάλλοντος, ένα ευρύ πλαίσιο ερμηνευτικών αναφορών. Στόχος φαίνεται να παραμένει η αναζήτηση των αιτίων τα οποία οδήγησαν τις τελευταίες κυνηγητικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες στην αλλαγή συγκεκριμένων πρακτικών, παραγωγικών και ιδεολογικών, αλλά και η αποσαφήνιση όρων και εννοιών όπως, λόγου χάρη, η μονιμότητα και η ιδεολογία. Αναπόφευκτα, στα πλαίσια αυτά, η μελέτη των ταφικών πρακτικών των Νατούφιων ομάδων, δηλαδή των τελευταίων κυνηγητικών-τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, αποτελεί σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξελισσόμενη οπτική, τόσο στο πεδίο της ζωής όσο και στην ιδεολογική αντιμετώπιση του θανάτου, με τα έντονα στοιχεία συμβολισμού που έχουν, παίζει σημαντικό ρόλο στην ερμηνευτική για την αρχή της γεωργίας στη 9

11 Μέση Ανατολή. Οι μεταβολές των Νατούφιων ομάδων στην οργάνωση ιδιαίτερων χώρων με πιθανές λατρευτικές χρήσεις αλλά πρωτίστως οι αλλαγές στις ταφικές πρακτικές με φαινόμενα που απαντώνται για πρώτη φορά συνιστούν ένα χώρο έρευνας ιδιαίτερου προβληματισμού. Δευτερογενείς ταφές κοντά σε εγκαταστάσεις καθημερινής χρήσης και χωροθετημένα νεκροταφεία, αποκοπές κρανίων, διακοσμημένα σκελετικά κατάλοιπα καθώς και ενδείξεις προσφορών (ειδώλια με συμβολικά στοιχεία) παραπέμπουν πιθανότατα σε σημαντικές αλλαγές σε μια σειρά από νοητικές λειτουργίες των ανθρώπων. Έτσι, σπάνια ταφικά ευρήματα κοσμημάτων και υλικών μέσω δικτύων ανταλλαγών σε μεγάλες αποστάσεις, λίθινα εργαλεία και άλλα αντικείμενα, πιθανόν να αντικατοπτρίζουν κοινωνικές διαφοροποιήσεις ή τη χρήση τους σε ειδικές περιστάσεις. Πολλοί ερευνητές συνδέουν ερμηνευτικά, λόγου χάρη, την ύπαρξη ατομικών ταφών κατά την Πρώιμη φάση εγκατάστασής τους στο χώρο του Levant και δευτερογενών στη διάρκεια της Μέσης και της Ύστερης με την εμφάνιση μιας ατομικότητας και κοινωνικής ταυτότητας ή ακόμη οικειοποίησης του παρελθόντος μεταξύ των πληθυσμών της περιοχής. Πιστεύοντας ότι όλα τα προαναφερθέντα συνιστούν ένα ενδιαφέρον ερευνητικό πλαίσιο αναφοράς η παρούσα εργασία στόχο έχει να συγκεντρώσει όλα τα μέχρι πρόσφατα δημοσιευμένα ταφικά δεδομένα της περιοχής του Levant με στόχο να διερευνήσει τα πλαίσια μέσα στα οποία φαίνεται να καταγράφεται σταδιακά η ζωή και ο θάνατος των Νατούφιων ομάδων και οι προϋποθέσεις αλλαγών στο επίπεδο της νόησης και του συμβολισμού. Η οργάνωση της εργασίας αφορά ένα πρώτο κεφάλαιο όπου παρουσιάζονται η ιστορική εξέλιξη των ερευνών στο χώρο του Levant, τα χρονολογικά και γεωγραφικά πλαίσια των Νατούφιων ομάδων, οι κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και η επίδρασής τους στο οικονομικό, ιδεολογικό και το κοινωνικό επίπεδο. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα παρουσιαστούν αναλυτικά οι αρχαιολογικές θέσεις με κριτήριο την ύπαρξη ταφικών καταλοίπων (κατασκευαστικά δεδομένα, άλλα κατάλοιπα) και οι ομοιότητες και διαφορές των Νατούφιων ταφικών πρακτικών στο χρόνο. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί για τις ταφικές πρακτικές των προϊστορικών κοινωνιών. Προσεγγίσεις που οδηγούν σε πιθανές κοινωνικές διαφοροποιήσεις των μελών των ομάδων αυτών με διαφορετικά συμβολικά εκφραστικά μέσα και σχετίζονται με την οπτική της αντιμετώπισης της ζωής και του θανάτου. Τέλος, στα συμπεράσματα θα γίνει μια προσπάθεια τα ταφικά αρχαιολογικά κατάλοιπα της Νατούφιας περιόδου να ενταχθούν στην ευρύτερη συζήτηση της μετάβασης στο Νεολιθικό τρόπο ζωής και τις παραμέτρους που τον ορίζουν. Δηλαδή μια συζήτηση η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και προσπαθεί να διαφωτίσει τα ζητήματα οργάνωσης του χώρου, της ιδεολογικής έκφρασης (λατρεία, συμβολισμός) και της εξέλιξης όλων αυτών στο διάστημα των τελευταίων χιλιετιών 10

12 του Πλειστόκαινου (κυνηγητικός και τροφοσυλλεκτικός τρόπος ζωής) και των αρχών του Ολόκαινου (μόνιμες εγκαταστάσεις). Επιπλέον, θα γίνει προσπάθεια να διερευνηθεί εάν η μεταχείριση των νεκρών τους, οι μεταβαλλόμενες ταφικές πρακτικές και η παρουσία οργανωμένων νεκρικών χώρων στάθηκαν ικανά στοιχεία να συνεισφέρουν στην αιτιολόγηση της μετατροπής του ιδεολογικού πλαισίου αντιμετώπισης του θανάτου που θα οδηγήσει στις επόμενες πολιτισμικές ενότητες της Νεολιθικής περιόδου (PPNA και PPNB) στη Μέση Ανατολή. 11

13 κεφάλαιο α Α.1 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ LEVANT ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ Α Η ιστορική πορεία των ερευνών στο χώρο του Levant Η ιστορία των αρχαιολογικών ερευνών της Εύφορης Ημισελήνου (βλ. χάρτης 1, σελ. 155) είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική παρουσία, την εμπλοκή στρατιωτικών τμημάτων και την άμεση επιρροή εξωτερικών δυνάμεων στα εδάφη της. Αρχής γενομένης από τον 18 ο αιώνα η ανάμειξη ομάδων Καθολικών και Προτεσταντών ιεραποστόλων στις περιοχές της Παλαιστίνης, που θεωρούνταν τόπος θεϊκής υπόσχεσης, εγκαινιάζει τη μακρόχρονη και σταθερή παρουσία, πρωτίστως, ευρωπαϊκών δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, τον ίδιο αιώνα, οι Βρετανικές δυνάμεις εντείνουν το πολιτικό τους ενδιαφέρον στην περιοχή έχοντας ως στόχο την ελεύθερη πρόσβαση των εμπορευμάτων τους στην Ανατολή ενώ την ίδια περίοδο επιχειρείται, από τους ίδιους, η πρώτη επιτόπια ερευνητική καταγραφή των αρχαιολογικών θέσεων, κυρίως, με βάση τις βιβλικές περιγραφές ενός συγγράμματος των Αμερικανών Dr. E. Robinson και E. Smith (Silberman 1995: 12). Τον 19 ο αιώνα οι ιστορικές συγκυρίες ενισχύουν τις ήδη αυξημένες επεκτατικές προθέσεις εμπλοκής των δυτικών δυνάμεων στα εδάφη της ασταθούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς αποκτούν μορφή πολύπλοκης παρουσίας διαμέσου πολυπληθών και ετερόκλιτων ομάδων - διπλωματών, ιεραποστόλων, εμπόρων, εξερευνητών, στρατιωτικών και τυχοδιωκτών αλλά και ερευνητικών αρχαιολογικών αποστολών. Έτσι, η επιρροή τους στο χώρο παγιώνεται επιπρόσθετα ενώ τα τέλη του αιώνα βρίσκουν τα πολύπαθα Παλαιστινιακά εδάφη να συνωστίζονται από πλήθος μόνιμων αρχαιολογικών ομάδων όλων των εμπλεκόμενων εξωτερικών δυνάμεων ως τμήμα της εξωτερικής πολιτικής και της επιβολής τους στην περιοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της μορφής πολιτικής παρουσίας των ξένων δυνάμεων στην περιοχή, δηλαδή μέσω της αποστολής αρχαιολογικών ομάδων, ήταν τα εδάφη του Levant να κατατμιστούν σε σφαίρες επιρροής κι οι Βρετανοί να επιχειρούν ανεμπόδιστα ερευνητικά προγράμματα στο Σινά, οι Αμερικανοί στην Ιορδανία, οι Γάλλοι στην Ιερουσαλήμ και οι Γερμανοί στη Γαλιλαία αντίστοιχα (Silberman 1995: 13). Αρχές του 20 ου αιώνα, με το τέλος του 1 ου Παγκοσμίου Πολέμου και την κυριαρχία των Βρετανών, αναδιατάσσονται οι συσχετισμοί στην περιοχή. Ωστόσο, η αποικιοκρατική κυβέρνηση, μεταξύ των άλλων, συμβάλλει στη διάσωση αρχαιοτήτων και στην αυτονόμηση του τμήματος των Παλαιστινιακών Αρχαιοτήτων. Έτσι, στα χρόνια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους δυο παγκοσμίους πολέμους εγκαθιδρύεται η λεγόμενη χρυσή ανασκαφική περίοδος στο Levant με αλλαγές 12

14 στη μεθοδολογική προσέγγιση των ερευνών και τη χρήση της στρωματογραφικής ανάλυσης που εφαρμόζουν αποστολές τόσο της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ιερουσαλήμ όσο και των Αμερικανικών Προϊστορικών Ερευνών στο όρος Carmel αντίστοιχα (Garrod : 123). Παράλληλα, οι μεγάλου μεγέθους έρευνες που πραγματοποιεί η Βρετανή αρχαιολόγος D. Garrod, μεταξύ των ετών , σε πλήθος σπηλαίων του όρους Carmel αποκαλύπτουν ταφικά κατάλοιπα και χρηστικά ευρήματα πολιτισμικών ενοτήτων της περιοχής ενώ οι επίσημες δημοσιεύσεις του συγκεντρωμένου υλικού καθιστούν, για πρώτη φορά, την προϊστορία της Μέσης Ανατολής επιστημονικά τεκμηριωμένη. Επιπλέον, μέσω των συγκριτικών αναλύσεων και των ομοιοτήτων στους τύπους της συγκεντρωμένης εργαλειοθήκης που προερχόταν από τα ανεσκαμμένα σπήλαια των Ιουδαϊκών λόφων - ανάμεσα στις σημερινές δοκιμαζόμενες πόλεις Jaffa και Ramallah - η ίδια προσδίδει σε τοπικές προϊστορικές ομάδες του τέλους της Επιπαλαιολιθικής περιόδου την ονομασία Νατούφιοι πληθυσμοί. Πιο συγκεκριμένα, η ονοματολογία τους αποδίδεται με βάση τα εντοπισμένα ευρήματα μικρολίθων στο βράχο Shukbah που βρίσκεται στην περιοχή Wadi el-natuf των σημερινών εδαφών της Παλαιστινιακής Αρχής. Κατά αυτό τον τρόπο, λοιπόν, οι τελευταίες κυνηγητικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες, που εμφανίζονται στην περιοχή του Levant και χρονολογούνται λίγο πριν το πέρασμα από την εποχή του Πλειστόκαινου στο Ολόκαινο και τη Νεολιθική Εποχή, αποκτούν χαρακτήρα ως διακριτή και συνεκτική πολιτισμική ενότητα και καταγράφονται ως κοινή και συμπαγής πληθυσμιακή συνέχεια των Γεωμετρικών Kebaran ενώ, στις μέρες μας, έχουν επισημανθεί ενδείξεις γεωγραφικών τοπικών διαφορών σε όμοιες πληθυσμιακές ομάδες (Harifian) που εντοπίζονται στα υψώματα του Negev και του Σινά. Κι είναι πια καθολική η ομοφωνία του συνόλου της επιστημονικής κοινότητας ως προς την τοποθέτηση της D. Garrod για την ενότητα και τη διάκριση των χαρακτηριστικών των Νατούφιων ομάδων (Macdonald 2013: 18-19, Croucher 2012: 65-66, Balter 2010: , Goring-Morris at al. 2009: , Scarre 2005: 208, Akkerman and Schwartz 2003: 25, Munro 2001: 59, Silberman 1995: 16, Bar-Yosef and Valla 1991: 1, Belfer-Cohen at al. 1991: 411, Sellars 1988: 83, Byrd 1989: 161, Ronen 1982: 15, Bar-Yosef 1980: 103) οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στα μεσογειακά εδάφη της λεγόμενης πυρηνικής ζώνης εγκατάστασής τους, δηλαδή σε περιοχές του όρους Carmel της Γαλιλαίας, των Ιουδαϊκών λόφων και της Ιορδανίας. Αναμφίβολα, οι αψιμαχίες της Αραβικής Επανάστασης, που ξέσπασε μεταξύ των ετών , καθώς και η συμμετοχή των κρατών της Ιορδανίας και του Ισραήλ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 2 ου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ως φυσική συνέπεια την άμεση διακοπή των αρχαιολογικών ερευνών και της τεκμηρίωση της παρουσίας των Επιπαλαιολιθικών ομάδων στην περιοχή του Levant. Το τέλος, ωστόσο, του πολέμου βρίσκει το ενδυναμωμένο κράτος του Ισραήλ να αναλαμβάνει, για πρώτη φορά, το 1948 επίσημη ανασκαφή στα εδάφη του με τη συμμετοχή στρατιωτών και πολιτών ως ένδειξη ανασύστασης του έθνους (Silberman 1995: 19). Βέβαια, ο διαχωρισμός αυτός των ερευνών επιτρέπει ακόμη σε αποστολές Βρετανών και Αμερικανών να συνεχίσουν ανασκαφικά προγράμματα στην Ιορδανία ως το Έκτοτε όμως, η κατοχή των εδαφών της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ στάθηκε αφορμή για την ευρύτερη αύξηση της σφαίρας επιρροής του στην περιοχή κι ο έλεγχος της Ιορδανίας είχε σαν αποτέλεσμα την 13

15 ελαχιστοποίηση της πρόσβασης ξένων αποστολών στα εδάφη της Μέσης Ανατολής (Silberman 1995: 19). Μολαταύτα, την περίοδο αποκαλύπτονται - κυρίως γύρω από τη μεσογειακή ζώνη - Νατούφιες θέσεις που σήμερα θεωρούνται βασικές με ενδείξεις και χαρακτηριστικά μιας πιο σταθερής εγκατάστασης των ομάδων στον χώρο και στοιχεία μονιμότητας καθώς περιέχουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, μεγάλο αριθμό από εργαλεία χρήσης και ανθρώπινες ταφές. Παράλληλα, εντοπίζονται και θέσεις μικρότερες σε εύρος, με ενδείξεις εποχικών σταθμών ή επαναληπτικής επίσκεψής τους στη διάρκεια του χρόνου, καθώς διαθέτουν ελαφρύτερες ως καθόλου κατασκευές, μικρότερο όγκο αντικειμένων του υλικού πολιτισμού ενώ απουσιάζουν πλήρως τα ταφικά κατάλοιπα. Έτσι, τη συγκεκριμένη ανασκαφική περίοδο συνεχίζονται έρευνες σε ήδη γνωστές θέσεις κι έρχεται στο φως ένας μεγάλος αριθμός Νατούφιων οικισμών του μεσογειακού Levant (Ισραήλ, Παλαιστίνη, Συρία, Ιορδανία) όπως οι αρχαιολογικές θέσεις Mallaha, Hayonim Cave και Terrace, Shukbah, Abu Hureyra, Mureybet, El-Wad, Kebarah, Wadi Hasa, Azraq 18 (Ain el- Saratan), Wadi Judayid και Beidha ενώ στην περιοχή του Negev εντοπίζονται οι θέσεις Rosh Zin και Rosh Horesha (Scarre 2005: 208, Akkerman and Schwartz 2003: 9-13, Munro 2001: 59-62, Bar-Yosef and Valla 1991: 4). Διακρατικά ανασκαφικά προγράμματα στην περιοχή του Levant διεξάγονται και μετά το πέρας του πολέμου των 6 Ημερών, τον Ιούνη του 1967 (ΑραβοΙσραηλινός Πόλεμος), εφόσον το 1970 η συνεργασία των πανεπιστημιακών τμημάτων Αρχαιολογίας του ενισχυμένου κράτους του Ισραήλ και της Ιορδανίας είχε σαν αποτέλεσμα την από κοινού επέκταση των ερευνητικών τους στόχων. Ωστόσο, ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου που ξεσπά το 1975 και η μετέπειτα πολυετής Συριακή κατοχή του, η παράλληλη Ισραηλινή επέμβαση στα εδάφη του και στα ως σήμερα σπαρασσόμενα κι αποκλεισμένα με τείχη ντροπής εδάφη της Παλαιστινιακής Αρχής, αποδεικνύουν ότι η καταγραφή κι η έρευνα των καταλοίπων και των θέσεων της περιοχής, με τη σύμπραξη ξένων ερευνητών και τοπικών σχολών, επιχειρείται σε δύσκολες συνθήκες. Κατά αυτό τον τρόπο, η ακραία απαγόρευση της μετακίνησης αρχαιολογικού υλικού από τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη με το πρόσχημα της προστασίας των μνημείων, η διακρατική συμφωνία με την Αίγυπτο το 1993 με την υπογραφή του σχεδίου επιστροφής αρχαιολογικών ευρημάτων όπως και τα εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση ξένων ερευνητικών ομάδων στην περιοχή υποδεικνύουν τις προθέσεις του κράτους του Ισραήλ (Garrard and Yazbeck 2013: 17, Silberman 1995: 19). Στις ημέρες μας, είναι φανερό ότι η αρχαιολογική έρευνα σε προϊστορικές θέσεις της Μέσης Ανατολής τείνει να περιορίζεται στις ελάχιστες, πλέον, περιοχές δίχως μόνιμες πολιτικές και κοινωνικές εστίες συγκρούσεων, κατοχή εδαφών και εμφυλίους πολέμους που διεξάγονται στα εδάφη πολλών κρατών (Συρία, Ιράκ, Ιράν, Παλαιστίνη). Μολαταύτα, στο επίπεδο της αρχαιολογικής έρευνας, ανοικτός παραμένει ο θεωρητικός διάλογος και πολυπληθείς διεπιστημονικές αρχαιολογικές αποστολές εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Levant (Ιορδανία, Ισραήλ) επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σε ζητήματα που άπτονται της προϊστορίας όπως είναι η αναζήτηση του ρόλου των τελευταίων κυνηγών- 14

16 τροφοσυλλεκτών της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, ο βαθμός καθορισμού των εξελίξεων δια μέσου του κλιματικού φαινομένου της Νεότερης Δρυάδας, οι ενδείξεις της μεταβατικής Νατούφιας περιόδου με τον πειραματισμό στην κατανάλωση δημητριακών, τις μεταβολές στο σύνολο του υλικού πολιτισμού και στη μεταχείριση των νεκρών τους, η σταδιακή διάδοση του Νεολιθικού τρόπου ζωής με τη γεωργική ανάπτυξη και την κτηνοτροφία κ.α. Α Θεωρητικές προσεγγίσεις και μεθοδολογία χρονολόγησης Αν και καθολική είναι η επίδραση της Νέας Αρχαιολογίας (Διαδικαστική) και της Μεταδιαδικαστικής θεωρητικής προσέγγισης, στα πλαίσια των αρχαιολογικών ερευνών, σε παγκόσμια κλίμακα χαρακτηριστικά περιορισμένη στο χρόνο αποδεικνύεται η επιρροή των ιδεολογικών ρευμάτων στα ερευνητικά προγράμματα των ανασκαφών στον χώρο του Levant. Όπως όλα δείχνουν πρωταρχικός παράγοντας της επίμονης παραδοσιακής ιστορικής και πολιτισμικής προσέγγισης - που περιορίζονταν στην τυπολογία του υλικού και τις ενδείξεις φυλετικής συνοχής - και της απομάκρυνσης από τις σύγχρονες θεωρητικές μεθόδους - οι οποίες εστιάζουν στην ερμηνεία των καταλοίπων και τις ενδείξεις των ατομικών και των κοινωνικών μεταβολών - φαίνεται να καθίσταται η διαχρονική μη αποδοχή τους από την πλειονότητα των ερευνητών που επιχειρούν στη Μέση Ανατολή. Δηλαδή, ενώ η παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα δείχνει να εξελίσσει τις αρχές της στο ιδεολογικό της πλαίσιο, πάγια τακτική των μελών του ερευνητικού πεδίου του Levant για χρόνια αποδεικνύεται να είναι η πιστή θεολογική οπτική και η ακολουθία των Βιβλικών πηγών που αναφέρονται στον Ιορδάνη ποταμό, τη Γαλιλαία και το Σινά. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια των αρχών του προηγούμενου αιώνα καθοριστικό κίνητρο των δυτικών αποστολών στην περιοχή αποτέλεσε και ο λεγόμενος οριενταλισμός της δυτικής φιλοσοφικής εικόνας περί των αρχαίων πολιτισμών που διαχρονικά αναπτύχθηκαν για τα εδάφη του ενώ υπήρξαν ακόμη και στιγμές έντασης αντιτιθέμενων Χριστιανών και Μουσουλμάνων ερευνητών με εμφανείς ακραίες τάσεις εθνικιστικής εκμετάλλευσης των ανεσκαμμένων θέσεων (Levy and Holl 1995: 5, Silberman 1995: 18). Μέσα σ αυτά τα πλαίσια, αποδεικνύεται ότι, για καιρό στο αρχαιολογικό πεδίο, σημαντική υπήρξε μόνο η επίδραση της παραδοσιακής επιστημονικής μεθοδολογίας σύμφωνα με την οποία αξιόπιστο εργαλείο χρονολόγησης και προσδιορισμού των προϊστορικών ενοτήτων αποτελούν τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού και η στρωματογραφική τους ακολουθία. Γίνεται, δηλαδή, κατανοητό ότι η απουσία επαφής των δυτικών αποστολών με τις εξελίξεις του αρχαιολογικού θεωρητικού υποβάθρου είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της ερευνητικής μεθοδολογίας στα πλαίσια της τεχνικής προσέγγισης και των εκάστοτε επιβαλλόμενων πολιτικών. Επιπλέον, οι αρχικές ανασκαφικές έρευνες της K. Kenyon στις θέσεις της Ιεριχούς (Jericho), Shechem και Gerez, ακολουθούν πιστά τις βιβλικές καταγραφές και ανακεφαλαιώνονται στη στρωματογραφική διαδοχή, την καταγραφή των τύπων της λιθοτεχνίας και τις δημοσιεύσεις του υλικού. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών ο βαθμός επίδρασης, κυρίως, της Νέας Αρχαιολογίας και της Διαδικαστικής σχολής οδήγησε τους ερευνητές στην υιοθεσία των συνεργασιών διεπιστημονικού επιπέδου και στην 15

17 περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η κοινή αυτή συμμετοχή στα ερευνητικά προγράμματα αρχαιολόγων, γεωλόγων, εθνογράφων, ζωολόγων, βοτανολόγων, ανθρωπολόγων, επιγραφολόγων κτλ. είχε ως συνέπεια την παροχή δεδομένων με εύρος αρχαιολογικής, ιστορικής, περιβαλλοντικής και ανθρωπολογικής τεκμηρίωσης. Έτσι, το 1960 οι ανασκαφείς θέσεων της Ιορδανίας και του Ισραήλ εκμεταλλεύονται, για πρώτη φορά, την απόλυτη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης καταγράφοντας και δημοσιεύοντας τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού με ακρίβεια και με την παράλληλη στήριξη των γεωλογικών, χημικών, βοτανικών και ζωικών αναλύσεων (Goring-Morris at al. 2009: 185, Akkerman and Schwartz 2003: 13, Levy and Holl 1995: 5, Silberman 1995: 19). Δίχως αμφιβολία, από το 1970 και μετέπειτα οι ερευνητές θέσεων του Levant, ακολουθώντας τις εξελίξεις της θεωρητικής συζήτησης, τείνουν να απομακρύνονται σταθερά από την παράδοση της πολιτισμικής προσέγγισης καθώς η Νέα Αρχαιολογία έθεσε τις βάσεις της αναζήτησης νέων ερωτημάτων, της προσπάθειας προσδιορισμού της κοινωνικής προσαρμογής στις εκάστοτε περιβαλλοντικές συνθήκες και της παράλληλης εξέλιξης των πληθυσμιακών ενοτήτων που αντανακλούν σε όλες τις μορφές του υλικού πολιτισμού τους τις κοινωνικές τους σχέσεις (Henry 1995: 2-5). Έτσι, οι υποθέσεις που διατυπώνονται εντάσσονται πλέον, μέσω της παρατήρησης των συνολικών δεδομένων, μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτισμικών συστημάτων που αφορούν την ολική οργάνωση της ζωής, τον προσδιορισμό των κοινών χαρακτηριστικών που εντοπίζονται στα υλικά κατάλοιπα και στις ατομικές σχέσεις που αυτά υπονοούν σύμφωνα με τις αρχές της Διαδικαστικής προσέγγισης όπως αυτές διατυπώθηκαν αρχικά από τον L. Binford (Croucher 2012: 70-74, Binford 1968: 2, Delage 2004: 1). Μέσα στο χρόνο, ερευνητές που ασπάζονται τις θεωρητικές προσεγγίσεις της Μεταδιαδικαστικής θεωρίας υποστηρίζουν την ανάγκη αντιμετώπισης των υλικών καταλοίπων και του ανθρωπογενούς υλικού ως στοιχεία που υποδηλώνουν την κοινωνική πραγματικότητα και τη διαπραγμάτευση της δύναμης και των ατομικών σχέσεων που διαμορφώνουν τις συλλογικές ταυτότητες και τη μνήμη (Kuijt 2000: 3-5). Ακόμη, στην εξέλιξη του θεωρητικού πλαισίου των ερευνών στο Levant φαίνεται να επιδρούν προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες η αρχαιολογία της περιοχής πρέπει να εξεταστεί ως αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικά ιδιόμορφης γεωγραφίας του παρελθόντος καθώς η περιοχή του νοτίου Levant (κυρίως της Παλαιστίνης) αποτελεί διαχρονικό θέατρο κοινωνικών αλλαγών και τόπο που συνδέει διαφορετικής μορφολογίας εδάφη, από την Αφρική ως τις αχανείς εκτάσεις της Ασίας. Έτσι, η ανοικτή στις υποθέσεις έρευνα, τα συμπόσια που διοργανώνονται προσπαθώντας να προσδιορίσουν έννοιες και όρους όπως μονιμότητα της εγκατάστασης, διαχείριση των άγριων ειδών, εξημέρωση και γεωργία και ο ορισμός των δυναμικών στοιχείων αλλαγής των μορφών του υλικού πολιτισμού κάθε πληθυσμιακής ενότητας, υποχρεώνει σταδιακά στο χρόνο τους ανασκαφείς της Μέσης Ανατολής να καταγράφουν και να μελετούν τόσο τα κατάλοιπα των καινοτομιών της τεχνολογίας και των αρχιτεκτονικών κατασκευών όσο και της καθημερινής ζωής και της διαχείρισης των νεκρών εφόσον, πλέον, θεωρούνται ίχνη και αντανακλάσεις της ιδεολογίας και της ανθρώπινης αντίληψης (Price and Bar- Yosef 2011: S165, Levy and Holl 1995: 7). Παράλληλα, σημαντική υπήρξε και η συμβολή των εθνογραφικών παρατηρήσεων και των διεπιστημονικών συνεδρίων 16

18 όπου ερευνητές είχαν ως στόχο ακόμη και την αναζήτηση του προσδιορισμού του όρου κυνηγοί καθώς αφορά προϊστορικούς πληθυσμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε ανόμοιες περιοχές του πλανήτη. Σ αυτά λοιπόν, συχνά για πρώτη φορά, παρουσιάζονται συγκριτικές αναλύσεις όπως της S. Binford που επισημαίνουν την ύπαρξη συγκέντρωσης υλικού με σταθερά χαρακτηριστικά (Binford 1975: 275) τα οποία πιθανόν να αποτελούν το μέσον του προσδιορισμού των κυνηγητικών ομάδων μιας ορισμένης περιοχής. Τέλος, οι πρόσφατες αιτιάσεις των θεωρητικών του συμβολισμού και της Εξελικτικής Ανθρωπολογίας, οι οποίοι επισημαίνουν το ρόλο των εκφραστικών μέσων των ατόμων που αντανακλώνται στα υλικά αντικείμενα και της φυσικής επιλογής των ειδών που υπαγορεύεται από τις εκάστοτε περιβαλλοντικές συνθήκες και καθορίζουν τη διαμόρφωση των κοινωνιών, λαμβάνονται εξίσου σοβαρά υπόψιν (Price and Bar-Yosef 2011: S167, Delage 2001: 119). Είναι φανερό ότι όλα όσα προαναφέρονται αποτελούν στοιχεία και ενδείξεις μιας συνεχούς και ζωντανής επιστημονικής προσπάθειας σε εξέλιξη αναζητώντας απαντήσεις σε πλήθος ερωτημάτων και ακολουθώντας τα πλαίσια ενός ανοικτού διαλόγου στον οποίο συμμετέχει και η επιστημονική κοινότητα που δραστηριοποιείται στο χώρο του Levant. Έτσι, κατά καιρούς επιχειρήθηκαν ακόμη και προσπάθειες, παρά την παραδοσιακή διερεύνηση των καταλοίπων με βάση τον ακριβή γεωγραφικό προσδιορισμό των θέσεων και τις ομοιότητες στην τυπολογία των εργαλείων, για ενοποίηση των ερευνών (Henry 1982: 417, Albright 1965: 47) στο σύνολο του χώρου του Levant με τη συνδρομή της επιτόπιας έρευνας, της γεωμορφολογικής ανάλυσης, της τοπογραφικής καταγραφής του εδάφους και των διεπιστημονικών συνεργασιών. Ωστόσο, σήμερα στα εδάφη των χωρών που απαρτίζουν την Εύφορη Ημισέληνο - τα οποία φαίνεται να αποκτούν σύνθετα χαρακτηριστικά κοινωνιών της παγκοσμιοποίησης διατηρώντας ταυτόχρονα έντονες τοπικές αγκυλώσεις - διακρατικές αρχαιολογικές έρευνες συνεχίζουν να διεξάγονται όπου επιτρέπουν οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις κι οι οικονομικές συνθήκες (Silberman 1995: 19). Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός του προβληματισμού πολλών ερευνητικών σχολών που δραστηριοποιούνται στις μέρες μας στην περιοχή όσον αφορά την παραδοσιακή μεθοδολογία της χρονολόγησης των θέσεων και των πολιτισμικών ενοτήτων του Levant. Με βάση, λοιπόν, τις πρώτες δημοσιεύσεις του προηγούμενου αιώνα διαπιστώθηκε ότι συχνά αποδίδονται ίδιες πληθυσμιακές ομάδες με διαφορετικές ονομασίες συσκοτίζοντας την τεκμηρίωση τόσο των ενοτήτων όσο και των καταλοίπων. Κι αυτή, συνήθως, η περιπλοκή προέρχεται από τη χρήση της παραδοσιακής μεθόδου της σχετικής χρονολόγησης τόσο με την γεωλογική στρωματογραφική διαδοχή, όσο και με τη σύγκριση της συγκέντρωσης του υλικού των θέσεων και τις βιβλιογραφικές πηγές που αποτέλεσαν τον αποκλειστικό δείκτη συμπερασμάτων των αρχικών ανασκαφέων (Bar Yosef 1995: xiv). Ωστόσο, η εξέλιξη των ερευνητικών μέσων προσέγγισης κι ο συνδυασμός της σχετικής και της απόλυτης χρονολόγησης, που πρωτοεφαρμόστηκε το 1965 μέσω της ραδιομέτρησης σε ίχνη άνθρακα 14, σήμερα παρέχει αυξημένη αξιοπιστία καθώς η δεύτερη καθίσταται αδύνατον να προέρχεται εκτός πλαισίου ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Ταυτόχρονα, προσφέρει ακρίβεια με απόκλιση 17

19 ελάχιστων ετών. Για τον ίδιο λόγο η παραδοσιακή χρονολόγηση προ Χριστoύ (B.C.) στις μέρες μας κρίνεται προβληματική καθώς αφαιρεί ημερολογιακά έτη, η απόδοση των οποίων καθίσταται πλέον δυνατή με τις απόλυτες μετρήσεις των ραδιοχρονολογήσεων (Akkerman and Schwartz 2003: 13, Roberts 1989: 5-29, Albright 1965: 47, Ehrich 1965: 7). Κατά συνέπεια, λοιπόν, καταμετρώντας τα έτη πριν από σήμερα (B.P.) κι η παρούσα εργασία ακολουθεί τις πρόσφατες δημοσιεύσεις του συνόλου των ερευνητικών προγραμμάτων πεδίου της περιοχής. Α.2 ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΕΥΡΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥΣ Α Το χρονολογικό πλαίσιο. Πρώιμοι, Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι Παρά το γεγονός ότι έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες προσεγγίσεις ως προς την ερμηνεία και την ακρίβεια του προσδιορισμού συμπαγής πολιτισμική ενότητα, ως προς το ποια είναι τα διαγνωστικά στοιχεία που ορίζουν μια ενότητα στο χρόνο και το χώρο επιστημονικά, πώς κατανέμονται οι επιμέρους υποδιαιρέσεις των ορίων και των φάσεων εγκατάστασής της και κατά συνέπεια του τι και ποιούς περιλαμβάνει ο ορισμός Νατούφιοι, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα και τη συγκέντρωση των καταλοίπων από το σύνολο των ανεσκαμμένων θέσεών τους, οι ομάδες αυτές, οι οποίες εμφανίζονται στο τέλος της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, προσδιορίζονται ως αρχαιολογική ενότητα και ως ομοιογενείς πληθυσμοί κυνηγώντροφοσυλλεκτών. Επιπλέον, όλα τα δεδομένα που προέρχονται από το ερευνητικό πεδίο του Levant οδηγούν την επιστημονική κοινότητα, εδώ και αρκετά έτη, στο συμπέρασμα ότι οι εμφανείς μεταβολές στο σύνολο του υλικού πολιτισμού τους, που διήρκησε χρόνια περίπου, καθιστά τις ομάδες των Νατούφιων συνέχεια των Γεωμετρικών Kebaran κι ένα σύνολο διακριτών και σύνθετων κοινωνιών οι οποίες εμφανίζονται σε μια σημαντική μεταβατική φάση των προϊστορικών χρόνων η οποία είναι το πέρασμα από τους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες του τέλους του Πλειστόκαινου στους καλλιεργητές του Ολόκαινου και τους γεωργικούς οικισμούς της Νεολιθικής Περιόδου. Ενισχυτικό στοιχείο των όσων αναφέρονται αποτελούν τα συγκριτικά κατάλοιπα τα οποία συλλέχθηκαν κυρίως από την κεντρική περιοχή εγκατάστασής τους γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, στα εδάφη των σημερινών κρατών του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, του Λιβάνου, της Ιορδανίας και της Συρίας που φαίνεται να παρέχουν τη δυνατότητα συναγωγής αξιόπιστων τοποθετήσεων που θα παρουσιαστούν στις επόμενες σελίδες. Έτσι, τα ως σήμερα συγκεντρωτικά στοιχεία και η απόλυτη χρονολόγηση με τη ραδιομέτρηση σε δείγματα άνθρακα (C14) δείχνουν ότι το εύρος της χρονικής παρουσίας και εγκατάστασης των τελευταίων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του Levant εκτείνεται μεταξύ χρόνων περίπου πριν από σήμερα. Ωστόσο, διαφορετικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο σύνολο των ερευνητών παρουσιάστηκαν σχετικά και με τις υποδιαιρέσεις των φάσεων εγκατάστασής τους. Μολαταύτα, στη σχετική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ο καθορισμός 3 φάσεων, της Πρώιμης (Πρώιμοι Νατούφιοι χρόνια περίπου πριν από σήμερα), της Μέσης (Μέσοι Νατούφιοι χρόνια περίπου πριν από σήμερα) και της Ύστερης Περιόδου (Ύστεροι Νατούφιοι χρόνια περίπου πριν από σήμερα) με βασικό άξονα εκτιμήσεων κυρίως τις σύγχρονες μεθόδους ραδιοχρονολόγησης σε μεγάλο αριθμό 18

20 δειγμάτων επί των συνολικών καταλοίπων του υλικού πολιτισμού τους. Δηλαδή, τις τιμές που απέδωσαν τόσο τα δείγματα του διασωσμένου βοτανολογικού και ζωικού υλικού των θέσεών τους όσο και τα δείγματα - από τις περίπου 450 εντοπισμένες ταφές - του ανθρωπογενούς υλικού (βλ. εικόνα 1, σελ. 155). Επιπροσθέτως, ο καταμερισμός των περιόδων λαμβάνει υπόψιν το βάθος των αποθέσεων, τη στρωματογραφική ακολουθία των ανεσκαμμένων θέσεων και τις διαπιστωμένες μεταβολές στην τυπολογία της εργαλειοθήκης των ομάδων (Grosman 2003: 571, Grosman and Belfer-Cohen 2002: 52, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 21, Byrd 2000: 69, Valla 1998: 98, Belfer-Cohen 1995: 9, Boyd 1995: 19, Byrd and Monahan 1995: 254, Valla 1995: 178, Perles and Phillips 1991: 637, Byrd 1989: , Sellars 1988: 93, Bar-Yosef 1980: 122, Schwartz and Weiss 1965: ). Α Το γεωγραφικό εύρος των εγκαταστάσεων Αν και οι αρχικές έρευνες των αρχών του 20 ου αιώνα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, περιορίστηκαν στα εδάφη της Γαλιλαίας και την έρημο της Ιουδαίας στη συνέχεια με βάση την τυπολογία των εντοπισμένων εργαλείων σε πλήθος άλλων θέσεων έγινε αντιληπτό ότι οι Νατούφιοι διέθεταν εγκαταστάσεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά (σπήλαια και ανοικτές θέσεις) και εναλλαγές στο μέγεθός τους αναπτύσσοντας ένα σύνθετο πολιτισμό, σε μεγαλύτερο χωρικό εύρος. Έτσι, σήμερα οι Νατούφιοι οικισμοί εντοπίζονται ανάμεσα στο νοητό διάδρομο μεταξύ της Αφρικής και της Ασίας καθώς εκτείνονται από τα ανομοιογενή εδάφη των ακτών της Μεσογείου και της ερήμου του Negev και του Σινά ως τις κοιλάδες του Ευφράτη και τις στέπες του Ζάγρου, δημιουργώντας ένα πολύμορφο μωσαϊκό που διαφέρει ορατά σε ολόκληρο το εύρος της πολιτισμικής έκφρασης από τις προηγούμενες ενότητες της περιοχής και που κατατάσσει τις ομάδες στους τελευταίους κυνηγούς και προδρόμους της Νεολιθικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας με ενδείξεις αλληλεπιδράσεων κι ανταλλαγών μεταξύ τους. Βιβλιογραφικά, η πλειονότητα των ερευνητών επιμερίζει την περιοχή της εύφορης Ημισελήνου σε 4 φυτογεωγραφικές ζώνες και επικεντρώνεται στη δασώδη Μεσογειακή, τις στέπες του ΙρανοΤαύρου και τη ΣαχαροΑραβική έρημο ενώ παράλληλα διαπιστώνεται ότι το κλίμα του Levant της συγκεκριμένης περιόδου φαίνεται να ήταν σε γενικές γραμμές ήπιο, με υγρούς χειμώνες και θερμά καλοκαίρια (βλ. χάρτης 2, σελ. 156). Ειδικότερα, το σύνολο των ερευνητών των Νατούφιων θέσεων εστιάζει κυρίως στην περιοχή του Κεντρικού και Νότιου Levant που αφορούν την περιοχή του όρους Carmel, της Γαλιλαίας, του Μέσου Ευφράτη και της Δαμασκού και την έρημο του Negev στα νότια της Νεκράς Θάλασσας, στα σημερινά εδάφη του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, της νότιας Συρίας, της Ιορδανίας, του Σινά και στο Βόρειο Levant που απαρτίζουν τα εδάφη των σημερινών χωρών της βόρειας Συρίας, του Ιράκ, του δυτικού Ιράν και του Λιβάνου. Έτσι, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα οι ομάδες των Νατούφιων αν και αρχικά διαβιούν κι αποκτούν πιο σταθερή εγκατάσταση κυρίως στα εύκρατα μεσογειακά εδάφη του κεντρικού Levant, δηλαδή στο λεγόμενο κεντρικό χώρο ανάπτυξης των οικισμών τους όπου θέσεις των Πρώιμων Νατούφιων εντοπίζονται σε περιοχές γύρω από το όρος Carmel, της Γαλιλαίας και της κοιλάδας του Ιορδάνη (σημερινά εδάφη του Ισραήλ, της Παλαιστίνης και της Συρίας), μέσα στο χρόνο επεκτείνονται γεωγραφικά - όποτε επιβάλλουν ή επιτρέπουν οι συνθήκες - ακόμη και σε περιφερειακές ζώνες πέραν 19

21 των κεντρικών ορίων της κίνησής τους (βλ. χάρτης 4, σελ. 157). Ωστόσο, η μεγαλύτερη ένταση στο φαινόμενο αυτό της γεωγραφικής επέκτασης των οικισμών παρατηρείται κυρίως με τους κινητικούς πληθυσμούς των Μέσων και Ύστερων Νατούφιων οι οποίοι συχνά ωθούνται να εγκαταλείψουν προηγούμενες θέσεις υποκινούμενοι απο την κλιματική επιδείνωση που θα περιγράψουμε στη συνέχεια του κεφαλαίου (Macdonald 2013: 22-34, Goring-Morris at al. 2009: , Munro 2001: 49-55, Henry 1995: 19, Lieberman at al. 1993: 601, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 21, Byrd 1991: 246, Perles and Phillips 1991: 638). Γίνεται, βέβαια, κατανοητό από όσα αναφέρθηκαν ότι η διαφορετική τοπογραφία της Μέσης Ανατολής με τις κατά τόπους μεγάλες εναλλαγές στη θερμοκρασία και στο βαθμό των βροχοπτώσεων από βορρά σε νότο κι από ανατολή σε δύση φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των επί μέρους χαρακτηριστικών των ομάδων και στην επιλογή των θέσεων εγκατάστασής τους. Το σύνολο, όμως, της επιστημονικής κοινότητας σήμερα φαίνεται να συμφωνεί στη γενική διαπίστωση της πιθανής συγκέντρωσης των Νατούφιων ομάδων - ομάδων μικρού μεγέθους ως ατόμων οι οποίες χαρακτηρίζονται εκτεταμμένες οικογένειες - κατά τους θερμούς μήνες σε περιοχές με νερά που ευνοούν την ανάπτυξη φυτικών ειδών και τη συγκέντρωση των ζώων και την εποχική διάχυσή τους κατά τους χειμερινούς μήνες σε υψώματα που παρέχουν προστασία από τις συνθήκες. Επιπλέον, παρατηρείται ότι όπου η τοπογραφία δεν παρέχει την ασφάλεια και την εποπτεία του χώρου μέσω των σπηλαίων δημιουργούνται ανοικτοί οικισμοί με ημιυπόγειες κατοικίες (Mallaha, Wadi Hammeh 27) και πιθανούς χώρους αποθήκευσης υπονοώντας μεγάλα διαστήματα εγκατάστασης των πληθυσμών. Δηλαδή, η γενική εικόνα των θέσεων που έχουν μεγαλύτερο αριθμό καταλοίπων και θεωρούνται οι βασικές δείχνει ότι οι περιοχές σε πλαγιές με νερά φαίνεται να είναι ο σταθερός τόπος συγκέντρωσης των πληθυσμών καθώς παρέχουν άφθονες πηγές συλλογής καρπών και κυνηγιού (βλ. χάρτης 5, σελ. 157). Με την ίδια ποσοτική συλλογιστική σήμερα εκτιμάται ότι οι θέσεις των Νατούφιων διαχωρίζονται σε 3 είδη, τις μεγάλες σε έκταση με ενδείξεις μονιμότητας και με ίχνη όλων των πολιτισμικών τους εκφράσεων (αρχιτεκτονικές κατασκευές, εργαλεία και άλλα αντικείμενα, οργανωμένοι ταφικοί χώροι) υπονοοώντας διάρκεια στο χρόνο, τις μικρότερες με μικρότερο αριθμό καταλοίπων και όσες βιβλιογραφικά χαρακτηρίζονται εφήμεροι σταθμοί με πιθανή την εποχική επίσκεψή τους και εμφανείς διαφορές στο εντοπισμένο υλικό. Έτσι, τα συνολικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι πρόκειται για σύνθετες ομάδες οι οποίες, όμως, έχουν ορατή ομοιογένεια στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους ενώ ανά περιόδους τις οποίες σηματοδοτούν, κυρίως, οι κλιματικές μεταβολές, που περιγράφονται αμέσως μετά, εγκαθίστανται σε διαφορετικά περιβάλλοντα του Levant (Cauvin 2001: 9-16, Kuijt and Goodale 2009: 405, Koutsadelis 2007: 22, Kuijt 2000: 5, Delage 2001: , Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 21, Kuijt 2000: 5, Valla 1998: 93-98, Bar-Yosef 1996: 63-64, Henry 1995: 13-19, Lieberman at al. 1993: 608, Byrd 1989: 168, Zarins 1965: 42-43). Αναμφίβολα, μέσα στο χρόνο δημιουργούνται εστίες με εύφορα εδάφη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής που έχουν ως αποτέλεσμα την παράλληλη πληθυσμιακή αύξηση των κυνηγητικών ομάδων και την εξάπλωσή τους σε περιοχές 20

22 μη προσβάσιμες στο παρελθόν. Έτσι, οι Νατούφιοι επεκτείνονται τόσο στο χώρο των μεσογειακών ακτών (Ισραήλ, Συρία, Παλαιστίνη, Ιορδανία, Λίβανος) και της Αιγυπτιακής ερήμου (Σινά, Negev) όσο και σε υψώματα του Ζάγρου (Ιράκ και Ιράν) καθώς οι κλιματικές συνθήκες ευνοούν την εγκατάστασή τους σε κοιλάδες και πλαγιές με υγροτόπους που παρέχουν άφθονες και νέες διατροφικές πηγές και τη δυνατότητα της συγκομιδής ακόμη και δημητριακών και οσπρίων περιορίζοντας, όμως, σημαντικά την κίνησή τους (Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3641, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 58, Valla 1995: , Bar-Yosef 1989: 1). Κατά αυτό τον τρόπο, θεωρούνται οι πρώτες ομάδες κυνηγών που εμφανίζουν βασικές μεταβολές στο σύνολο της ζωής τους σε σχέση με προηγούμενες ενότητες της περιοχής. Δηλαδή, ορίζουν σταθερά το χώρο δημιουργώντας βαρύτερες κατασκευές, εξελίσσουν σημαντικά τον τεχνολογικό εξοπλισμό τους (δρεπάνια, οστέινα εργαλεία, γουδιά και άλλα σκεύη) και την οργάνωση της οικονομίας τους, εκφράζονται συμβολικά (λίθινα και οστέινα διακοσμητικά αντικείμενα, κοσμήματα, ειδώλια) και ενταφιάζουν τα μέλη της κοινότητας σε οργανωμένους χώρους (νεκροταφεία) εναποθέτοντας προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα. Τα τελευταία χρόνια τα συνεχιζόμενα διεπιστημονικά ερευνητικά προγράμματα διαπιστώνουν την ύπαρξη και νέων θέσεων με ίχνη της ζωής των Νατούφιων ομάδων στην περιοχή του Levant (Sha'ar Ephraim South στο Ισραήλ, Dederiyeh στην Συρία, Khirbat al-khan, Rujm as-suwwan, Wadi al-ajib Site 18 και Wadi al-ajib Site 24 στην Ιορδανία, Moghr el-ahwal στο Λίβανο) επεκτείνοντας την εικόνα της δράσης τους, προσθέτοντας επιπλέον υλικό και σημαντικές πληροφορίες στις ήδη υπάρχουσες κι υπενθυμίζοντας ότι ο πολιτισμός των τελευταίων κυνηγών του Levant είναι ένα ενδιαφέρον πεδίο, ανοικτό και σε συνεχή ερευνητική εξέλιξη, ικανό να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που διατυπώνονται όσον αφορά την αρχή του παραγωγικού σταδίου (Garrard and Yazbeck 2013: 17, Delage 2001: 112, Belfer- Cohen and Bar-Yosef 2000: 21, Henry 1995: 319). Α.3 ΟΙ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ Α Οι περιβαλλοντικές συνθήκες της Τελικής Επιπαλαιολιθικής Περιόδου και το κλιματικό επεισόδιο της Νεότερης Δρυάδας (Younger Dryas) Η Επιπαλαιολιθική περίοδος (Πρώιμη, Μέση και Τελική) συμπίπτει με την τελική φάση του Πλειστόκαινου κι αποτελεί συνέχεια της χρονικής ακολουθίας των ετών της Παλαιολιθικής περιόδου ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί η παρουσία και η εγκατάσταση κυνηγητικών ομάδων στα εδάφη της Μέσης Ανατολής σε όλες τις φάσεις της. Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι κατά την Πρώιμη Επιπαλαιολιθική περίοδο, που χρονολογείται χρόνια περίπου πριν από σήμερα, οι ψυχρές κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν με το φαινόμενο των τελευταίων Παγετώνων (LGM), τις χαμηλές θερμοκρασίες και τη μείωση της στάθμης της θάλασσας φαίνεται να διαμόρφωναν ένα αφιλόξενο περιβάλλον για τις νομαδικές θηρευτικές κοινότητες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (Kebaran, Nebekian & Nizzanian) οι οποίες επιβιώνουν κυρίως σε μικρές ομάδες που κινούνται εποχικά στα όρια των ακτών της Μεσογείου και τα υψώματα των κοιλάδων του Levant επιβιώνοντας με τους ελάχιστους δυνατούς φυτικούς και ζωικούς πόρους, όσους 21

23 καταφέρνουν να συγκεντρώσουν. Όμως, το κλίμα χρόνια περίπου πριν από σήμερα όπου ξεκινά η Μέση Επιπαλαιολιθική περίοδος σταδιακά μετατρέπεται σε υγρό και θερμό λιώνοντας τους πάγους κι ανεβάζοντας τη στάθμη της θάλασσας σε ολόκληρη την ακτογραμμή από την σημερινή Τουρκία ως το Δέλτα του Νείλου. Η νέα αυτή κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μετατραπεί η συνολική τοπογραφία και η βλάστηση του Levant και κατά συνέπεια τόσο το πεδίο δράσης όσο κι οι διατροφικές συνήθειες των κυνηγητικών ομάδων των Γεωμετρικών Kebaran και Mushabian οι οποίοες διευρύνουν τις φυτικές πηγές συλλογής της τροφής τους και τα είδη της πανίδας που κυνηγούν, ενώ παράλληλα εξαπλώνουν τα εδαφικά όρια της κίνησής τους (Van Hoesel at al. 2013: , Goring-Morris at al. 2009: 198, Hoek 2009: , Munro 2001: 44, Goring-Morris 1998: , Baruch and Bottema 1991: 17, Bar-Yosef 1989: 6-7, Bar-Yosef 1980: ) από τις ακτές της Μεσογείου και τις στέπες του Ταύρου στο Ιράν ως τις ερημικές περιοχές του Negev και του Σινά. Με όμοιες συνθήκες γίνεται και η μετάβαση στο τέλος του Πλειστόκαινου (Τελική Επιπαλαιολιθική) ενώ στα χρόνια περίπου πριν από σήμερα το φαινόμενο Bolling/Allerod - μετά από μια μικρή χρονική επιδείνωση του κλίματος με αρκτικές συνθήκες - αυξάνει επιπλέον τα επίπεδα των βροχοπτώσεων και της θερμοκρασίας στην περιοχή (Macdonald 2013: 25-26, Goring-Morris at al. 2009: 198) διαμορφώνοντας συνθήκες σχεδόν σαν τις σημερινές, μια περίοδος το τέλος της οποίας συμπίπτει χρονικά με την αρχική εμφάνιση των τελευταίων Επιπαλαιολιθικών κυνηγητικών ομάδων, τους Νατούφιους. Τα δεδομένα από τις παλαιοκλιματικές έρευνες σε δείγματα δένδρων και γύρης που συγκεντρώθηκαν από τις λίμνες Hula στο Ισραήλ, Zeribar στο Ιράν και την αποξηραμένη σήμερα Lisan της Ιορδανίας (Munro 2001: 44-45, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 21, Byrd 1989: 168, Goring-Morris 1989: 9, Goldberg 1995: 45) αποδεικνύουν τους παραπάνω ισχυρισμούς εφόσον παρατηρείται αύξηση των υδάτων στο διάστημα μεταξύ χρόνια περίπου πριν από σήμερα η οποία συνοδεύεται από τη δημιουργία ευνοϊκού μικροκλίματος και την επέκταση των δασικών εκτάσεων που ευνοούν την παροχή νέων και πλούσιων διατροφικών πηγών. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνουν, επίσης, και οι συγκριτικές μελέτες από φυτικά δείγματα Πρώιμων Νατούφιων θέσεων (Mallaha, El-Wad και Wadi Hammeh 27) οι οποίες υποστηρίζουν τη σημασία των νέων δασικών πηγών στη διατροφή των ομάδων και την ένταξή τους στην καθημερινή ζωή τους. Το κλίμα συνεχίζει να είναι θερμό και φτάνει στα ανώτερα επίπεδα υγρασίας και επέκτασης των δασών στα χρόνια περίπου πριν από σήμερα διατηρώντας για μεγάλο διάστημα ικανοποιητικές τις συνθήκες διαβίωσης των κυνηγών οι οποίοι εντατικοποιούν τις ίδιες πρακτικές με τους προκατόχους τους, δηλαδή συνεχίζουν να συλλέγουν άγριους καρπούς και σπόρους και να κυνηγούν θηράματα σε εκτάσεις με δάση και πλούσιες πηγές ετήσιων και εποχικών ειδών. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι επεκτείνουν τα όρια της κατοίκισής τους και διευρύνουν σημαντικά το φάσμα των διατροφικών επιλογών τους εντάσσοντας εντατικά τα δημητριακά και τα όσπρια και νέα ζωικά είδη στο διαιτολόγιό τους. Επιπλέον, η σταθερότητα του κλίματος κι η διαμόρφωση συνθηκών ιδανικού μικροπεριβάλλοντος ανά περιοχές ωθεί τους Νατούφιους στη μείωση της κίνησής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και στην εγκατάσταση τους μόνιμα σε χωριά κοντά σε θέσεις με κοιλάδες και νερά που ήταν ικανές να 22

24 διατηρήσουν αλλά και να αυξήσουν αριθμητικά τους πληθυσμούς τους. Έτσι, αυτή η δυνατότητα μεταβάλλει το σύνολο της πολιτισμικής τους έκφρασης κι αναπτύσσει πολύπλοκες δομές στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Κατά αυτό τον τρόπο, για πρώτη φορά σε τέτοιο ποσοστό, οι τελευταίοι κυνηγοί στο χώρο του Levant αφήνουν πολυάριθμα ίχνη κι οι αθρώπινες σχέσεις τους αντανακλώνται και στα ταφικά τους κατάλοιπα με τα συμβολικά στοιχεία, στους οργανωμένους ταφικούς χώρους των μελών της κοινότητας και στα προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν ενδείξεις επικοινωνίας κι ανταλλαγών μεταξύ περιοχών σε μεγάλες αποστάσεις (Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3643, Balter 2010: 404, Byrd 2005: 245,255, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 62, Olszewski 1993: 422, Clark 1988: 39-41, Sellars 1988: 89-90, Reed 1977: 548). Ωστόσο, το νεότερο κλιματικό επεισόδιο της Νεότερης Δρυάδας στα χρόνια περίπου πριν από σήμερα επαναφέρει ψυχρές μάζες και καθιστά το κλίμα εξαιρετικά άγονο και ξηρό έχοντας σαν αντίκτυπο την απότομη μείωση της θερμοκρασίας και την επαναμείωση των δασικών εκτάσεων. Το φαινόμενο αυτό εξαναγκάζει τους αυξανόμενους και σύνθετους πληθυσμούς των Μέσων και Ύστερων Νατούφιων σε πιθανή διάσπαση και σε μετακίνηση μικρότερων ομάδων προς προστατευόμενες περιοχές που φαίνεται να επηρεάστηκαν λιγότερο - κυρίως σε υψώματα λόφων και κοιλάδων με υδάτινους πόρους - οι οποίες χρησιμεύουν ως ορμητήρια αναζήτησης των δυσεύρετων πλέον καρπών και του μειωμένου μικρού κυνηγιού τι οποίο φαίνεται να εντατικοποιείται. Τα πρόσφατα δεδομένα από τις μετρήσεις πυρήνων πάγου δείχνουν ότι το δριμύ αυτό ψύχος μετέτρεψε δραματικά το κλίμα σε ολόκληρο τον πλανήτη ενώ χαρακτηριστικό των ακραίων συνθηκών της περιόδου στον χώρο του Levant αποτελεί το γεγονός ότι οι συγγενείς με τους Νατούφιους ομάδες των κυνηγών Harifian που διαβιούν στα εδάφη του Negev δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν. Έτσι, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3643, Kuijt and Goodale 2009: 405) η Νεότερη Δρυάδα πιθανόν να προκάλεσε στην κοινωνική μνήμη ανάκληση των προηγούμενων κλιματικών επεισοδίων και να ώθησε τις ανθεκτικές ομάδες σε επιτυχημένες στρατηγικές επιβίωσης. Μολαταύτα, οδεύοντας προς το Ολόκαινο η θερμοκρασία αυξάνεται και πάλι ενώ, καθώς συνοδεύεται από συχνές βροχοπτώσεις, ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας, εμφανίζονται νέες δασικές εκτάσεις με υγροτόπους και στέπες και δημιουργούνται ποικίλες περιβαλλοντικές ζώνες στο χώρο του Levant. Η βελτίωση των συνθηκών είχε σαν αποτέλεσμα την εξάπλωση της χλωρίδας και πανίδας στην περιοχή δημιουργώντας εστίες ανάπτυξης νέων ειδών βλάστησης. Το γεγονός αυτό κρίνεται ότι οδήγησε σε σημαντική πληθυσμιακή αύξηση των Νατούφιων ομάδων (Henry 2002: 17) και σε πιο σύνθετες κοινωνικές δομές στο εσωτερικό τους καθώς τα μοντέλα της οικονομίας μετατράπηκαν ξανά ενώ μεταβάλλονται εκ νέου και οι ταφικές συμπεριφορές τους. Έτσι, συχνά διατυπώνονται υποθέσεις ότι συνειδητά πλέον πειραματίζονται με την κατανάλωση άγριων καρπών και προσπαθούν σταθερά να συλλέξουν άγρια δημητριακά. Παρόλα αυτά, ως σήμερα δεν υπάρχουν επακριβή στοιχεία ώστε να αιτιολογούν την εξαφάνιση των Ύστερων Νατούφιων ομάδων, αν και η μετάβαση στο Ολόκαινο μετά τα χρόνια περίπου πριν από σήμερα σηματοδοτείται από την ξαφνική εμφάνιση των πρώτων οργανωμένων αγροτικών χωριών της Νεολιθικής περιόδου, γεγονός που αποδίδεται από μεγάλο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, κυρίως, στις σημαντικές κοινωνικές αλλαγές 23

25 που επέβαλε το κλιματικό επεισόδιο της Νεότερης Δρυάδας (Price and Bar-Yosef 2011: S166, Balter 2010: 405, Borroughs 2005: , Scarre 2005: , Akkerman and Schwartz 2003: 42, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 57-58, Bar- Yosef 1996: 61-71, 72-74, Straus 1996: 3-6, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 21-23, Baruch and Bottema 1991: 17, Roberts 1989: 72-74, Sellars 1988: 90, Clark 1977: 10-17). Το κλιματικό αυτό επεισόδιο δηλαδή - βιβλιογραφικά γνωστό ως Younger Dryas - του οποίου η επιρροή όπως προαναφέρθηκε είχε παγκόσμιες διαστάσεις δεν ήτανε γνωστό κι επιστημονικά τεκμηριωμένο πριν την τελευταία δεκαετία του 20 ου αιώνα, γεγονός το οποίο ανέτρεψε τις ως τότε εκτιμήσεις των ερευνητών σχετικά με την αξιολόγηση και την ιεράρχηση των διαγνωστικών στοιχείων που οδήγησε στη Νεολιθική γεωργία και την κτηνοτροφία. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους παράγοντες που εξανάγκασαν τους αυξανόμενους Επιπαλαιολιθικούς πληθυσμούς της περιοχής του Levant, μέσω της πίεσης και της συνεπακόλουθης ώθησης, να μετατρέψουν τις στρατηγικές της επιβίωσής τους ανταποκρινόμενοι στις δύσκολες συνθήκες και στη μακρόχρονη αποστέρηση των βασικών αγαθών (βλ. χάρτης 3, σελ. 156). Κι αυτή η αυξητική τάση στον αριθμό των ατόμων εξαναγκάζει τις Νατούφιες ομάδες σε μετατροπή των στρατηγικών επιβίωσής τους ενώ φαίνεται να είναι σταθερή μιας και η επέκταση των θέσεών τους διευρύνεται εντυπωσιακά για πρώτη φορά, παρότι πολλά στοιχεία της στρατηγικής αυτής προϋπάρχουν ως απόπειρες και σε προηγούμενους κυνηγούς του Levant (ημιμονιμότητα με σταθερές οικιστικές κατασκευές, εργαλεία επεξεργασίας της τροφής και ταφές). Έτσι, καθώς κατά τον P. Wagner το περιβάλλον κι οι πολιτισμοί είναι δεμένοι σε ένα συνεχές άρμα αλλαγών χωρίς τέλος και δεν αποτελούν στατικό στοιχείο (Wagner 1977: 50) σήμερα πιστεύεται ότι οι Νατούφιοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες ίσως ωθήθηκαν στον πειραματισμό και τη συγκομιδή άγριων δημητριακών συμβάλλοντας, μέσα σε βάθος χρόνου, στη μεταβολή των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους κι ανατρέποντας μόνιμες και επιτυχημένες στρατηγικές διαβίωσης αιώνων ώστε με διαδικασίες μακράς διάρκειας να οδηγηθούμε στις Νεολιθικές γεωργικές οικονομίες των μόνιμων αγροτικών κοινοτήτων. Δηλαδή, κρίνεται πιθανόν ότι οι Νατούφιοι, αν και συνεχίζουν να είναι συλλέκτες-κυνηγοί παράλληλα εντατικοποιούν την εκμετάλλευση των παρεχόμενων πηγών ανάμεσα στις οποίες είναι και τα δημητριακά. Η, δε, μεταβολή αυτή στο κλίμα επιβεβαιώνεται και από τα διαγράμματα γύρης τα οποία ενώ σε θέσεις των Πρώιμων Νατούφιων (Hayonim, Mallaha IV και Judayid C) δείχνουν διαστήματα με υγρές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη νέων φυτικών ειδών και δασικών εκτάσεων, σε θέσεις των Ύστερων Νατούφιων (Hayonim, Mureybet, Rosh Zin, Rosh Horesha) δείχνουν ξηρές συνθήκες που μειώνουν σημαντικά την παροχή τροφής και κυνηγιού εξαναγκάζοντας έτσι τις ομάδες αυτές σε μετακίνηση προς περιοχές με παρουσία νερού και ανθεκτικών διατροφικών πηγών. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια αρκετοί ερευνητές - κυρίως της Μεταδιαδικαστικής προσέγγισης - αποσυνδέουν την αρχή της γεωργίας από τις επιδράσεις του κλιματικού αυτού φαινομένου και στρέφονται προς τη σημασία των συμβολικών εκφραστικών μέσων τα οποία αναπτύσσονται την ίδια χρονική περίοδο (ένταξη των νεκρών σε χώρους πρώην κατοίκισης και νεκροταφεία κ.α.) και θεωρούνται ενδείξεις της απαρχής μιας νέας 24

26 κατάστασης με στοιχεία μονιμότητας. Ωστόσο, είναι παραδεκτό ευρέως ότι η αλλαγή του κλίματος συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση των νέων συνθηκών επιβίωσης των ομάδων. Εξάλλου, ήδη από τον G. Childe και την θεωρία των οάσεων το κλίμα θεωρείται καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων οι οποίες παρατηρούνται στην περιοχή (Rosen and Rivera-Collazo 2012: , Scarre 2005: 208, Akkerman and Schwartz 2003: 15, Bar-Yosef and Valla 1991: 2, Henry 1985: 379, Childe 1954: 2-28). Αναμφίβολα, η Νεότερη Δρυάδα δεν άφησε ανεπηρέαστη ολόκληρη τη γεωγραφία της περιοχής του Levant και τις ποικιλόμορφες περιβαλλοντικές της ζώνες που συνθέτουν οι ακτές της μεσογειακής βλάστησης, η στέπα της Ανατολίας και της ερήμου στην Αραβία. Πιθανόν με κάποιες διαφορές στο χρόνο και το βαθμό έντασης των φαινομένων, η κλιματική επιδείνωση προκάλεσε μείωση των εδαφών και των παρεχόμενων πηγών και υποχρέωσε τις ομάδες των Μέσων και Ύστερων Νατούφιων σε ριζικές αλλαγές στην οργάνωση της ζωής τους. Αυτό συνάγεται από όλες τις χημικές αναλύσεις ισοτόπων οξυγόνου και δειγμάτων από πυρήνες πάγου σε ωκεανούς της γης καθώς αποδεικνύεται ότι μετέβαλε την ατμοσφαιρική πίεση και τις περιόδους βροχοπτώσεων ολόκληρου του πλανήτη (Burroughs 2005:43-45, Delage 2004: 3, Grosman and Belfer-Cohen 2002: 49-50, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 62, Bar-Yosef 1996: 61, Byrd 1989: ). Επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε, όλες οι πρόσφατες μετρήσεις των διεπιστημονικών ομάδων οι οποίες δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και συνέλεξαν ιζηματογενή δείγματα γύρης από πυθμένες λιμνών γύρω από Νατούφιες θέσεις κοντά στην αποξηραμένη λίμνη Lisan στα εδάφη της Ιορδανίας, στην όχθη Hula δίπλα στη θέση Mallaha στην Άνω κοιλάδα του Ιορδάνη στα βόρεια του Ισραήλ κι από την κοιλάδα Ghab της Συρίας που βρέχει ο ποταμός Ορόντης, επισημαίνουν τη σημαντική μείωση των τιμών τους στο τέλος του Πλειστόκαινου και την αύξησή τους με την βελτίωση των συνθηκών στην αρχή του Ολόκαινου, δηλαδή στο διάστημα αυτού του ψυχρού και άγονου φαινομένου. Ακόμη, οι μετρήσεις αυτές ενισχύουν τις ενδείξεις της αύξησης των βροχοπτώσεων με το τέλος της Νεότερης Δρυάδας στην αρχή του Ολόκαινου καθώς συμβάλλουν στη δημιουργία πυκνών δασών και στη συγκέντρωση ειδών της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής. Ωστόσο, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το κλίμα διαμορφώθηκε σταδιακά ώστε να έχει σταθερά και κοινά χαρακτηριστικά με το σημερινό και θεωρούν ότι οι βροχές επεκτάθηκαν από τα εδάφη του Ταύρου ως τις ερήμους του Negev και του Σινά συνεισφέροντας στη διεύρυνση των περιοχών που αποκτούν δασώδη βλάστηση. Έτσι, σήμερα όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι το ξηρό και άγονο αυτό επεισόδιο ανέτρεψε την ως τώρα συζήτηση για τις μακρόχρονες διαδικασίες οι οποίες οδήγησαν στην αρχή της γεωργίας και τη μετάβαση της οικονομίας των ομάδων από την τροφοσυλλογή και το κυνήγι στην καλλιέργεια και την κτηνοτροφία της Νεολιθικής ζωής. Εντούτοις, λόγω έλλειψης στοιχείων, ακόμη και σήμερα, είναι αδύνατος ο ακριβής συσχετισμός του φαινομένου με τις αλλαγές που παρατηρούνται στο σύνολο του υλικού πολιτισμού των ομάδων της τελευταίας φάσης εγκατάστασης των Νατούφιων οι οποίοι ήδη είχαν διαμορφώσει πιο σύνθετες κοινωνίες κι ένα νέο τρόπο οργάνωσης των στρατηγικών τους. Μολαταύτα, το κλιματικό φαινόμενο θεωρείται αδύνατο να μην προκάλεσε δημογραφικές αλλαγές σε ολόκληρη την περιοχή του Levant. Η υπόθεση αυτή 25

27 ενισχύεται κι από τις εμφανώς μεγάλες μεταβολές όπως σημειώνονται τόσο στη μείωση των κατασκευών των θέσεων κατοίκισης και στις ταφικές πρακτικές που ακολουθούν, όσο και στις προσπάθειες προσαρμογής μέσω των αλλαγών του διατροφικού τους μοντέλου και της εξειδικευμένης τεχνολογίας τους (Henry 2002: 15, Munro 2001: 46-47, Bar-Yosef 1998: , Bar-Yosef 1996: 65, Bar-Yosef and Meadow 1995: 77, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 39-40, Bar-Yosef and Valla 1991: 3). Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν, οι Νατούφιοι διαπιστώνεται ότι εμφανίζονται και δραστηριοποιούνται ανάμεσα σε 2 καθοριστικά, για τη διαμόρφωση των σχέσεων ανθρώπου και περιβάλλοντος, κλιματικά φαινόμενα. Έτσι, αρχικά το κλιματικό επεισόδιο Bolling/Allerod ( περίπου χρόνια πριν από σήμερα), παρά την ενδιάμεση ψυχρή του φάση, με τη σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας φαίνεται πως επέτρεψε στις Πρώιμες Νατούφιες ομάδες να εξερευνήσουν νέες εκτάσεις διευρύνοντας τους τόπους της κατοίκισης και τις διατροφικές πηγές τους καθώς περιοχές όπου πριν ήταν στέπες, σταδιακά, μετατρέπονται σε δάση με νέα βλάστηση και δημητριακά ενώ παράλληλα ευνοείται μια πιο σταθερή εγκατάσταση των ομάδων στο χώρο. Δηλαδή, οι Πρώιμοι Νατούφιοι δεν αντιμετώπισαν συνθήκες οι οποίες οδηγούν στην αναζήτηση νέων μοντέλων διαβίωσης κι έτσι επεκτείνουν τις ήδη δοκιμασμένες πρακτικές επιβίωσης και πειραματίζονται με νέες καθώς το κλίμα διατηρούνταν σταθερό, με ικανοποιητικές θερμοκρασίες και υγρασία, με ήπιους βροχερούς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια. Έτσι, η μειωμένη κινητικότητα, το κυνήγι και η εντατική συλλογή καρπών υψηλής θερμιδικής απόδοσης - ανάμεσά τους και άγριων δημητριακών και οσπρίων - συνέθεταν τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Την ίδια περίοδο εντοπίζονται και οι πρώτες μεγάλες θέσεις των Πρώιμων Νατούφιων με στοιχεία μονιμότητας - κυρίως στις ακτογραμμές της Μεσογειακής ζώνης - που είναι πολύ μεγαλύτερες σε έκταση από το σύνολο των θέσεων της Μέσης και Ύστερης περιόδου. Επιπλέον, σήμερα εκτιμάται πιθανό η ποικιλία της τοπογραφίας της Μέσης Ανατολής - καθώς δημιουργεί μικρά περιβάλλοντα με μεσογειακή βλάστηση και τοπία της στέπας και της ερήμου (Συρία, Λίβανος, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Ιορδανία, Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου) τα οποία τροποποιούνται στο χρόνο κι είναι σε εντατική εκμετάλλευση ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες και τη διαθεσιμότητα των τοπικών πηγών - να ευνόησε την πληθυσμιακή αύξηση των ομάδων και την επέκτασή τους σε περιφερειακές ζώνες του Levant. Ωστόσο, κατά την περίοδο που συμπίπτει χρονικά με το άγονο επεισόδιο της Νεότερης Δρυάδας ( χρόνια πριν) το κλίμα μεταβάλλεται σε εξαιρετικά ψυχρό κι είναι γενική η τάση της μείωσης των άγριων καρπών, των δημητριακών και του κυνηγιού έτσι ώστε οι πιεσμένοι Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι ωθούνται σε αλλαγή των τακτικών τους με συνεχή κινητικότητα. Ως ενισχυτικό στοιχείο, οι εργαστηριακές αναλύσεις στα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα και το φυτικό και ζωικό υλικό του συνόλου των θέσεών τους επιβεβαιώνουν την αλλαγή του διατροφικού τους μοντέλου και αιτιολογούν τη διάσπαση των ομάδων και την ανομοιομορφία στο μέγεθος των θέσεων. Δηλαδή, οι ήπιες συνθήκες και η μονιμότητα των Πρώιμων Νατούφιων μεταβάλλουν τη νοητική λειτουργία των ομάδων διευρύνοντας τις διατροφικές πηγές τους ενώ το ένστικτο της αντίστασης στην πίεση που άσκησε το ψύχος που αναπτύσσουν οι Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι, αναζητώντας πιθανούς τρόπους 26

28 επιβίωσης ακόμη και σε περιφερειακές και άγονες ζώνες του Levant, φαίνεται να αποτελούν τη θεωρητική βάση ερμηνείας για την αρχική πειραματική καλλιέργεια, την εξημέρωση των ειδών και την εμφάνιση της γεωργίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, παρά τα ελάχιστα ως σήμερα δεδομένα από το σύνολο των ερευνημένων θέσεών τους. Ωστόσο, κρίνοντας από την εμφανή μείωση του πληθυσμού και το χρονικό κενό ως τους Νεολιθικούς γεωργούς και καθώς το κλίμα επηρεάζει τόσο τους ανθρώπους όσο και τη χλωρίδα και πανίδα του τόπου, το ερώτημα εαν και πόσο κρίνεται επιτυχής η προσπάθεια ανταπόκρισης των Ύστερων Νατούφιων στις δοκιμασίες που υποβλήθηκαν παραμένει αναπάντητο (Richter and Maher 2013: , Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3640, Bar-Yosef 2011: S179, Balter 2010: 404, Richter at al. 2010: 95-97, Rosen 2010: , Burroughs 2005: , Bar- Yosef and Belfer-Cohen 2002: 57-62, Munro 2001: 44-55, Straus 1996: 3-6, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 21-23, 39-40, Sillen and Lee-Thorp 1991: , Moore 1985: 12-14). Κατά αυτό τον τρόπο, είναι κατανοητό ότι τα ελλειπή στοιχεία επιβάλλουν τη συνέχιση των μελετών του διασωσμένου υλικού και την επέκταση των ερευνητικών προγραμμάτων με την παράλληλη δημοσίευση των νεότερων ευρημάτων. Α Οι διατροφικές πηγές της περιοχής του Levant Α α. Άγρια χλωρίδα. Η εμφάνιση της συλλογής άγριων δημητριακών και η παράλληλη συνέχιση προηγούμενων διατροφικών τακτικών Ενδείξεις εκμετάλλευσης άγριων ειδών στο Levant υπάρχουν ήδη πριν από χρόνια καθώς απολεπισμένα εργαλεία, οστά ζώων και οργανικά κατάλοιπα με ίχνη εξημέρωσης, ως στρατηγική διαχείρισης και ελέγχου της αναπαραγωγής των ειδών, έχουν εντοπιστεί σε εποχικές θέσεις (Ohallo II) κινητικών ομάδων. Τα πρώτα, όμως, εργαλεία συστηματικής κατανάλωσης άγριων καρπών προέρχονται από τις μόνιμες Νατούφιες ομάδες, των τελευταίων κυνηγών με τη σύνθετη κοινωνική οργάνωση ενώ η χρήση τους συνδέεται και με την κινητικότητα που προκάλεσε το φαινόμενο της Νεότερης Δρυάδας. Ωστόσο, οι μερικές εργαστηριακές αναλύσεις στον μικρό αριθμό των διασωσμένων βοτανολογικών καταλοίπων από το σύνολο των Νατούφιων θέσεων στο τέλος του Πλειστόκαινου - λόγω των ερευνητικών τακτικών των προηγούμενου αιώνα και της ιδιόμορφης γεωγραφίας του τόπου - δεν είναι δυνατόν να παρέχουν ακρίβεια στα στοιχεία σχετικά με τις διατροφικές συνήθειές τους σε αντίθεση με τη μεγάλη συγκέντρωση ζωικών οστών - κυρίως της γαζέλας - η οποία ευνοεί τη συναγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα η επιστημονική συζήτηση για τον εαν και κατα πόσο οι Νατούφιοι αποτελούν τους πρώτους συνειδητούς γεωργούς και κτηνοτρόφους οι οποίοι αντιδρώντας στις ξαφνικές και πιεστικές συνθήκες ωθήθηκαν ώστε να εφεύρουν νέες τακτικές επιβίωσης και διέδωσαν τα ψήγματα του Νεολιθικού τρόπου ζωής παρέμενε ένα θέμα ανοικτό. Μολαταύτα, με τα συγκεντρωτικά δεδομένα ως σήμερα, είναι παραδεκτό ότι οι Νατούφιοι σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας τους στο χώρο του Levant ακολουθούν τις ίδιες βασικές πρακτικές αναζήτησης και διαμοιράσματος της τροφής μέσα στην κοινότητα όπως και οι προηγούμενοι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες της περιοχής. Παράλληλα, όμως, εμφανείς είναι οι μετατροπές της θηρευτικής τους οικονομίας και η εντατικοποίηση των 27

29 πρακτικών της αναζήτησης συγκεκριμένων πηγών εξαιτίας της εξάρτησής τους από την τοπογραφία και τη διακύμανση των διαθέσιμων πόρων. Ωστόσο, δεν αποτελούν ενιαία στρατηγική παρά μάλλον τοπικές τάσεις ή απόπειρες προσαρμογής οι οποίες δοκιμάστηκαν στο χρόνο και επεκτάθηκαν επειδή κρίθηκαν επιτυχημένες τακτικές. Έτσι, ενώ συνεχίζουν να κυνηγούν κυρίως κοπάδια της τοπικής γαζέλας που βρίσκεται σε αφθονία μαζί με άλλα είδη θηλαστικών και να συλλέγουν άγριους καρπούς υψηλής θερμιδικής αξίας, όταν οι κλιματικές συνθήκες και η γεωγραφία του τόπου το επιτρέπουν διευρύνουν τις διατροφικές πηγές τους και εντάσσουν σταθερά στο διαιτολόγιό τους νέα φυτικά και ζωικά είδη καταναλώνοντας όσπρια, δημητριακά, λαγούς, πουλιά, ερπετά, χελώνες και ψάρια κάτι που ο Flannery είχε ήδη εντοπίσει (Flannery 1969: 30-60, 1973: , ) κάνοντας λόγο για ένα ευρύ διατροφικό φάσμα προσαρμογής. Επιπλέον, η γενική διαπίστωση είναι ότι επιλέγουν για την εγκατάστασή τους κυρίως περιοχές οι οποίες δεν απαιτούν επίπονους τρόπους ή κίνηση σε μεγάλες αποστάσεις για την αναζήτηση της τροφής τους και είναι ικανές να παρέχουν σε αφθονία τα είδη, στοιχείο που φαίνεται κι από τη συγκέντρωση των αρχαιολογικών καταλοίπων σε θέσεις με βαριές κατασκευές, δρεπάνια και άλλα εξειδικευμένα εργαλεία και ταφές (Nahal Oren, Mallaha και Abu Hureyra) με ενδείξεις διάρκειας στον χρόνο (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: S210, Bar-Yosef 2011: S175, Price and Bar-Yosef 2011: S171-S172, Price and Bar- Yosef 2010: 147, Rosen 2010: 114, Akkerman and Schwartz 2003: 25, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 60, Valla 1995: 173, Moore 1985: 13, Hovers 1989: 39-45, Bar- Yosef 1980: 124, Hassan 1977: ). Βέβαια, παρατηρούνται διαφορές και μη σταθερά χαρακτηριστικά τα οποία επιβάλλουν οι διαφορετικές συνθήκες και το τοπικό περιβάλλον - τόσο μεταξύ Πρώιμων, Μέσων και Ύστερων Νατούφιων, όσο και ανά περιοχή - κι υπονοούν ότι η κάθε κοινότητα αναπτύσσει διαφορετικούς τρόπους προσαρμογής κατά τόπους που εξελίσσονται στο χρόνο ως διαδικασίες μακράς διάρκειας. Μολαταύτα, ένα βασικό διαγνωστικό στοιχείο, με βάση τη συγκέντρωση των απανθρακωμένων σπόρων και των εργαλείων, είναι ότι για πρώτη φορά στο χώρο του Levant παρατηρείται σημαντική αύξηση της εξάρτησης των τροφοσυλλεκτών από την εκμετάλλευση των δημητριακών και συνεπακόλουθα εντατικοποίηση της συγκομιδής τους, γεγονός που δεν πιστοποιείται σε καμία από τις προηγούμενες Επιπαλαιολιθικές ενότητες και παρά το ότι διατυπώνονται αρκετές επιφυλάξεις ως προς τη συνειδητή συγκέντρωση των άγριων δημητριακών από τις αυξανόμενες πληθυσμιακά ομάδες των Νατούφιων (Bar-Yosef 2011: S175, Delage 2001: , Valla 1995: 173, Bronson 1977: 29-32). Ο R. Braidwood αναζητώντας την εξήγηση της μετατροπής ενός δοκιμασμένου μοντέλου ζωής αιώνων (Braidwood 1967: 87-95) τονίζει την πιθανότητα της κινητικότητας των ομάδων εξαιτίας της πρωταρχικής τους ανάγκης για εγκατάσταση σε περιοχές με ήπιο κλίμα και υδάτινους πόρους οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη νέων φυτικών ειδών - ανάμεσά τους και των δημητριακών - ίσως, ήδη, από την περίοδο του φαινομένου Bolling/Allerod. Έτσι, συνδέει τη θεωρία των πυρηνικών ζωνών του G. Child και την εμφάνιση της μονιμότητας σε οάσεις και κοιλάδες γύρω από τα εδάφη των σημερινών κρατών του Ιράν, του Ιράκ και της Τουρκίας με την κλιματική πίεση στη χρονική περίοδο της τήξης των πάγων (φάση LGM των Τελικών Παγετώνων χρόνια περίπου πριν από σήμερα) που ώθησε τους αυξανόμενους πληθυσμούς σε δοκιμές με νέα είδη 28

30 και πιθανόν στα πρώτα πειραματικά στάδια μιας μορφής καλλιέργειας - όχι την απλή συλλογή άγριων καρπών και μόνο - που οδήγησε, σταδιακά στο χρόνο, στην εξημέρωση και στη διάδοση της χρήσης τους. Συνεχίζοντας, υποστηρίζει ότι τις υποθέσεις αυτές ενισχύει και η συγκέντρωση των εξειδικευμένων μικρολίθων, γουδιών και λειασμένων εργαλείων σε θέσεις των ομάδων. Κατά συνέπεια κι ακολουθώντας τα λεγόμενά του, το ήπιο κλίμα στη μεσογειακή ζώνη του Levant στη διάρκεια της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου θα μπορούσε να αποτελεί το βασικό παράγοντα ανάπτυξης ανοικτών θέσεων με χαρακτηριστικά σταθερότητας και να ώθησε τις ομάδες στην καλλιέργεια. Ωστόσο, τα συγκριτικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η μεταβολή των μορφολογικών χαρακτηριστικών των φυτών έγινε με διαδικασίες μακράς διάρκειας στο χρόνο κι ότι οι Νατούφιοι συγκέντρωναν τα άγρια δημητριακά ανάλογα με την παρεχόμενη ποσότητά τους ανά περιοχή καθώς η ανάπτυξή τους απαιτεί συχνές βροχοπτώσεις. Παράλληλα, πιθανό θεωρείται αρχικά να συλλέγανε επιλεκτικά τα σιτηρά και μόνο το ανώτερο τμήμα τους, γεγονός που ευνόησε τη μείξη των ειδών (Cappers at al. 1999: 4-5) και τη σταδιακή εξημέρωση τους. Αναμφίβολα, η πλειοψηφία των ερευνητών συμφωνεί ότι δεν υπήρξε ενιαία στρατηγική επιβίωσης ανάμεσα στις σύνθετες αυτές ομάδες καθώς τα τοπικά χαρακτηριστικά τα οποία αναπτύσσουν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με το μέγεθος των θέσεων, τον αριθμό των ατόμων της κάθε κοινότητας και την ικανότητα ανταπόκρισής τους στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες. Μολαταύτα, οι πρώτες ενδείξεις της Προαγροτικής Επανάστασης όπως εύστοχα ο D. Henry τη χαρακτήρισε (Henry 1985: 365, ), δηλαδή του σταθερού ελέγχου του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο με την εντατική συλλογή άγριων οσπρίων και δημητριακών και την εκμετάλλευση του προβάτου, της κατσίκας και του γουρουνιού, προέρχονται από τα ανομοιογενή τοπία του Levant σε θέσεις των Νατούφιων ομάδων (Abu Hureyra, Mureybet, El- Wad, Mallaha, Nahal Oren και Beidha). Βέβαια, στις μέρες μας εικάζεται ότι οι συνολικές ανακατατάξεις στην οργάνωση της ζωής των προϊστορικών αυτών ομάδων δεν προέρχονται από ένα σταθερό κέντρο διάδοσης αλλά πιθανόν να αποτελούν τοπική και γεωγραφική προσαρμογή στις συνθήκες. Παράλληλα, ενισχυτικό στοιχείο της γενικευμένης κατανάλωσης δημητριακών και οσπρίων, σε σχέση με προηγούμενες κυνηγητικές ομάδες της περιοχής, αποτελεί και η διαπιστωμένη δημιουργία της απαραίτητης εξειδικευμένης εργαλειοθήκης όπως είναι οι τύποι από λεπίδες, αιχμές, γουδιά και λειαντικά αντικείμενα επεξεργασίας της τροφής τα οποία εντοπίζονται στο σύνολο των θέσεων εγκατάστασής τους. Ωστόσο, το σύνολο των ερευνητών υπερτονίζει ότι, με τα ως τώρα δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι Νατούφιοι εξημερώνουν τα είδη ή μετατρέπονται σε καλλιεργητές και κτηνοτρόφους καθώς δεν διαπιστώνεται καμία μεταβολή των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους (Asouti and Fuller 2012: , Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3641, Balter 2010: 406, Valla 1995: , Lieberman at. al. 1993: 612, Olszewski 1993: , Byrd 1989: 160, Horwitz 1989: , Isaac 1989: 37-38, Sellars 1988: 96, Moore 1985: 12-13, Price and Brown 1985: 10-11, Clark 1977: 46-47, 50-51, Braidwood 1967: 103, Stager 1965: 22). Αν και μοναδική εξαίρεση αποτελεί η θέση Abu Hureyra στα εδάφη της βόρειας Συρίας, όπου επιβεβαιώνονται ίχνη εξημέρωσης δημητριακών, τα συγκεντρωτικά στοιχεία συνηγορούν στην εκτίμηση της σταθερής ενσωμάτωσης νέων φυτικών και ζωικών 29

31 ειδών στις διατροφικές πηγές τους, στην εντατική εκμετάλλευσή τους και συχνά στην επέμβαση στον κύκλο της ζωής τους, γεγονός που προϋποθέτει αλλαγές στη νοητική λειτουργία των ατόμων μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς των ειδών. Αναμφίβολα, τα παλαιοκλιματικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι οι μεγάλες αλλαγές της τοπογραφίας του Levant στις περιοχές μεταξύ των μεσογειακών ακτών και της στέπας (Συρία) στο τέλος του Πλειστόκαινου είχαν ως αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι εκτάσεις με δάση και νέα είδη βλάστησης και να μετατραπούν σε επιπλέον χώρους τροφοσυλλογής και κυνηγιού για τις ομάδες των Νατούφιων, όμως, δεν υπάρχουν συνολικά και ακριβή δεδομένα για την ένταξη των δημητριακών στις διατροφικές πηγές τους ή την πιθανή ανάπτυξη κάποιας μορφής καλλιέργειας. Μολαταύτα, διαπιστώνεται η εντατική και συνειδητή συγκομιδή τους ενώ παράλληλα έχει καταγραφεί και η χρήση τους ως τμήμα των ταφικών πρακτικών των ομάδων (Hayonim). Εντούτοις, βοτανολογικό απανθρακωμένο υλικό της Νατούφιας περιόδου και λεπίδες με ίχνη άγριων δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη) και οσπρίων έχει εντοπιστεί και έχει συλλεχθεί από θέσεις (Abu Hureyra, Mureybet, Wadi Hammeh 27 και Hayonim Cave) σε περιορισμένη έκταση. Κι αξίζει ειδικής μνείας η θέση Abu Hureyra καθώς συγκεντρώθηκαν συνολικά 150 φυτικά είδη, έχει διάρκεια ζωής ετών με στοιχεία μονιμότητας αλλά και ξαφνικής εγκατάλειψής της, παρότι τοποθετείται στη στέπα της κοιλάδας του Ευφράτη πέραν των ορίων του κεντρικού χώρου ανάπτυξης των βασικών οικισμών των Νατούφιων. Εδώ λοιπόν υπάρχουν βάσιμες οι ενδείξεις της μοναδικής, ως τώρα, τοπικής καλλιέργειας 2κοκκου σιταριού με ίχνη εξημέρωσης των ειδών (σίκαλη και κριθάρι στην φάση Abu Hureyra I) από τις ομάδες των Νατούφιων και της συλλογής τους με λεπίδες που υπονοούν μια συνειδητή προσπάθεια (βλ. χάρτης 6, εικόνα 2 και 3, σελ. 158). Η ραδιοχρονολόγηση των συλλεγμένων καταλοίπων απέδωσε την τιμή χρόνια περίπου πριν από σήμερα ωστόσο δεν παύει να θεωρείται ασυνείδητη εξημέρωση μέσω του τρόπου συγκομιδής των δημητριακών ή πιθανόν τοπικό φαινόμενο προσαρμογής στις συνθήκες καθώς τα παλαιοκλιματικά δεδομένα δείχνουν συνεχείς κλιματικές διακυμάνσεις στο σύνολο των ετών της κατοίκισης (Balter 2010: 406, Moore 2009: 10-11, Willcox 2009: 17, Byrd 2005: 261, Akkerman and Schwartz 2003: 34-35, Munro 2001: 353, Moore at al. 2000: , , Valla 1998: 94, Moore and Hilman 1992: 486, Moore 1991: ). Παρά, λοιπόν, τις πρώτες ενδείξεις συγκομιδής δημητριακών - περιορισμένης πιθανόν έκτασης και χωρίς συνολικά στοιχεία μορφολογικών αλλαγών στα χαρακτηριστικά των ειδών - και τη διαπιστωμένη επεξεργασία και κατανάλωση τους, γεγονός που αποδεικνύουν τόσο τα εντοπισμένα εργαλεία και γουδιά στο σύνολο των θέσεων όσο και οι αναλύσεις του οστεολογικού υλικού των ενταφιασμένων ατόμων - στοιχεία που προϋποθέτουν τη μεταβολή της νοητικής λειτουργίας των ομάδων - το ζήτημα μένει ανοικτό. Αναντίρρητα, οι πρώτες σταθερές αποδείξεις μορφολογικών μεταβολών σε δημητριακά και όσπρια (Unger-Hamilton 1991: 517), με απόλυτα ραδιοχρονολογημένες τιμές ώστε να τεκμηριώνουν με ακρίβεια τα δεδομένα, προέρχονται από μεταγενέστερες εγκαταστάσεις του Levant σε θέσεις της κοιλάδας του Ιορδάνη (Nativ Hagdud) και της Δαμασκού (Jericho, Tell Aswad). Έτσι, παρότι εικάζεται ότι πιεζόμενοι από τις συνθήκες Ύστεροι Νατούφιοι στρέφονται κυρίως σε αναζήτηση θαμνώδους βλάστησης και ίσως να εντατικοποιούν το μικρό κυνήγι, το 30

32 αναπάντητο χρονικό κενό από τους τελευταίους κυνηγούς ως την Νεολιθική περίοδο παραμένει ανοικτό ερώτημα που απαιτεί επιπλέον έρευνες στην περιοχή (Asouti and Fuller 2012: 155, Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3641, Watkins 2010: 624, Boyd 2006: 167, Akkerman and Schwartz 2003: 26-35, Cauvin 2001: 13-14, Liebrman 1998: 76-79, Valla 1998: 94-95, Olszewski 1993: 422, Byrd 1989: , Edwards 1989: 31, Clark 1977: 50) Ωστόσο, ως σήμερα οι έρευνες στα εδάφη της περιοχής πιστοποιούν ότι οι υγρές μεσογειακές περιοχές γύρω από το όρος Carmel, τους λόφους και τις κοιλάδες της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, με τις συχνές βροχοπτώσεις, ήπιους χειμώνες και θερμά καλοκαίρια, διαθέτανε πλούσιες terra rosa εκτάσεις με κοπάδια γαζέλας και άγριων προβάτων, κατσικιών και βουβαλιών και είδη εποχικών σπόρων και καρπών - κυρίως αμύγδαλα (Amygdalus communis) και φιστίκια (Pistacia palaestina) - και με είδη των θάμνων της μακίας (Maquis), πεύκων (Pinus Halepensis) και Παλαιστινιακού δρυός (Quercus Callerinos). Παράλληλα, το περιβάλλον γύρω από τις ακτές της Μεσογείου, του Ιορδάνη ποταμού και του Ευφράτη όπως αποδεικνύει η εξαιρετική περίπτωση της θέσης Aby Hureyra που παρέχει ακριβείς πληροφορίες και ενδείξεις εντατικής χρήσης του άγριου σιταριού, ήταν κατάλληλο για την ανάπτυξη των άγριων δημητριακών και οσπρίων. Έτσι, το δίκοκκο σιτάρι (Triticum dicoccoides), το κριθάρι (Hordeum spontaneum), το μπιζέλι (Pisus elatius, Pisus orientalis) και η φακή (Lens orientalis) ανήκαν στις τροφές της συλλεκτικής οικονομίας των Νατούφιων. Μολαταύτα, όπως δείχνουν τα συγκεντρωμένα κατάλοιπα των θέσεων τα εκμεταλλεύονταν εποχικά οι ομάδες κατά τόπους. Ετσι, ο μικρότερος βαθμός βροχοπτώσεων περιόριζε την πανίδα και τη βλάστηση στις στέπες του ΙρανοΤαύρου σε θαμνώδη δέντρα, σκοίνους (Ceratonia-Pistacia) και λιγότερους καρπούς για συλλογή ενώ οι εκτάσεις του Negev και του Σινά διέθεταν κυρίως δέντρα με αμύγδαλο και δημητριακά στα υψώματα και κοπάδια γαζέλας κι αιγοπροβάτων με πλουσιότερη βλάστηση γύρω από οάσεις στα χαμηλά (Asouti and Fuller 2012: 151, Rosen 2010: , Danin A. 1995: 28-31, Olszewski 1993: 421, 425, 429, Byrd 1989: 168, Goring-Morris 1989: 9-19). Α β. Άγρια πανίδα. Το κυνήγι.συνεχίζεται Αξίζει να αναφέρουμε εξαρχής ότι είναι κατανοητό πως η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, ίσως μέσω της χρήσης της φωτιάς ή της εντατικοποίησης του κυνηγιού, αποτελεί εξίσου ρυθμιστικό παράγοντα για την αυξομείωση των ειδών, έτσι που τα στοιχεία για το βαθμό επίδρασης των κλιματικών φαινομένων στην πανίδα του Levant είναι αδιαφανή. Ωστόσο, φαίνεται ότι καθόλη την διάρκεια της παρουσίας των Νατούφιων το κυνήγι είναι ένας από τους πιο βασικούς πόρους εξασφάλισης διατροφικών πηγών. Έτσι, Πρώιμοι, Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι φαίνεται να εκμεταλλεύονται κυρίως τη μεγάλη παρουσία κοπαδιών γαζέλας (Gazella gazella, Gazella subgutturosa) που έχουν αυξημένη ικανότητα επιβίωσης ακόμη και μέσα σε άγονα περιβάλλοντα του Levant, ενώ συχνά φαίνεται να επεμβαίνουν στον κύκλο της γέννησής τους, εφόσον δεν μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις και γεννάνε πολλές φορές το χρόνο, γεγονός που τις καθιστά εύκολη λεία (Bar-Oz at al. 2013: , ). Κι αυτό είναι ορατό μέσα από τα δεδομένα καθώς οι μελέτες των ζωοαρχαιολόγων έχουν αποκαλύψει ίχνη 31

33 υπερεκμετάλλευσής τους μιας και το μικρό μέγεθος των οστών αποδεικνύει ότι το κυνήγι ήταν συνεχές σε όλες τις περιόδους του χρόνου και δεν αφορούσε μόνο ώριμα ζώα αλλά και μικρότερης ηλικίας (Munro 2001: , Clark 1977: 51), στοιχείο που υπονοεί τη μη εξημέρωσή τους, ενώ παράλληλα δείχνει την ανυπαρξία συνειδητής διαχείρισης των ειδών και βοηθά στην εκτίμηση για το μέγεθος της χρονικής εγκατάστασης των ομάδων σε κάθε θέση. Έτσι, θέσεις με διάρκεια στο χρόνο (Abu Hureyra, Hayonim, Hatula και Mallaha) υποδεικνύουν ότι γινόταν εντατικό κυνήγι του είδους σε αντίθεση με μικρότερες θέσεις (Salibiya I, Rosh Horesha και Fazael VI) όπου υπονοείται η εποχική εκμετάλλευσή τους. Όμως, αν και τα συγκεντρωτικά κατάλοιπα από το σύνολο των Νατούφιων θέσεων αποδεικνύουν τη συντριπτική υπεροχή στην κατανάλωση της ανθεκτικής στις συνθήκες γαζέλας, το εύρος της εκμετάλλευσης ζωικών ειδών που ζουν σε ανόμοια τοπία και αντιδρούν διαφορετικά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες είναι μεγάλο. Έτσι, παράλληλα οι Νατούφιοι κυνηγούν πολύ συχνά άγρια αιγοπρόβατα κι ελάφια, αγριογούρουνα και βουβάλια αλλά και μικρότερα θηράματα όπως αλεπούδες λαγούς, χελώνες, φίδια, πέρδικες και πουλιά σε όλες τις περιόδους εγκατάστασής τους στο χώρο του Levant. Βέβαια, το μέγεθος της χρονικής εκμετάλλευσής τους εξαρτάται άμεσα τόσο από την ικανότητα της επιβίωσης των ζώων, η οποία σχετίζεται με το βαθμό της επίδρασης των κλιματικών φαινομένων στην τοπική χλωρίδα της κάθε θέσης, όσο και από την ευκολία προσβασιμότητας των ανθρώπων στις περιοχές αυτές και τον αριθμό των μελών της κοινότητας που πρέπει να τραφούν. Έτσι, κατά την επιδείνωση που παρουσιάζει το κλίμα στην περιοχή εμφανής είναι η μεταβολή της διατροφικής στρατηγικής των ασταθών Ύστερων Νατούφιων και η στροφή τους σε θαμνώδεις σπόρους και μικρού μεγέθους κυνήγι όπως οι χελώνες το οποίο πιθανόν εντατικοποιείται - γεγονός που διαπιστώνεται και από τα κατάλοιπα θέσεων της περιόδου (Mallaha, El-Wad, Hatula, Hayonim, Hilazon Tahtit και Salibiya I). Τέλος, σύμφωνα με το διασωσμένο υλικό αρκετών θέσεων (Mallaha, Hatula και Baaz) οι Νατούφιοι φαίνεται να εξασκούν και την αλιεία κυρίως όμως στις περιοχές των Μεσογειακών ακτών και του Ιορδάνη ποταμού (Garrard and Yazbeck 2013: 25, Asouti and Fuller 2012: 150, Rosen and Rivera-Collazo 2012: , Bar-Yosef 2011: S178, Balter 2010: 406, Watkins 2010: 623, Boyd 2006: 168, Clapper 2006: 6-7, Akkerman and Schwartz 2003: 35, Cauvin 2001: 13-14, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 23, Lieberman 1998: 79-85, Valla 1998: 94-95, Valla 1995: , Lieberman at al. 1993: 602, 611, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 23, Tchernov 1991: 330, Byrd 1989: , Henry 1985: 373, Moore 1985: 12, Hassan 1977: 600). Αναμφίβολα, η παρουσία καταλοίπων σκύλων σε ενταφιασμούς (Mallaha, Hayonim) αποτελεί ένα επιπλέον και ξεχωριστό κεφάλαιο στη διαχείριση των ειδών της πανίδας από τους Νατούφιους καθώς αποτελεί την πρώτη διαπιστωμένη σύνδεση του ανθρώπου με το είδος κι ένδειξη της ανεπτυγμένης και βαθιάς συντροφικής σχέσης ανθρώπων και σκυλιών. Αυτό πιστοποιούν και οι πρόσφατες εθνογραφικές έρευνες οι οποίες συνηγορούν στην εκτίμηση ότι είναι προϋπόθεση η εξημέρωση του σκύλου και έπεται η χρήση του ως βοηθητικού εργαλείου στο κυνήγι ή σε άλλες καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου. Επιπλέον, οι εθνογραφικές μελέτες καταγράφουν ότι οι σκύλοι φαίνεται να αποτελούν ενεργητικό τμήμα της θηρευτικής ικανότητας των προϊστορικών ομάδων μέσω της προσαρμογής τους στο 32

34 ανθρωπογενές περιβάλλον καθώς έχει εκτιμηθεί ότι το ύψος των κυνηγών, συχνά, είναι μικρό. Παράλληλα, οι ανθρωπολογικές έρευνες πιστοποιούν ότι η επεξεργασία των ειδών της πανίδας και χλωρίδας καθώς και η αποθήκευσή τους απαιτεί την ύπαρξη κατάλληλων εργαλείων που πιθανόν διασπείρουν υλικό κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσής τους, γεγονός το οποίο αποτελεί την προϋπόθεση της εμφάνισης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Επίσης, με βάση πάντα τα εθνογραφικά παράλληλα, έχουν διατυπωθεί υποθέσεις εργασίας (Clapper 2006: 1-14, 50-52) κι ετιμάται ότι είναι συχνός ο καταμερισμός της εργασίας μέσα στα εκτεταμμένα νοικοκυριά - με τον άνδρα να έχει ρόλο κυνηγού, τη γυναίκα σε ρόλο συλλέκτη και πιθανή τη βοηθητική συμμετοχή των νεαρών μελών στις υποχρεώσεις της ομάδας - γεγονός που απαιτεί προηγούμενη γνώση της περιοχής και του κύκλου ζωής της χλωρίδας και πανίδας από το σύνολο των ατόμων. Τέλος, στους περισσότερους σύγχρονους αυτόχθονες ιθαγενείς έχει διαπιστωθεί ότι ο χρόνος που ξοδεύουν για την απόκτηση ενέργειας μέσω της τροφής δεν αποτελεί το σημαντικότερο μέλημα της καθημερινότητάς τους αλλά, καθώς θεωρούνται εξειδικευμένοι συλλέκτες, βασίζονται στη συλλογή άγριων καρπών κι όπως φαίνεται αυτή είναι η σημαντικότερη στρατηγική επιβίωσής τους κι όχι το κυνήγι το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη δαπάνη σε κίνηση, χρόνο και τεχνικές με αμφίβολα αποτελέσματα για την κάλυψη των αναγκών στο σύνολο των ατόμων (Boyd 2012: 364, Cauvin 2001: 11, Price and Bar-Yosef 2011: S166, Johannes 2004: 18, Tchernov and Valla 1997: 67, Boyd 1995: 21, Lieberman at al. 1993: 611, Bar-Yosef and Valla 1991: 6, Tchernov 1991: 316, 327, Byrd 1989: 183, Gilead 1989: 134, Roberts 1989: 80, Washburn and Lancaster 1975: 295). Όπως εκτιμάται, από τα συνολικά δεδομένα ως σήμερα στην επίσημη βιβλιογραφία, δεν διατυπώνεται καμία υπόθεση εξημέρωσης άλλων ειδών της πανίδας, πέραν του σκύλου, από τις ομάδες των Νατούφιων καθώς παραμένουν κυνηγοί χωρίς να μετατρέπονται σε κτηνοτρόφους, έχοντας εξοικειωθεί πιθανόν με κάποια ζωικά είδη όπως τα αιγοπρόβατα κι επιχειρώντας, ίσως, να ελέγξουν την κίνηση και τον κύκλο της ζωής τους. Κι αυτό πιθανολογείται με κριτήριο τις ενδείξεις για την εποχική εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των διαθέσιμων πηγών της πανίδας και χλωρίδας και τις ενδείξεις για τη συγκέντρωση και διάχυση ομάδων σε θέσεις μικρότερες εξαιτίας της πίεσης των αυξανόμενων πληθυσμών και της εξάρτησής τους από την ανάγκη για προμήθεια ζωτικών ειδών επιβίωσης. Επιπρόσθετα, την απουσία μεταβολής των μορφολογικών χαρακτηριστικών των ζώων επιβεβαιώνει και το υλικό ακόμη κι από εξαιρετικές θέσεις, με μακρά διάρκεια κατοίκισης στο χρόνο (Abu Hureyra), διακυμάνσεις στην έκταση των δασών και στην παροχή των ειδών κατά περιόδους (Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 25, Moore and Hillman 1992: 486, Moore 1991: 291). Έτσι, κι εδώ η ογκώδης συγκέντρωση των καταλοίπων της χλωρίδας και πανίδας με ίχνη εξημέρωσης οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα για τα κατάλοιπα των δημητριακών και μόνο. Α Ο μεταβαλλόμενος υλικός πολιτισμός. Τεχνολογία και αρχιτεκτονικά μοντέλα Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα τα οποία κλήθηκαν να εξετάσουν οι ερευνητές των προϊστορικών θέσεων του Levant ήταν η αποσαφήνιση των όψεων της ανάπτυξης σύνθετης διάρθρωσης των ομάδων και της διάκρισης μεταξύ των όρων 33

35 μονιμότητα ή ημιμονιμότητα της κατοίκισης σε μη αγροτικές κοινωνίες (Price and Bar-Yosef 2011: S165, Cvekik 2009: , Rocek and Bar-Yosef 1998: 1-5, Bar- Yosef and Belfer-Cohen 1992: 24). Αρχαιολογικά, η σταθερότητα της εγκατάστασης μιας προϊστορικής ομάδας σε μια θέση αντικατοπτρίζεται κυρίως στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά τους, στην ύπαρξη τρωκτικών, στον αριθμό του εντοπισμένου τεχνολογικού πολιτισμού και στο σύνολο των ενταφιασμών καθώς αποτελούν δείκτη των κοινωνικών μεταβολών και των σχέσεων τους με το περιβάλλον και την οργάνωση του χώρου. Κατά τους E. Higgs και C. Vita-Finzi μονιμότητα είναι η οικονομική πρακτική των ομάδων οι οποίες μένουν σταθερά σε έναν τόπο για όλο το χρόνο, με κάποια ίσως διαστήματα κίνησης (Higgs and Vita-Finzi 1972: 29) λόγω κοινωνικών ή περιβαλλοντικών συνθηκών έτσι που η μετακίνησή τους πιθανόν να αποτελεί εποχικό μοντέλο μόνιμων ομάδων στο χώρο. Επιπλέον, ο C. Edwards φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μονιμότητα είναι ένα σύστημα στο οποίο το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού μιας κοινότητας εγκαθίσταται σε ετήσια βάση σε έναν οικισμό (Edwards 1989: 9). Ωστόσο, ο Br. Boyd υποστηρίζει ότι όλες οι μέχρι πρόσφατα προσεγγίσεις εστιάζουν σε μοντέλα της κοινωνικής και περιβαλλοντικής εξέλιξης και καθώς δεν υπάρχει ακριβής μεθοδολογική προσέγγιση ώστε να φωτίζει τα αρχαιολογικά δεδομένα, όσον αφορά τη σταθερή εγκατάσταση στο χώρο (Boyd 2006: ), σημαντική υπήρξε κι η συμβολή των εθνογραφικών παρατηρήσεων οι οποίες επισημαίνουν ότι όπως το στοιχείο της μονιμότητας δεν χαρακτηρίζει το σύνολο των γεωργικών κοινωνιών, αναλόγως και η κινητικότητα δεν αποτελεί ένδειξη αποκλειστικά και μόνο κυνηγητικών ομάδων. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι οι μεγάλες αλλαγές των Πρώιμων Νατούφιων στην εγκατάσταση, με πιο βαριά κατασκευαστικά υλικά, επιγυψώσεις με ώχρα σε ογκώδη ημικυκλικά κτίρια, με ενδείξεις επανάχρησής τους και πιθανούς χώρους αποθήκευσης (Mallaha, El-Wad, Abu Hureyra και Hayonim), οι μεταβολές στα διατροφικά μοντέλα, όπως αντανακλώνται στον αριθμό των ζωικών καταλοίπων και στα χρηστικά υλικά με το πλήθος των εργαλείων και τα γουδιά επεξεργασίας της τροφής, αλλά και οι οργανωμένοι ταφικοί χώροι τους εντάσσουν στις σύνθετες μεταβατικές κοινότητες. Δηλαδή, μπορεί να έχουν κοινά στοιχεία με αρκετές σύγχρονες κινητικές ομάδες (Lieberman at al. 1993: , Tchernov 1991: 315) αλλά τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν ίχνη μονιμότητας καθώς για πρώτη φορά κυνηγητικές ομάδες του Levant εμφανίζονται να έχουν μια πιο σταθερή εγκατάσταση στο χώρο για μεγάλες περιόδους του χρόνου. Επιπλέον, ο O. Bar-Yosef τονίζει (Bar-Yosef 1982: 29) ότι όλες οι μεταβολές αυτών των κοινωνιών διαχρονικά αντικατοπτρίζονται στο σύνολο του υλικού πολιτισμού τους - ιδίως στα τυπολογικά χαρακτηριστικά των εργαλείων μιας προϊστορικής ομάδας - και ότι ο βαθμός των μεταβολών αυτών έχει άμεση εξάρτηση από το χρόνο και το χώρο. Δηλαδή, επισημαίνει ότι οι διαφορές στο μέγεθος των μεταβολών που εντοπίζονται στην εργαλειοθήκη μιας πληθυσμιακής ενότητας είτε είναι μικρές αλλαγές και συσχετίζονται με την εξέλιξη όμοιων πληθυσμών στο χρόνο και το χώρο μέσω διάχυσης, είτε είναι μεγάλες και αποδίδονται ή σε αποφασιστικές εξωτερικές πιέσεις (π.χ. το κλίμα) στο σύνολο των πληθυσμών ή στην αλληλεπίδραση ομάδων στα όρια σαφών διαφορετικών πολιτισμικών περιοχών. Έτσι, κατά τον C. Reed είναι χαρακτηριστική η απουσία σε προηγούμενες 34

36 ομάδες τόσο μεγάλου όγκου λεπίδων πριν την εμφάνιση των Νατούφιων στην περιοχή της κεντρικής ζώνης ανάπτυξης των οικισμών τους (Reed 1977: 547) ενώ σύμφωνα με τον D. Henry η γενική μορφή και η τυπολογία της εργαλειοθήκης από το σύνολο των Νατούφιων θέσεων στο Levant παρουσιάζει σταθερές πολιτισμικές ομοιότητες ώστε να υπονοούν την άμεση επαφή των ομάδων αλλά και τις όποιες επιρροές που πιθανόν να προέρχονται από ομάδες πέραν των ορίων της κίνησής τους. Ο ίδιος (Henry 1982: ) επισημαίνει το συσχετισμό της λιθοτεχνίας των Επιπαλαιολιθικών κυνηγών σε όλη τη διάρκεια των ετών που ορίζουν το Τελικό Πλειστόκαινο ως την αρχή του Ολόκαινου σε θέσεις του κεντρικού και βόρειου Levant (Ισραήλ, Παλαιστίνη και βόρεια Συρία) και τονίζει τη γεωγραφική εγγύτητα και τις ορατές αλληλεπιδράσεις στην τυπολογία της εργαλειοθήκης των ομάδων οι οποίες εγκαθίστανται στο νότιο Levant (Ιορδανία, Λίβανος, Negev και Σινά). Επιπρόσθετα, τονίζει ότι ο μικρότερος αυτός βαθμός ομοιογένειας στα κατάλοιπα των θέσεων του νότιου Levant πρέπει να αποδοθεί στο άγονο περιβάλλον του ΙρανοΤαύρου και της Σαχάρας και στα διαφορετικά μοντέλα αντίστασης και προσαρμογής στις κλιματολογικές πιέσεις που ανέπτυξαν αυτές οι ομάδες. Με βάση τους παραπάνω ισχυρισμούς και παρά τις επιμέρους στυλιστικές διαφορές στο σύνολό της, σήμερα, η λιθοτεχνία των Νατούφιων καταγράφεται ως ομοιογενής κι απαντάται για πρώτη φορά, ως νέου τύπου δρεπάνια και λειασμένα εργαλεία, με σκοπό τη συγκέντρωση και επεξεργασία άγριων καρπών και δημητριακών. Ταυτόχρονα, εντοπίζονται και τα πρώτα χωριά με σημαντικά υπέργια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και λίθινα θεμέλια (Mallaha), με μεταβολές στο σχήμα τους, όμοια στοιχεία στην κατασκευή τους και οργανωμένα κτίσματα με τη μορφή χωριών ενώ αυξητική είναι η τάση της παραγωγής λίθινων μεγάλων γουδιών (τύπου stone pipe) που συνδέονται με τη σταθερότητα της εγκατάστασης καθώς δεν είναι εύκολα μεταφερόμενα και με τις ταφικές πρακτικές τους (Watkins 2010: , Scarre 2005: 208, Akkerman and Schwartz 2003: 25-27, Cauvin 2001: 10, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 21, Bar-Yosef 1998: 168, Liebrman 1998: 76-77, Bar-Yosef and Meadow 1995: 55). Τα ομοιογενή, λοιπόν, στο σύνολό τους βασικά εργαλεία των σύνθετων Νατούφιων ομάδων κατασκευάζονται τυπικά από πυρήνες λίθων - πυρίτη, ασβεστόλιθο και βασάλτη - και οστά ζώων. Είναι, κυρίως, δρεπάνια και μικρόλιθοι σε γεωμετρικά τραπεζοειδή ή τριγωνικά σχήματα, οστέινα εργαλεία, άγκιστρα και διάφοροι λίθινοι τύποι λείανσης και επεξεργασίας της τροφής όπως ξύστρες, τριβεία και μικρά ή ογκώδη γουδιά (βλ. εικόνα 4 και 5, σελ. 159). Με βάση την τυπολογία τους - η οποία διαχωρίζει και τις περιόδους εγκατάστασής τους - οι λεπίδες κατατάσσονται σε 2 βασικές κατηγορίες. Έτσι, κατά τη διάρκεια της Πρώιμης περιόδου κυριαρχούν οι λεπίδες ημισέληνοι (Helwan retouched και microburins) ενώ εντοπίζονται και λεπίδες που έχουν ίχνη κλαδέματος δημητριακών. Αυτού του τύπου οι λεπίδες με τις λειασμένες άκρες τους έχει διαπιστωθεί ότι παρουσιάζουν εξελικτικά στο χρόνο μια τάση να επεξεργάζονται έτσι, ώστε να μειώνονται σε μέγεθος (lunate microliths και microburins) και χαρακτηρίζουν τη Ύστερη Νατούφια περίοδο. Εντούτοις, μικρές διαφορές με τύπους λεπίδων τοπικής εμβέλειας (erminette de Mureybet) και ποικιλία στα εργαλεία εντοπίζονται ανάλογα με την τοπογραφία της κάθε θέσης. Έτσι, μέσω των καταλοίπων διαφαίνεται ότι στις παράκτιες και δασώδεις περιοχές της Μεσογείου μαζί με τα εργαλεία για το κυνήγι χρησιμοποιούνται περισσότερα 35

37 εργαλεία επεξεργασίας των φυτικών σπόρων, από ότι στις ερημικές θέσεις του Negev και του Σινά, τα οποία χονδρικά περιορίζονταν, πρωτίστως, σε εργαλεία για τις κυνηγητικές ανάγκες των ομάδων τονίζοντας τη διαφορά του περιβάλλοντος και της τοπικής χλωρίδας και πανίδας και τις διαφορετικές διατροφικές συνήθειες που επιβάλλουν το κλίμα και οι γεωγραφικές συνθήκες. Επιπλέον, διεξοδικές έρευνες σε θέσεις της Παλαιστίνης (Mallaha, El-Wad) και της Συρίας (Mureybet, Abu Hureyra) αποδεικνύουν την ενσωμάτωση των ημισελήνων σε ακόντια ή σε βέλη ως αιχμές για κυνήγι ενώ, παράλληλα, αναπτύσσονται μορφές τέχνης σε λεπίδες οι οποίες συνδέουν οστέινα εγχάρακτα σχήματα ζώων, παρότι θεωρούνται ατομικές προσπάθειες συμβολικής έκφρασης. Τέλος, τα ογκώδη γουδιά τύπου stone pipe που εντοπίζονται σε θέσεις (Nahal Oren, Hayonim) συνδέονται με τους ταφικούς χώρους και τις συμβολικές προεκτάσεις τους ενώ εκφράζονται και υποθέσεις για τη διάπραξη τελετουργικών γευμάτων κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης ομάδων (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2013: , Asouti and Fuller 2012: 152, Price and Bar-Yosef 2010: 152, Burroughs 2005: 194, Byrd 2005: , Akkerman and Schwartz 2003: 26, Grosman 2003: 571, Grosman and Belfer-Cohen 2002: 53, Lieberman 1998: 76, Cauvin 2001: 10-11, Goring-Morris 1995: 166, Henry 1995: 341, Valla 1995: , , Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 29, Byrd 1989: 181, Sellars 1988: 83, 91-94, Henry 1985: , Bar-Yosef 1980: 124, Childe 1954: 29, Garrod 1932: 261). Η συνολική συγκέντρωση του αρχαιολογικού υλικού στα σπήλαια και τις ανοικτές θέσεις των Νατούφιων τις κατατάσσει βιβλιογραφικά σε 3 κατηγορίες. Κατά αυτό τον τρόπο, χαρακτηρίζονται βασικές (ως τετραγωνικά μέτρα που εντοπίζονται κυρίως σε δασώδεις περιοχές), ή εποχικοί σταθμοί μεσαίου ( τρ. μέτρα που εντοπίζονται κυρίως σε λόφους) και μικρού μεγέθους ( τρ. μέτρα που εντοπίζονται κυρίως σε ερημικές τοποθεσίες). Δηλαδή, κριτήριο αποτελεί το σύνολο των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού τους, το μέγεθος των θέσεων και το βάθος της στρωματογραφίας τους, η παρουσία ή όχι αρχιτεκτονικών κατασκευών κι εστιών, η ύπαρξη ή όχι ενταφιασμών κι ο αριθμός των εργαλείων και των άλλων αντικειμένων (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2013: 547, Belfer-Cohen and Bar- Yosef 2000: 21, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 29, Perles and Phillips 1991: 639, Byrd 1989: 174, Liebrman 1998: 77). Ωστόσο, η γενική εικόνα των θέσεων δείχνει να αναπτύσσονται ποικίλες στρατηγικές διαβίωσης - κινητικών και μόνιμων ομάδων - που εξαρτώνται από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τον αριθμό των πληθυσμών ενώ ασαφή είναι τα δεδομένα για τα σπήλαια. Μολαταύτα, εμφανίζονται οι πρώτες μεγάλες θέσεις με στοιχεία μονιμότητας (Mallaha και Abu Hureyra) οι οποίες έχουν ενδείξεις επανάκτισης οικιών και ίχνη εντατικοποίησης των δραστηριοτήτων. Συνήθως, οι θέσεις με σταθερά χαρακτηριστικά υπερτερούν στις παράκτιες και δασώδεις περιοχές με νερά ενώ στις στέπες και τις ερημικές τοποθεσίες οι θέσεις δείχνουν να είναι εξειδικευμένοι εφήμεροι σταθμοί με σημαντικά μικρότερο αριθμό ευρημάτων κι ενδείξεις εποχικής συγκέντρωσης και διασποράς μικρών ομάδων που έχουν στόχο το κυνήγι και τη συλλογή άγριων καρπών. Παράλληλα, με βάση τις ανθρωπολογικές παρατηρήσεις οι οποίες επισημαίνουν το ρόλο του τελετουργικού παράγοντα και της συλλογικής μνήμης, ορισμένοι ερευνητές δεν αποκλείουν αυτή η κίνηση και η διασπορά των ομάδων κατά τόπους να υπαγορεύεται κι από συμβολισμούς ή μυθολογίες που σχετίζονται με φυσικά στοιχεία όπως το νερό και 36

38 τα βουνά (Akkerman and Schwartz 2003: 41, Henry 1995: , Byrd 1989: Valla 1998:96). Αναντίρρητα, οι συγκριτικές έρευνες στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των σπηλαίων και των ανοικτών θέσεων - Πρώιμων και Ύστερων Νατούφιων - σε ολόκληρο το Levant (Beidha στην Ιορδανία, El-Wad, Mallaha και Hayonim στο Ισραήλ, Rosh Zin στο Negev) δείχνουν να επιβεβαιώνουν τη στροφή των Πρώιμων κινητικών ομάδων προς τη μονιμότητα. Η μετατροπή της οργάνωσης του χώρου, σε σχέση με τις προηγούμενες κινητικές πολιτισμικές ενότητες της περιοχής είναι σημαντική καθώς οι θέσεις περιέχουν κατάλοιπα με ενδείξεις μόνιμων χωριών τα οποία στεγάζουν περισσότερα άτομα, περιέχουν πιο σταθερές εγκαταστάσεις και για πρώτη φορά οργανωμένους ταφικούς χώρους. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές τονίζουν τη συνολικά ελάχιστη διαφοροποίηση των κατασκευών από την Πρώιμη Νατούφια περίοδο ως και τη Νεολιθική PPNA. Έτσι, π.χ. στη θέση Abu Hureyra δεν εντοπίζονται διαφορές στην κατασκευή των Πρώιμων και Ύστερων εγκαταστάσεων. Δηλαδή, οι Νατούφιοι, αν και δεν παρουσιάζουν κατασκευαστικές καινοτομίες σε σχέση με τους προκατόχους τους, είναι εμφανώς πιο εντατικοί στη χρήση αρκετών προηγούμενων μεθόδων κι αυξάνουν τα βαρύτερα οικήματα σε πιο πυκνή ανάπτυξη, όμοια με τις τακτικές της τροφοσυλλογής και του κυνηγιού και τη διεύρυνση του φάσματος των διατροφικών πηγών τους. Έτσι, στην Πρώιμη περίοδο διαπιστώνεται η συχνή κατασκευή μόνιμων λίθινων ημικυκλικών οικιών που έχουν δάπεδα από πακτωμένο χώμα, εστίες και χρηστικά αντικείμενα στο εσωτερικό τους. Δηλαδή, οι κατασκευές μετατρέπονται σε πιο βαριές έχοντας συνήθως λίθινα θεμέλια, γεγονός που απαιτεί χρόνο και κόπο ενός ικανού αριθμού ατόμων ενώ η αύξηση αυτή του μεγέθους μιας θέση υπονοεί και την παραμονή των ομάδων στην περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, στις θέσεις (Mallaha, Wadi Hammeh 27) εντοπίζονται συχνά οπές υποστήλωσης και επιγυψώσεις των κατασκευών ενώ υπάρχουν κι ενδείξεις μετατροπών τους σε μεταγενέστερες περιόδους (βλ. εικόνα 6 και 7, σελ. 159). Αντίθετα, στην Ύστερη περίοδο παρατηρείται μείωση του μεγέθους των κατασκευών, αν και συχνά εξακολουθούν να έχουν εστίες στο εσωτερικό τους αλλά εμφανώς λιγότερα χρηστικά κατάλοιπα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην αυξημένη κινητικότητα των ομάδων εξαιτίας της κλιματικής επιδείνωσης (Younger Dryas) και στην παράλληλη εξάντληση των διαθέσιμων πηγών από τη σταθερή παραμονή τους σε εδάφη τα οποία δεν είναι ικανά πια να θρέψουν το σύνολο των ατόμων. Στις, δε, οριακές περιοχές της ερήμου (στο Σινά και το Negev του Ισραήλ) και των οάσεων (Azraq της Ιορδανίας) απουσιάζουν πλήρως οι εστίες και τα εργαλεία είναι σαφώς λιγότερα ή εξειδικευμένα ενώ οι ελάχιστες λίθινες κατασκευές είναι συνήθως ημιυπόγειες, γεγονός που υπονοεί τις τοπικές προσπάθειες προσαρμογής των ομάδων στις εναλλαγές των συνθηκών και την εφήμερη εκμετάλλευση του χώρου (Richter and Maher 2013: 429, Bar-Yosef 2011: S178, Price and Bar-Yosef 2010: 151, Watkins 2010: 625, Boyd 2006: 166, Scarre 2005: 208, Byrd 2000: 72-82, Liebrman 1998: 76-77, Valla 1995: , 183, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 29, Price and Brown 1985: 12-14, Hassan 1977: 597). Επιπλέον, οι εθνογραφικές μελέτες τονίζουν ότι η γενική αυτή ανομοιογενής εικόνα, ανά περίοδο και θέση, που έχουν οι κατασκευές αιτιολογείται από τη μετάβαση στη 37

39 μονιμότητα και παρατηρείται, συνήθως, σε ομάδες με τη μορφή μικρών πυρηνικών οικογενειών οι οποίες διαβιούν σε δύσκολες συνθήκες. Δηλαδή, οι περιβαλλοντικοί κι οι οικονομικοί παράγοντες είναι που επιβάλλουν, πρωτίστως, τη συμβίωση των νοικοκυριών και την οργάνωση του χώρου τους. Έτσι, είτε προσφέρεται σταθερός και ικανοποιητικός χώρος για αυτονομία και οικιστικές δραστηριότητες όπως η επεξεργασία της τροφής (Πρώιμοι Νατούφιοι), είτε ελαχιστοποιείται κι αναμειγνύεται ο χώρος δραστηριοτήτων ώστε να ευνοείται η ευκολία στη μετακίνηση (Μέσοι και Ύστεροι Νατούφιοι). Το σίγουρο είναι ότι η πλειονότητα των ερευνητών ομονοεί στην εκτίμηση της διαιώνισης του Νατούφιου νοικοκυριού - εκτεταμένων οικογενειών ως μέσω ελέγχου της οικονομίας των ομάδων και της μετατροπής της οργάνωσης του χώρου τους, μέσα από σταδιακές αλλαγές στο χρόνο και με διαφορές κατά τόπους (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2013: , Maher at al. 2012: e31447, Kuijt and Goodale 2009: 405, Byrd 2005: 258, Byrd 2000: 81-90, Valla 1998: , Lieberman at. al. 1993: , Tchernov 1991: 322). Κι αυτές οι αλλαγές αρχικά παρατηρούνται, κυρίως, στην περιοχή του νότιου Levant, της κοιλάδας του Ιορδάνη και στους γύρω ορεινούς όγκους της Γαλιλαίας ενώ σήμερα σχετίζονται άμεσα με το μοντέλο της εποχικής συγκέντρωσης και διάχυσης των ομάδων κατά τόπους, τη μετάβαση στη μονιμότητα, την εντατικοποίηση της κατανάλωσης των άγριων δημητριακών, του κυνηγιού της γαζέλας και των αιγοπροβάτων και την παράλληλη αυξητική τάση των μελών των κοινοτήτων που αναπτύσσουν πιο σύνθετες δομές στο εσωτερικό τους. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ο εντοπισμός καταλοίπων σε Νατούφιες θέσεις κι ενός σεβαστού αριθμού οικιακών παρασιτικών ζώων τα οποία ενισχύουν τις ενδείξεις της μονιμότητας των ομάδων. Έτσι, πέραν των επιβεβαιωμένων καταλοίπων σπουργιτιών (Passer Domesticus), πιθανή θεωρείται η αυτοεξημέρωση των τρωκτικών, του άγριου ποντικιού (Mus Spretoides) και του αρουραίου (Mus Musculus domesticus). Τα κατάλοιπά τους εντοπίζονται σε θέσεις (Hayonim και Ain Mallaha) με ίχνη εκμετάλλευσης άγριων δημητριακών και καρπών, εργαλεία κι άλλα αντικείμενα, δηλάδή με ενδείξεις εγκατάστασης για μεγάλα διαστήματα του χρόνου κι αποτελούν επιπλέον προσθετικό στοιχείο και υπόδειξη της μονιμότητας της κατοίκισης στο χώρο (Boyd 2006: 168, Byrd 2005: 258, Akkerman and Schwartz 2003: 25, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 20, Valla 1995: , Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1991: 5-6, Tchernov 1991: 316, Liebrman 1998: 79, Byrd 1989: , Edwards 1989: 28, Henry 1985: 372). Α α. Η λιθοτεχνία κι η αρχιτεκτονική δομή των Πρώιμων και Μέσων Νατούφιων Οι Πρώιμοι Νατούφιοι ενώ διευρύνουν τις περιοχές όπου εγκαθίστανται φαίνεται να περιορίζουν την κίνησή τους και να εκμεταλλεύονται τις ανοικτές θέσεις και τα σπήλαια για μεγάλο χρονικό διάστημα ως αντανάκλαση της εντατικοποίησης της οικονομίας τους αυξάνοντας, μάλιστα, το χώρο το οποίο χρησιμοποιούν και την κάλυψη του εδάφους. Αυτό αποδεικνύει και η αύξηση του βάθους των αποθέσεων στις ανεσκαμμένες θέσεις ενώ παράλληλα αυξάνουν και την παραγωγή εργαλείων κι άλλων χρηστικών αντικειμένων καθώς εντοπίζονται διάσπαρτα στο χώρο. Έτσι, κυριαρχούν οι ημισέληνοι (Helwan retouched) με την επεξεργασία και των 2 όψεων 38

40 οι οποίοι ακολουθούν την τυπολογία προηγούμενων ενοτήτων της περιοχής ενώ εντοπίζονται και πλήθος γουδιών, ξύστρες, τριβεία και άλλα λειαντικά εργαλεία επεξεργασίας των άγριων δημητριακών και σπόρων. Εντούτοις, στη διάρκεια των ετών προς τους Μέσους Νατούφιους το μέγεθος των λεπίδων μειώνεται σημαντικά και στις μικρότερες θέσεις του Negev και του Σινά (Mushabi IV, Shunera VII-XIII, Nahal Sekher 23, Azariq XV) διαπιστώνονται τοπικές διαφορές στα εργαλεία, γεγονός το οποίο υπονοεί πιθανές διαφορετικές λειτουργίες των ομάδων της περιοχής. Μολαταύτα, τα γενικά χαρακτηριστικά τους τα κατατάσσουν στην ίδια πολιτισμική ενότητα με τους πληθυσμούς του κεντρικού Levant (Kuijt and Goodale 2009: 404, Goring-Morris 1989: 18-19, Bar-Yosef 1988: 166-7, Henry 1985: 370, Schwartz and Weiss 1965: 222). Αρχιτεκτονικά οι Πρώιμοι Νατούφιοι δεν παρουσιάζουν κάποια σημαντική καινοτομία στην κατασκευή των σπιτιών τους τα οποία συνεχίζουν να έχουν τη μορφή που είχαν και προηγούμενες εγκαταστάσεις, όπως των προκατόχων τους Kebaran. Εντούτοις, εντυπωσιακή είναι η επέκταση της κατασκευής ημικυκλικών οικιών, με πιο βαριά υλικά και κονιάματα, με απαίτηση δαπάνης χρόνου αρκετών ατόμων για τη δημιουργία τους. Έτσι, σε κεντρικές θέσεις της Παλαιστίνης, του Λιβάνου και της Ιορδανίας εντοπίζονται λίθινες κατασκευές με οπές στήριξης σκεπών και εστίες οι οποίες θεωρούνται τα πρώτα δείγματα σταθερής εγκατάστασης στο χώρο του Levant. Παράλληλα, στο εσωτερικό των κυκλικών αυτών οικιών εντοπίζονται πλήθος αντικειμένων με προεκτάσεις συμβολισμού, βότσαλα, ειδώλια, μάζες ώχρας και ογκώδη γουδιά που είναι δύσκολη η μεταφορά τους κι υπονοούν την εντατική συγκομιδή κι επεξεργασία της τροφής ή σχετίζονται με τους εντοπισμένους ενταφιασμούς ατόμων στο χώρο. Οι αυξημένοι αριθμητικά πληθυσμοί των Μέσων Νατούφιων (Munro 2001: ) φαίνεται να διατηρούν τη σταθερότητα στο σύνολο των τύπων της εγκατάστασης και με μεγαλύτερες περιόδους συγκέντρωσης σε θέσεις στην περιοχή του όρους Carmel και της Γαλιλαίας, με μια τάση εγκατάλειψης των σπηλαίων (Kebarah, Wadi Hammeh 27) ή αποκλειστικής ταφικής λειτουργίας τους (Raqefet) ενώ, παράλληλα, δημιουργούν νέες θέσεις (Nahal Oren) στους Ιουδαϊκούς λόφους και της περιοχής της Παλαιστίνης. Επιπρόσθετα, στα εδάφη του Negev και του Σινά συχνά εντοπίζονται μικρές εφήμερες εγκαταστάσεις κινητικών ομάδων σε χαμηλά υψόμετρα ή σε αμμόλοφους, γεγονός που πιστοποιεί τη διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων των ομάδων και τη διασπορά τους από το μεσογειακό κέντρο προς την περιφέρεια του Levant (Rosen and Rivera-Collazo 2012: 3643, Boyd 2006: 167, Bar-Yosef 1996: 71, Valla 1995: , Olszewski 1993: 423, Edwards 1989: 10-13). Α β. Η λιθοτεχνία κι η αρχιτεκτονική δομή των Ύστερων Νατούφιων Οι Ύστεροι Νατούφιοι προσπαθώντας να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες και στη μείωση των παρεχόμενων πηγών, οι οποίες είχαν ανόμοια ένταση κατά τόπους, φαίνεται να μετατρέπουν την εργαλειοθήκη τους. Έτσι, οι μικρόλιθοι ημισέληνοι μειώνονται σημαντικά σε μέγεθος (microburin, bipolar retouch), κυρίως σε θέσεις της ζώνης της Μεσογείου, ενώ αναπτύσσονται και τύποι λεπίδων με τοπική εμβέλεια. Κι αυτό είναι ορατό στο συγκεντρωμένο υλικό της περιοχής του Negev και του Σινά όπου διαφορές εντοπίζονται τόσο στα 39

41 εργαλεία των θέσεων - είναι περισσότερα από των ομάδων της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου με βάση την τοποθεσία και το μέγεθος των θέσεων - όσο και στο βαθμό μείωσης στα γουδιά επεξεργασίας της τροφής και τα άλλα σκεύη και διακοσμητικά αντικείμενα καθώς σήμερα θεωρούνται θέσεις όπου δοκιμάστηκαν εναλλακτικοί τρόποι αντίστασης στις συνθήκες (Henry 1995: 341, Schwartz and Weiss 1965: 223). Ταυτόχρονα, ενώ φαίνεται να υπάρχουν ήδη μόνιμες αρχιτεκτονικές κατασκευές στα εδάφη του κεντρικού Levant, οι Ύστεροι Νατούφιοι είτε εντατικοποιούν τη χρήση του διαθέσιμου χώρου, είτε, εφόσον είναι εξαναγκασμένοι πάλι σε κίνηση, εξαιτίας του κλιματικού επεισοδίου της Νεότερης Δρυάδας (Munro 2001: ), επεκτείνονται σε περιοχές της σημερινής νότιας Ιορδανίας και της ερήμου του Ισραήλ Negev όπου εντοπίζονται οι συγγενείς ομάδες των Harifian με τις μικρές εφήμερες θέσεις. Έτσι, γενικώς, στα σπήλαια και τις ανοικτές θέσεις παρατηρείται μικρότερη πυκνότητα συγκέντρωσης υλικών, οι κατασκευές είναι ελαφρύτερες με μεταβολές στο σχήμα τους και με ίχνη ανάμειξης των καθημερινών λειτουργιών τους ενώ συχνή είναι και η επανάχρησή τους (Hayonim, Mallaha) ως ταφικά σημεία. Επιπλέον, θέσεις εγκαταλείπονται οριστικά (Hayonim), ορισμένες πιθανόν να λειτουργούν αποκλειστικά ως νεκρικοί χώροι (Hilazon Tachtit), ενώ άλλες (Mallaha) δείχνουν μείωση του χρόνου συγκέντρωσης των ομάδων καθώς εντοπίζονται ελαφρύτερα δομικά υλικά και λιγότερα εργαλεία. Παράλληλα, υπάρχουν εξαιρετικές θέσεις (Abu Hyreyra) που φαίνεται να μένουν ανεπηρέαστες από τις κλιματικές συνθήκες διαθέτοντας σύνθετα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πάγκους, συνδέσεις χώρων μεταξύ τους και εργαλεία με ίχνη εντατικής συγκομιδής δημητριακών. Τέλος, στην περιοχή του Negev και του Σινά, τόσο σε χαμηλά όσο και σε υψηλότερα σημεία, παρατηρείται σημαντική αύξηση θέσεων (Rosh Horesha, Saflulim, Rosh Zin, Nahal Besor 6, Givat Hayil I, Nahal Sekher VI και Shunera XVIII) αλλά είτε δεν έχουν κατασκευές, είτε υπονοούν την περιοδική επίσκεψή τους. Έτσι, οι ερευνητές εκτιμούν ότι είναι μεγάλη η διαφορά στο μέγεθος και στον αριθμό των καταλοίπων στις θέσεις, σε σχέση με θέσεις των Πρώιμων Νατούφιων. Κατά αυτό τον τρόπο, διαπιστώνεται ότι οι Ύστεροι Νατούφιοι εξαπλώνονται πέραν των ορίων του κεντρικού χώρου ανάπτυξης των οικισμών της προηγούμενης περιόδου μεταβάλοντας το μοντέλο της κατοίκισής τους - εποχική συγκέντρωση και διάχυση των ομάδων - ως μορφή επιβίωσης κι αντίστασης στις δύσκολες συνθήκες (Rosen and Rivera-Collazo 2012: , Kuijt and Goodale 2009: 418, Boyd 2006: 166, Bar- Yosef and Belfer-Cohen 2002: 61, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 28, Moore 1991: 279, Bar-Yosef 1996: 71, Edwards , Goring-Morris 1989: 19-24, Valla 1998: 102). Α γ. Οι ενδείξεις των διακοινοτικών ανταλλαγών, οι εκφράσεις συμβολισμού κι η παρουσία των ειδωλίων Τα εθνογραφικά παράλληλα οδηγούν στο συμπέρασμα της συχνής μετακίνησης και των ανταλλαγών ανάμεσα σε μικρές διακριτές οντότητες κυνηγητικών ομάδων έχοντας ως στόχο την επικοινωνία μέσα από την ανάπτυξη συμμαχιών, δημιουργίας υποχρεώσεων ή και μέσω ενδογαμιών με άλλες συγγενείς στα χαρακτηριστικά τους ομάδες, με αποτέλεσμα την διεύρυνση της αντίληψης της κοινότητας. Επιπλέον, συχνά παρατηρείται τοπικές φυλές μιας περιοχής, με οικονομίες κι ατομικές 40

42 σχέσεις με δομές σύνθετων ομάδων, να προσπαθούν να περιορίσουν την ατομική κατοχή του κυνηγιού από μικρότερα πληθυσμιακά νοικοκυριά είτε μέσω του μοιράσματος της τροφής, είτε μέσω της πιθανής εποχικής διάχυσής τους ή επαφής με άλλες ομάδες. Επ αυτού, οι εθνογραφικές μελέτες έχουν επισημάνει ότι συχνά δεν παρατηρείται αποκλειστική εκμετάλλευση συγκεκριμένων πηγών μιας περιοχής από μια και μόνο ομάδα άλλα, περιοδικά στο χρόνο, απαντάται το μοντέλο της επισκεψιμότητας και άλλων πληθυσμών, η ανάμειξη των οποίων αναπτύσσει δεσμούς και υποχρεώσεις ανταπόδοσης της πρόσβασής τους στις πηγές μέσα από ανταλλαγές, συνήθως, σπάνιων κι εξωτικών ειδών κι αντικειμένων (Lee and DeVore 1975: 12). Ο ανθρωπολόγος J. Steward επισημαίνει ότι αυτή η εποχική συγκέντρωση και διάχυση ομάδων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση και την ενίσχυση των κοινών χαρακτηριστικών ανάμεσα σε ομάδες - ακόμη και με διαφορετικές πολιτισμικές προσλαμβάνουσες και πρακτικές - καθώς ανταλλάσσουν ιδέες, τακτικές και υλικά (Steward 1975: 322). Ο ίδιος τονίζει ότι, παρότι δεν θεωρεί το κυνήγι βασικό διαγνωστικό στοιχείο των κοινών τύπων που αναπτύσσονται ανάμεσα σε πληθυσμούς και κατά συνέπεια παράγοντα στη διαμόρφωση των πολιτισμικών ομοιοτήτων, τα κοινά χαρακτηριστικά συνήθως εκφράζονται ως τάσεις και στοιχεία της κοινωνικής προσαρμογής των ομάδων μέσα σε διαφορετικά περιβάλλοντα, γεγονός το οποίο φαίνεται να έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες σε ολόκληρο το εύρος της πολιτισμικής τους συμπεριφοράς. Παράλληλα, σύγχρονες μελέτες σε εναπομείναντες ιθαγενείς πολιτισμούς του πλανήτη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανές οι ανταλλαγές ανάμεσα σε κοινότητες - ακόμη και διαλέκτων και ενδογαμιών - ως ένας ασυνείδητος μηχανισμός ανάπτυξης διακοινοτικών σχέσεων κι ελέγχου των γεννήσεων που στόχο έχει να οικοδομήσει την επιθυμητή ισορροπία στο εσωτερικό τους και να μειώσει την πίεση στις αυξανόμενες πληθυσμιακά ομάδες. Επιπρόσθετα, οι εθνογραφικές έρευνες δείχνουν ότι, λόγω της κοινωνικής εξέλιξης, οι ομάδες καταφεύγουν στο να εντατικοποιούν τη χρήση των διαθέσιμων διατροφικών πηγών και κατά συνέπεια να αυξάνουν το κόστος της συλλεκτικής τους οικονομίας δημιουργώντας πιο σύνθετες δομές στο εσωτερικό τους, πιθανόν, ακόμη και ελέγχοντας τη συγκέντρωση των αγαθών μέσω της κληρονομικής σχέσης γονιών και παιδιών (Smith at al. 2010: 19-34, Fuller and Stevens 2009: 37-39, Wagner 1977: 64-67). Φυσικά, γίνεται κατανοητό ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ατόμων μιας κοινότητας, τόσο πιο υψηλές είναι κι οι απαιτήσεις ως προς την ικανότητα προσαρμογής τους στις συνθήκες. Με την ίδια συλλογιστική κι όπως φαίνεται από τα δεδομένα στο χώρο του Levant ο O. Bar-Yosef προσθέτει ότι η εγκατάσταση, ήδη από τις ομάδες των Γεωμετρικών Kebaran, σε ερημικά κι απομακρυσμένα εδάφη απαιτεί τόσο γνώση των εποχικών διακυμάνσεων του κλίματος καθώς μεταβάλλουν την παροχή των υδάτινων πόρων και των ειδών της πανίδας και χλωρίδας κατά τόπους, όσο και τη δημιουργία ανεπτυγμένων δικτύων ανταλλαγών μεταξύ των ομάδων, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα της επιβίωσής τους (O. Bar- Yosef 1989: 2). 41

43 Το σύνολο των εθνογραφικών παραλλήλων και τις εκτιμήσεις του O. Bar-Yosef επιβεβαιώνουν και τα συνολικά κατάλοιπα των Νατούφιων θέσεων τα οποία πιστοποιούν τους μηχανισμούς μείωσης της εσωτερικής πίεσης των ομάδων και τη διαμόρφωση πιο σύνθετων δομών στο εσωτερικό τους. Έτσι, τα κατάλοιπα μυδιών (Aspatharia rubens) από το Νείλο στη θέση Mallaha, ο διαφαινόμενος προσωπικός στολισμός στην καθημερινή ζωή και η συμβολική ταφική χρήση των κοσμημάτων από όστρεα dentalium με ίχνη ώχρας, η επεξεργασία και η χρήση άλλων σπάνιων υλικών και αντικειμένων όπως ο μαλαχίτης, βασάλτης ή ο οψιανός από μακρινές αποστάσεις (Μεσογειακές ακτές, Ερυθρά Θάλασσα, Ανατολία), τα οποία εντοπίζονται στην πλειονότητα των Νατούφιων εγκαταστάσεων, ακόμη και της ερημικής περιοχής του Negev και του Σινά, υποδηλώνουν τις διακοινοτικές επαφές των Νατούφιων ομάδων σε ολόκληρο το χωρικό εύρος του Levant. Έτσι, οι Νατούφιοι αναμειγνύουν τις γνώσεις και τις ιδέες τους κι αναπτύσσουν δίκτυα ανταλλαγών, πιθανόν ως τρόπο σύνδεσης των κοινοτήτων κι ανάπτυξης συμμαχιών (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Richter at al. 2010: , Boyd 2006: 172, Byrd 2005: 258, Scarre 2005: 209, Akkerman and Schwartz 2003: 28, Grosman 2003: 571, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 61, Grosman and Belfer- Cohen 2002: 61, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 25, Henry 1995: 327, Valla 1995: 171, Lieberman at al. 1993: 613, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 30, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1991: 6, Goring-Morris 1989: 10-20, Henry 1985: 376, Albright 1965:48). Ταυτόχρονα, μέσω της δημιουργίας των δικτύων οι μεταβατικοί και σύνθετοι Νατούφιοι πληθυσμοί, οι οποίοι εκτιμάται ότι ακολουθούν όμοιες τακτικές με σύγχρονες θηρευτικές ομάδες, ίσως οδηγούνται, σταδιακά, στη μονιμότητα καθώς κάποιες ομάδες μπορεί να επισκέπτονται περιοχές και να επιστρέφουν στη βάση τους πιο σταθερά στο χρόνο αποκτώντας την αίσθηση του ανήκειν στον χώρο. Κάτι τέτοιο υπονοούν και οι ταφικές πρακτικές τους και η κατασκευή οργανωμένων νεκροταφείων. Οι, δε, εμφανείς διαφορές στα μοντέλα προσαρμογής των Πρώιμων, Μέσων και Ύστερων Νατούφιων δεν αντικρούουν τον παραπάνω ισχυρισμό αλλά αποδίδονται στην αστάθεια των ομάδων καθώς αναπτύσσουν διαφορετικές τακτικές και τρόπους μετακίνησης, όπως υποβάλλουν οι κατά τόπους εξωγενείς παράγοντες, το κλίμα κι οι εκάστοτε συνθήκες (Belfer- Cohen and Bar-Yosef 2000: 24-25,Valla 1998:102 ). Επιπρόσθετα, αν και ήδη από τις ομάδες της Παλαιολιθικής περιόδου έχουν διαπιστωθεί απόπειρες έκφρασης με προεκτάσεις συμβολισμού, εμφανής είναι η διεύρυνση και η ανάπτυξη συμβολικών μορφών τέχνης σε όλες τις θέσεις - κυρίως των Πρώιμων Νατούφιων με σημαντική μείωσή μέσα στο χρόνο - παρουσιάζοντας όμοια χαρακτηριστικά που αποτελούν ενδείξεις ενός κοινού πολιτισμού. Τα συνολικά διαγνωστικά στοιχεία υποδηλώνουν την πολιτισμική εξέλιξη των ομάδων και την ανάπτυξη πιο πολύπλοκης οργάνωσης στο εσωτερικό τους. Έτσι, έχουν εντοπιστεί διακοσμητικά γραμμικά στοιχεία σε γουδιά, οστέινα και λίθινα εγχάρακτα εργαλεία με σχηματικές αποδόσεις ζώων, κοσμήματα προσωπικού στολισμού από χάντρες dentalium και ζωικά οστά που τοποθετούνται συχνά ως συνοδευτικά αντικείμενα στις ταφές (βλ. εικόνα 8, 9, 10 και 11, σελ. 160). Επιπλέον, ως κοινό συνεκτικό εκφραστικό μέσο των Νατούφιων πληθυσμών συχνές είναι και οι πρωτόγονες αναπαραστάσεις ζώων - γαζέλες, ελάφια, πουλιά, σκύλοι - σε λίθινα ή οστέινα ειδώλια σε πλήθος θέσεων (Nahal Oren, El-Wad, Mugharet el-kebarah και 42

44 Wadi Hammeh). Ταυτόχρονα, έχει καταγραφεί σε θέσεις (El-Wad, Mallaha και Hayonim) κι ο σπάνιος εντοπισμός ανθρωπίνων σχηματικών ειδωλίων που δεν αναπαριστούν το φύλο ενώ η μια και μοναδική αναπαράσταση ανθρώπινης συνουσίας (βλ. εικόνα 12, σελ. 160) προέρχεται από τη θέση Ain Shakhri (Belfer- Cohen and Gorring-Morris 2011:S 212, Akkerman and Schwartz 2003: 28, Cauvin 2001: 20-26, Koutsadelis 2000: 35-36, Valla 1995: 177, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 30, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1991: 6, Bar-Yosef 1980: 124, Hassan 1977: 598, 602, Reed 1977: 550). Δηλαδή, ειδώλια, βασάλτης, dentallium όστρεα και σπάνιες χάντρες καθώς εντοπίζονται στην πλειονότητα των θέσεων αποδεικνύουν τόσο την ανάπτυξη δικτύων σε μεγάλες αποστάσεις όσο και την εντατικοποίηση της προσπάθειας για καλλιτεχνική έκφραση των Νατούφιων ομάδων. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί αιτιάσεις που υποστηρίζουν ότι πιθανόν σε ορισμένες θέσεις τα κατάλοιπα αυτά να αποτελούν ενδείξεις διάπραξης τελετουργικών γευμάτων, ως τρόπου μείωσης της εσωτερικής πίεσης στα μέλη των ομάδων κι ως μορφή απόκτησης ταυτότητας και συνοχής μέσα σε διευρυμένες αριθμητικά κοινότητες. Μολαταύτα, σήμερα καθολική είναι η ομοφωνία ότι πρόκειται για εκφράσεις συμπαγών ομάδων, με κοινά χαρακτηριστικά, παρά τις τοπικές μικρές διαφορές. Κάπως έτσι αιτιολογούνται κι οι αυξομειώσεις στην παροχή αντικειμένων και στην κατασκευή κοσμημάτων σε θέσεις - σπάνια εντοπίζονται χάντρες στη θέση Hayonim ενώ σε άλλες είναι κοινός τόπος - υπονοώντας τη γεωγραφική προσαρμογή, τη διακύμανση των επιρροών του κλίματος ανά θέση εγκατάστασης κι ίσως τη διαμόρφωση διακριτών μικρών ενοτήτων μέσα στο σύνολο των Νατούφιων ομάδων (Belfer-Cohen and Gorring-Morris 2011:S 212, Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 60, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 25, Belfer-Cohen 1991: 585, Perles and Phillips 1991: 643, Sellars 1988: 94). Ωστόσο, αν κι οι μελετητές δεν αναφέρονται με την ίδια βαρύτητα στο φαινόμενο της Νεότερης Δρυάδας κι η πλειοψηφία τους επιχειρεί να περιορίσει τις εκτιμήσεις σε τοπικό επίπεδο και να συγκεκριμενοποιήσει μέσω των διεπιστημονικών ερευνών τα αποτελέσματα, το ερώτημα τι προκάλεσε και ώθησε τις ομάδες κατοίκισης στο Levant σε ριζοσπαστική μεταβολή ενός επιτυχημένου τρόπου διαβίωσης αιώνων παραμένει ανοικτό. Τα μερικά στοιχεία για τους τελευταίους κυνηγούς της περιοχής, το αρχαιολογικό κενό συσχέτισης των δεδομένων και των όρων μετάβασης στη μονιμότητα και τη γεωργία της Νεολιθικής περιόδου, η εδαφική ανισότητα της γεωγραφίας της Μέσης Ανατολής κι η επίδραση του περιβάλλοντος στη διάρκεια του Τελικού Πλειστόκαινου απαιτεί τη στροφή της προσοχής στις μικρές τοπικές ενότητες, στις διαφορές στα χαρακτηριστικά της προσαρμογής τους στις συνθήκες και στα ίχνη της αλλαγής των εσωτερικών δομών τους. Κατά συνέπεια, καθώς η ανάδυση του παραγωγικού σταδίου σήμερα δεν θεωρείται ενιαίο πολιτισμικό πακέτο με ορισμένο κέντρο αλλά με πολλαπλά σημεία διάδοσης, απαιτείται η μη ολιστική προσέγγιση από μέρους των ερευνητών. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο, ο πολιτισμός των Νατούφιων αποτελεί κομβικό σημείο τομής των προϊστορικών χρόνων του Levant και παραμένει ένα ερευνητικό πεδίο που θέτει πολλαπλά ερωτήματα τα οποία επιβάλλουν τη συνέχιση των διεπιστημονικών ανασκαφικών προγραμμάτων, την επεξεργασία των αναλυτικών στοιχείων, τη δημοσίευση επιπλέον πληροφοριών και τη συμβολή των νέων θεωρητικών ρευμάτων της αρχαιολογίας και της εθνογραφίας. 43

45 κεφάλαιο β Β.1 ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΤΑΦΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΟ LEVANT Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου ( χρόνια πριν από σήμερα) 1. Σπήλαιο Kebarah Η Πρώιμη Νατούφια θέση - βραχοσκεπή κατοίκισης Kebarah (Αραβική ονομασία Mugharet el-kebarah, Εβραϊκή Me arat Kebara) βρίσκεται στα σημερινά εδαφικά όρια του Ισραήλ, 10 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Καισάρειας στα δυτικά της οροσειράς του όρους Carmel της Γαλιλαίας και περίπου 13 χιλιόμετρα βορείως των σπηλαίων Nahal Me arot (Wadi el-mughara) τα οποία είναι επίσης θέση εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων. Αποτελεί ασβεστολιθικό βράχο μέτρα πάνω από το ύψος της θάλασσας σε απόσταση μόλις 2,5 χιλιομέτρων βορειοδυτικά από τις ακτές της Μεσογείου και η εσωτερική του επιφάνεια καταλαμβάνει περίπου 200 τετραγωνικά μέτρα. Οι τοπογραφικές μελέτες του εδάφους στο σημερινό τοπίο της στέπας που συμπληρώνουν συστάδες θαμνώδους βλάστησης σκίνων (Pistacia lentiscus) και Παλαιστινιακού δρυός (Quercus calliprinos) απέδειξαν ότι η ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται από την ακτογραμμή ως και το όρος Carmel είναι πλούσια σε αλλουβιακά terra rosa χώματα. Ακόμη, η εγγύτητα της περιοχής με τη θάλασσα οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα της πιθανότητας κάποιων μικρών μεταβολών στα είδη της τοπικής χλωρίδας, δηλαδή, στην παρουσία περισσότερων ειδών θάμνων και δέντρων βελανιδιάς στο περιβάλλον κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο σε σχέση με σήμερα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η πεδιάδα που εκτείνεται ακριβώς μπροστά από το σπήλαιο διαθέτει ελάχιστους υδάτινους πόρους η περιοχή φαίνεται να καθίσταται στρατηγικό σημείο για τις ομάδες των κυνηγών καθώς την ευρύτερη τοποθεσία διατρέχουν ο ποταμός Nahal Taninium κι οι παραπόταμοι. Με βάση την τοπογραφία της περιοχής, λοιπόν, η θέση του βράχου φαίνεται να παρείχε στις εγκατεστημένες ομάδες τη δυνατότητα της προστασίας, της εποπτικής θέασης της περιοχής καθώς και την πρόσβαση σε πηγές τροφοσυλλογής και κυνηγιού (Sillen and Bar-Yosef 1993: 205, Bar-Yosef at al. 1992: 499, Turville-Petre 1932: 271). Τα πρώτα Νατούφια στρώματα κατοίκισης στο βράχο αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που διεξήγαγε ο M. Stekelis αρχικά το 1927 και στη συνέχεια την περίοδο μεταξύ των ετών ενώ ενδιαμέσως ανασκαφές πραγματοποίησαν τόσο η D. Garrod το 1930 όσο και ο F.Turville-Petre σε συνεργασία με την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Ιερουσαλήμ και την Αμερικανική Σχολή Προϊστορικών Ερευνών το 1931 αντίστοιχα. Οι έρευνες στο 44

46 εσωτερικό του βράχου, όμως, συνεχίστηκαν και σε επόμενες δεκαετίες του 20ου αιώνα εφαρμόζοντας σύγχρονα μέσα μεθοδολογίας ενώ παράλληλα την ίδια εποχή προσδιορίστηκε η στρωματογραφία του σπηλαίου η οποία καλύπτει τις χρονολογικές περιόδους που αφορούν στα ανώτερα επίπεδα την Εποχή του Χαλκού και στα κατώτερα την Ανώτερη Παλαιολιθική III όπου και εντοπίστηκε το ολοκληρωμένο σκελετικό υλικό ανθρώπου του Neanderthal (Levy T. 1995: 122, Bar- Yosef at al. 1992: 501). Στη φάση των πρώτων επιτόπιων ερευνών που πραγματοποίησε ο F.Turville-Petre ανασκάφηκε ολόκληρη η επιφάνεια του σπηλαίου κι έτσι στο τμήμα της Νατούφιας απόθεσης (στρώμα Β) εντοπίστηκε ένας μεγάλος αριθμός ζωικών καταλοίπων - συντριπτική είναι η υπεροχή των οστών γαζέλας - και χαρακτηριστικών λεπίδων τύπου ημισελήνων, εστίες και άλλα χρηστικά αντικείμενα ενώ αποκαλύφθηκαν και ταφικοί λάκκοι με τμήματα θραυσμάτων. Η συγκέντρωση του συγκεκριμένου ανθρωπογενούς υλικού εντοπίστηκε κυρίως στο πρόσθιο τμήμα του βράχου και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του F.Turville-Petre όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι πρόκειται για λακκοειδή συλλογική ταφή ενηλίκων και παιδιών που παρουσιάζει ομοιότητες με τις ταφές που προέρχονται από την θέση Mugharet el-wad. Όπως καταγράφει ο ίδιος απλοί λίθοι κάλυπταν το λάκκο και η τοποθέτηση των νεκρών ως προς τον προσανατολισμό δεν φαίνεται να υπήρξε μελετημένη ενώ συνοδευτικά ταφικά αντικείμενα δεν εντοπίστηκαν (Turville-Petre 1932: 271). Η ανολοκλήρωτη μελέτη ραδιοχρονολόγησης του υλικού που πραγματοποιήθηκε αργότερα απέδωσε τις τιμές ± 400 πριν από σήμερα κι έτσι, με βάση τις μετρήσεις αυτές, η χρονολόγηση της θέσης αποδίδεται στην Πρώιμη περίοδο της διαδοχής των Νατούφιων ομάδων στο χώρο του Levant (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 20). Την ίδια ανασκαφική περίοδο εντοπίστηκε στο βάθος του εσωτερικού του σπηλαίου επιπλέον λάκκος συλλογικής ταφής που περιείχε καμένα ανθρώπινα οστά. Όμως, εξαιτίας της αποσπασματικής διατήρησης των αποτεφρωμένων καταλοίπων και των ελάχιστων στρωματογραφικών πληροφοριών που παρείχε ο F.Turville- Petre το ανθρώπινο σκελετικό υλικό που συλλέχθηκε από το σημείο αρχικά συνδέθηκε με τη λιθοτεχνία της πολιτισμικής ομάδας Kebara. Αυτή η εσφαλμένη τοποθέτησή του σήμερα αιτιολογείται από τη λεπτή απόθεση των 0-2,20 μέτρων, την ανάμειξη των στρωμάτων και τη συγκέντρωση πολλών ταφών στην είσοδο του βράχου αλλά κυρίως από την ανυπαρξία διαπιστωμένων καύσεων σε ήδη ανεσκαμμένες Νατούφιες θέσεις ως τότε. Τα νεότερα, ωστόσο, στοιχεία των ερευνών κι οι ομοιότητες των καταλοίπων με ανάλογα που προέρχονται από άλλες ταφικές τους θέσεις καθώς κι οι επανεκτιμήσεις στο δείγμα του υλικού από το πανεπιστήμιο του Harvard, όπου και φυλάσσεται στις μέρες μας, το συνδέουν πλέον με την Πρώιμη Νατούφια φάση. Έτσι, τα αποτελέσματα των ραδιομετρήσεων του υλικού αυτού που διεξήχθησαν στα εργαστήρια του πανεπιστημίου δίνουν τις απόλυτες τιμές ± 180 πριν από σήμερα τα οποία και συμπίπτουν με τις προηγούμενες χρονολογικές μετρήσεις στα δείγματα καταλοίπων που προέρχονται από το πρόσθιο τμήμα του σπηλαίου (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 20, Sillen and Bar- Yosef 1993: 206, Bar-Yosef at al. 1992: 502). 45

47 Αν κι οι συνολικά διαθέσιμες πληροφορίες είναι ελάχιστες, όσον αφορά τα ταφικά κατάλοιπα της θέσης, η ανθρωπολογική επανεξέταση που πραγματοποίησε το 2003 η F. Bocquentin σε δείγματα από ολόκληρο το υλικό (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 22) αποκάλυψε ίχνη θωρακικού τραύματος και σήμερα θεωρείται ότι αποτελούν ένα από τα αρχαιότερα δείγματα καταγεγραμμένου τραύματος στο χώρο του Levant. Η επίσημη ερμηνευτική τα προσεγγίζει ως αντανάκλαση των ατομικών σχέσεων που οδηγούν σε υποθέσεις πιθανής ενδοκοινοτικής διαμάχης. Θα πρέπει να τονισθεί, όμως, ότι ίχνη τραυμάτων σε ανθρωπογενές ταφικό υλικό εντοπίζονται και σε αρκετές άλλες Νατούφιες θέσεις κι αποτελούν απλώς τις ενδείξεις διενέξεων καθώς δεν υπάρχει σαφής και εξακριβωμένη τεκμηρίωση των στοιχείων. Οι μορφολογικές αναλύσεις (μετρήσεις της λεκάνης) στα αποσπασματικά κατάλοιπα του υλικού της θέσης, λοιπόν, από την F. Bocquentin προσδιόρισαν ότι τα συγκεκριμένα τραύματα ανήκουν σε τμήμα οστών ενός ενήλικα άνδρα της μέσης ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα, στον 7 ο ή 8 ο θωρακικό σπόνδυλο του ατόμου εντοπίστηκε τραύμα το οποίο, αν και δεν έχει βάθος, διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκε από αιχμή ημισελήνου (τύπου Helwan retouched) που χαρακτηρίζει την λιθοτεχνία της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου καθώς τα 2/3 της αιχμής βρέθηκαν in situ. Επιπλέον ενδείξεις τραυμάτων στα υπόλοιπα μέλη του άνδρα δεν εντοπίστηκαν, ωστόσο, η επούλωση του συγκεκριμένου τραύματος δεν φαίνεται να είναι πλήρης, γεγονός που οδηγεί την ερευνήτρια στο συμπέρασμα της πιθανής χρονικής κατάληξης του ατόμου, όχι πολύ αργότερα, από το χτύπημα που δέχτηκε (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 20). Στο σπήλαιο Kebarah καταγράφηκαν και 2 επιπρόσθετες περιπτώσεις τραύματος σε ενήλικες άνδρες καθώς τα κατάλοιπα ενός άνδρα (Homo 14) έχουν τραύμα σε τμήμα ενός πρόσθιου οστού ενώ τα τμήματα θραυσμάτων ενός ακόμη προσδιορισμένου ενηλίκου (H. 8) έχουν ίχνη πίεσης σε επουλωμένο τραύμα το οποίο εντοπίστηκε στο βρεγματικό του οστό (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 22). Ένα επιπλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ταφικών πρακτικών της θέσης αποκάλυψαν και οι μετρήσεις στα ανθρώπινα απανθρακωμένα κατάλοιπα που προέρχονται από την ομαδική ταφή η οποία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, εντοπίστηκε στο βάθος του σπηλαίου. Η συγκέντρωση αυτών των καταλοίπων σήμερα θεωρείται το αρχαιότερο δείγμα ανθρώπινων οστών που συνδέονται με τη σκόπιμη και συστηματική χρήση της φωτιάς στο Levant. Η μελέτη, λοιπόν, του υλικού - σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών υπολογίζονται σε τουλάχιστον 23 άτομα - απέδειξε ότι η διαδικασία της καύσης όλων των τμημάτων των οστών φαίνεται να συντελέστηκε σε υψηλές θερμοκρασίες των ο C πριν τη διάσπασή τους και πριν από τη διαδικασία της ταφής τους ενώ απουσιάζουν τυχόν ενδείξεις κανιβαλισμού. Ωστόσο, ίχνη υψηλής καύσης δεν παρατηρήθηκαν στο σύνολο του συγκεκριμένου υλικού αλλά μόνο σε 6 περιπτώσεις των καταλοίπων τα οποία αποτελούνται αποκλειστικά από τμήματα κρανίων, γεγονός που ενισχύει τις ερμηνείες που κρίνουν πιθανόν ως σκόπιμη την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση τους (Koutsadelis 2007: 41, Webb and Edwards 2002: 119, Bar-Yosef and Sillen 1993: 207). Σε ολόκληρο το εύρος της βραχοσκεπής Kebarah, λοιπόν, οι Νατούφιοι ενταφιασμοί αριθμούν τουλάχιστον 40 άτομα ενώ το σύνολο των νεκρικών αποθέσεων 46

48 εντοπίζεται στα όρια της κατοικημένης περιοχής. Ο τύπος των τάφων παρουσιάζει τη μορφή απλών λάκκων σκαμμένων στο έδαφος χωρίς διαφορές μεταξύ τους ενώ απουσιάζουν προσωπικά αντικείμενα στολισμού. Παρά τις λίγες διαθέσιμες ανασκαφικές λεπτομέρειες σαφής δείχνει να είναι η προτίμηση στις ομαδικές ταφές ακολουθώντας τη διαπιστωμένη τυπική πρακτική που παρατηρείται στις ομάδες των Πρώιμων Νατούφιων ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι ενταφιασμοί φαίνονται πρωτογενείς (Koutsadelis 2007: 41). Μολαταύτα, λόγω της κατασκευής των τάφων μεγάλος αριθμός των καταλοίπων βρέθηκε στην ακριβή τοποθέτησή τους και πιθανό θεωρείται κάποιοι ενταφιασμοί να πραγματοποιούνταν διαδοχικά ανά άτομο. Έτσι, ορισμένες ταφές πιστεύεται ότι δεν αποτελούν συλλογικές αλλά διαδοχικές χρονικά αποθέσεις ενώ σύμφωνα με τις έρευνες της F. Bocquentin ίσως κατά αυτό τον τρόπο να ενταφιάστηκαν 17 άτομα (11 παιδιά και 6 ενήλικες άνδρες) η τοποθέτηση των οποίων έχει κοινά στοιχεία με ενταφιασμούς που προέρχονται από τη θέση El-Wad (Bocquentin and Bar-Yosef 2004: 22). Οι επιπλέον αναλύσεις της ίδιας σε δείγματα του ανθρωπολογικού υλικού απέδειξαν ότι τα άτομα έχουν τον ίδιο βαθμό μικρής οδοντικής φθοράς. Τέλος, η βιβλιογραφία ως σήμερα δεν καταγράφει κανένα στοιχείο που να οδηγεί σε συμπεράσματα όπου υποκρύπτουν διαφορετική μεταχείριση των ατόμων ως προς το φύλο και την ηλικία τους, όπως δεν γίνεται καμία αναφορά σε ενδείξεις που να πιστοποιούν την παγίωση ενός σταθερού τυπικού ως προς τον προσανατολισμό και την τοποθέτηση των ατόμων καθώς οι ταφές της θέσης Kebarah δείχνουν καθαρά την έλλειψη οποιασδήποτε μελέτης και σπουδής στον τρόπο της απόθεσης των ατόμων (Mastin 1964: 49). 2. Σπήλαιο Erq el-ahmar Η αρχαιολογική αυτή θέση των Πρώιμων Νατούφιων ομάδων είναι ένας μικρός βράχος 29 μέτρων μήκους και 6 μέτρων πλάτους στην Ιουδαική έρημο και ο γεωγραφικός προσδιορισμός της είναι 10 χιλιόμετρα νοτίως της πόλης του σημερινού Ισραήλ Ιερουσαλήμ και σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά από την Βηθλεέμ που ανήκει στα εδάφη της Παλαιστινιακής Αρχής. Η θέση θεωρείται από τους ερευνητές προνομιακός τόπος για την εγκατάσταση των κυνηγητικών Επιπαλαιολιθικών ομάδων καθώς αποτελεί σημείο τομής μεταξύ του βόρειου και νότιου τμήματος του Levant. Έτσι, γύρω από το σπήλαιο διαμορφώνονται μικρές οικολογικές ζώνες με ποικιλία ειδών της χλωρίδας και πανίδας ενώ το ευρύτερο τοπίο της περιοχής είναι διαμορφωμένο από τους ξεροποτάμους Khareitoun και Jihar (Phillips and Saca 2002: 18). Παρόλα αυτά, αν και από το σπήλαιο συγκεντρώθηκαν ταφικά κατάλοιπα και δείγματα του συνόλου του υλικού πολιτισμού των Νατούφιων ομάδων, οι πληροφορίες που παρέχονται δεν είναι ικανές να σχηματίσουν μια καθαρή εικόνα. Μεταξύ των ετών ανασκαφές στο σπήλαιο διεξήγαγε ο R. Neuville στην προσπάθεια διερεύνησης της χρονικής ακολουθίας από την Ανώτερη Παλαιολιθική ως την Τελική Επιπαλαιολιθική σε θέσεις γύρω από το όρος Carmel της Γαλιλαίας. Αν και οι παρεχόμενες πληροφορίες ήταν αποσπασματικές οι καταγραφές του αποτελούν την πρώτη συστηματική ερευνητική προσπάθεια στα εδάφη του Levant. Ωστόσο, η σχετική χρονολόγηση στη διαδοχή της στρωματογραφίας που έγινε έδειξε ότι η εγκατάσταση ομάδων στη θέση εκτείνεται από τη Μουστέρια περίοδο 47

49 στα κατώτερα στρώματα ως την Εποχή του Χαλκού στα ανώτερα αντίστοιχα. Επιπρόσθετες έρευνες μικρής εμβέλειας συνεχίστηκαν το 1960 ενώ το 2000 τη θέση ερεύνησαν οι J. Phillips και I. Saca χωρίς, όμως, να δημοσιεύονται στοιχεία ραδιοχρονολόγησης ως σήμερα (Phillips and Saca 2002: 17). Από τη λεπτή απόθεση του στρώματος Α2, όπως το ταξινομεί ο A. Ronen, το οποίο αποδόθηκε στη Νατούφια φάση εγκατάστασης (Ronen 1971: 80) τα ταφικά κατάλοιπα που έφερε στο φως ο R. Neuville διαφοροποιούν τη θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου. Κι αυτό επειδή διαπιστώθηκε ότι το τυπικό της αποκοπής των κρανίων, της διευρυμένης πρακτικής νεκρικής μεταχείρισης των μεταγενέστερων περιόδων της Νεολιθικής (PPNA και PPNB), πιστοποιείται ήδη από τις συγκεκριμένες κυνηγητικές ομάδες, όμως, θεωρείται μεμονωμένο περιστατικό πιθανόν τοπικής επιλογής. Έτσι, ο B. Mastin αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των ερευνών που πραγματοποίησε ο R. Neuville στο σπήλαιο εντοπίστηκε λάκκος συλλογικής ταφής με τα τμήματα υπολειμμάτων 4 ενηλίκων και 3 παιδιών (Mastin 1964: 49) ενώ η Belfer-Cohen επιβεβαιώνει τις διαπιστωμένες αποκοπές κρανίων του αποσπασματικού αυτού υλικού και επισημαίνει την τοποθέτηση τους επάνω σε ασβεστολιθική πλάκα. Ωστόσο, από την ομαδική ταφή των 7 ατόμων μόνο ένας ενταφιασμός ανασύρθηκε με πλήρη τα οστά τα οποία αποδίδονται σε ταφή ενήλικης γυναίκας που εντοπίστηκε με συνοδευτικό διάκοσμο αποτελούμενο από ένα μοναδικό κρεμαστό αντικείμενο προσωπικού στολισμού κατασκευασμένο από οστέινες χάντρες γαζέλας, πέρδικας και όστρεα dentalium. Παρά την αδυναμία αποσαφήνισης του συνολικού αριθμού του αποσπασματικού υλικού όλων των ταφών (τμήματα κρανίων, γνάθων, θώρακα) έχουν καταγραφεί οι περιπτώσεις 2 ενηλίκων γυναικών ετών, ενός βρέφους και 2 παιδιών, 2 ενηλίκων ανδρών και κατάλοιπα των οποίων η διατήρηση δεν παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού φύλου και ηλικίας (Belfer-Cohen 1995: 14). Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Κ. Κουτσαδέλης οι 6 από τις 7 ταφές του σπηλαίου με αποκομμένα τα κρανία φαίνεται να εντοπίστηκαν σε οριοθετημένο χώρο (Koutsadelis 2007: 40) ενώ η M. Benz στη δημοσίευσή της καταγράφει τουλάχιστον 4 εντοπισμένα κρανία αποκομμένα και 2 αποσπασμένα σαγόνια. Επιπλέον, η ίδια αναφέρει ότι ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνονται και αποκοπές γυναικείων κρανίων γεγονός που ενισχύει τις ενδείξεις της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των ατόμων που ενταφιάζονται στον βράχο (Benz 2010: 263). Στο σύνολο τους δηλαδή, ως σήμερα, από τα ταφικά κατάλοιπα της θέσης έχουν ταυτοποιηθεί τουλάχιστον 7 ομαδικοί πρωτογενείς ενταφιασμοί μέσα σε απλούς λάκκους και αρκετές αποκοπές κρανίων. Αν και τα δημοσιευμένα στοιχεία δεν είναι επαρκή τονίζεται ότι ορισμένες ενδείξεις διαφοράς στην οργάνωση του χώρου της ταφής των ατόμων που παρατηρούνται με τη λίθινη επισήμανση κάποιων ενταφιασμών πιθανόν να μη συσχετίζεται με τις ταφές αλλά να συνδέεται χρονικά με επόμενη χρήση του χώρου και άλλες λειτουργίες. Τέλος, επιπρόσθετο στοιχείο διαφοροποίησης των κυνηγητικών ομάδων που εγκαθίστανται στη θέση της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου συνθέτουν τα συνοδευτικά ταφικά αντικείμενα χωρίς, όμως, να πιστοποιούν διαφορές στη μεταχείριση των ατόμων. Έτσι, στις νεκρικές αποθέσεις εντοπίστηκαν ζωικά κατάλοιπα ακόμη και εξαιρετικών ειδών όπως αλόγου, κρεμαστά κοσμήματα και μάζες ώχρας που, ωστόσο, θεωρούνται 48

50 αντικείμενα προσωπικού στολισμού των ατόμων (Koutsadelis 2007: 41, Bar-Yosef 1991: 89, Belfer-Cohen 1995: 14). 3. Ain el-saratan (Azraq 18) Η ανοικτή θέση Ain el-saratan (Azraq 18) βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας της όασης Azraq η οποία τοποθετείται στην επικράτεια της σημερινής Ανατολικής Ιορδανίας και είναι η μοναδική ως σήμερα ταυτοποιημένη Νατούφια θέση στην περιοχή της όασης σε άμεση γειτνίαση με τα νερά της πηγής Azraq el- Shishan. Βέβαια, η θέση αυτή φαίνεται να κατοικήθηκε και σε προηγούμενες περιόδους της Επιπαλαιολιθικής περιόδου από ομάδες κυνηγών τροφοσυλλεκτών καθώς η ύπαρξη διαθέσιμων υδάτινων πόρων που ευνοούσαν τη συγκέντρωση ειδών της χλωρίδας και πανίδας στην περιοχή πιθανολογείται ότι αποτέλεσε τον αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή της για την εγκατάστασή τους. Ωστόσο, η Νατούφια φάση κατοίκησης στην κοιλάδα πιστεύεται ότι ήταν εποχική και περιορισμένη καθώς διαπιστώθηκε να συμπίπτει χρονικά με την αναδιάταξη του τοπίου και την υποχώρηση των υδάτων της προϊστορικής λίμνης Lisan. Έτσι, σύμφωνα με τις μετρήσεις σε δείγματα γύρης από τον πυθμένα της λίμνης η εγκατάσταση των συγκεκριμένων ομάδων χρονολογείται στα χρόνια πριν από σήμερα (Garrard 1991: 236). Η μοναδική αυτή ανοικτή θέση των Νατούφιων ομάδων στην πεδιάδα θεωρείται η βασική τους καθώς με τα ως τώρα στοιχεία έχει αποκλειστεί η πιθανότητα επιπλέον επικουρικών θέσεων στην περιοχή ενώ το σύνολο των εντοπισμένων χρηστικών αντικειμένων, η παρουσία καταλοίπων της χλωρίδας και πανίδας και οι ενταφιασμοί ενισχύουν αυτές τις υποθέσεις των ερευνητών. Έτσι, από τη θέση συγκεντρώθηκε πληθώρα ευρημάτων, δηλαδή, μεγάλος αριθμός από λεπίδες τύπου ημισελήνων - χαρακτηριστικές της εργαλειοθήκης της πρώιμης Νατούφιας περιόδου (τύπου Helwan retouched), οστά - κυρίως της γαζέλας - και άλλων ειδών της πανίδας, φυτικά κατάλοιπα, οστέινα διακοσμητικά αντικείμενα, βασάλτης και εργαλεία προπαρασκευής της τροφής. Επιπλέον, αν και η χιλιομετρική απόσταση του τόπου από τις ακτές της Μεσογείου είναι μεγάλη, από τη θέση συγκεντρώθηκαν και 25 όστρεα dentalium, γεγονός που θεωρείται ενδεικτικό στοιχείο των πιθανών διακοινοτικών επαφών που εκτιμάται ότι είχαν οι εγκατεστημένες ομάδες της περιοχής (Webb and Edwards 2002: 119, Garrard 1991: ). Παράλληλα, στη θέση εντοπίστηκαν τουλάχιστον 11 ανθρώπινες αποθέσεις σε απλούς ομαδικούς λάκκους αλλά τα σκελετικά κατάλοιπα είναι σε κακή διατήρηση η οποία δεν επιτρέπει τη ραδιοχρονολόγησή τους. Ωστόσο, η μερική μελέτη που έγινε σε δείγματα του υλικού πιθανολογεί την παρουσία 2 ή 3 ενηλίκων γυναικών, ενός ή 2 ενηλίκων ανδρών, ενός εφήβου 10 ετών και 2 νεογνών 1-2 και 4-8 ετών αντίστοιχα αν και η εξέταση του ανθρωπογενούς υλικού δεν έχει ολοκληρωθεί κι έτσι δεν υπάρχουν ακριβή και επαρκή στοιχεία για τον συνολικό αριθμό των ατόμων (Koutsadelis 2007: 40, Garrard 1991: 240). Ελλειπή, κατά συνέπεια, είναι τα στοιχεία και για τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις πιθανές ασθένειες τους, πέραν μιας εξακριβωμένης περίπτωσης ενήλικα 49

51 άνδρα σε ώριμη ηλικία που διαπιστώθηκε να έχει μικρής μορφής πάθηση στους σπονδύλους, ενώ ανιχνεύθηκαν ακόμη ίχνη βαφής ώχρας στο κρανίο του, στοιχείο που οδηγεί τους ερευνητές στην υπόθεση της αφαίρεσης της σάρκας πριν από τη διαδικασία του ενταφιασμού. Επιπλέον, η απουσία αρκετών οστέινων τμημάτων του συγκεκριμένου σκελετού οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα της δευτερογενούς ταφής του ατόμου (Valla 1994: 179, Garrard 1991: 240). Συνολικά από τη θέση ανασύρθηκε το ανθρωπογενές υλικό πιθανόν 11 ατόμων που κατά τα φαινόμενα αποτελούν κυρίως δευτερογενείς ομαδικούς ενταφιασμούς. Επιπρόσθετα, η μορφή όλων των κατασκευών είναι απλοί λάκκοι στο χώμα κι εντοπίστηκαν πέραν των ορίων κατοίκησης χωρίς να δημοσιεύονται ακριβείς περιγραφές σχετικά με την πιθανότητα σταθερής τοποθέτησης των ατόμων ως προς τον προσανατολισμό τους ενώ σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα δεν έχουν επισημανθεί στοιχεία που να υπονοούν έμφυλες ή ηλικιακές ανισότητες σχετικά με τη μεταχείριση των νεκρών. Τέλος, δεν εντοπίστηκαν συνοδευτικά ταφικά αντικείμενα με μοναδική εξαίρεση έναν ενταφιασμό όπου διαπιστώθηκε η ύπαρξη κομματιών ώχρας σε μορφή σβόλων (Koutsadelis 2007: 41). 4. Wadi Hammeh 27 Η ανοικτή Πρώιμη Νατούφια θέση Wadi Hammeh 27 βρίσκεται στα όρια της κοιλάδας του Ιορδάνη στα σημερινά εδάφη της βορειοανατολικής Ιορδανίας, 2 χιλιόμετρα νοτίως της αρχαίας Πέλλας και την ζώνη της περιοχής που σχηματίζουν εδάφη με στέπα βρέχει ο παραπόταμος του Ιορδάνη Wadi al-hammeh. Ο τόπος θεωρείται από τους ερευνητές προνομιακός καθώς κατά την περίοδο του Τελικού Πλειστόκαινου τοποθετούνταν δυτικά της αποξηραμένης αρχαίας λίμνης Lisan σε ένα περιβάλλον που φαίνεται να διέθετε πληθώρα διατροφικών πηγών ακόμη και κατά τη διάρκεια της φάσης των Τελευταίων Παγετώνων (LGM) λόγω του χαμηλού υψομέτρου και της παρουσίας πολυετών πηγών από τις όχθες των ποταμών Hammamat Abu Dhabla και Wadi Jirm. Έτσι, στα τοπικά εδάφη κάτω από το γειτονικό όρος Tabaqat Fahl γύρω από τη λίμνη Lisan αναπτύσσονταν εκτάσεις με πλούσια terra rosa χώματα και δάση τα οποία φαίνεται πως αποτελούσαν χώρο κυνηγιού και αναζήτησης άγριων δημητριακών και καρπών για τις κυνηγητικές ομάδες. Επιπλέον, όλες οι ενδείξεις της θέσης, που τοποθετείται στα όρια της λεγόμενης πυρηνικής ζώνης ανάπτυξης των Νατούφιων οικισμών στο Levant, συνηγορούν στη μακρά διάρκεια της χρονικής εκμετάλλευσής της με πιθανή την εγκατάλειψη της χρόνια περίπου πριν από σήμερα, ενώ θεωρείται η καλύτερα διατηρημένη ταφική θέση των Νατούφιων ομάδων ως τις μέρες μας (Webb and Edwards 2002: 104, Edwards 1991: 124). Μικρής έκτασης ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν την περίοδο από τη διεπιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου του Sydney παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία, αν και επισημάνθηκε με βάση τις έρευνες κι εξαιτίας των διαπιστωμένων μεταβολών στη διαμόρφωση του τοπίου ότι πιθανολογείται η επίπεδη αυτή θέση να εκτείνονταν σε μεγαλύτερο εύρος. Παράλληλα, τα στρώματα κατοίκησης διαχωρίστηκαν σε αριθμημένες φάσεις (φάση 1 η ανώτερη ως 4 η κατώτερη) ενώ τα διάσπαρτα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα, οι σύνθετες αρχιτεκτονικές 50

52 κατασκευές, τα λίθινα και οστέινα εργαλεία με τον χαρακτηριστικό τύπο ημισελήνου της Πρώιμης περιόδου (Helwan retouched), τα κοσμήματα, ο βασάλτης και η ώχρα, τα όστρεα dentalium, το ζωικό και φυτικό υλικό εντοπίστηκαν στην περιοχή που εκτείνεται στα δυτικά όρια της θέσης. Η ευκολία πρόσβασης στην ανοικτή αυτή θέση και η διάσωση του πλήθους των εντοπισμένων καταλοίπων από το σύνολο του υλικού πολιτισμού των Νατούφιων ομάδων παρείχε τη δυνατότητα πολλαπλής χρονολόγησης. Έτσι, η ραδιοχρονολόγηση που έγινε σε δείγματα απανθρακωμένων σπόρων που προέρχονται από την ταξινομημένη κατώτερη φάση 1 απέδωσε τις τιμές ± 150, ± 160, ± 160 χρόνια πριν από σήμερα ενώ η αντίστοιχη μέτρηση σε όστρεα προερχόμενα από τα ανώτερα στρώματα των Νατούφιων επιχώσεων έδωσε την τιμή ± 120 χρόνια πριν από σήμερα (Boyd 2012: 363, Al-Shorman and Khwaileh 2011: 92, Webb and Edwards 2002: 105, Edwards 1991: 128). Ανθρώπινα κατάλοιπα εντοπίστηκαν στο στρώμα της φάσης 4 μέσα σε λάκκο που περιείχε το υλικό μιας πρωτογενούς ταφής (Homo 1) η οποία τοποθετήθηκε ακριβώς κάτω από το έδαφος μιας κατασκευής (κτίριο 1). Ο λάκκος καλύπτονταν με λίθο κάτω από το σημείο μιας εστίας της κατασκευής που αποδίδεται σε στρώματα της προηγούμενης φάσης εγκατάστασης (φάση 3) ενώ το εσωτερικό του περιείχε καμένα ανθρώπινα οστά και λίθινα και οστέινα αντικείμενα με ίχνη καύσης. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πρόκειται για μια ταφή ενήλικα άνδρα περίπου 35 ετών (Homo 1) του νεκρού που εντοπίστηκε στο αριστερό τμήμα του λάκκου ενώ η τοποθέτηση παρουσιάζει ιδιομορφία. Δηλαδή, αν και βρέθηκε σε σφικτή συνεσταλμένη στάση, ο προσανατολισμός του κεφαλιού ήταν προς την δύση, των ποδιών προς την ανατολή και του προσώπου προς τον βορρά ενώ ο δεξιός ώμος στο σημείο του αγκώνα ήταν τυλιγμένος έτσι ώστε το χέρι να ακουμπά πίσω από το κρανίο. Η διατήρηση του απανθρακωμένου υλικού παρέμενε καλή κι έτσι η ραδιοχρονολόγηση που πραγματοποιήθηκε σε δείγματα άνθρακα απέδωσε την τιμή ± 80 χρόνια πριν από σήμερα. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές και τις αποκλίνουσες τιμές από τις μετρήσεις σε δείγματα φυτικών καταλοίπων η ένδειξη θεωρείται παραπλανητική. Επιπλέον, στο νότιο όριο της προαναφερόμενης ταφής εντοπίστηκε λιθοσωρός ο οποίος κάλυπτε τα υπολείμματα θραυσμάτων ενός δεύτερου ατόμου αλλά η διατήρησή τους είναι αποσπασματική καθώς το πρόσωπο και η λεκάνη είχαν συνθλιβεί και το τμήμα του θώρακα βρέθηκε πακτωμένο με ασβεστολιθική λίθο που κατά τα φαινόμενα τοποθετήθηκε πριν το ξαναγέμισμα του τάφου. Ο ενταφιασμός αυτός του ατόμου βρέθηκε συνοδευόμενος από προσωπικά οστέινα χρηστικά αντικείμενα, καμένο πυρίτη και ζωικά κατάλοιπα (Webb and Edwards 2002: 107). Ακόμη, στο νοτιοδυτικό τμήμα μιας 2 ης πιο σύνθετης οικιστικής κατασκευής (κτίριο 2) εντοπίστηκε σε λάκκο με επισήμανση του χώρου και ίχνη καύσης μια επιπλέον συλλογική ταφή τουλάχιστον 5 ενηλίκων ατόμων (H. 2-6) αλλά τα αποσπασματικά οστά που συγκεντρώθηκαν σε κακή διατήρηση οδηγούν στην υπόθεση της διαδοχικής δευτερογενούς απόθεσής τους ενώ κατά τον Κ. Κουτσαδέλη η διαπίστωση ότι καταγράφηκαν μόνο υπολείμματα κρανίων ίσως να δηλώνει έμμεσα τη δευτερογενή μεταχείριση της πρακτικής των αποκοπών τους (Koutsadelis 2007: 40). Σε μία και μοναδική ταφή (H. 3) που εντοπίστηκε σε έντονα συνεσταλμένη θέση 51

53 στον ομαδικό αυτό λάκκο περιέχονταν συνοδευτικά αντικείμενα καθώς επάνω στο σαγόνι του νεκρού βρέθηκε τοποθετημένο κόσμημα κατασκευασμένο από 27 χάντρες dentalium και τα μακρά οστά έχουν ίχνη ώχρας. Παράλληλα, από τις εσωτερικές αποθέσεις και των δυο αυτών αρχιτεκτονικών κατασκευών της θέσης συλλέχθηκαν 19 επιπλέον αποσπασματικά ανθρώπινα μέλη - κυρίως κρανία παιδιών, εφήβων και ενηλίκων - με ίχνη καύσης. Οι αναλύσεις που έγιναν στα δείγματα του υλικού πιστοποιούν διαφορές στο βαθμό χρονικής έκθεσης των ατόμων στη φωτιά. Ωστόσο, ο προσδιορισμός του αριθμού τους, του φύλου και της ηλικίας τους εξαιτίας της κακής διατήρησης των καταλοίπων είναι αδύνατος (Webb and Edwards 2002: 109, Edwards 1991: 146, Belfer-Cohen 1995: 14). Επιπρόσθετα, κάτω από ελάχιστα μέτρα βάθους στο ανώτερο στρώμα μιας άλλης δομικής κατασκευής η οποία αποδίδεται σε ομάδες της Νατούφιας περιόδου εντοπίστηκε λακκοειδής ατομική ταφή κι επισήμανση του χώρου με απλές λίθους. Ο ενταφιασμός αυτός περιείχε 12 οδοντικά κατάλοιπα βρέφους με πιθανή την ηλικία των 2-3 ετών αλλά σύμφωνα με τους ανασκαφείς η περαιτέρω ανάλυση της ακριβούς στρωματογραφικής θέσης της ταφής ίσως να αποδείξει ότι προέρχεται από μεταγενέστερη φάση κατοίκησης (Webb and Edwards 2002: 110). Η εργαστηριακή, πάντως, ανάλυση που έγινε στα δείγματα του οστεολογικού υλικού παρείχε πλήθος πληροφοριών για τον τρόπο ζωής των Νατούφιων ομάδων στην περιοχή. Έτσι, τα ολικά στοιχεία της μελέτης των καταλοίπων συγκλίνουν στη γενική ευρωστία των ατόμων, χωρίς ίχνη ισχυρών τραυμάτων, ενώ οι ενδείξεις της μικρής οδοντικής φθοράς που επισημάνθηκαν αποτελούν μάλλον τυπική παθολογία σε όλους τους εντοπισμένους Νατούφους πληθυσμούς. Ωστόσο, από το σύνολο των καταλοίπων διαγνώστηκαν 2 μοναδικές εξαιρέσεις με αρκετά σοβαρές παθήσεις. Έτσι, ένα δολιχοκέφαλο άτομο (H. 1) με ίχνη παθολογικών κρανιακών μολύνσεων, αρθρίτιδα στο γόνατο και εξόστωση στην κνήμη είχε κι επιπρόσθετα τραύματα, χωρίς ολική επούλωση, κι ανιχνεύθηκαν σε τμήματα του κρανίου του τα οποία πιθανόν να οδήγησαν στο θάνατο του σε μικρό χρονικό διάστημα μετά από αυτά. Αξιοσημείωτη, όμως, είναι η μεγάλη ευρωστία που εμφανίζει το δεξί του χέρι, γεγονός που κατά τους ερευνητές πιθανόν να συνδέεται με τις κυνηγητικές ικανότητες που απαιτούνταν από τον αρσενικό πληθυσμό των Νατούφιων. Η 2 η παθολογική περίπτωση καταγράφηκε στις μετρήσεις ενός επιπλέον κρανίου (H. 2) το οποίο προέρχεται από το συλλογικό ενταφιασμό με τις ενδείξεις καύσεων. Οι αναλύσεις, λοιπόν, του υλικού δείχνουν άτομο πιθανόν νεαρής ηλικίας, βραχυκέφαλο, με αναιμία (cribra orbitalia) η οποία αποδίδεται στις διατροφικές ελλείψεις στην ηλικία της ανάπτυξής του ενώ πιθανή θεωρείται και η ιδιαίτερη μεταχείρισή του καθώς παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στο βαθμό έκθεσης στη φωτιά σε σχέση με το υπόλοιπο απανθρακωμένο υλικό της ταφής (Webb and Edwards 2002: ). Στο σύνολο τους τα ταφικά κατάλοιπα της θέσης συνθέτουν τουλάχιστον 7 κυρίως πρωτογενείς ενταφιασμούς εντός των οικιστικών ορίων της. Οι έρευνες, όμως, απέδειξαν ότι οι ταφικές πρακτικές των ομάδων που εγκαθίστανται στη θέση δεν ακολουθούν συγκεκριμένο τυπικό καθώς τα σκελετικά κατάλοιπα ανασύρθηκαν από ανομοιογενείς ταφές ποικίλης ταφικής μεταχείρισης που συναντούμε και στις 3 52

54 περιόδους της παρουσίας των Νατούφιων. Έτσι, αποκαλύφθηκαν ταφές πρωτογενείς ατομικές αλλά και ομαδικές, μέσα σε κατασκευές που μετατράπηκε η λειτουργία τους, με πρόνοια επισήμανσης του σημείου απόθεσης, με συνοδευτικά προσωπικά αντικείμενα και ίχνη ώχρας ενώ καταγράφηκε η ύπαρξη τουλάχιστον μιας δευτερογενούς γυναικείας ταφής όπως επίσης ενταφιασμοί που πιθανόν να αντανακλούν την πρακτική των αποκομμένων κρανίων. Ωστόσο, κοινός είναι ο τύπος όλων των κατασκευών καθώς οι ενταφιασμοί τελούνται μέσα σε απλούς λάκκους ενώ η μοναδική διαφορά που εντοπίστηκε συνδέοντας μια ταφή με την εστία ενός κτιρίου (Koutsadelis 2007: 40) πιθανόν να είναι συμπτωματική. Αντιθέτως, ποικιλία παρουσιάζει η τοποθέτηση των ατόμων χωρίς, όμως, να διαπιστώνεται καμία παγιωμένη προτίμηση. Επιπλέον, πιθανές ενδείξεις έμφυλης ή ηλικιακής διαφοράς δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν καθώς ακόμη και τα απανθρακωμένα οστά αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα όλων των ηλικιών ενώ σύμφωνα με τους ερευνητές η ταφική συνοδεία διακοσμητικών αντικειμένων δεν συνιστά ένδειξη διαφοράς παρά στοιχείο προσωπικού στολισμού όπως και η παρουσία μάζας ώχρας αλλά πιθανόν να αντικατοπτρίζουν μη παγιωμένες μορφές τελετουργικής μεταχείρισης των νεκρών (Webb and Edwards 2002: 119). Με την ίδια λογική, κατά τους ανασκαφείς της θέσης, η σύνδεση των ενταφιασμών με πρώην χώρους κατοίκησης που έχει επισημανθεί και σε άλλες θέσεις των Νατούφιων ομάδων κρίνεται ως απλή αλλαγή της λειτουργικής τους χρήσης και όχι ως ιδεολογικά σκόπιμη ενώ η εσκεμμένη χρήση λίθων που πιστοποιείται μόνο στην περίπτωση της ταφής (H. 1) με την τοποθέτηση λίθου επάνω στον θώρακα του ατόμου καταγράφεται ως η μόνη εξαίρεση του συνολικού κανόνα. Εξίσου μοναδική είναι και η περίπτωση των κρανιακών θραυσμάτων τα οποία προέρχονται από την ομαδική ταφή με τα ίχνη καύσης στον οριοθετημένο χώρο με την επισήμανση του αλλά είναι αδύνατη με τα ως τώρα δεδομένα τόσο η δυνατότητα ερμηνείας όσο και του χρόνου αποτέφρωσης του υλικού που ήρθε στο φως σε ανάμειξη με άλλα απανθρακωμένα αντικείμενα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογική αυτή ταφή των τουλάχιστον 5 ατόμων παρουσιάζει αναλογίες με την ταφή που εντοπίστηκε στην Πρώιμη Νατούφια θέση Erq el-ahmar από τον F. Neuville ενώ τα σκελετικά κατάλοιπα έχουν ομοιότητες με το εντοπισμένο υλικό που έχει ίχνη σκόπιμης καύσης και προέρχονται από την Πρώιμη θέση Kebarah (Koutsadelis 2007: 41, Webb and Edwards 2002: , Valla 1994: 176). Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης της Μέσης και Ύστερης Νατούφιας περιόδου ( / χρόνια πριν από σήμερα) 1. Nahal Oren (Wadi Fallah) Η θέση της Ύστερης Νατούφιας περιόδου βρίσκεται στα σημερινά γεωγραφικά όρια του Ισραήλ σε απόσταση 10 χιλιομέτρων νότια από την πόλη της Παλαιστινιακής Αρχής Haifa και συμπεριλαμβάνεται στις τοποθεσίες της μεσογειακής ζώνης του νότιου Levant στους πρόποδες του όρους Carmel. Η αρχαιολογική θέση ορίζεται τόσο από το σπήλαιο της δυτικής πλαγιάς του ορεινού όγκου όσο και από την επίπεδη έκταση που απλώνεται στα χαμηλά της όχθης του ποταμού Nahal Oren αλλά λόγω της κάλυψης του τοπίου από πυκνή βλάστηση - οι πρόσφατες έρευνες 53

55 στην περιοχή έφεραν στο φως 5 νέα σπήλαια με υλικά κατάλοιπα του Νατούφιου πολιτισμού - είναι αδύνατη ακόμη και σήμερα η ακριβής οριοθέτηση κι ο προσδιορισμός της (Nadel at al. 2012: 81, Nadel and Rosenberg 2011: 4, Grosman at al. 2005: 6). Η δημιουργία οικολογικών ζωνών και η παρουσία πολυετών και εποχικών υδάτινων πηγών στο ευρύτερο τοπίο της στέπας το οποίο σχηματίζεται ανάμεσα στο σπήλαιο και τις όχθες του ποταμού - η ονομασία του ποταμού Nahal Oren μεταφράζεται Ροή του Πεύκου - συνθέτουν ένα κατάλληλο περιβάλλον που φαίνεται να προσφέρονταν στις ομάδες των Επιπαλαιολιθικών κυνηγών τροφοσυλλεκτών για μακροχρόνια κατοίκηση. Κι αυτό υποστηρίζεται και από τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποδεικνύουν τη συνεχή εκμετάλλευση της περιοχής για αιώνες καθώς έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα που αποδίδονται σε κυνηγητικές ομάδες από την Ανώτερη Παλαιολιθική ως και τους Νεολιθικούς γεωργούς. Εξίσου μεγάλο, όμως, φαίνεται να είναι το χρονολογικό όριο της εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων στην περιοχή με ενδείξεις μονιμότητας στην κατοίκιση, γεγονός που ενισχύεται από τον εντοπισμό πολυάριθμων ευρημάτων της περιόδου - αγγίζει τα περίπου - όπως οι δομικές κατασκευές, οι λεπίδες τύπου μικρολίθων που χαρακτηρίζουν την εργαλειοθήκη της περιόδου (lunate microliths), τα ογκολιθικά γουδιά τύπου stone pipe από βασάλτη, τα εργαλεία επεξεργασίας της τροφής και τα αγκαθωτά καμάκια, τα εγχάρακτα αντικείμενα και τα ζωόμορφα ειδώλια. Αλλά κυρίως, η ιδιαιτερότητα στη χρήση της θέσης από τις ομάδες των τελευταίων κυνηγών, ώστε να θεωρείται μια από τις βασικές τους, επισημαίνεται από τον εντοπισμό ενός οργανωμένου νεκροταφείου που περικλείει στο εσωτερικό του αρχιτεκτονικές κατασκευές, εστίες και ταφές ατόμων που βρέθηκαν in situ με κοινά στοιχεία τα οποία παραπέμπουν αποκλειστικά στους ενταφιασμούς οι οποίοι προέρχονται από τη θέση Mallaha που θα περιγράψουμε παρακάτω (Bocquentin 2007: 68, Grosman at al. 2005: 6, Noy 1991: 557). Τις πρώτες, λοιπόν, επιτόπιες έρευνες με την βοήθεια μελών διεπιστημονικής ομάδας όπως και τις πρώτες ανασκαφικές τομές πραγματοποίησε ο M. Stekelis το 1942 και στη συνέχεια μεταξύ συνεργάστηκε με τον Τ. Noy (Stekelis at al. 1960: 118). Στη φάση αυτή των ερευνών εντοπίστηκε το νεκροταφείο και άλλες εγκαταστάσεις που όμως αποδίδονται στην Νεολιθική περίοδο. Στη συνέχεια το ερευνητικό πρόγραμμα του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και του Πανεπιστημίου του Cambridge δίνει την δυνατότητα από το 1969 ως το 1971 στους T. Noy, Ε. Higgs και Α. Legge να ερευνήσουν περαιτέρω την περιοχή όμως η αναμόχλευση που διαπιστώθηκε στα στρώματα των τομών δεν επέτρεψε να αποτυπωθούν με ακρίβεια οι υποδιαιρέσεις των φάσεων κατοίκησης στη θέση. Παρόλα αυτά, δηλαδή αν και αρχικά δεν καταφέρανε να αντιστοιχίσουν στρωματογραφικά τη Νατούφια περίοδο σε κάποια συγκεκριμένη υποδιαίρεση της χρονικής διαδοχής, ο L. Grosman αναφέρει ότι οι M. Stekelis και T. Noy εντυπωσιασμένοι από το πλούσιο σε όγκο υλικό της θέσης έσπευσαν να δηλώσουν ότι τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού και των ζώων που βρέθηκαν στο χώρο φαίνεται να δείχνουν ότι οι Νατούφιοι έποικοι άλλαξαν την οικονομία και τον τρόπο της ζωής τους (Grosman at al. 2005: 7). Ωστόσο, σε νεότερες προσπάθειες επαναξιολόγησης της στρωματογραφικής αλληλουχίας, με τη βοήθεια διεπιστημονικών ομάδων, διαχωρίστηκαν 2 διακριτές φάσεις κατοίκησης της θέσης από τις Νατούφιες ομάδες με τις απόλυτες τιμές που προέρχονται από τα δείγματα 54

56 των καταλοίπων να ορίζουν την περίοδο αυτή στα χρόνια πριν από σήμερα. Όπως προαναφέρθηκε, ο εντυπωσιακός όγκος των ευρημάτων καλύπτει όλες τις μορφές του υλικού πολιτισμού των συγκεκριμένων ενοτήτων. Έτσι, στη θέση εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικές κατασκευές, εργαλεία προπαρασκευής της τροφής, μεγαλιθικά γουδιά τύπου stone pipe, πλήθος ζωικών οστών - κυρίως της γαζέλας αλλά και άλλων ειδών, δείγματα της χλωρίδας, μεγάλος αριθμός λεπίδων και ταφικό σκελετικό υλικό που αποδίδονται στις Νατούφιους (Nadel at al. 2012: 82, Nadel and Rosenberg 2011: 4, Grosman at al. 2005: 6). Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες έρευνες των M. Stekelis και T. Noy οι λεπτού πάχους φάσεις που αφορούν τη Νατούφια περίοδο εγκατάστασης αρχικά διαχωρίστηκαν χονδρικά με την ανώτερη στην χρονική διαδοχή της στρωματογραφίας να περιέχει μεγαλύτερο όγκο ευρημάτων (Noy 1989: 53). Δηλαδή η κατώτερη περιελάμβανε ένα λίθινο περίβολο και ελάχιστα ανθρώπινα κατάλοιπα ενώ στην ανώτερη εντοπίστηκε το νεκροταφείο μέσα από το οποίο συλλέχθηκαν τμήματα υπολειμμάτων από το σύνολο περίπου 20 ταφών που πραγματοποιήθηκαν κυρίως σε ατομικούς ενταφιασμούς χωρίς να επισημαίνονται ενδείξεις διαφοράς στη μεταχείριση των ατόμων (Grosman at al. 2005: 7). Αξιοπρόσεκτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και οι λίθινες κατασκευές οι οποίες εντοπίστηκαν στο οργανωμένο νεκροταφείο φανερώνουν εργασία που απαιτεί κοπιαστική συνεργασία πολλών ατόμων και δαπάνη χρόνου. Αυτό γίνεται ορατό τόσο στο δυτικό του όριο που φαίνεται να διακόπτεται από μια δρομική κατασκευή που οδηγεί προς το όρος Carmel όσο και από το εσωτερικό του όπου εντοπίστηκε ογκώδης λίθινη κυκλική εστία διαμέτρου 1.2 μέτρων και επιπλέον άλλες 2 κατασκευές που οι ερευνητές θεωρούν ότι δημιουργήθηκαν πιθανόν για τελετουργική και μόνο χρήση (Bar-Yosef 1988: 164, Stekelis at al. 1960: 119). Ενισχυτικό στοιχείο των υποθέσεων αυτών είναι η επισήμανση του T. Noy ότι οι διάσπαρτες μικρές κυκλικές λίθινες κατασκευές εντοπίστηκαν σε ολόκληρο το χώρο του οργανωμένου χώρου των ενταφιασμών (Noy 1989: 56) όπως επίσης κι ότι το εσωτερικό του νεκροταφείου περιείχε μαζί με τις ανθρώπινες ταφές και πλήθος αντικειμένων - λίθινα και οστέινα εργαλεία, λεπίδες, ζωικά και φυτικά κατάλοιπα, αγγεία και βασάλτη. Έχοντας, λοιπόν, ως κριτήριο τη συγκέντρωση των καταλοίπων, την παρουσία των οστέινων εργαλείων και τα ίχνη καύσης που εντοπίστηκαν γύρω από μια εστία στο νεκροταφείο ο T. Noy παρατήρησε ότι αυτά δεν μπορεί να μη συνδέονται άμεσα μεταξύ τους κι επιπλέον διατύπωσε την εκτίμηση ότι ίσως όλα να υποκρύπτουν τελετουργικές πράξεις που πιθανόν να συντελούνταν κατά τη διάρκεια των ενταφιασμών. Σύμφωνα με τον ίδιο (Noy 1989: 55), οι νεκρικές αποθέσεις που ανασύρθηκαν από τον περιβάλλοντα χώρο της εστίας θεωρούνται άμεσα συνδεόμενες με την ύπαρξή της ενώ η τοποθέτηση πολλών νεκρών με θέση προς τον βορρά, δηλαδή προς την πλαγιά όπου βρίσκεται η σπηλιά κατοίκισης, πιθανόν να υπονοεί την ουράνια πίστη των κυνηγών (Nadel at al. 2012: 82, Nadel and Rosenberg 2011: 5, Koutsadelis 2007: 41). Καθώς, όμως, τον τόπο οι Νατούφιες ομάδες φαίνεται να τον εκμεταλλεύονται για πολλά χρόνια δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υποδηλώνεται η προσπάθεια σύνδεσής τους με το 55

57 παρελθόν τους όπως και η πιθανότητα της παγίωσης δεσμών μνήμης με το γενεαλογικό δέντρο κάποιων μετακινούμενων πληθυσμών. Αν και τα διαγνωστικά στοιχεία παρουσιάζουν ομοιότητες στη μεταχείριση των νεκρών, χωρίς ενδείξεις διαφοράς μεταξύ των ατόμων (Grosman at al. 2005: 7), οι ενταφιασμοί που πραγματοποιούνται στο νεκροταφείο της θέσης παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις. Έτσι, στον οργανωμένο αυτό χώρο φαίνεται πως κυριαρχούν οι ατομικές ταφές - παρά την ύπαρξη και ομαδικών αποθέσεων 2-3 ατόμων - ενώ μεγάλος δείχνει να είναι και ο αριθμός των πιθανών δευτερογενών ενταφιασμών. Ανάλογη εικόνα παρατηρείται και στην τοποθέτηση των ατόμων καθώς, αν και στις περισσότερες ταφές οι σκελετοί εντοπίστηκαν σε συνεσταλμένη θέση, κάποιοι βρέθηκαν στο πλάι, άλλοι σε ύπτια κι ελάχιστοι ανάποδα. Επιπλέον στοιχεία διαφοροποιήσεων επισημαίνονται και στην κατασκευή των τάφων όπου κάποιοι έχουν μορφή κιβωτιόσχημη ενώ άλλοι βρέθηκαν καλυμμένοι με λίθους και κάποιοι με τοποθετημένες λίθους κάτω από τα κρανία. Έτσι, η ποικιλία αυτή των πρακτικών αποδίδεται στη μη παγίωση σταθερών ταφικών εθιμικών ενώ η απουσία διαφοράς στη μεταχείριση των νεκρών τονίζεται μέσα από την κοινή ταφή ανδρών και γυναικών που τοποθετούνται συχνά μαζί. Κι αυτό ενισχύεται και από τα δεδομένα των χαρακτηριστικών περιπτώσεων της κοινής ταφής ζευγαριού ενηλίκων με ένα παιδί και της ταφής ενός ζευγαριού που βρέθηκε με στραμμένα τα κρανία κατά πρόσωπο (Mastin 1964: 50, Stekelis at al. 1960: 119, Noy 1989: 55). Ωστόσο, αν και πρέπει να επισημανθεί εξαρχής το γεγονός ότι ολόκληρο το ταφικό υλικό που συλλέχθηκε από τη θέση δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ ως σήμερα (Grosman at al. 2005: 6) ο Noy στο ημερολόγιο του αναφέρει τουλάχιστον 50 κυρίως ατομικές ταφές που προέρχονται και από τις 2 φάσεις εγκατάστασης στη θέση παράλληλα με τα αποτελέσματα μιας οδοντικής μελέτης που έγινε σε δείγμα επί του συνόλου των καταλοίπων που συνάγουν συμπεράσματα για τη διατροφική συμπεριφορά των Νατούφιων ομάδων (Noy 1991: 557, Noy 1989: 53). Έτσι, οι αναλύσεις αυτές απέδειξαν το μεγάλο βαθμό οδοντικής φθοράς που έχουν τα άτομα η οποία κατά τα φαινόμενα συνδέεται με τη μεταβολή του διατροφικού μοντέλου των ομάδων της Τελικής περιόδου και την αλλαγή του τρόπου προπαρασκευής της τροφής τους (Smith 1989: 382). Το 2003 οι επιπρόσθετες αναλύσεις σε δείγματα του ανθρωπογενούς υλικού, τα οποία συμπεριλαμβάνουν 31 ενήλικες, 8 βρέφη και 5 παιδιά, δεν διαπίστωσαν καμία ένδειξη επιπλέον κακώσεων ή παθολογικών ασθενειών, γεγονός που υπερτονίζει τη γενική ευρωστία των ατόμων (Nadel at al. 2012: 82, Nadel and Rosenberg 2011: 5). Στο σύνολο τους, λοιπόν, οι βιβλιογραφικές αναφορές ως σήμερα καταγράφουν τον εντοπισμό τουλάχιστον 45 ενταφιασμών εντός του οργανωμένου ειδικού χώρου του νεκροταφείου οι οποίοι φαίνεται να ακολουθούν ποικίλες ταφικές πρακτικές. Μολονότι οι περισσότερες ταφές αποτελούν ατομικές πρωτογενείς αποθέσεις μέσα σε απλούς λάκκους στο έδαφος (Nadel at al. 2012: 82, Nadel and Rosenberg 2011: 4, Koutsadelis 2007: 40, Mastin 1964: 50) εντούτοις, συχνό φαινόμενο είναι και η χρήση λίθων σφράγισης που τοποθετούνται επάνω από αυτούς ή λίθων οι οποίοι βρέθηκαν περιμετρικά ώστε να περιβάλλουν τον νεκρό ακόμη και εκτός των λάκκων (Nadel and Rosenberg 2011: 5, Koutsadelis 2007: 41) όπως συχνή είναι και η χρήση 56

58 των χαρακτηριστικών ογκολιθικών γουδιών τύπου stone pipe που πιθανόν λειτουργούν ως ταφικά σήματα (Bar-Yosef 1988: 164, Stekelis at al. 1960: 119). Ακόμη, παρά τη διαπιστωμένη ποικιλία στάσεων ως προς την τοποθέτηση των ατόμων η πλειονότητά τους εντοπίστηκε σε συνεσταλμένη θέση ενώ ως προς τον προσανατολισμό τους φαίνεται να υπάρχει σαφής προτίμηση προς το βορρά και το σπήλαιο μολονότι δεν απουσιάζει η τοποθέτησή τους και προς τα αριστερά. Επίσης, από τη συνολική εικόνα που εμφανίζουν τα κατάλοιπα δεν στοιχειοθετούνται ενδείξεις που να οδηγούν σε συμπεράσματα διαφοράς στη μεταχείριση των ατόμων ως προς το φύλο ή την ηλικία αν κι επισημαίνεται ότι ένας αριθμός σκελετών βρέθηκε χωρίς κρανίο. Έτσι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά τοποθετούνται συχνά από κοινού όπως κοινή είναι και η ταφική συνοδεία των ελάχιστων συγκεντρωμένων προσωπικών αντικειμένων - κυρίως βότσαλα, μάζες ώχρας, οστά γαζέλας, χάντρες dentalium της Μεσογείου και λίθινα κοσμήματα (Nadel and Rosenberg 2011: 5, Koutsadelis 2007: 41, Noy 1991: 558, Noy 1989: 56). Τέλος, επισημαίνεται ότι με τη γενική όψη των ενταφιασμών της θέσης παρατηρούνται αναλογίες τόσο στα ευρήματα που προέρχονται από την Πρώιμη ταφική θέση Erq el-ahmar όπου αναφέρθηκε προηγουμένως όσο και από το σπήλαιο Hayonim και τη Mallaha (Eynan) οι οποίες παρουσιάζονται παρακάτω. 2. Hayonim Terrace Η ανοικτή θέση Hayonim Terrace εντάσσεται στο κομμάτι των εδαφών του νότιου Levant σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τις ακτές της Μεσογειακής ζώνης που βρίσκεται στα δυτικά όρια της Γαλιλαίας και σήμερα ανήκει στο τμήμα του βορείου Ισραήλ. Όπως δείχνουν οι έρευνες κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο η περιοχή διέθετε πλούσιες πηγές αναζήτησης τροφής και κυνηγιού καθώς η θέση τοποθετείται στην πεδιάδα που εκτείνεται κάτω από τις βόρειες πλαγιές του όρους Nahal Meged στα εδάφη του επίσης κατοικημένου από Νατούφιες ομάδες σπηλαίου Hayonim (Delage 2013: 450) ενώ τη διαμόρφωση του τοπίου συμπληρώνει ο ποταμός Nahal Yassaf με τους παραποτάμους του. Μολονότι η εκμετάλλευση της εύφορης αυτής πεδιάδας όπου βρίσκεται η αρχαιολογική θέση δεν έχει διακοπεί από τους ντόπιους πληθυσμούς ακόμη και σήμερα η πυκνότητα των συγκεντρωμένων καταλοίπων που είναι διασκορπισμένα σε μεγάλη έκταση - υπολογίζεται σε περίπου τετραγωνικά μέτρα - και το πλήθος των ευρημάτων του υλικού πολιτισμού - αγγίζει τα 17 χιλιάδες αντικείμενα - αποδίδονται σε ομάδες Kebara και Νατούφιων κυνηγών τροφοσυλλεκτών οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή (Henry and Leroi-Gourhan 1976: 392, Davis and Henry 1974: 195). Η θέση ανακαλύφθηκε αρχικά από τον R. Freund το 1965 και ανασκάφηκε από διαφορετικές επιστημονικές ομάδες. Οι πρώτες δοκιμαστικές τομές πραγματοποιήθηκαν από τον D. Henry την περίοδο στην περιοχή που εκτείνεται κάτω από τα νότια όρια του σπηλαίου με προσεκτική συγκέντρωση των καταλοίπων και εργαστηριακές αναλύσεις του βοτανολογικού υλικού (Henry and Leroi-Gourhan 1976: 393). Έτσι, κάτω από ελάχιστο βάθος από την επιφάνεια του εδάφους με ίχνη διαταραχής που προέρχονται από τη σύγχρονη χρήση του περιβάλλοντος χώρου εντοπίστηκαν αρχαιολογικές αποθέσεις της Τελικής Επιπαλαιολιθικής περιόδου με πλούσιο υλικό ενώ τα συνολικά 5 στρώματα που 57

59 ορίστηκαν (στρώμα A-E) διαχωρίστηκαν σε φάσεις κατοίκισης που αποδόθηκαν τόσο σε Νατούφιες ομάδες (στρώμα Β), όσο και σε προηγούμενες τους πολιτισμικές ενότητες. Ωστόσο, στις επόμενες ανασκαφές, που πραγματοποίησε ο F. R. Valla και οι συνεργάτες του, καταγράφονται και Νεολιθικά στρώματα στις αποθέσεις της θέσης (Delage 2013: 451, Munro 2001: 72-75, Tchernov and Valla 1997: 66). Θα πρέπει, επίσης, εδώ να τονιστεί ότι το ζήτημα της χρονολόγησης μεταξύ των ερευνητών οι οποίοι ανέσκαψαν τη θέση παραμένει προβληματικό παρά την προσπάθεια όλων για ακρίβεια. Δηλαδή, κατά τον D. Henry, τα δείγματα του υλικού που προέρχονται από τις κατώτερες Νατούφιες αποθέσεις (στρώμα D-C), τα οποία ραδιοχρονολογήθηκαν και απέδωσαν την τιμή ± 90 χρόνια πριν από σήμερα, αποδεικνύουν την παραμονή των ομάδων για τουλάχιστον χρόνια γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα της μονιμότητας των Νατούφιων κυνηγών στη θέση. Αντίθετα, ο F. R. Valla, με βάση αποκλειστικά και μόνο τα κατάλοιπα της λίθινης εργαλειοθήκης τους, υιοθετεί την άποψη της αποκλειστικής χρήσης του τόπου κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο (Delage 2013: 451, Henry and Leroi-Gourhan 1976: 405). Αναμφίβολα, ο μεγάλος όγκος των καταλοίπων φαίνεται να οδηγεί στη γενική παραδοχή της πολυετούς κατοίκισης της θέσης και για μεγάλο τμήμα του χρόνου παρά τις όποιες ερευνητικές διαφορές στην οπτική και την ερμηνεία των δεδομένων. Έτσι, στην περιοχή εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικές κατασκευές, εστίες και απορριμματικοί λάκκοι ενώ σημαντικός είναι ο αριθμός από αιχμές και λεπίδες, γουδιά κι εργαλεία προπαρασκευής της τροφής. Επιπλέον, συλλέχθηκε πληθώρα τόσο ζωικών καταλοίπων - αριθμητικά υπερέχουν τα οστά γαζέλας - όσο και ειδών βοτανολογικού υλικού - καταγράφηκαν και ίχνη εκμετάλλευσης οσπρίων - ενώ τα όστρεα dentalium και ο πυριτόλιθος που εντοπίστηκαν ενισχύουν τις ενδείξεις της προμήθειας και παροχής υλικών από μεγάλες αποστάσεις και των διακοινοτικών ανταλλαγών των ομάδων. Ωστόσο, αν και το πλήθος των υλικών ενισχύει την πιθανότητα της μακρόχρονης εγκατάστασης των ομάδων στηνθέση αντιθετικά μικρός είναι ο αριθμός των ενταφιασμών που εντοπίστηκαν όπως και των συνοδευτικών τους αντικειμένων (Delage 2013: 451, Boyd 2012: 350, Henry and Leroi-Gourhan 1976: 403, Davis and Henry 1974: 196). Εντούτοις, κάποιοι από το σύνολο των ελάχιστων εντοπισμένων ενταφιασμών έχουν στοιχεία ιδιαιτερότητας που διαφοροποιούν σημαντικά τη θέση από τις υπόλοιπες ταφικές των Νατούφιων ομάδων και σήμερα ερμηνεύονται, ίσως, ως μια μορφή τοπικού προσδιορισμού τους στο χώρο και αναφοράς στο παρελθόν τους. Δηλαδή, επισημαίνεται ότι συνολικά 7 νεκρικές αποθέσεις συγκεντρώνονται στο εσωτερικό 2 κατασκευών σχήματος καμπυλόγραμμου που, σύμφωνα με τον F. Valla, πιθανόν να αποτελέσαν χώρο κατοίκισης όπου μετατράπηκε στο χρόνο η λειτουργική του χρήση με σκοπό να γίνει σημείο αναφοράς των ατόμων στον τόπο. Επιπλέον, τις υποθέσεις αυτές ενισχύουν ακόμη περισσότερο τα εξαιρετικά συνοδευτικά ζωικά κατάλοιπα αλλά και τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, όπως τα κοσμήματα κι οι μάζες ώχρας, τα οποία συγκεντρώθηκαν από τις ταφές αυτές (Tchernov and Valla 1997: 66). 58

60 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα σημαντικό ταφικό εύρημα της Ύστερης περιόδου καθώς από το εσωτερικό των συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών κατασκευών αποκαλύφθηκαν και τα κατάλοιπα μιας ανθρώπινης ομαδικής ταφής 3 ατόμων με τη συνοδεία 2 σκύλων των οποίων η διατήρηση επέτρεψε τη χρονολόγηση τους και απέδωσε την τιμή ± 500 χρόνια πριν από σήμερα. Αν και οστά σκύλων έχουν συγκεντρωθεί και από θέσεις προηγούμενων πληθυσμιακών ενοτήτων της Επιπαλαιολιθικής περιόδου τα οποία σχετίζονται άμεσα με το ανθρωπογενές περιβάλλον, οι συγκεκριμένοι κοινοί ενταφιασμοί σήμερα χαρακτηρίζονται ως οι πρώτες επιβεβαιωμένες ενδείξεις των αρχικών σταδίων εξημέρωσης του είδους με διαπιστωμένες τις μεταβολές στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ζώων κι οδηγούν στο συμπέρασμα της ανάπτυξης συντροφικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των σκύλων και της ένταξης τους στην καθημερινή ζωή. Ομοιότητες συναντούμε στον αντίστοιχο ενταφιασμό με κοινή την απόθεση ανθρώπου και σκύλου, ο οποίος προηγείται χρονολογικά καθώς αφορά την Πρώιμη Νατούφια φάση εγκατάστασης των ομάδων, στη θέση Mallaha (Eynan) που θα παρουσιαστεί αναλυτικά παρακάτω (Johannes 2004: 18, Tchernov and Valla 1997: 66). Η διεξοδική, λοιπόν, καταγραφή της Νατούφιας αυτής ταφής στο εσωτερικό της προαναφερόμενης κατασκευής, με βάση τις μαρτυρίες των ερευνητών, παρουσιάζει τη μορφή εμβρυακού συνόλου και περιγράφει τον εντοπισμό των σκελετικών καταλοίπων συνολικά 3 ανθρώπων (Homo 7, 8, 10) και 2 σκύλων τα οποία φαίνεται να τοποθετήθηκαν με προσεκτικό τρόπο και συμβολικές προεκτάσεις. Δηλαδή, κάτω από διαδοχικά στρώματα με ασβεστολιθικές πλάκες και λίθους που κάλυπταν τον λάκκο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, βρέθηκαν τα τμήματα θραυσμάτων 2 αδιάγνωστων ατόμων κι ενός άνδρα (H. 8) τοποθετημένου σε συνεσταλμένη θέση μαζί με τα κατάλοιπα των σκύλων που συνοδεύονταν από 2 όστρακα χελώνας (Testudo graeca). Παράλληλα, στον ταφικό λάκκο εντοπίστηκαν και κατάλοιπα από γαζέλες με τους ερευνητές να πιθανολογούν τη διαδοχική απόθεση των 3 ατόμων. Ωστόσο, τα συνολικά στοιχεία της κατασκευής, η οποία φαίνεται να απαιτεί επένδυση χρόνου και κόπου, υποδεικνύουν την ιδιαιτερότητα της ταφής αυτής και την πιθανή τελετουργική χρήση του χώρου ενώ η μελετημένη τοποθέτηση των ανθρώπων και των ζώων κι η εμφανής πολιτισμική τους σύνδεση ενισχύουν τις παραπάνω υποθέσεις (Boyd 2012: 364, Tchernov and Valla 1997: 67). Παρά την έλλειψη όποιων άλλων αναλυτικών περιγραφών που να αφορούν τους ενταφιασμούς της θέσης Hayonim Terrace συνολικά εντοπίστηκαν τουλάχιστον 8 ομαδικές ταφές ατόμων με τη γενική εικόνα των δεδομένων να είναι αρκετά συγκεχυμένη. Δηλαδή, στη σημερινή βιβλιογραφία αναφέρεται ότι αν και κατασκευαστικά στο σύνολο τους οι ταφές έχουν τη μορφή απλών λάκκων στο έδαφος με συχνή την παρουσία λίθων σήμανσης του τόπου απόθεσης, σ έναν μικρό αριθμό ενταφιασμών υπάρχουν οι ενδείξεις της δευτερογενούς μεταχείρισης των ατόμων καθώς παρατηρείται μεμονωμένα το φαινόμενο της αποκοπής των κρανίων ως πρόδρομος της διευρυμένης πρακτικής των μετέπειτα περιόδων της Νεολιθικής (PPNA και PPNB). Ωστόσο, όλοι οι ενταφιασμοί φαίνεται να συντελούνται μέσα στα όρια της κατοικημένης περιοχής δίχως να υπάρχουν ενδείξεις που να πιστοποιούν διαφορά στα μέλη της ομάδας κι επισημαίνεται ότι ο διάκοσμος και τα προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα σπανίζουν - εξαίρεση είναι 59

61 το μοναδικό κόσμημα με χάντρες που εντοπίστηκε πιθανόν ως προσωπικό συνοδευτικό αντικείμενο μιας ταφής (Homo 4) - όπως και στην πλειονότητα των ενταφιασμών της Ύστερης Νατούφιας περιόδου. Εξαιρετική, βέβαια, στο σύνολο της είναι η μοναδική ταφή με τη συνοδεία των σκύλων και άλλων ζωικών καταλοίπων που αναφέρθηκε διεξοδικά προηγουμένως. Τέλος, οι μερικές αναλύσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε δείγματα των καταλοίπων πιστοποιούν τη μεταβολή του διατροφικού μοντέλου των ομάδων και τις αλλαγές στη διαδικασία της προπαρασκευής και κατανάλωσης της τροφής τους καθώς διαπιστώθηκαν ίχνη οδοντικών παθήσεων. Παρόλα αυτά, οποιεσδήποτε περαιτέρω οστεολογικές αναλύσεις στο υλικό ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα προσδιορισμού φύλου και ηλικίας των ατόμων δεν έχουν δημοσιευθεί ως σήμερα (Boyd 2012: 364, Winter- Livneh at al. 2012: 2, Koutsadelis 2007: 41, Henry and Leroi-Gourhan 1976: 403). 3. Σπήλαιο Shukbah Η θέση εγκατάστασης των Νατούφιων κυνηγών στον βράχο Shukbah αποτελεί σταθμό στην αρχαιολογική έρευνα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου του Levant. Κι αυτό όχι μόνο γιατί το σπήλαιο αποτελεί την πρώτη εντοπισμένη Νατούφια θέση στο Levant αλλά κι επειδή η D. Garrod εμπνεόμενη από την κοιλάδα του ποταμού Wadi en-natuf ο οποίος ρέει γύρω από το όρος Carmel στην περιοχή που βρίσκεται ο βράχος απέδωσε στη συγκεκριμένη πολιτισμική ενότητα την ονομασία Νατούφιοι ενώ παράλληλα είναι και η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη και δημοσιευμένη θέση με εντοπισμένες ταφικές τους αποθέσεις. Η σημαντικότητα του σπηλαίου διακρίνεται κι από το γεγονός ότι το 2013 η UNESCO το εντάσσει στα προστατευόμενα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς καθώς η διατήρηση του απειλείται από τις συγκρούσεις των αντιμαχόμενων δυνάμεων των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων μιας κι η περιοχή στην οποία βρίσκεται ο βράχος σήμερα τοποθετείται στα εδάφη της δυτικής όχθης της Παλαιστινιακής Αρχής σε απόσταση 28 χιλιομέτρων από την πόλη της Ιερουσαλήμ κι ανάμεσα στις σημερινές πόλεις Haifa και Ramallah. Επιστρέφοντας, όμως, στην Επιπαλαιολιθική περίοδο και την αρχαιολογική αξία του βράχου οι ερευνητές επισημαίνουν τη γειτνίαση του στα βόρεια με τα όρια του ποταμού Wadi en-natuf και στα δυτικά με τα όρια των Ιουδαϊκών λόφων σε μια απόσταση 30 χιλιομέτρων απο τις ακτές της Μεσογείου. Δηλαδή, το σπήλαιο φαίνεται πως βρίσκεται σ ένα τοπίο που συνθέτει ένα προνομιακό περιβάλλον προστασίας πρόσφορο για κατοίκηση από τις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της περιόδου καθώς παρείχε άμεση δυνατότητα αναζήτησης και παροχής πλήθους διατροφικών πηγών από την ευρύτερη περιοχή (Scarre 2005: 208, Weinstein-Evron 2003: 97). Η βραχοσκεπή, αρχικά, εντοπίστηκε από τον άγγλο ιεραπόστολο A. Mallon ο οποίος ενημέρωσε το τοπικό παράρτημα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Ιερουσαλήμ. Έτσι, το πρώτο αποσπασματικό ανασκαφικό έργο ανέλαβε η D. Garrod το 1928 ενώ οι έρευνες συνεχίστηκαν από την ίδια και το 1942 φέρνοντας συνολικά στο φως έναν μεγάλο όγκο αρχαιολογικού υλικού που περιείχε εργαλεία και ίχνη καύσεων, κατάλοιπα της τοπικής πανίδας όπου κυριαρχούν αυτά της γαζέλας, οστέϊνα αντικείμενα και χαρακτηριστικές λεπίδες της Ύστερης Νατούφιας περιόδου τύπου ημισελήνων (lunate microliths). Επιπλέον, ανάμεσα στο συγκεντρωμένο 60

62 υλικό συμπεριλαμβάνονται το αποσπασματικό σκελετικό υλικό ατόμων που ενταφιάζονται εντός του βράχου αλλά και οστά σκύλου που αποτελούν κι εδώ τις πρώτες ενδείξεις του αρχικού σταδίου εξημέρωσης του είδους όπως επισημαίνεται κι από ανάλογα κατάλοιπα που προέρχονται από άλλες Νατούφιες θέσεις. Όμως, λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, οι προσπάθειες για περαιτέρω διερεύνηση του τοπίου διακόπηκε ως σήμερα με εξαίρεση την επιφανειακή έρευνα που πραγματοποίησε ο Br. Boyd το 2000 συλλέγοντας αντικείμενα τόσο από τα βόρεια της ευρύτερης περιοχής εκτός των ορίων του σπηλαίου όσο και από το ανασκαφικό πεδίο της D. Garrod τα οποία δείχνουν να επιβεβαιώνουν τις μοναδικές μέχρι τώρα επίσημες καταγραφές και ερμηνείες που παρέχει αποκλειστικά η ίδια (Weinstein-Evron 2003: 96). Στην σημερινή βιβλιογραφία παρατίθενται οι πρώτες επιτόπιες καταγραφές της D. Garrod και το χρονολογικό εύρος κατοίκησης του βράχου που εκτίμησε ότι φαίνεται να εκτείνεται από την Εποχή του Χαλκού ως την Ύστερη Μουστέρια περίοδο. Παρά τις δυσκολίες του προσδιορισμού ακριβούς στρωματογραφικής ακολουθίας εξαιτίας των ιζηματογενών αποθέσεων, της διάβρωσης του εδάφους και της απουσίας διεπιστημονικής υποστήριξης, για πρώτη φορά στην ιστορία των ερευνών του Levant εντοπίζονται αποθέσεις (στρώμα B) που αποδίδονται στους τελευταίους Επιπαλαιολιθικούς κυνηγούς (Garrod 1937: 13-22). Σύμφωνα, πάντα, με τις περιγραφές της ίδιας το στρώμα έχει πάχος μόλις μέτρα από το σύνολο του βάθους της στρωματογραφίας ενώ τα ευρήματα παρουσιάζουν ομοιότητες με τα αντικείμενα που βρέθηκαν στις τομές της ανασκαφής όπου πραγματοποίησε η ίδια στο σπήλαιο El-Wad. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως σήμερα σε κανένα από τα δείγματα του συγκεντρωμένου υλικού της θέσης δεν έχει πραγματοποιηθεί ραδιοχρονολόγηση ώστε να προσδιορίζονται με ακρίβεια απόλυτες τιμές (Weinstein-Evron 2003: 97, Boyd and Crossland 2000: 755, Bar-Yosef and Valla 1991:1). Μολαταύτα, επισημαίνεται ότι στο ημερολόγιο της η D. Garrod αποδίδει τουλάχιστον 7 ταφές στη Νατούφια περίοδο κατοίκισης (Garrod 1937: 13-22) ενώ το συνολικό αποσπασματικό υλικό πιθανόν να αποτελείται από 6 ενταφιασμούς βρεφών και παιδιών (Homo 1-3, H. 5-7) και ενός ενήλικα (H. 8). Αναλυτικότερα, καταγράφεται ότι τα κατάλοιπα μιας παιδικής ταφής (H. 1) εντοπίστηκαν κάτω από εστία σε βάθος 0.20 μέτρων, κάτω από την επιφάνεια του στρώματος B, ενώ η τοποθέτηση του σώματος ήταν σε συνεσταλμένη στάση με τα πόδια προς τα αριστερά και το ένα χέρι πίσω από το κρανίο. Μια επιπλέον παιδική ταφή (H. 2) εντοπίστηκε στο ίδιο βάθος του στρώματος προς τα όρια του βράχου όπως και το σκελετικό υλικό μιας παρόμοιας ταφής μικρού παιδιού (H. 3) που πιθανολογείται ότι είναι δευτερογενής (Garrod 1937: 13-22). Ο εντοπισμός θραυσμάτων μιας ακόμη απόθεσης ενός βρέφους (H. 5) δείχνει να βρίσκονται στο ανώτερο επίπεδο του στρώματος κι οδήγησε στην υποδιαίρεση των φάσεων της εγκατάστασης των κυνηγών στη θέση που είναι γενικά παραδεκτές ως σήμερα. Έτσι, και παρά τις όποιες διχογνωμίες ενός τμήματος των ερευνητών που μελετούν τα στοιχεία από το σύνολο των Νατούφιων θέσεων στον χώρο του Levant, η προσπάθεια ενσωμάτωσης επιπλέον εντοπισμένου σκελετικού υλικού που πιστεύεται ότι προέρχεται από τα 61

63 στρώματα του σπηλαίου όπου αποδόθηκαν στις ομάδες των κυνηγών δεν έχει τεκμηριωθεί ως τις ημέρες μας (Mastin 1964: 48, Weinstein-Evron 2003: 99). Επιπρόσθετα, στα στρώματα που απέδωσε στις Νατούφιες ομάδες η D. Garrod εντόπισε έναν επιπλέον λάκκο μέσα στο εσωτερικό μιας τάφρου (Chamber I) στα νότια της εισόδου του σπηλαίου με υπολείμματα θραυσμάτων ενός ενηλίκου (Homo 8) που καλύπτονται από ασβεστολιθική πλάκα σφράγισης (Garrod 1937: 13-22, Mastin 1964: 48). Ωστόσο, το κρανίο του ατόμου εντοπίστηκε κατεστραμμένο ενώ η τοποθέτηση του παρουσιάζει ιδιομορφία καθώς έχει τα γόνατα διπλωμένα προς τα δεξιά, το αριστερό χέρι στο πλάι και το κεφάλι από το ύψος των ώμων σε καθιστή θέση. Κατά τη διάρκεια των ερευνών της D. Garrod στη θέση το υλικό του ενηλίκου αυτού συνδέθηκε με τα αποσπασματικά κατάλοιπα 2 παιδιών (H. 6-7) που ανασύρθηκαν κάτω ακριβώς από τα γόνατα του τοποθετημένα με παρόμοιο τρόπο δηλαδή και οι 3 αποθέσεις δείχνουν να είναι σε συνεσταλμένη στάση και να έχουν νοτιοδυτικό προσανατολισμό. Επιπλέον, ο Br. Boyd καθώς στις κατοπινές επιτόπιες έρευνες του εντόπισε ένα γουδί στον ίδιο χώρο στα όρια του βράχου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το αντικείμενο αυτό να συνδέεται με τον πιθανό αυτό συλλογικό ενταφιασμό. Έτσι, ως σήμερα, η ταφή αυτή πιστεύεται ότι είναι η πρώτη εντοπισμένη Νατούφια ομαδική ταφή στην περιοχή του Levant (Weinstein-Evron 2003: 100, Boyd and Crossland 2000: 756). Οι συνολικές δημοσιεύσεις προκαλούν σύγχυση καθώς αναφέρονται σε 45 ταφές με ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα ενώ σε πρόσφατες μελέτες αναφέρεται ο ελάχιστος αριθμός τουλάχιστον 11 ατόμων και μια πιθανή διπλή ταφή ενός ενήλικά και ενός παιδιού μαζί (Koutsadelis 2007: 41). Στο σύνολό τους πάντως, παρά τα ελλειπή στοιχεία και την ανακρίβεια των δημοσιεύσεων, γενική είναι η ομοφωνία ότι πρόκειται για ταφές ατόμων της Ύστερης Νατούφιας περιόδου και εντός των ορίων της θέσης εγκατάστασης. Επίσης, όλοι οι ενταφιασμοί φαίνεται να έχουν τη μορφή απλών λάκκων δίχως όμως σαφή και σταθερό προσανατολισμό ως προς την τοποθέτηση των νεκρών και χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις διαφοράς στη μεταχείριση των ατόμων ενώ πιστεύεται ότι κάποιες αποθέσεις ίσως να είναι δευτερογενείς. Τέλος, οι πρόσφατες αποσπασματικές αναλύσεις που επιχειρούν να δώσουν επιπλέον πληροφορίες μέσα από τα δείγματα του ανθρωπογενούς υλικού τείνουν να καταλήγουν σε συμπεράσματα που επισημαίνουν τη γενική ευρωστία των ατόμων αλλά και την αλλαγή του διατροφικού μοντέλου των τελευταίων κυνηγών του Levant καθώς έχουν εξακριβωθεί ίχνη οδοντικής φθοράς τα οποία συνδέονται άμεσα με τη μεταβολή της διατροφικής συμπεριφοράς τους και τις αλλαγές στην επεξεργασία και κατανάλωση της τροφής (Koutsadelis 2007: 40, Smith 1995: 66). 4. Σπήλαιο Raqefet Η Υστερη θέση - βράχος Raqefet τοποθετείται στην περιοχή των νοτιοανατολικών λόφων του όρους Carmel έχοντας άμεση γειτνίαση με τις πηγές των παρακείμενων ποταμών Wadi Raqefet και Wadi Yoqne am. Η εσωτερική επιφάνεια του σπηλαίου καταλαμβάνει περίπου 500 τετραγωνικά μέτρα και βρίσκεται σε ύψος 50 μέτρων πάνω από το έδαφος ενώ στις ημέρες μας εντάσσεται στα γεωγραφικά όρια του 62

64 βορείου Ισραήλ σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από την πόλη Haifa (Yeshurun at al. 2013:512, Lengyel at al. 2006: 253). Οι τοπογραφικές μετρήσεις που έγιναν από μέλη διεπιστημονικής ομάδας ερευνών απέδειξαν την ύπαρξη μεσογειακού τύπου βλάστησης και πλούσιων χωμάτων terra rosa στην περιοχή στο διάστημα των ετών της Επιπαλαιολιθικής περιόδου. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι η εγκατάσταση των κυνηγών στο σπήλαιο θα μπορούσε να συνιστά ένα ιδανικό σημείο - ορμητήριο για τη συγκέντρωση ειδών της χλωρίδας και πανίδας από την ευρύτερη περιοχή (Nadel at al. 2008: 40). Και πράγματι, κατά τη διάρκεια των αρχικών επιτόπιων ερευνών συλλέγονται ταφικά κατάλοιπα των Νατούφιων ομάδων, φυτικό και ζωικό υλικό - κυρίαρχα είναι αυτά της γαζέλας - μαζί με ένα σημαντικό αριθμό αντικειμένων του πολιτισμού τους όπως ογκολιθικά γουδιά τύπου stone pipe, βασάλτης, χαρακτηριστικές λεπίδες της εργαλειοθήκης της Ύστερης περιόδου τύπου μικρολίθων (lunate microliths) και όστρεα. Εντούτοις, οι σημερινές εκτιμήσεις των ερευνητών κατευθύνονται προς την πιθανότητα της εποχικής επίσκεψης των κυνηγών στη θέση και της εγκατάλειψής της σε προηγούμενη χρονική φάση από αυτήν στην οποία αποδίδεται το υλικό καθώς απουσιάζει οποιοδήποτε ίχνος αρχιτεκτονικής κατασκευής. Ενισχυτικό στοιχείο αυτών των αιτιάσεών τους είναι και η παρουσία πολύ μεγάλου όγκου ζωικών οστών στο εσωτερικό του βράχου που φαίνεται να τους κατευθύνει στην ερμηνεία της αποκλειστικής λειτουργίας του ως νεκρικού χώρου με τη συμμετοχή ατόμων σε συμβολικά τελετουργικά γεύματα (Yeshurun at al. 2013: 512, Nadel at al. 2008: 100). Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε αρχικά το 1956 σε επιτόπιες έρευνες του Y. Olami και στη συνέχεια μικρής εκτάσεως ανασκαφές πραγματοποιούνται το χρονικό διάστημα από τους E. Higgs και T. Noy - ως συνεργασία του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Cambridge και του Ισραηλινού Μουσείου της Ιερουσαλήμ - ενώ από το 2004 και εξής τις έρευνες διεξάγουν νέες διεπιστημονικές ομάδες. Στις πρώτες προσπάθειες αποσαφήνισης της στρωματογραφικής ακολουθίας αποκαλύφθηκαν και οι διαδοχικές φάσεις εγκατάστασης συγκεκριμένων πολιτισμικών ενοτήτων με τα κατώτερα στρώματα να αφορούν ομάδες της Μέσης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου και τα ανώτερα πληθυσμούς της Εποχής του Χαλκού. Έτσι, στο τμήμα των ανώτερων αποθέσεων εντοπίστηκαν μέσα σε φυσικούς λάκκους (IV-VI) κατάλοιπα που αποδόθηκαν σε ομάδες των Νατούφιων ομάδων (Power at al. 2014: 51, Nadel at al. 2009: 22, Nadel at al. 2008: 60, Lengyel at al. 2006: 253, Lengyel and Bocquentin 2005: 273). Παράλληλα, στις αρχικές έρευνες του 1970 η ραδιομέτρηση που έγινε σε δείγματα οστών, αν και θεωρείται πιθανόν να προέρχονται από στρώματα διαταραχής και όχι από τις Νατούφιες αποθέσεις, απέδωσε τις τιμές ± 260 και ± 140 χρόνια πριν από σήμερα. Οι μετέπειτα μορφολογικές αναλύσεις οι οποίες έγιναν σε 28 δείγματα φυτολίθων, τα οποία προέρχονται κυρίως από το ταφικό πλαίσιο των κυνηγών, έδειξαν να κυμαίνονται ανάμεσα στα και χρόνια πριν από σήμερα ενώ σε πρόσφατες μετρήσεις του κολλαγόνου από τα τμήματα υπολειμμάτων 3 ενταφιασμών (Homo 18, 19, 28) οι απόλυτες τιμές αγγίζουν τα χρόνια πριν από σήμερα (Power at al. 2014: 52, Nadel at al. 2013: 1, Lengyel and Bocquentin 2005: 274), γεγονός που κατατάσσει τη θέση ανάμεσα στο σύνολο των Ύστερων Νατούφιων εγκαταστάσεων. 63

65 Στη διάρκεια των αρχικών επιτόπιων ερευνών το εσωτερικό ιζηματογενές έδαφος της βραχοσκεπής που συντίθεται τόσο από φυσικές κοιλότητες του εδάφους όσο κι από λαξευμένους λάκκους ανθρώπινης παρέμβασης στο χώρο φαίνεται να προκάλεσε σύγχυση στους ερευνητές παρότι στα βόρεια όρια του σπηλαίου (Locus 1) αποκαλύφθηκαν οι πρώτες ταφικές αποθέσεις που αποδίδονται σε Νατούφιες ομάδες. Έτσι, αν και ήταν εμφανής η ανάμειξη απανθρακωμένων υλικών με ενταφιασμούς σε ολόκληρη την ανομοιογενή αυτή επιφάνεια του σπηλαίου διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος χώρος της εισόδου χρησιμοποιήθηκε για επανειλημμένες ταφές ( H. 3, 4, 7-10, 13, 15, 17) με συγκεχυμένα τα όρια τους. Επιπλέον, η συγκέντρωση του ανθρωπογενούς υλικού στο εσωτερικό της κοιλότητας αυτής οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι κάποια άτομα (H. 1, 2, 6) πιθανόν να ενταφιάστηκαν εκεί αμέσως μετά το θάνατό τους. Όμως, η είσοδος του βράχου δεν είναι ο αποκλειστικός χώρος ενταφιασμών καθώς στη διάρκεια των συνεχιζόμενων ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν το 2006 εντοπίστηκε επιπρόσθετο ανθρωπογενές υλικό στο εσωτερικό κεντρικό τμήμα του σπηλαίου (Locus 2, 3) το οποίο αποδόθηκε και αυτό στη φάση εγκατάστασης των τελευταίων Επιπαλαιολιθικών κυνηγών (Nadel at al. 2013: 1, Nadel at al. 2009: 26, Nadel at al. 2008: 60, Lengyel and Bocquentin 2005: 275). Αναλυτικότερα, οι έρευνες που έγιναν στο εσωτερικό όριο του σπηλαίου (Locus 1) από τους E. Higgs και T. Noy οδήγησαν στον εντοπισμό μεγάλου όγκου Νατούφιων ταφικών καταλοίπων. Έτσι, αποκάλυψαν αποσπάσματα οστών με ίχνη διαταραχής καθώς φαίνεται να προέρχονταν από 2 λάκκους μεταγενέστερης χρήσης με πρόσθετα κατάλοιπα οστράκων. Τα συγκεκριμένα τμήματα θραυσμάτων ανήκουν σε γυναικεία ταφή (Η. 1) ενώ βρέθηκε με τοποθετημένη λίθο στο πίσω μέρος του κρανίου. Επιπλέον γυναικεία ταφή εντοπίστηκε, αδιατάρακτη, μέσα σε λάκκο κοντά στην είσοδο του σπηλαίου (Η. 2) δίχως, όμως, τα κάτω άκρα αλλά με συνοδευτικά όστρεα dentalium. Η απόθεση αυτή ήταν κάτω από λιθοσωρό με ογκολιθικό γουδί επισήμανσης του τόπου ενώ ασυνήθιστη θεωρείται η τοποθέτηση του σώματος καθώς βρέθηκε σε συνεσταλμένη στάση με το δεξί χέρι στο πρόσωπο και το επάνω τμήμα ανασηκωμένο. Ακόμη, από τα κατώτερα τμήματα του ίδιου λάκκου συλλέχθηκαν τα αποσπασματικά οστά ενός άλλου ενηλίκου με τους ερευνητές να πιθανολογούν τη σκόπιμη θραύση τους αμέσως μετά την απόθεση του. Παράλληλα, από παρακείμενο στο χώρο ταφικό λάκκο ανασύρθηκε το σκελετικό υλικό μιας πρωτογενούς ταφής εφήβου η οποία εντοπίστηκε με συνοδεία ζωικών οστών, σε έντονα συνεσταλμένη θέση και το κρανίο σε σύνθλιψη πιθανόν από μετακίνησή του. Τέλος, μια διπλή παιδική πρωτογενής ταφή (Η. 3, 3a) εντοπίστηκε σε όμορο λάκκο στον ίδιο ταφικό αυτό χώρο (Nadel at al. 2008: 66, Lengyel and Bocquentin 2005: ). Το 2008 οι συνεχιζόμενες μεταγενέστερες έρευνες στο ίδιο τμήμα του βράχου (Locus 1) εντόπισαν ακόμη 8 ταφές συνολικά. Έτσι, 2 παιδικοί ενταφιασμοί (Η. 6, 7) αποκαλύφθηκαν με λίθους στο κρανίο ενώ ιδιαίτερη κρίνεται η τοποθέτηση του ενός παιδιού με το πρόσωπο προς το έδαφος. Μια επιπλέον πιθανή διπλή απόθεση (Η. 13, 10) στον ίδιο χώρο του σπηλαίου έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά με τις ενδείξεις να οδηγούν στην υπόθεση των συγκοινωνούντων ταφικών λάκκων. Όπως καταγράφεται διεξοδικά, μια ταφή με οστά εφήβου τοποθετημένου σε ύπτια στάση 64

66 προς τα δεξιά ανασύρθηκε με το μισό άνω τμήμα του σκελετού κάτω από παιδικό δευτερογενή ενταφιασμό με όμοια αποκοπή των οστών ενώ τα χαρακτηριστικά της εφηβικής ταφής υπονοούν μετακίνηση του κρανίου που καλύπτονταν με λίθο. Και στο ανώτερο όμως τμήμα του ίδιου λάκκου βρέθηκαν επιπλέον ταφικά κατάλοιπα (Η. 9) που φαίνεται να κόβουν το σκελετικό υλικό των 2 προηγούμενων αποθέσεων (Nadel at al. 2009: 44, Nadel at al. 2008: 89). Η σύγχυση των ορίων των λάκκων είναι εμφανής καθώς στον ίδιο ταφικό χώρο βρέθηκαν και τα αποσπασματικά οστά ενός ενηλίκου (Η. 15) τα κατάλοιπα του οποίου αποτελούνταν από το μισό άνω σκελετό. Έτσι, οι ερευνητές πιθανολογούν ότι η διαταραχή της ταφής προήλθε από επανάχρηση του λάκκου με τη διπλή απόθεση (Η. 13, 10) όπου αναφέρθηκε προηγουμένως. Ο ενήλικας αυτός, λοιπόν, εντοπίστηκε με συνοδευτικά οστά γαζέλας στο χέρι, τοποθετήθηκε σε εκτεταμένη στάση με το κρανίο σε αντίθετη φορά από τα τοιχώματα του σπηλαίου, ενώ πιθανή θεωρείται η μετακίνηση του κρανίου καθώς οι ώμοι εμφανίζονταν ανασηκωμένοι και με πίεση μέσα σε λιθοσωρό. Στην συνέχεια, οι ερευνητές αντιλήφθηκαν ότι η ταφή αυτή φαίνεται να διακόπτεται από μια επιπλέον απόθεση (Η. 17) ενός ακόμη ενηλίκου (Nadel at al. 2009: 45) γεγονός που τους οδηγεί στην υπόθεση της οριοθέτησης του βόρειου τμήματος της εισόδου του σπηλαίου αποκλειστικά ως ταφικού χώρου. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς η εμφανώς περίπλοκη γενική εικόνα του χώρου και η πυκνότητα των συνολικά 11 αποθέσεων σε λάκκους με συχνές τις επαναληπτικές ταφές υποδεικνύουν την ειδική χρήση του ενώ επιπλέον ενισχυτικό στοιχείο της υπόθεσης αυτής είναι κι η μαζική παρουσία ζωικών καταλοίπων που θεωρείται ενδεικτικό στοιχείο τέλεσης τελετουργικών πράξεων (Power at al. 2014: 51, Yeshurun at al. 2013:523, Nadel at al. 2009: 56, Nadel at al. 2008: 90-91). Ωστόσο, ταφικά κατάλοιπα, όπως προαναφέρθηκε, περιείχε και το υπόλοιπο εσωτερικό του σπηλαίου. Έτσι, στον κεντρικό του χώρο (Locus 2) εντοπίστηκε ακόμη μια απόθεση ενηλίκου (Η. 12) που φαίνεται να τοποθετήθηκε με πίεση σε λάκκο ενώ βρέθηκε με ένα συνοδευτικό ογκολιθικό γουδί στο αριστερό του χέρι. Από τον περιβάλλοντα χώρο της ίδιας ταφής ανασύρθηκε και ένα επιπλέον γουδί με διάσπαρτα οστά γύρω του (Yeshurun at al. 2013:513, Nadel at al. 2008: 91). Ακόμη, ο παρακείμενος ανατολικός τομέας εντός του βράχου (Locus 3), όπως τον ταξινομούν οι ερευνητές, περιείχε τουλάχιστον 7 επιπλέον Νατούφιες αποθέσεις που, όμως, εντοπίστηκαν σε αρκετά περιορισμένο χώρο και με διάσπαρτα άλλα αντικείμενα (Nadel at al. 2009: 58). Σύμφωνα με τα ως τώρα δημοσιευμένα ερευνητικά δεδομένα η εικόνα κι εδώ είναι εξίσου πυκνή και ασαφής όπως και στους διαδοχικούς λάκκους του κεντρικού τμήματος του σπηλαίου. Έτσι, τα αποσπασματικά κατάλοιπα ενός ενηλίκου (Η. 14) εντοπίστηκαν σε συνεσταλμένη θέση με το θώρακα και το κρανίο κάτω από ασβεστολιθικές πλάκες ενώ η τοποθέτηση του ατόμου φαίνεται να έγινε παράλληλα με τη νοητή γραμμή του βράχου. Ένας επιπλέον ταφικός λάκκος στο τμήμα της κλίσης του σπηλαίου περιείχε το αποσπασματικό υλικό ενός νηπίου (Η. 16) που βρέθηκε σε συνεσταλμένη στάση και με το του δεξί χέρι κάτω από το κρανίο ενώ σε μη ολοκληρωμένη έρευνα στο νότιο όριο της ταφής αυτής εντοπίστηκε ακόμη ένα κρανίο ενηλίκου με πιθανές κατά τους ανασκαφείς τις ενδείξεις της συλλογικής απόθεσης των ατόμων (Nadel at al. 2009: 47-48). 65

67 Αναμφίβολα, το πιο αξιοσημείωτο διαγνωστικό στοιχείο της θέσης είναι η προαναφερθείσα παρουσία φυτολίθων που προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από το ταφικό πλαίσιο των Νατούφιων κυνηγών, αποτελεί ένα μοναδικό χαρακτηριστικό του σπηλαίου και θεωρείται μια μορφή περιορισμένης εθιμικής έκφρασης και τοπική ιδιομορφία. Δηλαδή, το σύνθετο αυτό τυπικό με τα πιο πρώιμα δείγματα ταφικής χρήσης φυτών εντοπισμένων in situ στο Levant φαίνεται να απαντάται μόνο στο τμήμα του σπηλαίου που εντοπίστηκαν συγκεντρωμένες ταφές ενώ αποσυνδέεται οποιαδήποτε ένδειξη διαφοράς στη συνοδευτική τους χρήση με κριτήριο την ηλικία των ατόμων (βλ. εικόνα 13, σελ. 161). Αντιστοιχία αυτού του συνοδευτικού ταφικού φαινομένου παρατηρείται αποκλειστικά και μόνο στην Ύστερη Νατούφια θέση Hilazon Tachtit. Πρόκειται, λοιπόν, για φυτόλιθους που συλλέχθηκαν αρχικά από το εσωτερικό μιας διπλής ταφής ενός ενηλίκου μαζί με έναν έφηβο (Η. 26, 28) των οποίων τα σκελετικά κατάλοιπα βρέθηκαν τοποθετημένα παράλληλα σε συνεσταλμένη θέση και με τα γόνατά τους διπλωμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αναλύσεις των 30 περίπου δειγμάτων με τα φυτικά ίχνη που συγκεντρώθηκαν από το εσωτερικό της ταφής αυτής, τα οποία ανήκουν κυρίως στα είδη της οικογενείας του Ιουδαϊκού φασκόμηλου (Salvia judaica) και του δυόσμου (Labiatae), πιστοποιούν τη συλλογή τους από την τοπική περιοχή ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τα συνοδευτικά φυτά φαίνεται να εναποτέθηκαν αμέσως μετά τον ενταφιασμό των ατόμων (Power at al. 2014: 53, Nadel at al. 2013: 2). Επιπλέον δείγματα με όμοια φυτικά κατάλοιπα συλλέχθηκαν κι από αρκετές άλλες ταφές της θέσης όπως από το συλλογικό ενταφιασμό 2 ατόμων (Η. 18, 19), από μια απόθεση ενηλίκου που εντοπίστηκε τοποθετημένος επάνω σε μίσχους (Η. 1) και μια ακόμη παιδική ταφή (Η. 31) ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι πρόσφατες αναλύσεις του υλικού καταγράφουν ανάμεσά του και ίχνη δημητριακών (Power at al. 2014: 63, Yeshurun at al. 2013:513, Nadel at al. 2013: 3). Στο σύνολο τους, λοιπόν, οι εντοπισμένες τουλάχιστον 29 ανθρώπινες ταφές της θέσης βρέθηκαν κυρίως σε συγκέντρωση στην είσοδο του σπηλαίου με πιθανή ερμηνεία την οριοθέτηση ενός οργανωμένου νεκροταφείου αποκομμένου από τους χώρους εγκατάστασης και ίσως συν τω χρόνω επέκταση των ταφικών ορίων του στα ανατολικά του βράχου. Ενισχυτικό στοιχείο των υποθέσεων αυτών αποτελεί κι η ομαδοποίηση των οστών ζώων που εμφανίζεται στο σημείο των ενταφιασμών με πιθανή ερμηνεία την πραγματοποίηση τελετών γευμάτων (Yeshurun at al. 2013: 523, Nadel at al. 2009: 48, Nadel at al. 2008: 112). Κατασκευαστικά οι ταφές έχουν τη μορφή απλών ρηχών λάκκων σκαμμένων στο φυσικό έδαφος κυρίως του βορείου τμήματος της εισόδου του σπηλαίου με σαφή την προτίμηση στην ταφική χρήση του χώρου ενώ πιθανή θεωρείται η διαδοχική επανάχρηση των λάκκων με αλλεπάλληλες επικαλύψεις λίθων. Επίσης, οι ενταφιασμοί στη συντριπτική τους πλειονότητα αποτελούν πρωτογενείς αποθέσεις ενώ κυρίαρχες εμφανίζονται οι τυπικές της Ύστερης Νατούφιας περιόδου ατομικές ταφές με ομοιότητες στοιχείων που προέρχονται από τις θέσεις Nahal Oren και El-Wad και μοναδική εξαίρεση τους 4 ομαδικούς και έναν διπλό παιδικό ενταφιασμό. Ακόμη, ο μεγαλύτερος αριθμός των σκελετικών καταλοίπων εντοπίστηκε σε συνεσταλμένη στάση και ύπτια θέση ενώ σταθερή φαίνεται να είναι η προτίμηση της τοποθέτησης των ατόμων προς τα βορειοδυτικά ή ανατολικοδυτικά, παρά την γενική ποικιλία των στάσεων (Nadel at 66

68 al. 2013: 1, Nadel at al. 2009: 48, Nadel at al. 2008: 96). Επιπλέον, αν και είναι σπάνια τα χρηστικά συνοδευτικά αντικείμενα - κοινό χαρακτηριστικό των συνολικών θέσεων της Ύστερης Νατούφιας φάσης - που συγκεντρώθηκαν από τις ταφές, ωστόσο, ασυνήθιστο για τα δεδομένα των ομάδων της περιόδου είναι το πλήθος των ζωικών οστών και το μοναδικό διαγνωστικό στοιχείο της θέσης με την εξαιρετική παρουσία των συνοδευτικών φυτών. Συνεπώς, κατά τους ερευνητές, τα ιδιαίτερα αυτά στοιχεία ίσως να υποδεικνύουν τη διαφορά των ταφικών παραδόσεων, μη καθιερωμένου τυπικού, ανάμεσα στις ομάδες ή την τοπικής εμβέλειας μεταβολή ορισμένων πρακτικών μέσα από αργές διαδικασίες οι οποίες παγιώνονται στη Νεολιθική περίοδο. Ακόμη, παρατηρήθηκε η παρουσία ογκολιθικών γουδιών ως σήματα του τόπου κι η επένδυση ενός αριθμού τάφων με ασβεστολιθικές πλάκες και λιθοσωρούς με ομοιότητες να καταγράφονται στις θέσεις El-Wad, Hayonim Terrace και Cave, Nahal Oren και Saaida II. Ωστόσο, η εμφανής πολυπλοκότητα των διαδοχικών αποθέσεων στους λάκκους αν κι οι ταφές ενηλίκων ανδρών, γυναικών και παιδιών στον ίδιο χώρο πιστοποιούν την απουσία διαχωρισμού των μελών της κοινότητας με βάση ηλικιακά και έμφυλα κριτήρια ενώ ενισχυτικό στοιχείο της ισότητας των ατόμων αποτελεί και το εξαιρετικό τυπικό της απόθεσης των συνοδευτικών φυτών αδιακρίτως ηλικίας. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ως σήμερα, δεν έχουν δημοσιευθεί συγκριτικά στοιχεία κι αναλύσεις μετρήσεων του οστεολογικού υλικού που να κατατοπίζουν σχετικά με τις παθήσεις των ατόμων και τις διατροφικές συνήθειές τους καθώς η θέση ανασκάφηκε πρόσφατα (Nadel at al. 2013: 4, Nadel at al. 2008: 126, Lengyel and Bocquentin 2005: 282). 5. Σπήλαιο Hilazon Tachtit Η αρχαιολογική θέση - σπήλαιο εγκατάστασης των Ύστερων Νατούφιων συγκαταλέγεται στο τμήμα των εδαφών της δυτικής Γαλιλαίας, βρίσκεται σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από τις μεσογειακές ακτές και στις ημέρες μας εντάσσεται στα γεωγραφικά όρια του βορείου Ισραήλ. Το σπήλαιο είναι μικρού μεγέθους καθώς καταλαμβάνει περίπου 100 τετραγωνικά μέτρα ενώ το εσωτερικό του σχηματίζει 4 φυσικούς διαχωρισμένους θαλάμους. Ο ασβεστολιθικός αυτός βράχος τοποθετείται σε ύψος 200 μέτρων πάνω από την πεδιάδα της ευρύτερης περιοχής που βρέχει ο ποταμός Wadi Hilazon και σε ελάχιστη απόσταση μόλις 10 χιλιομέτρων από την βασική θέση Hayonim Terrace (Grosman and Munro 2007: 2, Munro 2001: 76-79, Dubreuil and Grosman 2009: 935). Η θέση ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, δηλαδή το 1994, όταν οι T. D. Berger και H. Khalaily καθώς διεξάγουν την πρώτη επιφανειακή έρευνα και συλλογή υλικού από τις πλαγιές εκτός του βράχου εντοπίζουν κατάλοιπα που αποδίδονται σε πολιτισμικές ομάδες των Kebaran αλλά κυρίως των Νατούφιων ενοτήτων κι έτσι το 1995 πραγματοποιείται συστηματική ανασκαφή εντός του σπηλαίου σε συνεργασία των T. D. Berger - ως μέλος του Πανεπιστημίου του Νέου Μεξικό - και L. Grosman - ως μέλος του Ισραηλινού Πανεπιστημίου του Hebrew. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί 4 επιπλέον ερευνητικές αποστολές (1997, 2000, 2001 και 2005) υπό την αιγίδα του Εβραϊκού Πανεπιστημίου. Οι ερευνητές, κρίνοντας από τα συγκεντρωτικά στοιχεία ως σήμερα, επισημαίνουν ότι όλες οι ενδείξεις καθώς κι οι 67

69 αναλύσεις της στρωματογραφίας της θέσης φαίνεται να συγκλίνουν στο συμπέρασμα της αποκλειστικής χρήσης και εκμετάλλευσης του βράχου από Νατούφιες ομάδες της Ύστερης περιόδου. Ενισχυτικό στοιχείο των παραπάνω εκτιμήσεων τους αποτελούν οι εντοπισμένες αποθέσεις στο κεντρικό τμήμα του σπηλαίου ενώ οι αναλύσεις σε ίχνη δειγμάτων άνθρακα των οποίων οι μη απόλυτες τιμές κινούνται μεταξύ ± 50, ± 60 και ± 65 χρόνια πριν από σήμερα. Επιπρόσθετες ακριβείς μετρήσεις με τη ραδιοχρονολόγηση σε δείγματα του υλικού που αγγίζουν τα χρόνια πριν από σήμερα δείχνουν να τους επιβεβαιώνουν (Munro at al. 2010: 15362, Dubreuil and Grosman 2009: 936, Grosman at al. 2008: 15665, Grosman and Munro 2007: 3-4). Οι έρευνες, λοιπόν, στο εσωτερικό της βραχοσκεπής έδειξαν ότι περιείχε πλήθος εργαλείων τύπου μικρολίθων (lunate microliths) της τυπικής Νατούφιας τεχνολογίας της περιόδου, γουδιά, πλάκες λείανσης, φυτικά και ζωικά ευρήματα, βασάλτη, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα καθώς και αριθμό ενταφιασμών όλα στοιχεία ικανά να αιτιολογήσουν την εκτίμηση της μονιμότητας των ομάδων στο χώρο. Ωστόσο, οι ανασκαφείς διερευνώντας τις φυσικές κοιλότητες του σπηλαίου στο τμήμα της εισόδου αντίκρισαν 2 κυκλικές αρχιτεκτονικές κατασκευές (Structure A, B) όπου εντός τους εντοπίστηκαν ατομικοί ενταφιασμοί με εμφανή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δυσανάλογο πλήθος καταλοίπων του υλικού πολιτισμού. Έτσι, τα συγκριτικά δεδομένα όπως η γεωγραφική τοποθέτηση του βράχου με τη μικρή απόσταση από τη θέση Hayonim Terrace, η υπερπληθώρα ασυνήθιστων ζωικών καταλοίπων, η διαπιστωμένη παρουσία εργαλείων επεξεργασίας της ώχρας καθώς και το ειδικό βάρος της συγκέντρωσης του ανθρωπογενούς υλικού μέσα στις κατασκευές αυτές φαίνεται να οδηγούν τους ερευνητές στο συμπέρασμα της οργανωμένης ταφικής εκμετάλλευσης του τόπου εν είδει νεκροταφείου ενώ πιθανή επίσης με βάση τις ενδείξεις θεωρείται η συμμετοχή ατόμων σε συνοδευτικά τελετουργικά γεύματα (Munro at al. 2010: 15362, Dubreuil and Grosman 2009: 950). Χωρίς αμφιβολία, η εκτίμηση των συγκεντρωτικών δεδομένων οδήγησε στη διαπίστωση ότι η κατασκευή ενός ιδιαίτερου ημικυκλικού κτιρίου (Structure Α) έγινε με σημαντική επένδυση χρόνου καθώς για τις ανάγκες της δόμησής του χρησιμοποιήθηκαν τόσο ασβεστολιθικές πλάκες για το τμήμα του δαπέδου όσο και πηλός στεγανοποίησης για τα τοιχώματα του. Επιπλέον, από το εσωτερικό της κατασκευής αυτής συλλέχθηκε το υλικό ενός πρωτογενούς γυναικείου ενταφιασμού ο οποίος φαίνεται να προηγείται της κατασκευής του. Κατά συνέπεια ο χώρος αυτός ερμηνεύεται ως οργανωμένο ταφικό σημείο ενώ η ταφή ίσως να αποτελεί τελετή εγκαθίδρυσης στο βράχο και πιθανή προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας μεταξύ των μελών της ομάδας. Κι αυτή η εκτίμηση διατυπώθηκε επειδή τα πρόσθετα χαρακτηριστικά υποδεικνύουν ότι η ταφή αυτή διαφέρει σημαντικά από τους ενταφιασμούς που έχουν τη μορφή των απλών λάκκων. Δηλαδή, καλύπτεται με ογκώδη ασβεστολιθική πλάκα, το εσωτερικό επιγυψώνεται και τοποθετούνται μικρές λίθινες πλάκες σε όλες τις πλευρές όπως και στο τμήμα του εδάφους ενώ σύμφωνα με τους ερευνητές επιπλέον 10 πλάκες κατά την τέλεση της απόθεσης φαίνεται να τοποθετήθηκαν στο κρανίο, τους ώμους και τη λεκάνη. Η σύγκριση, λοιπόν, με οποιαδήποτε ταφή εντοπισμένη σε θέσεις των Νατούφιων πληθυσμών αποδεικνύει τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά της, με εμφανείς τις ενδείξεις της ειδικής 68

70 μεταχείρισης του ατόμου, ενώ ιδιόμορφη εμφανίζεται κι η έντονα συνεσταλμένη τοποθέτηση του σώματος με τη σπονδυλική στήλη σε νοητή καμπύλη προς το νότιο τοίχωμα, το κρανίο γερμένο επάνω σε καύκαλο χελώνας και τα γόνατα διπλωμένα εσωτερικά. Οι αναλύσεις του οστεολογικού υλικού απέδειξαν ότι πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, με παθολογικές ασθένειες και πιθανή δυσκολία στο βάδισμα, όμως, το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι η απόθεση περιείχε ασυνήθιστο πλήθος συνοδευτικών αντικειμένων αποτελούμενο κυρίως από μεγάλη συγκέντρωση ζωικών καταλοίπων με ορατές τις προεκτάσεις του συμβολισμού. Έτσι, τα 71 όστρακα χελώνας (Testudo graeca) που φαίνεται να τοποθετήθηκαν προσεκτικά γύρω από το σώμα και να αποσπάστηκαν αμέσως μετά την πιθανή κατανάλωση τους κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού, τα 2 κρανία κουναβιού, τα οστά αετού, βουβαλιών, λεοπάρδαλης, αγριογούρουνων και τα κέρατα γαζέλας αποτελούν το μοναδικό αυτό σύνολο του ταφικού διακόσμου (βλ. εικόνα 14, σελ. 161). Οι ερευνητές τονίζουν ότι όλα τα διαγνωστικά στοιχεία της περίτεχνης αυτής κατασκευής με την αξιοπρόσεκτη επένδυση χρόνου και κόπου ενός ικανού αριθμού ατόμων πιθανόν να αντικατοπτρίζουν την εφαρμογή νέων εθιμικών πρακτικών, ίσως αποκλειστικά τοπικής εμβέλειας, μεταξύ των Νατούφιων ομάδων της Ύστερης περιόδου ενώ τα εθνογραφικά παράλληλα συγκλίνουν στην πιθανότητα ο τελετουργικός αυτός ενταφιασμός της γυναίκας να υποδεικνύει το ειδικό βάρος και τη σημαντική θέση του ατόμου μέσα στην κοινότητα καθώς περιγράφεται χαρακτηριστικά ως σαμάνος διαμεσολάβησης μεταξύ των ανθρώπων και των πνευμάτων (Munro at al. 2010: 15362, Grosman at al. 2008: 17668). Μία δεύτερη κυκλική κατασκευή (Structure Β) στο εσωτερικό του σπηλαίου περιείχε εντός της έναν πρωτογενή ατομικό ενταφιασμό, που φαίνεται να τοποθετήθηκε μετέπειτα από τη δόμηση της, ενώ εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι το 85% των καταλοίπων βουβαλιών της θέσης προέρχεται αποκλειστικά από τις αποθέσεις της συγκεκριμένης κατασκευής στοιχείο που οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα της σημαντικότητας του ατόμου και της απόδοσης σεβασμού από τα μέλη της ομάδας μέσω τελετουργικών γευμάτων. Οι ταφονομικές αναλύσεις από το υλικό των ζωικών οστών απέδειξαν τη σφαγή των βουβαλιών και την προετοιμασία κατανάλωσης της τροφής in situ αν και ίχνη καύσης δεν αναφέρονται στις καταγραφές. Επιπλέον, από τα εξωτερικά τοιχώματα μεταξύ των 2 εντοπισμένων κατασκευών συλλέχθηκε το αποσπασματικό υλικό μιας ακόμη πρωτογενούς απόθεσης ενηλίκου που συνοδεύονταν από γουδί κατασκευασμένο από βασάλτη, οστέινο εργαλείο και συγκέντρωση βοτσάλων ενισχύοντας, έτσι τις ήδη υπάρχουσες ενδείξεις της οργανωμένης ταφικής χρήσης της θέσης με εμφανείς τις προεκτάσεις του συμβολισμού. Επιπρόσθετες ταφές εντοπίστηκαν και σε σκαμμένους λάκκους στο υπόλοιπο εσωτερικό τμήμα της βραχοσκεπής (I, II, III) καθώς ανασύρθηκε το υλικό μιας συλλογικής πρωτογενούς ταφής με τα ενός οστά νηπίου και μιας ενήλικης γυναίκας η οποία βρέθηκε σε συνεσταλμένη θέση, με τοποθέτηση του σώματος προς τα δεξιά και με τα άνω άκρα στο πρόσωπο. Στον ίδιο χώρο οι παρακείμενοι εντοπισμένοι ενταφιασμοί περιείχαν ένα σύνολο από τουλάχιστον 25 ανθρώπινα αποσπασματικά σκελετικά κατάλοιπα. Κατά τους ανασκαφείς το μικρό μέγεθος αυτών των τάφων στο έδαφος σε πολλές περιπτώσεις (III) δίνει την εντύπωση αποθέσεων με πίεση και χωρίς φροντίδα κάτι που αιτιολογεί τη σύνθλιψη του εντοπισμένου αποσπασματικού υλικού ενώ η απουσία κρανίων και 69

71 τμημάτων των οστών αποδίδεται στη μεταγενέστερη δευτερογενή μεταχείρισή τους υπονοώντας την πιθανότητα της σκόπιμης αποκοπής τους. Όλα τα προαναφερθέντα δεδομένα, δηλαδή τόσο το μικρό χωρικό εύρος της θέσης που δεν αιτιολογεί τη δόμηση ταφικών κατασκευών στους εσωτερικούς θαλάμους του βράχου όσο και η πυκνότητα της συγκέντρωσης των υλικών της τεχνολογίας και των ζωικών καταλοίπων εντός της, τονίζουν και αποδεικνύουν κατά τους ανασκαφείς την ιδιαιτερότητα της χρήσης της (Munro at al. 2010: 15363, Grosman at al. 2008: 15665, Grosman and Munro 2007: 4). Όπως διαπιστώνεται, λοιπόν, από τα συνολικά στοιχεία οι τουλάχιστον 28 ενταφιασμοί της θέσης και η οργάνωση του χώρου συνηγορούν στην πιθανή λειτουργία της ως αποκλειστικού ταφικού σημείου. Έτσι, ομοιόμορφα φαίνεται να είναι τα γενικά χαρακτηριστικά καθώς στο σύνολο τους οι ενταφιασμοί απαρτίζουν κυρίως ατομικές πρωτογενείς αποθέσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις ομαδικών ταφών ενώ κατασκευαστικά έχουν τη μορφή απλών λάκκων στο έδαφος με εξαιρετικές τις 2 περιπτώσεις όπου εμφανείς είναι οι ενδείξεις της επένδυσης χρόνου και κόπου για τη δόμηση κατασκευών όπως το μεμονωμένο παράδειγμα της γυναικείας ταφής με την ειδική μέριμνα επιγύψωσης και επένδυσης του τάφου με ασβεστολιθικές πλάκες. Μεμωνομένη, όμως, για τα ταφικά δεδομένα της περιόδου είναι και η παρουσία μοναδικών και σπάνιων ζωικών καταλοίπων κι αντικειμένων σε ορισμένες ταφές καθώς και η παρουσία λίθινων εργαλείων και υλικών με ίχνη ώχρας η τοποθέτηση των οποίων πιθανόν να αποδεικνύει τη σκόπιμη χρήση τους με αποκλειστικά συνοδευτικό ταφικό και τελετουργικό περιεχόμενο. Παρά ταύτα, η συνολική εικόνα των αποθέσεων από το εσωτερικό του βράχου και τα αντιπροσωπευτικά δείγματα των ηλικιών και φύλων υπονοούν την ισοτιμία μεταξύ των μελών της κοινότητας. Τέλος, με βάση τη διαπιστωμένη τέλεση συλλογικών γευμάτων, ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, και τα εθνογραφικά παράλληλα, πιθανή θεωρείται η συγκέντρωση μελών της ομάδας στη θέση κατά τη διάπραξη τελετουργιών που στόχο έχουν την επαναδιαπραγμάτευση των ατομικών σχέσεων μέσα στην κοινότητα ενώ, κατά τους ανασκαφείς του σπηλαίου, ίσως πρόκειται για την πρώτη ένδειξη νέων συμβολικών συμπεριφορών (Munro at al. 2010: 15365, Dubreuil and Grosman 2009: 950, Grosman at al. 2008: 17665, Grosman and Munro 2007: 12). Κι αυτή η εκτίμηση πιθανόν να ευσταθεί καθώς το μεταβατικό αυτό διάστημα της παρουσίας των Ύστερων Νατούφιων και οι νέες όψεις των πρακτικών τους ίσως να αποτελούν νέους πολύπλοκους λειτουργικούς μηχανισμούς κοινωνικής ενσωμάτωσης των ατόμων σε μια κοινωνία που οδεύει προς το Νεολιθικό τρόπο διαβίωσης. 6. Hatula Η ανοικτή αρχαιολογική θέση της Ύστερης Νατούφιας περιόδου τοποθετείται σε ύψος 215 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και βρίσκεται στο τμήμα των εδαφών που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πλαγιές των Ιουδαϊκών λόφων και το δυτικό όριο των λόφων Shephela ενώ σήμερα εντάσσεται στα γεωγραφικά όρια του Ισραήλ σε απόσταση 20 χιλιομέτρων δυτικά της πόλης της Ιερουσαλήμ και βορείως της θέσης - σπηλαίου Shukbah αντίστοιχα. Τα στοιχεία των τοπογραφικών μετρήσεων δείχνουν ότι κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο οι εκτάσεις της περιοχής 70

72 διέθεταν πλούσια αλλουβιακά terra rosa εδάφη με είδη της μεσογειακής βλάστησης και παροχή μόνιμων υδάτινων πόρων στα νότια από τον ποταμό Nahal Nahshon και βόρειαδυτικά από τον ποταμό Yarkon χαρακτηριστικά τα οποία προφανώς και αποτέλεσαν ενισχυτικό παράγοντα για την εγκατάσταση των κυνηγητικών ομάδων στον χώρο (Roner and Lechevallier 1985: 141). Η θέση ανακαλύφθηκε, αρχικά, από τον ιερομόναχο Claude ο οποίος περισυνέλλεξε πλήθος αντικειμένων του υλικού πολιτισμού διαφόρων περιόδων ενώ το διάστημα μεταξύ στην περιοχή πραγματοποιούνται έρευνες σε συνεργασία του Πανεπιστημίου της Haifa και του Γαλλικού Ερευνητικού Κέντρου της Ιερουσαλήμ. Οι ανασκαφείς εκτιμώντας τα ως σήμερα δεδομένα, δηλαδή κυρίως την ανυπαρξία οποιονδήποτε αρχιτεκτονικών κατασκευών παρά την πυκνότητα της συγκέντρωσης του υλικού στη θέση, συγκλίνουν στην πιθανότητα της χρήσης της ως ενδιάμεσου σταθμού μετακινήσεων και στην εποχική εγκατάσταση των Νατούφιων πληθυσμών στο χώρο. Ωστόσο, οι στρωματογραφικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν απέδειξαν ότι 2 στρώματα (Layer 4, 5) των κατώτερων αποθέσεων αποδίδονται στη φάση της Νατούφιας κατοίκισης στην περιοχή ενώ πιστοποιούν ακόμη την παρουσία ομάδων Khiamian και Sultanian της Νεολιθικής περιόδου PPNA με ίχνη δημητριακών που αποτελούν απόδειξη της μετάβασής τους από την τροφοσυλλογή στην καλλιέργεια. Ακόμη, οι μερικές ραδιοχρονολογήσεις σε δείγματα του συγκεντρωμένου υλικού που αφορούν τη Νατούφια εγκατάσταση απέδωσαν τις τιμές ± 180 χρόνια πριν από σήμερα. Βέβαια, προβληματισμό προκαλεί ο μεγάλος αριθμός των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού τους καθώς από τις επιτόπιες επιφανειακές έρευνες στις αποθέσεις εντοπίστηκε πλήθος ζωικών οστών - κυρίως της γαζέλας αλλά και πουλιών και ψαριών, όστρεα dentalium από τις ακτές της Μεσογείου, ημισέληνοι τύπου μικρολίθων (lunate microliths), εργαλεία τροφικής επεξεργασίας και μια ανθρώπινη ταφή και το αποσπασματικό υλικό άλλων ενταφιασμών. Ακόμη, διαπιστώθηκε η παρουσία λίθινων σημάτων (cup mark) στις παρυφές των ορίων της επίπεδης αυτής θέσης (Roner and Lechevallier 1991: 155, Roner and Lechevallier 1985: ). Δυστυχώς, ως τις μέρες μας ελάχιστες είναι οι δημοσιεύσεις που αφορούν το συγκεντρωμένο ταφικό υλικό της θέσης το οποίο απαρτίζουν απομονωμένα αποσπάσματα ανθρώπινων σκελετικών καταλοίπων. Δηλαδή, αν και τα μερικά τμήματα κρανίων και σαγονιών και τα θραύσματα δοντιών και μακρών οστών που αναφέρονται στις καταγραφές δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά και δεν υπάρχουν εμπεριστατωμένες αναλύσεις του υλικού, ωστόσο, πιθανό θεωρείται να προέρχονται από τις αποθέσεις της Νατούφιας περιόδου. Έτσι, η ταφή μιας γυναίκας (Homo 1) σε νεαρή ηλικία που εντοπίστηκε σε διαταραχή και ανασύρθηκε από λάκκο κάτω από τις αποθέσεις των Khiamian ομάδων αποδίδεται στην περίοδο της εγκατάστασης των κυνηγών στη θέση καθώς δεν περιείχε κανένα απολύτως συνοδευτικό αντικείμενο, γεγονός που συμπίπτει με το ακόσμητο τυπικό των ενταφιασμών της Ύστερης Νατούφιας περιόδου. Ο ενταφιασμός αυτός εντοπίστηκε στην τυπική συνεσταλμένη θέση, με τοποθέτηση του σώματος προς τα δεξιά ενώ το κεφάλι φαίνεται να κοιτά προς ανατολικά (Roner and Lechevallier 1985: 147). 71

73 Όπως προαναφέρθηκε, λοιπόν, με βάση τα ελάχιστα δεδομένα και τις εκτιμήσεις των ερευνητών, η απουσία κατασκευών στην περιοχή και άλλων υλικών με όγκο όπως των μεγαλιθικών γουδιών που διαπιστώνεται να υπάρχουν σε άλλες θέσεις των Νατούφιων πληθυσμών πιθανόν να αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο της περιοδικής εγκατάστασης των κυνηγητικών ομάδων στον τόπο. Δηλαδή, όλα τα στοιχεία συνηγορούν στην εποχική εκμετάλλευση της θέσης με χαρακτηριστικά, όμως, μη εφήμερου σταθμού μιας και τα ίχνη των πιστοποιημένων ενταφιασμών, η πληθώρα των λεπίδων και η παρουσία των σημάτων συνθέτουν διαφορετική εικόνα. Έτσι, τα μερικά δημοσιευμένα στοιχεία των ταφικών πρακτικών της θέσεις μένει να μελετηθούν και να αναλυθούν διεπιστημονικά ενώ απαιτείται η συνέχιση των ανασκαφικών εργασιών σε βάθος χρόνου με σκοπό την αποκρυστάλλωση των ως τώρα εικασιών (Roner and Lechevallier 1985: 156). 7. Salibiya I Η ανοικτή θέση της Ύστερης Νατούφιας περιόδου αποτελεί τμήμα των εδαφών της κάτω κοιλάδας του Ιορδάνη και βρίσκεται σε απόσταση μόλις 17 χιλιομέτρων από την διαχρονικά σημαντική και προβεβλημένη αρχαιολογική θέση της Ιεριχούς ενώ σήμερα συγκαταλέγεται στα εδαφικά όρια του Ισραήλ. Μολονότι η περιοχή εμφανίζει αξιοσημείωτη πυκνότητα θέσεων της Νεολιθικής περιόδου PPNA και εξής οι ερευνητές την κατατάσσουν στις περιφερειακές θέσεις των Επιπαλαιολιθικών κυνηγών στο όριο που τοποθετείται μεταξύ της Μεσογειακής ζώνης και του τοπίου της στέπας. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι το χρονικό διάστημα της παραμονής των Νατούφιων πληθυσμών οι πλούσιες σε terra rosa αλλουβιακά εδάφη εκτάσεις που απλώνονται γύρω από τη θέση βρέχονταν εποχικά από τις όχθες της αποξηραμένης αρχαίας λίμνης Lisan (Crabtree at al. 1991: 161, Campana and Crabtree 1990: 111, Schuldenrein and Goldberg 1981: 59). Αν και θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες σε εύρος θέσεις με αναλογίες χωρικών εκτάσεων στη Mallaha (Eynan) και τη Nahal Oren ίχνη αρχιτεκτονικών και δρομικών κατασκευών δεν εντοπίστηκαν στη χρονική περίοδο των ανασκαφών ως σήμερα ενώ τα ταφικά κατάλοιπα είναι απειροελάχιστα. Όμως, το πλήθος των χρηστικών υλικών όπως λεπίδες, λειαντικά εργαλεία, χαρακτηριστικοί μικρόλιθοι της περιόδου (lunate microliths), θραύσματα εγχάρακτης ασβεστολιθικής πλάκας, μάζες ώχρας, οστέινες και λίθινες χάντρες, όστρεα dentalium από την Ερυθρά Θάλασσα, πιθανόν μαλαχίτης και ίχνη άνθρακα τα οποία εντοπίστηκαν στις αποθέσεις αλλά και τα κατάλοιπα της χλωρίδας και πανίδας συνθέτουν σημαντικά ευρήματα. Ακόμη, θα πρέπει να τονιστεί ότι η πλειοψηφία των ζωικών οστών μπορεί να εμφανίζει ομοιότητα με τις υπόλοιπες Νατούφιες θέσεις με κυρίαρχα αυτά της γαζέλας, όμως, αξιόλογη είναι και η παρουσία σπάνιων ειδών όπως οστά λεοπάρδαλης και αρπακτικών πουλιών (Belfer-Cohen and Grossman 1997: 22, Crabtree at al. 1991: 163, Campana and Crabtree 1990: 114). Η θέση ανακαλύφθηκε κατά την διάρκεια επιτόπιων ερευνών στις εκτάσεις της περιοχής από τον O. Bar-Yosef ενώ το 1978 δοκιμαστικές τομές πραγματοποίησε ο P. Goldberg του Ισραηλινού Πανεπιστημίου Hebrew αναζητώντας πληροφορίες που σχετίζονταν με το παλαιοπεριβάλλον της. Από τις επιπλέον πρόσφατες έρευνες που διεξήγαγαν οι D. Campana και P. Crabtree συγκεντρώθηκε αριθμός καταλοίπων που 72

74 αποδεικνύουν την παρουσία και ομάδων του Τελικού Πλειστόκαινου ενώ οι ερευνητές θεωρούν ότι το μέγεθος της θέσης αναπτύσσονταν σε μεγαλύτερη από την σημερινή ορατή επιφάνεια των στρεμμάτων και πιθανόν να καλύφθηκε από την κάθοδο διαβρωτικών ρεμάτων της περιοχής. Η ανάλυση, λοιπόν, της χρονικής διαδοχής της στρωματογραφίας που πραγματοποιήθηκε πιστοποιεί την παρουσία 2 φάσεων Νατούφιας εγκατάστασης στο χώρο, με τις μετρήσεις των δειγμάτων από το σύνολο της συγκέντρωσης της τεχνολογίας τους αλλά και τη γεωλογική χαρτογράφηση που πραγματοποίησε ο J. Schuldenrein, να αποδίδουν την τιμή ± χρόνια πριν από σήμερα (Belfer-Cohen and Grossman 1997: 21, Campana and Crabtree 1990: 113). Εντούτοις, τα ελάχιστα δημοσιευμένα στοιχεία ως σήμερα αναφέρουν ως απλή καταγραφή τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση δειγμάτων ανθρώπινου οστεολογικού υλικού που αποδίδεται στην περίοδο της Νατούφιας εγκατάστασης. Βέβαια, το επιστημονικό προσωπικό των ανασκαφών θεωρεί ότι τα σκελετικά κατάλοιπα και το πλήθος των ευρημάτων του υλικού πολιτισμού αποτελούν τη συνδετική ένδειξη της μακράς κατοίκισης των ομάδων στη θέση πιθανόν, όμως, σε περιοδικά διαστήματα του χρόνου με τη συγκέντρωση τους στην περιοχή κατά τη διάρκεια των εποχικών κυνηγητικών τους αναγκών. Κατά συνέπεια, απαιτούνται νέες έρευνες στην περιοχή ώστε να διευρύνουν την ατελή εικόνα που υπάρχει ενώ τα μερικά αυτά δεδομένα είναι ανάγκη να στοιχειοθετήσουν τις ως τώρα υποθέσεις μέσω αναλύσεων του υλικού (Campana and Crabtree 1990: 113, Schuldenrein and Goldberg 1981: 69). Β Ταφικά ευρήματα στο Βόρειο, Κεντρικό και Νότιο Levant σε θέσεις εγκατάστασης με διάρκεια στο χρόνο (Πρώιμης ως Ύστερης Νατούφιας περιόδου, ως χρόνια πριν από σήμερα) 1. Σπήλαιο Hayonim Το σπήλαιο Hayonim βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της αρχαιολογικής θέσης Hayonim Terrace στα υψώματα του όρους Carmel δυτικά της Γαλιλαίας, 250 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και σήμερα ανήκει στα γεωγραφικά όρια του βορείου Ισραήλ. Η θέση απέχει μόλις 13 χιλιόμετρα από τις εύκρατες ακτές της Μεσογείου ενώ την πλούσια σε terra rosa εδάφη περιοχή διατρέχει ο παραπόταμος του ποταμού Nahal Yassaf (βλ. χάρτης 7, σελ. 162). Έτσι, το τοπίο, χωρίς μεγάλες μεταβολές στο χρόνο, συντίθεται από ζώνες δασών και θαμνώδους μεσογειακής βλάστησης κυρίως σχοίνων (Ceratonia-Pistacia) και μακίας (Maquis) ενώ συχνές είναι οι βροχοπτώσεις. Το ευνοϊκό περιβάλλον της περιοχής λοιπόν φαίνεται να παρείχε τόσο προστασία από τις κλιματολογικές συνθήκες όσο και ευκολία πρόσβασης σε πηγές συλλογής καρπών και κυνηγιού για τις ομάδες των κυνηγώντροφοσυλλεκτών της περιόδου. Η βραχοσκεπή, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αποτελεί βασική Νατούφια θέση μακράς κατοίκισης στο χρόνο, δηλαδή, έχει τα χαρακτηριστικά της μονιμότητας και θεωρείται ως ένα από τα οριοθετημένα ταφικά σημεία των Επιπαλαιολιθικών κυνηγών (Munro 2001: 64-67, Bar-Yosef and Valla 1991: 82, Goren and Bar-Yosef 1973: 49). 73

75 Το εσωτερικό του σπηλαίου ανασκάφηκε αρχικά το 1965 από την επιστημονική ομάδα των O. Bar-Yosef, B. Arensburg και E. Tchernov ενώ η έρευνα επεκτάθηκε την περίοδο σε μια προσπάθεια αναζήτησης της χρονικής ακολουθίας μη ανεσκαμμένων, ως τότε, θέσεων της δυτικής Γαλιλαίας. Ωστόσο, τα ακριβή όρια στο εξωτερικό τμήμα του δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστούν καθώς σύγχρονες γεωργικές εργασίες δυσχέραιναν το έργο των ερευνητών. Παρά ταύτα, φαίνεται πως η θέση αποτελεί βασικό οικισμό πολύμηνης εγκατάστασης των ομάδων με εύρος χρονικής και εντατικής εκμετάλλευσης ανάλογο με τις θέσεις Mallaha (Enyan), El-Wad και Nahal Oren καθώς σε χώρο τετραγωνικών μέτρων εντοπίστηκαν Νατούφιες αποθέσεις με πλούσιο αρχαιολογικό υλικό. Έτσι, αρχιτεκτονικές κατασκευές, λίθινα γουδιά, οστέινα εργαλεία λείανσης και επεξεργασίας της τροφής, λεπίδες με κυρίαρχες τις χαρακτηριστικές της Ύστερης Νατούφιας περιόδου (Helwan retouched), βασάλτης που στοιχειοθετεί ανταλλακτικές σχέσεις σε μεγάλες αποστάσεις, κατάλοιπα της χλωρίδας και πανίδας καθώς και ανθρώπινα ταφικά κατάλοιπα αποτελούν το σύνολο των ευρημάτων του σπηλαίου (Goren and Bar-Yosef 1973: 60, Smith 1973: 69). Τα στοιχεία των ερευνών και η στρωματογραφική ακολουθία στο εσωτερικό του βράχου δείχνουν ότι τη θέση επισκέπτονται πληθυσμοί από την Μουστέρια περίοδο της Τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής ως τους Ρωμαϊκούς χρόνους ενώ σε μη απόλυτη ταξινόμηση - λόγο της διαταραχής των στρωμάτων - που ακολούθησε ένα στρώμα κατοίκισης (Stratum B) με 5 υποδιαιρέσεις αποδόθηκε στις Νατούφιες ομάδες. Επιπλέον, οι υποδιαιρέσεις του στρώματος αυτού επιβεβαιώνουν τη μακρά διάρκεια εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων στην περιοχή καθώς φαίνεται να εκτείνεται από την Πρώιμη και Μέση φάση παρουσίας τους στο χώρο του Levant ως την Ύστερη ενώ οι ραδιοχρονολογήσεις που έγιναν σε δείγματα σπόρων που προέρχονται από το σύνολο του στρώματος Β απέδωσαν τις τιμές ± 160 και ± 180 χρόνια πριν από σήμερα (Arensburg at al. 1990: 107, Belfer-Cohen 1988: 297, Goren and Bar-Yosef 1973: 51). Ένα από τα σημαντικότερα ταφικά δεδομένα της θέσης καθώς θεωρείται ίσως η πιο πρώιμη αποκάλυψη Νατούφιας ατομικής ταφής στο Levant αποτελεί η ταφή (Homo 33) που εντοπίστηκε κάτω από εστία σε δάπεδο εγκατάστασης όπου βρέθηκαν και σπόροι δημητριακών (Grave XIII). ). Όπως δείχνουν τα δεδομένα η επαναληπτική χρήση πρώην οικιστικών εγκαταστάσεων και οι επαναταφές με διαδοχικές αποθέσεις στο ίδιο σημείο φαίνεται να είναι κοινός τόπος στο σπήλαιο Hayonim. Έτσι, στο ίδιο επίπεδο της κατασκευής αυτής με την εστία εντοπίστηκαν 2 ακόμη ομαδικές πρωτογενείς ταφές παιδιών και ενηλίκων που θεωρείται πιθανόν να έγιναν σε διαδοχικές χρονικές στιγμές (Grave VI, Grave VII). ΟΙ επιπλέον άλλες 5 συλλογικές αποθέσεις (Grave XI, Grave XVI) που ανασύρθηκαν κάτω από το δάπεδο χρήσης είναι πιθανόν, σύμφωνα με τους ερευνητές, να ανήκουν στην Ύστερη φάση κατοίκισης του σπηλαίου και να εναποτέθηκαν μετά από την εγκατάλειψη και την αλλαγή χρήσης του χώρου. Κι αυτό γιατί στη θέση αλλαγή χρήσης του χώρου διαπιστώνεται και σε άλλες ταφές όπως ο ενταφιασμός ατόμου (Grave VI) που εντοπίστηκε σε δάπεδο κάτω από εστία με ίχνη καύσης ενώ ευρήματα που να ενισχύουν την εικόνα των συχνών επαναταφών εντοπίζονται σε ολόκληρο το εύρος του εσωτερικού του βράχου. Έτσι, τα κατάλοιπα μιας γυναικείας ταφής (Grave III) 74

76 με ηλικία χρονών (Homo 2), που βρέθηκε τοποθετημένη σε συνεσταλμένη θέση στο πλάι, με το κεφάλι προς τα δεξιά, συγκεντρώθηκαν από λάκκο στο επάνω τμήμα του οποίου (Grave I) αποκαλύφθηκαν και τα τμήματα θραυσμάτων μιας ακόμη ανδρικής ταφής (H. 3). Ακόμη, ένας επιπλέον ανδρικός ενταφιασμός ατόμου χρονών (H. 4) που καλύπτονταν με λίθο εντοπίστηκε επάνω από μια νεότερη ταφή ενώ οι ανασκαφείς καταγράφουν ότι τοποθετήθηκε με το ένα χέρι στα πόδια και το σώμα στραμμένο προς τα αριστερά (Bar-Yosef 1991: 87, Belfer-Cohen 1988: 298, Goren and Bar-Yosef 1973: 53). Ωστόσο, λόγο της μακράς κατοίκισης στη θέση παρατηρούνται αρκετές διαχρονικές αλλαγές ως προς την ολική μεταχείριση των ενταφιασμένων. Έτσι, η τοποθέτηση των νεκρών, κατά την Πρώιμη περίοδο, φαίνεται ότι γίνεται σε εκτεταμένη στάση, γεγονός που διαπιστώνεται εξίσου μοναδικά και στη θέση σπήλαιο El-Wad. Αντιθέτως, στην Ύστερη φάση επικρατεί κυρίως η συνεσταλμένη στάση όπως και στην πλειονότητα των καταλοίπων του ανθρωπογενούς υλικού που προέρχεται από τις υπόλοιπες Νατούφιες θέσεις της περιόδου. Όμως, η μορφή τοποθέτησης των ατόμων δεν δείχνει να ακολουθεί συγκεκριμένο τυπικό ώστε να συσχετίζει και να συνδέει το φύλο και την ηλικία των νεκρών. Έτσι, άλλοι ενταφιασμοί πραγματοποιούνται με τοποθέτηση των ατόμων προς τους τοίχους του σπηλαίου, άλλοι με διπλωμένα τα μέλη του σώματος, άλλοι πρόσωπο με πρόσωπο, άλλοι στο πλάι. Συχνή επίσης είναι η κοινή απόθεση ενηλίκων μαζί με παιδιά, γεγονός που πιθανόν να υποδηλώνει τις μεταξύ τους σχέσεις συγγένειας (βλ. εικόνα 15, σελ. 162) όπως στην περίπτωση μιας ομαδικής ταφής ενός ενηλίκου άνδρα με έγκυο γυναίκα και ένα παιδί (H. 11, 9, 13) το οποίο βρέθηκε σε συνεσταλμένη θέση κάτω από τα πόδια τους (Belfer-Cohen 1995: 13, Belfer-Cohen 1988: 300). Επιπλέον, οι διαπιστωμένες πολλαπλές πρωτογενείς αποθέσεις φαίνεται να συνδέονται κυρίως με την Πρώιμη φάση κατοίκισης ενώ οι δευτερογενείς ή και των δυο τύπων ενταφιασμοί με την Ύστερη περίοδο αντίστοιχα. Ακόμη, το φαινόμενο των αποκοπών των κρανίων, που θεωρείται πρόδρομος του διευρυμένου τυπικού της Νεολιθικής PPN περιόδου, έχει πιστοποιηθεί σε ικανό αριθμό των καταλοίπων της θέσης και αποδίδονται χρονικά τόσο σε πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς ταφές της Ύστερης Νατούφιας φάσης. Δηλαδή, η συντριπτική πλειονότητα των διαπιστωμένων αποκοπών φαίνεται να προέρχεται από την Ύστερη περίοδο χρήσης του σπηλαίου καθώς - εξαίρεση αποτελούν μόνο 2 περιπτώσεων από το σύνολο των σκελετικών καταλοίπων - πάνω από 16 εντοπισμένοι ομαδικοί ενταφιασμοί ατόμων βρέθηκαν χωρίς κρανίο. Όμως, αδιευκρίνιστο παραμένει ακόμη αν πρόκειται για σκόπιμη αποκοπή το κρανίο μιας επιπλέον πρωτογενούς ταφής της Ύστερης φάσης κατοίκισης που εντοπίστηκε σε λάκκο μόνο του (Koutsadelis 2007: 41, Belfer-Cohen 1988: 305). Όπως καταγράφει το σύνολο των ερευνητών στο χώρο του Levant η γενική εικόνα των δεδομένων της θέσης παρουσιάζει αναλογίες που εντοπίζονται και στις θέσεις Nahal Oren, Mallaha (Eynan) και Hayonim Terrace. Δηλαδή, όλες οι ταφές εμφανίζουν την τυπική μορφή των απλών λάκκων στο έδαφος ενώ λίθοι που να είναι τοποθετημένοι κάτω από τα οστά των ατόμων δεν εντοπίστηκαν σε καμία περίπτωση (Koutsadelis 2007: 40, Bar-Yosef 1991: 89, Belfer- Cohen 1991: 573, Noy 1989: 57, Belfer-Cohen 1988: 305). Ωστόσο, κατασκευαστική εξαίρεση αποτελούν οι 75

77 2 ενταφιασμοί όπου έγινε χρήση ασβεστολιθικών λίθων ενώ διαφορές διαπιστώνονται και στην εξωτερική χρήση του χώρου εκτός του σπηλαίου, δηλαδή στην θέση Hayonim Terrace, όπως και στο νεκροταφείο της θέσης Nahal Oren, καθώς στο βράχο δεν εντοπίστηκαν μεγαλιθικά ταφικά γουδιά τύπου stone pipe. Επίσης, σπάνια είναι η παρουσία κατασκευών και λίθων οριοθέτησης του ταφικού σημείου ή ογκόλιθων επισήμανσης του χώρου, αναλογίες που παρατηρούνται και στις θέσεις Mallaha (Eynan) και Erq el-ahmar. Ακόμη, η πλειοψηφία των αποθέσεων παρά τη σύγχυση που συχνά προκαλούν τα υλικά γεμίσματος των τάφων παραμένει αδιακόσμητη. Όμως, αρκετά πλούσιες δείχνουν να είναι οι προσφορές με αντικείμενα προσωπικού στολισμού προς έναν μικρό αριθμό νεκρών με ομοιότητες στοιχείων που παραπέμπουν στη θέση El-Wad. Έτσι, μοναδικά είναι τα 2 οστά γαζέλας και το αντικείμενο από χαυλιόδοντα βοειδούς, τα όστρεα dentaium της Μεσογείου - πιθανόν σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελούν και τμήματα ρουχισμού -, τα δόντια ύαινας που εντοπίστηκαν σε μια Πρώιμη ταφή, το οστέινο στιλέτο κι οι αιχμή βέλους από ελάφι, τα επεξεργασμένα αντικείμενα από βασάλτη και τα εργαλεία με ζωικό εγχάρακτο διάκοσμο. Μολαταύτα, περιορισμένη φαίνεται να είναι η παρουσία χαντρών, μάζας πηλού και ώχρας καθώς και τριπτών εργαλείων και γουδιών σε όλες τις φάσεις κατοίκισης της θέσης. Παράλληλα, όλα αυτά τα ταφικά ευρήματα - ως σπάνια πάντα συνοδευτικά είδη - ακολουθούν κι εδώ τον εξακριβωμένο βαθμό μείωσης όπως διαπιστώνεται στο σύνολο των Νατούφιων θέσεων στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την Πρώιμη προς την Ύστερη περίοδο. Έτσι, τα μοναδικά συνοδευτικά αντικείμενα της θέσης δεν στοιχειοθετούν διαφορά status μεταξύ των ατόμων ή πιθανή δημιουργία ενδοκοινοτικής ταξικής διαστρωμάτωσης αλλά πιθανόν να αποτελούν, σύμφωνα με τους ερευνητές, ενδείξεις τελετουργικών αλλαγών ή στοιχείων φυλετικής σύνδεσης κάποιων εκτεταμένων οικογενειών (Koutsadelis 2007: 40, Bar-Yosef 1991: 89, Belfer- Cohen 1991: 573, Noy 1989: 57, Belfer-Cohen 1988: 305). Η οστεολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε δείγματα του υλικού απέδειξε την ομοιότητα των γενικών μορφολογικών χαρακτηριστικών των ομάδων κατοίκησης του σπηλαίου Hayonim με τις υπόλοιπες ανεσκαμμένες Νατούφιες θέσεις. Οι επιπλέον αναλύσεις που έγιναν σε δείγματα των οστών της θέσης εστιάζοντας σε πιθανά παθολογικά ή άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά που να διαφοροποιούν τα άτομα από το σύνολο των υπόλοιπων Νατούφιων ομάδων δεν δείχνουν να ισχύουν. Αντιθέτως και εδώ διαγνώστηκαν, όπως και σε αναλύσεις υλικού άλλων θέσεων, ίχνη αρθρίτιδας, οστεόφυτων και οδοντικών παθήσεων που προέρχονται πιθανόν τόσο από τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων όσο και την αλλαγή του διατροφικού μοντέλου των πληθυσμών. Ωστόσο, η εκ γενετής απουσία του 3 ου γομφίου της σιαγόνας (M3) που παρατηρήθηκε σε μεγάλο αριθμό δείγματος των καταλοίπων - κυρίως ενηλίκων - αποτελεί σημαντικό στοιχείο διαφοράς με τις υπόλοιπες θέσεις καθώς οι νεότερες διορθωτικές έρευνες και τα εργαστηριακά ραδιογραφήματα πιστοποιούν ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 29% επί του συνολικού δείγματος. Έτσι, οι υποθέσεις των αναλυτών στρέφονται προς την κατεύθυνση των ενδείξεων της βιολογικής σχέσης των ατόμων ή των διευρυμένων οικογενειών ως αποτέλεσμα ενδογαμιών. Η A. Belfer- Cohen επεκτείνοντας με εθνογραφικά παράλληλα τον επιστημονικό διάλογο (Belfer- Cohen 1991: 585, Henry 1985: 375) κάνει λόγο για στοιχεία ενδογαμίας που ίσως να εξηγούν την ατομικότητα των 76

78 συνοδευτικών προσωπικών αντικειμένων που βρέθηκαν στους ενταφιασμούς. Δηλαδή, υποστηρίζει ότι ίσως τα αντικείμενα αυτά να είναι η ένδειξη της προσπάθειας μικρών ενοτήτων, με στενότερους δεσμούς συγγένειας μέσα στις ομάδες, να ενταφιάζονται στο χώρο επιθυμώντας να προσδιοριστούν ξεχωριστά. Μολαταύτα, τα οικογενειακά ίχνη που διαπιστώνονται σε ένα μόνο αριθμό των καταλοίπων ενισχύουν τις εκτιμήσεις της πιθανής ύπαρξης οικογενειακών ενταφιασμών και της άποψης ενός σεβαστού τμήματος ερευνητών που θεωρεί ότι η θέση είναι σε συνεχή ή πιθανόν ημιμόνιμη χρήση από τους Επιπαλαιολιθικούς κυνηγούς καθώς η περιοχή παρείχε άφθονες διατροφικές πηγές όλο τον χρόνο (Koutsadelis 2007: 41, Belfer-Cohen 1988: 303, Smith 1973: 70). Ως σήμερα, λοιπόν, έχουν εντοπιστεί 48, ως επί το πλείστον, ομαδικές ταφές και των 3 φάσεων κατοίκισης της θέσης εκ των οποίων οι 20 αποδίδονται στην Πρώιμη φάση κατοίκισης, οι 16 στην Ύστερη, οι 9 στην ενδιάμεση φάση κι οι υπόλοιπες καταγράφονται ως αδιευκρίνιστες. Μολαταύτα, τα διάσπαρτα ευρήματα δοντιών και οστών που συγκεντρώθηκαν από τις αποθέσεις - παρά τη διαταραχή των στρωμάτων, τις διαδοχικές επαναταφές και τον εντοπισμό μεταγενέστερων εγκαταστάσεων - συνηγορούν στην ύπαρξη επιπλέον ενταφιασμών και μένει να ερευνηθούν. Εμφανής είναι κατά την Πρώιμη περίοδο η προτίμηση σε ομαδικές πρωτογενείς ταφές σε εκτεταμένη στάση με τάση διαφοροποίησης προς τις συλλογικές δευτερογενείς στην Ύστερη φάση κατοίκισης ενώ συνολικά έχουν ταυτοποιηθεί 16 δευτερογενείς ταφές, 12 πρωτογενείς και 2 παραμένουν αδιευκρίνιστες (Koutsadelis 2007: 40, Belfer-Cohen 1995: 13, Belfer-Cohen 1988: 300). Επιπρόσθετα, στη θέση διαπιστώνεται η εισαγωγή της πρακτικής της αποκοπής των κρανίων που φαίνεται να αφορά, κυρίως, ταφικά κατάλοιπα της Ύστερης φάσης κατοίκησης του βράχου ενώ η πλειονότητα των ενταφιασμών εμφανίζεται αδιακόσμητη με ελάχιστες τις εξαιρέσεις ενός μικρού αριθμού ομαδικών ταφών της Μέσης και Ύστερης περιόδου (Grave III, XVI) όπου και εντοπίστηκαν μοναδικά και σπάνια ατομικά συνοδευτικά αντικείμενα προσωπικού στολισμού. Ακόμη, αν κι ο προσδιορισμός του φύλου και της ηλικίας σε αρκετές περιπτώσεις είναι αδύνατος λόγω της κακής διατήρησης των καταλοίπων, από τα ως τώρα δημοσιευμένα στοιχεία μεγάλος φαίνεται να είναι σε σχέση με τον ανδρικό πληθυσμό ο αριθμός των παιδικών (3-5 χρονών) και γυναικείων ταφών νεαρής ηλικίας των οποίων η αυξημένη θνησιμότητα ερμηνεύεται ως πιθανή ένδειξη της αδυναμίας ανταπόκρισής τους στις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν. Τέλος, αν και όλες οι ταφές φαίνεται να αποσυνδέονται από χώρους κατοίκισης, η γενική εικόνα είναι σχετικά περίπλοκη καθώς έχει διαπιστωθεί ότι στη διάρκεια της Πρώιμης φάσης πραγματοποιούνται προς στο εσωτερικό του σπηλαίου με τις εγκαταστάσεις να βρίσκονται προς την είσοδο του. Ανάστροφη είναι η εικόνα στην Ύστερη περίοδο όπου οι ταφές εντοπίζονται στην περιοχή της εισόδου του βράχου - πιθανόν ως οριοθετημένο νεκροταφείο όπως και στη θέση Mallaha (Enyan) - και οι αρχιτεκτονικές κατασκευές στο εσωτερικό του. Ωστόσο, προβληματική θεωρείται από τους ερευνητές η συνολική ερμηνεία χρήσης του σπηλαίου καθώς η οριστική εγκατάλειψη της θέσης φαίνεται να έγινε χωρίς εμφανή αιτία ενώ αντιθέτως εμφανείς είναι οι διαφορές στην εξωτερική χρήση του χώρου, δηλαδή, στην επίσης κατοικημένη θέση Hayonim Terrace (Koutsadelis 2007: 41, Bar- 77

79 Yosef 1998: 164, Valla 1994: 181, Belfer-Cohen 1995: 13, Bar-Yosef 1991: 88, Belfer- Cohen 1988: 307) El-Wad Η αρχαιολογική θέση El-Wad (Αραβική ονομασία Mugharet el-wad) περικλείει τόσο το σπήλαιο όσο και τις εκτάσεις που εκτείνονται εκτός των ορίων του στην περιοχή που βρίσκεται νότια από τη ονομαζόμενη Κοιλάδα την Σπηλαίων (Nahal Mearot) της δυτικής πλαγιάς του όρους Carmel. Σήμερα εντάσσεται στα εδάφη του βορείου Ισραήλ σε απόσταση μόλις 15 χιλιομέτρων από την Πρώιμη Νατούφια θέση - βράχο Mugharet el-kebarah (Mastin 1964: 49). Σύμφωνα με τους ερευνητές το χρονικό εύρος κατοίκισης του τόπου από Νατούφιες ομάδες της Πρώιμης, Μέσης και της Ύστερης περιόδου παρέχει μια από τις πιο ολοκληρωμένες ακολουθίες των ανεσκαμμένων θέσεων τους στο Levant ως σήμερα. Ακόμη, οι μορφολογικές αναλύσεις του εδάφους που έγιναν με τη συγκέντρωση δειγμάτων γύρης απέδειξαν ότι η περιοχή διέθετε πλούσια terra rosa χώματα και μεσογειακή βλάστηση με τύπους των θάμνων της μακίας (Maquis), των σχοίνων ((Pistacia), των πουρναριών (Quercus) όπως και δασικές εκτάσεις πεύκων (Pinus) με συχνή την παρουσία υδάτινων πόρων και ελών κατά διαστήματα του έτους. Όλα τα στοιχεία, δηλαδή, δείχνουν ότι η περιοχή συνέθετε για τις ομάδες των Επιπαλιολιθικών κυνηγώντροφοσυλλεκτών ένα κατάλληλο και βιώσιμο περιβάλλον το οποίο παρείχε τόσο προστασία και επίβλεψη του χώρου όσο και άμεση πρόσβαση σε πλήθος διατροφικών πηγών (Eckmeier at al. 2012: 824, Munro 2001: 79-84, Lev-Yadiin and Weinstein-Evron 1994: 394). Το 1928 πραγματοποιούνται οι πρώτες δοκιμαστικές τομές από τον C. Lambert ενώ στη συνέχεια εκτεταμένες έρευνες διεξάγονται την περίοδο μεταξύ των ετών από την D. Garrod (Yeshurun at al. 2013: 119). Όμως, και προσφάτως ομάδες διεπιστημονικών ερευνών υπό την επίβλεψη των F. Valla και O. Bar-Yosef το 1986 και της M. Weinstein-Evron το διάστημα αντιστοίχως καταγράφουν και μελετούν ένα μεγάλο όγκο ευρημάτων του υλικού πολιτισμού. Όπως εκτιμούν οι ίδιοι οι ανασκαφείς κρίνοντας την πυκνότητα των καταλοίπων, δηλαδή, τα δείγματα της κατασκευαστικής τεχνικής των ημισελήνων (microburin) με τη διαπιστωμένη μείωση του μεγέθους τους σταδιακά στο χρόνο, της χλωρίδας και πανίδας - κυρίως των τοπικών κοπαδιών της γαζέλας - των σύνθετων αρχιτεκτονικών κατασκευών αλλά και ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπινων ενταφιασμών, πρόκειται για μια από τις βασικές Νατούφιες θέσεις με στοιχεία μονιμότητας στο χρόνο, μεγάλη χωρική έκταση και εξίσου μεγάλη διάρκεια στην εκμετάλλευση του τόπου (Weinstein-Evron at al. 2012: 814, Yeshurun at al. 2013: 118, Valla 1994: 181). Οι αιτιάσεις αυτές των ερευνητών δείχνουν να επιβεβαιώνονται καθώς οι πρόσφατες οστεολογικές αναλύσεις σε ένα μεγάλο αριθμό δειγμάτων που προέρχονται από το ταφικό πλαίσιο των Νατούφιων ομάδων - παρά τις όποιες δυσκολίες λόγο της κακής διατήρησης των οστών - παρείχαν πληροφορίες τόσο για τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις πιθανές παθήσεις των ατόμων όσο και τη δυνατότητα χρονολόγησης της θέσης. Έτσι, οι τουλάχιστον 30 αξιόπιστες μετρήσεις σε ιζηματογενή δείγματα του συγκεντρωμένου ανθρωπογενούς υλικού όπου 78

80 εντοπίστηκαν ίχνη κολλαγόνου αλλά και σε δείγματα άνθρακα τα οποία συλλέχθηκαν από την περιοχή εκτός του βράχου απέδωσαν τις τιμές μεταξύ ± 140 ως ± 75 χρόνια πριν από σήμερα πιστοποιώντας την εγκατάσταση Νατούφιων πληθυσμών στην περιοχή ήδη από την Πρώιμη περίοδο παρουσίας τους στον χώρο του Levant (Eckmeier at al. 2012: 831, Weinstein-Evron at al. 2012: 814, Lev-Yadiin and Weinstein-Evron 1994: 392). Επιπρόσθετα, η ανολοκλήρωτη αυτή ως σήμερα οστεολογική ανάλυση στα δείγματα των καταλοίπων καταγράφει αρκετές περιπτώσεις απουσίας του 3 ου οδοντικού γομφίου (Μ3) ενισχύοντας τις ενδείξεις των σχέσεων εξ αίματος των ενταφιασμένων ατόμων ενώ παράλληλα υποδεικνύει τη διαχρονική γενική ευρωστία των Νατούφιων ομάδων που κατοικούν στη θέση. Ωστόσο, η σύγκριση του υλικού με τα σκελετικά κατάλοιπα που προέρχονται από τις θέσεις Hayonim, Nahal Oren και το σπήλαιο Shukbah διαπίστωσε διαφορές ως προς το μέγεθος και το ύψος των ατόμων (Belfer-Cohen 1995: 12, Valla 1994: 178). Όπως αναφέρει ο B. Mastin οι πρώτες καταγραφές στα ημερολόγια της μικρής εκτάσεως ανασκαφής που πραγματοποίησε η D. Garrod στην ευρύτερη περιοχή και στο εσωτερικό του βράχου αναφέρουν τον διαχωρισμό 2 Νατούφιων επιπέδων κατοίκισης (Layer B1-B2) εντός του σπηλαίου με το κατώτερο να κατέχει το υψηλότερο βάθος (Mastin 1964: 44-48). Έτσι, στο τμήμα της στρωματογραφικής ακολουθίας το οποίο αποδόθηκε στην Πρώιμη φάση εγκατάστασης των κυνηγών στο βράχο (B2) εντοπίστηκαν και οι πρώτες κτιριακές κατασκευές που εκτιμήθηκαν ως πιθανός χώρος κατοίκισης και μόνο ένας ενταφιασμός. Σήμερα τα συγκριτικά στοιχεία τα οποία προέρχονται από το σύνολο των Νατούφιων οικισμών δείχνουν να επιβεβαιώνουν τη D. Garrod καθώς ομοιότητες με τις Πρώιμες αυτές κατασκευές εντοπίζονται και στα ευρήματα από τις θέσεις Mallaha (Enyan) και Wadi Hammeh 27. Παράλληλα, η ίδια συγκεντρώνει και καταγράφει από το εξωτερικό του σπηλαίου μεγάλο αριθμό καταλοίπων του υλικού πολιτισμού τους όπως ζωικά οστά, γουδιά επεξεργασίας της τροφής, λίθινα και οστέινα εργαλεία, δομικές κατασκευές με εστίες και πλήθος ενταφιασμών (Goring-Morris 1996: 417). Ωστόσο, και στις πρόσφατες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο του βράχου εντοπίστηκε επίσης μεγάλος αριθμός ταφικών καταλοίπων - μαζί και ένα τμήμα τείχους πιθανόν οριοθέτησης του χώρου - ενώ από τη λεπτότερη απόθεση της Ύστερης φάσης (B1) ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικές κατασκευές με διαδοχικά δάπεδα εγκατάστασης επιβεβαιώνοντας έτσι τις εκτιμήσεις για χρονικό εύρος της κατοίκισης των ομάδων στη θέση (Yeshurun at al. 2013: 119, Weinstein-Evron at al. 2012: 814). Πιο διεξοδικά, ο Mastin επαναλαμβάνει την D. Garrod η οποία επισήμανε ότι στο βόρειο τμήμα της εισόδου της βραχοσκεπής εντοπίστηκε μια κατασκευή η οποία αποδίδεται στην Πρώιμη φάση εγκατάστασης των ομάδων και πιθανολογείται ότι είναι ένας οργανωμένος ταφικός χώρος καθώς από την περιοχή ανασύρθηκε μεγάλος αριθμός ανθρώπινων οστών σε περιορισμένο χώρο (Mastin 1964: 44-48). Το νεκροταφείο αυτό παρέχει επιπλέον πληροφορίες καθώς έχει ενδείξεις τροποποιήσεων στο χρόνο ώστε να θεωρείται πιθανή η χρήση του για μακρά διάρκεια. Έτσι, 2 ομάδες ενταφιασμών με συνολικά περίπου 10 ταφικά κατάλοιπα ατόμων τα οποία βρέθηκαν τοποθετημένα σε ποικιλία στάσεων - κύρια είναι η συνεσταλμένη θέση - αποκαλύφθηκαν στις επιχώσεις του θαλάμου του σπηλαίου 79

81 ενώ επιπλέον 6 ταφές με παρόμοια ποικιλία στον τρόπο απόθεσής τους εντοπίστηκαν προς την είσοδο του (Homo 14, 16, 59, 60). Τα αναλυτικά ερευνητικά δεδομένα του χώρου συγκλίνουν στην εκτίμηση της ταφικής χρήσης του σπηλαίου, κυρίως, κατά τη διάρκεια της Ύστερης φάσης εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων ενώ εξαίρεση αποτελούν οι ομαδικές αποθέσεις ενηλίκων και ενός παιδιού (H. 23, 22a, 23b) που αποδίδονται στην Πρώιμη περίοδο (Goring-Morris 1996: 417, Mastin 1964: 44-48, Boyd 2001: ). Την ίδια ανασκαφική περίοδο στο χώρο πρόσβασης του βράχου (Chamber I) κάτω από βότσαλο σε σχήμα ανθρώπινης κεφαλής εντοπίστηκαν και 10 επιπρόσθετοι συλλογικοί ενταφιασμοί ατόμων (H. 1-10) - 4 ενηλίκων και 6 παιδιών - που βρέθηκαν σε εκτεταμένη στάση ενώ ποικιλία παρουσιάζει ο προσανατολισμός της τοποθέτησής τους. Σύμφωνα πάντα με τις αναφορές στις καταγραφές της D. Garrod, φαίνεται να αποτελούν δείγμα των ταφικών πρακτικών της Πρώιμης φάσης κατοίκισης των Νατούφιων στη θέση καθώς θεωρείται ότι το σπήλαιο είναι ο αποκλειστικός τόπος εγκατάστασης των ομάδων της περιόδου (Mastin 1964: 44-48) ενώ η αποκάλυψη 2 εστιών στον χώρο των ενταφιασμών έχει κοινά χαρακτηριστικά με την Πρώιμη ομαδική ταφή από την θέση Erq el-ahmar. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες έρευνες στο εσωτερικό του σπηλαίου (Chamber II) και το είδος των καταλοίπων που βρέθηκαν οδηγούν σε συμπεράσματα πιθανών τελετουργικών και συμβολικών προεκτάσεων, αν και προκαλούν σύγχυση ως προς τη λειτουργία του, καθώς τα πρόσθετα αυτά δεδομένα συνηγορούν στην εκτίμηση της σποραδικής χρήσης του χώρου (Ronen 1982: 15). Έτσι, σήμερα διατυπώνονται εικασίες εργασίας με πιθανό ακόμη και τον τοπογραφικό διαχωρισμό των ορίων της θέσης κι ο Ν. Goring-Morris δείχνει να καταλήγει στην εξαρχής ταφική και συμβολική χρήση του βράχου από πληθυσμούς της Πρώιμης περιόδου με την καθημερινή ζωή να επεκτείνεται σε βάθος χρόνου στην πεδιάδα καθώς ομοιότητες στοιχείων παρατηρούνται και στις θέσεις Erq el- Ahmar, Hayonim Cave και Terrace (Goring- Morris 1996: 422). Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η D. Garrod καταγράφει λεπτομερώς και τις διαφορές που εμφανίζονται στα χαρακτηριστικά του τρόπου της απόθεσης των νεκρών στη θέση ως συγκριτικό στοιχείο της μεταβολής των πρακτικών μέσα στο χρόνο. Έτσι, τα σκελετικά κατάλοιπα της Πρώιμης φάσης εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων εντός του βράχου εντοπίστηκαν, κυρίως, τοποθετημένα σε συνεσταλμένη στάση ενώ στη Μέση και Ύστερη περίοδο οι ενταφιασμοί παρουσιάζουν μεγάλη ανομοιoμορφία. Δηλαδή, στις ομαδικές ταφές που βρέθηκαν εκτός του σπηλαίου, οι οποίες αποδίδονται στην Ύστερη περίοδο, παρατηρούνται αρκετές διαφορές τόσο στο βαθμό πίεσης των σωμάτων όσο και της γενικής στάσης των ατόμων. Έτσι, άλλοι ενταφιασμοί φαίνεται να πραγματοποιούνται με τρόπο που τα γόνατα εφάπτονται στο πηγούνι (H. 19), άλλοι με τα κάτω άκρα σφιχτά τοποθετημένα (H. 15, 17, 19, 21), άλλοι με διπλωμένα τα μέλη προς τα πίσω (H. 13), κάποιοι με τους ώμους στραμμένους τους προς το πρόσωπο (H. 13, 15, 18) ενώ περιγράφεται επακριβώς η εξαίρεση ενός ατόμου που βρέθηκε να αγγίζει μια ασβεστολιθική πλάκα (H. 21). Εξίσου ποικίλη, όμως, εμφανίζεται και η όψη του προσανατολισμού των ενταφιασμένων καθώς άλλες αποθέσεις έχουν στραμμένο τον κορμό προς τα αριστερά (H. 12, 17, 19, 27, 62), άλλες κατά πρόσωπο (H. 13) ενώ 2 περιπτώσεις (H. 80

82 15, 27) εντοπίστηκαν με τα μέλη κατά πλάτη. Ωστόσο, τα ημερολόγια της D. Garrod πιστοποιούν την κοινή πρακτική της τοποθέτησης λίθων σε όλες τις περιόδους κατοίκισης της θέσης ερμηνεύοντας το φαινόμενο ως πιθανό ασυνείδητο φόβο επανεμφάνισης του νεκρού. Έτσι, στο εσωτερικό της βραχοσκεπής αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί ατόμων σε λάκκους με λιθοσωρούς γεμίσματος του τάφου, με πλευρικές λίθους (H. 1), με λίθους τοποθετημένες στο κρανίο ή την λεκάνη (H. 2) ή με ασβεστολιθικά γουδιά επάνω στον θώρακα (H. 6), χαρακτηριστικά που έχουν ομοιότητες με τους ομαδικούς ενταφιασμούς της Πρώιμης, Μέσης και της Ύστερης περιόδου που πραγματοποιούνται εκτός του σπηλαίου (Mastin 1964: 44-46). Τα διακοσμητικά στοιχεία, όπως επίσης τα συνοδευτικά αντικείμενα προσωπικού στολισμού, δεν εκλείπουν από το σύνολο των ταφών της θέσης. Στις αποθέσεις των ατόμων, λοιπόν, εντοπίστηκαν ασβεστολιθικά γουδιά σήμανσης του τόπου ενώ αξιοσημείωτος είναι και ο συλλογικός ενταφιασμός 7 ατόμων τα οποία βρέθηκαν τοποθετημένα στο πλάι σχηματίζοντας νοητό κύκλο γύρω από ένα λίθινο γουδί τύπου stone pipe. Χαρακτηριστικά είναι, εξίσου, και τα δείγματα των συνοδευτικών ταφικών ευρημάτων όπως το μοναδικό λίθινο εγχάρακτο ανθρώπινο κεφάλι που προέρχεται από ταφή της Πρώιμης περιόδου και το κρεμαστό κόσμημα με τις ζευγαρωτές χάντρες που είναι κατασκευασμένες από 25 κομμάτια ζωικών οστών και από 25 όστρεα dentalium αντίστοιχα (Koutsadelis 2007: 41, Belfer-Cohen 1995: 11, Valla 1994: 177, Bar-Yosef 1988: 164, Garrod 1936: 125). Επιπλέον, από το ταφικό πλαίσιο του συνόλου των ενταφιασμών της θέσης συλλέχθηκαν δίχτυα που τοποθετήθηκαν σε παιδικά κρανία ως αντικείμενα στολισμού, όστρεα dentalium από τις ακτές της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας που υποδεικνύουν το εύρος των διακοινοτικών σχέσεων και τις πιθανές ανταλλακτικές σχέσεις των ομάδων καθώς και κοσμήματα με ζωικά κατάλοιπα (Scarre 2005: 209, La Motta 1988: 42), δίχως, ωστόσο, η συγκέντρωση αυτών των εξαιρετικών αντικειμένων να συνθέτει ένα μεγάλο αριθμό υλικών ώστε να αιτιολογεί τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του G. Wright, σύμφωνα με τον οποίο κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο η διαφορά κατανομής των ευρημάτων αντικατοπτρίζει τη διάσπαση των δεσμών συγγένειας μεταξύ των ατόμων της Πρώιμης περιόδου και την ανάδυση ιεραρχικών δομών στο εσωτερικό των Νατούφιων ομάδων (Wright 1978: ). Στο σύνολο τους, πάντως, καταγράφονται τουλάχιστον 96 ενταφιασμοί ατόμων με την D. Garrod να επιμερίζει το ανθρωπογενές υλικό χρονολογικά αποδίδοντας 34 αποθέσεις στην Πρώιμη φάση εγκατάστασης, 3 στην Ύστερη και τις υπόλοιπες να παραμένουν αδιευκρίνιστες λόγο της διαταραχής η οποία παρατηρήθηκε στη στρωματογραφία (Garrod 1936: 123). Μολαταύτα, καθώς η πλειονότητα των αποθέσεων αυτών εντοπίζεται κυρίως εντός των θαλάμων του σπηλαίου - κυρίως στα όρια της εισόδου του - ενισχύονται οι ενδείξεις της οργανωμένης ταφικής χρήσης του βράχου, ιδίως κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την Πρώιμη στην Ύστερη φάση εγκατάστασης των ομάδων στη θέση. Επιπλέον, τονίζεται ότι συχνές είναι οι διαδοχικές ταφές ενώ από τα συγκεντρωτικά στοιχεία των σκελετικών καταλοίπων δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ειδική μέριμνα ή να εφαρμόζεται κάποιο τυπικό ως προς τον προσανατολισμού των ατόμων. Αντιθέτως, ορατή γίνεται η ποικιλία στη μεταχείριση των νεκρών ιδίως στους ενταφιασμούς που πραγματοποιούνται προς τα τοιχώματα της εισόδου του βράχου. Έτσι, κατά την 81

83 Πρώιμη περίοδο κατοίκισης της θέσης παρατηρείται σαφής προτίμηση σε συλλογικές ταφές ατόμων που τοποθετούνται σε εκτεταμένη στάση ενώ ένας αριθμός τους πιθανολογείται ότι είναι πρωτογενείς αποθέσεις έχοντας κοινά χαρακτηριστικά με τις ταφές από την θέση Mugharet el-kebarah. Αντιθέτως, στην Μέση και Ύστερη περίοδο εντοπίζονται - με ελάχιστες εξαιρέσεις - κυρίως ατομικές ταφές που φαίνεται να πραγματοποιούνται άτακτα, σε διάφορες στάσεις και με συμπίεση, κατά την υπόδειξη της μορφολογίας του εδάφους και συχνά σε περιορισμένο χώρο. Ωστόσο, κατασκευαστικά οι ενταφιασμοί, σε ολόκληρο το χρονικό εύρος εγκατάστασης των ομάδων στην περιοχή, έχουν τη μορφή απλών λάκκων στο έδαφος με συχνή, όμως, την παρουσία επισημάνσεων του χώρου ταφής με λίθους και ασβεστολιθικές πλάκες. Ελάχιστος είναι κι ο αριθμός των ταφικών σημάτων με την τοποθέτηση ογολιθικών γουδιών τύπου stone pipe ενώ κάποιες λίθοι αποδίδονται σε μεταγενέστερες κατασκευές από τις αποθέσεις των ατόμων. Επιπροσθέτως, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι ο χρονολογικός βαθμός μείωσης του προσωπικού συνοδευτικού διακόσμου από την Πρώιμη στην Ύστερη περίοδο όπως και τα σπάνια αντικείμενα - ακόμη κι από περιοχές σε μεγάλες αποστάσεις - παραμένει ίδιος όπως σε όλες τις Νατούφιες ταφικές θέσεις. Παράλληλα, τα παραπάνω δεδομένα υποδηλώνουν ότι σε καμία περίοδο εγκατάστασης των ομάδων στο χώρο δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υπονοούν το διαχωρισμό των ατόμων με βάση το φύλο ή την ηλικία. Πόσο μάλλον όταν πιθανό θεωρείται να πραγματοποιούνται ενταφιασμοί με ίχνη συγγένειας καθώς εντοπίζονται ταφές που περιέχουν ενήλικες μαζί με παιδιά (Koutsadelis 2007: 41, Valla 1994: , Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466, Mastin 1964: 49-50). Κι όπως, όντως, διαπιστώνεται από τα μερικά αποτελέσματα των οστεολογικών αναλύσεων του υλικού οι περιπτώσεις που εμφανίζουν απουσία του 3 ου γομφίου από το σαγόνι των ατόμων είναι αρκετές κι αποτελούν πιστοποίηση των συγγενικών σχέσεων μεταξύ τους ενώ από τις ίδιες εργαστηριακές μελέτες τονίζεται η ευρωστία των ατόμων που δεν φαίνεται να εμφανίζουν σοβαρές παθολογικές ασθένειες (Belfer-Cohen 1995: 12, Valla 1994: 178). 3. Ain Mallaha (Eynan) Η ανοικτή θέση Mallaha (Εβραϊκή ονομασία Eynan, Αραβική Ain Mallaha) τοποθετείται σε απόσταση 25 χιλιομέτρων βορείως των λόφων της Γαλιλαίας και δυτικά της αποξηραμένης αρχαίας λίμνης Hula της Άνω κοιλάδας του Ιορδάνη ενώ σήμερα εντάσσεται στα εδάφη του βόρειου Ισραήλ κοντά στην λίμνη Τιβεριάδα. Η περιοχή κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο φαίνεται να διέθετε εδάφη με μεσογειακή βλάστηση και ζώνες δασικών εκτάσεων με μόνιμη την των παροχή υδάτινων πόρων. Αυτό επιβεβαιώνουν τόσο οι αναλύσεις των διαγραμμάτων της γύρης από τις Πρώιμες αποθέσεις ορισμένων κατασκευών κατοίκησης που δείχνουν να υπήρχαν διαστήματα με υγρασία και σταδιακή αύξηση των δασών όσο και οι μελέτες των ζωικών καταλοίπων που συνηγορούν στη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών σε όλες τις φάσεις εγκατάστασης των ομάδων (Bocquentin 2007: 73, Henry 1985: 378). Έτσι, το γόνιμο αυτό περιβάλλον αποτέλεσε σταθερή επιλογή εγκατάστασης των Νατούφιων κυνηγών στην περιοχή προσφέροντας ποικιλία προσβάσιμων πηγών της τοπικής πανίδας - κυριαρχούν τα κοπάδια γαζέλας - και χλωρίδας. Ταυτόχρονα, από τη θέση παρέχονται οι πρώτες σημαντικές ενδείξεις 82

84 συλλογής άγριων δημητριακών (Scarre 2005: 21). Οι συνολικές, λοιπόν, εκτιμήσεις των ερευνητών για τη Mallaha στις μέρες μας κατευθύνονται προς την απόδοση χαρακτηριστικών της μονιμότητας, δηλαδή, μιας διαχρονικής βάσης κι αυτό συνιστά ικανοποιητικό επιχείρημα εξ αιτίας του μεγάλου χωρικού εύρους της θέσης και του πλούτου της συγκέντρωσης των καταλοίπων καθώς εδώ εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικές κατασκευές με διαδοχικές φάσεις χρήσης, εστίες, πιθανοί αποθηκευτικοί λάκκοι, λεπίδες και γουδιά επεξεργασίας της τροφής, πλήθος ζωικών και φυτικών καταλοίπων και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπινων ενταφιασμών (Boyd 1995: 18, Gilead 1989: 132). Η θέση ανακαλύφθηκε το 1954 και οι πρώτες ερευνητικές τομές έγιναν από τμήμα Γάλλων αρχαιολόγων υπό τον J. Perrot το οι οποίοι την περίοδο διενήργησαν πλήρη ανασκαφή του πεδίου. Το διάστημα μεταξύ τις έρευνες ανέλαβε ο M. Lechevallier ενώ το ο F. Valla αντίστοιχα. Τα δεδομένα όλων των ανασκαφέων δείχνουν να συμφωνούν ότι η θέση κατοικείται σε ολόκληρο το χρονικό εύρος της παρουσίας των Νατούφιων ομάδων. Ωστόσο, καθώς το επιστημονικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις ισχυρές ενδείξεις της πιθανής αρχής της συλλογής άγριων δημητριακών - εντοπίζονται ίχνη σίτου και κριθαριού - και της συνεπακόλουθης αρχής της μονιμότητας και του παραγωγικού σταδίου στην ευρύτερη περιοχή του Levant, με επισκέψεις των εγκατεστημένων ομάδων ως την Ιεριχώ όπως διατείνονταν ο J. Perrot και αντέκρουσε ο B. Boyd, δημιουργήθηκαν αντεγκλήσεις με πολιτικά κίνητρα (Boyd 1995: 19). Διαφορές απόψεων, όμως, μεταξύ των ερευνητών ενέκυψαν τόσο για τον προσδιορισμό της χρήσης των εντοπισμένων σύνθετων δομικών κατασκευών όσο και κατά την προσπάθεια απόδοσης των υποδιαιρέσεων της στρωματογραφικής ακολουθίας της θέσης. Έτσι, ο F. Valla, λόγο της κατανομής της λιθοτεχνίας στη θέση που τη συνέδεσε με αντίστοιχα στρώματα των θέσεων Hayonim Cave και El-Wad, διαχωρίζει 4 φάσεις κατοίκισης (Πρώιμη, Μέση, Ύστερη και Τελική) με χρονικό ορίζοντα εγκατάστασης των κυνηγών στη Mallaha μεταξύ χρόνια πριν από σήμερα. Οι απόλυτες τιμές, πάντως, που προέρχονται από τα δείγματα υλικού τα οποία συγκεντρώθηκαν από στρώματα κατοίκισης (IV και II) κινούνται μεταξύ ± 880 και ± 540 χρόνια πριν από σήμερα ενώ οι αντίστοιχες τιμές από το στρώμα Ib2 αγγίζουν τα ± 100 με ± 90 χρόνια πριν από σήμερα (Bocquentin 2007: 67, Gilead 1989: 133). Αναμφίβολα, παρά τις όποιες αντεγκλήσεις, ταφικές αποθέσεις εντοπίζονται σε όλα τα στρώματα κατοίκισης. Έτσι, αρχικά ο J. Perrot ανέσκαψε έναν υπερμεγέθη ταφικό λάκκο 5 μέτρων όπου στο ανώτερο επίπεδο στρωμάτων περιείχε 2 ολοκληρωμένα σκελετικά κατάλοιπα και στο χαμηλότερο 7 ταφές εκ των οποίων μόνο 3 με πλήρη τα οστά ενώ ένας επιπλέον μικρότερος λάκκος αποκάλυψε το υλικό 2 ατόμων - πιθανόν ζευγαριού - ενταφιασμένων πρόσωπο με πρόσωπο (Mastin 1964: 49). Επιπρόσθετα, στις ανασκαφές που διενεργήθηκαν το 1971 από τον M. Lechevallier εντοπίστηκε κάτω από τα ίχνη 3 κατασκευών ταφικός χώρος που προσομοιάζει με νεκροταφείο (νεκροταφείο Β) ο οποίος αποδίδεται στην Πρώιμη φάση κατοίκισης (στρώμα IV) των Νατούφιων ομάδων στη θέση. Από τον σημείο αυτό ανασύρθηκαν τα τμήματα υπολειμμάτων 12 κυρίως πρωτογενών ατομικών ενταφιασμών που, στην πλειονότητα τους, θεωρούνται διαδοχικές αποθέσεις οι 83

85 οποίες βρέθηκαν κυρίως σε συνεσταλμένη στάση και διέθεταν αντικείμενα προσωπικού στολισμού - κυρίως κοσμήματα με όστρεα dentalium - αλλά και μοναδικά συνοδευτικά ζωικά κατάλοιπα (βλ. εικόνα 16, σελ. 162). Πιο διεξοδικά, από το σύνολο 3 ενηλίκων ανδρών (Homo 87, 89, 98) οι 2 έφεραν διάκοσμο όπως και 3 από τις 4 εντοπισμένες γυναικείες ταφές (H. 90, 91, 93, 104). Ακόμη, μια παιδική ταφή (H. 88) αδιάγνωστου φύλου βρέθηκε με προσωπικό συνοδευτικό στολισμό ενώ 3 νεογνά (H. 95, 97, 105) δεν εντοπίστηκαν αντικείμενα. Μοναδική, όμως, είναι και η γυναικεία ταφή (H. 104) που καταγράφηκε να κρατά στο αριστερό της χέρι έναν μικρό σκύλο υπονοώντας την ένταξη του είδους στο ανθρωπογενές περιβάλλον με ισχυρές τις ενδείξεις εξημέρωσής τους και τη συντροφική σχέση μεταξύ τους (βλ. εικόνα 17, σελ. 162). Ο ενταφιασμός αυτός, με βάση τα ως τώρα δεδομένα, αποτελεί την πιο πρώιμη επιβεβαίωση συσχετισμού του ανθρώπου και του σκύλου στο χώρο του Levant, με εξακριβομένες τις μεταβολές στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ζώων, ενώ οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις δεν αποκλείουν την πιθανότητα της τελετουργικής απόθεσης των καταλοίπων. Ομοιότητες με την ταφή αυτή διαπιστώνονται στους ανάλογους ενταφιασμούς με τη συνοδεία σκύλων που προέρχονται από την Πρώιμη θέση Hayonim και τη θέση Hayonim Terrace αντίστοιχα όπως προαναφέρθηκε (Boyd 1995: 21, Tchernov 1991: 327, Gilead 1989: 134). Το 1975 οι συστηματικές ανασκαφές στον ίδιο χώρο (νεκροταφείο Β) αποκάλυψαν πλήρως μια επιπλέον, πιο σύνθετη, αρχιτεκτονική κατασκευή (κτίριο 131) ημικυκλικού σχήματος, με οπές υποστήριξης της οροφής, στο εσωτερικό της οποίας εντοπίστηκαν 2 εστίες και 6 ομόκεντροι λίθινοι τοίχοι. Οι ανασκαφείς διαπίστωσαν ότι υπήρξε σημαντική συγκέντρωση υλικών γύρω από τις εστίες - βότσαλα, βασάλτης, πυρίτης, λειαντικά εργαλεία και οστά ζώων - τα οποία αποδίδονται στην Πρώιμη φάση χρήσης του (φάση Β). Στο επόμενο στρώμα, που έχει ενδείξεις κατασκευαστικών παρεμβάσεων στο χώρο (φάση Α), εντοπίστηκαν in situ τα κρανιακά κατάλοιπα ενός εμβρύου (H. 102) κι ενός σκύλου σε μια περιοχή με ίχνη άνθρακα και όμοια αντικείμενα όπως και στην προηγούμενη φάση χρήσης του, δηλαδή, μια συλλογή από βότσαλα, λεπίδες, γουδιά, ένα οστέινο εγχάρακτο, θραύσματα ειδωλίου και οστά ζώων (Webb and Edwards 2002: 118, Scarre 2005: 211). Ωστόσο, καθώς τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη κατασκευή εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από μια εξολοκλήρου νέα (κτίριο 51) στην ίδια θέση, οι εκτιμήσεις των ερευνητών διαφέρουν ως προς την ερμηνεία της λειτουργίας της. Έτσι, σύμφωνα με τον F. Valla τα στοιχεία συνηγορούν στη χρήση του ως τόπου κατοίκισης, παραγωγικών δραστηριοτήτων και πιθανόν οικογενειακών ενταφιασμών σε όλες τις φάσεις εγκατάστασης. Αντιθέτως, κατά τον B. Boyd, καθώς η νέα κατασκευή είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη και καταγράφηκαν στο εσωτερικό της Πρώιμοι ενταφιασμοί, οι ενδείξεις συνηγορούν στην ειδική τελετουργική χρήση του χώρου ενώ ο P. Pearson σε μια προσπάθεια να επεκτείνει τον επιστημονικό διάλογο εστιάζει στην πιθανή συμβολική χρήση των υλικών ως μέσο σύνδεσης με το παρελθόν και την προγονική λατρεία (Boyd 1995: 21). Ουσιαστικά, όμως, σήμερα το σύνολο των ερευνητών φαίνεται να συμφωνεί ότι πρόκειται για 2 πιθανόν οργανωμένους νεκρικούς χώρους (νεκροταφείο Α και Β) με μακρά διάρκεια χρήσης, ήδη από την Πρώιμη περίοδο, και μικρές διαφορές στον τρόπο ενταφιασμού των ατόμων. Έτσι, οι 11 αποθέσεις ανδρών, γυναικών και 84

86 παιδιών - πιθανόν συγγενικής σχέσης μεταξύ τους - του νεκροταφείου Α απαρτίζουν ένα σύνολο από ατομικές, πρωτογενείς ταφές που εντοπίστηκαν σε συνεσταλμένη θέση, δηλαδή, έχοντας κοινά χαρακτηριστικά με τις 12 ταφές του Πρώιμου νεκροταφείου Β. Η μόνη διαφορά που εκμαιεύεται από τα ταφικά κατάλοιπα των 2 νεκροταφείων είναι ο βαθμός μείωσης των συνοδευτικών αντικειμένων στον οργανωμένο χώρο Α - μόνο σε 4 περιπτώσεις - ενώ θα πρέπει να προστεθεί ότι τα θραύσματα ενός κρανίου και 2 ακόμη ενταφιασμοί εντοπίστηκαν απομονωμένοι (Belfer-Cohen 1995: 13, Gilead 1989: 133). Η εικόνα, ωστόσο, των ταφικών πρακτικών της Μέσης και κυρίως της Ύστερης περιόδου παρουσιάζει ιδιομορφίες και διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις υπόλοιπες Νατούφιες θέσεις, παρότι κι εδώ σε όλες τις περιόδους οι ενταφιασμοί φαίνεται να συντελούνται μόνιμα εκτός της κατοικημένης ζώνης και σε αυστηρά διακριτούς και οριοθετημένους χώρους. Έτσι, σε ολόκληρο το εύρος του ανασκαφικού πεδίου εντοπίστηκαν 8 ταφές της Μέσης περιόδου, μέσα σε πρώην χώρους εγκατάστασης, με φροντίδα επισήμανσης του τόπου και με συντονισμένη προσπάθεια μείωσης της καταστροφής του χώρου. Αποτελούν, δε, όλες πρωτογενείς ατομικές ταφές που βρέθηκαν σε συνεσταλμένη στάση με τα κρανία τοποθετημένα κάτω από ασβεστολιθικές πλάκες ενώ απουσιάζουν πλήρως τα συνοδευτικά αντικείμενα (Webb and Edwards 2002: 117, Gilead 1989: 134). Θα πρέπει, όμως, εδώ να τονιστεί ότι στη Μέση περίοδο δεν εντοπίζονται καθόλου ενταφιασμοί νεογνών και παιδιών, πιθανόν, ως ένδειξη της μη ενσωμάτωσής τους στην κοινότητα, κάτι που δεν παρατηρείται σε καμία άλλη Νατούφια ταφική θέση (Koutsadelis 2007: 41). Ανάστροφη είναι η γενική εικόνα των ενταφιασμών της Ύστερης φάσης εγκατάστασης των ομάδων καθώς οι περίπου 35 ταφές ατόμων που εντοπίστηκαν συντελούνται κυρίως έξω από κατασκευές. Στο σύνολό τους πρόκειται για λακκοειδείς ομαδικούς, πρωτογενείς και δευτερογενείς ενταφιασμούς - 6 ατόμων σε μια ταφή και 5-9 σε 20 ταφές αντίστοιχα - οι οποίοι εντοπίστηκαν με ελάχιστα προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα αποτελούμενα κυρίως από οστά γαζέλας και μάζες ώχρας (Bocquentin 2007: 68, Webb and Edwards 2002: 118, Gilead 1989: 134). Ο χαρακτήρας της ταφικής μεταχείρισης των ατόμων της Τελικής φάσης κατοίκισης στη Mallaha - σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό του F. Valla - φαίνεται να γίνεται πιο πολύπλοκος και να επανατροποποιείται και πάλι καθώς, όπως καταγράφει ο J. Perrot, όλες οι ταφές της περιόδου συγκεντρώνονται στο βορειοδυτικό τμήμα της θέσης κι οι ενδείξεις συγκλίνουν στην ανάμειξη των χώρων της καθημερινής ζωής και του θανάτου και στην άμεση σύνδεση τους με την παράλληλη κατασκευή εγκαταστάσεων. Κι αυτό είναι εμφανές καθώς μια ταφή (H. 156) εντοπίστηκε σε δάπεδο (κτίριο 203) η οποία αποδίδεται στην ενδιάμεση φάση κατοίκισης του χώρου, 2 επιπλέον ταφές (H. 160, 166) βρέθηκαν σε διαταραχή από τη μεταγενέστερη κατασκευή μιας εστίας (κτίριο 200) στο ανώτερο επίπεδο του ενώ μια γυναικεία ταφή (H. 157) συνεθλίβη από την κατασκευή τοίχου (κτίριο 206) της κατασκευής όπως κι η ταφή ενήλικα που ίσως να συντελέστηκε παράλληλα με τη δημιουργία ενός τοίχου σε άλλο κτίριο. Η πλειονότητα πάντως των 25 ενταφιασμών της περιόδου είναι πρωτογενείς ατομικές αποθέσεις - εξαίρεση αποτελεί η συλλογική ταφή ενός ενηλίκου με 2 παιδιά (Η. 151, 153, 154) - και βρέθηκαν σε 85

87 συνεσταλμένη στάση. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο διαφοράς στη μεταχείριση των ατόμων αυτής της περιόδου διαδοχής των Νατούφιων ομάδων στη θέση είναι η συχνή ταφή νεογνών κάτω από δάπεδα σε πρώην χώρους χρήσης, ενταφιασμοί οι οποίοι απουσίαζαν πλήρως στη Μέση φάση εγκατάστασης. Αυτό υποδεικνύει το παιδικό κρανίο το οποίο εντοπίστηκε σε δάπεδο κατασκευής ενώ ένα 2 ο κρανίο ανασύρθηκε δίπλα από εστία. Μολαταύτα, η διατήρηση των οστών είναι κακή και οφείλεται στον εντοπισμό τους στο ανώτατο επίπεδο της στρωματογραφίας και στο βαθμό πίεσης των ατόμων που συνήθως είναι ανάλογος του διαθέσιμου χώρου απόθεσης τους. Επιπλέον, συχνό φαινόμενο στις εντοπισμένες αυτές ταφές της τελευταίας περιόδου εγκατάστασης των Νατούφιων στη θέση είναι και η απουσία κρανίων δίχως, όμως, την επιβεβαίωση της ηθελημένης αποκοπής τους με εξαίρεση την μοναδική πιθανόν σκόπιμη σύνθλιψη των οστών σε μια ταφή που βρέθηκε με συγκέντρωση λίθων (Bocquentin 2007: 69, Koutsadelis 2007: 41, Gilead 1989: 134). Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύονται και οι πρόσφατες ανθρωπολογικές μελέτες οι οποίες έγιναν σε αντιπροσωπευτικά δείγματα του οστεολογικού υλικού όλων των σκελετικών κατηγοριών και των ηλικιών. Τα συγκριτικά δημογραφικά στοιχεία των αναλύσεων απέδειξαν τη γενική ευρωστία του πληθυσμού της θέσης η οποία πιστοποιείται σε ολόκληρο το χρονικό εύρος της εγκατάστασης των Νατούφιων ομάδων σ αυτή. Ωστόσο, πιθανές θεωρούνται οι περιπτώσεις υποσιτισμού των ανηλίκων και της εμφάνισης μεταδοτικών ασθενειών ενώ οι διαβαθμίσεις των οδοντικών φθορών και παθήσεων που παρατηρούνται στα δείγματα της Ύστερης και της Τελικής περιόδου αποδίδονται στη σταδιακή μεταβολή του διατροφικού μοντέλου των ομάδων και στην αυξητική τάση για κατανάλωση οσπρίων και δημητριακών (Bocquentin 2007: 76). Τα συγκεντρωτικά, λοιπόν, στοιχεία των 111 περίπου ενταφιασμών της θέσης Mallaha με τα χαρακτηριστικά της μονιμότητας στην εγκατάσταση των ομάδων συνθέτουν ένα ιδιόμορφο τοπικό αμάλγαμα πρακτικών με εμφανή τον επαναπροσδιορισμό των στοιχείων τους στο χρόνο αλλά και με διαφοροποιήσεις από τις ανάλογες οργανωμένες ταφικές θέσεις Nahal Oren και Hayonim. Ένα από τα σταθερά διαγνωστικά στοιχεία της θέσης είναι η επανάχρηση κατασκευών ως οργανωμένων νεκροταφείων (νεκροταφείο Α και Β) όπου και εντοπίστηκαν πολλαπλές - κυρίως πρωτογενείς αλλά και δευτερογενείς - ταφές πιθανόν ατόμων με σχέσεις συγγένειας. Ωστόσο, συνολικά παρατηρούνται 21 περιπτώσεις, κυρίως, κρανιακών θραυσμάτων εκτός ταφικού πλαισίου δίχως κάποια τυχόν ίχνη καύσης (Koutsadelis 2007: 41, Scarre 2005: 211, Webb and Edwards 2002: 118, Belfer-Cohen 1995: 14, Valla 1988: 96). Στο σύνολό τους, πάντως, οι ατομικές πρωτογενείς ταφές φαίνεται να κυριαρχούν στις περισσότερες περιόδους εγκατάστασης των ομάδων στη θέση αν και ορατή είναι αυξητική τους τάση από την Πρώιμη προς την Ύστερη περίοδο παρά τη σταθερή παρουσία και συλλογικών αποθέσεων σε κάθε περιόδου. Δεν υπάρχει, όμως, καμία αμφιβολία ότι είναι τελείως διαφορετική η εικόνα της ενδιάμεσης Μέσης φάσης όπου στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ενταφιασμοί που συντελούνται είναι συλλογικοί δευτερογενείς καθώς επίσης και της Τελικής φάσης που απουσιάζουν πλήρως οι δευτερογενείς αποθέσεις (Koutsadelis 2007: 40). Κατασκευαστικά η πλειονότητα των ενταφιασμών έχει σε όλες τις περιόδους τη μορφή των απλών λάκκων. Αν και έχει, όμως, διαπιστωθεί η χρήση λίθων 86

88 περιμετρικά των τάφων όπως και η επιγύψωση ορισμένων εξ αυτών, οι κατασκευές που συχνά εντοπίζονται σε κοντινή απόσταση από τους ενταφιασμούς δεν συνδέονται άμεσα μαζί τους (Webb and Edwards 2002: 118). Βέβαια, μεγάλος είναι ο αριθμός των καταλοίπων που ανασύρθηκαν από λάκκους τόσο κάτω από δάπεδα όσο και εκτός κατασκευών με συνοδευτικά αντικείμενα όπως κοσμήματα, όστρεα dentalium, ενδύματα, οστά ζώων και γουδιά από βασάλτη ενώ η μια εξακριβωμένη ταφή με τη συνοδεία σκύλου χαρακτηρίζεται ως η πιο πρώιμη ένδειξη συσχέτισης του ανθρώπου με το είδος στο Levant. Παρόλα αυτά, η γενική εικόνα της προσωπικής αυτής διακόσμησης των αποθέσεων ακολουθεί την τυπική εξελικτική πορεία με τη βαθμιαία μείωση από την Πρώιμη προς την Ύστερη περίοδο που παρατηρείται σε όλες τις Νατούφιες ταφικές θέσεις (Koutsadelis 2007: 41, Belfer- Cohen 1995: 13, Tchernov 1991: 327, Edwards 1989: 12). Ακόμη, γενική είναι η ανομοιομορφία στην τοποθέτηση των νεκρών σε όλες τις περιόδους αν και σαφής φαίνεται να είναι η προτίμηση σε ενταφιασμούς με συνεσταλμένη στάση ενώ ο βαθμός συστολής του σώματος εξαρτάται άμεσα πάντα από το διαθέσιμο χώρο απόθεσης. Έτσι η μόνη διαφοροποίηση της μεταχείρισης των ατόμων φαίνεται να αφορά τη Μέση φάση εγκατάστασης στη θέση όπου απουσιάζουν πλήρως οι ενταφιασμοί ανηλίκων, με πιθανή ερμηνεία την μη ενσωμάτωση τους στην κοινότητα ως ισότιμων μελών της, καθώς επίσης και την Τελική περίοδο όπου σε αρκετές πρωτογενείς ταφές απουσιάζουν τα κρανία χωρίς όμως επαρκείς ενδείξεις για την τελετουργική αποκοπή τους (Koutsadelis 2007: 41, Gilead 1989: 134, Mastin 1964: 50). Οι παραπάνω μεταβολές στα χαρακτηριστικά των ενταφιασμών, όμως, θα πρέπει πάντα να εκτιμώνται με βάση το χρονικό εύρος της εγκατάστασης των ομάδων στη θέση και συνεπώς δεν είναι ικανά για να συστήσουν ισχυρές ενδείξεις διαφοράς ή ανισότητας στην ολική μεταχείριση των νεκρών. Επιπλέον, τα ως τώρα συγκριτικά στοιχεία των οστεολογικών αναλύσεων επιβεβαιώνουν τη γενική και διαχρονική ευρωστία των ατόμων και τη σταδιακή αλλαγή του διατροφικού τους μοντέλου (Bocquentin 2007: 76). Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί πως οι λόγοι εγκατάλειψης της θέσης μετά από τη συνεχή παρουσία γενεών σ αυτή παραμένουν αδιάγνωστοι. Έτσι, οι ερευνητές έχουν επισημάνει την αρχική τοποθέτηση νεκρών που αποδίδονται στην Πρώιμη φάση κατοίκισης στο εσωτερικό κατασκευών και την επανατοποθέτηση τους αργότερα σε κτίσματα της Ύστερης περιόδου. Η Μέση φάση εγκατάστασης στη θέση παρουσιάζει συγκέντρωση μικρότερων κατασκευών σε 3 περιοχές και ενδιάμεσα λάκκους πιθανόν αποθηκευτικούς ή ταφικής χρήσης ενώ η τελευταία περίοδος παρουσίας των Νατούφιων ομάδων στη Mallaha πιθανόν να συνδέεται με την εποχική επίσκεψη της καθώς οι κατασκευές είναι μικρότερες και λιγότερες. Το γεγονός αυτό, κατά την οπτική του F. Valla, πιθανόν να υπονοεί τη σταδιακή εγκατάλειψη της θέσης και την επιστροφή ομάδων με σκοπό την επαναταφή ατόμων που συνδέονται με το παρελθόν του τόπου, ωστόσο, η άποψη αυτή σήμερα δεν υποστηρίζεται (Scarre 2005: 211, Tchernov 1991: 327). Κλείνοντας αυτήν την αναλυτική παρουσίαση των Νατούφιων ταφικών θέσεων στον ευρύτερο χώρο του Levant θα πρέπει να αναφερθεί και η μερική καταγραφή της συγκέντρωσης σκελετικών καταλοίπων από θέσεις του Λιβάνου που επισημαίνονται στη σημερινή βιβλιογραφία. Έτσι, σε ένα σπήλαιο βορείως της Βηρυτού, στην αρχαιολογική θέση με την ονομασία Antelias Cave εντοπίστηκαν τα οστά ενός εμβρύου, αν και αδιευκρίνιστο μέχρι σήμερα παραμένει το γεγονός εάν πρόκειται 87

89 για Επιπαλαιολιθική ή Νεολιθική ταφή (Copeland 1991: 34). Επιπλέον, από τα υψώματα των λόφων που βρίσκεται η θέση Jabel Saaide (Saaide II), σε απόσταση περίπου 12 χιλιομέτρων από την πόλη Baalbek, στα δυτικά όρια της κοιλάδας Beqaa του Λιβάνου, ανασύρθηκε ένα κρανίο και τμήματα θραυσμάτων μιας γυναικείας ταφής κάτω από ογκολιθικό γουδί τύπου stone pipe. Ο χώρος αυτός εγκατάστασης των ομάδων φαίνεται να παρέχει ισχυρές ενδείξεις μιας πιθανόν οριοθετημένης ταφικής ζώνης καθώς περιείχε πλήθος ανθρωπίνων οστών και κρανίων τα οποία εντοπίστηκαν σε διαταραχή χωρίς να δημοσιεύονται περαιτέρω πληροφορίες ή στοιχεία χρονολόγησης του υλικού (Copeland 1991: 38, Schroeder 1991: 54). Β. 2 ΝΑΤΟΥΦΙΕΣ ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Στην προσπάθεια ανακεφαλαίωσης των ταφικών πρακτικών των Επιπαλαιολιθικών Νατούφιων πληθυσμιακών ομάδων στο Levant γίνονται ορατές οι ενδείξεις διαφοροποίησης ανά περίοδο και θέση εγκατάστασης. Τα ανασκαφικά πλαίσια απ όπου προέρχονται τα υλικά κατάλοιπα τα οποία σχετίζονται με τις ταφικές πρακτικές οδηγούν στην αποδοχή μιας συνειδητής ταφικής διαδικασίας και παράλληλα οδηγούν στη διαπίστωση ότι υπάρχει μια σημαντική πληθυσμιακή αύξηση. Με βάση την εκτίμηση του L. Binford ο οποίος επισημαίνει ότι οι ταφικές πρακτικές κάθε πολιτιστικής ενότητας, διαχρονικά, περιέχουν προεκτάσεις συμπεριφορών που συνδέουν τον άνθρωπο τόσο με την φύση του υλικού του κόσμου, όσο και του πνευματικού (Binford 1971: 16), στη διάρκεια της Νατούφιας περιόδου καταγράφονται οι ενδείξεις μιας σύνθετης κοινωνικής οργάνωσης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με βάση τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, οι συμπαγείς στα γενικά χαρακτηριστικά τους Νατούφιοι πληθυσμοί διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με προηγούμενες ομάδες σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτισμικής τους έκφρασης. Έτσι, και το συγκεντρωμένο ταφικό υλικό της Νατούφιας περιόδου από τις ερευνημένες θέσεις ενισχύει μια τέτοια εικόνα ύπαρξης διαφορετικής ταφικής μεταχείρισης. Παράλληλα, δεν διαφαίνεται να έχει παγιωθεί ένα σταθερό κι οργανωμένο τυπικό εθιμικής ταφικής πρακτικής που να συνδέει τις κοινότητες με ιεραρχικούς δεσμούς ή μορφές κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Εντούτοις, οι Νατούφιοι πληθυσμοί της Πρώιμης περιόδου ακολουθούν πρακτικές που μεταλλάσσονται στο χρόνο και τα χαρακτηριστικά της περιόδου στη συνέχεια τείνουν να εκλείπουν στις επόμενες φάσεις παρουσίας των τελευταίων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών στην περιοχή του Levant. Κατά αυτό τον τρόπο, στη Μέση και Ύστερη περίοδο παρουσίας τους καταγράφονται νέες μορφές μεταχείρισης των νεκρών τους με ίχνη σταθερότητας και τυποποίησης, πιθανόν ως ενδείξεις πιο σύνθετων κοινοτήτων (Lengyel and Bocquentin 2005: 281, Belfer- Cohen and Hovers 1992: 464). Αναντίρρητα, η πλειονότητα των εντοπισμένων ενταφιασμών προέρχεται από το λεγόμενο κεντρικό χώρο ανάπτυξης θέσεων της Νατούφιας περιόδου στα εδάφη της μεσογειακής ζώνης του Levant που απαρτίζουν οι περιοχές της Γαλιλαίας (όρος Carmel), των Ιουδαϊκων λόφων και της Άνω κοιλάδας του Ιορδάνη (Belfer-Cohen and Morris 2013: 555, Byrd 1989: 160) και σήμερα αφορά κυρίως τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Ιορδανίας. Οι περίπου 450 διαπιστωμένες ταφές εντοπίζονται σε θέσεις κατοίκισης κάθε τύπου, σπήλαια, 88

90 ανοικτές ή οργανωμένα νεκροταφεία (El-Wad, Nahal Oren, Hayonim Cave, Mallaha). Οι συστηματικές ερευνητικές προσπάθειες των τελευταίων ετών στην περιοχή παρέχουν ένα πλούσιο σε όγκο ανθρωπογενές υλικό και στοιχεία μέσα από μακροχρόνιες διεπιστημονικές αναλύσεις με αποτέλεσμα η σύνθεση και η δημοσίευσή τους να θεωρείται ότι δίνει μια ουσιαστική εικόνα των ταφικών πρακτικών των Νατούφιων ομάδων (Belfer-Cohen and Hovers 1992: 465). Εξαίρεση ίσως αποτελεί η περιοχή του νότιου Levant (τα σημερινά εδάφη της ανατολικής Ιορδανίας) για την οποία παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν ταφικά κατάλοιπα κοντά ή όχι σε ήδη ανασκαμμένες θέσεις που δεν έχουνε ερευνηθεί ακόμη (Goring-Morris 2000: 118). Β Κατασκευαστικά στοιχεία και τρόποι ενταφιασμού Βασικό χαρακτηριστικό διαφοροποίησης των Νατούφιων πληθυσμών από τις προηγούμενες πολιτισμικές ενότητες της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, σε ότι αφορά τις ταφικές πρακτικές τους, θεωρείται η παρουσία οργανωμένων νεκρικών χώρων στο Levant. Τα νεκροταφεία των θέσεων El-Wad, Nahal Oren, Hayonim Cave και Mallaha εντοπίζονται σε άμεση γειτνίαση με χώρους κατοίκησης ή με κατασκευές ταφικής χρήσης (El-Wad, Nahal Oren). Η απουσία, όμως, ταφικών ενδείξεων που να σηματοδοτούν ιεραρχική δομή μεταξύ των μελών της ομάδας ή έμφυλους και ηλικιακούς διαχωρισμούς, όπως αυτά υποδηλώνονται σε ένα οργανωμένο νεκροταφείο, θεωρείται ένδειξη αλλαγής των σχέσεων μεταξύ των ατόμων μέσα σε μια νέα διαφορετική μορφή κοινωνικής οργάνωσης (Koutsadelis 2007: 40). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον N. Goring-Morris, τα ταφικά κατάλοιπα των Πρώιμων θέσεων Kebarah και Erq el-ahmar υποδεικνύουν την αποκλειστική ταφική χρήση τους και όχι τη λειτουργία τους ως χώρων εγκατάστασης (Goring-Morris 2000: 118), αν και σε άλλες θέσεις της ίδιας περιόδου παρατηρείται πιο συχνά η ταύτιση νεκρικών χώρων και χώρων κατοίκισης. Ωστόσο, η γενική εικόνα του εντοπισμένου ανθρωπολογικού υλικού στο σύνολο των περιόδων παρουσίας των Νατούφιων στο Levant μπορεί, μεν, να συνδέει άμεσα τους ενταφιασμούς με χώρους κατοίκισης σε εγκατάλειψη ή όμορες κατασκευές όπως τα νεκροταφεία αλλά εξαιρετικά σπάνια συναντάται περίπτωση ταφής κάτω από δάπεδα εγκαταστάσεων ώστε να υποδηλώνουν την παράλληλη καθημερινή τους χρήση (Koutsadelis 2007: 40, Bar-Yosef 1998: 164). Επιπλέον, κατά τον N. Goring-Morris αρκετές θέσεις δεν παρουσιάζουν καθόλου χαρακτηριστικά εγκατάστασης, δηλαδή, όλες οι ενδείξεις υπονοούν τη λειτουργία τους ως αποκλειστικά ταφικών κέντρων (Goring-Morris 2000: 119). Γίνεται, έτσι, αντιληπτό ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στοιχείο των πρακτικών των ομάδων είναι η σταθερή απουσία της ανάμειξης της καθημερινής ζωής με το επίπεδο της ταφικής χρήσης των κατασκευών ενώ πολύ συχνή είναι τόσο η πυκνότητα των ενταφιασμών, όσο και των επαναληπτικών διαδοχικών αποθέσεων στον ίδιο χώρο (Nadel at al. 2013: 4, Belfer-Cohen 1995: 11). Μολαταύτα, αν και αρχιτεκτονικές κατασκευές που να περιέχουν εντός τους ταφικά κατάλοιπα ανηλίκων και ενηλίκων εντοπίζονται σε θέσεις (Mallaha), η ταφική χρήση του χώρου φαίνεται πως πάντα προηγείται ή ακολουθεί και ποτέ δεν περιπλέκει τη ζωή με το θάνατο. Υπερτονίζοντας τους παραπάνω ισχυρισμούς οι M. Stekelis και Yizraeli υποστηρίζουν ότι ακόμη και η 89

91 εγγύτητα ορισμένων ενταφιασμών σε χώρους με οριοθετημένες εστίες (Nahal Oren) συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τελετουργικές ταφικές πρακτικές, παρά με καθημερινές δραστηριότητες (Bocquentin 2007: 68, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Ωστόσο, η εσκεμμένη επισήμανση του χώρου απόθεσης των ατόμων με τη χρήση ασβεστολιθικών λίθων, κατασκευές και λίθινα ταφικά σήματα σπανίζει σε όλες τις περιόδους. Βέβαια, για ορισμένους ερευνητές, οι πιθανές κατασκευές επισήμανσης του τόπου ταφής καθώς αποτελούν συνολικά εξαιρέσεις (Erq el-ahmar, El-Wad και Mallaha) θεωρούνται ασαφείς ή αποδίδονται σε μεταγενέστερη χρήση του χώρου (Koutsadelis 2007: 40, Goring-Morris 2000: 120) ενώ τα λίθινα ταφικά σήματα επισήμανσης των ενταφιασμών με μεγαλιθικά γουδιά (Nahal Oren, Hayonim Cave και Hatula) κατασκευασμένα συνήθως από βασάλτη - τύπου stone pipe - και ασβεστόλιθους - τύπου cup mark - καταγράφονται ως τοπική ιδιαιτερότητα των εκάστοτε ομάδων. Επιπρόσθετα, στη βιβλιογραφία των θέσεων ως σήμερα επισημαίνεται η μοναδικότητα της άμεσης σύνδεσης ενός ομαδικού ενταφιασμού ατόμων (El-Wad) γύρω από ένα ασβεστολιθικό γουδί. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, πάντως, δεν παρέχεται κανένα ορατό ενδεικτικό στοιχεία της τοποθεσίας των ενταφιασμών ενώ παντελής είναι η απουσία εγχάρακτων πλακών σφράγισης εντός κι εκτός των λάκκων (Bar-Yosef 1998: 164, Valla 1994: 176, Belfer- Cohen 1995: 11, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Κοινό, επίσης, τόπο για την πλειονότητα των κατασκευών απόθεσης, στο σύνολο των θέσεων, αποτελεί η τοποθέτηση των νεκρών μέσα σε απλούς ρηχούς ή βαθύτερους λάκκους σκαμμένους στο έδαφος ενώ εσωτερικά ο κανόνας είναι το γέμισμά τους με χώμα και λιθοσωρό. Έτσι, ελάχιστος είναι ο αριθμός των ενταφιασμών που διαπιστώνεται να έγινε με επένδυση χρόνου και κόπου (Belfer- Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Bar-Yosef 1998: 164, Valla 1994: 176) και τα κύρια διαγνωστικά στοιχεία αυτών των λάκκων φαίνεται να είναι οι επενδύσεις με ασβεστολιθικές πλάκες και λίθους περιμετρικά ή στο εσωτερικό τους. Περίτεχνες του είδους ταφικές κατασκευές εντοπίζονται στις Ύστερες θέσεις Hayonim, Hilazon Tachtit, Raqefet και Mallaha. Βέβαια, έχουν παρατηρηθεί και πιο σύνθετες μορφές κατασκευών με επιγύψωση των λάκκων, επένδυση με πηλό στεγανοποίησης και λίθινες πλάκες οι οποίες, ενδεχομένως, συνδέονται με αλλαγές των πρακτικών μεταχείρισης των νεκρών και της κοινωνικής οργάνωσης των ομάδων κατά τόπους (Lengyel and Bocquentin 2005: 282). Αντίθετα, λίθοι - κυρίως κάτω από το κρανίο των ατόμων αλλά και σε άλλα σημεία του σώματος - εντοπίστηκαν σε πλήθος θέσεων (El-Wad, Hayonim Cave, Nahal Oren, Eynan, Shukba, Kebara), στοιχείο που ερμηνεύεται ως ένδειξη συνοχής των πληθυσμών. Η, δε, συχνή τοποθέτηση λίθων επάνω στο σώμα, σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα, ίσως να αποκρυσταλλώνει τυπικά που δεν αφορούν παρά αποκλειστικά τους ενηλίκους ενώ ο διαπιστωμένος διαμελισμός των σκελετικών καταλοίπων από λίθους, σε μεγάλο αριθμό ταφών όλων των θέσεων, αποδίδεται στη συχνή διαταραχή από την επανάχρηση των λάκκων δίχως μελέτη και φροντίδα (Belfer-Cohen and Hovers 1992: 465). Β Η τοποθέτηση των νεκρών 90

92 Ανομοιόμορφη και με ποικιλία στάσεων διαπιστώνεται να είναι η τοποθέτηση των νεκρών σε όλες τις περιόδους παρουσίας των Νατούφιων ομάδων στο Levant (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212). Κατά τα φαινόμενα βασικός καθοριστικός παράγοντας είναι πάντα η διαθέσιμη προς χρήση επιφάνεια για την κατασκευή ενός τάφου. Έτσι, η ταφική μεταχείριση στους ενταφιασμούς της Πρώιμης περιόδου ποικίλει από τη σποραδική προτίμηση στην εκτεταμένη στάση ως την έντονα συνεσταλμένη σε ορισμένες θέσεις (El-Wad και Mallaha), δίχως, όμως, σπουδή στον τρόπο απόθεσης του σώματος. Όμοια συμπεράσματα μη σταθερού τυπικού συνάγονται και από τους ενταφιασμούς των μεταγενέστερων περιόδων καθώς τα σκελετικά κατάλοιπα εντοπίζονται τοποθετημένα δίχως μελέτη ή εθιμική τυποποίηση, στραμμένα προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, δηλαδή τοποθετημένα στο πλάι, ύπτια, με πιεσμένα τα γόνατα, με το πρόσωπο στο έδαφος, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος και στο πρόσωπο ή σε έκταση. Ωστόσο, σε ελάχιστες περιπτώσεις θέσεων (El-Wad, Nahal Oren και Hayonim Terrace) αρκετές ταφές εντοπίζονται στραμμένες προς φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, πιθανόν, ως σύνδεση με τον τόπο και το προγονικό παρελθόν των μελών της κοινότητας. Διαχρονική και σαφής, πάντως, στο σύνολο των θέσεων φαίνεται να είναι η προτίμηση σε ενταφιασμούς συνεσταλμένης τοποθέτησης, σε ρηχούς λάκκους και χωρίς την παρουσία συνοδευτικών αντικειμένων ή διακόσμου (Belfer- Cohen 1995: 11, Valla 1994: 176, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Β Πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές. Ατομικές και συλλογικές ταφές Οι ενταφιασμοί πραγματοποιούνται, είτε ατομικά είτε ομαδικά, με συχνές τις διαδοχικές αποθέσεις καθ ύψος ή τοποθέτηση στο πλάι, στον ίδιο χώρο, σε όλες τις περιόδους των Νατούφιων. Ομοίως, ο εντοπισμός πρωτογενών και δευτερογενών αποθέσεων, είτε σε ανάμειξη είτε μεμονωμένα, καταγράφεται σε όλες τις φάσεις εγκατάστασης των ομάδων. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της Πρώιμης φάσης εγκατάστασης των τελευταίων κυνηγών σε θέσεις του Levant εμφανής είναι η προτίμηση σε πρωτογενείς - συχνά συλλογικούς - ενταφιασμούς με εξαίρεση την τοπική διαφοροποίηση στη θέση Mallaha της ίδιας περιόδου. Αντίθετα, η συντριπτική πλειονότητα των δευτερογενών αποθέσεων αφορά την Ύστερη Νατούφια περίοδο, γεγονός που ερμηνεύεται ίσως ως ένδειξη συνοχής ατόμων τα οποία, πλέον, ανήκουν σε πιο σύνθετες κοινωνίες ή ακόμη και ως πίεση κάτω από δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5215, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Κι αυτό υποστηρίζεται επειδή σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται η επιλογή των ατομικών ταφών σε λάκκους πολλαπλών ενταφιασμών, χωρίς καμία σπουδή και μελέτη στον τρόπο της απόθεσης των ατόμων, ενώ, παράλληλα, συχνά υπάρχουν ίχνη διαταραχής (Koutsadelis 2007: 40, Bar-Yosef 1998: 164). Ωστόσο, παρά τη μεταβολή αυτή των πρακτικών στο χρόνο, με ορατή την προτίμηση στις ατομικές δευτερογενείς ταφές κατά την Ύστερη φάση, η συγκεντρωτική εικόνα από τις θέσεις της περιόδου παρουσιάζει πιο σύνθετα χαρακτηριστικά. Έτσι, την ίδια περίοδο καταγράφονται και ομαδικές αποθέσεις (Mallaha, Nahal Oren, Hayonim Cave) πιθανόν ως ιδιαιτερότητα τοπικής εμβέλειας που τείνει συνολικά να εκλείπει στο χρόνο (Nadel at al. 2013: 1, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 26, Valla 1994: 181, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Αυτές οι θέσεις - κυρίως οργανωμένης ταφικής μεταχείρισης με νεκροταφεία - 91

93 υποδεικνύουν κατά περιόδους την προτίμηση σε συλλογικούς πρωτογενείς και δευτερογενείς ενταφιασμούς σε αντιδιαστολή με άλλες σύγχρονες τους (Shukbah, Raqefet) όπου κυριαρχούν οι ατομικοί πρωτογενείς ενταφιασμοί, γεγονός το οποιο συνηγορεί στην ανυπαρξία οποιουδήποτε καθιερωμένου ή επιβαλλόμενου τυπικού στο σύνολο των πληθυσμιακών ομάδων (Lengyel and Bocquentin 2005: 281). Β Ο διάκοσμος των ενταφιασμών και τα συνοδευτικά ταφικά αντικείμενα Τα συνοδευτικά αντικείμενα σε όλες τις περιόδους αριθμητικά σπανίζουν καθώς συνθέτουν μόνο το 10% περίπου επί του συνόλου των ενταφιασμών (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5215) κι έχει διαπιστωθεί ότι οι διακοσμημένες ταφές εντοπίζονται, κυρίως, στις θέσεις Hayonim Cave, El-Wad, Erq el-ahmar, Mallaha, Wadi Hammeh 27. Ωστόσο, ίχνη έμφυλου ή ηλικιακού διαχωρισμού δεν διακρίνονται καθώς ο διάκοσμος των ταφών θεωρείται προσωπικός και συνοδεύει τα άτομα ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινότητα. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι τα προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα βρίσκονται συχνότερα στους ενταφιασμούς των ατόμων της Πρώιμης περιόδου ενώ κατά κανόνα σταδιακά σε βάθος χρόνου εκλείπουν. Ο διάκοσμος αυτός, συνήθως, αποτελείται από κοινά αντικείμενα προσωπικού στολισμού (ζώνες, τμήματα ρουχισμού, κρεμαστά κοσμήματα) κατασκευασμένα από όστρεα dentalium των ακτών της Μεσογείου ή της Ερυθράς Θάλασσας, οστά ή δόντια ζώων και χάντρες (Koutsadelis 2007: 41, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 27, Bar-Yosef 1998: 164, Valla 1994: 176). Σπανιότερα, σε ορισμένες ταφικές αποθέσεις καταγράφονται και μοναδικά υλικά αντικείμενα ή ζωικά και φυτικά κατάλοιπα. Έτσι, ενταφιασμοί που περιείχαν σπάνια συνοδευτικά αντικείμενα όπως το στιλέτο από τη θέση Hayonim Cave, το λίθινο ανθρώπινο λαξευμένο κεφάλι και τα όστρακα χελώνας από τη θέση El-Wad, οι μάζες ώχρας από τις θέσεις Erq El-Ahmar, Wadi Hammeh 27 και Mallaha, τα κέρατα γαζέλας από τις θέσεις El-Wad, Hayonim Terrace και Mallaha και τα δόντια αλόγου από ομαδική ταφή στη θέση Erq el-ahmar εντοπίζονται στο σύνολο των θέσεων και σε όλες τις περιόδους κατοίκισης των πληθυσμών, χωρίς, όμως, να υπονοούν διαφορές μεταξύ των ατόμων (Belfer-Cohen 1995: 10). Μοναδικό χαρακτηριστικό συνοδευτικής πρακτικής, επίσης, αποτελούν και τα κατάλοιπα των 2 ταφών στις θέσεις Mallaha και Hayonim Terrace της Πρώιμης και Ύστερης περιόδου αντίστοιχα που περιείχαν τα οστά ανθρώπων με τη συνοδεία σκύλων τα οποία τεκμηριώνουν, για πρώτη φορά, την εξημέρωση του είδους και τη σύνδεσή του με τον άνθρωπο (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Bar-Yosef 1998: 164, Belfer-Cohen 1995: 11, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466, Tchernov 1991: 327). Παράλληλα, η ανίχνευση συνοδευτικών φυτικών ειδών στα κατάλοιπα του νεκροταφείου του σπηλαίου Raqefet καθώς και η εξαιρετική ταφή από την Ύστερη θέση Hilazon Tachtit με τη συνοδεία πλήθους σπάνιων ζωικών ειδών όπως και οι ενδείξεις της διάπραξης τελετουργικών γευμάτων θεωρούνται χαρακτηριστικά που ίσως να υποδεικνύουν τη μετάβαση των κοινοτήτων σε πιο σύνθετες δομές (Nadel at al. 2013:4, Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Grosman at al. 2008: 17668). Β Αποκοπές κρανίων, ενδείξεις συστηματικής καύσης και βίαιων θανάτων 92

94 Η δευτερογενής μεταχείριση της μεταφοράς, επανατοποθέτησης κι επιγύψωσης κρανίων, ως έκφραση συμβολισμού, δεν είναι μια πρακτική που πρωτοεμφανίζεται στους ενταφιασμούς των Νατούφιων ομάδων καθώς διαπιστώνεται μεμονωμένα και σε προηγούμενες ενότητες της Επιπαλαιολιθικής περιόδου. Ωστόσο, η συχνότητα των αποκοπών τώρα φαίνεται να διευρύνεται (λατρεία κρανίων) και τα πρώτα μοντελοποιημένα κρανία στις ταφές των τελευταίων κυνηγών της περιόδου εντοπίζονται σε ορισμένες θέσεις (Erq el-ahmar, Ain el-saratan και πιθανόν Wadi Hammeh 27), ήδη από την Πρώιμη φάση εγκατάστασης τους. Βέβαια, η συχνότητα της συγκεκριμένης μεταθανάτιας συμβολικής μεταχείρισης φαίνεται να αφορά την Ύστερη περίοδο και ως επί το πλείστον τον ενήλικο πληθυσμό, εφόσον στην πλειονότητα τους τα παιδικά σώματα εντοπίζεται ακέραια. Παρόλα αυτά, το πρώτο δείγμα αποκοπής προέρχεται από Πρώιμη παιδική ταφή (Mallaha) που ανασύρθηκε κάτω από δάπεδο δίπλα σε μια εστία γεγονός που θεωρείται, με βάση τα δεδομένα, ασυνήθιστη τακτική (Goring-Morris 2000: 130, Parker Pearson 1999: 159). Δηλαδή, η σποραδική επέκταση του φαινομένου της αποκοπής των κρανίων ερμηνεύεται ως προδρομική τάση εμφάνισης νέων τοπικών πρακτικών και συνηθειών οι οποίες παρατηρούνται, κυρίως, σε ενήλικες κατά τη διάρκεια της Ύστερης Νατούφιας περιόδου ενώ συχνή φαίνεται να είναι και η διαδοχική επανάχρηση των τάφων μετά από τις αποκοπές. Επιπλέον, με βάση τα δεδομένα, η πλειοψηφία των επιβεβαιωμένων αποκοπών συγκεντρώνεται σε θέσεις με λειτουργία ταφικού κέντρου ή στα οργανωμένα νεκροταφεία (Hayonim και Nahal Oren). Ο N. Goring- Morris υποστηρίζει ότι στην Πρώιμη φάση εγκατάστασης η πρακτική αυτή πιθανόν να υποκινείται από την τάση ενσωμάτωσης του θανάτου μέσα στο πλαίσιο της άμεσης κατοίκισης ενώ στην Ύστερη περίοδο διαχωρίζεται σαφώς ο χώρος των ζωντανών και των νεκρών (Goring-Morris 2000: 128) και η εθιμική παγίωση της πρακτικής διευρύνεται στις μεταγενέστερες πολιτισμικές ενότητες της Νεολιθικής περιόδου PPNA και PPNB (Bocquentin 2007: 76, Koutsadelis 2007: 41, Lengyel and Bocquentin 2005: 281, Belfer-Cohen 1995: 11, Valla 1994: 176, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Επιπροσθέτως, το αρχαιότερο δείγμα καύσεων στο χώρο του Levant με την επιβεβαιωμένη αποκάλυψη απανθρακωμένων οστών που έχουν ίχνη συστηματικής και σκόπιμης έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες συναντάται αποκλειστικά στην Πρώιμη θέση του σπηλαίου Kebarah πιθανόν ως περιορισμένη τοπική εθιμική τακτική. Τέλος, από την ίδια θέση προέρχονται και τα σκελετικά κατάλοιπα με ίχνη τραύματος για τα οποία οι σημερινές επιστημονικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις δείχνουν να συγκλίνουν στο συμπέρασμα των ενδείξεων της ενδοκοινοτικής βίας ή ακόμη και στο ενδεχόμενο του ανταγωνισμού μεταξύ των κοινοτήτων (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5216, Koutsadelis 2007: 41). Β Οι αναλύσεις των εργαστηριακών μετρήσεων του ανθρωπολογικού υλικού Θα πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι από το σύνολο των 450 περίπου δειγμάτων του εντοπισμένου οστεολογικού υλικού που προέρχεται από όλες τις ταφικές θέσεις των Νατούφιων πληθυσμιακών ομάδων διεξοδικά έχει μελετηθεί ένας αντιπροσωπευτικός μόνο αριθμός των καταλοίπων. Ωστόσο, οι συγκεντρωτικές παρατηρήσεις των συγκριτικών αυτών αναλύσεων στα δείγματα του υλικού δείχνουν να επιβεβαιώνουν την ενότητα των γενικών χαρακτηριστικών τους καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας των ομάδων στο χώρο του Levant. Έτσι, ένα σημαντικό 93

95 πρώτο στοιχείο είναι ότι παρά την αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού της ηλικίας των ατόμων σπάνια συναντώνται περιπτώσεις άνω των 45 ετών. Η πλειοψηφία τους κυμαίνεται μεταξύ ετών, γεγονός το οποίο πιστοποιεί τη σταθερότητα του προσδόκιμου ζωής τους σε όλες τις φάσεις εγκατάστασης (Belfer-Cohen at al. 1991: 421). Επίσης, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το παρουσιαστικό των Νατούφιων αποδεικνύεται, διαχρονικά, μεσαίου αναστήματος, εμφανώς χαμηλότερο από προηγούμενες ενότητες της Μέσης Επιπαλαιολιθικής περιόδου αλλά υψηλότερο των μετέπειτα Νεολιθικών ομάδων ενώ το κρανίο τους είναι μακρύ και στενό (δολιχοκέφαλοι), με ευρή πρόσωπο και μικρές γνάθους. Διαχρονική, όμως, διαπιστώνεται να είναι και η τάση μείωσης του συνολικού εύρους των ατόμων που συμβαδίζει με την παράλληλη αύξηση των οδοντικών παθήσεων, γεγονός το οποίο αποδίδεται στη μεταβολή των συνθηκών διαβίωσης και στις αλλαγές της διατροφικής συμπεριφοράς τους στο διάστημα των ετών μεταξύ της Πρώιμης και της Ύστερης περιόδου (Smith 1995: 66). Παράλληλα η διαπιστωμένη τάση μείωσης του ύψους των ατόμων - και μεταξύ των φύλων - της Ύστερης περιόδου ίσως να συνδέεται με την πίεση και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν οι ομάδες της περιόδου. Μολονότι δεν εντοπίζονται αξιόλογες διαφορές στο σύνολο των πληθυσμών οι O. Soliveres-Massei, D. Ferembach και A. Belfer-Cohen καταγράφουν μετρικές διαφοροποιήσεις στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ομάδων που κατοικούν στις θέσεις Erq El-Ahmar και Mallaha. Έτσι, η σύγκριση του υλικού αυτού με τα ευρήματα των θέσεων Hayonim, EI-Wad και Nahal Oren απέδειξε ότι τα ανθρώπινα κατάλοιπα των 2 αυτών θέσεων είναι υψηλότερα και με μεγαλύτερα κρανία και γνάθους, γεγονός που αποδίδεται στο διατροφικό μοντέλο που ακολουθείται από τους τοπικούς πληθυσμούς. Ακόμη, ένα πολύ σημαντικό πόρισμα και σύμφωνα με τις εργαστηριακές αναλύσεις ικανό αποδεικτικό στοιχείο των συγγενικών σχέσεων των ενταφιασμένων ατόμων, ιδιαίτερα στο υλικό της θέσης Hayonim, αποτελεί η εμφάνιση της αρκετά υψηλής συχνότητας της εκ γενετής απουσίας του 3 ου γομφίου (Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 27, Smith 1995: 65, Belfer-Cohen at al. 1991: 418, Smith 1991: 428, Smith 1989: 376, Sellars 1988: 96). Η επικέντρωση των ερευνών στις πιθανές οδοντικές παθήσεις των ατόμων μέσω των αναλύσεων St/Ca (Strontium/Calcium) παρείχε επιπλέον πληροφορίες τόσο για την υγεία και την ανάπτυξη των ατόμων όσο και για τις διατροφικές και τις κοινωνικές συνήθεις τους. Πιο αναλυτικά, οι τελευταίες μορφολογικές μετρήσεις που προέρχονται από μεγάλο αριθμό δειγμάτων επί του συνόλου των σκελετικών καταλοίπων καταλήγουν στο συμπέρασμα της μεταβολής του διατροφικού μοντέλου μεταξύ των ομάδων της Πρώιμης και Ύστερης περιόδου με διαφορές στην ικανότητα ανταπόκρισης στις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες (Sillen and Lee - Thorp 1991: 400, Sillen at al. 1989: ). Έτσι, αν και ο μέσος όρος μεγέθους των δοντιών είναι εμφανώς μικρότερος από προηγούμενες πληθυσμιακές ενότητες της Επιπαλαιολιθικής αλλά μεγαλύτερος σε σχέση με ομάδες της Νεολιθικής περιόδου, συχνά εμφανίζονται περιπτώσεις υποπλασίας και οδοντικών κακώσεων καθώς το 10% περίπου των ενηλίκων όλων των θέσεων παρουσιάζει απώλεια δοντιών που ερμηνεύεται ως ένδειξη της προβληματικής ανάπτυξης του σμάλτου στη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας (Smith 1991: 425). Ωστόσο, συγκριτικές μετρήσεις του υλικού έδειξαν να υπάρχει χαμηλή ποσόστωση υποπλασίας του σμάλτου στους πληθυσμούς της Ύστερης φάσης κατοίκισης των θέσεων Mallaha και Hayonim κι 94

96 ίσως να υποδεικνύουν τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης κατά τόπους και το ενδεχόμενο της μετατροπής του διατροφικού μοντέλου με την ενσωμάτωση των δημητριακών και την παράλληλη αύξηση της κατανάλωσης κρέατος. Ταυτόχρονα, το υψηλό ποσοστό τερηδόνας - ιδιαίτερα στον γυναικείο πληθυσμό το οποίο ανιχνεύθηκε στο υλικό από την Ύστερη φάση εγκατάστασης στη θέση Mallaha, κατά τους ερευνητές, συνδέεται άμεσα με τις ενδείξεις της κατανάλωσης δημητριακών και οσπρίων. Εξαίρεση, όμως, αποτελούν οι ομάδες της θέσης Nahal Oren της ίδιας περιόδου που φαίνεται να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες κρέατος (Bocquentin 2007: 72, Sillen and Lee-Thorp 1991: 407, Hassan 1977: 597) με πιθανή ερμηνεία την τοπογραφία της περιοχής και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ακόμη, με βάση τις αναλύσεις του υλικού και τα εθνογραφικά παράλληλα η εθιμική συνήθεια της εξαγωγής δοντιών κατά την εφηβική ηλικία, ανεξαρτήτως φύλου, ως στοιχείο απόκτησης ταυτότητας φαίνεται να υιοθετείται στις θέσεις Hayonim, Shukbah, Kebara, El Wad, Nahal Oren, Mallaha αλλά απουσιάζει πλήρως από τις θέσεις Erq-el- Ahmar και Raqefet. Παράλληλα, παρουσιάζονται και ορισμένες ενδείξεις χρήσης των δοντιών ως βοηθητικά εργαλεία καθώς διαπιστώθηκε να υπάρχουν στην πλειονότητα των δειγμάτων από όλες τις θέσεις εγκατάστασης των ομάδων (Bocquentin 2007: 75). Ένα επιπλέον στοιχείο που παρέχουν οι εργαστηριακές αναλύσεις για τα βιολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων στην πλειοψηφία των Νατούφιων θέσεων είναι ότι καταγράφονται ενδείξεις ενδογαμιών μεταξύ των μελών των κοινοτήτων, γεγονός που ενισχύει τις υποθέσεις ότι πιθανόν να αποτελούσαν αριθμητικά μικρές ομάδες όχι πέραν των 500 ατόμων (Belfer-Cohen at al. 1991: 419, Perles and Phillips 1991: 643). Ωστόσο, ελάχιστες διαπιστώνεται να είναι αριθμητικά οι περιπτώσεις τραυμάτων του σώματος (Hayonim Cave), των μορφολογικών ενδείξεων κρανιακών κακώσεων (Nahal Oren, Hayonim Cave) ή άλλων ασθενειών ενώ αντίθετα σύνηθες φαινόμενο αποτελούν τα ίχνη αρθρίτιδας στα μακρά οστά καθώς και των οστεοφύτων των σπονδύλων (El-Wad, Hayonim Cave). Κατ αυτό τον τρόπο, αποδεικνύεται εντυπωσιακή η γενική ευρωστία στο σύνολο των ατόμων όλων των θέσεων και σπάνια φαίνεται να αντιμετωπίζουν παθολογικές ασθένειες. Δηλαδή, στην πλειονότητα τους τα αίτια θανάτου τους είναι φυσιολογικά πέραν ορισμένων γυναικείων ενταφιασμών που οι αναλύσεις απέδειξαν ότι συνδέονται με επιπλοκές κατά τη διάρκεια της γέννας (Belfer-Cohen at al. 1991: 420). Β Η μεταχείριση των νεκρών. Διαφοροποιήσεις ανά φύλο και ηλικία και οι σχέσεις συγγένειας Όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως όλοι οι ενταφιασμοί, διακοσμημένοι ή όχι, ακολουθούν το ίδιο τυπικό ανεξάρτητα από το φύλο ή την ηλικία σε όλες τις περιόδους παρουσίας των Νατούφιων πληθυσμών. Έτσι, μολονότι διαπιστώνεται αδυναμία φυλετικού προσδιορισμού των ατόμων λόγω της κακής διατήρησης των καταλοίπων πέραν του 61% του ανθρωπογενούς υλικού (Belfer-Cohen at al. 1991: 415) κανένα διαγνωστικό στοιχείο δεν πιστοποιεί διαφορές ή ανισότητα μεταξύ των μελών των ομάδων ως προς το φύλο ή την ηλικία. Αντιθέτως, συχνές είναι οι κοινές ταφές ενηλίκων και παιδιών (El-Wad, Hayonim Cave, Nahal Oren, Shukbah) με ίχνη οικογενειακών σχέσεων και συγγενικών δεσμών μεταξύ τους (Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Ωστόσο, η πλειονότητα των εντοπισμένων ενταφιασμένων 95

97 ατόμων είναι, κυρίως, άνδρες (Hayionim Cave, El-Wad, Kebarah, Shukbah), παρά τη διαπιστωμένη συνολική αύξηση των γυναικείων αποθέσεων στην Ύστερη περίοδο, το μοναδικό τοπικό φαινόμενο της υπεροχής των γυναικείων ταφών στην θέση Mallaha σε όλες τις περιόδους (Belfer-Cohen at al. 1991: 415) και την επιπρόσθετη τοπική ιδιαιτερότητα της ίδιας θέσης κατά τη διάρκεια της Μέσης περιόδου με τον πιθανό σκόπιμο αποκλεισμό των νεογνών ως ένδειξη μη ενσωμάτωσής τους στην κοινότητα (Koutsadelis 2007: 41, Parker Pearson 1999: 159). Βέβαια, συνολικά στις μεγάλες ταφικές θέσεις και κυρίως κατά τη διάρκεια της Ύστερης φάσης εγκατάστασης έχει παρατηρηθεί, συνολικά, ότι είναι μικρός ο αριθμός των ενταφιασμένων νηπίων σε αντιδιαστολή με τις ταφές από τις μικρότερες θέσεις της Πρώιμης περιόδου (Belfer-Cohen at al. 1991: 413). Εντούτοις, επισημαίνεται ότι το 1/3 των ενταφιασμών όλων των θέσεων συντίθεται από παιδικές ταφές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει την ίση μεταχείρισή τους ενώ η υψηλή θνησιμότητά τους συνδέεται με ασθένειες λόγω της αδυναμίας ανταπόκρισής τους στις συνθήκες διαβίωσης (Bar-Yosef 1998: 164). Τέλος, με βάση τα εθνογραφικά παράλληλα και τη γενική εικόνα της αντιπροσώπευσης των ατόμων στους εντοπισμένους οργανωμένους χώρους των νεκροταφείων, οι ερευνητές υποστηρίζουν ξεκάθαρα την απουσία οποιασδήποτε διαφοράς στη μεταχείριση μεταξύ των μελών των Νατούφιων ομάδων. Ωστόσο, ένα τμήμα τους στην προσπάθεια να ερμηνεύσει ορισμένα κενά σε συγκεκριμένες αρχαιολογικές θέσεις δεν αποκλείει και την πιθανή παρουσία χωριστών οντοτήτων σε τοπικές κοινότητες με πιο ισχυρούς τους συνεκτικούς δεσμούς των ατόμων με τη φυλή (Belfer-Cohen 1991: 585). Κλείνοντας αυτή τη συνολική επισκόπηση των Νατούφιων ταφικών πρακτικών επαναδιατυπώνουμε την εκτίμηση ότι όλες οι ενδείξεις από τις εντοπισμένες αποθέσεις των ανεσκαμμένων θέσεων του Levant ως σήμερα φαίνεται να πιστοποιούν τον συνειδητό και σκόπιμο ενταφιασμό των ατόμων που πεθαίνουν ως μέλη ενταγμένα μέσα σε μικρές συνεκτικές ομάδες. Κατά τον B. Boyd οι ταφικές πρακτικές αποτελούν, διαχρονικά, τμήμα του συνόλου των πρακτικών και υποχρεώσεων των μελών μιας κοινότητας στην προσπάθεια να οικοδομήσουν σχέσεις και δεσμούς μεταξύ τους (Boyd 1995: 17). Έτσι, στις ημέρες μας, οι τελευταίοι κυνηγοί της Επιπαλαιολιθικής περιόδου θεωρούνται οι πρώτες ομάδες ανθρώπων της περιοχής οι οποίες σταθερά αποθέτουν τους νεκρούς τους σε πρώην χώρους κατοίκισης ή σε άμεση γειτνίαση με αυτούς κι οι πρώτοι που κατασκευάζουν οριοθετημένους χώρους ταφής κι οργανωμένα νεκροταφεία (Grosman at al. 2008: 17668, Parker Pearson 1999: 158). Ταυτόχρονα, όλες οι ενδείξεις που προέρχονται από τη μερική ανάλυση η οποία έγινε στα δείγματα του ανθρωπογενούς υλικού από το σύνολο των περίπου 450 σκελετικών καταλοίπων υποδεικνύουν τη γενική ομοιογένεια στη μορφολογία των ατόμων καθώς και την ευρωστία των πληθυσμών (Smith 1991: 428). Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι και η εκτίμηση της διαχρονικής απουσίας οποιουδήποτε θεσμοθετημένου και επιβαλλόμενου καθιερωμένου τυπικού ενώ, παράλληλα, βασικό συνεκτικό στοιχείο των ομάδων θεωρείται ο αποκλεισμός οποιουδήποτε συσχετισμού έμφυλης ή ηλικιακής διαφοράς και διαστρωμάτωσης ως προς τη μεταχείριση των αποθανόντων. Μολαταύτα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Ύστερης περιόδου, εμφανείς είναι οι τοπικές τάσεις και η ποικιλομορφία στις όψεις της νεκρικής μεταχείρισης. Ωστόσο, εκτιμάται ότι πιθανόν να αποτυπώνουν τάσεις μέσα στο 96

98 χρόνο και τοπικές συνήθειες ομάδων, ως αντανάκλαση της σταδιακής μεταβολής της κοινωνικής διάρθρωσης και της πολυπλοκότητας των ταφικών πρακτικών τους, όπως και της ίδιας της ζωής στο διάστημα των περίπου ετών παρουσίας των Νατούφιων πληθυσμών στο γεωγραφικό χώρο του Levant. Έτσι, σύμφωνα με τις σημερινές επιστημονικές εκτιμήσεις, καθοριστικοί παράγοντες των εκάστοτε αλλαγών που επισημαίνονται στις πρακτικές αποτελούν η εξάρτηση από το περιβάλλον, η χρονική έκταση εκμετάλλευσης του τόπου (Belfer-Cohen at al. 1991: 422) και το μέγεθος του, ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων καθώς κι οι ετερόκλιτες παραδόσεις οι οποίες, ωστόσο, φαίνεται να έχουν τοπική εμβέλεια και μόνο. Είναι, δηλαδή, πιθανόν ο μεγάλος αριθμός των εντοπισμένων Νατούφιων ενταφιασμών να αντικατοπτρίζει, εξελικτικά και σε τοπικό επίπεδο, τη διαμόρφωση συμπεριφορών οι οποίες υποδηλώνουν πιο σύνθετη έκφραση των ομάδων κι υπαγορεύονται από τις ρυθμίσεις του περιβάλλοντος και τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες των πληθυσμών (Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). 97

99 κεφάλαιο γ Γ.1 ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΩΝ. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ Γ Η έννοια του θανάτου μέσα από το αρχαιολογικό υλικό. Οι εξελίξεις στη μεθοδολογία και την ερμηνεία των ταφικών καταλοίπων Εφόσον τα ανθρωπογενή κατάλοιπα αποτελούν ένα πολυάριθμο σύνολο δεδομένων τα οποία έρχονται στο φως, συχνά, σε κάθε ερευνητικό πεδίο, η αρχαιολογία του θανάτου απασχόλησε τους θεωρητικούς πολλών κλάδων των επιστημών καθόλη τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, άλλοτε μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης μεθοδολογικής αναζήτησης της επιστήμης τους κι άλλοτε ως απόπειρα ερμηνευτικής προσέγγισης του αρχαιολογικού υλικού. Έτσι, μέσα στο χρόνο, αναπτύχθηκε ένας διάλογος ιστορικών, βιολόγων, ανθρωπολόγων, αρχαιολόγων, φιλοσόφων, ψυχιάτρων, εθνογράφων ο οποίος διεύρυνε την περιοριστική οπτική της αρχαιολογικής ερμηνείας, σχετικά με τα ταφικά κατάλοιπα, επεκτείνοντας τους τομείς ενδιαφέροντος και στη σημασία της ποικιλομορφίας των όψεων της μεταχείρισης των νεκρών ανα τους αιώνες η οποία είναι ικανή να μας πληροφορήσει τόσο για τις ανθρώπινες αξίες και σχέσεις, όσο και για το σύνολο του υλικού πολιτισμού και ό,τι αυτό περιέχει. Κι είναι, ευρέως, παραδεκτό, πια, ότι η διαχείριση του θανάτου, από τους προϊστορικούς πληθυσμούς ως σήμερα, αποδεικνύεται σημαντικότατο πανανθρώπινο αίνιγμα και διαχρονική ανησυχία ολόκληρης της ιστορίας του ανθρώπου καθώς προκαλεί συνεχείς ρήξεις στην κανονικότητα της ζωής, ακατανόητα εσωτερικά ερεθίσματα μέσα στην ασάφεια του, ατομικά και συλλογικά συναισθήματα κι εκφράσεις πένθους μέσα από ειδικές τελετές και ιεροπραξίες. Αναντίρρητα, οι ενταφιασμοί των ατόμων, διαχρονικά, παρέχουν πληροφορίες τόσο για τη μεταχείριση και την απόθεση του νεκρού, όσο και έμμεσες για την ίδια τη ζωή του. Ταυτόχρονα, ο θάνατος δεν αφορά αποκλειστικά τους νεκρούς μιας κι οι πανανθρώπινες πρακτικές και αξίες, οι τελετουργίες και οι συναισθηματικές εκφράσεις των ζώντων, παρότι μεταβάλλονται διαρκώς στο χώρο και το χρόνο, αντικατοπτρίζονται στο υλικό των ενταφιασμών. Επιπλέον, παρέχονται στοιχεία για το κοινωνικό σύνολο και τη διάρθρωσή του καθώς συνδέονται άμεσα με τις εκάστοτε παραδόσεις, τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα, τις αντιλήψεις και τις νοητικές διεργασίες πρόσληψης του θανάτου. Έτσι, και σήμερα, στο σύνολό τους, οι λεγόμενες νεωτερικές κοινωνίες της παγκοσμιοποίησης έχουν αλλάξει εκ νέου τις πρακτικές της διαχείρισης του άψυχου σώματος και το τελετουργικό των μυστηριακών πράξεων τους, σχεδόν, εξοβελίζοντας ολικά το νόημα της μνήμης και του πένθους. Κατά αυτό τον τρόπο, η K. Croucher μιλά ακόμη και για πορνογραφία του πένθους μιας και ισχύουν νόρμες, όπως η απομάκρυνση από τις τελετές των παιδιών με την αιτιολογία της τραυματικής εμπειρίας, που δείχνουν τόσο την 98

100 υποσυνείδητη απέχθεια ή την ενδόμυχη αδιαφορία προς το άψυχο σώμα όσο και την εξιδανίκευση της παιδικότητας (Croucher 2012: 9-16). Έτσι, ο νεκρός, συχνά, αποσυνδέεται από το οικείο περιβάλλον και τις υποχρεώσεις της ταφής αναλαμβάνουν εταιρίες ενώ, ταυτόχρονα, στις πολυφυλετικές σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η υπερδόμηση και η έλλειψη χώρου ενταφιασμών οδηγεί στη διεύρυνση της πρακτικής των καύσεων (Sorensen 2009: ). Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, μέσα στην ποικιλομορφία των πρακτικών κατά τόπους, εξακολουθούν να τελούνται τελετουργικές πράξεις και γεύματα ως έκφραση απόδοσης τιμής προς τους νεκρούς και επισφράγησης της ατομικότητάς τους ενώ οι δοξασίες, οι προλήψεις και οι διαφορές στη μεταχείρισή τους, καθώς έχουν ρίζες στα τοπικά έθιμα και τις θρησκείες, δεν εκλείπουν. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι οι εναπομείναντες ιθαγενείς φυλές συνεχίζουν να διατηρούν τον κοινωνικό ρόλο του νεκρού μέσα στις ομάδες, είτε επιδιώκοντας συνειδητά την επαναλαμβανόμενη επίκλησή τους μέσα σε ειδικές τελετές, είτε αποδίδοντας τους συμπαντικά χαρακτηριστικά και προγονικές ιδιότητες. Αναμφίβολα, οι παρατηρήσεις αυτές αποδεικνύουν ότι οι ταφικές πρακτικές δεν αποτέλεσαν ποτέ ένα ομοιγενές παναθρώπινο εκφραστικό πλαίσιο, ωστόσο, συνθέτουν στοιχεία της ιδεολογίας των εκάστοτε τοπικών κοινωνιών (Nilsson Stutz and Tarlow 2013: 1-14, Fahlander and OestigaardIn 2008: 1-16, Parker-Pearson 1982: , Levi-Strauss 1979: ). Οι πρώτες, βέβαια, ερμηνευτικές μελέτες που επιχειρούσαν να συνδέσουν τις αντιλήψεις των προϊστορικών ανθρώπων με το θάνατο και τον υλικό πολιτισμό τους, το πως δηλαδή επηρεάζουν τον τρόπο που μεταχειρίζονται το νεκρό σώμα, πως σωματοποιούν και νοηματοδοτούν την αίσθηση του ακατανόητου, πως οι εκφράσεις αυτές και οι πρακτικές διαμορφώνουν τις σχέσεις των ζώντων και πως όλα τα παραπάνω υπονοούνται μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα τέθηκαν, κυρίως, μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης εξέλιξης στη μεθοδολογική προσέγγιση των επιστημών της ανθρωπολογίας και της αρχαιολογίας. Έτσι, αρχικά και για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στο χώρο του Levant, οι ερευνητικές αρχαιολογικές προσεγγίσεις ενσωματώθηκαν στις αναζητήσεις της ιστορικής και πολιτισμικής θεώρησης (G. Kossinna, G. Childe). Αυτές έδιναν έμφαση στις ενδείξεις της φυλετικής και πιθανής ταξικής οργάνωσης που ενέχουν οι ταφικές πρακτικές των ομάδων ακολουθώντας πιστά την καταγραφή του υλικού (την κατασκευή των τάφων, την καταμέτρηση του ανθρωπολογικού υλικού, των αντικειμένων συνοδείας κ.α.) ενώ η ομοιότητα των χαρακτηριστικών του συνδέονταν ολιστικά με τη θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης και την παραδοσιακή διάκριση των ενοτήτων μέσω της φυλής. Παράλληλα, οι ανθρωπολογικές μελέτες του 19 ου αιώνα επιχειρούσαν να εντοπίσουν το κατά πόσο οι ταφικές πρακτικές των προϊστορικών ομάδων αποτελούν ενδείξεις της συνολικής πολιτισμικής τους εξέλιξης και της νοητικής προόδου κι ερμήνευαν τους ενταφιασμούς υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Δαρβινισμού. Κατά αυτό τον τρόπο, αντιμετώπιζαν το ταφικό υλικό ως την πρώτη ένδειξη εκλογικευμένης λατρείας των προγόνων, που πηγάζει από το φόβο της επιστροφής του νεκρού, η οποία πραγματώνονταν μέσα από τελετές μετάβασης σε μια άλλη ζωή και συμβολικά στοιχεία του ανιμισμού και των εξωκοσμικών δυνάμεων (B. Tylor, H. Spencer, J. Frazer, S. Robertson). Ταυτόχρονα, δεν εξελείπαν επισημάνσεις για στοιχεία που υπονοούσαν τη διακριτή διαφορά των ατόμων με βάση την εν ζωή θέση τους στην ομάδα, την ηλικία και το φύλο (J. Lubbock), 99

101 γεγονός που στοιχειοθετούνταν από την ύπαρξη ή όχι συνοδευτικών αντικειμένων (Croucher 2012: 63-92, Chapman 2003: , Bartel 1981: 32-37, Binford 1971: 6-8, Ucko 1969: , Childe 1943: 13-19). Ωστόσο, από τις αρχές του 20 ου αιώνα κι έπειτα οι εξελίξεις στο θεωρητικό υπόβαθρο των ανθρωπολογικών και των αρχαιολογικών προσεγγίσεων είναι πολυεπίπεδες και σημαντικές διευρύνοντας το επιστημονικό ερευνητικό πλαίσιο το οποίο καθόρισε τόσο τον τρόπο που γίνονται αντιληπτές οι σύγχρονες ιθαγενείς φυλές του πλανήτη, όσο και τα μέσα ερμηνείας των αρχαιολογικών ταφικών καταλοίπων της κάθε πολιτισμικής ενότητας διαχρονικά. Έτσι, η Βρετανική Σχολή των εθνολόγων, εμφανώς επιρρεασμένη από τις αρχές της βιολογίας και της ψυχολογίας που διατύπωσε ο S. Freud απομακρύνεται από την ερμηνεία απλά και μόνο του ενδόμυχου φόβου προς τον νεκρό (B. Malonowski, D. Forde) εστιάζοντας στο τραυματικό στοιχείο της εμπειρίας του θανάτου και στην κοινωνική λειτουργία των μυστικιστικών τελετών που έχουν ως στόχο την αποφυγή των άλογων ενστίκτων και τη συνοχή των ομάδων μέσω των μαγικών δυνάμεων, των υπερβατικών μύθων και των προγονικών παραδόσεων (Malinowski 1948: 29-35, , Malinowski 1931: ). Ακόμη, τονίζει την ανισορροπία που προκαλεί ο θάνατος στο εσωτερικό των κοινωνιών προωθώντας τον εξαναγκασμό των ατόμων να συμμετέχουν ενεργά στις τελετές ώστε να επαναποκτηθεί η συγκρότησή τους μέσα από εκλογικευμένους συμβολισμούς (A. Radcliffe-Brown). Επιπλέον, είτε θεωρεί ότι οι ταφικές πρακτικές και ο συμβολισμός που ενέχουν υποκινούνται από τις ατομικές ψυχικές εκφράσεις και την προσπάθεια διαπραγμάτευσης των σχέσεων καθώς σχετίζονται με τις αντιλήψεις της κάθε φυλής (R. Firth), είτε επικεντρώνεται στο ρόλο του φύλου και των κοινωνικών και οικονομικών πιέσεων που διαμορφώνουν τις πρακτικές (M. Gluckman), είτε πάλι αναζητά μέσω της ψυχολογίας τις ενδείξεις της πίστης στη μεταθάνατον ζωή (J. Goody) επισημαίνοντας την ανομοιγένεια των πρακτικών που σχετίζεται με τις διαφορές αντιλήψεων των προϊστορικών νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα η Γαλλική Σχολή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας (M. Maus, E. Durkheim) εστιάζει στο συμβολισμό των μύθων και την ατομικότητα μέσω των πρακτικών, στους οικονομικούς όρους και την αξία των ανταλλαγών των ομάδων καθώς συσφίγγουν τις σχέσεις των ατόμων, αλλά και στις φυσικές λειτουργίες των ανθρώπων που παγιώνουν ασυναίσθητα τη γλώσσα, τις συμπεριφορές και τη δημιουργία των συμβόλων τους (Gillespie 2001: 76-81). Μετά το 1960 ο κύριος εκπρόσωπος των γλωσσολογικών δομιστών (C. Levi-Strauss) επικεντρώνεται στους ασυνείδητους λειτουργικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τη γλώσσα και τη σκέψη των ανθρώπων για τον κόσμο και το θάνατο νοηματοδοτώντας τους συμβολισμούς και τις ανταλλακτικές τους σχέσεις κι ενισχύοντας τη συλλογική ταυτότητα των ομάδων (Levi-Strauss 1979: ). Έτσι, καθώς η γλώσσα για τη Γαλλική Σχολή αποτελεί βασικό δομικό κοινωνικό σύστημα αναδεικνύεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της μετάβασης των ομάδων από την πίστη στη φυσική τάξη των πραγμάτων στον εκπολιτισμό (Parker-Pearson 1993: 204, Bartel 1981: 39-47, Binford 1971: 8-11). Μολαταύτα, οι ανθρωπολογικές μελέτες των υποστηρικτών την ιστορικής προσέγγισης (J. Myers, J. Toulouse, D. Davidson, M. Stanislawski, A. Cannon) 100

102 επανέρχονται στον ισχυρισμό ότι είναι διακριτά τα χαρακτηριστικά των εθιμικών πρακτικών των ομάδων κι επαναδιατυπώνουν την άποψη ότι αποτελούν σταθερά πολιτισμικά στοιχεία χωριστών ενοτήτων τα οποία διαχέονται μέσω της ανταλλαγής ιδεών και της ανάπτυξης φυλετικών σχέσεων. Κατά αυτό τον τρόπο, θεωρούν ότι συχνά ενσωματώνονται πρακτικές που αντικατοπτρίζονται ως ενιαίες αντιλήψεις των ομάδων απέναντι στο θάνατο οι οποίες διαπερνούν τις περιοχές εγκατάστασης και τις πολιτισμικές διαφορές τους (Chapman 2003: , Cannon at al. 1989: , Binford 1971: 11-15). Οι επισημάνσεις τους αυτές ενισχύονται κι από προηγούμενη εθνογραφική έρευνα, των αρχών του 20 ου αιώνα (A. Kroeber), η οποία είχε εντοπίσει την ανομοιγένεια των ταφικών πρακτικών στο εσωτερικών των νοικοκυριών διακριτών ενοτήτων αλλά και την παράλληλη ομοιότητα τους σε διαφορετικούς πληθυσμούς, γεγονός που αποδόθηκε στο διαχωρισμό των τελετών από το σύνολο των πολιτισμικών εκφράσεων και της κοινωνικής διάρθρωσης των ομάδων. Παράλληλα, η ποικιλομορφία των προϊστορικών ενταφιασμών και οι διαφορετικές όψεις της μεταθανάτιας μεταχείρισης των νεκρών ερμηνεύονταν ως διαδικασία κοινωνικοποίησης μέσα από μεταδιδόμενες τοπικές τάσεις, δίχως επιβαλλόμενες εθιμικές πρακτικές στο σύνολο των ομάδων. Επιπλέον, η αιτιολόγηση ήταν ότι ρυθμίζονται, πρωτίστως, από τις ψυχικές λειτουργίες των ατόμων εφόσον παρατηρήθηκε ότι οι μεταβολές στα χαρακτηριστικά των τελετών είναι μικρές σε βάθος χρόνου (Kroeber 1927: ). Αναμφίβολα, μετά τα μέσα του 20 ου αιώνα, η Νέα Αρχαιολογία διατυπώνοντας τη θεωρία των πολιτισμικών συστημάτων και της ταυτόχρονης επιρροής τους από παράγοντες όπως η τοπογραφία της περιοχής και το κλίμα στάθηκε η αφορμή για την επέκταση των ερωτημάτων που γεννούν τα υλικά κατάλοιπα όπως το κατά πόσο μέσα από αυτά αντικατοπτρίζονται οι ατομικές συμπεριφορές και η οργάνωση των ομάδων - στοιχεία που δεν είναι σταθερά και μόνιμα. Έτσι, ο L. Binford υποστηρίζει ότι τα πολιτισμικά κατάλοιπα, στο σύνολό τους, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλά αντικείμενα μιας συγκεκριμένης ομάδας αλλά ως ίχνη της εξέλιξης στην αντίληψη και τη λειτουργία των ανθρώπων καθώς επιδιώκουν να προσαρμοστούν στις συνθήκες. Κατά συνέπεια αναζητούνται πλέον κι οι αιτίες που επιβάλλουν τις αλλαγές στο εσωτερικό των ενοτήτων, η συχνότητα των πρακτικών τους και οι πιθανές ενδείξεις διαφορών (Binforf 1971: 6-29, Binforf 1962: ). Ταυτόχρονα, συνυπολογίζονται οι εθνογραφικές παρατηρήσεις και διευρύνεται ο έλεγχος στα ταφικά κατάλοιπα τα οποία εντάσσονται μέσα σε κοινωνικά συστήματα. Δηλαδή, αναζητούνται οι ενδείξεις των ψυχικών αντιδράσεων και των αντιλήψεων των ομάδων απέναντι στο θάνατο, της πιθανής τυποποίησης του συμβολισμού και των πρακτικών τους, της κοινωνικής συμμετοχής στην οργάνωσή τους, της αντανάκλασης των σχέσεων των ζώντων αλλά και της πιθανής διαμόρφωσης ατομικών ανισοτήτων (Nilsson Stutz and Tarlow 2013: 1-14, Croucher 2012: 63-74, Fahlander and OestigaardIn 2008: 1-16, Chapman 2003: , Boyd 2001: , Gillespie 2001: 77, Parker-Pearson 1999: 72-73, Byrd 1995: 252, Bartel 1981: 50-52, Goldstein 1981: 53-69, Tainter 1975: 1-4). Ωστόσο, τονίζεται η ποικιλομορφία των πρακτικών και του συμβολισμού κατά τόπους εφόσον σχετίζεται με την εξέλιξη της ανθρώπινης νόησης, τη γεωγραφία, τις οικονομικές σχέσεις, τη δημογραφία, τις αντιλήψεις σχετικά με το φύλο και την ηλικία, την πολυπλοκότητα 101

103 των ομάδων και τη διαπραγμάτευση των ατομικών σχέσεων (Binforf 1971: 6-29, Binforf 1962: ). Κάτω από την επίδραση της Νέας Αρχαιολογίας και τον αντίλογο που ανέπτυξε η Μεταδιαδικαστική προσέγγιση των ερευνών, επηρεασμένη από τις αρχές του Μαρξισμού, παρατίθεται ως σήμερα ένας μεγάλος όγκος διεπιστημονικών υποθέσεων κι αναλύσεων για τις προϊστορικές ταφικές πρακτικές. Έτσι, διατυπώθηκαν αιτιάσεις (I. Hodder) που απομακρύνονται από την εκτίμηση της άμεσης αντανάκλασης των κοινωνιών μέσα από τους ενταφιασμούς και τα αντικείμενα, τα οποία συχνά έχουν πολλαπλά μηνύματα κι ερμηνεύονται υποκειμενικά, και τονίζεται ο δυναμικός ρόλος των πρακτικών και των ταξικών αιτίων καθώς ευθύνονται για την προοδευτική διαμόρφωση της ιδεολογίας και των συμβόλων (Hodder 1991: 1-18). Επιπλέον, αναζητούνται οι ενδείξεις όσο αφορά την πολυπλοκότητα των κοινωνιών και τη διαμόρφωση φυλετικών ταυτοτήτων (E. Service), οι ενδείξεις της ύπαρξης ταξικών ανισοτήτων (M. Fried) και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (G. Wright), της σημασίας του δυισμού στις τελετές καθώς περιέχουν ταυτόχρονα ζώντες και τεθνεώτες και του ρόλου του διαθέσιμου χώρου ενταφιασμών μιας και μεταβάλλουν τον συμβολισμό των πρακτικών (A. Fleming) και της ανάδυσης ιεραρχικών δομών στο εσωτερικό των ενοτήτων (C. Renfrew). Ακόμη, διερευνάται το κοινωνικό αίτιο της εμφάνισης των νεκροταφείων και η πιθανότητα της επιβολής τυπικών στις ομάδες (A. Saxe) καθώς σχετίζονται τόσο με το φύλο, όσο και με την κινητικότητα των προϊστορικών ομάδων (Morris 1991: , Tainter 1975: 1-4), η σημασία της κοινωνικής συμπεριφοράς στην οργάνωση των τελετών (J. Brown), ο βαθμός επίδρασης των εξωγενών παραγόντων στην οργάνωσης της κοινωνίας (J. O Shea) και στα συμβολικά ταφικά της στοιχεία (O Shea 1981: 39-52), η αιτιολόγηση της κατασκευής των συμβόλων με βάση την ψυχική έκφραση (J. Cauvin), ο ρόλος της κοινωνικής θέσης του νεκρού εν ζωή (R. Chapman) και ο βαθμός επίδρασης του στον τρόπο της απόθεσης (Chapman 2003: ), η οργάνωση της κοινωνικής μνήμης (M. Chesson) και ο παράγοντας των ατομικών σχέσεων και της συμμετοχής στην έκφραση του πένθους (Η. Williams). Ωστόσο, ο P. Pearson δεν παύει να επισημαίνει την ασάφεια που προκαλούν στην αρχαιολογική έρευνα και την προσέγγιση των ταφικών καταλοίπων οι εθνογραφικές παρατηρήσεις (Parker-Rearson 1993: , Parker-Rearson 1982: ). Ταυτόχρονα, επισημαίνεται τόσο η μη σταθερή σύνδεση της μεταθανάτιας πίστης των ομάδων και του συμβολισμού με τις αλλαγές οι οποίες παρατηρούνται στις πρακτικές ενταφιασμού, όσο και η ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση τους από μέρους των ζώντων (P. Ucko, M. Parker-Rearson). Κι αυτή η εκτίμηση προέρχεται από την εμφανή ανομοιγένεια των πρακτικών των ενοτήτων στο χρόνο αλλά και στις κατά τόπους περιοχές εγκατάστασης οι οποίες αποδίδουν διαφορετικά συμβολικά νοήματα στις τελετές και στα αντικείμενα επιδεικνύοντας, έτσι, τη μεταβολή των πολιτισμικών τους αξιών και δομών διαπραγματευόμενοι παράλληλα τις σχέσεις δύναμης στο εσωτερικό τους. Έτσι, κρίνεται πιθανόν να αποσυνδέεται εξίσου η κοινωνική θέση των ατόμων από την παρουσία ή όχι συνοδευτικών αντικειμένων, τα οποία ίσως να αποτελούν απλά και μόνο τμήμα των τελετουργιών των ομάδων τους, παρά τις διαπιστωμένες διαφορές στη μεταχείριση με βάση το φύλο και την ηλικία (Nilsson Stutz and Tarlow 2013: 1-14, Croucher 2012: 63-74, 102

104 Stevenson 2007: 1-5, Boyd 2001: 197, Byrd 1995: , Bartel 1981: 47-55, Goldstein 1981: 53-69, Wagner 1977: 49-67). Τα τελευταία χρόνια, ο I. Kuijt ακολουθώντας το ίδιο πλαίσιο προσέγγισης επιχείρησε να ενσωματώσει τις εθνογραφικές παρατηρήσεις μέσα στην αρχαιολογική έρευνα υποστηρίζοντας ότι, συνήθως, οι ταφικές πρακτικές είναι σύνθετοι κοινωνικοί μηχανισμοί που έχουν στόχο τη διατήρηση των ιεραρχικών δομών και την παράλληλη ενίσχυση της αίσθησης της συνοχής στο εσωτερικό των ομάδων μέσα από συμβολικές πράξεις οι οποίες εκφράζουν τη μυθολογία τους ή ακόμη και μέσα από το μοίρασμα του αισθήματος της απώλειας που εκφράζεται συνολικά σε εκτεταμένα νοικοκυριά. Δηλαδή, επεκτείνοντας τις παρατηρήσεις του M. Parker-Pearson, επισημαίνει ότι οι ενταφιασμοί των ατόμων δεν είναι απλά αντανάκλαση της κοινωνικής οργάνωσης των ομάδων και της διαπραγμάτευσης της θέσης τους αλλά ίσως και της προσπάθειας ενίσχυσης της δύναμης κι ελέγχου του συνόλου από τμήμα ορισμένων ζώντων μέσω της επιβολής κοινών πρακτικών και τελετών. Ωστόσο, αποδέχεται ότι οι συμβολισμοί τείνουν να ομαδοποιούν τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ατόμων παγιώνοντας κοσμολογίες και μύθους οι οποίοι ενισχύουν τη συνοχή τους. Επιπλέον, καθώς το νοικοκυριό αποτελεί το βασικό πυρήνα συνοχής των προϊστορικών ομάδων, οι σχέσεις συγγένειας είναι πιθανό να αντανακλούνται και στην κοινή συμμετοχή τους στις ταφικές τελετές κι ίσως να περιέχουν αμοιβαίες υποχρεώσεις με ανταλλαγές ή να διευρύνονται μέσω της ενσωμάτωσης και των ενδογαμιών παγιώνοντας, έτσι, τις οικονομικές αξίες των ατόμων και ισχυροποιώντας τους μύθους και την προγονική λατρεία (Kuijt 2000: ). Γ Ο φόβος του θανάτου στο έργο του S. Freud και οι αρχετυπικές αναπαραστάσεις στο έργο του C. Jung Στην προσπάθεια να καταγράψουμε την εξέλιξη του θεωρητικού πλαισίου της ερμηνευτικής προσέγγισης των αρχαιολογικών ταφικών καταλοίπων θεωρούμε ότι θα πρέπει να επικαλεστούμε 2 από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της ψυχαναλυτικής θεωρίας του 20 ου αιώνα και της ανθρώπινης ιδιότητας, του S. Freud και του C. Jung, καθώς οι αντιλήψεις τους για το θάνατο εξακολουθούν να επηρεάζουν πολυεπίπεδα σχεδόν όλους τους τομείς των ανθρωπιστικών επιστημών ως σήμερα. O S. Freud ασχολήθηκε επισταμένως, σε όλη τη διάρκεια του συγγραφικού του έργου, με την αντίδραση του ατόμου απέναντι στο θάνατο επιδιώκοντας να διαφωτίσει, μέσα από ψυχολογικούς όρους, τόσο τους μηχανισμούς παγίωσης των πολιτισμικών εκφράσεων των προϊστορικών ομάδων, όσο και της απομάκρυνσης του ατόμου από την πρωτόγονη κατάσταση. Στο κείμενο του που τιτλοφορείται Thoughts for the Times on War and Death. Our Attitudes Towards Death υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δομείται πάνω σε αρχέγονες εσωτερικές συγκρούσεις και μέσα σ έναν πόλεμο εξαπάτησης αντιμαχόμενων ενστίκτων της ζωής (πολιτισμός, αλτρουϊσμός) και του θανάτου (πόλεμος, εγωισμός) ενώ παράλληλα τονίζει ότι είναι αδύνατον να φανταστεί τον ίδιο του το θάνατο, γεγονός που αποδίδεται στα ηρωικά σύμβολα και την ασυναίσθητη πίστη ότι ο εαυτός του είναι αθάνατος (Freud 2001 [1915]: ). Ωστόσο, ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια του βίου του δεν παύει να έρχεται αντιμέτωπος με τη συνεχή 103

105 απώλεια των άλλων - δικών του και ξένων - επιδιώκοντας να διαχειριστεί την ιδέα του θανάτου μέσα από μια σειρά ψυχικές διεργασίες - τις αρχέγονες παρορμήσεις, την εκμηδένιση του άλλου, τις ηθικές αναστολές και τη μετατροπή των ενστίκτων σε πολιτισμικά αποδεκτές συμπεριφορές - που έχουν την πηγή τους στον πρωταρχικό άνθρωπο τον οποίο ο S. Freud τοποθετεί στις πρώτες ομάδες με ενδείξεις πολιτισμικών διεργασιών και επιβολής τους στο περιβάλλον. Μολαταύτα, κάθε άνθρωπος ανάμεσα σ αυτές τις 2 αντικρουόμενες ασυνείδητες αντιδράσεις - του απτού αφανισμού και της άρνησης του αδιανόητου - καλείται να διαχειριστεί το προσωπικό πένθος αγαπημένων και οικείων του προσώπων καθώς του προκαλούν τραυματικές εμπειρίες κι έρχεται αντιμέτωπος με ένα κομμάτι του εαυτού του που χάνεται μαζί με τους νεκρούς του - του φροϊδικού Εγώ - ενώ ταυτόχρονα φαντασιώνεται και το δικό του θάνατο. Στο έργο του Ο Πολιτισμός πηγή της δυστυχίας σημειώνει επ αυτού: Κάτι που προσφέρει ευχαρίστηση και δεν θα ήθελε να το εγκαταλείψει κανείς, δεν είναι Εγώ, αλλά αντικείμενο, και κάθε πόνος, που θέλει κανείς να τον αποφύγει, αποδείχνεται αδιάρρηκτος με το Εγώ, σαν να έχει εσωτερική προέλευση (Freud 1994: 17). Ωστόσο, καθώς ένα τμήμα των ενορμήσεων παραμένει σε πρωτόγονη μορφή και δεν εξελίσσεται, οι εσωτερικές αυτές συγκρούσεις ενεργοποιούν τους ίδιους μηχανισμούς άμυνας όπως κι απέναντι στους μη οικείους, δηλαδή την εχθρότητα και την επιθυμία εκμηδένισης του αλλότριου και ξένου, την αιματηρή ενοχή και την ανάγκη εξιλέωσης μέσω των ηθικών αναστολών και των συμβόλων. Έτσι, σύμφωνα με τον S. Freud ο άνθρωπος, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, προσπαθώντας να εκλογικεύσει το αίνιγμα του θανάτου αναπτύσσει έμφυτα αμφιθυμικά αισθήματα απέναντι του που παλινδρομούν ανάμεσα στη δυσφορία, το αίσθημα της καταπίεσης και την προσπάθεια του κοινωνικού μετασχηματισμού τους (Freud 1994: 73-82, Freud 2001 [1915]: ). Η επώδυνη αυτή, δηλαδή, ψυχική διαδικασία της ταυτόχρονης άρνησης και αποδοχής του θανάτου εξαναγκάζει τον άνθρωπο να διαχειριστεί τις εσωτερικές συγκρούσεις του και να καταλήξει σε ένα είδους συμβιβασμό που εκφράζεται με πολιτισμικές μεταφορικές εκφράσεις μέσα από τη διαμεσολάβηση πνευμάτων τα οποία διαχωρίζουν το σώμα από την ψυχή. Παράλληλα, συμβολικές ιδέες μετατρέπουν την άρνηση του θανάτου, μέσω της ενοχής, σε θλίψη και μεταθέτουν τη συνέχιση της ζωής σε ένα άλλο επίπεδο. Και καθώς πολιτισμός κατά τον S. Freud δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβληθεί στο περιβάλλον και να διευθετήσει τις σχέσεις του με τους άλλους η αίσθηση αυτή της αδυναμίας απέναντι στη φύση και στο αντιθετικό ζεύγος της απώλειας και της επιθετικής ικανοποίησης σχετίζεται άμεσα με την προσπάθεια αποδυνάμωσης των ενοχικών φόβων της επιστροφής των νεκρών και τη δημιουργία τελετουργιών και θρησκευτικών δοξασιών με τοτεμικά στοιχεία της φύσης τα οποία ενοποιούν τον άνθρωπο με το σύμπαν μέσω της κοσμολογίας και της άρνησης των εξωτερικών απειλών του Εγώ. Κι η δημιουργία συμβόλων φαίνεται να αποτελεί βασικό στοιχείο της προσπάθειας του προϊστορικού ανθρώπου να αιτιολογήσει τον ά-λογο χαρακτήρα του θανάτου και να κατευνάσει τους φόβους που γεννά το περιβάλλον. Αναφερόμενος, δε, στις διδαχές του Χριστιανισμού τονίζει ότι η εντολή αγάπα τον πλησίον σου είναι η ισχυρότερη απόκρουση της ανθρώπινης επιθετικότητας και ένα εξαίσιο παράδειγμα για την αψυχολόγητη ενέργεια του πολιτισμικού Υπερεγώ 104

106 (Freud 1994: 119), γεγονός που καταδεικνύει την εξελικτική πολυπλοκότητα των μηχανισμών εξισορρόπησης του ανθρώπου και τις συνεχείς εσωτερικές του συγκρούσεις. Έτσι, στο ίδιο πλαίσιο ευεργετικής επίδρασης απέναντι στο φόβο του θανάτου εντάσσει και την ανάπτυξη μορφών της τέχνης, εφόσον αποτελούν εξίσου παρηγοριά όπως η κοσμολογία και η θρησκεία και κατευνάζουν τους ασυνείδητους φόβους της επιστροφής των νεκρών, έτσι, ώστε οι ενοχικές ενορμήσεις της επιθυμίας εκμηδένισής τους να αποδυναμώνονται μέσα από μηχανισμούς εξισορρόπησης. Δηλαδή, το σύνολο των εκπολιτιστικών στοιχείων φαίνεται να επεμβαίνει ώστε η πάλη ανάμεσα στο Υπερεγώ και το Εγώ, τα αμφιθυμικά αισθήματα, οι επιθετικές τάσεις και η ανάγκη για εξιλέωση να απωθηθούν στο εσωτερικό του ατόμου δια μέσου της ηθικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, τα εθνογραφικά παράλληλα καταγράφουν ιθαγενείς ομάδες που καθιερώνουν ειδικές τελετές εξαγνισμού μετά από φόνους αλλότριων και ενίσχυσης της μνήμης των οικείων νεκρών. Κατά τον S. Freud οι σύγχρονοι άνθρωποι υποκινούμενοι από τους ίδιους πανάρχαιους φόβους, ενοχές κι αμφιβολίες αναπτύσσουν μηχανισμούς οι οποίοι, αν και εντάσσονται σε νέα πολιτισμικά πλαίσια, επιδιώκουν, χωρίς ουσιαστικές διαφορές από τους προγόνους τους, να διαχειριστούν μια από τις πιο δύσκολες συνθήκες και συμβιβασμούς της ζωής που είναι η κατά κράτος κυριαρχία της φύσης και η αδυναμία απέναντι στα φθαρτά υλικά της ύπαρξης (Kastenbaum 2007: 29-32, Freud 1994: 24-47, , , Freud 2001 [1915]: ). Στο μεταγενέστερο έργο του Τοτέμ και Ταμπού επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην ανάλυση της δημιουργίας των συμβολικών πρακτικών και στο ρόλο που επιτελούν στην ατομική και συλλογική εξισορρόπηση των ομάδων απέναντι στην ιδέα της απώλειας. Έτσι, περιγράφει την εθνογραφία ως την ψυχολογία των προϊστορικών ανθρώπων η οποία ερευνάται, τόσο μέσω των υλικών καταλοίπων, όσο και μέσω των αντανακλάσεων της κοινωνικής οργάνωσης και των συμβολικών εκφράσεων τους. Η μελέτη των στοιχείων αυτών παρέχει πληροφορίες για τις υποχρεώσεις προς τους νεκρούς και τους ηθικούς κανόνες απέναντι προς τους προγόνους, τα κληρονομικά δικαιώματα και τις απαγορεύσεις στις σχέσεις των μελών των ομάδων, που επιβάλλουν συχνά την τοτεμική εξωγαμία, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν δείκτη των ενισχυτικών μηχανισμών συνοχής τους μέσα από έθιμα, ταμπού και τελετουργίες που οριοθετούν τις σχέσεις των νεκρών και των ζώντων. Έτσι, ο S. Freud, εκκινώντας από την ανθρωπολογία, ορίζει το ταμπού ως έναν άγραφο νόμο των προϊστορικών ομάδων που αφορά κάτι το ιερό και καθαγιασμένο αλλά παράλληλα απαγορευμένο και βέβηλο, μια εξωκοσμική δύναμη κι ένα σύνολο επιβεβλημένων απαγορεύσεων οι οποίες προστατεύουν τα άτομα από κινδύνους, μέσω συλλογικά αποδεκτών εντολών, ενώ, παράλληλα, τελετουργίες με επίκληση σε προγονικά πνεύματα και σύμβολα, που είναι φορείς αυτής της απρόσιτης δύναμης, ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ τους. Επομένως, τα ταμπού είναι ψυχικές διεργασίες οι οποίες προκαλούν αντιθετικά αισθήματα φόβου και πίστης σε ανώτερες δυνάμεις και προβολές των πρωτόγονων ενστίκτων σε απόκοσμα όντα που εκφράζονται συμβολικά μέσω εξισορροπητικών τελετών και εθίμων, όπως είναι η ταφική πρακτική των συνοδευτικών αντικειμένων του νεκρού (ενδύματα, όπλα, εργαλεία κ.α.), τα οποία αποτελούν ταμπού για τους ζωντανούς. Γίνεται κατανοητό ότι κι εδώ ο S. Freud επανέρχεται σε μία από τις βασικές αρχές του, δηλαδή, στην αμφιθυμική συμπεριφορά της έλξης κι απώθησης που προκαλούν οι εσωτερικές 105

107 συγκρούσεις του ανθρώπου εξαιτίας των επιβεβλημένων απαγορεύσεων οι οποίες μεταβιβάζονται στις γενιές με τη μορφή της παράδοσης. Επιπρόσθετα, τονίζει ότι η όποια αντίσταση και απόπειρα ξεπεράσματος του φόβου, όπως την καταγράφει η ανθρωπολογία σε ορισμένες ομάδες κι εκφράζεται με την επιθυμία υπέρβασης των απαγορεύσεων αυτών, έχουν σαν συνέπεια την ουσιαστική παλινδρόμηση των ατόμων και την νέα μορφή τελετουργιών εξισορρόπησης της δυσφορίας και της ανάγκης της εξιλέωσής τους (Freud 1978: 9-48). Συνεχίζοντας την ανάλυση του ο S. Freud διαπιστώνει ότι οι εθνογραφικές μελέτες δείχνουν να συμβαδίζουν με την ψυχολογική ερμηνεία των προϊστορικών ψυχικών διεργασιών του ανθρώπου εφόσον καταγράφονται, συχνά, σύγχρονοι ιθαγενείς πληθυσμοί να αναπτύσσουν μηχανισμούς προστασίας και συμφιλίωσης των αμφιθυμικών αισθημάτων μέσα από συλλογικές τελετές πένθους κι εξαγνισμού και τελετουργίες επιβολής απαγορεύσεων στα μέλη τους. Έτσι, έχει παρατηρηθεί η ειδική ταφική μεταχείριση των αποκομμένων κεφαλών και η επιβολή καθαρτήριων περιορισμών και υποχρεώσεων στο σύνολο των ατόμων. Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί ότι ομάδες ιθαγενών επιβάλλουν το ταμπού της μόλυνσης από τους νεκρούς ή απαγορεύουν την επίκληση του ονόματος μεταθάνατον. Επιπλέον, συχνή είναι κι η διάπραξη συλλογικών τελετουργιών που υπερβαίνουν τις απαγορεύσεις ή θυσιαστικών γευμάτων που μετριάζουν το αίσθημα ενοχής. Σύμφωνα με τον S. Freud οι πρωτόγονες αυτές εκφράσεις φόβου προς το πνεύμα του νεκρού είναι ασυνείδητοι μηχανισμοί μετάθεσης των ζώντων απέναντι στις ενοχές για το θάνατό του και την εχθρότητα προς αυτόν και προσπάθεια κατευνασμού της ανησυχίας για τη φθαρτότητα των σωμάτων μέσα από την προβολή της συνειδητής οδύνης. Κατ αυτό τον τρόπο, οι οριοθετημένοι ταφικοί χώροι διαχωρίζουν τη ζωή και το θάνατο και κατευνάζουν το φόβο ότι τα άτομα δεν θα καταδιώκονται από τους δαίμονες κι από την πανανθρώπινη αγωνία μπροστά στο ακατανόητο ενδεχόμενο του δικού τους θανάτου (Freud 1978: 51-85). Οι μηχανισμοί αυτοί κατανόησης της αδιανόητης δύναμης της φύσης και οι εσωτερικές αντιλήψεις ψυχικών και νοητικών διαδικασιών προβάλλονται προς τα έξω με τον ίδιο τρόπο που προβάλλονται και οι αντιλήψεις των αισθήσεων και χρησιμοποιούνται για την διαμόρφωση του εξωτερικού κόσμου (Freud 1978: 85). Έτσι, το ασυνείδητο ενδεχόμενο της πρόκλησης κακού, με την επιστροφή του νεκρού, προηγείται της εσωτερικής σύγκρουσης των ζώντων και της ανάγκης τους για αποκοπή από τους νεκρούς κι εξισορροπείται μέσω του πένθους, του σεβασμού και του καθήκοντος της ταφής τους, των τελετών των διευρυμένων οικογενειών με δεσμούς και υποχρεώσεις, των εορταστικών γευμάτων και της διαπραγμάτευσης των σχέσεων, έτσι, ώστε ο φόβος του κακού μεταβάλλει τα άψυχα σώματα σε τιμημένους προγόνους. Επομένως, το προϊόν αυτής της ασυνείδητης αμφιθυμίας και της ενοχής των προϊστορικών ομάδων, το οποίο συνδέεται με τον απόκοσμο φόβο της τιμωρίας, είναι η ανάπτυξη συνειδητών μηχανισμών άμυνας και συλλογικής αλληλεγγύης που ενισχύουν τη συνοχή και την απόκτηση ταυτότητας μέσω τιμωρητικών απαγορεύσεων στους παραβάτες. Οι ενταφιασμοί με τη συμμετοχή των μελών των ομάδων και οι τελετές γευμάτων και θυσιαστικών προσφορών είναι η συμβολική μετάθεση των ψυχικών διεργασιών των προϊστορικών ανθρώπων που αποδίδουν στους νεκρούς και τα στοιχεία της φύσης, 106

108 στα ζώα, τα φυτά και τα άψυχα αντικείμενα πνευματικές ιδιότητες. Όπως αναφέρει ο S. Freud ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε μεταφέρει την συγκρότηση της ψυχής του στον εξωτερικό κόσμο (Freud 1978: 117) ορίζοντας τις πρώτες εκφράσεις του ανιμισμού (Άνιμα = ψυχή) καθώς η συνέχιση της ζωής για τις προϊστορικές ομάδες κι η εμψύχωση ακατανόητων γεγονότων είναι αυτονόητη ενώ οι ψυχικές αναπαραστάσεις κι ο συμβολισμός των πρακτικών τους δεν είναι παρά η προσπάθεια κατανόησης του κόσμου ως ολότητα που αποκτά υπερφυσικές δυνάμεις. Μολαταύτα, η πίστη στην κοσμολογία, οι πρώτοι ηθικοί φραγμοί και οι προβολές του φόβου των ανθρώπων, ο συνεχής αυτός και μεταβαλλόμενος εκπολιτισμός της διαχείρισης του θανάτου, ως σήμερα, είναι μια μόνιμη υποταγή στην ανάγκη και την ολική αδυναμία τους απέναντι στο θάνατο (Freud 1978: ). Ο μαθητής του S. Freud και συνεργάτης χρόνων C. Jung καθώς αποσπάστηκε από την επιρροή των ιδεών του, ασκώντας κριτική στην υπερβολική έμφαση στη σεξουαλικότητα του ατόμου, καθιέρωσε την Αναλυτική Ψυχολογία κι επισήμανε τη σπουδαιότητα του προσωπικού και του συλλογικού ασυνειδήτου τα οποία παγιώνονται μέσα από αρχέτυπα, δηλαδή τις αρχέγονες εικόνες του προσωπικού και συλλογικού ασυνειδήτου που διαμορφώνουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα από μύθους, δοξασίες, όνειρα και συμβολισμούς. Χαρακτηριστικά στο έργο του Το πρόβλημα του Τετάρτου περιγράφει ο ίδιος: Η περιοχή των θεών αρχίζει εκεί που τελειώνει το συνειδητό, γιατί σ αυτό το σημείο ο άνθρωπος βρίσκεται ήδη στο έλεος της φυσικής τάξης. Στα σύμβολα της ολότητας που τον επισκέπτονται, από εκεί δίνει ονόματα που ποικίλουν, ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο ενώ διατείνεται ότι το ασυνείδητο είναι μια άγραφη ιστορία της ανθρωπότητας από αμνημόνευτα χρόνια (Jung 1988: 86, 137). Έτσι, ο ανθρώπινος νους μπορεί να αντιληφθεί με τη λογική του γεγονότα του παρόντος αλλά αδυνατεί να τα εξατομικεύσει δίχως τα εντάξει στο σύνολο της ανθρώπινης συνειδητής εμπειρίας δια μέσου των μύθων, της κοσμολογίας, των συμβολισμών και της θρησκείας. Ο ίδιος, συμφωνώντας με τη θεωρητική προσέγγιση του S. Freud, επισημαίνει ότι το ά-λογο στοιχείο της ζωής και η αδυναμία του ανθρώπου να το επεξεργαστεί και να ισορροπήσει ανάμεσα στον τρόμο της φύσης και στη φθορά του τον οδηγεί στην επιτυχή κατασκευή συμβολικών εικόνων καθώς και στην αναβίωση τους μέσω της παράδοσης. Κι αυτή η αέναη προσπάθεια εκλογίκευσης και κατευνασμού των αμφιθυμικών ενορμήσεων, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την απόδοση πνευματικών ιδιοτήτων σε ακατανόητα συμβάντα, την κατασκευή ηθικών αναστολών και συμβολικών αναπαραστάσεων, έχουν σκοπό την αποτίναξη των πρωτόγονων ασυνειδήτων στοιχείων του ατόμου και την ενσωμάτωσή τους στο συνειδητό του, ήδη, από τις πρώτες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας. Επιπλέον, ο C. Jung τονίζει ότι τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και σήμερα οι αντισταθμιστικές εκφράσεις του συνειδητού, δηλαδή οι θρησκείες, οι λατρευτικές δοξασίες και οι τελετουργίες που αποκτούν τυπικό και μυστηριακές προεκτάσεις δραματοποιώντας γεγονότα που επιδρούν στη δημιουργία του συλλογικού ασυνειδήτου με βάση τα προαιώνια αρχέτυπα (Jung 1988: ). Αναλυτικότερα, στο έργο του Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας (C. Jung 1989) και στη συνεργασία του με τον C. Kerenyi που τιτλοφορείται Η επιστήμη της 107

109 Μυθολογίας (C. Jung 2008) εστιάζει στις πρωτόγονες ανησυχίες της ψυχής, τους συνειδητούς κι ακατανόητους κινδύνους όπως η γοητεία, η μαγεία και η απώλεια των οικείων εφόσον προκαλούν εναντίωση και καταπίεση στο άτομο. Έτσι, οι μη συνειδητές εικόνες συνδέονται άμεσα με την τραυματική μνήμη και την εμπειρία, τη διαίσθηση και το άγνωστο κι οι προϊστορικές ομάδες προσωποποιούν γεγονότα και καταστάσεις, γεννούνε μεταφορές και μύθους, σύμβολα και πνεύματα τα οποία ανάγονται στον ανιμισμό και κληρονομούνται από γενιά σε γενιά ως αναπαραστάσεις της μνήμης και ως τελετουργίες σύνδεσης με τους προγόνους. Ο C. Jung συμπλέει με τις βασικές ψυχαναλυτικές θεωρίες του S. Freud, εισάγει την έννοια των αρχετύπων τα οποία επιδρούν στη διαμόρφωση του συλλογικού ασυνειδήτου και διατείνεται ότι όπως το σώμα είναι ένα μουσείο της φυλογενητικής του ιστορίας, έτσι και ο νους (Jung 1989: 38). Παράλληλα, ορίζει τον ανιμισμό ως τα αρχετυπικά σύμβολα της μη συνειδητής ψυχής και ως βιωματικές εικόνες του νου που καθιερώνουν τα ταμπού των ομάδων τα οποία, αν και προκαλούνε φόβο, δεν παύουν να είναι ένας κόσμος μέσα στο χάος, μια κρυφή τάξη σ όλη την αταξία, αλάνθαστος νόμος μέσα σ όλον αυτό τον κόσμο του τυχαίου (Jung 1989: 107). Η πανανθρώπινη αυτή κι αρχέγονη συμπεριφορά του ατόμου για τον C. Jung έχει τις ρίζες του στα αρχέτυπα τα οποία εκπορεύονται από το ασυνείδητο, που δεν είναι απλά ένα σημείο όπου περιέχονται ξεχασμένες και καταπιεσμένες ατομικές εμπειρίες, αλλά αφορούν όλους τους ανθρώπους, διαμορφώνοντας το συλλογικό ασυνείδητο. Έτσι, τα αρχέτυπα, ως αρχέγονες αναπαραστάσεις του κόσμου και των συναισθημάτων, μεταβιβάζονται συνειδητά στο χρόνο ως συμβολικές ψυχικές ερμηνείες του εξωτερικού κόσμου μέσα από προβολές σε θρύλους, κοσμολογίες, μύθους, δοξασίες και ταφικές τελετουργίες. Όπως επισημαίνει ο ίδιος χαρακτηριστικά: Ο νους του πρωτόγονου ελάχιστα ενδιαφέρεται για μια αντικειμενική εξήγηση των φανερών πραγμάτων.δεν ικανοποιείται βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει. Αυτή η εξωτερική παρατήρηση πρέπει να είναι ταυτόχρονα ένα ψυχικό γεγονός - δηλαδή ο ήλιος, στην πορεία του, πρέπει να αντιπροσωπεύει τη μοίρα ενός θεού ή ενός ήρωα που δεν κατοικεί σε τελευταία ανάλυση, πουθενά αλλού παρά μονάχα μέσα στην ψυχή του ανθρώπου (Jung 1989: 74). Κατά συνέπεια, το συνειδητό των προϊστορικών ομάδων έχοντας αφετηρία τις πρωτόγονες ανησυχίες της ψυχής κατασκευάζει συλλογικά αποδεκτούς και βιώσιμους μύθους, συμβολικές αναπαραστάσεις κι εθιμικές τελετές που στόχο έχουν τόσο να κατευνάσουν το φόβο του θανάτου, όσο και να διασκεδάσουν την αδυναμία των ζώντων να σωματοποιήσουν ολοκληρωτικά τη ψυχή μέσα σε έναν ακατανόητο κόσμο που τους υπερβαίνει (Jung 2008: , Jung 1989: ). Γ Η θεωρία της έκρηξης των συμβόλων του J. Cauvin Θα κάνουμε ειδική αναφορά στο έργο και τη θεωρητική προσέγγιση του J. Cauvin καθώς, αν και έχει ελεγχθεί και κατά καιρούς επικριθεί από μερίδα θεωρητικών οι οποίοι αναζητούν τις ρίζες της μετατροπής της νοητικής λειτουργίας των ατόμων και της μετάβασης στη γεωργία από πληθυσμούς οι οποίοι εγκαθίστανται στα όρια της Εύφορης Ημισελήνου, δεν παύει να αποτελεί ιδιαίτερη οπτική που προωθεί τον 108

110 ανοικτό επιστημονικό διάλογο ενώ ο ίδιος είναι ένας από τους βασικούς ερευνητές της περιοχής και του πεδίου με διάρκεια χρόνων. Στο έργο του Η γέννηση των Θεοτήτων, εξαρχής, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο βασιλιά της δημιουργίας εφόσον επιβλήθηκε στο περιβάλλον αντιδρώντας στις συνθήκες και στο ίδιο του το είναι και τονίζει τη μετατροπή του γυμνού πιθήκου σε ον με νοημοσύνη το οποίο οδηγήθηκε στην πρώτη ριζοσπαστική κίνηση του είδους με αντίκτυπο χιλιετιών, δηλαδή, στην κατά G. Childe Νεολιθική Επανάσταση. Έτσι, μέσα από διαδικασίες μακράς διάρκειας στο χρόνο, μεταβάλλονται, για πρώτη φορά, ριζικά τα μέσα απόκτησης της τροφής, ο άνθρωπος επιβάλλεται στη φύση και τα ζώα, ορίζει τον τόπο όπου εγκαθίσταται, εκφράζεται συμβολικά με εικονιστικές αναπαραστάσεις και ειδώλια ενώ, παράλληλα, ενταφιάζει συνειδητά τους νεκρούς του σε οργανωμένους χώρους με ειδικές τελετουργικές πρακτικές επιθυμώντας να διαχειριστεί το πένθος. Βέβαια, στο ολικό επίπεδο του εκπολιτισμού και της διαχείρισης του θανάτου η Νεολιθική Εποχή δεν αποτελεί καινοφάνεια από το πουθενά αλλά έχει τις ρίζες της βαθιά στο παρελθόν καθώς ο άνθρωπος, για πάνω από χρόνια, ενταφιάζει τους νεκρούς του με ειδικές τελετές οι οποιές αντανακλούν την πίστη του στην επιβίωση και τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Παράλληλα, ο J. Cauvin θεωρεί, όπως και προηγούμενα ο G. Childe, ότι η διάδοση του νέου τρόπου ζωής, ως πολιτισμικό πακέτο και η Νεολιθικοποίηση της Ευρώπης δια μέσου της Κύπρου, έχει ως κέντρο της την περιοχή της Μέσης Ανατολής και ειδικότερα τα εδάφη της ΣυροΠαλαιστίνης. Ωστόσο, στο κείμενο του The Symbolic Foundations of the Neolithic Revolution in the Near East τονίζει ότι η ύπαρξη των φυτικών καταλοίπων των Νατούφιων ομάδων φαίνεται να αποσυνδέει τη μονιμότητα από τη γεωργική παραγωγή, άποψη την οποία υποστήριζε ο G. Childe ως γενεσιουργό αίτιο (Cauvin 2001: xx-xxiv, Cauvin 2001: , Cauvin 2000: 237). Χωρίς αμφιβολία, για τον J. Cauvin η μεγαλύτερη αυτή εκπολιτιστική μεταστροφή σημειώθηκε, όχι από τις αλλαγές που παρατηρούνται ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, ως τρόπος επιβίωσης των προϊστορικών ανθρώπων, αλλά, από την αίσθηση του ανικανοποίητου όπως εκφράστηκε στις ταφικές πρακτικές μέσα από τη μοντελοποίηση των αποκομμένων κρανίων, την εικονιστική αναπαραγωγή μορφών και την ολική ιδεολογική ανασυγκρότηση της σκέψης τους. Έτσι, κρίνεται ότι αφετηρία των μεταβολών είναι οι εσωτερικές ανάγκες των ομάδων καθώς είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της σκέψης και οδήγησαν στην παραγωγή των ειδών, στην εξημέρωση και την αποθήκευση σηματοδοτώντας την επιβολή του ανθρώπου στο περιβάλλον και επηρεάζοντας όλους τους τομείς της ζωής και του θανάτου και όχι το αντίστροφο. Η επισήμανση του συμβολισμού και ο ρόλος του στην ανατροπή αυτή φαίνεται ότι αποτελεί κομβικό σημείο στο έργο του J. Cauvin. Ταυτόχρονα, αποδέχεται το Levant ως κοιτίδα εξάπλωσης της παραγωγής και της διάδοσης του πολιτισμού στην Ευρώπη καθώς τα, ως τώρα, εντοπισμένα κατάλοιπα εξημερωμένων ειδών δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Ωστόσο, στην προσπάθεια αναζήτησης των βασικών αιτίων, απορρίπτει τόσο το θεωρητικό υπόβαθρο του R. Braidwood και την ασάφεια της αλυσίδας εγχειρημάτων της Γαλλικής Γνωστικής σχολής, όσο και του Υλισμού τον οποίο προέβαλε ο L. Binford και η Διαδικαστική προσέγγιση της Νέας Αρχαιολογίας εστιάζοντας στο κλίμα και στην επίδραση του περιβάλλοντος. Κατά τον ίδιο και αντίθετα από τη Γαλλική Μαρξιστική σχολή, που 109

111 εντάσσει στην οικονομία όλα τα επίπεδα των ανθρώπινων σχέσεων, η ανάπτυξη των αρχικών μορφών της γεωργίας, πριν τη γενικευμένη παραγωγή, σε θέσεις του Levant και της Ανατολίας, οδηγεί στο συμπέρασμα μιας προϋπάρχουσας επανάστασης των συμβόλων που πυροδότησε τις αλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Επιπλέον, με βάση τις ραδιοχρονολογήσεις, παραθέτει τις πολιτισμικές ομάδες οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν στο περιβάλλον του Levant και υπερασπίζεται την άποψη ότι η εμφάνιση των πρώτων μορφών της μονιμότητας, της πειραματικής γεωργίας και του συμβολισμού - με ζωόμορφα κυρίως ειδώλια - έγινε από τις Νατούφιες ομάδες οι οποιές εγκαθίστανται στην περιοχή του Ιορδάνη ποταμού και των λόφων της Ιουδαίας (Cauvin 2001: 16-22, Cauvin 2001: , Cauvin 2000: ). Ωστόσο, οι αρχιτεκτονικές αλλαγές και η αύξηση του μεγέθους των εγκαταστάσεων, οι μετατροπές στην λιθοτεχνία, οι πρώτες ενδείξεις συλλογής εξημερωμένων δημητριακών αλλά και οι αναπαραστάσεις μέσω νέων συμβολικών συστημάτων των Khiamian ομάδων της Νεολιθικής περιόδου PPNA (Pre-Pottery Neolithic A), αν και εντοπίζονται σε θέσεις όπου κατοικούσαν προηγούμενα οι Νατούφιοι (Nahal Oren, Mureybet II), συνδέονται με την άγονη περίοδο του τέλους του Πλειστόκαινου και είναι αυτές που σηματοδοτούν, κατά τον ίδιο, τη χρονική απαρχή των σημαντικών καινοτομιών και θα οδηγήσουν στη διευρυμένη καλλιέργεια στο χώρο του Levant και της Ανατολίας. Έτσι, κατά τον J. Cauvin, η ζωόμορφη Νατούφια τέχνη μετατρέπεται σε θέσεις των Khiamian ομάδων, χρόνια περίπου πριν από σήμερα, σε ανθρωποκεντρική κι αποτελεί την απαρχή μιας νέας θρησκείας με γυναικεία ειδώλια, τα οποία χαρακτηρίζει θεότητες της αναγέννησης και της κυριαρχίας, που συνοδεύονται από την εικονιστική παρουσία του ταύρου. Μολαταύτα, επιδιώκοντας να αιτιολογήσει τις απόψεις του, υπερβαίνει τις ομάδες και το χρόνο κι έτσι οι συμβολικές αυτές νεκρικές απεικονίσεις της γέννησης και του θανάτου, τα γλυπτά άγριων ζώων και οι τοιχογραφίες σε ιερά με πεσσούς και θρανία και αναπαραστάσεις γυναίκας που γεννά ταύρο (Catalhoyuk) ή οι εικονιστικές μορφές της γυναίκας και του ταύρου (Hacilar), αν και χρονολογούνται χρόνια περίπου πριν από σήμερα, συνδέονται αυθαίρετα με βουκράνια (Mureybet) που προηγούνται χρονολογικά ή με τις μετέπειτα συμβολικές μινωικές τελετές. Παρόλα αυτά, η κοινή θεματολογία στο χώρο του Ευφράτη και της ανατολικής Μεσογείου της Μητέρας Θεάς και του μυθικού Ταύρου, σε όλη τη Νεολιθική περίοδο ως την Κλασική εποχή, σύμφωνα με τον J. Cauvin, τονίζει τη διαμόρφωση μιας νέας θρησκείας με την κυριαρχία της θηλυκής ιδεολογίας και της γονιμότητας η οποία συνοδεύεται από την αρσενική έκφραση υπεροχής με τις απεικονίσεις του ταύρου (Cauvin 2001: 20-26, Cauvin 2000: ). Η νοητική και ψυχική αυτή προσαρμογή κι η ανάπτυξη της καλλιέργειας, πάντα κατά τον J. Cauvin, εκτιμάται ότι συνέβησαν, αρχικά, με τις ομάδες των Khiamian χρόνια περίπου πριν από σήμερα και συνεχίζεται, ως θρησκευτική παράδοση, στις Νεολιθικές περιόδους (PPNA και PPNB), γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα πήλινα ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια καθώς οι εντοπίσμένες γυναικείες αναπαραστάσεις, με χρωστικές ουσίες (Jericho, Beihda και Ain Ghazal), υπαινίσσονται τη διεύρυνση της λατρείας. Έτσι, και πάλι συνδέει περιοχές του Levant και της Ανατολίας επιδιώκοντας να καταδείξει την εξάπλωση της νέας θρησκείας. Δηλαδή, τα εντοπισμένα πέτρινα αγάλματα (Nevali Cori), οι εγχάρακτες 110

112 μορφές ανθρώπων με τα νατουραλιστικά στοιχεία (Jericho), οι αποθέτες (Ain Ghazal) και οι εγχαράξεις σε οστέινα γραπτά (Nahal Hemer) απεικονίζουν, πιθανόν, διακοσμημένα όντα με χαρακτηριστικά θεοτήτων. Επιπλέον, νέα μορφή ένδειξης λατρείας των προγόνων αποτελούν οι ταφικές πρακτικές των αποκομμένων κρανίων που αρχικά εντοπίζονται σε Νατούφιες θέσεις κι οι οποίες εξελίσσονται και διευρύνονται, χρόνια περίπου πριν από σήμερα, με την πρακτική της επιγύψωσής τους, την εκρίζωση της γνάθου και τις γραπτές γραμμές όμοιες με αγάλματα μέσα σε χρηστικές κατασκευές και ειδικές εγκαταστάσεις που έχουν ίχνη τελετουργιών (Jericho, Beihda, Mureybet, Ain Ghazal, Nahal Hemar,Tell Ramad και Cayonu). Επίσης, λίθινα προσωπεία της Νεολιθικής PPNB περιόδου τα οποία εντοπίζονται με οπές στα μάτια και εγχαράξεις, οικιακά ιερά (Catalhoyuk) ή μεγάλα διακοσμημένα κτίρια (Nevali Cori), κατασκευαστικές επεμβάσεις στον πύργο της Νεολιθικής PPNA (Jericho) που μετατρέπεται πιθανόν σε λατρευτικό κέντρο και αψιδωτές εγκαταστάσεις (Beidha) ενοποιούνται σε ένα σύνολο το οποίο, κατά τον ίδιο, υποδεικνύει, μέσω των καταλοίπων, ότι είναι τελετουργικοί χώροι λατρείας συνδεόμενοι με δημόσιες θρησκευτικές τελετές. Προεκτείνοντας το συλλογισμό του εκτιμά ότι, ίσως, οι χώροι αυτοί να αποτελούν τόπους θυσιών με τη συμμετοχή όλων των μελών των ομάδων σε τελετουργίες χωρίς, όμως, στοιχεία ώστε να υπονοούν τη διαστρωμάτωση των ομάδων με ιεραρχικές δομές ή με ιερατείο (Cauvin 2001: , Cauvin 2000: ). Συνολικά, ο J. Cauvin στην προσπάθεια να αιτιολογήσει τη στροφή των πληθυσμών, όχι μόνο του Levant αλλά και της Ανατολίας, στην παραγωγή προσπαθεί να αποσυνδεθεί από τα προϋπάρχοντα θεωρητικά ρεύματα της αρχαιολογικής έρευνας. Έτσι, αναφέρεται στη θεωρίας των οάσεων του G. Childe ο οποίος επισημαίνει τη στροφή στην παραγωγική οικονομία με τη δημιουργία αποθέματος άγριων προγόνων των δημητριακών ως αποτέλεσμα της μείωσης των διαθέσιμων πηγών (Childe 1934: ). Ακόμη, αναφέρει τη θεωρία των κατάλληλων πυρηνικών ζωνών του R. Braidwood και την πίεση της πληθυσμιακής αύξησης που παρατηρείται στους Πρώιμους Νατούφιους (Braidwood and Foresman 1967: 87-96) όπως και την αλυσίδα εγχειρημάτων του A. Leroi-Gourhan και την έμφαση στο κλιματικό φαινόμενο της Νεότερης Δρυάδας και την επίδραση του στη ζωή των Νατούφιων ομάδων που επικαλείται η Νέα Αρχαιολογία έχοντας ως στόχο την απόρριψη της ιδέας της οικολογίας, της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος ως γενεσιουργού αιτίου των μεταβολών που παρατηρούνται στη διαχείριση των πηγών. Ο ίδιος, τονίζει ότι το πέρασμα στη Νεολιθική Εποχή έγινε με τις αλλαγές στην ανθρώπινη νόηση, τη διαφορά στην αντίληψη του περιβάλλοντος και του εαυτού και την ψυχική έκφραση του ανικανοποίητου και της απογοήτευσης μέσα από την έκρηξη του συμβολισμού, γεγονός που αποτελεί κάτι περισσότερο από μια απλή μετάβαση με οικονομικούς όρους. Ταυτόχρονα, απορρίπτει τις προσεγγίσεις και του Μαρξιστικού Ιστορικού Υλισμού στηριζόμενος αποκλειστικά στην ερμηνεία του μέσω της στρωματογραφίας και των υλικών καταλοίπων ενώ πιθανολογεί τη μη απόλυτα ασυνείδητη προσπάθεια του προϊστορικού ανθρώπου, ο οποίος κινείται ορμώμενος από μια αίσθηση ανησυχίας, να μεταβάλλει τη νοητική του λειτουργία και τις δομές στο εσωτερικό των ομάδων μέσω ανατροπών στο σύστημα των αναπαραστάσεων. Κατά συνέπεια, διαφωνεί με την ιδέα της διάδοσης μέσω κρίσεων ή εξωτερικών οικονομικών παραγόντων πίεσης, που 111

113 οδήγησαν σε διαφοροποίηση τις ομάδες του Levant και της Ανατολίας, τονίζοντας το ρόλο της ανθρώπινης σκέψης και του συμβολισμού, την πολιτισμική όψη και το ψυχικό υπόβαθρο των αλλαγών και τη σύνδεση μεταξύ τους όπως επισήμανε ο C. Levi-Strauss. Ταυτόχρονα, δέχεται ότι αρκετά στοιχεία δομούνται με διάρκεια στο χρόνο έχοντας αφετηρία την Παλαιολιθική εποχή, επεκτείνονται μέσω των ψυχικών εκφράσεων των Νατούφιων ομάδων και διαδίδονται από τις ομάδες των Khiamian - με ειρηνικά μέσα και όχι μέσω κλιματολογικών, οικονομικών ή πληθυσμιακών κρίσεων - με την επανάσταση των συμβόλων, την ανάδυση μιας νέας θρησκείας και τις ταφικές πρακτικές σηματοδοτώντας τις πολιτισμικές αλλαγές όπως αυτές εντοπίζονται στη Νεολιθική περίοδο. Έτσι, θεωρεί ότι και η αρχή του παραγωγικού σταδίου θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στο πλαίσιο της έμφυτης τάσης της ανησυχίας του ανθρώπου και της επιβολής ελέγχου στη φύση καθώς επιχειρεί να την εξ-οικειώσει ενώ αντανακλάται στα νέα συστήματα και τις όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στη μετάβαση από το μύθο στη θρησκεία, στην αρρενωπότητα των συμβόλων και την ορθογώνια αρχιτεκτονική, στην εξημέρωση των ειδών, στις ταφικές πρακτικές και τελετουργίες. Κατά τον J. Cauvin, ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης των εξελίξεων, σε κοινωνικοπολιτισμκό επίπεδο, υπήρξε η νοητική στροφή και ο συμβολισμός των Khiamian ομάδων επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι στόχος του δεν είναι η αντικατάσταση ενός θεωρητικού μοντέλου αλλά η παρουσίαση των νέων δεδομένων που οδηγούν σε νέα οπτική (Price and Bar-Yosef 2011: 167, Cauvin 2001: xx-xxiv, , Cauvin 2001: , Cauvin 2000: ). Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η προσέγγιση του J. Cauvin δέχτηκε έντονη κριτική εφόσον αρκετές στιγμές φαίνεται να αυθαιρετεί ενοποιώντας αφηρημένες έννοιες με απτά δεδομένα που έχουν χρονολογικές αποκλίσεις αιώνων και να προσπερνά προηγούμενες ομάδες παρότι κινούνται στα εδάφη του Levant. Έτσι, ο I. Hodder, αν και συμφωνεί ότι οι νέες θέσεις και η έκρηξη του συμβολισμού θέτουν τη νοητική πλευρά και διάσταση της μετάβασης προς τη γεωργία και ότι είναι πλέον ανεπαρκείς οι επεξηγήσεις με βάση παράγοντες όπως το κλίμα, τονίζει ότι ο J. Cauvin επικεντρώνεται στην ασυναίσθητη αδιαθεσία και την ανυπομονησία των ατόμων που προκάλεσαν τη νοητική στροφή αδυνατώντας, όμως, να εξηγήσει το γιατί της μετάβασης στην παραγωγή κι αποκλείοντας τους υπόλοιπους παράγοντες. Ο I. Hodder δέχεται ότι η ομάδα των Khiamian προηγείται των άλλων στη Νεολιθικοποίηση με την εμφάνιση της λατρείας της γυναικείας θεότητας και του ταύρου, γεγονός το οποίο δημιουργεί τόσο το πλαίσιο μιας νέας ψυχολογίας με ανθρωπόμορφους θεούς, όσο και την προσωποποίηση της αρρενωπότητας που συνδέει τη γεωργία με την επανάσταση των συμβόλων και την κυριαρχία του ανθρώπου στο περιβάλλον. Ωστόσο, επισημαίνει ότι ο J. Cauvin αρνείται την οικονομία, την ανάγκη για έλεγχο στις πηγές, τη δύναμη και την ιεραρχία, ως παράγοντες αλλαγών τονίζοντας την ψυχολογία της δυσαρέσκειας, συνδέοντας εθνογραφικές παρατηρήσεις με υποθετικό υπόβαθρο και ενσωματώνοντας παραδόσεις από τη Γαλλική Σχολή Annales αλλά, παράλληλα, απολογείται, γεγονός που επιβεβαιώνει την αδυναμία του ισχυρισμού του καθώς η εξημέρωση των ειδών αποτέλεσε σταδιακή εξέλιξη. Ακόμη, τονίζει ότι ο J. Cauvin αγνοεί στοιχεία όπως η πληθυσμιακή αύξηση δίνοντας έμφαση στην προγονική λατρεία των αποκομμένων κρανίων και το συμβολικό κύρος του ανδρισμού συνδέοντας τα με την εξημέρωση 112

114 της κατσίκας και την επιβολή του ανθρώπου στα ζώα. Ομοίως, στις αρχιτεκτονικές κατασκευές διαβλέπει μόνο την επιβολή του ανδρικού Εγώ στη μεταλλαγή των σχημάτων τους. Η ασάφεια σχετικά με το τι προκάλεσε τη μεταβολή στο εσωτερικό των ομάδων - πέραν των όρων της ψυχολογίας - συνεχίζεται με την ανάλυση της λατρείας των κρανίων στη Νεολιθική PPNB περίοδο, της δημόσιας πλευράς των ενταφιασμών, τις τελετουργικές εγκαταστάσεις και τα βούκρανα δίνοντας έμφαση στη λατρεία των προγόνων ενώ, σύμφωνα με τον I. Hodder, αποτελούν τοπικά και μόνο στοιχεία, παρά τον κεντρικό ρόλο των δυο φύλων στο συμβολικό λατρευτικό επίπεδο και παρά τη μεγάλη διάρκεια των αλλαγών στο χρόνο (Cauvin 2001: ). Επιπλέον, ο G. Rollefson, ασκώντας κριτική, εστιάζει στην αποτυχία των θεωρητικών αναζητήσεων των Διαδικαστικών και τη μη εισαγωγή της οικονομίας στο πλαίσιο των αναζητήσεων του J. Cauvin. Το πρόβλημα των αλλαγών, κατά τον ίδιο, παραμένει χωρίς αιτιολόγηση εφόσον ομοιότητες σε όλες τις πολιτισμικές εκφράσεις παρατηρούνται πολύ πριν την εμφάνιση της εξημέρωσης και αγνοούνται οι ομάδες των Νατούφιων. Παράλληλα, παρερμηνεύονται κατάλοιπα με λατρευτικά χαρακτηριστικά και νεκροταφεία ενώ αποκλείονται σημαντικά στοιχεία όπως οι ανταλλαγές. Έτσι, αν και η κινητικότητα που παρατηρεί ο J. Cauvin στη Κύπρο, τη Συρία και την Ιορδανία θεωρείται πιθανή, συνολικά πρόκειται για τις απόψεις ενός ανθρώπου που αποσυνδέει πλήρως το περιβάλλον και αδυνατεί να διαφύγει ουσιαστικά από τη Διαδικαστική προσέγγιση. Κατά τον G. Rollefson, είναι σταδιακή η μορφή των αλλαγών - ως πολιτισμικό πακέτο - μέσω της κοινωνικής επιθυμίας και της ετοιμότητας των ομάδων του Levant και της Ανατολίας, του αποικισμού του νότου και της διάδοσης των ιδεών, μετά, όμως, από την αντικατάσταση μιας προϋπάρχουσας μορφής γεωργίας και πριν τις ομάδες των Khiamian (Cauvin 2001: ). Ο O. Bar-Yοsef επισημαίνει ότι η επανάσταση των συμβόλων είναι απόφαση ανθρώπων σε ομαλές συνθήκες και όχι κάτω από την απειλή συνθηκών αποσταθεροποίησης διακρίνοντας ομοιότητες στους ισχυρισμούς του J. Cauvin με το μοντέλο του G. Childe και τη διάδοση μέσω κίνησης και αποικισμού. Επιπλέον, τονίζει την ουσιαστική αδιαφορία του για τις μεταβολές που εμφανίζουν οι ομάδες των Νατούφιων, παρά τα χρονολογικά στοιχεία, οριοθετώντας την αρχή των αλλαγών με την ομάδα των Khiamian κι εστιάζοντας στην παρουσία ειδωλίων και βουκράνων, τις απεικονίσεις της γυναίκας και του ταύρου και τη διάρκεια τους μέσω της κεραμικής. Έτσι, η πολιτισμική αλλαγή περιγράφεται ως κοινωνική ψυχολογία σε περιοχές όπου εντοπίζονται ίχνη καλλιέργειας του μονόκοκκου σιταριού, δίχως, όμως, ανάλυση ενώ οι διαφορές στην τυπολογία των εργαλείων αντιμετωπίζονται ως χαρακτηριστικό διαχωρισμού των περιοχών εγκατάστασης παραγνωρίζοντας την προβληματική χρονολόγηση ή την εσωτερική κίνηση των ομάδων. Ταυτόχρονα, ο J. Cauvin παραβλέπει σημαντικούς παράγοντες, όπως η αύξηση του πληθυσμού, αποσυνδέοντας τις αρχιτεκτονικές μετατροπές από τις κοινωνικές μεταβολές παρότι το νοικοκυριό και ο συμβολισμός των κτιρίων υπερτονίζονται ως ενδείξεις της ανδρικής επιβολής. Δηλαδή, οι κατασκευές στις θέσεις αποδίδονται στις διαδικασίες εκπολιτισμού δίχως να επεξηγούνται, οι οίκοι θανάτου της Νεολιθικής περιόδου αντιμετωπίζονται ως αρρενωπός συμβολισμός, 113

115 οι νέες αιχμές βελών και η μετακίνηση των ομάδων ως εκπολιτισμός κι η ταφική μεταχείριση της αποκοπής των κρανίων ως προγονική λατρεία μιας ιεραρχικά δομημένης ταξικής κοινωνίας (Cauvin 2001: ). Τέλος, κριτική στην προσέγγιση του J. Cauvin άσκησε και ο T. Watkins ο οποίος υποστηρίζει ότι οι απαντήσεις στο ερώτημα του τι προκάλεσε την κοινωνική και νοητική ανασυγκρότηση των πληθυσμών του Levant θα πρέπει να αναζητείται δια μέσου της ενσωμάτωσης της αρχαιολογίας στην έρευνα της εξέλιξης στη σκέψη των ατόμων και στη συμβολική τους έκφραση. Παράλληλα, τονίζει την αδυναμία του J. Cauvin να αποτάξει την επιρροή του από τη Διαδικαστική προσέγγιση και να προβάλλει εναλλακτική πρόταση καθορίζοντας συστημικά τις αιτιάσεις του. Κατά συνέπεια, η οικολογική υπόθεση η οποία δεν επαρκεί πλέον ως αποκλειστική επεξήγηση κι ο αποκλεισμός παραγόντων που συνέβαλαν στις πολιτισμικές μεταβολές δεν διαφωτίζουν τους λόγους της μετάβασης στη γεωργία ενώ το πλαίσιο αναφοράς στη νοητική εξέλιξη παραμένει ασαφές. Έτσι, αν και είναι πιθανόν οι μεταβολές της ιδεολογίας των ενοτήτων που εγκαθίστανται στη Μέση Ανατολή να αιτιολογούν τη διάδοση μέσω ενός πολιτισμικού πακέτου, ο J. Cauvin κάνει λόγο για διάχυσή τους με πυρήνα τη Μεσόγειο σε περιοχές που προϋπάρχουν ομάδες θεωρώντας, αυθαίρετα, σίγουρη τη μετακίνηση τους και τον αποικισμό (Cauvin 2001: ). 114

116 κεφάλαιο δ Δ.1 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΦΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΝΑΤΟΥΦΙΩΝ ΟΜΑΔΩΝ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Εφόσον οι ταφικές πρακτικές, διαχρονικά, είναι υποδηλώσεις των αντιλήψεων μιας κοινωνίας σχετικά με το θάνατο, είναι, πια, γενική η παραδοχή ότι ο μεγάλος αριθμός ενταφιασμών των Νατούφιων ομάδων που εντοπίζονται κυρίως στη μεσογειακή ζώνη του Levant - το βασικό χώρο ανάπτυξης των οικισμών τους - αποτελεί την πρώτη αρχαιολογική επιβεβαίωση στην περιοχή της σταθερής παρουσίας των νεκρών στον κόσμο των ζώντων μέσω των πρακτικών, των συμβολικών στοιχείων και της κοσμολογίας που αναπτύσσουν. Βέβαια, ομοιότητες στοιχείων στη διαχείριση των νεκρών εντοπίζονται σποραδικά και σε προηγούμενες ομάδες κυνηγών του Levant κι οι εξελίξεις οι οποίες παρατηρούνται στους Νατούφιους πληθυσμούς έχουν μακρά χρονική διάρκεια, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται και στο σύνολο της πολιτισμικής έκφρασής τους, στις αλλαγές της οικονομίας και τις στρατηγικές επιβίωσης που αναπτύσσουν οι προϊστορικές αυτές ενότητες. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθώς διαβιούν και κινούνται στο χώρο της Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο του τέλους του Πλειστόκαινου όπου εμφανίζονται 2 σημαντικά κλιματικά επεισόδια οι ολικές μεταβολές των χαρακτηριστικών τους επιβάλλονται σε σοβαρό βαθμό από αυτά. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι οι διαπιστωμένα συμπαγείς Νατούφιες ομάδες όπως μεταβάλλουν τις σταθερές της ζωής τους σύμφωνα με τις συνθήκες και τις επιβιωτικές ανάγκες τους, έτσι κατασκευάζουν συνειδητά νεκρικούς χώρους και συνδέουν, άμεσα και σταθερά, τους νεκρούς τους με τις περιοχές εγκατάστασής τους. Ταυτόχρονα, επιδιώκουν να μη συνχέουν τα όρια μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Έτσι, στα νεκροταφεία και τους χώρους πρώην κατοίκισης ενταφιάζουν τους νεκρούς τους με ποικίλους τρόπους απόθεσης και διαφορετικές τελετουργικές εκφράσεις που αποδίδονται στα τοπικά χαρακτηριστικά των ομάδων και στην απουσία επιβολής ενός καθιερωμένου τυπικού στο σύνολο τους. Δηλαδή, επεκτείνουν και παγιώνουν, συνολικά, πιο σύνθετες πρακτικές οι οποίες διευρύνονται σε ολόκληρη τη μετέπειτα Νεολιθική περίοδο (PPNA και PPNB). Αυτή η μεταχείριση των νεκρών - κάτω από δάπεδα οικιών, σε κτίρια επανάχρησης και οργανωμένα νεκροταφεία - και οι συνοδευτικές τελετές συνθέτούν, για πρώτη φορά σε σχέση με προηγούμενες προϊστορικές κυνηγητικές ομάδες της Μέσης Ανατολής, μια εικόνα σταθεροποίησης των ταφικών χαρακτηριστικών και μια συνειδητά μελετημένη πράξη μνήμης και σύνδεσης με το παρελθόν με πολλαπλές εκφράσεις. Παράλληλα, μέσα από τη συμμετοχή στις τελετές, οι οποίες συνθέτουν κοινωνικές δραματοποιημένες πράξεις των ζώντων, διαμορφώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις προσπαθώντας να διαχειστούν τις ασυναίσθητες εσωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις που προκαλεί ο θάνατος στα άτομα. Κατά αυτό τον τρόπο, οι Νατούφιες ταφικές θέσεις και τα κατάλοιπα τους - οι αρχιτεκτονικές κατασκευές, τα υλικά που συνδέονται με τελετές γευμάτων, τα αντικείμενα 115

117 καθημερινής χρήσης, τα συνοδευτικά αντικείμενα των νεκρών και ο τρόπος απόθεσής τους, οι καύσεις και οι αποκοπές κρανίων - αποκρυσταλλώνουν τις ενδείξεις της σημασίας την οποία προσδίδουν οι προϊστορικοί άνθρωποι στο θάνατο. Έτσι, οδηγούμενοι, μέσα σε πιο σταθερές συνθήκες, στην αρχή του Ολόκαινου με τη Νεολιθικοποίηση μεταβάλλουν συνολικά τη σκέψη τους, παράγουν μεταφυσικούς μύθους και εκφράζονται συμβολικά επιδιώκοντας να ενσωματώσουν τελετουργικά το παρελθόν και να διατητήσουν τη μνήμη των προγόνων τους. Ταυτόχρονα, οι εκφράσεις τους αυτές, που γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες, αντανακλούν την κοσμολογία τους και την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων. Μέσα σ αυτό το νέο πλαίσιο ζωής, εκτιμάται ότι οι συνολικές πολιτισμικές καινοτομίες των Νατούφιων - οι ενδείξεις της μονιμότητας στην κατοίκιση, οι μεταβολές στη λιθοτεχνία και τη διαχείριση των διαθέσιμων διατροφικών πηγών, η εμφάνιση οργανωμένων ταφικών χώρων οι οποίοι για πρώτη φορά εντοπίζονται στην περιοχή και στη Νεολιθική Εποχή, συχνά, αποκτούν τη μορφή ιερατικών κέντρων κι οι ενταφιασμοί των ατόμων με στοιχεία συμβολισμού - συνδέονται άμεσα και με την προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας των τοπικών ομάδων. Ωστόσο, η νοητική εξέλιξη και η προσπάθεια προσδιορισμού των τελευταίων κυνηγών του Levant φαίνεται να υπαγορεύεται και από την πίεση των αυξημένων πληθυσμών καθώς διαβιούν σε περιόδους αστάθειας - πρωτίστως την κλιματική επιδείνωση της Νεότερης Δρυάδας - επιδιώκοντας, έτσι, να επιβληθούν στους κανόνες της φύσης κι επιχειρώντας να διαχειριστούν πιθανές ανισότητες λόγω της διατροφικής κρίσης (Rosenberg and Nadel 2014: , Nadel at al. 2013: 4, Benz 2010: , Byrd 2005: 257, Lengyel and Bocquentin 2005: 281, Akerman and Schwartz 2003: 41, Goring-Morris 2000: , Kuijt 2000: , Parker-Pearson 1999: , Kuijt 1996: , , Belfer-Cohen 1995: 11, Valla 1995: , Belfer-Cohen and Hovers 1992: 464, Wagner 1977: 72). Αναμφίβολα, για ορισμένους ερευνητές, οι αλλαγές στις ταφικές πρακτικές των Νατούφιων κι ο συμβολισμός ο οποίος ενέχουν θα πρέπει να ενταχθούν μέσα στο σύνολο των σύνθετων κοινωνικών συστημάτων που ανέπτυξαν οι θεωρητικοί της Διαδικαστικής προσέγγισης καθώς αποτελούν πρακτικές που υποβάλλονται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια ενώ παράλληλα δομούν τις σχέσεις των ατόμων, ακόμη και μέσω υποχρεώσεων κι ανταλλαγών, μεταβάλλοντας την κοινωνική οργάνωση των ομάδων. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι οι ενταφιασμοί και τα κατάλοιπα των Νατούφιων, αν και εμφανίζουν τοπικά χαρακτηριστικά, συνθέτουν ενδείξεις της ολικής εξελικτικής πολυπλοκότητας της πολιτισμικής ταυτότητάς τους και των ατομικών τους σχέσεων. Συνεπώς, όπως ακριβώς θα πρέπει να αναζητούνται τα δεδομένα που στοιχειοθετούν τη μονιμότητα της εγκατάστασης και τη μετατροπή της οικονομίας τους μέσα από την κατά τόπους προσπάθεια πειραματισμών συγκομιδής άγριων δημητριακών και εντατικοποίησης των διαθέσιμων πηγών, που οδήγησαν στη γεωργική ανάπτυξη της Νεολιθικής περιόδου, έτσι κι οι ταφικές πρακτικές θα πρέπει να εξετάζονται ως συμπεριφορές ενιαίων ομάδων με ποικίλες τοπικές αντιδράσεις (O Shea 1981: 39-52, Binford 1962: ). Εξάλλου, οι ορατές διαφορές και η ποικιλία συμβολικών εκφράσεων στη διαχείριση των νεκρών ανάμεσα στους Πρώιμους, Μέσους και Ύστερους Νατούφιους - πρωτογενείς και δευτερογενείς ενταφιασμοί, ατομικές και ομαδικές αποθέσεις, εκτεταμμένη και συνεσταλμένη στάση, συνοδευτικά αντικείμενα κ.α

118 όπως και στο σύνολο του υλικού πολιτισμού τους - λιθοτεχνία, αρχιτεκτονικές κατασκευές - δείχνουν να επιβεβαιώνουν τις επισημάνσεις αυτές. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ποικιλόμορφες όψεις των Νατούφιων ενταφιασμών, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, μας διαφωτίζουν τόσο για τη συνειδητότητα των σύνθετων αυτών προϊστορικών κοινωνιών απέναντι στην απώλεια των οικείων τους όσο και για την αντίληψή τους σε σχέση με έννοιες όπως το νοικοκυριό, το φύλο, η ηλικία, οι ατομικές σχέσεις, η κληρονομικότητα χωρίς, μάλιστα, από τα δεδομένα να στοιχειοθετείται οποιαδήποτε ένδειξη ανάπτυξης ιεραρχικών δομών ή έμφυλων και ηλικιακών διαφορών στο εσωτερικό τους (Belfer- Cohen and Bar-Yosef 2000: 21-28, Boyd 1995: 17-23). Δ Τα νεκροταφεία. Προγονική λατρεία ή πιθανοί λατρευτικοί χώροι; Η συνειδητή οριοθέτηση ειδικών χώρων και η οργάνωσης των νεκροταφείων σε σπήλαια και ανοικτές θέσεις (Kebara, Nahal Oren, Mallaha, El-Wad, Hilazon Tachtit, Hayonim, Raqefet) των τελευταίων κυνηγών του Levant, αναμφίβολα, πιστοποιεί τη μεταβολή της νόησής τους, όσον αφορά την πρόσληψη της ιδέας του θανάτου, την αύξηση της πολυπλοκότητας στις ταφικές πρακτικές τους και την προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας, παρά τις όποιες διαφορές των ομάδων στις εκφράσεις τους ανά θέση. Έτσι, για πρώτη φορά, εντοπίζονται χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν κοινό τόπο για τις μετέπειτα Νεολιθικές κοινότητες, δηλαδή, ατομικοί και συλλογικοί ενταφισμοί σε απλούς λάκκους ή πιο προσεγμένες κατασκευές, νεκρικοί χώροι σε όμορες περιοχές με τις θέσεις εγκατάστασης και συμβολικά στοιχεία κι επισημάνσεις του τόπου όπως τα ογκολιθικά γουδιά ή τα λίθινα σήματα (Wadi Hammeh 27, Rosh Zin, Mallaha) που απαιτούν επένδυση χρόνου και τη συνεργασία ενός ικανού αριθμού ατόμων (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: ). Αν κι έχει επισημανθεί ότι το σύνολο των υποδηλώσεων οι οποίες αφορούν τις αντιλήψεις των ζώντων απέναντι στους νεκρούς τους είναι πιθανόν να μην είναι ορατό αρχαιολογικά (Parker-Pearson 1999: 6-17) κι έτσι ίσως να παραβλέπεται ο διαχωρισμός των ατόμων που ενταφιάζονται στους οργανωμένους ταφικούς χώρους ή να αντικατοπτρίζονται μυθολογικές δοξασίες των ομάδων και συνδέσεις, ορισμένων μόνο, ατόμων με τον τόπο μέσα από τον τρόπο τοποθέτησης των νεκρών - τις ατομικές ή συλλογικές ταφές, τις διαφορές στην στάση του σώματος ή τον προσανατολισμό των ατόμων προς κάποιο φυσικό στοιχείο - το σύνολο των ερευνητών δεν αμφισβητεί ότι η αλλαγή στη νοητική αντίληψη της οργάνωσης του χώρου όπως εμφανίζεται στους Πρώιμους Νατούφιους, μέσω της μονιμότητας στην εγκατάσταση και της επανάκτισης κτιρίων με αποκλειστικά ταφικές λειτουργίες, αποτελεί στοιχείο σύνδεσης των ομάδων με το γενεαλογικό τους δέντρο. Παράλληλα, σε θέσεις όπου δεν αποδεικνύεται η συνεχής κατοίκισή τους πιθανή θεωρείται η επιστροφή στους ειδικούς αυτούς χώρους μετακινούμενων ομάδων της Ύστερης περιόδου οι οποίοι επιθυμούν και πάλι τη σύνδεση με το προγονικό παρελθόν και την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών και της ατομικής ταυτότητάς τους (Boyd 2006: ). Μολαταύτα, παρά δηλαδή τις τοπικές διαφοροποιήσεις στον ενταφιασμό των ατόμων εντός των ειδικών χώρων, οι δυο προηγούμενες εκτιμήσεις δεν φαίνεται να αντικρούονται καθώς στο σύνολο τους τα νεκροταφεία και οι επανακατασκευές 117

119 κτιρίων που περιέχουν ενδεικτικά στοιχεία τελετουργικών συμβολικών πράξεων δεν στοιχειοθετούν φυλετικό διαχωρισμό αλλά, αντιθέτως, η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού πολλαπλών ενταφιασμών με κοινό τρόπο απόθεσης και ενδείξεις χρήσης του χώρου για μεγάλο χρονικό διάστημα, που περικλύει γενεές, δεν μπορεί παρά να είναι είτε ένδειξη της σύνδεσης ορισμένων κινητικών ομάδων με τους προγόνους, είτε έμμεση επιβεβαίωση της μονιμότητας της κατοίκισης στη θέση. Επιπλέον, ενισχυτικό στοιχειό των αιτιάσεων αυτών αποτελεί και το γεγονός ότι έχει εκτιμηθεί ότι καμία Νατούφια θέση δεν μπορεί να στεγάσει πάνω από 500 άτομα και κατά συνέπεια μεγάλες θέσεις (Mallaha, Wadi Jammerh 27) ίσως να υπονοούν το ειδικό βάρος το οποίο αποκτούν στο χρόνο με τη συγκέντρωση ομάδων από πολλές θέσεις ενώ στο ίδιο πλαίσιο ερμηνευτικής εντάσσονται και οι μορφολογικές ενδείξεις ενδογαμιών των νεκρών. Ωστόσο, τοπικές ιδιαιτερότητες εντοπίζονται στη διαχείριση της ταυτότητας των ανηλικών καθώς κατά τη Μέση περίοδο εγκατάστασής τους απουσιάζουν πλήρως από κάποιους οργανωμένους ταφικούς χώρους (Mallaha) υπονοώντας τη μη αποδοχή κι ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό σύνολο. Παράλληλα, μερίδα των ερευνητών υποστηρίζει ότι είναι γενική η διαφορά στην τοποθέτηση των συνοδευτικών αντικειμένων στους ανηλίκους με βάση το φύλο, στοιχεία και τα 2 που επισημαίνονται και στις παιδικές ταφές της Νεολιθικής περιόδου και σε εθνογραφικές παρατηρήσεις (Byrd 2005: 257). Μολατάυτα, αντιμετωπίζονται, μέσα στα πλαίσια της εξελικτικής πολυπλοκότητας των Νατούφιων ομάδων, ως τοπικές τάσεις διαφορετικής κοινωνικής διάρθρωσης και δεν στοιχειοθετούν μια ολική ανισότητα στη μεταχείριση των ατόμων καθώς οι ταφές ανηλίκων αποτελούν σημαντικό τμήμα του διεσωσμένου ανθρωπογενούς υλικού. Επιπλέον, έχουν διατυπωθεί υποθέσεις οι οποίες τονίζουν την ασάφεια των διαγνωστικών δεδομένων επ αυτού καθώς συνδέουν τη συχνή θνησιμότητά τους με την αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες σε περιόδους κρίσεων (Nilsson Stutz and Tarlow 2013: 1-14, Bar-Yosef 1998: 164, Belfer-Cohen at al. 1991: 413, Perles and Phillips 1991: 643). Κατά την ίδια οπτική επισημαίνεται ο καθοριστικός παράγοντας του διαθέσιμου χώρου καθώς πιθανόν να υπαγορεύει τόσο τη μορφή των νεκροταφείων, όσο και τις συμβολικές εκφράσεις των ζώντων. Επιπρόσθετα, η εγκατάλειψη ορισμένων θέσεων ίσως να μη συνδέεται με τη μεταβολή των αναγκών του συνόλου των ομάδων, που έχει κριτήριο την επιβίωση του σε δύσκολες συνθήκες, αλλά να αντικατοπτρίζει το σπάσιμο μιας παράδοσης γενεών ή την αποκοπή κάποιων νοικοκυριών. Έτσι, και με βάση τα εθνογραφικά παράλληλα, συχνά η ύπαρξη των οργανωμένων νεκροταφείων και η διαχείριση της προγονικής λατρείας σχετίζεται με την προσπάθεια του ελέγχου και της εδαφικής κυριότητας του τόπου (Rosenberg and Nadel 2014: , Koutsadelis 2007: 41, Chapman 2003: 307, Boyd 2001: , Goring-Morris 2000: , Parker-Pearson 1999: 17, , Lieberman 1998: 77-78, Kuijt 1996: 319, Parker-Pearson 1993: , Morris 1991: , Price and Brown 1985: 19, Ucko 1969: ). Ωστόσο, στα συνολικά δεδομένα από τις ταφικές θέσεις των Νατούφιων ομάδων δεν εντοπίζονται ενδείξεις ύπαρξης καθιερωμένων λατρευτικών χώρων με συγκεκριμένο τυπικό (εξαιρετική ίσως να είναι η περίπτωση μιας αρχιτεκτονικής κατασκευής στη θέση Mallaha) ή τον κεντρικό έλεγχο μιας αρχής όπως 118

120 εμφανίζονται στις περιόδους της Νεολιθικής Εποχής. Δηλαδή, ως την αρχή του Ολόκαινου εντοπίζονται αποκλειστικά και μόνο οργανωμένοι τόποι απόθεσης των νεκρών οι οποίοι σταδιακά στο χρόνο υποννούν την προοδευτική μεταβολή των δομών στο εσωτερικό των κοινοτήτων και την έμφαση στη συλλογική αντίληψη των ομάδων οι οποίες αποδίδουν τιμές προς τους προγόνους μέσω των δευτερογενών πρακτικών και της διάπραξης τελετουργικών πράξεων. Έτσι, τα οργανωμένα νεκροταφεία των Νατούφιων πληθυσμών και τα ανθρωπογενή κατάλοιπα εντός τους ερμηνεύονται ως ειδικοί χώροι όπου οι άνθρωποι διαπραγματεύονται τις σχέσεις παρόντος-παρελθόντος, ενισχύουν τη συλλογική μνήμη, προσδίδουν ιδιαίτερη και διακριτή ταυτότητα στις ομάδες τους, επιστρέφουν μέσα στο χρόνο για να θάψουν τους νεκρούς συνδέοντάς τους με τους προγόνους κι εκτελούν επαναληπτικές τελετές με κοινωνική συμμετοχή, ακόμη και ατόμων από μακρινές αποστάσεις, συνδεόμενοι με τη γενεαλογία τους. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψιν τις εθνογραφικές μελέτες όπου καταγράφουν ότι τα νεκροταφεία αποτελούν επικίνδυνους χώρους ακόμη και σήμερα κι ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να τα αποφεύγουν, εικάζεται ότι οι Νατούφιοι συνειδητά οριοθετούν την περιοχή των νεκρών υποκινούμενοι από τον ασυνείδητο φόβο της επιστροφής τους τελώντας πράξεις εξαγνισμού με υπερφυσικές προεκτάσεις και αποδίδοντάς τους τις απαραίτητες τιμές (Fahlander and OestigaardIn 2008: 1-16, Wickholm 2008: 89-97, Byrd 1995: ). Δ Ο συμβολισμός. Εκφραστικό μέσο ή ένδειξη διαχωρισμού; Ο συμβολισμός στις πρακτικές και τις τελετουργίες των Νατούφιων ομάδων εμφανίζει ποικιλία στις εκφράσεις του και ανομοιομορφία ανά θέση, γεγονός που εμπίπτει, κατά τους ερευνητές, στο πλαίσιο των πολυεπίπεδων μεταβολών της κοινωνικής τους οργάνωσης. Μολαταύτα, σημαντικές διαφορές στη μεταχείριση (ανήλικοι και ενήλικοι, άνδρες και γυναίκες) και την τοποθέτηση των νεκρών (εκτεταμμένη και συνεσταλμένη θέση, προς τον βορρά και τον νότο κ.α.), στην κατασκευή των ταφών (απλοί λάκκοι, πλάκες σφράγισης κ.α.) και την επισημανση του χώρου (κατασκευές, ασβεστολιθικά σήματα) δεν εντοπίζονται. Έτσι, με τη συνδρομή και των ανθρωπολογικών ερευνών, οι διαφορετικές τάσεις οι οποίες παρατηρούνται εκτιμώνται ως αντανάκλαση της μεταθανάτιας κοσμολογίας των Νατούφιων κατά τόπους ή με διαφορά στο χρόνο που αποκτά βαθμιαία κοινά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, αυτή η ποικιλομορφία των πρακτικών τους εικάζεται ότι αποτελεί σύνδεση άλλοτε - στις κατασκευές σε επανάχρηση, τις ατομικές ταφές - με τα φυσικά στοιχεία και της ψυχής του ανθρώπου με τον οίκο κι άλλοτε - σε μεγάλες νεκρικές θέσεις, στους δευτερογενείς ομαδικούς ενταφιασμούς - με το προγονικό παρελθόν (Perles and Phillips 1991: 643, Belfer-Cohen 1995: 9-11, Ucko 1969: ). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι μέχρι την εμφάνιση των Νατούφιων οι ταφικές συμβολικές εκφράσεις σε προηγούμενες Επιπαλαιολιθικές ομάδες του Levant αποτελούσαν εξαίρεση ενώ ελάχιστος είναι ο αριθμός των ενδείξεων συμβολισμού και στο σύνολο των ταφών ορισμένων περιόδων της Νεολιθικής περιόδου. Εντούτοις, ο συμβολισμός των Νατούφιων και οι ιδιαιτερότητες του αποδίδονται στην προσπάθεια προσωπικού στολισμού των ατόμων και μόνο και 119

121 διακρίνονται κυρίως μέσω των υλικών καταλοίπων των ενταφιασμών (ογκολιθικά γουδιά τύπου stone-pipe, αντικείμενα από μεγάλες αποστάσεις, ασβεστολιθικές πλάκες, χάντρες dentalium, οστέινα και λίθινα εγχάρακτα κοσμήματα, στιλέτα, μάζες ώχρας, ζωικά κατάλοιπα) τα οποία συχνά αποτελούν δείγμα των εξελιγμένων μορφών της τέχνης τους. Έτσι, οι προσφορές τιμής προς τους νεκρούς με υλικά αντικείμενα και ζωικά οστά, τα οποία εντοπίζονται για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό στους ενταφιασμούς των Νατούφιων και παρά την εμφανή μείωσή τους στο χρόνο, φαίνεται να αποτελούν μιας πρώτης μορφής παράδοση που συνεχίζεται και στη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου. Τα συνοδευτικά αυτά αντικείμενα τοποθετούνται ως προσφορές, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, χωρίς διαπιστωμένες μεγάλες διαφορές μεταξύ των ατόμων. Παράλληλα, οι ανθρωπολογικές μελέτες πιστοποιούν ότι η σύνδεσή τους με τους νεκρούς - ιδιαίτερα των αντικειμένων τέχνης - αντανακλά την κοσμολογία των ομάδων, την πολυπλοκότητα της ιδεολογικής συγκρότησής τους, την προσπάθεια απόκτησης ατομικών ταυτοτήτων και την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων (Gillespie 2001: ). Υπο αυτό το πρίσμα, οι Νατούφιες ταφές ενηλίκων και παιδιών δεν παρουσιάζουν ενδείξεις διαχωρισμού ή διαφοράς ώστε να υπονοείται κάποιας μορφής ειδικό βάρος κληρονομικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των ομάδων ή οποιαδήποτε ανισότητα στη μεταχείρηση των ατόμων με βάση την ηλικία ή το φύλο όπως υποστηρίχθηκε από τον G. Wright στη μερική συγκριτική μελέτη ταφικών τους θέσεων (G. Wright 1978: ). Τα αντικείμενα αυτά, καθώς τοποθετούνται αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας, στις μέρες μας, εκτιμάται ότι στοιχειοθετούν την πίστη των ζώντων στη μεταθανάτια ζωή, αποτελούν προσφορές μνήμης στους προγόνους, συνοδεύουν συμβολικά τους νεκρούς στο μεταθανάτιο ταξίδι κι υποδεικνύουν τον τόπο απόθεσής τους (Gillespie 2001: 78, Belfer-Cohen 1995:11, Belfer-Cohen 1991: 580). Μολαταύτα, όπως η πλειονότητα των ενταφιασμών σε όλες τις περιόδους των Νατούφιων δεν έχει τη μορφή μελετημένων κατασκευών αλλά είναι απλοί λάκκοι, έτσι και στο εσωτερικό τους δεν εντοπίζονται μόνιμα συνοδευτικά αντικείμενα (Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Bar-Yosef 1998: 164, Valla 1995: ). Έτσι, τα αντικείμενα εντοπίζονται κυρίως σε ατομικούς ενταφιασμούς της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου και σταδιακά εκλείπουν στο χρόνο πιθανόν εξαιτίας της κοινωνικής αστάθειας που επιβάλλουν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και η συνεπακόλουθη αυξημένη κινητικότητα των ομάδων (Scarre 2005: 209, Belfer- Cohen and Bar-Yosef 2000: 25-27, Bar-Yosef and Valla 1991: 6, Belfer-Cohen 1995: 9-16, Byrd 1995: , Parker-Pearson 1993: , Noy 1991: , Henry 1985: 375, Binford 1971: 6-20, Binford 1962: ). Ταυτόχρονα, οι αναλύσεις στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των νεκρών υποδεικνύουν ότι η ατομικότητα αυτή των διακοσμημένων ευρημάτων στις ταφές (Hayonim, Mallaha, Wadi Hammeh 27) ίσως οφείλεται και στην ενδογαμία που παρατηρείται στα μέλη των ομάδων. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται κι από εθνογραφικά παράλληλα τα οποία υποδεικνύουν τη σύνδεση εκτεταμμένων νοικοκυριών με την φυλή καθώς επιδιώκεται σε συγκεκριμένες περιοχές ως αναφορά στην κοινή τους μνήμη. Κατά αυτό τον τρόπο, πιθανόν να συνδέονται και με τις υποθέσεις για την ειδική λειτουργία ορισμένων ταφικών Νατούφιων θέσεων και τη συγκέντρωση και διάχυση των ομάδων σε περιοχές που θεωρούν τόπο σύνδεσης με το παρελθόν τους. Σήμερα, όλα τα παραπάνω στοιχεία εκτιμάται ότι εντάσσονται στη σταδιακά αυξημένη 120

122 πολυπλοκότητα της νόησης και των δομών των Νατούφιων ομάδων και συνδέονται άμεσα με τις προσπάθειες γεωγραφικής προσαρμογής των νοικοκυριών στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, την ανάπτυξη μορφών τέχνης, την ανταλλαγή ειδών από μεγάλες αποστάσεις και την ανάγκη για κοινωνική συνοχή δίχως, ωστόσο, να περιέχουν ενδείξεις ανάπτυξης ιεραρχικών δομών (Belfer-Cohen 1991: 585, Perles and Phillips 1991: 643, Sellars 1988: 94-97, Parker-Pearson 1982: ). Ένα τμήμα των όψεων του συμβολισμού που αναπτύσσουν οι τελευταίοι κυνηγοί του Levant και παγιώνουν και διευρύνουν οι μετέπειτα Νεολιθικοί γεωργοί συνθέτουν και τα διασκορπισμένα ζωικά οστά τα οποία εντοπίζονται στον περιβάλλοντα χώρο των ενταφιασμών μαζί με λίθινα χρηστικά αντικείμενα (γουδιά επεξεργασίας της τροφής, βότσαλα, ειδώλια κ.α.). Αρχαιολογικά, τα αντικείμενα αυτά καθώς δεν εμφανίζονται εκτός ταφικού πλαισίου συνδέονται άμεσα με τη διάπραξη τελετουργικών γευμάτων προς τιμήν των νεκρών αντανακλώντας τις μεταβολές των κοινωνικών δομών και την πιθανότητα επιδίωξης των ομάδων να συσφίξουν τις σχέσεις των ατόμων που συμμετέχουν ενεργητικά σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσουν την αμφιθυμία και τις εσωτερικές συγκρούσεις που προκαλεί η απώλεια κι ο θάνατος. Τα ελλειπή, ομολογουμένως, συνολικά διαγνωστικά δεδομένα από τους ενταφιασμούς των Νατούφιων ομάδων δεν στοιχειοθετούν και πάλι καμία διαφορά στη μεταχείριση αυτή των ατόμων με βάση την ηλικία ή το φύλο ενώ εκτιμάται ότι ίσως οι τελετές να συνθέτουν μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές υποχρεώσεις τους. Κατά αυτό τον τρόπο, η μεταβολή στην παρουσία των συνοδευτικών αντικειμένων κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο η οποία αποδίδεται στην επιβεβλημμένη κινητικότητα των ομάδων ίσως να σηματοδοτεί τη μεταλλαγή των πρακτικών και να συνδέεται με την ενίσχυση των τελετών αυτών που πιθανόν να αποκτούν εθιμική και επετειακή μορφή προγονικής λατρείας μέσα από τη συγκέντρωση διευρυμένων νοικοκυριών με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής τους (Rosenberg ad Nadel 2014: , Akerman and Schwartz 2003: 28, Nadel at al. 2000: ). Χωρίς αμφιβολία,το σύνολο των εθνογραφικών μελετών καταγράφει ότι, διαχρονικά, τα ταφικά χαρακτηριστικά των ομάδων δεν είναι σταθερά και συνήθως υπαγορεύονται από τις εκάστοτε συνθήκες οδηγώντας τις κοινωνίες σε βαθιές και δυναμικές αλλαγές που μεταβάλλουν ολικά την ζωή τους. Έτσι, τα προσωπικά συνοδευτικά αντικείμενα μπορεί να διαφέρουν κατά τόπους υποδεικύοντας την αυτονομία των ενοτήτων, αν και συνολικά θεωρούνται αναμνησιακές εκφράσεις τιμής προς τους νεκρούς της φυλής, ενώ οι τελετές ίσως να αντικατοπτρίζουν τη συνοχή διακριτών ενοτήτων και να αντανακλούν την αναδιαπραγμάτευση των κοινωνικών τους σχέσεων. Κατά αυτό τον τρόπο, κι η ανθρωπολογία συνδέει τα τροφικά κατάλοιπα που εντοπίζονται σε όμορους χώρους ενταφιασμών με την καθιέρωση τελετών γευμάτων και το συμβολισμό της μετάβασης στη μεταθανάτια ζωή τα οποία στόχο έχουν να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή των ομάδων. Ταυτόχρονα, το ερμηνευτικό τους πλαίσιο δεν αποκλείει, με βάση τους ψυχολογικούς όρους, το ενδεχόμενο να είναι και επιθυμία των ζώντων να διαχειριστούν το φόβο της επιστροφής των νεκρών ή να επιβεβαιώνουν, έμμεσα, τους μύθους και τις δοξασίες τους που σχετίζονται με τη μεταθανάτια ζωή. Ωστόσο, η σταδιακή μείωση του συμβολισμού μέσω των αντικειμένων στο χρόνο από 121

123 μέρους των Ύστερων Νατούφιων ομάδων φαίνεται να οφείλεται στις πρακτικές ανάγκες τους και την αυξημένη κινητικότητα που πιθανόν να τους οδήγησαν σε νέες μορφές κοινωνικής διάρθρωσης αλλά όχι σε μορφές ανισότητας και ιεραρχικών δομών. Ακόμη και οι εξαιρετικές περιπτώσεις ενταφιασμών με φυτικά είδη ή τα όστρεα στις ταφές από μακρινές αποστάσεις, τα οποία ερνημεύονταν ως πιθανή ένδειξη διαφοράς, τοποθετούνται ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας και δεν φαίνεται να στοιχειοθετούν ανισότητες. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι συνθέτουν τις όψεις της ανταλλακτικής σχέσης των ομάδων, τις συμβολικές εκφράσεις απόδοσης τιμών προς τους προγόνους αποτελώντας προσωπικό στολισμό των ατόμων και μόνο (Nadel at al. 2013:4, Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5212, Grosman at al. 2008: 17668, Parker-Pearson 1999: 7-11, 158, Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 27, Kuijt 1996: , Belfer-Cohen 1995: 10-11, Byrd 1995: , Belfer-Cohen 1991: , Parker-Pearson 1982: , Ucko 1969: ). Ωστόσο, οι εθνογραφικές παρατηρήσεις τονίζουν τις πολύπλευρες προεκτάσεις και τη δαπάνη χρόνου για τη συγκέντρωση των σπάνιων ειδών, την ειδική σημασία των συνοδευτικών φυτών στις νεκρικές αποθέσεις καθώς αντανακλούν τη φθορά της ζωής, τη συμβολική σύνδεση των αιχμών της εργαλειοθήκης με τη διακοπή της ζωής ενώ παράλληλα επισημαίνουν ότι τα ζωικά κατάλοιπα ίσως να συνδέονται τόσο με τη διάπραξη τελετουργικών γευμάτων από τους ζώντες, όσο και με την ευρωστία της ζωής που έχει πια φύγει. Έτσι, κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί ακραίες υποθέσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν τα συμβολικά στοιχεία και τα συνοδευτικά αντικείμενα των ατόμων ως ένδειξη διαφοράς και κληρονομικών δικαιωμάτων. Πολύ, δε, περισσότερο γίνεται προσπάθεια σύνδεσης του προσωπικού στολισμού των ενηλίκων ανδρών με μορφές κύρους και μηχανισμούς απόκτησης ελέγχου της περιοχής και της διαχείρισης των διατροφικών πηγών από γενιά σε γενιά. Μολαταύτα, στις μέρες μας, για το σύνολο των ερευνητών στο χώρο του Levant δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα προσωπικά αντικείμενα, τα ζωικά και φυτικά κατάλοιπα τα οποία εντοπίζονται στους Νατούφιους ενταφιασμούς είναι οι πρώτες σταθερές ενδείξεις της ανάπτυξης πολύπλοκων δομών στο εσωτερικό των ομάδων και της προσπάθειας για την απόκτηση ταυτότητας δίχως, εντούτοις, να υπονοούν οποιαδήποτε διαφορά και ανισότητα μεταξύ των ατόμων (Goring-Morris 2000: 130, Parker-Pearson 1999: 10-12, Parker-Pearson 1993: 207). Ταυτόχρονα, θεωρούνται σύνθετες συμβολικές εκφράσεις ενός πολιτισμού που επιδιώκει να διαχειριστεί την απώλεια των οικείων του προσώπων και που δίνει νόημα στα αντικείμενα μέσω των μύθων και των υποχρεώσεων προς τους νεκρούς του. Δ α. Οι πρωτογενείς ταφές. Τελετή μετάβασης ή σύνδεση με τον οίκο ; Η πρωτογενής ταφή, καθώς δεν εκτιμάται ότι είναι μια πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία και τελείται μέσα σε απλούς λάκκους, είναι πιθανόν να περιέχει νοήματα τα οποία συχνά διαφεύγουν της αρχαιολογικής ερμηνευτικής προσοχής. Δηλαδή, ενδέχεται η πράξη αυτή να περιέχει μεταφυσικούς συμβολισμούς και ιεροπραξίες που συνδέουν τον νεκρό με την ιδεολογία των ζώντων απέναντι στο θάνατο, την κοσμολογία τους και τις αντιλήψεις για τη φθορά του σώματος που δεν εντοπίζονται άμεσα στα κατάλοιπα. Έτσι, η τοποθέτηση των νεκρών, η κατασκευή των τάφων, η επιλογή του χώρου, το σχήμα, το μέγεθος κτλ. πιθανόν να μην είναι 122

124 τυχαία καθώς τα εθνογραφικά παράλληλα αποδεικνύουν ότι αποτελούν συμβολικές εκφράσεις ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού πλαισίου που επιβάλλεται από τις αντιλήψεις των ανθρώπων για το νεκρό σώμα, τη φύση και το νοικοκυριό π.χ. οι ενταφιασμοί ιθαγενών ομάδων που μιμούνται κατασκευαστικά τις οικίες. Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί ότι η ασυναίσθητη τάση των προϊστορικών ανθρώπων είναι να θάβουν τους νεκρούς τους σε συνεσταλμμένη στάση ανεξάρτητα από το διαθέσιμο χώρο ταφής ή προς ένα φυσικό όριο. Και η τοποθέτηση των νεκρών των τελευταίων κυνηγών του Levant δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως και πλήθος αποθέσεων της Νεολιθικής περιόδου, όπου οι πρακτικές και οι κατασκευές υπονοούν μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στις δομές και τις αντιλήψη των κοινωνιών. Κατά αυτό τον τρόπο, εικάζεται ότι η συγκεκριμένη προτίμηση των Νατούφιων ομάδων αποκρυσταλλώνει την εικόνα που έχουν οι ζώντες για τον κύκλο της γέννησης και του θανάτου προσδίδοντας, πιθανόν, έτσι μεταφυσικές προεκτάσεις στην τοποθέτηση των νεκρών τους (Koutsadelis 2007: 84, Parker-Pearson 1999: 5, Parker-Pearson 1993: 206). Αναμφίβολα, οι πρωτογενείς ταφές υπερτερούν κατά την Πρώιμη Νατούφια περίοδο - ακόμη και οι αποκοπές των κρανίων της περιόδου - και φαίνεται να συνδέουν πιο συχνά το χώρο των νεκρών με χώρους της καθημερινής ζωής (δάπεδα και κατασκευές) σε πλήρη αντίθεση με τις ταφές της Ύστερης περιόδου όπου η ζωή και ο θάνατος διαχωρίζονται σαφώς και ο τόπος απόθεσης των νεκρών αποκτά ειδικό βάρος (νεκροταφεία), παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υπονοούν την παρουσία αρχιτεκτονικών κατασκευών ή οργανωμένων λατρευτικών χώρων τα οποία ελέγχει μια κεντρική αρχή όπως εντοπίζονται στη Νεολιθική περίοδο. Τα συνολικά διαγνωστικά στοιχεία της Νατούφιας περιόδου είτε υποδεικνύουν την επανάχρηση κατασκευών με σαφή, ωστόσο, τη μετατροπή της λειτουργίας τους και με ενδείξεις τελετουργικών γευμάτων, είτε αφορούν οριοθετημένα νεκροταφεία τα οποία συχνά διαθέτουν σήματα επισήμανσης του τόπου. Έτσι, οι χρονικές και τοπικές διαφορές στα μοντέλα κατοίκισης και διαβίωσης Πρώιμων, Μέσων και Ύστερων ομάδων, που αποδίδονται στην πίεση των κλιματικών συνθηκών και την παράλληλη αύξηση του πληθυσμού, φαίνεται να επηρεάζουν καθοριστικά και το συνολικό τρόπο σκέψης και τις ταφικές πρακτικές τους (Goring-Morris 2000: , Boyd 1995: 17-23). Ωστόσο, τα εθνογραφικά παράλληλα επισημαίνουν ότι οι πρωτογενείς ενταφιασμοί περιορίζουν τις συμβολικές εκφράσεις και τη φυλετική σύνδεση των ατόμων με το νεκρούς τους στο κλειστό επίπεδο του νοικοκυριού, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική προσπάθεια διαχείρισης του πένθους, σε αντίθεση με τις συλλογικές τελετουργικές πρακτικές των δευτερογενών ενταφιασμών για τις οποίες απαιτείται χρόνος και κόπος ώστε να μεταφερθούν και να επαναταφούν τα άτομα τα οποία συνδέουν τις ομάδες με το παρελθόν και την ταυτότητά τους. Ταυτόχρονα, οι συχνά οι δευτερογενείς αποθέσεις διαφέρουν και χωροταξικά καθώς σχετίζονται με την επανακατασκευή κτιρίων σε βασικές θέσεις των ενοτήτων ή με την οργάνωση ειδικών νεκρικών χώρων (Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000:21-28, Kuijt 2000: 144, Kuijt 1996: ). Δ β. Οι δευτερογενείς ταφές. Συλλογική μνήμη ή δεύτερος θάνατος; 123

125 Όπως έχει επισημάνει ο S. Freud ο άνθρωπος αδυναντεί να αποδεχθεί τη θνητότητά του αναπτύσσοντας μηχανισμούς άμυνας οι οποίοι μεταθέτουν τη συνέχιση της ζωής σε ένα υπερφυσικό επίπεδο που δεν αφορά αποκλειστικά το άτομο αλλά παράγει συλλογικούς μύθους που τον συνδέουν με την κατασκευή της μνήμης και του παρελθόντος του. Παράλληλα, ο ακατανόητος φόβος της επιστροφής του νεκρού και η φυσική θλίψη του χαμού προσφιλών προσώπων περιπλέκει επιπλέον την επεξεργασία των συναισθημάτων του απέναντι στο θάνατο (Freud 2001 [1915]: ). Έτσι, εμφανίζεται ήδη από τους προϊστορικούς πολιτισμούς η δεύτερη ταφή των ατόμων και περικλύει όλη τη συμπαντική κοσμοθεωρία των ομάδων καθώς επιχειρούν πρωτόλεια να διαχειριστούν νοητικά τραυματικές προσωπικές εμπειρίες επιχειρώντας να μεταθέσουν το γεγονός στη σφαίρα της συλλογικής μνήμης μεταβάλλοντας τις ταφικές πρακτικές τους. Κατά αυτό τον τρόπο, και οι δευτερογενείς ενταφιασμοί των Νατούφιων ομάδων χαρακτηρίζονται ως πρώτες μορφές σκόπιμης και συνειδητής επαναταφής των νεκρών τους και μας διαφωτίζουν για τη σχέση των ζώντων με τους προγόνους τους, τον τρόπο που ενσωματώνουν την πρόσληψη του θανάτου και το πως διαπραγματεύονται τις σχέσεις μέσω τελετουργιών που αντικατοπτρίζουν την κοσμολογία τους (Koutsadelis 2007: 83-84). Επιπρόσθετα, οι εθνογραφικές παρατηρήσεις επισημαίνουν την ειδική σημασία της δευτερογενούς μεταχείρισης των νεκρών καθώς χαρακτηρίζεται κοινωνικός θάνατος και συνδέει με ισχυρότερους δεσμούς τα άτομα, περιέχει την αίσθηση της υποχρέωσης κι ενώνει το σύνολο με τους προγόνους τους (Gillespie 2001: 78, 89-91). Οι έρευνες σε σύγχρονες ιθαγενείς ομάδες έχουν αποδείξει ότι οι τελετές της δευτερογενούς μεταχείρισης των νεκρών αποκτούν βάρος και περιέχουν πολλαπλά μηνύματα που διαπερνούν τη στενή υποχρέωση του νοικοκυριού αποκτώντας δημόσιο χαρακτήρα μέσα από συμβολισμούς και συνδέοντας την προγονική λατρεία με την ενίσχυση του ατομικού αισθήματος του ανήκειν σε ένα ευρύτερο σύνολο. Έτσι, η δημιουργία καθιερωμένων πράξεων σχετίζεται με τη σκόπιμη επανακομιδή του νεκρού σε μια μόνιμη θέση η οποία προωθεί την αίσθηση της πίστης στους προγόνους και της συλλογικής ταυτότητας μέσα από τοπικά λατρευτικά στοιχεία. Παράλληλα, η τελετουργική μεταφορά των σκελετικών καταλοίπων καθώς συχνά επιβάλλει τη συμμετοχή όλων των μελών των κοινοτήτων ενισχύει την υπεροχή και τον προσδιορισμού του συνόλου επί του ατόμου. Ακόμη, επιφέρει την ανάγκη επισήμανσης του γεγονότος μέσα από ιεροπραξίες, διευρύνει το συμβολικό επίπεδο και τις μυθολογικές προεκτάσεις, όλα στοιχεία που ενσωματώνονται στη δημιουργία μιας παράδοσης (Kuijt 2000: , Kuijt 1996: ). Κατά αυτό τον τρόπο, η επανάχρηση κατασκευών και οι οργανωμένοι ταφικοί χώροι των Νατούφιων θέσεων όλων των περιόδων εγκατάστασής τους και οι πολλαπλές ταφές που εντοπίζονται εντός τους, με διάρκεια στο χρόνο, αποτελούν στοιχείο ενίσχυσης των ενδείξεων μονιμότητας και αλλαγών των ταφικών πρακτικών των ομάδων στην περιοχή και τις συνδέει με τη νέα αντίληψη του χώρου και τη συλλογική τους μνήμη. Επιπρόσθετα, υπονοείται η μεταβολή της λειτουργίας ορισμένων βασικών θέσεων (Hayonim, Mallaha, El-Wad) καθώς φαίνεται να αποκτούν ειδικό βάρος, κυρίως, ανάμεσα στις κινητικές ομάδες των Ύστερων 124

126 Νατούφιων οι οποίοι επιστρέφουν σ αυτές για να θάψουν τους νεκρούς τους, ίσως, ως υποχρέωση που επιβάλλουν οι νέες παραδόσεις της λατρείας των προγόνων. Ο Br. Boyd αναφέρει επ αυτού ότι η επανακατασκευή μιας εγκατάστασης (Mallaha) και η σαφής ταφική χρήση του χώρου πιθανόν να συνδέεται με τελετουργίες που αντανακλούν την προσπάθεια του κληρονομικού εδαφικού συσχετισμού των εγκατεστημένων ομάδων στη θέση ενώ ταυτόχρονα η ανάμειξη των καταλοίπων της καθημερινής ζωής και του θανάτου στο χώρο αναμειγνύει τα όρια της οικονομίας και του συμβολισμού, το εγκόσμιο και το τελετουργικό, το ιερό και το βέβηλο (Boyd 1995: 21). Ωστόσο, παρά τη διαπιστωμένη ανομοιομορφία των πρακτικών κατά τόπους και την ύπαρξη δευτερογενούς μεταχείρισης των νεκρών και κατά την Πρώιμη Νατούφια περίοδο - ατομικές και συλλογικές αποθέσεις, καύσεις και αποκοπές - η αυξητική υπεροχή των δευτερογενών ενταφιασμών την συγκεκριμένη περίοδο ενισχύει τις υποθέσεις της επιστροφής των ατόμων σε τόπους όπου τους συνδέουν με τη συλλογική τους μνήμη (Boyd 2006: , Belfer-Cohen 1999: 60-61, Byrd 1995: ). Αναμφίβολα, οι μεταβολές των πρακτικών αυτών αποκτούν, για πρώτη φορά, στην περιοχή της Μέσης Ανατολής σταθερά χαρακτηριστικά και η διεύρυνση τους στο χρόνο, μέσω των γεωργικών κοινοτήτων της Νεολιθικής περιόδου, έχουν άμεση σχέση με την προσπάθεια των τελευταίων κυνηγητικών ομάδων να ανταποκριθούν επιτυχώς στις κλιματικές συνθήκες και τις διατροφικές πιέσεις του αυξημένου πληθυσμού. Έτσι, οι δευτερογενείς ταφές, οι οποίες συνδέονται κυρίως με την Ύστερη Νατούφια περίοδο, αντανακλούν τόσο την αυξημένη κινητικότητά τους, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι μειώνεται επίσης και ο συνολικός αριθμός των ενταφιασμών, όσο και τη διαπιστωμένη μεταβολή της αντίληψης του νεκρικού χώρου και της μνήμης. Έτσι, όσα μέλη των ομάδων είχαν ταφεί σε άλλες περιοχές μεταφέρονται και επαναενταφιάζονται ως μια συνειδητή και σκόπιμη προσπάθεια των ζώντων να τους συνδέσουν με τον προγονικό τόπο, δηλαδή επανακομιδούνται σε προηγούμενες θέσεις εγκατάστασης που αποκτούν ειδικό βάρος κι ενδεχομένως μετατρέπονται σε ταφικά σημεία (Nahal Oren, Mallaha, Wadi Hammeh 27, El-Wad), ή σε ορισμένες νέες θέσεις οι οποίες έχουν τις ενδείξεις αποκλειστικής ταφικής λειτουργίας (Hilazon Tachtit). Παράλληλα, σύμφωνα με τις ανθρωπολογικές έρευνες η μεταφορά αυτή των νεκρών ίσως να εξηγεί και τη μείωση των προσωπικών συνοδευτικών αντικειμένων δίχως, όμως, να ενέχει στοιχεία μείωσης του νεκρού, αλλά αντιθέτως επιχειρεί να ενισχύσει τη συνοχή των ομάδων καθώς απαιτείται χρόνος και κόπος για την όλη διαδικασία. Εντούτοις, σύμφωνα με τους A. Belfer- Cohen και O. Bar-Yosef η δευτερογενής αυτή μεταχείριση των ατόμων ίσως να αποτελεί ενός μικρού βαθμού ένδειξη διαφοράς και ανισότητας στο εσωτερικό των ομάδων (Belfer-Cohen and Bar-Yosef 2000: 27), ωστόσο τα συνολικά διαγνωστικά στοιχεία δεν φαίνεται να υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση καθώς οι πρακτικές αυτές αφορούν όλα τα μέλη ανεξαιρέτως, έτσι, ώστε ενισχύουν περισσότερο την πιθανότητα να αποτελούν μια σκόπιμη προσπάθεια των ζώντων να μεταφέρουν τον κόσμο των προγόνων στη ζωή τους και να διαμορφώσουν τη συλλογική τους μνήμη (Rosenberg ad Nadel 2014: , Belfer-Cohen and Goring-Morris 2011: 5215, Byrd 1995: , Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466, Bartel 1984: 36). 125

127 Δ γ. Η μέθοδος της καύσης και των αποκοπών. Τυπικό τελετουργίας ή διαφορά; Αν και αρχαιολογικά δεν είναι επιβεβαιωμένη η σκοπιμότητα της πράξης, η σποραδική χρήση της δευτερογενούς μεταχείρισης της καύσης των νεκρών στις ομάδες των Νατούφιων (Kebarah, Wadi Hammeh 27), καθώς δεν στοιχειοθετείται από το σύνολο του μελετημένου ανθρωπολογικού υλικού ότι αποτελεί εθιμικό κι επιβαλλόμενο τυπικό, φαίνεται να εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της εξελικτικής πολυπλοκότητας των ομάδων και της μη παγίωσης σταθερών πρακτικών, παρά τις διαφορές κατά τόπους. Επιπλέον, και τα εθνογραφικά παράλληλα τα οποία υποστηρίζουν την ταυτόχρονη ποικιλία των πρακτικών σε ιθαγενείς πληθυσμούς ενισχύουν τις υποθέσεις ότι η μέθοδος της αποτέφρωσης αποτελεί για τους Νατούφιους τοπική τάση και εντάσσεται πιθανόν στην αστάθεια των ταφικών χαρακτηριστικών τους. Ταυτόχρονα, καθώς στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οι καύσεις δεν αποτελούν πλέον θρησκευτικό ταμπού, γεγονός που υποδεικνύει τη διαρκή μεταλλαγή της ανθρώπινης νόησης απέναντι στο άψυχο σώμα και την ιδέα της αθανασίας (Sorensen 2009: ), πιθανόν η μέθοδος αυτή να αποτελεί μια ασυνείδητη τελετουργική έκφραση των Νατούφιων ομάδων απέναντι στους νεκρούς τους με ψυχικές και νοητικές προεκτάσεις. Έτσι, οι ανθρωπολόγοι επισημαίνουν ότι οι καύσεις των νεκρών, συνήθως, αποτελούν σκόπιμη και χρονοβόρα διαδικασία καθώς απαιτεί προετοιμασία και δαπάνη χρόνου και κόπου για την εκτέλεση του τυπικού κι ίσως να συνδέεται ακόμη και με την προσπάθεια δημιουργίας ιεραρχικών δομών. Στην περίπτωση, ωστόσο, των Νατούφιων ενταφιασμών οι ελάχιστες καύσεις θεωρούνται τοπικές τάσεις, έτσι, ώστε να υποστηρίζεται η άποψη ότι πιο πιθανό είναι να αποκρυσταλλώνουν μια πτυχή της σύνθετης κοσμολογίας που αναπτύσσουν οι ενότητες. Δηλαδή, ίσως να υπονοούν την επιθυμία εκμηδένισης του νεκρού, η οποία προέρχεται από τον ενδόμυχο φόβο της επιστροφής του, μετουσιωμένη και καθαγιασμένη σε ασυνείδητη πράξη υποχρέωσης και σεβασμού προς αυτόν (Nilsson Stutz and Tarlow 2013: 1-14, Koutsadelis 2007: 41, Valla 1995: 176, Parker-Pearson 1982: 105, Ucko 1969: 274, Malinowski 1948: 29-35, Kroeber 1927: ). Η σποραδική, επίσης, πρακτική της αποκοπής και της επιγύψωσης των κρανίων, η οποία παρατηρείται ήδη από την Πρώιμη Νατούφια περίοδο (El-Wad, Erq el-ahmar, Mallaha, Ain el-saratan), διευρύνεται κατά την Ύστερη περίοδο και παγιώνεται σε ολόκληρη τη Νεολιθική Εποχή, σήμερα θεωρείται ότι αποτελεί την απόδειξη μιας από τις σταδιακές μεταβολές της νοητικής πρόσληψης και των ψυχικών εκφράσεων απέναντι στο θανάτο που εμφανίζουν οι συγκεκριμένες ομάδες. Αναμφίβολα, κατ αυτόν τον τρόπο ενταφιάζονται ανεξαιρέτως όλα τα μέλη της κοινότητας χωρίς να ενέχονται διαφορές ή μια μορφή διαστρωμάτωσης στο εσωτερικό της όπως ακριβώς υποδεικνύουν και οι ιδιαίτεροι ενταφιασμοί με τα κατάλοιπα σκύλων (Mallaha, Hayonim) και το φυτικό υλικό (Raqefet, Hilazon Tachtit). Ωστόσο, αν και εντοπίζονται ορισμένες αποκοπές παιδικών κρανίων (Nahal Oren), στη διαδικασία αυτή δεν υποβάλλονται όλοι οι νεκροί της κοινότητας παρά ένα τμήμα της το οποίο, σταδιακά στο χρόνο, φαίνεται να περιορίζεται κυρίως σε ενήλικες άνδρες. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι η πρακτική αυτή αντανακλά, δια μέσου υπερβατικών συμβολικών πράξεων, τη διαμόρφωση της ατομικότητας των νεκρών και την 126

128 έμφαση στη λατρεία των προγόνων, την ενίσχυση της κοινωνικής μνήμης και τη συναισθηματική σύνδεση του συνόλου των ζώντων μαζί τους διαπερνώντας πλέον τα στενά όρια του νοικοκυριού (Koutsadelis 2007: 2-10, Belfer-Cohen 1995:11). Αναντίρρητα, η μοντελοποίηση κι η επιγύψωση των κρανίων παρατηρείται σποραδικά τόσο από προηγούμενες Επιπαλαιολιθικές ενότητες του Levant, όσο κι από τις Πρώιμες Νατούφιες ομάδες (βλ. εικόνα 18, σελ. 163). Μολαταύτα, ως ενισχυτικό στοιχείο των προαναφερθέντων συμπερασμάτων, έχει διαπιστωθεί ότι με βάση τα δεδομένα η πλειοψηφία των επιβεβαιωμένων αποκοπών συγκεντρώνεται σε θέσεις όπου είτε έχουν ισχυρές ενδείξεις ειδικής λειτουργίας (Mallaha, Wadi Hammeh 27, El-Wad), είτε είναι θέσεις όπου τα κατάλοιπά τους υπονοούν την αποκλειστική ταφική τους χρήση (Kebara Cave, Shuqba, Nahal Oren). Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις (Nahal Oren) τα λίθινα γουδιά τα οποία επισημαίνουν το χώρο φαίνεται να αποτελούν σκόπιμα σήματα μνήμης. Κατά συνέπεια, οι πρώτες αυτές αποκοπές των Νατούφιων αντιμετωπίζονται, κυρίως, ως ατομικές περιπτώσεις με συμβολικές προεκτάσεις. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον N. Goring-Morris, η πρακτική αυτή πιθανόν να υποκινείται από την ασυνείδητη τάση ενσωμάτωσης του θανάτου μέσα σε χώρους άμεσης κατοίκισης και ίσως να αποτελεί μια πρώτη μορφή συμβολικής προγονικής λατρείας στις ομάδες με τα αρχικά ίχνη μονιμότητας. Αντίθετα, καθώς στην Ύστερη περίοδο η πρακτική των αποκοπών επεκτείνεται φαίνεται ότι διαχωρίζεται σαφώς και συνειδητά πια ο χώρος των ζωντανών και των νεκρών κι η εθιμική αυτή μεταχείριση παγιώνεται στις μεταγενέστερες πολιτισμικές ενότητες της Νεολιθικής περιόδου (PPNA και PPNB). Ταυτόχρονα, όμως, υποστηρίζει ότι υπάρχουν και οι ενδείξεις της διάπραξης τελετουργικών θυσιών, οικειοποίησης του τόπου και της απόκτησης κληρονομικών δικαιωμάτων μέσω της ανάπτυξης ιεραρχίας ή ακόμη και επίκτητης διαφοράς (Goring-Morris 2000: ). Ωστόσο, εφόσον τα διαγνωστικά στοιχεία που προέρχονται από το σύνολο των Νατούφιων θέσεων αποκλείουν την ανισότητα μεταξύ των ατόμων, πιο πιθανόν θεωρείται να αντικατοπτρίζουν τις τοπικές αντιλήψεις ομάδων οι οποίες, εξελικτικά στο χρόνο, αποκτoύν πιο σύνθετα χαρακτηριστικά που στόχο έχουν να ενισχύσουν τη συνοχή των εκτεταμένων οικογενειών. Το ίδιο επισημαίνεται κι από το σύνολο των αποκομμένων κρανίων της Νεολιθικής περιόδου τα οποία συχνά εντοπίζονται μέσα σε κατοικημένους χώρους. Κατά αυτό τον τρόπο, σήμερα θεωρείται ότι οι αποκοπές των κρανίων συνθέτουν έναν ιδεολογικό μηχανισμό που επιδιώκει, ίσως μέσω της διευρημένης συμμετοχής και της ενεργητικής προσπάθειας των ατόμων, να ενσωμάτωσει συμβολικά το παρελθόν υπενθυμίζοντας τους προγόνους. Παράλληλα, επιχειρεί να εξομαλύνει τις πιθανές ανισότητες οι οποίες προκύπτουν σταδιακά τόσο από την αύξηση των πληθυσμών που προκαλεί η μονιμότητα της εγκατάστασής τους, όσο και από τις κλιματικές πιέσεις που εξαναγκάζουν σε μετατροπή τις στρατηγικές διαβίωσής τους (Benz 2010: , Kuijt 2008: , Bocquentin 2007: 76, Koutsadelis 2007: 41, 82-90, Lengyel and Bocquentin 2005: 281, Belfer-Cohen 1995: 11, Byrd 1995: , Valla 1995: 176, Belfer-Cohen and Hovers 1992: 466). Τα εθνογραφικά παράλληλα, σύμφωνα με τον I. Kuijt, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι αποκοπές κρανίων είναι σκόπιμες τελετουργικές πράξεις με κοινωνικά νοήματα και συχνά αποτελούν μια μακροχρόνια και επίπονη συνειδητή ταφική διαδικασία με όρους υποχρέωσης και συμμετοχής ατόμων πέραν του 127

129 νοικοκυριού (Kuijt 2000: 144, Kuijt 1996: ). Έτσι, αποκτούν ένα συμβολικό και κοινοτικό χαρακτήρα ο οποίος επικαλείται τους κοινούς προγόνους, μέσω ιεροπραξιών και τελετών γευμάτων, γεγονός το οποίο ενισχύει την αίσθηση της φυλετικής ενότητας και της ανάπτυξης ευρύτερων δεσμών. Ταυτόχρονα, θεωρείται βέβαιο ότι οι αλλαγές αυτές των συμβολικών εκφράσεων και η δευτερογενής μεταχείρισης των νεκρών απορέουν άμεσα από τις συνολικές μεταβολές των κοινωνιών που προξενούν συνήθως οι περιβαλλοντικές συνθήκες και η αυξημένη κινητικότητα των εκτεταμμένων οικογενειών. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο της εργασίας, κατά τον J. Cauvin η δευτερογενής μεταχείριση των νεκρών από τις ομάδες της προϊστορικής περιόδου στο χώρο του Levant αντικατοπτρίζει τη σταδιακή ιδεολογική αναθεώρηση της διαχείρισης του πένθους την οποία εκτιμά ως την πρώτη μορφή ενσυναίσθησης των ζώντων. Επιπλέον, η προγονική λατρεία των αποκομμένων κρανίων κι η συμβολική επιμονή στο συγκεκριμένο τμήμα του σώματος συνθέτουν, για τον ίδιο, τόσο τις όψεις της ψυχικής εκφράσης και σύνδεσης των ανθρώπων με το παρελθόν τους, όσο και τελετουργικές μεθόδους διαπραγμάτευσης των σχέσεων μεταξύ τους με προεκτάσεις ακόμη και εδαφικής κατοχής (Cauvin 2001: ). Ωστόσο, τα διαγνωστικά στοιχεία των Νατούφιων ανθρωπογενών καταλοίπων προέρχονται κυρίως από τους οργανωμένους ταφικούς χώρους οι οποίοι υποδεικνύουν τη μεταβολή των ταφικών πρακτικών με διαδικασίες μακράς διάρκειας στο χρόνο και τοπικές εναλλαγές που υποδηλώνουν μόνο το μερικό διαχωρισμό ενηλίκων κι ανηλίκων. Κατά συνέπεια, αν και τα αποκομμένα κρανία τοποθετούνται με επιμέλεια και φροντίδα σε ειδικά σημεία και σαφώς συνδέονται με την προγονική λατρεία και τον οίκο, μέχρι σήμερα δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη ανισοτήτων ή κέντρων λατρείας τα οποία πιθανόν να ελέγχουν οργανωμένες ομάδες ανθρώπων όπως υπονοείται από τα δεδομένα τα οποία εμφανίζονται στις πιο σύνθετες αγροτικές κοινωνίες της Νεολιθικής περιόδου (Benz 2010: , Parker-Pearson 1999: ). Οι Νατούφιες ομάδες, ως φαίνεται, ήταν σύνθετες κι ισότιμες κοινότητες και μετέβαλαν το σύνολο της ζωής τους, τη σκέψη τους και τις κοινωνικές δομές τους σταδιακά. Όπως σταδιακά, στα χρόνια περίπου της παρουσίας τους, επιχείρησαν να επέμβουν στη φύση μέσα στα πλαίσια των αναγκών τις οποίες καθόριζαν, κυρίως, οι εκάστοτε εξωγενείς συνθήκες και μέσα στα όρια της νοητικής προσπάθειας τους να κατανοήσουν τον κόσμο που τους περιέβαλε, να αποκτήσουν συλλογική ταυτότητα και να ενσωματώσουν στη μνήμη τους οικείους τους και το παρελθόν τους. Ολοκληρώνοντας αυτή την εργασία, γίνεται πιστεύουμε φανερό ότι οι συμβολισμοί, οι ταφικές πρακτικές και το σύνολο των πολιτισμικών εκφράσεων των τελευταίων κυνηγών του Levant συνθέτουν ένα ενδιαφέρον και ανοικτό στη σύγχρονη έρευνα πεδίο καθώς η μελέτη των καταλοίπων και η ανάλυση των διαγνωστικών στοιχείων τους παραμένει ατελής. Αναπόφευκτα, οι διαρκώς ασταθείς κι έκρυθμες πολιτικές συνθήκες των κρατών της Μέσης Ανατολής κι οι αργές εξελίξεις της ερευνητικής μεθοδολογίας των προηγούμενων αιώνων στην περιοχή φαίνεται να συνέβαλαν στην αρχική υποτίμηση του δυναμικού ρόλου των συγκεκριμένων κοινωνιών. Ταυτόχρονα, πιθανόν οι παράγοντες αυτοί να αποσιώπησαν σημαντικά στοιχεία λόγω των απαρχαιωμένων ερευνητικών μεθόδων και σίγουρα καθυστέρησαν να 128

130 αναγνωρίσουν την ενεργητική συμβολή των Επιπαλαιολιθικών ομάδων στη σταδιακή μεταβολή όλων των εκφάνσεων της ζωής της ανθρωπότητας για αιώνες. Κι αυτό υποθέτουμε ότι έχει γίνει κατανοητό με όσα προαναφέρθηκαν καθώς οι Νατούφιοι κυνηγοί δρουν και πειραματίζονται με τα διαθέσιμα διατροφικά είδη, οργανώνουν τα πρώτα σταθερά χωρία ενώ παράλληλα κινούνται, αποκτούν νέο ιδεολογικό πλαίσιο και σύνθετες κοινωνικές δομές, αναπτύσσουν μορφές τέχνης και πεθαίνουν μέσα σε ένα ακραία μεταβαλλόμενο περιβάλλον που μοιάζει να σταθεροποιείται και να έχει κοινά χαρακτηριστικά με το σημερινό μόνο μετά το τέλος του Πλειστόκαινου και την εμφάνιση των γεωργικών κοινοτήτων. Κατά αυτό τον τρόπο, σήμερα υποστηρίζεται ότι ένας συνδιασμός πρακτικών αιτίων - μονιμότητα της εγκατάστασης, αύξηση των πληθυσμών, μεταβολές της λιθοτεχνίας, περιβαλλοντική επιδείνωση, διατροφική κρίση, πειραματισμοί με τα δημητριακά - και ταυτόχρονων νοητικών διεργασιών των ατόμων που εκφράζονται περισσότερο περίπλοκα συνθέτει τα χαρακτηριστικά της συνολικής μετατροπής της κοινωνικής διάρθρωσης των Νατούφιων λίγο πριν το Ολόκαινο και την εξάπλωσης του φαινομένου της εξημέρωσης των ειδών (Price and Bar-Yosef 2011: , Goring-Morris 1995: , Valla 1995: , Parker-Pearson 1982: ). Κι αυτή η μετατροπή αποτυπώθηκε στα συνολικά κατάλοιπα του πολιτισμού τους, στις παναθρώπινες ιστορίες που γεννά το συλλογικό ασυνείδητο μέσα από αφηγήσεις που επιχειρούν να δώσουν νοήμα στη ζωή, στις όψεις του συμβολισμού και των μιμητικών τελετουργικών πράξεων τους, στην προσπάθεια εξισορρόπισης των φόβων και της ιδέας του θανάτου. Ωστόσο, όπως τονίστηκε στην παρούσα εργασία, οι πολυεπίπεδες αυτές και δυναμικές αλλαγές συνέβησαν όχι ως ενιαίο πολιτισμικό πακέτο αλλά μέσα από μακρόχρονες διαδικασίες ως αυτόνομες στρατηγικές και τάσεις των ομάδων, μέσα από διαφορετικές τοπικές αφετηρίες με βάση τις συνθήκες της κάθε περιοχής. Υπενθυμίζουμε ότι η πλειονότητα των διασωσμένων καταλοίπων προέρχεται από το λεγόμενο κεντρικό χώρο ανάπτυξης θέσεων τους που εκετείνεται γύρω από τα εδάφη της Μεσογειακής ζώνης του Levant, δηλαδή τις περιοχές της Γαλιλαίας (όρος Carmel), των Ιουδαϊκων λόφων και της Άνω κοιλάδας του Ιορδάνη. Στις μέρες μας αφορούν κυρίως τα δοκιμαζόμενα εδάφη της Παλαιστίνης, της Συρίας και των κρατών του Ισραήλ και της Ιορδανίας. Από τις ίδιες περιοχές προέρχεται και ο βασικός όγκος των 450 περίπου συγκεντρωμένων ανθρωπογενών καταλοίπων ο οποίος εντοπίστηκε σε θέσεις κατοίκισης και οργανωμένα νεκροταφεία (El-Wad, Nahal Oren, Hayonim Cave, Mallaha). Η γεωγραφική αυτή ποικιλομορφία του Levant κι η αυτονομία ανταπόκρισης των Νατούφιων τοπικών ενοτήτων στις εκάστοτε συνθήκες φαίνεται ότι ευθύνονται άμεσα για τη σημαντική αύξηση θέσεων και πληθυσμών που παρατηρείται κατά την Τελική Επιπαλαιολιθική περίοδο στην περιοχή, για τις πρώτες μορφές πειραματικής συγκέντρωσης δημητριακών και τις εκφράσεις του συμβολισμού, παράγοντες οι οποίοι αιτιολογούν τη σταδιακή διαμόρφωση των νέων κοινωνικών συνθήκων (Belfer-Cohen and Morris 2013: 555, Byrd 2005: , Valla 1995: , Byrd 1989: 160). Έτσι, στη διάρκεια των χιλιετιών παρουσίας των τελευταίων κυνηγών του Levant ο κοινωνικός μετασχηματισμός ο οποίος διαπιστώνεται στις ομάδες, μέσα σε μια περίοδο που αυξάνονται δραματικά οι ανάγκες τους, συμπεραίνεται πως είναι 129

131 συνδιασμός σημαντικών μεταβολών του περιβάλλοντος, αποφασιστικής επιρροής του στους ανθρώπους και ώθησης προς τη νοητική εξέλιξη της συνολικής αντίληψής τους για τον κόσμο. Κι αν επιβάλλονται διαφορετικές στρατηγικές κατά τόπους εξαιτίας της εδαφικής ανισότητας στη γεωγραφία της Μέσης Ανατολής, τα παραπάνω στοιχεία θεωρούνται καθοριστικά καθώς φαίνεται να οδηγούν σταδιακά κι από διαφορετικές αφετηρίες στην ιδεολογική ανασυγκρότηση των ομάδων, στη γεωργική παραγωγή, τη σταθερή επέμβαση των ανθρώπων στην αναπαραγωγή των ζωικών ειδών και τη συγκέντρωση πολυπληθέστερων εκτεταμμένων οικογενειών σε θέσεις με επιβεβαιωμένη τη μονιμότητα της εγκατάστασης κατά τη διάρκεια των Νεολιθικών περιόδων (PPNA και PPNB). Βέβαια, οι μεταλλαγές αυτές αφορούν άμεσα το σύνολο των σχέσεων των ατόμων με το περιβάλλον, με τις αρχιτεκτονικές κατασκευές, με την οικονομία, με τις κοινωνικές δομές και με το θάνατο (Kuijt 1996: , Parker-Pearson 1982: 99). Κατά συνέπεια, είναι ορατή η ανάγκη της συνολικής επανεκτίμησης των δεδομένων και της δημοσίευσης των ευρημάτων με την παράλληλη στροφή του ενδιαφέροντος στις δομές των μικρών τοπικών ενοτήτων και τις διαφορές στα χαρακτηριστικά της προσαρμογής τους στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ώστε οι διεπιστημονικές έρευνες και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των υλικών καταλοίπων να επικεντρωθούν στην κατανόηση του ευρύτερου πολιτιστικού πλαισίου το οποίο περικλύει τη μετάβαση από την τροφοσυλλογή και το κυνήγι αιώνων στη Νεολιθική καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Μέσα σ αυτά τα πλαίσια, ο πολιτισμός των Νατούφιων αποτελεί κομβικό σημείο τομής των προϊστορικών χρόνων του Levant καθώς η ανάδυση του παραγωγικού σταδίου σήμερα δεν θεωρείται ενιαίο σύνολο με ορισμένο κέντρο αλλά με πολλαπλά σημεία διάδοσης. Όσον αφορά τα ταφικά κατάλοιπά τους και τις συμβολικές προεκτάσεις που αυτά περιέχουν οι συστηματικές ερευνητικές προσπάθειες των τελευταίων ετών στην περιοχή παρέχουν ένα πλούσιο υλικό και αρκετές αναλύσεις με αποτέλεσμα η ως τώρα δημοσίευσή τους να καλύπτει σημαντικό τμήμα της γνώσης που έχουμε για τις ταφικές πρακτικές των Νατούφιων ομάδων. Ωστόσο, παρά την ενεργητική συνδρομή και της εθνοαρχαιολογίας, ακόμη και σήμερα, σημαντικά εξακολουθούν να είναι τα ερευνητικά κενά τα οποία επισημαίνονται, γεγονός που απαιτεί τη συνέχιση των ανασκαφών στο χώρο της Μέσης Ανατολής και τη διεπιστημονική ερευνητική συνεργασία σε μια προσπάθεια ελέγχου των συμπερασμάτων και ανάδειξης των διεσωσμένων σκελετικών καταλοίπων (Byrd 1995: , Belfer- Cohen and Hovers 1992: 465). Μολαταύτα, παρά τις όποιες αντιγνωμίες και τα ερευνητικά κενά για το σύνολο των καταλοίπων, καθολική είναι πια η ομοφωνία των άμεσα εμπλεκόμενων ερευνητών του αρχαιολογικού πεδίου ότι οι τελευταίοι κυνηγοί του Levant στη διάρκεια των περίπου ετών της ύπαρξης τους, ως διακριτή και αδιαίρετη οντότητα, μεταλλάσσουν ολικά τα χαρακτηριστικά τους, γεγονός το οποίο προϋποθέτει τις ανάλογες μεταβολές στη νοητική λειτουργία των ανθρώπων, εκπολιτίζοντας τη φύση και τις όψεις της αντίληψής τους τόσο για τη ζωή όσο και για το θανάτο. Έτσι, απομακρυνόμενοι από τις άγριες ή θερμές, όπως έχουν χαρακτηριστεί, πρωτόγονες κοινωνίες, πράττουν ενεργητικά, δημιουργούν τις προϋποθέσεις και πορεύονται, σταδιακά, σε έναν κόσμο που δεν θα είναι ίδιος πια, για αιώνες μετά, σ ολόκληρη την ανθρωπότητα. 130

132 βιβλιογραφία Akkerman P. M. M. G. and Schwartz G. M The Archaeology of Syria. From Complex Hunter-Gatherers to Early Urban Societies (c.a B. C.) Cambridge World Archaeology, Cambridge University Press Al-Shorman A. and Khwaileh A Burial Practices in Jordan from the Natufians to the Persians. Estonian Journal of Archaeology Vol. 15 (2): Albright W. F Some Remarks on the Archaeological Chronology of Palestine before about B.C. In Ehrich R. W. (eds.) Chronologies in Old World. Archaeology Vol. 1, University of Chicago Press, Chicago and London: Arensburg B., Bar-Yosef O., Belfer-Cohen A. and Rak Y Mousterian and Aurignacian Human Remains from Hayonim Cave, Israel. Paléorient 16 (1): Asouti E. and Fuller D. Q From Foraging to Farming in the Southern Levant: The Development of Epipaleaolithic and Pre-pottery Neolithic Plant Strategies. Veget Hist Archaeobot 21: Balter M The Tangled Roots of Agriculture. Science Vol. 327: Bar-Oz G., Yeshurun R. and Weinstein-Evron M Specialized Hunting of Gazelle in the Natufian: Cultural Cause or Climatic Effect? In Bar-Yosef O. and Valla F. (eds.) Natufian foragers in the Levant: Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series 19: Bar-Yosef O Climatic Fluctuations and the Early Farming in West and East Asia. Current Anthropology Vol. 52: S Bar-Yosef O The Natufian Culture in the Levant, Threshold to the Origins of Agriculture. Evolutionary Anthropology 6 (5): Bar-Yosef O The Impact of Late Pleistocene-Early Holocene Climatic Changes on Humans in Southeast Asia. In Strauss L. G., Eriksen B. V., Erlandson J. M. and Yesner D. R. (eds.) Humans at the End of the Ice Age. The Archaeology of the Pleistocene-Holocene Transition. Plenum Press, New York and London: Bar-Yosef O Prehistoric Chronological Framework. In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press London: xiv-xvii 131

133 Bar-Yosef O The Origin of Modern Human (Part II Stone Age Adaptation, Evolution and Survival). In Levy T. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press, London: Bar-Yosef O The Archaeology of the Natufian Layer at Hayonim Cave. In Bar- Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Bar-Yosef O Introduction to Section on Archaeology. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in Change. Proceedings of Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (i) Oxford: 1-6 Bar-Yosef O Some Remarks on the Nature of Transitions in Prehistory. In Ronen A. (eds.) The transition from Lower Paleolithic and the origin of Modern Man. International Symposium to commemorate the 50 th anniversary of excavations in the Mount Carmel Caves by D. A. E. Garrod. University of Haifa, 6-14 October BAR International Series 151 Bar-Yosef O Prehistory of the Levant. Annual Review of Anthropology Vol. 9: Bar-Yosef O. and Belfer-Cohen A Facing Environmental Crisis. Social and Cultural Changes at the Transition from the Younger Dryas to the Holocene in the Levant. In Cappers R. T. J. and Bottema S. (eds.) The Dawn of Farming in the Near East, Studies in Early Near Eastern Production. Subsistence and Environment 6, Berlin ex Oriente: Bar-Yosef O. and Meadow R. H The origins of agriculture in the Near East. In Price D. T. and Gebauer A. B. (eds.) Last Hunters-First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric Transition to Agriculture. Santa Fe: School of American Research Press: Bar-Yosef O. and Belfer-Cohen A From Foraging to Farming in the Mediterranean Levant. In Gebauer A. B. and Price T. D. (eds.) Transitions to Agriculture in Prehistory. Prehistory Press, Madison: Bar-Yosef O., Vandermeersch B., Arensburg B., Belfer-Cohen A., Goldberg P., Laville H., Meignen L., Rak Y., Speth D.J., Tchernov E., Tillier A-M., Weiner S., Clark A. G., Garrard A., Henry D. O., Hole F., Roe D., Rosenberg R. K., Schepartz A. L., Shea J. J., Smith H. F., Trinkaus E., Whalen M. N. and Wilson L The Excavations in Kebara Cave (and Comments and Replies). Current Anthropology Vol. 33 (5): Bar-Yosef O. and Valla F.R The Natufian Culture An introduction. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I:

134 Bartel B A Historical Review of Ethnological and Archaeological Analyses of Mortuary Practice. Journal of Anthropological Archaeology Vol. 1: Baruch U. and Bottema S Palynological Evidence for Climatic Changes in the Levant ca BP. In In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Belfer-Cohen A Art Items From Layer B Hayonim Cave: A Case Study of Art in a Natufian Context. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Belfer-Cohen A Rethinking Social Stratification in the Natufian Culture: The Evidence from Burials. In Campbell St. and Green A. (eds.) The Archaeology of Death in the Ancient Near East. Oxford Oxbow Books Monograph 51: 9-16 Belfer-Cohen A The Natufian Graveyard in Hayonim Cave. Paléorient 14 (2): Belfer-Cohen A. and Goring-Morris A. N Breaking the Mold: Phaces and Facies in the Natufian of the Mediterranean Zone. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) Natufian Forages in the Levant. Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series 19: Belfer-Cohen A. and Goring-Morris A. N Becoming Farmers. The Inside Story. Current Anthropology Vol. 52: Belfer-Cohen A. and Goring-Morris A. N Becoming Farmers: The Inside Story. Current Anthropology Vol. 52 (S4), The Origins of Agriculture: New Data, New Ideas: S209-S220 Belfer-Cohen A. and Bar-Yosef O Early Sedentism in the Near East. A Bumpy Ride to Village Life. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Differentiation. New York: Kluwer Academic, Plenum Publishers: Belfer-Cohen A. and Grossman L The Lithic Assemblage of Salibiya I. Mitekufat Heaven: Journal of the Israel Prehistoric Society 27: Belfer-Cohen A. and Hovers E In the Eye of the Beholder: Mousterian and Natufian Burials in the Levant. Current Anthropology 33 (4): Belfer-Cohen A., Schepartz L. A. and Arensburg B New Biological Data from the Natufian Populations in Israel. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I:

135 Benz M Beyond Death - The Construction of Social Identities at the Transition from Foraging to Farming. In Benz M. (eds.) The Principle of Sharing. Segregation and Construction of Social Identities at the Transition from Foraging to Farming. Berlin ex oriente, Studies in Early Near Eastern Production, Subsistence and Environment Vol. 14: Benz M. (eds.) The Principle of Sharing. Segregation and Construction of Social Identities at the Transition from Foraging. Studies in Early Near Easten Production, Subsistence and Environment 14 (2010). Berlin ex oriente: Binford L. R Mortuary Practices: Their Study and Their Potential. In Binford L. R. (eds.) An Archaeological Perspective. New York, Seminar Press: Originally published in Brown J. A. (eds.) 1971 Approaches to the Social Dimensions of Mortuary Practices Memoir 25, Society for American Archaeology, American Antiquity Vol. 36: 6-29 Binford L. R Mortuary practices: Their Study and Their Potential. In Brown J. A. (eds.) Approaches to the Social Dimensions of Mortuary Practices. Memoirs of the Society for American Archaeology 25: 6-20 Binford L. R Post-Pleistocene Adaptations. In Binford S. R. and Binford L. R. (eds.) New Perspectives in Archeology. Aldine Publishing Company, Chicago Binford L. R Archaeology as Anthropology. American Antiquity Vol. 68 (2): Binford S. R Ethnographic Data and Understanding the Pleistocene. In Lee R. B. and DeVore I. (eds.) Man the Hunter. The First Intensive Survey of a Single Crucial Stage of Human Development - Man s Once Universal Hunting Way of Life. Aldine Publishing Company, Chicago: Bocquentin F A Final Natufian Population: Health and Burial Status at Eynan- Mallaha. In Faerman M., Kolska Horwitz L., Kahana T. and Zilberman U. (eds.) Faces from the Past: Diachronic Patterns in the Biology of Human Populations from the Eastern Mediterranean. Papers in honour of Patricia Smith. BAR International Series 1603: Bocquentin F. and Bar-Yosef O Early Natufian Remains: Enidence for Physical Conflict from Mt. Carmel, Israel. Journal of Human Evolution 47: Boyd B The Hayonim Terrace Bone Artifact Assemblage. In Valla F. R. (eds.) Les Fouilles de la Terrasse d Hayonim, Israel et Paris: De Boccard: Boyd B On Sedentism in the Later Epipalaeolithic (Natufian) Levant. World Archaeology Vol. 38 (2), Sedentism in Non-Agricultural Societies:

136 Boyd B Transforming food practices in the Epipalaeolithic and Pre - Pottery Neolithic Levant. In Clarke J. (eds.) Archaeological Perspectives on the Transmission and Transformation of Culture in the Eastern Mediterranean. Levant, Supplementary Series Vol. 2, Oxford, Oxbow Books and Council of British Research in the Levant: Boyd B Houses and Hearths, Pits and Burials: Natufian Mortuary Practices at Mallaha (Eynan), Upper Jordan Valley. In Campbell St. and Green A. (eds.) The Archaeology of Death in the Ancient Near East. Oxford Monograph 51: Boyd B The Natufian burials from el-wad, Mount Carmel: beyond issues of social differentiation. Journal of the Israeli Prehistoric Society 31: Boyd B. and Crossland Z New Fieldwork at Shuqba Cave and in Wadi en-natuf, Western Judea. Antiquity 286 Vol.74: Braidwood R. J Prehistoric Men. Scott Foresman and Company Bronson B The Earliest Farming: Demography as Cause and Consequence. In Reed C. A. (eds.) Origins of Agriculture. Mouton Publishers, The Hague, Paris: Burroughs W. J Climate Change in Prehistory. The End of the Reign of Chaos. Cambridge University Press Byrd B. F Reassessing the Emergence of Village Life in the Near East. Journal of Archaeological Research Vol. 13 (3): Byrd B. F Households in Transition. Neolithic Social Organization within Southwest Asia. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Defferentiation. Kluwer Academic, Plenum Publishers, New York: Byrd B. F Beidha: An Early Natufian Encampment in Southern Jordan. In Bar- Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Byrd B. F The Natufian: Settlement Variability and Economic Adaptations in the Levant at the End of the Pleistocene. Journal of World Prehistory Vol. 3 (2): Byrd B. F. and Monahan C. M Death, Mortuary Ritual and Natufian Social Structure. Journal of Anthropological Archaeology Vol. 14: Cannon A., Bartel B., Bradley R., Chapman R. W., Curran M. L., Gill D. W. J., Humphreys S. C., Masset C. I., Morris I., Quilter J., Rothschild N. A., Runnels C The Historical Dimension in Mortuary Expressions of Status and Sentiment [and Comments and Reply]. Current Anthropology Vol. 30 (4):

137 Capers R. T. J., Bottema S., Woldring H., Van der Plicht H. and Streurman H. J Modelling the Emergence of Farming: Implications of the Regetation Development in the Near East during the Pleistocene-Holocene Transition. In Cappers R. T. J. and Bottema S. (eds.) The Dawn of Farming in the Near East, Studies in Early Near Eastern Production. Subsistence and Environment 6, Berlin ex Oriente: 3-14 Cauvin J The Birth of the Gods and the Origins of Agriculture (Review translated by Watkins T.). Cambridge Archaeological Journal Vol. 11 (1): Cauvin J Γέννηση των θεοτήτων. Γέννηση της γεωργίας (μτφ. Πρέβε Σ. επιμέλεια: Κόπακα Κ. και Λιανέρης Ν.). Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο Cauvin J The Symbolic Foundations of the Neolithic Revolution in the Near East. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Differentiation. New York: Kluwer Academic, Plenum Publications: Chapman R Death, Society and Archaeology: the Social Dimensions of Mortuary Practices. Mortality Vol. 8 (3): Childe V. G. (1934) New Light on the Most Ancient Near East. Routledge and Kegan Paul LTD, Broadway House, 68-74, Carter Lane, London, E.C.4 Childe V. G Directional Changes in Funerary Practices during 50,000 Tears. Man Vol. 45: Clapper T The New World and the Natufian: Musculoskeletal Stress Markers of Hunter-Gatherer Lifeways. ProQuest Information and Learning Company UMI Clark G World Prehistory in New Perspective. Cambridge University Press Copeland L Natufian Sites in Lebanon. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Crabtree P. J., Campana D. V., Belfer-Cohen A. and Bar-Yosef D. E First Results of the Excavations at Salibiya I, Lower Jordan Valley. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Crabtree P. J. and Campana D. V A Note on the First Season of Excavation at the Late Natufian Site of Salibiya I, Jordan Valley. Paléorient Vol. 16 (1): Croucher K Interpretation and Practice. In Croucher K. (eds.) Death and Dying in the Neolithic Near East. Oxford University Press:

138 Cvekic R Some Thoughts on Social versus Cultural Complexity. Documenta Praehistorica XXXVI Vol. 36: Danin A Man and the Natural Environment. In Levy Th. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. London. Leicester University Press: Davis J. M. S. and Henry D. O The 1974 Excavation of Hayonim Terrace (Israel): A Brief Report. Paléorient 2 (1): Delage C Chert Procurement Patterns and Exploitation Territory: Case Study from Late Natufian Terrace (Western Gallilee, Israel). In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) Natufian Foragers in the Levant. Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological series 19: Delage C The Last Hunter-Gatherer Societies in the Near East: An Introduction. BAR International Series 1320, Oxford: John and Erica Hedges: 1-12 Delage C Some Thoughts Regarding the Research on the Natufian. After the 2000 Annual Meeting of the Society for American Archaeology. Bulletin du Centre de recherche français à Jérusalem: Dubreuil L. and Grosman L Ochre and hide-working at a Natufian Burial Place. Antiquity 83 (322): Early Dog: Cro-Magnon s Best Friend. Society for Science and the Public Vol. 114 (26): 438 Eckmeier E., Yeshurun R., Weinstein-Evron M., Mintz E. and Boaretto E C Dating of the Early Natufian at El-Wad Terrace, Mount Carmel, Israel: Methodology and Materials Characterization. In Boaretto E. and Rebollo Franco N.R. (eds.) Proceedings of the 6th International Radiocarbon and Archaeology Symposium, University of Arizona. Radiocarbon Vol. 54 (3/4): Edwards P.C Wadi Hammeh 27: An Early Natufian Site at Pella, Jordan. In Bar- Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory Archaeological Series I, USA: Edwards P. C Problems of Recognizing Earliest Sedentism: The Natufian Example. Journal of Mediterranean Archaeology 2 (1): 5-48 Ehrich R. W Chronologies in Old World. Archaeology Vol. 1, The University of Chicago Press, Chicago and London Fahlander F. and OestigaardIn T The Materiality of Death: Bodies, Burials, Beliefs. In Fahlander F. and Oestigaard T. (eds.) The Materiality of Death: Bodies, 137

139 Burials, Beliefs. Oxford: British Archaeological Reports, International Series 1768: 1-16 Flannery K. V The origins of agriculture. Review of Anthropological Research 2: Flannery K. V Origins and ecological effects of early domestication in Iran and the Near East: A comparative study. In P. Ucko and Dimbleby G. (eds.) The Domestication and Exploitation of Plants and Animals. London: Duckworth: Freud S (1915). Thoughts for the Times on War and Death. Our Attitude towards Death. Part I and II. In The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud Vol. 14, London, Vintage: Freud S Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας (μτφ. Βαμβαλής Γ.). Επίκουρος, Αθήνα Freud S Τοτέμ και Ταμπού (μτφ. Αντωνίου Χ.). Επίκουρος, Αθήνα Fuller Q. D. and Stevens C. J Agriculture and the Development of Complex Societies. An Archaeobotanical agenda. In Weiss A. F. (eds.) From Foragers to Farmers. Oxbow Books, Oxford: Garrard A Natufian Settlement in the Azraq Basin, Eastern Jordan. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Garrard A. and Yazbeck C The Natufian of Moghr el-ahwal in the Qadisha Valley, Northern Lebanon. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) Natufian Foragers in the Levant: Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological series 19: Garrod D. A. E Excavations at the Mugharet Kebara, Mount Carmel, 1931: The Aurignacian industries. Proceedings of the Prehistoric Society 20: Garrod D. A. E Excavations at the Cave of Shuqbah, Palestine. Proceedings of the Prehistoric Society 8: 1-20 Garrod D. A. E Notes of Some Decorated Skeletons from the Mesolithic of Palestine. Annual British School of Athens 37: Garrod D. A. E A New Mesolithic Industry: The Natufian of Palestine. Journal of the Royal Anthropological Institute 62: Garrod D. A. E. and Bate D. M. A The Stone Age of Mount Carmel I. Oxford, Clarendon Press 138

140 Gilead I Les Hommes de Mallaha (Eynan) Israel: I. Les Sépultures, II. Étude Antropologique by Jean Perrot, Daniel Ladiray, Odile Solivères-Masséi. Mitekufat Haeven: Journal of the Israel Prehistoric Society: Gillespie S. D Personhood, Agency, and Mortuary Ritual: A Case Study from the Ancient Maya. Journal of Anthropological Archaeology 20: Goldberg P The Changing Landscape. In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. London, Leicester University Press: Goldstein L One-dimensional archaeology and multi-dimensional people: spatial organisation and mortuary analysis. In Chapman R., Kinnes I. and Randsborg K. (eds.) The Archaeology of Death. Cambridge University Press: Goren N. and Bar-Yosef O Natufian Remains in Hayonim Cave. Paléorient 1 (1): Goring-Morris A. N The Quick and the Dead. The Social Context of Aceramic Neolithic Mortuary Practices as Seen from Kfar Hahoresh. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Differentiation. New York: Kluwer Academic, Plenum Publications: Goring-Morris A. N Complex Hunter Gatherers at the End of the Paleolithic ( B.P.). In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press, London: Goring-Morris A. N The Early Natufian Occupation at El-Wad, Mt. Carmel Reconsidered. In Otte M. (eds.) Nature et Culture. Actes du Colloque International de Liege. E.R.A.U.L. 68: Goring-Morris A. N Complex Hunter/Grathers at the End of the Paleolithic (20,000-10,000 BP). In Levy E. T. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press: Goring-Morris A. N Developments in Terminal Pleistocene: Hunter-gatherer Socio-cultural Systems. A Perspective from the Negev and Sinai Deserts. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in Change. Proceedings of Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (i) Oxford: 7-28 Goring-Morris A. N., Hovers E. and Belfer-Cohen A The Dynamics of Pleistocene and Early Holocene Settlement Patterns and Human Adaptations in the Levant: An Overview. In Shea J. J. and Lieberman D. E. (eds.) Transitions in Prehistory. Papers in Honor of Ofer Bar-Yosef. Oxford: Oxbow Books for the American School of Prehistoric Research:

141 Grosman L Preserving Cultural Traditions in a Period of Instability: The Late Natufian of the Hilly Mediterranean Zone. Current Anthropology Vol. 44 (4): Grosman L., Murno D. N. and Belfer-Cohen A In Bar-Yosef O. (eds.) A year-old Shaman Burial from the Southern Levant (Israel). Proceedings of the National Academy of Sciences Vol. 105 (46): Grosman L. and Munro D. N The Sacred and the Mundane: Domestic Activities at a Late Natufian Burial Site in the Levant. Before Farming No. 4: 1-14 Grosman, L., Ashkenazi H. and Belfer-Cohen A The Natufian Occupation of Nahal Oren, Mt. Carmel, Israel The Lithic Evidence. Paléorient 31 (2): 5-26 Grosman L. and Belfer-Cohen A Zooming onto the Younger Dryas. In Cappers R. T. J. and Bottema S. (eds.) The Dawn of Farming in the Near East, Studies in Early Near Eastern Production. Subsistence and Environment Vol. 6, Berlin ex Oriente: Hassan F. A The Dynamics of Agricultural Origins in Palestine: A Theoretical Model. In Reed C. A. (eds.) Origins of Agriculture. Mouton Publishers, The Hague, Paris: Henry D. O Models of Agricultural Origins and Proxy Measures of Prehistoric Demographics. In Cappers R. T. J. and Bottema S. (eds.) The Dawn of Farming in the Near East, Studies in Early Near Eastern Production. Subsistence and Environment Vol. 6, Berlin ex Oriente: Henry D. O Prehistoric Cultural Ecology and Evolution. Insights from the Southern Jordan. Plenum Press, New York Henry D. O Preagricultural Sedentism: The Natufian Example. In In Price T. D. and Brown J. A. (eds.) Prehistoric Hunter-Gatherers. The Emergence of Cultural Complexity. Academic Press INC, New York: Henry D.O The Prehistory of Southern Jordan and Relationships with the Levant. Journal of Field Archaeology Vol. 9: Henry D. O. and Leroi-Gourhan A The Excavation of Hayonim Terrace: An Interim Report. Journal of Field Archaeology Vol. 3 (4): Higgs E. S. and Vita-Finzi C Prehistoric Economies: A Territorial Approach. In Higgs E. S. (eds.) Papers in Economic Prehistory. Cambridge: Hodder I Interpritive Archaeology and Its Role. American Antiquity Vol. 56 (1):

142 Hoek W. Z Bolling-Allerod Interstadial. In Gornitz V. (eds.) Encyclopedia of Paleoclimatology and Ancient Environments. Encyclopedia of Earth Sciences Series, Springer Netherlands: Horwitz L. K A Reassessment of Carpovine Domestication in the Levantine Neolithic: Old Questions, New Answers. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in change. Proceedings of the Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (i) Oxford: Hovers E Settlement and Subsistence Patterns in the Lower Jordan Valley from Epipalaeolithic to Mesolithic Times. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in change. Proceedings of the Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (i) Oxford: Isaac B The Archaeology of Human Origins. Paper by Glynn Isaac. Cambridge University Press Johannes E. J Basenji Origin and Migration: At Africa s Doorstep. The Official Bulletin of the Basenji Club of America 38 (1): Jung G. C Η ολοκλήρωση της Προσωπικότητας (μτφ. Αντζάκα Α.). Εκδόσεις Σπαγειρία, Θεσσαλονίκη Jung G. C Το Πρόβλημα του Τετάρτου (μτφ. Αντζάκα Α.). Εκδόσεις Αντίνεα, Θεσσαλονίκη Jung C. G. and Kerenyi C Η Επιστήμη της Μυθολογίας (μτφ. Ζάρρας Κ.). Εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα Kastenbaum R Anxiety and Fear. In Kastenbaum R. (eds.) Macmillan encyclopedia of Death and Dying Vol. 2, New York: Macmillan Reference USA: Kroeber A. L Disposal of Dead. American Anthropologist, New Series Vol. 29 (3): Kuijt I Keeping the Peace. Ritual, Skull Caching and Community Integration in the Levantine Neolithic. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Differentiation. New York: Kluwer Academic, Plenum Publications: Kuijt I Life in Neolithic Farming Communities. An Introduction. In Kuijt I. (eds.) Life in Neolithic Farming Communities. Social Organization, Identity and Defferentiation. Kluwer Academic, Plenum Publishers, New York:

143 Kuijt I Negotiating Equality through Ritual: A Consideration of Late Natufian and Prepottery Neolithic A Period Mortuary Practices. Journal of Anthropological Archaeology Vol. 15: Kuijt I. and Goodale N Daily Practice and the Organization of Space at the Dawn of Agriculture: A Case Study from the Near East. American Antiquity 74 (3): Koutsadelis C Mortuary Practices in the Process of Levantine Neolithisation. Oxford, Archaeopress: BAR International Series 1685 (PhD) La Motta V. M Mortuary Variability and Community Reorganization in the Early-to-Late Natufian Transition. Arizona Anthropologist 13: Lee R. B. and DeVore I Problems in the Study of Hunters and Gatherers. In Lee R. B. and DeVore I. (eds.) Man the Hunter. The First Intensive Survey of a Single, Crucial Stage of Human Development - Man s Once Universal Hunting Way of Life. Aldine Publishing Company, Chicago: 3-12 Lengyel G., Boaretto E., Fabre L. and Ronen A New AMS 14C Dates from the Early Upper Paleolithic Sequence of Raqefet Cave, Mount Carmel, Israel. Radiocarbon Vol. 48(2): Lengyel G. and Bocquentin F Burials of Racefet Cave in the Context of the Late Natufian. Journal of The Isreal Prehistoric Society 35: Lev-Yadiin S. and Weinstein-Evron M Late Epipalaeolithic Wood Remains from El-Wad Cave, Mount Carmel, Israel. New Phytologist 127 (2): Levi-Strauss C Θλιβεροί Τροπικοί (μτφ. Λούβρου Λ.). Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα Levy T. E. and Holl A. F. C Social Change and the Archaeology of the Holy Land. In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press. London: 2-8 Lieberman D. E Natufian Sedentism and the Importance of Biological Data for Estimating Reduced Mobility. In Rocek T. R. and Bar-Yosef O. (eds.) Seasonality and Sedentism. Archaeological Perspectives from Old and New World Sites. Peabody Museum Bulletin 6, Peabody Museum of Archaeology and Ethnology, Cambridge, MA: Harvard University: Lieberman D. E., Belfer-Cohen A., Henry D. O., Kaufman D., Mackie Q., Olszewski D. I., Rocek T. R., Sheppard R. J., Trinkaus E. and Valla F. R The Rise ans Fall of Seasonal Mobility among Hunter-Gatherers: The Case of the Southern Levant (and Comments and Replies). Current Anthropology Vol. 34 (5):

144 Macdonald D. A Interpreting Variability through Multiple Methodologies: The Interplay of Form and Function in Epipalaeolithic Microliths. Department of Anthropology University of Toronto (PhD) Maher L. A., Richter T., Macdonald D., Jones M. D., Martin L. and Stock T. J Twenty Thousand-Year-Old Huts at a Hunter-Gatherer Settlement in Eastern Jordan. PLoS One 7 (2): e31447 Malinowski B Magic, Sience and Religion and Other Essays. Glencoe, Illinois: The Free Press Malinowski B Culture. Encyclopedia of the Social Sciences IV. Macmilliam Company: Mastin B. A The Extended Burials at the Mugharet El-Wad. The Journal of the Royal Anthropological Institute of Great Britain and Ireland Vol. 92(1): Moore A. M. T Gordon Hillman, Abu Hureyra and the Development of Agriculture. In Fairbairn S. A. and Weiss E. (eds.) From Foragers to Farmers. Papers in Honor of Professor Gordon C. Hillman. Oxbow Books, Oxford: Moore A. M. T Abu Hureyra I and the Antecedent of Agriculture on the Middle Euphrates. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Moore A. M. T The Development of Neolithic Societies in the Near East. Advances in World Archaeology Vol. 4: 1-69 Moore A. M. T., Hillman G. C. and Legge A. J Village on the Euphrates: From Foraging to Farming at Abu Hureyra. Oxford: Oxford University Press Moore, A. M. T. and Hillman, G. C The Pleistocene to Holocene transition and human economy in Southwest Asia: The impact of the Younger Dryas. American Antiquity 57: Morris I The Archaeology of Ancestors: The Saxe/Goldstein Hypothesis Revisited. Cambridge Archaeological Journal Vol. 1 (2): Munro N. D A Prelude to Agriculture: Game Use and Occupation Intensity during the Natufian Period in the Southern Levant. UMI, Univeristy of Arizona (PhD) Munro N. D., Grosman L. and Wright T. H Early Evidence (ca B.P.) for Feasting at a Burial Cave in Israel. Proceedings of the National Academy of Sciences Vol. 107 (35): Nadel D., Danin A., Rosen M. A., Bocquentin F., Tsatskin A., Rosenberg D., Yeshurun R., Weissbrod L., Rebollo R. N., Barzilai O. and Boaretto E In Bar-Yosef O. (eds.) 143

145 Earliest Floral Grave Lining from y-old Natufian Burials at Racefet Cave, Mt. Carmel, Israel. Proceedings of the National Academy of Sciences Vol. 110 (29): Nadel D, Zisu N. S., Frumkin A. and Yaroshevich A New Prehistoric Cave Sites in Lower Nahal Oren, Mt. Carmel, Israel. Journal of the Israel Prehistoric Society 42: Nadel D. and Rosenberg D Late Natufian Nahal Oren and its Satellite Sites: Some Regional and Ceremonial Aspects. Before Farming 2011 (3), Article 1: 1-16 Nadel D., Lengyel G., Cabellos Panades T., Bocquentin F., Rosenberg D., Yeshurun R., Brown-Goodman R., Tsatskin A., Bar-Oz G. and Filin S The Raqefet Cave 2008 Excavation Season. Journal of The Israel Prehistoric Society 39: Nadel D., Lengyel G., Bocquentin F., Tsatskin A., Rosenberg D., Yeshurun R., Bar-Oz G., Bar-Yosef Mayer D., Beerl R., Conyers L., Filin S., Hershkovitz I., Kurzawska A. and Weissbrod L The Late Natufian at Raqefet Cave: The 2006 Excavation Season. Journal of The Israel Prehistoric Society 38: Nilsson Stutz L. and Tarlow S Beautiful Things and Bones of Desire: emerging Issues in the Archaeology of Death and Burial. Introduction. In Tarlow S. and Nilsson Stutz L. (eds.) The Oxford Handbook of the Archaeology of Death and Burial. Oxford University Press: 1-14 Noy T Art and Decoration of the Natufian at Nahal Oren. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Noy T Some Aspects of Natufian Mortuary Behaviour at Nahal Oren. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in Change. Proceedings of Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (i) Oxford: Olszewski I. D Subsistence Ecology in the Mediterranean Forest: Implications for the Origins of Cultivation in the Epipaleolithic Southern Levant. American Anthropologist, New Series Vol. 95 (2): O'Shea J Social configurations and the archaeological study of mortuary practices. A case study. In Chapman R., Kinnes I. and Randsborg K. (eds.) The Archaeology of Death. Cambridge University Press, Cambridge: Parker-Pearson M The Archaeology of Death and Burial. Stroud: Sutton Publishing Limited (Phoenix Mill) 144

146 Parker Pearson M The Human Experience of Death. In Parker Pearson M. (eds.) The Archaeology of Death and Burials. Sutton Publishing Limited (Phoenix Mill): Parker-Pearson M The Powerful Dead: Archaeological Relationships between the Living and the Death. Cambridge Archaeological Journal Vol. 3 (2): Parker-Pearson M Mortuary Practices, Society and Ideology: An Ethnoarchaeological Study. In Hodder I. (eds.) Symbolic and Structural Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press: Perles C. and Phillips J. L The Natufian Conference-Discussion. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Phillips J. L. and Saca I. N Recent Excavations at the Site of Erq-el Ahmar (News and Notes). Antiquity Vol. 76 (291): Power C. R., Rosen M. A. and Nadel D The Economic and Ritual Utilization of Plants at the Racefet Cave Natufian site: The Evidence from Phytoliths. Journal of Anthropological Archaeology 33: Price T. D. and Bar-Yosef O The Origins of Agriculture: New Data, New Ideas. Current Anthropology 52 (4) (Supplement): S163 S174 Price D. T. and Bar-Yosef O Traces of Inequality at the Origins of Agriculture in the Ancient Near East. In Price D. T. and Feinman G. M. (eds.) Pathways to power: new perspectives on the origins of social inequality. New York: Springer: Price T. D. and Brown J. A Aspects of Hunter-gatherer Complexity. In Brown J. A. (eds.) Prehistoric Hunter-Gatherers. The Emergence of Cultural Complexity. Academic Press INC, New York: 3-20 Reed C. A A Model for the Origin of Agriculture in the Near East. In Reed C. A. (eds.) Origins of Agriculture. Mouton Publishers, The Hague, Paris: Richter T. and Maher A. L The Natufian of the Azraq Basin: An Appraisal. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) Natufian Foragers in the Levant: Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological series 19: Richter T., Garrard N. A., Allock S., and Maher A. L Interaction before Agriculture: Exchanging Material and Sharing Knowledge in the Final Pleistocene Levant. Cambridge Archaeological Journal Vol. 21 (1): Roberts N The Holocene. An Enviromental History. Blackwell Publishers Ltd., UK 145

147 Rocek T. R. and Bar-Yosef O Seasonality and Sedentism. Archaeological Perspectives from Old and New World Sites. Peabody Museum Bulletin 6, Peabody Museum of Archaeology and Ethnology, Harvard University: 1-7 Ronen A Mt. Carmel-the first excavations. In Ronen A. (eds.) The transition from Lower Paleolithic and the Origin of Modern Man. International Symposium to commemorate the 50 th anniversary of excavations in the Mount Carmel Caves by D. A. E. Garrod. University of Haifa, 6-14 October BAR International Series 151 Ronen A Post-Pleistocene Story Layers in East Mediterranean Sites. Quartär 22: Ronen A. and Lechevallier M The Natufian of Hatula. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Ronen A. and Lechevallier M The Natufian and Early Neolithic site Hatula, near Latrun, Israel. Quartär 35 (36): Rosen A. M Natufian Plant Exploitation: Managing Risk and Stability in an Environment of Change. Eurasian Prehistory Vol. 7 (1): Rosen A. M. and Rivera-Collazo I Climate Change Adaptive Cycles and the Persistence of Foraging Economies during the Late Pleistocene/Holocene Transition in the Levant. PNAS Vol. 109: Rosenberg D. and Nadel D The sounds of pounding: Boulder mortars and their significance to Natufian burial customs. Current Anthropology Vol. 55 (6): Scarre C The Human Past. World Prehistory and the Development of Human Societies. Thames and Hudson Ltd. London Schiegl S., Golgberg P., Bar-Yosef O. and Weiner S Ash Deposits in Hayonim and Kebara Caves, Israel: Macroscopic, Microscopic and Mineralogical Observations and their Archaeological Implications. Journal of Archaeological Science 23: Schroeder B Natufian in the Central Beqaa Valley, Lebanon. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Schuldenrein J. and Goldberg P Late Quaternary palaeoenvironments and prehistoric site distributions in the Lower Jordan Valley. A preliminary report. Paléorient Vol. 7 (1): Schwartz G. M. and Weiss H Syria c.a B.C. In Ehrich R. W. (eds.) Chronologies in Old World. Archaeology Vol. 1, The University of Chicago Press, Chicago and London:

148 Sellars J. R The Natufian of Jordan. In Henry D. O. (eds.) The Prehistoric Archaeology of Jordan. BAR International Series 705, Oxford: Sillen A. and Bar-Yosef O Implications of the New Accelerator Date of the Charred Skeletons from Kebara Cave (Mt. Carmel). Paléorient Vol. 19 (1): Sillen A. and Lee-Thorp J. A Dietary Change in the Late Natufian. In Bar-Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Sillen A., Sealy J., Lee-Thorp J., Horwitz L. K. and Van de Merwe N. J Trace Element and Isotope Research in Progress: Implications for Near Eastern Archaeology. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in Change. Proceedings of Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (ii) Oxford: Silberman N. A Power, Politics and the Past: The Social Construction of Antiquity in the Holy Land. In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press. London: 7-27 Smith E. A., Hill K., Marlowe F. W., Wiessner P., Gurven M., Bowles S., Borgerhoff Mulder M., Hertz T. and Bell A Wealth Transmission and Inequality among Hunter-Gatherers. Current Anthropology Vol. 51 (1): Smith P Approaches to the Past. People of the Holy Land from Prehistory to the Recent Past. In Levy Th. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. London, Leicester University Press: Smith P People of the Holy Land from Prehistory to the recent past. In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press, London: Smith P The Dental Evidence for Nutritional Status in the Natufians. In Bar- Yosef O. and Valla F. R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Smith Ph. E. L Family Burials at Hayonim. A Brief Communication. Paléorient 1 (1): Smith S Paleonutrition and Subsistence Patterns in the Natufians. In Hershkovitz I. (eds.) People and Culture in Change. Proceedings of Upper Paleolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin. Department of Anatomy and Anthropology Sackler Faculty of Medicine, Tel Aviv University, Israel. BAR International Series 508 (ii) Oxford:

149 Sorensen T. F The Presence of the Dead: Cemeteries, cremation and the staging of non-place. Journal of Social Archaeology Vol. 9 (1): Stager L. E The Periodization of Palestine from Neolithic through Early Bronze Times. In Ehrich R. W. (eds.) Chronologies in Old World Archaeology Vol. 1. The University of Chicago Press, Chicago and London: Stekelis M., Prausnitz W.M., Perrot J., Kaplan J., Department of Antiquities, Dothan M., Aviram J., Applebaum S. and Negev A Notes and News. Israel Exploration Journal Vol. 10 (2): Stevenson A Introduction: The Materiality of Burial Practices. Archaeological Review from Cambridge Vol. 22 (1): 1-5 Steward J. H Casual Factors and Processes in the Evolution of Pre-farming Societies. In Lee R. B. and DeVore I. (eds.) Man the Hunter. The First Intensive Survey of a Single, Crucial Stage of Human Development - Man s Once Universal Hunting Way of Life. Aldine Publishing Company, Chicago: Straus L. G The World at the End of the Last Ice Age. In Strauss L. G., Eriksen B. V., Erlandson J. M. and Yesner D. R. (eds.) Humans at the End of the Ice Age. The Archaeology of the Pleistocene-Holocene Transition. Plenum Press, New York and London: 3-9 Tainter J. A Social Inference and Mortuary Practices: An Experiment in Numerical Classification. Worild Archaeology Vol. 7 (1): 1-15 Tchernov E Biological Evidence for Human Sedentism in Southwest Asia during the Natufian. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I: Tchernov E. and Valla F. R Two New Dogs and Other Natufian Dogs, from the Southern Levant. Journal of Archaeological Science 24: Turville F. T Excavations at the Cave Mugharet el-kebarah, Near Zichron Jakob, Palestine. Man Vol. 32: 20 Turville F. T Excavations in the Mugharet el-kebarah. The Journal of the Royal Anthropological Institute of Great Britain and Ireland Vol. 62: Ucko J. P Ethnography and Archaeological Interpretation of Funerary Remains. World Archaeology Vol. 1 (2): Unger-Hamilton R Natufian Plant Husbandry in the Southern Levant and Comparison with that of the Neolithic Periods: The Lithic Perspective. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) The Natufian Culture in the Levant. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series I:

150 Valla F. R Natufian Seasonality: A Guess. In Rocek T. R. and Bar-Yosef O. (eds.) Seasonality and Sedentism. Archaeological Perspectives from Old and New World Sites. Peabody Museum Bulletin 6, Peabody Museum of Archaeology and Ethnology, Cambridge, MA: Harvard University: Valla F. R The First Settled Societies-Natufian (12,500-10,200 BP). In Levy E. T. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press: Valla F. R The First Settled Societies-Natufian ( BP). In Levy T. E. (eds.) The Archaeology of Society in the Holy Land. Leicester University Press, London: Valla F. R Natufian Seasonality: A Guess. In Rocek T. R. and Bar-Yosef O. (eds.) Seasonality and Sedentism. Archaeological Perspectives from Old and New Worlid Sites. Peabody Museum Bulletin 6, Peabody Museum of Archaeology and Ethnogoly, Harvard University: Van Hoesel A., Hoek W. Z., Van der Plicht J., Pennock G. M. and Drury M. R Cosmic Impact or Natural Fires at the Allerod-Younger Dryas Boundary: A Matter of Dating and Calibration. PNAS Vol. 110 (41): Wagner P. L The Concept of Environmental Determinism in Cultural Evolution. In Reed C. A. (eds.) Origins of Agriculture. Mouton Publishers, The Hague, Paris: Washburn S. L. and Lancaster C. S The Evolution of Hunting. In Lee R. B. and DeVore I. (eds.) Man the Hunter. The First Intensive Survey of a Single, Crucial Stage of Human Development - Man s Once Universal Hunting Way of Life. Aldine Publishing Company, Chicago: Watkins T New Light on Neolithic Revolution in South-west Asia. Antiquity Vol. 84: Webb S. G. and Edwards P. C The Natufian Human Remains From Wadi Hammeh 27 (Jordan). Paléorient Vol. 28 (1): Weinstein-Evron M In B or in B: A Reappraisal of the Natufian Burials at Shukbah Cave, Judaea, Palestine. Antiquity 77: Weinstein-Evron M., Yeshurun R., Kaufman D., Eckmeier E. and Boaretto E New 14C Dates for the Early Natufian of El-Wad Terrace, Mount Carmel, Israel. In Boaretto E. and Rebollo Franco N.R. (eds.) Proceedings of the 6th International Radiocarbon and Archaeology Symposium, University of Arizona. Radiocarbon Vol. 54 (3/4):

151 Wickholm A Reuse in Finnish Cremation Cemeteries under Level Ground - Examples of Collective Memory. In Fahlander F. and Oestigaard T. (eds.) The Materiality of Death: Bodies, Burials, Beliefs. Oxford: British Archaeological Reports, International Series 1768: Willcox G Gordon Hillman s Pioneering Influence on Near Eastern Archaeobotany. A Personal Appraisal. In Fairbairn S. A. and Weiss E. (eds.) From Foragers to Farmers. Papers in Honor of Professor Gordon C. Hillman. Oxbow Books, Oxford: Winter-Livneh R., Svoray Τ. and Gilead Ι Secondary Burial Cemeteries, Visibility and Land Tenure: A View from the Southern Levant Chalcolithic Period. Journal of Anthropological Archaeology xxx (2012) xxx xxx in press: 1-16 Wright G. A Social Differentiation in the Early Natufian. In Redman C., Berman M. J., Curtin E. V., Langhorne W. T. Versaggi N. M. and Wanser J. C. (eds.) Social Archaeology, beyond Subsistence and Dating. Academic Press, New York: Yeshurun R., Bar-Oz G., Kaufman D. and Weinstein-Evron M Domestic Refuse Maintenance in the Natufian: Faunal Evidence from el-wad Terrace, Mount Carmel. In Bar-Yosef O. and Valla F.R. (eds.) Natufian Forages in the Levant. Terminal Pleistocene Social Changes in Western Asia. International Monographs in Prehistory, Archaeological Series 19: Yeshurun R., Bar-Oz G. and Nadel D The Social Role of Food in the Natufian Cemetery of Raqefet Cave, Mount Carmel, Israel. Journal of Anthropological Archaeology 32: Zarins J Archaeological and Chronological Problems within the Greater Southwest Asian Arid Zone B.C. In Ehrich R. W. (eds.) Chronologies in Old World Archaeology. The University of Chicago Press, Chicago and London:

152 παράρτημα Πίνακες Νατούφιων ταφικών θέσεων Λίστα χαρτών και εικόνων 151

153 Ταφικές θέσεις της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου Ελάχιστος αριθμός ανθρωπογενών καταλοίπων Διαφορές στη μεταχείριση ανά φύλο και ηλικία Σπήλαιο Kebarah Σπήλαιο Erq el-ahmar Ain el-saratan (Azraq 18) Wadi Hammeh Όχι Όχι Όχι Όχι Οργανωμένα νεκροταφεία Πιθανόν Όχι Όχι Όχι Κατασκευή τάφων Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Πρωτογενείς/Δευτερογενείες ενταφιασμοί Ατομικές/Ομαδικές ταφές Κυριαρχούν οι πρωτογενείς Κυρίως ομαδικές ταφές Κυριαρχούν οι πρωτογενείς Κυρίως ομαδικές ταφές Κυριαρχούν οι δευτερογενείς Κυρίως ομαδικές ταφές Κυριαρχούν οι πρωτογενείς Ναι/Ναι Εκτεταμένη/Συνεσταλμένη στάση Ναι/Ναι Ναι/Ναι Ναι/Ναι Ναι/Ναι Συνοδευτικά αντικείμενα Ελάχιστα Όχι Ελάχιστα Ζωϊκά κατάλοιπα Ναι Όχι Αποκοπές κρανίων Όχι Ναι Όχι Πιθανόν Καύσεις Ναι (Πιθανόν 23 καύσεις ατόμων) Όχι Όχι Ναι (Πιθανόν 5 καύσεις ατόμων) Ανθρωπολογικές μελέτες/επιπλέον ιδιάιτερα χαρακτηριστικά Ίχνη οδοντικής φθοράς. 2 περιπτώσεις τραυμάτων. Κρανιακές παθήσεις ατόμων./ Ταφές εντός κατασκευών. Επισήμανση ταφών. 152

154 Ταφικές θέσεις της Μέσης και Ύστερης Νατούφιας περ. Nahal Oren (Wadi Fallah) Hayonim Terrace Σπήλαιο Shukbah Σπήλαιο Raqefet Σπήλαιο Hilazon Tachtit Hatula Salibiya I Ελάχιστος αριθμός ανθρωπογενών καταλοίπων Διαφορές στη μεταχείριση ανά φύλο και ηλικία Οργανωμένα νεκροταφεία Κατασκευή τάφων Ελάχιστα δείγματα Όχι Όχι Όχι Όχι Όχι Ναι Ναι Όχι Πιθανόν Πιθανόν Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Πρωτογενείς/ Δευτερογενείες ενταφιασμοί Ατομικές/ Ομαδικές ταφές Εκτεταμένη/ Συνεσταλμένη στάση Συνοδευτικά αντικείμενα Ζωϊκά κατάλοιπα Κυριαρχούν οι πρωτογενείς Κυρίως ατομικές ταφές Κυρίως συνεσταλμένη Κυριαρχούν οι πρωτογενείς Κυρίως ομαδικές ταφές Ναι/Ναι Κυριαρχού ν οι πρωτογεν είς Κυρίως ατομικές ταφές Κυρίως συνεσταλ μένη Ελάχιστα Ελάχιστα Ελάχιστα Φυτικό υλικό Ναι + ενδείξεις Ναι + τελετουργίκων ενταφιασμός με γευμάτων σκύλο Ναι + ενδείξεις τελετουργ ίκων γευμάτων Κυριαρχούν οι πρωτογενεί ς Κυρίως ατομικές ταφές Κυρίως συνεσταλμέ νη Ελάχιστα Ναι + ενδείξεις τελετουργίκ ων γευμάτων Συνεστ αλμένη Αποκοπές Όχι Πιθανόν Όχι Όχι Όχι Όχι Όχι κρανίων Καύσεις Όχι Όχι Όχι Όχι Όχι Όχι Όχι Ανθρωπολογικέ ς μελέτες/επιπλέ ον ιδιάιτερα χαρακτηριστικά Ίχνη οδοντικής φθοράς./ Ταφές εντός κατασκευών. Επισήμανση ταφών. Λίθινη επένδυση Ίχνη οδοντικής φθοράς./ Ταφές εντός κατασκευών. Επισήμανση ταφών Ίχνη οδοντική ς φθοράς. Επισήμαν ση ταφών. Λίθινη επένδυση. Ταφές εντός κατασκευώ ν. 153

155 Ταφικές θέσεις με διάρκεια εγκατάστασης στο χρόνο (Πρώιμης ως Ύστερης Νατούφιας περιόδου) Ελάχιστος αριθμός ανθρωπογενών καταλοίπων Σπήλαιο Hayonim Mugharet el-wad Ain Mallaha (Eynan) 48 (20 Πρώιμης, 9 Μέσης και 16 Ύστερης περιόδου) 96 (34 Πρώιμης, 59 Μέσης και 3 Ύστερης περιόδου) 111 (12 Πρώιμης, 8 Μέσης και 35 Ύστερης περιόδου) Διαφορές στη μεταχείριση ανά φύλο και ηλικία Όχι + Ίχνη συγγένειας (εκ γενετής απουσία του 3 ου γομφίου) Όχι + Ίχνη συγγένειας (εκ γενετής απουσία του 3 ου γομφίου) Απουσία νεογνών και παιδίών κατά τη Μέση περίοδο Οργανωμένα νεκροταφεία Ναι Ναι Ναι (Α της Ύστερης και Β της Πρώιμης περιόδου) Κατασκευή τάφων Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Απλοί λάκκοι Πρωτογενείς/Δευτερογενείες ενταφιασμοί Ατομικές/Ομαδικές ταφές Εκτεταμένη/Συνεσταλμένη στάση Συνοδευτικά αντικείμενα Ζωϊκά κατάλοιπα Κυριαρχούν οι πρωτογενείς στην Πρώιμη και οι δευτερογενείς στην Ύστερη περίοδο Κυρίως ομαδικές ταφές σε όλες τις περιόδους Κυρίως εκτεταμένη στην Πρώιμη περίοδο Βαθμιαία μείωση στο χρόνο Ναι + ενταφιασμός με σκύλο Κυριαρχούν οι πρωτογενείς στην Πρώιμη και οι δευτερογενείς στην Ύστερη περίοδο Κυρίως ατομικές ταφές στην Πρώιμη και ομαδικές στην Ύστερη περίοδο Κυρίως εκτεταμένη στην Πρώιμη περίοδο Βαθμιαία μείωση στο χρόνο Ναι Κυριαρχούν οι πρωτογενείς σε όλες τις περιόδους Κυρίως ατομικές ταφές σε όλες τις περιόδους Κυρίως συνεσταλμένη σε όλες τις περιόδους Βαθμιαία μείωση στο χρόνο Ναι + ενταφιασμός με σκύλο (Πρώιμη περίοδος) Αποκοπές κρανίων Ναι Όχι Πιθανόν (Τελική περίοδος) Καύσεις Όχι Όχι Όχι Ανθρωπολογικές μελέτες/επιπλέον ιδιάιτερα χαρακτηριστικά Ίχνη οδοντικής φθοράς./ Πολλαπλές ταφές. Επισήμανση ταφών. Ίχνη οδοντικής φθοράς./ Πολλαπλές ταφές. Επισήμανση ταφών. Λίθινη επένδυση 154

156 Χάρτης 1. Η Εύφορη Ημισέληνος. Πηγή: D. Vendramini 2014, Εικόνα 1. Χρονολογική διαίρεση των ενοτήτων που εγκαθίστανται στο χώρο του Levant μεταξύ του τέλους του Πλειστόκαινου και αρχών του Ολόκαινου ( BP). Πηγή: Bar-Yosef O. and Belfer-Cohen A. 2002, αριθμ. σχεδίου 2, σελ

157 Χάρτης 2. Οι φυτογενείς ζώνες του Μεσογειακού Levant. Πηγή: Rosen A. M. 2010, αριθμ. σχεδίου 1, σελ. 114 Χάρτης 3. Σχεδιαστική απόδοση της γεωγραφικής επίδρασης του κλιματικού φαινομένου της Νεότερης Δρυάδας (Younger Dryas) στη Μεσογειακή ζώνη του Levant. Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 9, σελ

158 Χάρτης 4. Ο γεωγραφικός χώρος εγκατάστασης Πρώιμων, Μέσων και Ύστερων Νατούφιων ομάδων. Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 1, σελ. 160 Χάρτης 5. Οι Νατούφιες ανεσκαμμένες θέσεις στην περιοχή του Levant. Πηγή: Bar- Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 2, σελ

159 Χάρτης 6. Η πολυετής θέση των Νατούφιων ομάδων Abu Hureyra στην κοιλάδα του Ευφράτη (Συρία) με τις ενδείξεις μονιμότητας. Εδώ εντοπίζονται τα πρώτα ίχνη εντατικής συγκομιδής άγριων δημητριακών και πιθανής καλλιέργειας τους (2κοκκο σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη) στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Οι ραδιοχρονολογήσεις του βοτανολογικού υλικού απέδωσαν την τιμή χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Πηγή: Moore A. M. T., Hillman G. C. and Legge A. J. 2000, αριθμ. σχεδίου 15.1, σελ. 515 Εικόνα 2. Σχεδιαστικά αναπαράσταση συγκομιδής άγριων δημητριακών από ομάδες Νατούφιων με εξειδικευμένα εργαλεία (δρεπάνια). Πηγή: Εικόνα 3. Σχεδιαστική απόδοση της εκμετάλλευσης ειδών της χλωρίδας και πανίδας από τις Νατούφιες ενότητες και του ετήσιου κύκλου των διατροφικών πηγών στη θέση Abu Hureyra (φάση Abu Hureyra 1). Πηγή: Moore A. M. T., Hillman G. C. and Legge A. J. 2000, αριθμ. σχεδίου 14.3, σελ

160 Εικόνα 4. Εικόνα 5. Εικόνα 4. Σχεδιαστική απόδοση λίθινων και οστέινων εργαλείων και γουδιών επεξεργασίας της τροφής των Νατούφιων ομάδων. Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 6, σελ. 166 Εικόνα 5. Σχεδιαστική απόδοση μικρολεπίδων της Νατούφιας εργαλειοθήκης. Πηγή: Garrod D. A. E. 1932, αριθμ. σχεδίου C, σελ. 263 Εικόνα 6. Εικόνα 7. Εικόνα 6. Σχεδιαστική αναπαράσταση Νατούφιων οικισμών με πιο βαριά υλικά σε σχέση με προηγούμενες Επιπαλαιολιθικές ομάδες της περιοχής του Levant. Πηγή: Εικόνα 7. Σχεδιαστική τομή και κάτοψη Νατούφιας οικιστικής εγκατάστασης στη θέση Mallaha (Β. Ισραήλ) με οπές στήριξης της οροφής και εστίες στο εσωτερικό της. Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 4, σελ

161 Εικόνα 8. Εικόνα 9. Εικόνα 10. Εικόνα 11. Εικόνα 12. Εικόνα 8. Εγχάρακτη λαβή με μορφή ζώου από τη Νατούφια θέση El-Wad του όρους Carmel (Β. Ισραήλ). Πηγή: Εικόνα 9. Εγχάρακτες αναπαραστάσεις κεφαλών ζώων από το σπήλαιο Kebarah του όρους Carmel (Ισραήλ). Πηγή: Turville-Petre F. 1932, αριθμ. σχεδίου 3, σελ. 278 Εικόνα 10. Εγχάρακτο αντικείμενο με αναπαράσταση κεφαλής ζώου από το σπήλαιο Kebarah. Πηγή: Turville-Petre F. 1932, αριθμ. σχεδίου 1, σελ. 278 Εικόνα 11. Συνοδευτικό ταφικό κόσμημα από τη θέση El-Wad. Πηγή: Garrod D. A. E. 1932, αριθμ. σχεδίου XXV, σελ. 269 Εικόνα 12. Λίθινο ειδώλιο ζευγαριού από τη θέση Ain Sakhri (Ιορδανία). Σήμερα εκτίθεται στο Βρεττανικό Μουσείο, αριθμ. 1958, Πηγή: 160

162 Εικόνα 13. Τα εντοπισμένα σκελετικά κατάλοιπα συλλογικού ενταφιασμού στη θέση - σπήλαιο Raqefet του όρους Carmel (Ισραήλ) τα οποία συνοδευόταν από φυτικά κατάλοιπα και η σχεδιαστική αναπαράσταση της ταφής. Πηγή: Nadel D. at al. 2013, αριθμ. σχεδίου 2, σελ. 2 Εικόνα 14. Σχεδιαστική απόδοση μιας από τις πιο ιδιαίτερες Νατούφιες ταφές στη θέση Hilazon Tachtit των εδαφών της Γαλιλαίας (Β. Ισραήλ). Το ανθρωπολογικό υλικό εντοπίστηκε συνοδευόμενο από πλήθος σπάνιων ζωικών οστών. Πηγή: 161

163 Χάρτης 7. Εικόνα 15. Χάρτης 7. Τοπογραφικό σχέδιο της θέσης - σπήλαιο Hayonim του όρους Carmel στα δυτικά της Γαλιλαίας (Β. Ισραήλ). Πηγή: Goren N. and Bar-Yosef O. 1973, αριθμ. σχεδίου 1, σελ. 50 Εικόνα 15. Σχεδιαστική απόδοση συλλογικού ενταφιασμού ενηλίκων και ανηλίκων ατόμων στη θέση Hayonim. Πηγή: Byrd B. F. and Monahan C. M. 1995, αριθμ. σχεδίου 3, σελ. 265 Εικόνα 16. Εικόνα 17. Εικόνα 16. Κάτοψη και τομή ταφικής περιοχής της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου στη θέση Mallaha (Β. Ισραήλ). Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 3, σελ. 163 Εικόνα 17. Οι Νατούφιοι ενταφιασμοί με σκύλους αποτελούν την πρώτη επιβεβαίωση της εξημέρωσης του είδους απ το ανθρώπινο γένος (ταφή της θέσης Mallaha). Πηγή: 162

164 Εικόνα 18. Η ταφική μεταχείριση της αποκοπής των κρανίων, μια μορφή έκφρασης συμβολισμού και λατρείας των προγόνων (αποκοπή κρανίου της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου από τη θέση El-Wad). Η εθιμική αυτή πρακτική απαντάται καθόλη τη διάρκεια παρουσίας των Νατούφιων ομάδων και παγιώνεται κατά τη Νεολιθική Εποχή. Πηγή: Bar-Yosef O. 1998, αριθμ. σχεδίου 5, σελ

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα

Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα Μεταπτυχιακή Εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας,

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας, Από: Dr.rer.nat.Η. Δ. Μαριολάκο, Ομοτ. Καθηγητή Γεωλογίας, Παν/μίου Αθηνών, Εύαγγελο Μαρκατσέλη, Καθηγητή Β/θμιας εκπαίδευσης, Υπεύθυνο ΚΠΕ Στυλίδας, και του εθνικού σχολικού θεματικού δικτύου Π.Ε. «Γεωπεριβαλλοντικά-Γεωμυθολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα; ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ 1 ο (Μονάδες 3,3) 1. Ποια είναι η διοικητική ιεραρχία των πόλεων στην Ελλάδα; Πως λέγεται ο διοικητής του κάθε διοικητικού τομέα; 2. Ποιους γεωλογικούς αιώνες περιλαμβάνει η γεωλογική

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

PROJECT 2017 ΟΜΑΔΑ: ΑΝΕΣΤΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΤΙΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΦΙΔΗΣ

PROJECT 2017 ΟΜΑΔΑ: ΑΝΕΣΤΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΤΙΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΦΙΔΗΣ PROJECT 2017 ΟΜΑΔΑ: ΑΝΕΣΤΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΤΙΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΦΙΔΗΣ ΑΦΡΙΚΗ Η Αφρική είναι η δεύτερη σε έκταση και πληθυσμό ήπειρος της γης με πληθυσμό περίπου 1 δισ κατοίκους.

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ονοματεπώνυμο: Τουφεξή Ασπασία Σειρά: 12 Επιβλέπων καθηγητής: Ιωαννίδης Α. Διευθυντής ΠΜΣ: Σιώμκος Γεώργιος Ο ρόλος του μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ Β. Π. Γ. Π. Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, ενώ με τα νησιά φτάνει τα 30,2

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η ραγδαία αύξηση της διαθεσιμότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (επαγγελματικούς και μη), σε συνδυασμό

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Οι επιμέρους μελέτες ανέδειξαν τον πλούτο των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας αλλά και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 27 Μαΐου 2013 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η ελληνική

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή 21 Τι είναι η Ιστορία; 21 Τότε και τώρα, εκεί και εδώ 24 Το φυσικό περιβάλλον 28 Λίγη περιγραφική Γεωγραφία 29 Επίλογος 32

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή 21 Τι είναι η Ιστορία; 21 Τότε και τώρα, εκεί και εδώ 24 Το φυσικό περιβάλλον 28 Λίγη περιγραφική Γεωγραφία 29 Επίλογος 32 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εικονογραφήσεις 13 Βιογραφικά 15 Πρόλογος στην 11 η έκδοση 17 1. Εισαγωγή 21 Τι είναι η Ιστορία; 21 Τότε και τώρα, εκεί και εδώ 24 Το φυσικό περιβάλλον 28 Λίγη περιγραφική Γεωγραφία 29 Επίλογος

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη Το παρόν ηλεκτρονικό εγχειρίδιο έχει ως στόχο του να παρακολουθήσει τις πολύπλοκες σχέσεις που συνδέουν τον

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας

Διαβάστε περισσότερα

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα) 56 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα) Το Τμήμα Γεωγραφίας ιδρύθηκε το 1999 μετά από πρόταση του Πανεπιστημίου. που υποβλήθηκε για πρώτη φορά το 1994. Η πρόταση αυτή. αφού βελτιώθηκε εντάχθηκε το 1997 στο Επιχειρησιακό

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι μεσογειακές περιοχές βρίσκονται μεταξύ 30 0 και

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Το Τμήμα Το Τμήμα με το νόμο 4521/2018 εντάχτηκε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μετά την κατάργηση του ΤΕΙ Αθήνας. Το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Εμμανουέλα Ιακωβίδου Επιβλέπων

Διαβάστε περισσότερα

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο Επιβλέπουσες Καθηγήτριες: Δρ. Κοκκίνου Ελένη Φυσικός Παπαχρήστου

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ Δεν υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ Υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές Διαδοχή Μετανάστευση ειδών Ιστορικές αλλαγές,

Διαβάστε περισσότερα

Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών Διαδικτύου: Εφαρμογή για τους Αρχαίους Χώρους Θέασης και Ακρόασης

Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών Διαδικτύου: Εφαρμογή για τους Αρχαίους Χώρους Θέασης και Ακρόασης ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών

Διαβάστε περισσότερα

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ Οι τεράστια ανθρώπινη ικανότητα για μάθηση διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα γένη. Στην απώτερη Προϊστορία, η εξέλιξη της

Διαβάστε περισσότερα

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση «Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση Μαρία Θ. Παπαδοπούλου, PhD Σχολική Σύμβουλος 6 ης Περιφέρειας Π.Ε. ν. Λάρισας Ελασσόνα, 7 Νοεμβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ. Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

Η ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ. Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου Η ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου Αλλαγές στο Ενεργειακό Τοπίο Πολλά φαίνεται να αλλάζουν με την πρόσφατη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν. Είναι φανερό πως

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑ, Α1 ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Α1 2015-2016 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr «Νεολιθική επανάσταση» και η καταγωγή της Νεολιθικής στην Ελλάδα Στο θέμα της προέλευσης του παραγωγικού τρόπου

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Χαρακτηριστικό Παράδειγµα της Πολιτιστικής Πολιτικής της Ελλάδας Γενικές Αρχές: Α. Η πολιτιστική πολιτική της χώρας µπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr Ενδογενής ανάπτυξη αξιοποίηση των τοπικών πόρων τοπικός προσδιορισμός των αναπτυξιακών προοπτικών - στόχων τοπικός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ Ι. ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές επηρεάζουν τον χώρο. Ο Χώρος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Κριτήρια αξιολόγησης αυτοαξιολόγησης γραπτής ερευνητικής εργασίας με έμφαση στην πτυχιακή εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα Σοφία Καλογερομήτρου - 29/04/2019 Ερευνητική εργασία Φοιτήτρια: Σοφία Καλογερομήτρου Επιβλέπων: Νικόλας Αναστασόπουλος Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. α) γενικός τίτλος < το νερο >

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. α) γενικός τίτλος < το νερο > ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1. Κριτήρια επιλογής θέματος Ενδιαφέρον Πληροφόρηση Επικαιρότητα Διευρύνση των γνωσεων μας Να αποκτήσουν δεξιότητες διερεύνησης σχέσεων νερού-συμπεριφοράς. Αντίληψη της αλληλεπίδρασης

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Υπενθύμιση. Γλώσσες και Πολιτισμοί σε (Διά)Δραση

Υπενθύμιση. Γλώσσες και Πολιτισμοί σε (Διά)Δραση Υπενθύμιση Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για το συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. με αφορμή τα 50 χρόνια από την ίδρυση του Τμήματος, από 25 έως 28 Μαΐου 2011, με θέμα:

Διαβάστε περισσότερα

Ως έρευνα γενικά ορίζεται η κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο να ανακαλυφθεί, εξεταστεί και καθοριστεί κάτι. «Έρευνα είναι η διαδικασία η οποία μέσω

Ως έρευνα γενικά ορίζεται η κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο να ανακαλυφθεί, εξεταστεί και καθοριστεί κάτι. «Έρευνα είναι η διαδικασία η οποία μέσω Ως έρευνα γενικά ορίζεται η κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο να ανακαλυφθεί, εξεταστεί και καθοριστεί κάτι. «Έρευνα είναι η διαδικασία η οποία μέσω της προγραμματισμένης και συστηματικής συλλογής, ανάλυσης

Διαβάστε περισσότερα

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες»

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες» Τρίκαλα, 27/12/2011 Συνεντεύξεις «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες» Τι επισημαίνει στην ΕΡΕΥΝΑ για την περιοχή μας ο κ. Σοφοκλής Ε. Δρίτσας, ερευνητής στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων

Διαβάστε περισσότερα

Δομή και Περιεχόμενο

Δομή και Περιεχόμενο Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης Δομή και Περιεχόμενο Ομάδα Υποστήριξης Νέου Αναλυτικού Προγράμματος Εικαστικών Τεχνών Ιανουάριος 2013 Δομή ΝΑΠ Εικαστικών Τεχνών ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1)το γεωγραφικό πλάτος 2)την αναλογία ξηράς/θάλασσας 3)το

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Σημασία στην ανάλυση ολόκληρου του κύκλου ζωής ενός προϊόντος

Διαβάστε περισσότερα

Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού

Διαβάστε περισσότερα

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες Ποιο Χάρτη θα χρησιμοποιήσω αν θέλω να μάθω τη θέση της Αφρικής στον κόσμο; Θα χρησιμοποιήσω τον Παγκόσμιο Χάρτη Ποια είναι η θέση της Αφρικής στον κόσμο; Η απάντηση μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ και ΚΛΙΜΑ ΕΛΛΑ ΟΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ και ΚΛΙΜΑ ΕΛΛΑ ΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ και ΚΛΙΜΑ ΕΛΛΑ ΟΣ ύο Μέρη Γενική Κλιµατολογία-Κλίµα Μεσογείου Κλίµα Ελλάδος ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ & ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ιδάσκων Χρήστος Μπαλαφούτης Καθηγητής Τοµέα Μετεωρολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Στην Κεντρική Ασία βρίσκεται η έρημος Γκόμπι και της Αραβίας. Στην Αμερική η Μοχάβι(Βόρεια) και η Ατακάμα (Νότια).

Στην Κεντρική Ασία βρίσκεται η έρημος Γκόμπι και της Αραβίας. Στην Αμερική η Μοχάβι(Βόρεια) και η Ατακάμα (Νότια). H ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ Στη Γη υπάρχουν μεγάλες αφιλόξενες άνυδρες εκτάσεις που ονομάζονται έρημοι.καλύπτουν το 1/3 της ξηράς και βρίσκονται κυρίως κοντά στους δύο Τροπικούς ( Αιγόκερω και Καρκίνου) Στην Κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Διάρθρωση μαθημάτων: Εισαγωγικά (2/10 Πλάντζος) Μεθοδολογία

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Στα δυτικά της εθνικής οδού Τρικάλων - Ιωαννίνων, 3χλμ πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά

Διαβάστε περισσότερα

Ε λ Νίνιο (El Niño) ονοµάζεται το θερµό βόρειο θαλάσσιο ρεύµα που εµφανίζεται στις ακτές του Περού και του Ισηµερινού, αντικαθιστώντας το ψυχρό νότιο ρεύµα Humboldt. Με κλιµατικούς όρους αποτελει µέρος

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης Μοντελοποίηση και βελτιστοποίηση του ενεργειακού συστήματος με την χρήση κατανεμημένης παραγωγής και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. H τεχνολογική διάσταση Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονική Επετηρίδα, Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τόμος 8 (2015) Παρουσίαση Βιβλίου Ρέντζου, Κ., Σακελλαρίου, Μ. (2014). Ο χώρος ως παιδαγωγικό πεδίο σε προσχολικά περιβάλλοντα

Διαβάστε περισσότερα

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας.

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας. [ Αρχιτεκτονική τοπίου και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με τη συμβολή της χωρικής ανάλυσης. Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας. [ Ευθυμία Σταματοπούλου Αρχιτέκτων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Κατάλογος διευκρινιστικού υλικού..................................... 18 Πρόλογος....................................................... 27 Ευχαριστίες......................................................

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Η αποστολή του ΤΕΙ Πελοποννήσου, διαμορφούμενη μέσα στο πλαίσιο του Ν. 4485/17, o οποίος είναι ο πιο πρόσφατος νόμος όπου καθορίζεται η αποστολή

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρία Χωρικού Σχεδιασμού. 4 ο Μάθημα Χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων

Θεωρία Χωρικού Σχεδιασμού. 4 ο Μάθημα Χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική ομάδα: Ελένη Ανδρικοπούλου, Γρηγόρης Καυκαλάς 4 ο Μάθημα Χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων Εισήγηση: Γρηγόρης Καυκαλάς Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας Μυλωνά Ιφιγένεια Έρευνες για την απόκτηση πληροφοριών η γνωμών από τους χρήστες Χρησιμοποιήθηκαν από τις κοινωνικές επιστήμες για τη χρήση κοινωνικών φαινομένων Ο όρος «ποιοτική

Διαβάστε περισσότερα

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ ΗΓΕΩΡΓΙΚΗΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΑ Α 2 H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ )

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ ) 2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ. 20-23) 2.1. Η Χώρα. Νείλος : Πηγές από Αιθιοπία και δέλτα. Δυτικά : Η Λιβυκή έρημος. Ανατολικά : Η έρημος του Σινά έως Ερυθρά Θάλασσα. Λάσπη Ευφορία. Άνω Αίγυπτος-Κάτω Αίγυπτος. 2.2.

Διαβάστε περισσότερα

Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία!

Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΑΝΟΡΑΜΑ Παράλληλες εκδηλώσεις που συμπληρώνουν και προεκτείνουν την Έκθεση «Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! Πολιτιστικό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Δομή του Σεμιναρίου: Εισαγωγικά (10.10) Τι είναι θεωρία; Σε τι χρησιμεύει; (17.10) Εύρημα / έργο / έκθεμα / δημιουργός

Διαβάστε περισσότερα

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική Περίοδος ή Φάση Ακρωτηρίου: 11000/10000 8200 π.χ. Νεολιθική Περίοδος: 8200 3900/ 3700 π.χ. Ακεραμεική Νεολιθική: 8200 5500 π.χ. Πρωτοκεραμεική Νεολιθική («lacuna»

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου Παρουσίαση Γιώργος Σέκκες Καθηγητής Γεωγραφίας Λευκωσία 2017 Ερώτηση! Ποια η διάφορα µεταξύ του κλίµατος

Διαβάστε περισσότερα

Στα πλαίσια της αποστολής του Τμήματος το πρόγραμμα σπουδών του έχει ως βασικούς στόχους:

Στα πλαίσια της αποστολής του Τμήματος το πρόγραμμα σπουδών του έχει ως βασικούς στόχους: Στόχοι του Τμήματος Η αποστολή του Τ.Μ.Σ., όπως γενικά περιγράφεται στο σκεπτικό του Π.Δ. 316 (ΦΕΚ, αρ. φύλλ. 223, 4/11/97) είναι «η καλλιέργεια και προαγωγή της γνώσης για τη γλώσσα, την αρχαία και νεότερη

Διαβάστε περισσότερα

7672/19 ΣΠΚ/σα/ΜΙΠ 1 LIFE.1.B

7672/19 ΣΠΚ/σα/ΜΙΠ 1 LIFE.1.B Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Μαρτίου 2019 (OR. en) 7672/19 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Προεδρία Αριθ. εγγρ. Επιτρ.: 15011/18 Θέμα: Ειδική Επιτροπή Γεωργίας / Συμβούλιο AGRI 159 ENV

Διαβάστε περισσότερα

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση Διαπολιτισμική Εκπαίδευση Ενότητα 1: Παγκοσμιοποίηση και πολυπολιτισμικές κοινωνίες; Χρήστος Παρθένης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Παγκοσμιοποίηση και Πολυπολιτισμικές Κοινωνίες; 1.

Διαβάστε περισσότερα

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας «Χωρικές, Οικονομικές, Κοινωνικές και Περιβαλλοντικές Διαστάσεις της Ανάπτυξης

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. 1 Που συμβαίνουν οι περισσότερες βροχοπτώσεις; Κυρίως στη θάλασσα. Και μάλιστα στο Ισημερινό. Είδαμε γιατί στο προηγούμενο μάθημα. Ρίξε μία ματιά.

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα